του Michel Fais *
Στoν Αλέξανδρο Νεχαμά
Μην ακούτε αυτά που λένε για μας, τους ακουμε να λένε διάφορα και κρατάμε την κοιλιά μας απ’ τα γέλια. Το μακρύ τους και το κοντό τους λένε. Ο καθένας γίνεται αυτό που τον καίει. Αυτό είναι το κόλπο. Μην σας πιάνουν κορόιδα. Ο μεθυσμένος πρώην ξεμέθυστος δεν είναι; Δηλαδή ένας μεθυσμένος γουρούνι, άμα ξεμεθύσει γίνεται αμνός; Aπλά πράγματα.
Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμάς. Απ’ τα έτοιμα τρώμε. Όπως στρώσαμε, κοιμόμαστε. Μην περιμένετε τίποτα από κανέναν. Όσα έφτασαν τα χέρια σας κι όσα έσωσε η ψυχήσας. Αυτά θα βρείτε. Κανένας δε θα σε συμβουλέψει, κανένας δε θα σε ενοχλήσει. Κανένας. Δεν είναιούτε εύκολα ούτε δύσκολα. Κα-νέ-νας. Είναι σα να μην είναι. Πώς είναι όταν λιποθυμάς και ξαναβρίσκεις τιςαισθήσεις σου; Μόνο που αυτό βαστάει. Πόσο; Κανείς δεν μπορεί να πει. Μπορεί μια στιγμή, μπορεί για πάντα.
Βέβαια,τις πρώτες μέρες κάποιοι τα χάνουν μ’ αυτά που συναντάνε. Βλέπετε, δεν είναιόπως τα περιμένουν. Εξάλλου οι περισσότεροι φεύγουν ανέτοιμοι. Με παράπονα, πόνους, γκρίνιες. Άλλος από δυστύχημα και έχει έτοιμες τις δικαιολογίες - λες και πριν τον κόψει το αυτοκίνητο δεν ανάπνεε. Γαμοσταυρίζει και φτύνει τους δικούς του άλλος. Άλλος μοιράζει συμβουλές. Άλλος ντρέπεται και κουκουλώνεται με το σεντόνι. Ασπάζεται τη γυναίκα του λες και θα λείψει για κυνήγι το Σαββατοκύριακο άλλος. Άλλος, επειδή
δούλεψε σαν το σκλαβάκι, μας έρχεται σφυρίζοντας.
Που καιρός να σκεφτούν τι πραγματικά πιστεύουν, τι πραγματικά θέλουν. Σ' αυτό το ζήτημα όλοι περιμένουν την τελευταία στιγμή. Όλοι, ανεξαιρέτως. Σ' αυτό το ζήτημα όλοι Έλληνες είμαστε. Γιατί δεν πιστεύω οι ξένοι να φέρονται αλλιώς. Ας είναι Ιάπωνας ο άλλος, ας είναι Σουηδός, από τη Σαχάρα ας είναι. Θα αυτοσχεδιάσει, στο παρά πέντε.
Κι οι σπουδασμένοι μαντάρα τα κάνουν. Φυσικά, αυτοί είναι οι χειρότεροι. Κάνουνε σαν παιδιά. Τους γνώρισα από την καλή κι από την ανάποδη τώρα. Τους έβλεπα και από τα πριν στην τηλεόραση. Πώς τον λένε αυτόν; Καθηγητής ήταν, που μιλούσε σα να έγλειφε μαντολάτο. Που όλο έστρωνε τη φράντζα; Θεολόγος... Που σκυλόβριζε την Ευρώπη και έλεγε πως πρέπει ναγυρίσουμε πίσω στα χρόνια του Κωνσταντίνου και της Ελένης; Πέντε παράδες βούβα πήρε τώρα. Τον έχουμε κοντά μας, τον καραγκιόζη. Όταν ζούνε, λένε, βέβαια,υπάρχει Θεός. Οπωσδήποτε. Κουβέντα δε σηκώνουν. Και την ίδια στιγμή φέρονται σα θηρία. Φυσικό δεν είναι μετά να απογοητεύονται;
Αμ ο άλλος, ο τρανός, ο ποιητής. Που φορούσε στο πέτο το σφυροδρέπανο. Ξέρετε τι άφησε στη διαθήκη του; Εμείς τον πήραμε.Το γραφείο μας έδωσε μάχη. Το αφεντικό μου ήταν γάτα σ' αυτά. Αν και μαύρος,χουνταίος, βρήκε ραφή από κάποιον μεγάλο του ΚΚΕ. Και μας τον έδωσαν τον ποιητή. Να μη με θάψετε, λέει, κρατήστε με άταφο πτώμα για μία βδομάδα γιατί υπάρχει και η νεκροφάνεια. Έγραψε, υπαγόρευσε κανονικά σε συμβολαιογράφο. Ακούτε; Αυτή την κουβέντα είπε, ο ξετσίπωτος. Και τον βάλαν οι δικοί του λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη. Και πηγαίνανε οι πολιτικοί και στέκονταν προσοχή μπροστά του. Και ταρατατζούμ η μπάντα. Και βουνό το κόκκινο γαρύφαλλο. Και τον φιλούσε ο κοσμάκης κι έκλαιγε, μπας και αναστηθεί σαν τον Χριστό.
Και μετά μου λέτε εσείς. Κουφάλες. Ποιοι στίχοι και ποιες ιδέες. Τους ξέρω καλά και από τα πριν. Ετοιμοθάνατοι και πεθαμένοι ήταν ο κύκλος μου. Νοσοκόμοι και πεθαμενατζήδες οι κολλητοί μου. Σε γραφείο τελετών δούλευα. Χρόνια. Έχω περάσει από όλα τα πόστα. Τη μισή Αθήνα έχω πλύνει. Κουφέτα στους έκανα τουςπεθαμένους. Ιστορίες να σας γυρίσουν τα μάτια ανάποδα.
Παιδάκι ήμουνα και βοηθούσα να πλύνουνε εκείνη την ηθοποιό, που όταν έπαιζε στα αρχαία θέατρα, κλαίγανε κι οι πέτρες. Σπουδαία αλλά αντρογυναίκα. Είχε μία κλειτορίδα, φοβόσουνα να πλησιάσεις.
Πλάι στον Σιροπιάν έμαθα ταρίχευση. Αρμένης, με τ' όνομα. Που μακιγιάριζε νεκρό και σ' τον έκανε βρέφος. Χρόνια μακιγέρ στης Αγίου Κωνσταντίνου το θέατρο. Μετά ξέπεσε στα κουφάρια. Πλύσιμο, ταρίχευση, κάσα. Από την πολλή κάσα έπαθα δισκοκήλη. Έχω λειώσει παπούτσια εγώ στα νοσοκομεία περιμένοντας τον άγγελο του χαμού...Καρπαζιές με το θάνατο παίζαμε. Γιατί εμείς τα κοράκια πουτάνες είμαστε. Ξενυχτάμε τους νεκρούς επί χρήμασι. Μετά όμως έγινα επόπτης στα Πατήσια και στο Γαλάτσι και ξέκοψα από τη λάντζα. Τις ξέρω όλες τις κομπίνες. Τις νόμιμες και τις παράνομες.
Το μόνο που μας δένει όλους εμάς είναι που δεν έχουμε ιδιωτικές στιγμές.Προσωπικός χρόνος μηδέν, που λένε. Ο καθένας μπορεί να μας καλέσει. Κι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να τον επισκεφτούμε και να τον ακούσουμε. Με τον τρόπομας δηλαδή. Να φυσήξουμε καμιά κουρτίνα, να σπάσουμε κανένα βάζο, να σταματήσουμε κάποιο ρολόι. Τα γνωστά. Να δώσουμε κάποιο σινιάλο. Εδώ οι καλαμπουρτζήδες δίνουν παράσταση με τα μέντιουμ. Τρέχουν και δεν προλαβαίνουν τα μέντιουμ.
Στο τέλος όμως μας αισθάνονται λίγοι. Μας ακουμπάνε αυτοί που προσπαθούνε πολύ. Παράδειγμα, που έτυχε σ' εμένα. Προχτές ένας ταξιτζής, ζηλιάρης. Τον σιχαινόντουσαν και τα ρούχα που φορούσε. Κατάφερε να μάθει πως παλιά η γυναίκα του του τα φορούσε. Τι το τηλέφωνο της έκλεινε, τι έγραφε στο παμπρίζ του αυτοκίνητου ανάποδα τ' όνομά του, τι μετακινούσε έπιπλα στο σπίτι. Τίποτα αυτή, αφασία.
Γιατί εμείς εδώ ένα τίποτα είμαστε. Εσείς είστε το πάν για μας. Χωρίς εσάς... Αυτόπου λέω ακουστέ το. Εσείς κλείνετε τα μάτια τα δικά μας, εμείς ανοίγουμε τα δικά σας.
Μιλάω καθαρά, γιατί εδώ όλοι γνωριζόμαστε. Ξέρει ο ένας τον άλλο. Φανταστείτε μια γειτονιά μεγαλούπολη. Χάνεσαι. Κι όλο έρχονται. Μυρμηγκιές. Τα χούγια, τα φαρμάκια του άλλου, τα ξέρουμε. Τα μαθαίνουμε. Από που κρατάει η σκούφια του.Γι' αυτό, φυσικά, δε μιλάμε μεταξύ μας. Με το που σηκώνουμε τα μάτια καταλαβαινόμαστε. Τι, να πούμε με λόγια τι σκεφτόμαστε, τι δε σκεφτόμαστε; Μαδεν ενδιαφέρει κανέναν. Σα να γράφεις σε νερό είναι οι κουβέντες μας. Εμείς αναπνέουμε την καθαρή αλήθεια. Τη δικιά μας. Κι όταν μιλάς αυτή την αλήθεια,ανοιγοκλείνεις τα χείλη. Μιλάς με σβηστή φωνή. Είναι μαρτύριο αυτό. Να μην έχεις μυστικά. Να μη λες ψέματα. Να μη θέλεις. Όχι να μην μπορείς. Κανενός τομυαλουδάκι δε μας φτάνει. Δεν μπορεί να συλλάβει τι συμβαίνει. Όταν δεν υπάρχεικανόνας. Προς τι; Όταν δεν υπάρχει ο άλλος. Ποιόν; Ζυγίζεται ο αέρας; Αυτόείναι το φαί μας. Το τίποτα. Α, μα γι' αυτό είμαστε αόρατοι.
Στην αρχή, αρχίζουμε, θυμόμαστε τα πιο περίεργα πράγματα. Τα πιο ασήμαντα. Παράδειγμα εγώ. Πώς μου 'τριβε τα πόδια η μάνα μου πριν μου βάλει τις κάλτσες.Παιδάκι λέγω κι η μακαρίτισσα νέα, κοπελίτσα. Τέτοια. Του πεταμού σκέψεις. Ή, που μου χώθηκε το ρύζι στο ρουθούνι στης αδελφής μου το γάμο και σ' όλο το μυστήριο γαργαλιόμουν. Μ’ αυτά τα χαζά σκοτώνουμε τον καιρό μας. Μερικές φορές μου περνάει η σκέψη μήπως είμαστε λιγάκι βλαμμένοι. Όλες αυτές οι αναμνήσεις που θυμόμαστε. Αργία μήτηρ... Όπως τα ρεπά μου είναι. Πάσης...πώς το λένε; Κάτι Κυριακές, κάτι Πρωτοχρονιές, Δεκαπενταύγουστο. Που το σπίτι μ’ έπιανε απ’ το λαιμό και το καφενείο το 'νιωθα νεκροφόρα. Δεν ήξερα τι ήθελα. Καθόμουνα λοιπόν στο παράθυροκαι κοιτούσα. Δεν κοιτούσα στο δρόμο. Έβλεπα τα μούτρα μου στο τζάμι. Κι ούτετα μούτρα μου έβλεπα. Κοιτούσα μέσα στο σπίτι. Κι ούτε μέσα στο σπίτι κοιτούσα. Είχα τα μάτια μου ανοιχτά και άκουγα την ανάσα μου.
Μεταξύ μας μιλάμε τώρα. Αυτό πού μου συνέβη δεν είναι φοβερό. Άλλοι στη θέση μου θα έκαναν το σταυρό τους. Εμένα όμως μ’ ενόχλησε. Θέλω να πω, έχω ταξιδέψει σε διάφορα μέρη. Αν δεν το αιστανθώ αυτό, στεναχωριέμαι. Γι' αυτό το αεροπλάνο δεν το γουστάρω. Άμα δεν καταλαβαίνειςπου φεύγεις, άμα δεν καταλαβαίνεις πού φτάνεις.
Εντάξει,απ’ το τίποτα στο τίποτα πήγα. Κάποια στιγμή σηκώθηκα από το κρεβάτι για κατούρημα. Μετά χάθηκα. Ήμουνα ξαπλωμένος; Ήμουνα όρθιος; Ήμουνα στο μπάνιο; Πουθενά δεν ήμουνα. Ήμουνα στο μπαλκόνι; Παντού ήμουνα. Κάτι για την καρδιά είπανε. Καρδιά, ξεκαρδιά, μυρωδιά δεν πήρα. Εντάξει, τα φιλαράκια με θάψανε με Μητροπάνο και τα ρέστα. Του Μάριου όμως του το χρωστάω. Δε θα 'ρθει από τα μέρη μας; Τ’ αρχίδι, έκλασε μέσα στην κάσα. Σε πεθαμένο, ρε;
Μαγκούφης στη ζωή, μαγκούφης και στο θάνατο. Τα 'παμε, δεν τα 'παμε; Άπαξ και καεί το καντήλι σου... Κι εδώ αποτραβηγμένος τη βγάζω. Μοναδικός μου φίλος ένας Σκοπιανός. Ο Ποπόφσκι, ο Μίλτσο Ποπόφσκι. Αυτουνού πήγανε να του φάνε το παιδί κάτι Παοκτζήδες. Κι επειδή το 'σωσε το παλληκαράκι ένας θειος μου, ο άλλος του 'ταξε ένα βαλσαμωμένο πουλί για το στερνοπούλι του. Τάμα.
Δεκαεφτάχρονώ ο γιός, σαν τη σαίτα έτρεχε. Αριστερό εξτρέμ στον ΠΑΣ Γιάννινα έπαιζε. Για μια μπουκιά ψωμί τον πήραμε από μία μαχαλοομάδα. Κελεπούρι. Στο Μοναστήρι έπαιζε. Τότε πού κατέβηκαν οι παπάδες στη Θεσσαλονίκηκαι φώναζαν για τον ήλιο της Μακεδονίας; Ένα μήνα πιο πριν, φιλικό με τον ΠΑΟΚ δίναμε. Οικογενειάρχες άνθρωποι κι έκαναν σαν αφιονισμένοι. Παραφύλαξαν μετά το ματς το γιο του Ποπόφσκι και τον άρχισαν στο μπουνίδι. Μέχρι κατσαβίδια βγάλανε. «H Μακεδονία είναιελληνική», φώναζαν και δώσ' του ξύλο. Στον τόπο θα το άφηναν το παιδί. O θείος μου τους έκοψε τη φόρα. Τους πήρε με την καραμπίνα. Δουλεύει την καντίνα στο γήπεδο και τους είδε.
Και που τους πιάσανε. Τους πιάσανε, τους αφήσανε. Στην Ασφάλεια φωνάξανε και τους βουλευτές. Πήρε τηλέφωνο από τη Θεσσαλονίκη ο πεπονοκέφαλος ο υπουργός. Στις εφημερίδες πέρασε στα ψιλά. Επειδή τους πέταξε δύο γκολάκια ο σπόρος, αθλητικό επεισόδιο, γράψανε. Τα μπαλώσανε.
Και ξεκίνησε ο πατέρας από το Μοναστήρι. Με το που γύρισε το παιδί, ξεκίνησε ο πατέρας. Μ’αυτοκίνητο, με μουλάρι, με τα πόδια. Ό,τι έβρισκε. Δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε. Δώδεκα μέρες ταξίδι. Βίζα δε δίνανε τότε. Χειμώνας βαρύς. Χιονιάς. Πέφτανε μύτες από την παγωνιά. Ένας αέρας, δάγκωνε. Για να φέρει στον θείο μου το βαλσαμωμένο γεράκι. Από το Μοναστήρι, γέρος άνθρωπος τώρα. Εβδομήντα χρονώ οπατέρας, με το πουλί στον ώμο – βαρύ σαν αμόνι το πουλί. Μπήκε στην Αλβανία. Πέρασε δάση, βουνά καιλίμνες. Πέρασε μπλόκα αλβανικά, δικών μας. Να του φέρει το τάμα. Το πουλί υπερήφανο. Στούκαρε κουνούπι στο μίλι. Σε κοιτούσε σα ζωντανό, το βαλσαμωμένο.Με τα φτερά ανοιχτά, το μάτι λαμπερό. Πώς πέρασε το σύνορο με το γεράκι σασημαδούρα; Κι έξω από τη Βουβώνα τον βρήκαν να πνέει τα τελευταία του. Τονπιάσαν και τον πήγαν στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ειδοποίησαν τον θείο μου. Είχεγραμμένο το τηλέφωνο του. Μόλις τον είδε, του 'δείξε το γεράκι και ξεψύχησε.Και τη στιγμή που έβγαινε η ψυχή του ακούστηκε ένα βουητό. Και το κρεβάτι του Μίλτσο γέμισε μέλισσες, ο θάλαμος όλος. Βζζζτ, βζζζτ, βζζζτ. Της κακομοίραςέγινε. Τρέχανε οι άρρωστοι, οι νοσοκόμες ανοίγανε τα παράθυρα. Που να φύγουν οιμέλισσες. Βζζζτ, βζζζτ, βζζζτ. Είχανε φτιάξει φωλίτσα μέσα στο πουλί, στην κοιλιά του. Γιατί είχεμελίσσια ο Μίλτσο, έφτιαχνε μέλι.
Άνθρωπος αυτός είναι για μένα. Κι ας μην τους πάω τους γύφτους τους Σκοπιανούς, που θέλουν να κλέψουν τη Μακεδονία μας. Στον Μίλτσο βγάζω το καπέλο όμως. Βασιλικιά ψυχή. Τέρμα. Α, μα γι' αυτό εδώ τον σέβονται οι πάντες.
Είμαι πεθαμένος εδώ και σαράντα δύο μέρες. Σα σήμερα θα γεννιόμουν. Την Πρωταπριλιά του 2000, στις έξι ή ώρα το απόγευμα. Σα σήμερα θα πατούσα τα εξήντα πέντε. Ψέματα,θα βγει να πει κάποιος.
"Απ' το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες" εκδόσεις Πατάκης, 2011, τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, πρώτη έκδοση Καστανιώτης, 1999).
*Μισέλ Φάις
Ο Μισέλ Φάις, εβραϊκής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα, γεννήθηκε στην Κομοτηνή την Πρωταπριλιά του 1957. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται στη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας, διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. και επιμελείται λογοτεχνικές σειρές (Εκδόσεις Πατάκη). Το μυθιστόρημα "Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου" (Καστανιώτης, 1994· Πατάκης, 2005) μεταφράστηκε στα γαλλικά (Hatier, 1996) και δραματοποιήθηκε από τον Θοδωρή Γκόνη (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής και Πάτρας, 1995). Η συλλογή διηγημάτων "Απ' το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες" (Καστανιώτης, 1999) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2000. Με το αφήγημα "Aegypius monachus" (Καστανιώτης, 2001) ολοκληρώνεται μια άτυπη τριλογία. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί, για περιοδικά και ανθολογίες, στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα τσέχικα και στα βουλγάρικα. Η ενασχόλησή του με τον Τζούλιο Καΐμη εντοπίζεται στα βιβλία: "Ελληνικά τοπία" (Γαβριηλίδης, 1993), "Τζούλιο Καΐμη, ένας αποσιωπημένος: μαρτυρίες και κρίσεις· επιλογή από άρθρα (1928-1976)· ζωγραφικό έργο" (Γαβριηλίδης, 1994), "Σάνταγκα ή οι έξι κανόνες της ζωγραφικής· Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα· Ο άτυχος γάμος" (Ακρίτας, 1997), "Το μέλι και η στάχτη του Θεού" (Πατάκης, 2002). Το 1994 μετέφρασε το "Χαϊκού για τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, τον ήλιο και το φεγγάρι" (Μπάστας-Πλέσσας) σε εικονογράφηση του Χρόνη Μπότσογλου. Το 1996 κυκλοφόρησε το φωτογραφικό του λεύκωμα "Ύστερο βλέμμα" (Πατάκης), όπου 44 συγγραφείς και καλλιτέχνες σχολιάζουν ταφικές φωτογραφίες. Το 1998 επιμελήθηκε, για το Υπουργείο Πολιτισμού, το ηχητικό αρχείο "Φωνές της γραφής", αποτυπώνοντας σε δίσκους ακτίνας 32 πεζογράφους και ποιητές. Έργα του δραματοποιήθηκαν επί σκηνής: "Πέστροφα Δουνάβεως" (Φεστιβάλ Φιλίππων, 2010, σκην. Λίλλυ Μελεμέ)· "Το κίτρινο σκυλί" (Από Μηχανής Θέατρο, 2009, σκην. Λ. Μελεμέ)· "Ελληνική αϋπνία" (Θέατρο Εμπρός, 2006, σκην. Ρούλα Πατεράκη)· "Η πόλη στα γόνατα" (Θέατρο Αμόρε-Δοκιμές, 2006, σκην. Θάνος Αναστόπουλος)· "Ανδρόγυνα" ("Μονόλογοι Πολιτιστικής Ολυμπιάδας", Θέατρο Μεταξουργείο, 2003, σκην. Περικλής Χούρσογλου)· "Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου" (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής, 1995, σκην. Θοδωρής Γκόνης). Πραγματοποίησε δύο ατομικές εκθέσεις φωτογραφίας ("Ύστερο βλέμμα", 1996, "Η πόλη στα γόνατα", 2002), έλαβε μέρος σε ομαδικές, ενώ συμμετείχε στη Photosynkyria (Θεσσαλονίκη, 2003). Συνεργάστηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στο σενάριο της νέας κινηματογραφικής τριλογίας του και με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο στην ταινία "Αθήνα-Κωνσταντινούπολη", 2008.
(φωτογραφία: Αλεξία Καλτσίκη)
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κριτικογραφία | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μεταφράζοντας τον κόσμο, "Εφημερίδα των Συντακτών", 20.12.2014 Πεζογραφία σε πρώτο πρόσωπο [Μιχάλης Μοδινός, Τελευταία έξοδος Στυμφαλία], "Εφημερίδα των Συντακτών", 21.9.2014 Το «Aegypius monachus» είναι η δική μου «Μεταμόρφωση» [Μισέλ Φάις, Aegypius monachus], Περιοδικό "IANOS", 3.3.2014 Σπαράγματα, βλέμματα, χειραψίες… [Ρούλα Γεωργακοπούλου, Γυναίκα μετρίου αναστήματος], "Εφημερίδα των Συντακτών", 12.10.2013 Eαρινή σύναξη πεζογράφων, "Εφημερίδα των Συντακτών", 3.3.2013 "Το να πεθαίνεις/είναι μια τέχνη…" [Σύλβια Πλαθ, Άριελ], "Εφημερίδα των Συντακτών", 9.2.2013 Τζόις, Κόου για παιδιά, "Εφημερίδα των Συντακτών", 21.12.2012 Τροχιές ερωτο-γραφίας, "Εφημερίδα των Συντακτών", 15.12.2012 Τα "ταξίδια" ενός σημειολόγου, "Εφημερίδα των Συντακτών", 15.12.2012 Πεζογραφία σε πρώτο πρόσωπο, "Εφημερίδα των Συντακτών", 9.11.2012 Γεύση ήττας [Γιάννης Ζαρκάδης, Ο λύκος και άλλα αντισώματα], Περιοδικό "Εντευκτήριο", τχ. 92, Ιανουάριος-Μάρτιος 2011 Το τραγούδι της επιθυμίας [Γιάννης Δούκας, Στα μέσα σύνορα], Περιοδικό "Εντευκτήριο", τχ. 92, Ιανουάριος-Μάρτιος 2011 Πιο κοντά στο αίμα παρά στο μελάνι [Pablo Neruda, Ερωτικά ποιήματα], "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 580, 27.11.2009 Νοεροί συνομιλητές [Donald R. Moor, Καφές με τον Πλάτωνα], "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 548, 10.4.2009 Δύσκολα κι απρόθυμα [Παυλίνα Παμπούδη, Τα χίλια φύλλα], "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 547, 2.4.2009 Περιφορά κλονισμένης φωνής [Νίκος Παναγιωτόπουλος, Σύσσημον ή Τα κεφάλαια], "Athens Voice", 23.10.2008 Υπόθεση Τουλάγεφ [Βικτόρ Σερζ, Υπόθεση Τουλάγεφ], "Lifo", τχ. 129, 9.10.2008 Τα ποιήματα. 1973-2008 [Γιώργος Χρονάς, Τα ποιήματα 1973-2008], "Lifo", τχ. 129, 9.10.2008 Ο δρόμος [Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Ο δρόμος], "Lifo", τχ. 129, 9.10.2008 Οι πόλεμοι της μνήμης [Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης], "Lifo", τχ. 129, 9.10.2008 Η γλώσσα της απουσίας [Παναγιώτης Κερασίδης, Λείπουμε], Περιοδικό "Εντευκτήριο", τχ. 83, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008 Το αίνιγμα της φθοράς [Ανδρέας Ρούσσης, Μαρτυρία], Περιοδικό "Εντευκτήριο", τχ. 83, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008 Ο ίλιγγος του ιερού [Γιώργος Χρονάς, Τα ποιήματα 1973-2008], Περιοδικό "Εντευκτήριο", τχ. 81, Απρίλιος-Ιούνιος 2008 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου