ΕΚΦΡΑΖΟΜΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΥΠΑΡΧΩ;
[σκέψεις και σχόλια με αφορμή τη συλλογή «Σε ονομάζω θα πει σε χάνω»]
Το μυστικό δεν είναι να σε πάρει η λησμονιά.
Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ: «Ιστορικόν»
Δαράκη, Ζέφη
του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
α) Το πιο μεστό ποιητικό κατόρθωμα της Ζέφης Δαράκη δομείται σε τέσσερις ενότητες φιλοσοφικών αναβαθμών δια των οποίων σημασιοδοτείται η υπαρξιακή αγωνία του όντος μέσα από τους αντικατοπτρισμούς της μνήμης.
α1) Πρώτη ενότητα: Στο μαύρο οβάλ του χρόνου
Η συλλογή αρχίζει με τους στίχους: «Μισό φεγγάρι στον καθρέφτη/ κι η μικρή χορεύτρια / στο μαύρο οβάλ του χρόνου». Μικρή χορεύτρια είναι η γυναίκα στην παιδική της ηλικία που ξεκινάει την αντιπαράθεσή της με τον καθρέφτη του χρόνου. Ενηλικιώνεται μέσ’ απ’ τον κόσμο των παραμυθιών και μέσ’ από τη φρίκη της ιστορίας στο δεύτερο μισό του 20ουαιώνα. Όσο μέσ’ στον καθρέφτη βλέπει τη φρικιώδη δράση των ενηλίκων, τόσο πιο «μακρινό όραμα»γίνεται «η μικρή χορεύτρια στο μαύρο οβάλ του χρόνου». Μεγαλώνει ενώ γύρω της θερίζει «ο γυρολόγος θάνατος». Μεγαλώνει διερχόμενη με τρόμο το ναρκοπέδιο «του ανδρικού κόσμου». Μεγαλώνει κι ερωτεύεται και μαθαίνει οδεύοντας προς το αναπότρεπτο «από ανάγνωση σε απόγνωση κι από απόγνωση σε ανάγνωση» κατακλυσμένη από «μία θλίψη θανάτου» ενώ «οι ρίζες των λέξεων (την) αρθρώνουν ερήμην (της)».
α2) Δεύτερη ενότητα: Οι κήποι του χρωστήρα
Ενήλικη και δημιουργός πια βλέπει την ερήμωσή της μέσα από τη λειτουργία του λόγου. Κάθε ποίημα έχει μιαν αφετηρία λύπης («όταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα» - Μ. Μέσκος).Ακουμπάει στη σταθερά της ανάμνησης, η οποία είναι δαντέλα παλιά μιας φροντισμένης και προστατευμένης νεότητας, που κάποτε γίνεται πικροδάφνη και αρχίζει η αμφίσημη χρησμοδοσία από τον τρίποδα του παρόντος «καθώς από τα σπλάχνα του έχει αφαιρεθεί μέλλον και παρελθόν». Εκεί, στην εντατική του παρόντος, «στην εξορία της ανάμνησης», ακούει τον υπόκωφο χτύπο καθώς αδειάζει λίγο λίγο το πηγάδι του χρόνου και οι ημέρες χάνονται όπως «ένα ποτήρι νερό» που τα τρεμάμενα χέρια μας το κάνουν να χύνεται πάνω μας.
α3) Τρίτη ενότητα: Υπόγεια διάβαση
Στην υπόγεια διάβαση, στο σκοτεινό τούνελ του χωροχρόνου, συσσωρεύονται όλες οι ματαιώσεις της ζωής, όλες οι αθετημένες υποσχέσεις, οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες, οι διαψευσμένες βεβαιότητες, οι υπονομευμένες αποφάσεις, οι υπαναχωρήσεις και οι εξαπατήσεις, όλες οι απόπειρες εφόδου στο όνειρο που κατάντησαν υλικό εκμετάλλευσης των αργυραμοιβών. Στην υπόγεια διάβαση αδρανοποιείται και μηδενίζεται η ροπή της ανθρώπινης πλεονεξίας για αθανασία. Στην υπόγεια διάβαση ο άνθρωπος ισορροπεί στα όρια της θνητότητάς του.
α4) Τέταρτη ενότητα: Το καρφί του καθρέφτη
Στο τέλος απομένει αυτό: το καρφί του καθρέφτη, όταν εκείνος πια κομματιάζεται μαζί με το θρυμματισμένο πρωτότυπο που αντικατόπτριζε. Το θρυμματισμένο πρωτότυπο του οποίου «η στάχτη σηκώνεται στο δριμύ ψύχος του αιώνα». Κάπου εδώ γίνεται ολοκάθαρα ορατό το τέρμα, «εκείνο το απαστράπτον μαύρο» προς το οποίο, εκ νεότητος, «τρέχει κατά μήκος της θλίψης».
β) Αν θα πρέπει να ξεχωρίσουμε μια κυρίαρχη σταθερά που διαπερνά τη συλλογή, θα είναι αυτή του φόβου απέναντι στη διαλυτική λειτουργία της φθοράς που τελικά θα οδηγήσει στο θάνατο.
γ) Η Ζέφη Δαράκη καθρεφτίζει την ετερότητά της και αντικαθρεφτίζεται ως είδωλο του Άλλου, μέσα και από το Ποίημα, ως έσοπτρο Λόγου και ως κυτταρικός λεκτικός καθρέφτης η ίδια.
δ) Η Ζέφη Δαράκη μετουσιώνει σε Ποίηση την πίεση που δέχεται από τις συσσωρεύσεις της μνήμης. Έχει ανάγκη να βρει έναν τρόπο να κηδεύσει τις μνήμες της. Θυμάμαι ένα στίχο της από τη συλλογή «Εμπλοκή»,του 1971 –αν δεν κάνω λάθος: «Βρες μου έναν τόπο ν’ αναπαύσω το σκοτωμένο σώμα αυτής της μνήμης». Αυτόν τον τόπο τον βρίσκει μέσα στο Ποίημα.
ε) Η ονοματοδοσία, η χρήση δηλαδή του γλωσσικού εργαλείου για τον προσδιορισμό των όσων μας περιβάλλουν, οδηγεί στηφθορά τους, στην εξαφάνισή τους. Όχι στον τελεσίδικο αφανισμό τους από τη δική μας οπτική και, κυρίως ψυχικά, προσληπτική δυνατότητα. Εκείνα υπάρχουν, αλλ’ εμείς ονομάζοντάς τα αδυνατούμε πλέον να αισθανθούμε την κρυμμένη ουσία τους.Ίσως γιατί με τον βαπτισμό τους αποκτούν μονοσήμαντη υπόσταση εκείνα που πριν υπήρχαν ως δυνατότητες ποικίλων ερμηνειών.
στ) Επιπλέον η ματαιότητα της ίδιας της Ποίησης: Ονομάζοντας, μνημειώνοντας δηλαδή σε Λόγο τη δόνηση της συνείδησης και τον παφλασμό των συναισθημάτων, παγώνουμε, σαν σε φωτογραφικό στιγμιότυπο, εκείνο που πριν βρισκόταν σε «ανώνυμη» αέναη κίνηση. Κάνοντάς το Ποίημα το ακινητοποιούμε, το νεκρώνουμε. Το πνεύμα, το σώμα , η ψυχή υφίστανται τις επιδράσεις της εσωτερικής διεργασίας του ποιητικού γεγονότος. Ώσπου να γίνει Ποίημα, ό,τι μας δίνει κίνηση εσωτερική στο νου, στην ψυχή, στα κύτταρα, ως μνήμη, ανάμνηση, επιθυμία, πόθος, μίσος, έρωτας, οδύνη, είναι μπροστά μας, το βλέπουμε κυτταρικά, είναι στοιχείο της αυθυπαρξίας μας. Παγώνοντάς το σε Λόγο,το χάνουμε. Αφού η μέσα δόνηση εκφράστηκε, μηδένισε την επίδραση των ταλαντώσεών της πάνω μας. Εμείς τη χάσαμε, εκείνη διαρκεί πλέον ως αναγνωστική αντανάκλαση στους άλλους.
ζ) Προϊούσης της ηλικίας μας όλο και περισσότερες αποφλοιώσεις παρατηρούμε, όχι στο υλικό της πλάτης στον καθρέφτη του χρόνου, μα στο είδωλό μας.
η) Η σύνοψη των θέσεων της Ζέφης Δαράκη για την ματαιότητα της Ποίησης και την ματαιότητα της λειτουργίας του Λόγου βρίσκεται στο ποίημα
Στη θέα ενός αθέατου
Ποιον ρωτούσα επίμονα
και δε γυρνούσε να με δει
ή μήπως κανένα δε ρωτούσα
σκοτεινός αέρας το σώμα και
ανοιγόκλεινεσα ξεχασμένη πόρτα
πάνω από ερειπωμένες απαντήσεις
Γιατί αυτή η φτωχή αλήθεια του καθρέφτη
δε μου αρκεί αυτό
που σπαραχτικά με κοιτάζει
για ν’ ανάψω το κερί κι από την άλλη μεριά
να οδηγηθώ επιτέλους
στη φοβερή στιγμή του ειδώλου
ενός άλλου κόσμου
να μάθω γιατί το ποίημα συστρέφεται
γύρω απ’ το ίδιο το νόημά του λόγια
που διασχίζουν το χαρτί
σαν αμήχανο άλμα
σ’ ένα δάσος βαθιάς κατήφειας απόηχοι
λέξεων που πέσαν στους γκρεμούς τους
ανείπωτο ποίημα
σε ακολουθώ
δε συναντιόμαστε ποτέ…
Στοτέλος μένεις άναυδο στη θέα
ενός αθέατου
μοναδικού αναγνώστη
Κι από ανάγνωση σε απόγνωση κι από
απόγνωση σε ανάγνωση
χαθήκαμε
θ) Ποιος ο αθέατος μοναδικός αναγνώστης;
ι) Παρέχει η Τέχνη μνήστρα αθανασίας;
κ) Μπόρεσε κάποιος να βρει τις ρίζες των λέξεων καταδυόμενος στο βυθό της γλώσσας;
λ) Συναριθμώ τις ακόλουθες θέσεις του ΒύρωναΛεοντάρη –η πρώτη από το κείμενο «Η περιπέτεια της εικόνας του προσώπου», από το κείμενο «Η αγωνία του αμετουσίωτου» η δεύτερη, στον τόμο «Κείμενα για την ποίηση», Νεφέλη, 2001:
λ1) σχετικά με την αναζήτηση του αυτοειδώλου των νεοελληνίδων ποιητριών:
«Το αυτοείδωλό τους δεν υπάρχει χωρίς το ετερόφυλο είδωλο, που όμως είναι και καθρέφτης, και αυτό το τελευταίο δεν υπάρχει ξεχωριστά από το αυτοείδωλό τους. Από την ακραία κραυγή της Πολυδούρη «μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα…» μέχρι τη νεώτατη ποίηση αυτό το ετερόφυλο είδωλο-καθρέφτης είναι μοιραία συγκεχυμένο, θολωμένο από το αυτοείδωλο, μια λειτουργία αντανάκλασης καθρέφτη σε καθρέφτη. (…) η ποιητικότητα (εδώ ο Λεοντάρης αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου μέσω του γλωσσικού εργαλείου, αντικρούοντας μιαν άποψη του Τ. Σινόπουλου) δεν μπορεί παρά να «αρνείται» το συγκεκριμένο ετερόφυλο πρόσωπο (είδωλο-καθρέφτη) που μέσα του παλεύει να υπάρξει το αυτοείδωλο μα και που συγχέεται σε μια λειτουργία (…) αυτοπυρπόλησης μες στους καθρέφτες (περίπτωση της Ζ. Δαράκη).
λ2) σχετικά με την αγωνία του ποιητή για το αμετουσίωτο:
«Όμως (ας ειπωθεί επιτέλους κι ας πάψουμε να χαλκεύουμε πεπρωμένα για τη «σωτηρία» του ποιητή και της ποίησης…), έγνοια, καημός και αγωνία του ποιητή τελικά δ ε ν είναι ηποίηση. Είναι η θνητότητα όχι η αθανασία, η χρονικότητα όχι η αιωνιότητα, το αμετουσίωτο όχι η μετουσίωση. Κάνει ποίηση χάνοντας τη ζωή για την ποίηση και χάνοντας την ποίηση για τη ζωή, εξόριστος της ύπαρξης, (…). Στην καταραμένη περιπέτειά του το μόνο που έχει είναι αυτό που χάνει – κι η δική του απώλεια. Μες στο «τι να ‘χουμε τι να ‘χω;» του Καρυωτάκη σπαράζει το «τι χάνουμε; τι χάνω;». Και το χαμένο είναι αβίωτο και αδιανόητο. Νοηματοδοτούμενο δεν ανακτάται, χάνεται κι αυτό. Λεγόμενο δεν «λέγεται», είναι το άρρητο που έρχεται σε ρήξη όχι με το ειπωμένο αλλά και μ’ αυτό που πάει να ειπωθεί, καταστρέφεται και κάνει την ποίηση να είναι η καταστροφή της».
μ) [σύντομο διάγραμμα μιας πορείας]
Ένα κορίτσι που στα 15του χρόνια τολμά να δώσει στην ανάγνωση τα πρωτογενή ψυχικά υλικά του («Εσπερινοί περίπατοι», 1954), συνεχίζει στα 17 («Φύση», 1956) «με στίχους με συγκινημένη γυναικεία ευαισθησία» (Γ. Ι. Φουσάρας, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 706, 1/12/1956) και στα 19 του, για τη συλλογή «Λυρικοί στοχασμοί» (1958) εισπράττει την βεβαιότητα της κριτικής για την εξέλιξή του: «Η ποιήτρια αυτή φαίνεται νέα ακόμα, αλλ’ έχει στοχαστικότητα κι αξιόλογο απόθεμα αισθημάτων που αν δεν αξιοποιούνται σήμερα ποιητικά, χωρίς άλλο θα αξιοποιηθούν αύριο, γιατί είναι φανερό, το ταλέντο δεν της λείπει» (Άρης Δικταίος, ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΠΟΧΗ, Καλ. 1958), η γυναίκα δημιουργός, στη συνέχεια, η οποία «έχει καταλάβει μια θέση από τις πρώτες ανάμεσα στη σύγχρονη ποίησή μας, όχι για τον αριθμό των δέκα συλλογών της, αλλά για κάτι το ξεχωριστό που αναδίδεται σαν άρωμα εξατμισμένης ψυχής από τις συλλογές αυτές»(Α. Καραντώνης. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1313, 15/3/1982), η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, σήμερα,στην ώριμη ώρα της δημιουργίας της, είναι μία από τις σημαντικότερες ορίζουσες της ποίησής μας στις συντεταγμένες της β’ μεταπολεμικής γενιάς.
ν) Στον θάλαμο αναζωογόνησης, με εισπνοές αέρα πνευματικής ελευθερίας, που μετατρεπόταν, μετά την καθημερινή λήξη της επιστημονικής του χρήσης, το οδοντιατρείο του Θανάση Κωσταβάρα, «συναναστράφηκα» κι εγώ, το 1970, μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών, την Ζέφη Δαράκη. Με πήγε, ως τον μικρό της παρέας, ο Μάριος Χάκκας. Σήμερα αξιώνομαι να γράψω για την ποίησή της. Αξιώνομαι να γίνω κι εγώ λαμνοκόπος στην απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου να καθυστερήσει όσο μπορεί να γίνει «αθάνατο παρόν».
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου