Ο Πάουλ Τσέλαν συγκαταλέγεται σήμερα παγκοσμίως στους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα. Στην προσπάθειά του να εκφράσει «αυτό που συνέβη», έχει διευρύνει τα όρια της γερμανικής γλώσσας και κατέδειξε τις δυνατότητές της στον τομέα της ποίησης μετά το Αουσβιτς και τη Χιροσίμα.
«Η ομιλία είναι εξ υπαρχής διαλογική, απευθύνεται αυθόρμητα σε ένα Εσύ, αλλά η αδυναμία επικοινωνίας είναι επίσης μια πραγματικότητα: είμαστε αναγκασμένοι να συνομιλούμε μέσω γλωσσικών πλεγμάτων, η ίδια η γλώσσα είναι ένα πλέγμα. Ισως μόνον με αυτόν τον ατελή τρόπο να είναι δυνατή μια συνομιλία».
(Alfred Kelletat, Accesus zu Celans «Sprachgitter», 1966)
Οταν ένας Γάλλος μεταφραστής ρώτησε τον Τσέλαν ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει για να αποκρυπτογραφήσει και να κατανοήσει το έργο του, εκείνος του απάντησε: «Μην μπαίνετε προς το παρόν στον κόπο να κατανοήσετε· να διαβάζετε και να ξαναδιαβάζετε και τότε το ποίημα θα ανοιχθεί από μόνο του».
Οι πρώτες του ποιητικές συλλογές (Η άμμος από τις Υδρίες, Μήκων και Μνήμη, Από κατώφλι σε κατώφλι), στις οποίες η σύνταξη είναι λίγο-πολύ συμβατική και ο ρυθμός τους παραπέμπει σε δύο ποιητές που θαύμαζε και μελετούσε το έργο τους, στον Ρίλκε και στον Τρακλ, είναι και οι πλέον προσβάσιμες. Η κατανόηση γίνεται δυσχερής μετά την ποιητική του συλλογή Sprachgitter (Γλωσσικό πλέγμα), στην οποία, με τη διαμελισμένη σύνταξη, τους νεολογισμούς, τις παράδοξες λέξεις, την ελλειπτικότητα, τους κρυφούς υπαινιγμούς και τις αντιφάσεις, επινοεί μια νέα γλώσσα που αντιστέκεται στην άμεση κατανόηση και καθιστά τη μετάφραση, αν όχι αδύνατη στην καίρια και πλήρη απόδοσή της, τουλάχιστον εξαιρετικά επίπονη. Από τη συλλογή αυτή και μετά, τα ποιήματά του θα αποκτήσουν κάτι από την αδιαφάνεια της πέτρας (λέξη-κλειδί στον Τσέλαν), που αναγκάζει τον μεταφραστή να ακολουθήσει τα ίχνη του ποιητή προκειμένου να άρει τις σημασιολογικές δυσκολίες, να αντιληφθεί την πολυσημία και την απροσδόκητη λογική των λέξεων, να μελετήσει ό,τι έχει γραφτεί για τον άνθρωπο Τσέλαν και το έργο του, να αναγνώσει, ει δυνατόν, τα αναγνώσματά του και, όσον αφορά τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, να μελετήσει κρυσταλλογραφία. Ακόμα κι έτσι, οι τσελανικές πέτρες θα στέκονται πεισματικά σιωπηλές και συμπαγείς, πεισματικά σκοτεινές. Επομένως η προσέγγιση της ποίησής του είναι εγχείρημα δύσκολο και η απόπειρα μεταφοράς της σε μια άλλη γλώσσα, θα παραμείνει μια απόπειρα εν αναμονή μιας πιο άρτιας μετάφρασης υπό το φως των ολοένα και περισσότερων μελετών που διαρκώς δημοσιεύονται.
Με το Sprachgitter ο Τσέλαν πραγματοποιεί μια στροφή προς μια πιο «γκρίζα γλώσσα». Το ποίημα, και κατ’ επέκταση ολόκληρη η ποιητική συλλογή, εμφανίζεται ως ένα γλωσσικό πλέγμα, όμοιο με το κρυσταλλικό πλέγμα, με διάκενα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της συνολικής δομής και αφήνουν χώρο για μια συνάντηση με τον Αλλον. «Η μορφή του ποιήματος» λέει ο Τσέλαν, «δεν είναι εδώ και πολύ καιρό πια μόνον οι στίχοι και οι στροφές του (…) ένας μεγαλύτερος λευκός χώρος καθορίζει πλέον τα περιγράμματα». Με άλλα λόγια, η γλώσσα νοηματοδοτείται πλέον όχι μόνο απ’ όλα όσα καταγράφονται αλλά και απ’ όσα παραλείπονται ή αποσιωπούνται. Ακόμα και η ανάσα του ποιητή, οι παύσεις, οι σιωπές του, ανήκουν στο γλωσσικό σώμα του ποιήματος και του προσδίδουν μια άλλη, παράδοξη σημασία, μακριά από τις συμβάσεις της καθιερωμένης γλώσσας. Στην ανάσα και κυρίως στις παύσεις της, στις άνω τελείες και στα μεσοδιαστήματα, και γενικά στη στίξη, «γίνεται αισθητή η κατεύθυνση και η μοίρα του άλλου μέσα στη σιωπή, μπορεί να ολοκληρωθεί η συνάντηση με τον Αλλο».
Η σύνθετη λέξη του τίτλου δεν υπάρχει στα λεξικά, ο ίδιος ο Τσέλαν ομολογεί ότι τη δανείστηκε από τον Jean Paul -που τη χρησιμοποιεί με τη μεταφορική της σημασία- και συγκεκριμένα από τα έργα του Titan και Kampaner Thal:
«Ο γέρος, τον οποίον βρήκε ο Αλμπάνο να κοιμάται στον κήπο, μιλούσε μέσω του γλωσσικού πλέγματος με νεκρούς οι οποίοι είχαν διασχίσει μαζί του τους εωθινούς λειμώνες της νιότης». Κυριολεκτικά, ο όρος σήμαινε κατά τον Μεσαίωνα το πλέγμα του παραθύρου, του fenestra locutaria, μέσω του οποίου επικοινωνούσαν οι μοναχές στα μοναστήρια με τον έξω κόσμο. Ο Τσέλαν διευρύνει τη σημασία της παραλληρίζοντάς τη με το κρυσταλλικό πλέγμα: Μία και μόνο ματιά σε μια κυψελίδα ενός κρυστάλλου αρκεί για να κατανοήσουμε το «χωρικό πλέγμα», δηλαδή τη δομή όλου του κρυστάλλου. Παρομοίως, στη σύλληψη και στη δομή ενός ποιήματος αναγνωρίζουμε τη δομή ολόκληρης της ποιητικής συλλογής.
Στο Γλωσσικό πλέγμα ο Τσέλαν εφαρμόζει κατά γράμμα όλα όσα αναστοχάζεται για την ποίηση στον Μεσημβρινό, «ένα κείμενο το οποίο, μαζί με τα υπόλοιπα πεζά του Τσέλαν, αναμετράται με όλα τα μεγάλα προβλήματα της ευρωπαϊκής ποιητικής παράδοσης, όπως αυτά εμφανίζονται μέσα από τον μεγεθυντικό φακό της μεταπολεμικής εμπειρίας και της ώριμης συνείδησης του μοντέρνου» (Γιώργος Σαγκριώτης, Paul Celan, Ο Μεσημβρινός και άλλα πεζά, Αγρα, 2006).
Ιωάννα Αβραμίδου
Νότα μου αυτό το κείμενο είναι δικό μου και δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία. Δεν αφορά το Από Κατώφλι σε Κατώφλι αλλά το Γλωσσικό Πλέγμα, βάζουμε και κάνα όνομα μωρέ
ΑπάντησηΔιαγραφή