Νικόλας Σεβαστάκης.
Μια δεκαπενταετία πια στο πανεπιστήμιο, σε σχολές κοινωνικών επιστημών. Διδάσκοντας, κυρίως, τους όρους των πολιτικών ιδεών στη νεωτερικότητα. Προσπαθώντας να κάνεις ορατά βασικά επιχειρήματα, αντίπαλες λογικές και απρόβλεπτες, συχνά, περιπλοκές του πολιτικού στοχασμού.
Πως όμως να μιλήσεις για έννοιες ή αφηρημένα αναλυτικά σχήματα σε φοιτητές που έχουν λειψή έως ανύπαρκτη «εξωσχολική» αναγνωστική εμπειρία; Πώς να τους κάνεις να αναγνωρίσουν τις δημόσιες φιλοσοφίες της Δύσης ως κομμάτια μιας πολιτισμικής διαμόρφωσης με επίκεντρο το άτομο και τη διαίρεση κράτους και κοινωνίας;
Από το 1999 που διδάσκω αδιάλειπτα έχω επιμείνει, κουραστικά, στην υπόθεση της διευρυμένης ανάγνωσης. Στην ανάγκη της. Εξαρχής θεωρούσα και σήμερα περισσότερο από ποτέ λογαριάζω ότι μια ορισμένη, μικρή ή μεγάλη, λογοτεχνική παιδεία είναι προϋπόθεση για να προχωρήσει κανείς στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και της θεωρίας.
Δεν θέλω να πάω τόσο πίσω στο χρόνο, στους Διαφωτιστές, στον Τοκβίλ ή στον Μαρξ και στη διαμόρφωσή τους ως μανιώδεις αναγνώστες ποικίλων πηγών, από τον Σαίξπηρ ώς τον Μπαλζάκ. Ούτε να έλθω πιο κοντά στις δικές μας εποχές υπενθυμίζοντας τις οφειλές ενός Φουκώ ή ενός Ρανσιέρ στη μυθοπλασία ή τη γνωστή λογοτεχνική κουλτούρα φιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών διανοητών.
Το ζήτημα για μένα βρίσκεται αλλού και αφορά τους όρους μετάδοσης γνώσης και όχι απλώς την καλλιέργεια ενός γούστου. Λέω λοιπόν ότι δίχως τη βοήθεια μυθοπλαστικών αναφορών χάνουμε το δρόμο προς ολόκληρες περιοχές της σκέψης περί του πολιτικού. Για παράδειγμα, πως να δουλέψει κανείς εκπαιδευτικά πάνω στο ζήτημα των ολοκληρωτισμών ή των μορφών που έλαβε το πολιτικό κακό στον εικοστό αιώνα δίχως αναφορά στη στρατοπεδική λογοτεχνία, στον Πρίμο Λέβι ή στον Ρομπέρ Αντέλμ από τη μια, στον Σολτσενίτσιν ή στον Σαλάμοφ από την άλλη;
Σε άλλο παράδειγμα: πως είναι δυνατό να δει κανείς θέματα νεωτερικής αυτοσυνειδησίας αγνοώντας τελείως το μυθιστόρημα και το ρόλο του στη διαμόρφωση του «αστού»;
Όλα αυτά τα χρόνια έχω λοιπόν σχηματίσει την πεποίθηση ότι με μονότονη παράθεση ή γραμμική ανάπτυξη των μεγάλων ονομάτων και των γνωστότερων θεωριών σπάνια αγγίζει κανείς την προσοχή του άλλου. Και όπως πολύ σωστά το έχει θέσει η Iris Murdoch, έχουμε ανάγκη την ηθική προσοχή σε περιοχές της πρακτικής ζωής που δεν μπορούν να προσεγγιστούν από τους κοινωνικο-επιστημονικούς λόγους. Πέρα από όλα τα άλλα, η λογοτεχνία εκλεπτύνει την ικανότητα κατανόησης της πολυπλοκότητας. Και ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας Αντουάν Κομπανιόν το αποσαφηνίζει με τον καλύτερο τρόπο: η άσκηση της ανάγνωσης είναι ο κατεξοχήν τόπος της «μαθητείας του εαυτού και του άλλου», είναι μια άσκηση σκέψης.
Θα πει κανείς μήπως έτσι επιστρέφουμε στην παλαιά ουμανιστική αντίληψη που δεν συνομιλεί με τις πολιτισμικές συνάψεις της σημερινής κρίσης; Και μήπως η επιμονή στην ηθική της ανάγνωσης και στη σημασία της για τη μετάδοση της γνώσης είναι μια παρεξηγήσιμη υπόθεση;
Απαντώ αρνητικά. Και αυτή η απάντηση δεν στηρίζεται φυσικά σε ένα (ομολογημένο) προσωπικό στοίχημα θερμής συνηγορίας της λογοτεχνίας αλλά στη θέση ότι αυτή η κρίση στην οποία παραπέμπουμε καθημερινά χρειάζεται ένα πολυφωνικό πλαίσιο ερμηνείας. Η κυριαρχία του ρηχού οικονομισμού και του εθνορομαντικού κοινοτισμού, αυτού του μοιραίου δίδυμου των τελευταίων χρόνων, πρέπει να «σπάσει». Το πώς επερωτούμε το παρόν και ποια ζητήματα επιλέγουμε να ανοίξουμε στην Ιστορία δεν είναι μικρό και άνευ σημασίας ζήτημα: η άσκηση της ανάγνωσης και ιδιαίτερα το άνοιγμα στις λογοτεχνικές πηγές της εμπειρίας βοηθά ακριβώς στην εκμάθηση του «πως». Στην μετάβαση από την απατηλά απλουστευτική εξήγηση των φαινομένων στην τέχνη της κατανόησης. Και αυτό μας λείπει…
τελικά πλούσιο το περιεχόμενο του cantus ,πολλή ενδιαφ'ερουσα η ανάλυση του Σεβαστάκη
ΑπάντησηΔιαγραφή