Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Για τα “αρχαία ελληνικά” του Πόντου





Στις αρχές του χρόνου δημοσιεύτηκαν σε όλες τις εφημερίδες άρθρα για την “ανακάλυψη” μιας απομονωμένης κοινότητας στον Πόντο, όπου οι κάτοικοι μιλούν μια διάλεκτο, τα ρωμέικα, που είναι “πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά παρά στα νέα”. Η είδηση προερχόταν απο δημοσίευμα της βρετανικής Ιντιπέντεντ, που βασιζόταν στις ανακοινώσεις μιας ελληνίδας γλωσσολόγου, της Δρος Ιωάννας Σιταρίδου, που είναι λέκτορας στο Κέμπριτζ. Σε μερικά ελληνικά ιστολόγια, η είδηση μεταφέρθηκε με αρκετές φανφάρες, μια και θεωρήθηκε… απόδειξη του ότι τα αρχαία ελληνικά είναι ζωντανή γλώσσα. Αλλά οι φαιδρότητες είχαν αρχίσει από το βρετανικό δημοσίευμα, το οποίο περιείχε διάφορες χαριτωμενιές για Χρυσόμαλλο δέρας, Αμαζόνες και (στο εισαγωγικό άρθρο) για θεματικά πάρκα με τους ντόπιους να φοράνε χιτώνες.

Το θέμα, βέβαια, είναι ότι η Ιντιπέντεντ και η κυρία Σιταρίδου κομίζουν γλαύκα εις Αθήνας. Θέλω να πω ότι την ύπαρξη ελληνοφώνων στον Πόντο την ξέραμε εδώ και πολλά χρόνια -και μάλιστα το σχετικό βιβλίο του Ομέρ Ασάν Pontos Kulturu έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά. Ένα άλλο θέμα είναι ότι, πέρα από τις υπερβολές των δημοσιογράφων, που είναι ίσως σχεδόν αναπόφευκτες όταν έχουν να μεταδώσουν μια “αβανταδόρικη” επιστημονική είδηση, κι έτσι π.χ. βάζουν τίτλο “εκεί όπου επιζεί η αρχαία ελληνική γλώσσα” (Jason and the argot: land where Greek’s ancient language survives), οι δηλώσεις της κ. Σιταρίδου, τουλάχιστον όπως μεταφέρονταν από τα δημοσιεύματα, φαίνονταν κάπως υπερβολικές.


Δεν έγραψα τίποτα στο ιστολόγιο αφενός γιατί ήταν περίοδος εορτών και αφετέρου επειδή στα περισσότερα σημεία απάντησε πολύ καλά ένα αρμοδιότερο ιστολόγιο, ο Πόντος και Αριστερά, με ένα σημείωμα που περιέχει αρκετά χρήσιμα λινκ -διότι οι Αριστεροπόντιοι έχουν πολλές επαφές με τον Ομέρ Ασάν και τους ανθρώπους που μιλάνε ρωμέικα. Δείτε επίσης στο ιστολόγιο του Βλάση Αγτζίδη ένα άρθρο γραμμένο τον Δεκέμβρη, πριν δηλαδή ξεσπάσει το πυροτέχνημα από το Κέμπριτζ, που παρουσιάζει τον Ομέρ Ασάν και το βιβλίο του, με την ευκαιρία σχετικής εκδήλωσης που είχε διοργανωθεί στην Αθήνα με ομιλητές τον Αγτζίδη, τον Στέλιο Ελληνιάδη και τον ίδιο τον Ομέρ Ασαν.

Τελικά αποφάσισα να κάνω την ανάρτηση αυτή σήμερα, επειδή είδα ότι υπήρξε και τοποθέτηση γλωσσολόγων για τα ρωμέικα (ή οφίτικα όπως επίσης λέγονται). Η κ. Αγγελική Ράλλη, καθηγήτρια Γλωσσολογίας στην Πάτρα, έστειλε μια τεκμηριωμένη απάντηση στις εφημερίδες που είχαν δημοσιεύσει τα αρχικά εντυπωσιοθηρικά άρθρα. Ξέρουμε όμως ότι το εντυπωσιακό γεγονός προβάλλεται με τυμπανοκρουσίες ενώ η διάψευσή του μπαίνει στις πίσω σελίδες, οπότε θεώρησα σκόπιμο να αναδημοσιεύσω κι εγώ την επιστολή της κ. Ράλλη.

Βέβαια, όπως κάθε μητέρα θεωρεί το παιδί της το ομορφότερο στον κόσμο έτσι και κάθε επιστήμονας θεωρεί το εξαιρετικά σημαντικό το αντικείμενο μελέτης του και τα πορίσματα των ερευνών του, οπότε ίσως είναι συγγνωστή η υπερβολή σε δηλώσεις του τύπου “τα ρωμέικα/οφίτικα είναι ο πλησιέστερος συγγενής της αρχαίας ελληνικής”. Συγγνωστή αλλά όχι αποδεκτή, διότι δεν υπάρχει κανένα “γλωσσόμετρο” που να μας επιτρέπει να κρίνουμε ότι η μια ή η άλλη διάλεκτος είναι πλησιέστερα στην αρχαία ελληνική. Λογουχάρη, όπως επισημάνθηκε, απαρεμφατικές δομές έχουν και τα γκρίκο (τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας).

Επίσης, επειδή από τα άρθρα των εφημερίδων δίνονται ελάχιστα στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά χαρακτηριστικά της γλώσσας, σας συνιστώ να διαβάσετε μια εργασία του καθηγητή Πίτερ Μάκριτζ για την ελληνοφωνία στην περιοχή του Όφη, όπου δίνονται αρκετές λεπτομέρειες για τα οφίτικα/ρωμέικα. Πρόκειται για εργασία δημοσιευμένη το 1999, πριν από έντεκα χρόνια δηλαδή, και αναρωτιέμαι αν η κ. Σιταρίδου την είχε υπόψη της όταν έκανε τις δηλώσεις της. Όπως θα δείτε, ο Μάκριτζ παραθέτει μεταξύ άλλων βιβλιογραφία (π.χ. γλωσσάρι της οφίτικης διαλέκτου του Δέφνερ) από το 1880 (!), οπότε θα συμφωνήσετε πιστεύω ότι η διάλεκτος δεν ήταν και εντελώς άγνωστη!

Και κλείνω με την επιστολή της κ. Αγγελικής Ράλλη (καθηγήτριας γλωσσολογίας και διευθύντριας του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπ. Πάτρας) προς τις εφημερίδες:

Πάτρα, 14/1/2011

Θέμα: Ρωμαίικα

Kύριε Διευθυντά,

Είναι θαυμάσιο ότι αποφάσισαν επιτέλους τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να ασχοληθούν με το θέμα των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιαίτερα με αυτές που ομιλούνταν (και εντοπίζονται ακόμα) στην Τουρκία, οι οποίες τείνουν δυστυχώς να εξαφανιστούν. Κίνητρο ήταν μια συνέντευξη που έδωσε η ελληνίδα γλωσσολόγος Ιωάννα Σιταρίδου στη βρετανική εφημερίδα Independent, με αφορμή την ενασχόλησή της με τα Ποντιακά της περιοχής του Όφι, τα επονομαζόμενα «Ρωμαίικα». Πράγματι, είναι ιδιαίτερα σημαντικό μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπως είναι το Cambridge, να χρηματοδοτούν τέτοιου είδους έρευνες.

Στα διάφορα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών υπάρχουν όμως και ανακρίβειες, που για την επιστημονική τάξη των πραγμάτων καλό είναι να επισημανθούν. Διαφορετικά, το ευρύ κοινό μένει με εσφαλμένες εντυπώσεις για ένα θέμα που αφορά την πολύπαθη ελληνική γλωσσική κληρονομιά.
Η ύπαρξη της Ρωμαίικης διαλέκτου, και της ποντιακής καταγωγής εθνότητας που την ομιλεί στην περιοχή του Όφι, είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια. Δεν πρόκειται για τωρινή ανακάλυψη. Ενδεικτικά αναφέρω το βιβλίο του Asan Ömer Ο Πολιτισμός του Πόντου (Μετάφραση Αγγέλα Φωτοπούλου, γενική επιμέλεια και μετάφραση λεξικού και σημειώσεων γραμματικής Σοφία Ιωαννίδου και Χρυσούλα Παπαδοπούλου. Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη 1998 [Πρωτότυπο Asan Ömer Pontus Kültürü. Mayıs 1996]).

2. Η Ρωμαίικη είναι μια τοπική παραλλαγή της Ποντιακής. Έχει ήδη μελετηθεί (και μελετάται ακόμα, βλ. Έρευνα Ρεβυθιάδου & Σπυρόπουλου, Ιστοσελίδα Ιδρύματος Λάτση) με βάση τη γλώσσα των χριστιανικών πληθυσμών που έφυγαν από τη συγκεκριμένη περιοχή και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Μακεδονίας. Ο λόγος για τον οποίο δεν έχει επαρκώς προσεγγισθεί και με βάση τη γλώσσα των μουσουλμάνων ελληνοφώνων που παρέμειναν στον Όφι δεν ήταν η άγνοια της υπάρξεώς τους, αλλά η αρνητική και απαγορευτική στάση της Τουρκίας απέναντι σε «εθνικά»/«γλωσσικά» θέματα συνδεδεμένα με την Ελλάδα. Οι λίγες διαφορές που παρουσιάζει η επιτόπια Οφίτικη Ποντιακή των μουσουλμάνων από αυτήν που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στη μακροχρόνια και εντονότερη επαφή των τελευταίων με την τουρκική γλώσσα.

3. Τα Ρωμαίικα ανήκουν στις νεοελληνικές διαλέκτους, όπως άλλωστε και τα Ποντιακά της Ελλάδας. Δεν είναι Αρχαία Ελληνικά. Η απευθείας σύνδεση της σημερινής γλωσσικής κατάστασης των Ρωμαίικων με την αρχαιότητα, χωρίς να λαμβάνεται υπ’όψιν η υπερδισχιλιετής ενδιάμεση γλωσσική ιστορία, δεν ωφελεί αλλά βλάπτει την ελληνική γλώσσα και την αντίληψη που έχουν για αυτήν Έλληνες και ξένοι.

4. Είναι αποδεδειγμένο ότι όλες οι νεοελληνικές διάλεκτοι ανάγονται στην Ελληνιστική Κοινή, με μόνη εξαίρεση τα Τσακώνικα, για τα οποία υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι αποτελούν εξέλιξη της Δωρικής διαλέκτου της Λακωνίας (βλ. Ν. Κοντοσόπουλο Διάλεκτοι και Ιδιώματα της Νέας Ελληνικής. Αθήνα: Γρηγόρης 2001).

5. Στοιχεία και δομές της Αρχαίας Ελληνικής, που δεν απαντούν στην Κοινή Νεοελληνική, υπάρχουν στις περισσότερες νεοελληνικές διαλέκτους, σε άλλες λιγότερο και σε άλλες περισσότερο. Σε σχέση με το απαρέμφατο, είναι γνωστό ότι όχι μόνον η Ποντιακή αλλά και οι ελληνικές διάλεκτοι της Κάτω Ιταλίας διασώζουν την τελευταία φάση της ύπαρξής του. Το απαρέμφατο δεν εξαφανίστηκε «απότομα» μαζί με την Αρχαία Ελληνική, αλλά σταδιακά, και ορισμένες συντάξεις του διατηρούνταν μέχρι και τη Μεσαιωνική περίοδο. Την τελευταία αυτή φάση (περίπου γύρω στον 15ο αι.) διασώζουν οι πλέον περιφερειακές διάλεκτοι της Ελληνικής, Ποντιακή και Κατωιταλική, καθώς είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία για ιστορικούς λόγους αποκόπηκαν οριστικά από τις γλωσσικές εξελίξεις του κυρίως κορμού της ελληνικής γλώσσας. Εξάλλου, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, ακόμα και η Κοινή Νέα Ελληνική διασώζει απομεινάρια του απαρεμφάτου: οι ρηματικοί τύποι που συνοδεύουν το βοηθητικό ρήμα στο σχηματισμό του παρακειμένου και του υπερσυντελίκου (π.χ. έχω λύσει, είχα λύσει) είναι εξελίξεις του απαρεμφάτου, αλλά και κοινές λέξεις, όπως το φαΐ, το φιλί, αποτελούν «απολιθωμένα» απαρέμφατα (από τα αρχαία φιλεῖν, φαγεῖν).

6. Οι απαρεμφατικές δομές στα Ρωμαίικα είναι γνωστές στους επιστήμονες από το τέλος του 19ου αιώνα και αναφέρονται ήδη στα έργα των Μ. Deffner («Die Infinitive in den pontischen Dialekten und die zusammengesetzten Zeiten im Neugriechischen». Monatsberichte den Königlich Preussischen Akademie de Wissenschaften zu Berlin. Aus dem Jahre 1877, 191-230. Berlin) και Ι. Παρχαρίδη (Γραμματική της Διαλέκτου Τραπεζούντος: Περί Επιθέτων, Αντωνυμιών και Βαρυτόνων Ρημάτων. Χειρόγραφο 335. Κέντρο Ερεύνης Ελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων, Ακαδημία Αθηνών, 1880).

Καλό θα ήταν ο εκάστοτε δημοσιογράφος να ελέγχει τις πληροφορίες που μεταδίδει πριν δημοσιεύσει ένα άρθρο επιστημονικού ενδιαφέροντος, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρώτη προσέγγιση του θέματος υπήρξε στη βρετανική εφημερίδα Ιndependent. Είναι φαιδρό να δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για ανακάλυψη ενός λαού που ομιλεί μια γλώσσα πολύ κοντά στα Αρχαία Ελληνικά. Είναι επίσης αντιδεοντολογικό να μην αναφέρονται μελετητές που ασχολούνται με τους Μουσουλμάνους Πόντιους και τη γλώσσα τους τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρω τον τ. καθηγητή του Πανεπιστημίου της Oξφόρδης Peter Mackridge, του οποίου το δημοσιευμένο έργο αναφορικά με τα Ρωμαίικα χρονολογείται από το 1987 («Greek Speaking Moslems of North-East Turkey: Prolegomena to a Study of the Ophitic Sub-dialect of Pontic». Byzantine and Modern Greek Studies 11: 115-137). Όσο για την ιστορία του απαρεμφάτου, έχει μελετηθεί διεξοδικά τις τελευταίες δεκαετίες, και μάλιστα με χρήση δεδομένων της Ποντιακής διαλέκτου, από τους B. Joseph (Morphology and Universals in Syntactic Change: Evidence from Medieval and Modern Greek. Garland Publishers 1978) και Ρ. Mackridge («The Medieval Greek Infinitive in the Light of Dialectal Evidence», στο Studies in Honour of Robert Browning, επιμ. Κ. Konstantinides. Βενετία 1997).

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Αγγελική Ράλλη
Καθηγήτρια Γλωσσολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου