Ο Ἐπιτάφιος Ἀδώνιδος του Βίωνα από τη Σμύρνη, του τρίτου -μετά τον Θεόκριτο και τον Μόσχο- σημαντικότερου βουκολικού ποιητή, είναι ένα σύντομο ποίημα (98 εξάμετροι στίχοι) που έχει χαρακτήρα θρήνου. Αναφέρεται στον θάνατο του ωραίου Άδωνη, ερωμένου της Αφροδίτης, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή του μύθου, είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, όταν ένα αγριογούρουνο τον τραυμάτισε θανάσιμα στον μηρό. Η Αφροδίτη, απαρηγόρητη για τον χαμό του, παρακάλεσε την Περσεφόνη και πέτυχε να περνάει ο Άδωνης έξι μήνες το χρόνο πάνω στη γη. Με τον θάνατό του συνδεόταν η γονιμική τελετή των Αδωνίων (πβ. Κείμενο 160, στ. 100-144), που γιορταζόταν μια φορά κάθε χρόνο σε πολλές ελληνικές πόλεις: γυναίκες -γιατί μόνον αυτές συμμετείχαν-τοποθετούσαν το ομοίωμα του Άδωνη σε φέρετρο, έκαιγαν θυμιάματα, ενώ σε πήλινα αγγεία φύτευαν σπόρους που βλάσταιναν και, όπως ήταν σύντομη η ζωή του Άδωνη, "πέθαιναν" γρήγορα (Ἀδώνιδος κῆποι)· αφού θρηνούσαν μια μέρα, έριχναν το ομοίωμα και τους "κήπους" στη θάλασσα. Το ποίημα πρέπει να φανταστεί κανείς ότι λέγεται κατά τη διάρκεια του θρήνου των Αδωνίων (ίσως λίγο πριν να ριχτεί το ομοίωμα στη θάλασσα) από γυναίκα που συμμετέχει στην τελετή. Οι εναλλασσόμενες εικόνες (η προτροπή στην Άρτεμη να ξυπνήσει, ο Άδωνης στα όρη, το πένθος της Αφροδίτης κ.o.κ.) θυμίζουν κάπως, όπως έχει παρατηρηθεί, τον αντιφωνικό και διαλογικό χαρακτήρα των μοιρολογιών. Το εφύμνιο, που χαρακτηρίζεται από ποικιλία, αφού άλλοτε αναφέρεται στον Άδωνη άλλοτε στην Αφροδίτη, αντιστοιχεί επίσης στα επιφωνήματα με τα οποία εκφράζεται ο πόνος στα μοιρολόγια.
Αἰάζω τὸν Ἄδωνιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»· «ὤλετο καλὸς Ἄδωνις», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες. μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε· ἔγρεο, δειλαία, κυανόστολα καὶ πλατάγησον5στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν, «ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις».
αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
κεῖται καλὸς Ἄδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκῷ λευκὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ λεπτὸν ἀποψύχων· τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα10χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ᾽ ὀφρύσι δ᾽ ὄμματα ναρκῇ, καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος· ἀμφὶ δὲ τήνῳ θνᾴσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀποίσει. Κύπριδι μὲν τὸ φίλημα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει, ἀλλ᾽ οὐκ οἶδεν Ἄδωνις ὅ νιν θνᾴσκοντα φίλησεν.
15αἰάζω τὸν Ἄδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ἄγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν Ἄδωνις,
μεῖζον δ᾽ ἁ Κυθέρεια φέρει ποτικάρδιον ἕλκος. τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠρύονται καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ὀρειάδες· ἁ δ᾽ Ἀφροδίτα20λυσαμένα πλοκαμῖδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται πενθαλέα νήπλεκτος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται· ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι᾽ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται Ἀσσύριον βοόωσα πόσιν, καὶ παῖδα καλεῦσα.25ἀμφὶ δέ νιν μέλαν αἷμα παρ᾽ ὀμφαλὸν ᾀωρεῖτο, στήθεα δ᾽ ἐκ μηρῶν φοινίσσετο, τοὶ δ᾽ ὑπὸ μαζοὶ χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο.
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν», ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος.30Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν Ἄδωνις,
κάτθανε δ᾽ ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι. «τὰν Κύπριν αἰαῖ». ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες «αἴ τὸν Ἄδωνιν»· καὶ ποταμοὶ κλαίοντι τὰ πένθεα τᾶς Ἀφροδίτας, καὶ παγαὶ τὸν Ἄδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι,35ἄνθεα δ᾽ ἐξ ὀδύνας ἐρυθαίνεται, ἁ δὲ Κυθήρα πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει,
«αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν· ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις»·
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου