Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Γιάννης Τσαρούχης, ο ελληνικός


γράφει η Νότα Χρυσίνα




Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε «ελληνικός» όπως και ο Καβάφης. Όποιος ορίζει τον εαυτό του ως ελληνικό είναι φορέας του πνεύματος του ελληνισμού που δεν περιορίζεται μέσα στα στενά εθνικά σύνορα. Έχει επιρροές από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, την νεότερη λαϊκή τέχνη αλλά και την ελληνικότητα όπως την προσέλαβε η αναγεννησιακή Δύση.
Έζησε στην Γαλλία και αποσύρθηκε εκεί θέλοντας να γνωρίσει την κλασική ζωγραφική της Γαλλίας και της Ιταλίας που υπήρχε στα μουσεία των χωρών αυτών.  Η Αναγέννηση, όπως είναι γνωστό, στηρίχθηκε στον αρχαιοελληνικό κλασικισμό και τα πνευματικά ιδεώδη που ενσωμάτωναν και το σωματικό κάλλος αλλά και την αρμονία.


Ωστόσο, ο Τσαρούχης υπήρξε μαθητής του Κόντογλου και βοηθός του. Κατά δική του ομολογία ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθοδοξία. Σε συνέντευξή του λέει χαρακτηριστικά «είμαι βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη μουσική της, τη θεολογία της, αλλά αυτό δεν το δείχνω κάνοντας πράγματα βυζαντινίζοντα, τα οποία άλλωστε έμαθα από τον Κόντογλου που ήταν δάσκαλός μου και ήμουν βοηθός του. Είναι μια ζωντανή θρησκεία και μια ζωντανή φιλοσοφία που συνεχίζονται ακόμη και σε αυτούς που λένε ότι δεν πιστεύουν. Είναι σπουδαίος ο πολιτισμός ο βυζαντινός που ζει ζωντανά σήμερα και εξελίσσεται μαζί με τη ζωή.»
Ο Γιάννης Τσαρούχης μελετά τον άνθρωπο και την φύση. Αγαπά την φιλοσοφία και διδάσκεται από τους τραγικούς αλλά και τον Νίτσε. Λέει χαρακτηριστικά «Οι μεγάλοι τραγικοί με έχουν επηρεάσει πολύ ­ μου έδειξαν τη ζωή όπως είναι. Ο φιλόσοφος Νίτσε με επηρέασε πολύ και μου έδωσε ωραίες συμβουλές και ωραίες διαφωνίες μαζί του».


Ο Τσαρούχης εκφράζει με το έργο του την νεοελληνική ταυτότητα που μοιάζει να διχάζεται ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή. Ωστόσο, ο ίδιος διευκρινίζει « Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου παρόλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μία είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου.»
  Η Δύση ενδιαφέρει τον Τσαρούχη κυρίως μέσα από την Αναγέννηση που είναι η πρόσληψη των ελληνικών ιδεωδών της κλασικής αρχαιότητας. Η Δύση είναι η νέα πατρίδα του πολιτισμού στην σύγχρονη εποχή. Ο Τσαρούχης δεν είναι μιμητής της Δύσης αλλά δημιουργός και φορέας του ελληνικού εκείνου χαρακτηριστικού της δημιουργικής αφομοίωσης, χαρακτηριστικό  που έκανε τους Έλληνες να δημιουργήσουν αυτόν τον έξοχο πολιτισμό στην αρχαιότητα.


Η καθαρή ματιά του τον κάνει να βλέπει με παιδική ματιά την ζωή κάτι που είχε παρατηρήσει και ένας  Αιγύπτιος ιερέας απευθυνόμενος στον Σόλωνα : «Ὦ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν», δηλ. «Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες μένετε πάντα παιδιά και δεν υπάρχει κανένας γέροντας Έλληνας».  «Νέοι ἐστέ τάς ψυχάς πάντες. Οὐδεμίαν γάρ ἐν αὐταῖς ἔχετε δι’ ἀρχαίαν ἀκοήν παλαιάν δόξαν οὐδέ μάθημα χρόνῳ πολιόν οὐδέν», δηλ. «Νέοι είστε στις ψυχές σας όλοι. Γιατί δεν έχετε πεποιθήσεις ριζωμένες σε κληρονομικές δοξασίες ούτε γνώσεις γερασμένες». Με τον ίδιο τρόπο και ο Τσαρούχης λέει  για την τέχνη «Είναι εξομολόγηση προς την αγάπη, προς τη ζωή την οποία η ζωή η ίδια μας υπαγορεύει. Κάθε συγκίνηση, κάθε μεταφυσική χαρά που ένιωσα από το θαύμα της ζωής και της δημιουργίας προσπαθώ να τις εκφράσω. Αλλά αυτό το πράγμα η κοινωνία ­ για να είναι πιο ήσυχη και κατά τη φαντασία της πιο προστατευμένη ­ το απαγορεύει. Τα πράγματα μας καλούν σε μια μέθη, σε έναν ενθουσιασμό και σε ένα παραλήρημα. Το να ελευθερώνεται κανείς από τους φόβους και να εκφράζει αυτό το παραλήρημα είναι νομίζω αυτό που ονομάζω εξομολόγηση του καλλιτέχνη. Και γενικώς να ενώνω τη ζωή μου με την παιδική μου ζωή, να μη χωρίζεται με ένα παραπέτασμα σιδερένιο η παιδική ζωή με τη ζωή του ενηλίκου».
Αυτό είναι ο Τσαρούχης ως προς την ελληνικότητα την οποία περιγράφει εξαίσια στο ποίημά του «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής» ο Κωνσταντίνος Καβάφης περιγράφοντας την ιδιότητα του Έλληνα σε κάθε εποχή. Το ποίημα καταλήγει με τους στίχους που εδώ θα ήθελα να αφιερώσω στον Γιάννη Τσαρούχη


«…Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·

εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»

Ο Γιάννης Τσαρούχης, του Αθανασίου, (Πειραιάς 13 Ιανουαρίου 1910 - Αθήνα 20 Ιουλίου 1989) ήταν ζωγράφος και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο "Άσυλο Τέχνης". Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929 - 1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910, όντας ο δεύτερος υιός του εμπόρου εξ Αρκαδίας Αθανασίου Τσαρούχη και της Μαρίας Μοναρχίδη με καταγωγή από ταΨαρά. Το νεοκλασικό κτίριο στο οποίο είδε για πρώτη φορά το φως, στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου με την οδό Λουκά Ράλλη δεν υφίσταται πια. Μέρος των παιδικών του χρόνων (1920-1925), ο μεγάλος αυτός Πειραιώτης ζωγράφος, το πέρασε στην πολυτελή οικία (έπαυλη) της οικογενείας Μεταξά, κοντά στη θεία του Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του. Παρότι η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα στον καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια. Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στηνΑθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης.
Θεατρικό κοστούμι του Γιάννη Τσαρούχη για τη Μαρία Κάλλας στη Μήδεια (Αθήνα 1958, ΣυλλογήΠελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο).
Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Στα χρόνια της Κατοχής, ίδρυσε μια ιδιωτική σχολή ζωγραφικής, όπου φοίτησαν για μικρό χρονικό διάστημα αρκετοί νέοι, που αργότερα έγιναν δόκιμοι ζωγράφοι[1], όπως ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Γεωργιάδης, αλλά και η Ροζίτα Σώκου. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1950μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά,το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη "Ρέτφρη Γκάλερυ", ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στηΜπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου....
Παράλληλα με τη ζωγραφική ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα "Εθνικό" ή "Βασιλικό", "Κοτοπούλη", "Δημοτικό" Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας καθώς και για το κλασσικό έργο "Ρωμαίος και Ιουλιέττα" που ανεβάσθηκε το 1954, στο τότε Βασιλικό κήπο και σήμερα "Εθνικό".
Στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία. Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ΄ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία.
Δικτυογραφία

Το πομπηιανό ίχνος της οδού Φυλής


γράφει ο Νίκος Βατόπουλος


Την οδό Φυλής την είχε ζωγραφίσει και ο Τσαρούχης για το ημερολόγιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής το 1964. Δεν γνωρίζω σε ποιο σημείο είχε εστιάσει τη ματιά του, γιατί η οδός Φυλής είναι μια μεγάλη σε μήκος οδός ανάμεσα στην Αριστοτέλους και την Αχαρνών, από την πλατεία Βικτωρίας ώς την πλατεία Κολιάτσου.

Η οδός Φυλής του Τσαρούχη, με τα νεοκλασικά σπίτια της, που πολλά διασώζονταν το 1964, υπάρχει πλέον μόνο στη μνήμη, αλλά κάθε φορά που την περπατώ, ακόμη και τώρα, στην πιο παρακμιακή εκδοχή της, εκλύει μια ατμόσφαιρα οδυνηρά οικεία. Τη Φυλής την περπάτησα αρκετές φορές στο κομμάτι κοντά στην πλατεία Βικτωρίας. Με τραβάει πάντα το όνομά της, ο λαϊκός συνειρμός με τα πορνεία, η μείξη των παλιών σπιτιών και των πρόωρα γηρασμένων πολυκατοικιών, η αίσθηση μιας σκόνης που μοιάζει να αιωρείται και να σκεπάζει τα πάντα σαν τα σεντόνια που έβαζαν παλιά πάνω στα έπιπλα σε κλειστές κάμαρες.




Δεν έψαξα ποτέ να βρω την οδό Φυλής του Τσαρούχη ούτε επιχείρησα ποτέ να εντοπίσω την εικόνα του δρόμου που είχα από παιδί. Εχουν όλα γίνει πολτός σε μια ενιαία εικόνα με κομμάτια αλήθειας και φαντασίας. Εχω την εικόνα ενός φλεγόμενου δίπατου νεοκλασικού σπιτιού, ένα απόγευμα που πήγαινα στο σπίτι ενός συμμαθητή. Ημουν μόνος στον δρόμο και οι φλόγες έβγαιναν θεόρατες από τα παράθυρα του δεύτερου ορόφου. Αυτή η εικόνα, π.χ., που ανακαλεί ελληνικά λαϊκά παραμύθια, έχει ως βάση την ανάμνηση αλλά είμαι βέβαιος ότι η δραματικότητά της έχει εμπλουτισθεί με τον υπερβάλλοντα ζήλο που φέρνει ο χρόνος.

Γι’ αυτό όταν περπατούσα τις προάλλες στην οδό Φυλής, ένα πρωινό αυτοψίας στην πλατεία Βικτωρίας και στους γύρω δρόμους, κοντοστάθηκα όταν έφτασα στη γωνία με την οδό Φωκαίας. Είναι ένας μικρός δρόμος που συνδέει την Αριστοτέλους και την Αχαρνών και βρίσκει ανάμεσα την οδό Φυλής. Παραδόξως, και οι δύο κάτω γωνίες Φυλής και Φωκαίας καταλαμβάνονται από δύο παμπάλαια σπίτια, και τα δύο κλειστά και ερειπωμένα. Το πιο χαμηλό, που κάποτε ήταν μόνο σπίτι (ενώ το απέναντι, το ψηλό, είχε μαγαζιά στο ισόγειο, ίσως κανένα μπακάλικο) έδειχνε απρόσμενα «θερμό», αν και χρόνια έρημο. Το πλησίασα, όπως πλησιάζεις ένα όμορφο αδέσποτο που δεν θέλεις να τρομάξεις, και το περιεργάστηκα. Θα ήταν κάποτε προνομιούχο ως θέση, καθώς είναι γωνιακό, και θα ήταν πιθανότατα χτισμένο γύρω στο 1910-15. Οι πέτρες κάτω από τον σοβά έδειχναν την τεχνολογία της εποχής και τα παράθυρα όλα ήταν καρφωμένα ή χτισμένα. Επίκρανα κορινθιακού ρυθμού σώζονταν σε ελάχιστα παράθυρα καθώς ο διάκοσμος είχε όλος καταπέσει. Στην πρόσοψη, όμως, του σπιτιού επί της οδού Φωκαίας είδα αυτό το «οικόσημο» από τερακότα, σαν ξεπλυμένη με κοκκινόχωμα νερομπογιά, που αχνοφέγγιζε σαν εικονοστάσι στο λουλακί και στην ώχρα του σοβά. Ηταν ένα μενταγιόν περηφάνιας και οξύμωρου ναρκισσισμού σε μια γειτονιά με αστικά και λαϊκά σπίτια, ισόγεια ή διώροφα σχεδόν όλα, με λίγα τρίπατα πού και πού.

Στάθηκα όμως στο «οικόσημο», αυτόν τον αναγεννησιακό θυρεό στο σπιτάκι της οδού Φυλής, που αίφνης έφερνε εικόνες χαράς ή πένθους από την Πομπηία ή την Αντιόχεια. Θα μπορούσε να είναι θραύσμα από κάποιο ρωμαϊκό σπίτι στο Ερκουλάνεουμ, ή μια φαντασία κάποιου μάστορα στην Αθήνα του 1910. Η αθηναϊκή τερακότα φάνηκε σαν σπάραγμα από αρχαία ζωγραφική.

Μαρσέλ Προυστ – "Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο"



“Tόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που την συνελάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν.
Και να που ξαφνικά το αποτέλεσμα αυτού τού σκληρού νόμου βρέθηκε εξουδετερωμένο, από ένα υπέροχο τέχνασμα τής φύσης, που έκανε να φαντάζει μια αίσθηση - ο θόρυβος τού πιρουνιού και τού σφυριού, ο ίδιος τίτλος βιβλίου κ.λ.π. -ταυτοχρόνως στο παρελθόν, πράγμα που επέτρεπε στη φαντασία μου να το γευτεί, και στο παρόν, όπου η πραγματική ενεργοποίηση των αισθήσεών μου από τον θόρυβο, την επαφή με το ύφασμα κ.λ.π. είχε προσθέσει στα όνειρα τής φαντασίας αυτό που συνήθως τούς λείπει, την ιδέα τής ύπαρξης, και χάρη σ’ αυτήν την υπεκφυγή είχε επιτρέψει στον εαυτό μου να αποκτήσει, να απομονώσει, να ακινητοποιήσει - για το διάστημα μιας αστραπής - αυτό που δεν συλλαμβάνει ποτέ: ένα κομμάτι καθαρού χρόνου.

Το ον που αναγεννήθηκε μέσα μου, όταν με τέτοια ανατριχίλα χαράς είχα ακούσει τον θόρυβο, κοινό και για το κουτάλι που ακουμπάει στο πιάτο και για το σφυρί που χτυπάει τον τροχό, όταν είχα νοιώσει την ανισότητα των βημάτων μου πάνω στα σκαλοπάτια τής αυλής των Γκερμάντ και τού βαπτιστηρίου τού Αγίου Μάρκου, αυτό το ον δεν τρέφεται παρά με την ουσία των πραγμάτων, μόνο σ’ αυτήν βρίσκει την επιβίωσή του, τις απολαύσεις του. Μαραίνεται στην παρατήρηση τού παρόντος, το οποίο δεν μπορούν να τού προσφέρουν οι αισθήσεις, στην αντιμετώπιση ενός παρελθόντος, το οποίο η ευφυία του αποστεγνώνει, στην αναμονή ενός μέλλοντος, το οποίο η θέληση κατασκευάζει με τα θραύσματα τού παρόντος και τού παρελθόντος, από την πραγματικότητα των οποίων και πάλι αφαιρεί, κρατώντας από αυτά ό,τι ταιριάζει στον ωφελιμιστικό σκοπό, στενά ανθρώπινο, που τούς αποδίδει.

Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου επαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιo μέσο;
“Δεν ήθελα πια να αφήσω το εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ’ την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα (μολονότι για μια φορά ένα κομμάτι μουσικής τού Βεντέιγ πήγε να με πείσει για το αντίθετο) πιστέψει ως ακατόρθωτο. Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει. Ο μόνος τρόπος να τις γευτώ περισσότερο, ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους...


“Διότι οι αλήθειες τις οποίες η ευφυία συλλαμβάνει ευθέως, στο ξέφωτο τού κόσμου, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από αυτές που η ζωή, άσχετα από εμάς, μάς μετέδωσε μέσα σε μιαν εντύπωση, υλική αφού μπήκε από τις αισθήσεις μας, τής οποίας όμως μπορούμε να ανασύρουμε το πνεύμα. Στο κάτω-κάτω και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε πρόκειται για εντυπώσεις σαν κι αυτές που μούχε δώσει η θέα των καμπαναριών τής Μαρτενβίλ, είτε για υποσυνείδητες μνήμες σαν την ανισότητα των σκαλοπατιών ή σαν την γεύση των μπισκότων, έπρεπε να προσπαθήσω να τις ερμηνεύσω σαν σημεία ισάριθμων νόμων και ιδεών, επιχειρώντας να σκεφτώ, δηλαδή να βγάλω απ’ το σκοτάδι, αυτό που είχα νοιώσει, να το μετατρέψω σε ένα πνευματικό αντίστοιχο. Άρα, αυτό το μέσον που μού φαινόταν το μοναδικό, τι άλλο ήταν από το να κάνω ένα έργο τέχνης;
“Όσο για το εσωτερικό βιβλίο με τα άγνωστα σημεία (σημεία ανάγλυφα, τα οποία η προσοχή μου ερευνώντας το ασυνείδητό μου, επρόκειτο να ερευνήσει, σαν ένας δύτης που ψάχνει) για την ανάγνωση των οποίων κανένας δεν μπορούσε να με βοηθήσει με κάποιον κανόνα, αυτή η ανάγνωση συνιστούσε μια πράξη δημιουργίας όπου κανείς δεν μπορεί να μάς υποκαταστήσει, ούτε ακόμα και να συνεργαστεί μαζί μας. Γι αυτό πόσοι δεν αποφεύγουν το γράψιμο! Πόσες υποχρεώσεις δεν αναλαμβάνουν για να αποφύγουν αυτήν! Κάθε γεγονός, είτε είναι η υπόθεση Ντρέυφους είτε ο πόλεμος, είχε προσφέρει νέες δικαιολογίες στους συγγραφείς για να μην αποκρυπτογραφήσουν αυτό το βιβλίο. Ήθελαν να εξασφαλίσουν τον θρίαμβο τού Δικαίου, να ξανακάνουν την ηθική ενότητα τού Έθνους, δεν είχαν καιρό να σκεφτούν τη λογοτεχνία. Αλλά δεν ήταν παρά δικαιολογίες, γιατί δεν είχαν, ή δεν είχαν πια, ιδιοφυία, δηλαδή ένστικτο. Διότι το ένστικτο υποδεικνύει το καθήκον και η ευφυία προσφέρει τις δικαιολογίες για να το αποφεύγουμε. Μόνο που οι δικαιολογίες δεν υπάρχουν στην τέχνη, οι προθέσεις δεν μετράνε...


“Και ίσως να είναι πιο πολύ η ποιότητα τής γλώσσας παρά το είδος τής αισθητικής που μας κάνει και μπορούμε να κρίνουμε τον βαθμό τον οποίο έφτασε η καλλιτεχνική και ηθική δουλειά. Αλλά, και αντιθέτως, αυτή η ποιότητα τής γλώσσας, που οι θεωρητικοί νομίζουν ότι μπορούν να αγνοήσουν, δεν αποδεικνύει, για τους θαυμαστές των θεωρητικών, μεγάλη καλλιτεχνική αξία, αξία που για να την καταλάβουν έχουν ανάγκη να την δουν να εκφράζεται απευθείας και στην οποία δεν οδηγούνται από την ομορφιά μιας εικόνας. Eξ ου και ο χονδροειδής πειρασμός για τον συγγραφέα να γράφει έργα διανοουμενίστικα. Μεγάλη έλλειψη λεπτότητας. Ένα έργο όπου υπάρχουν θεωρίες είναι σαν ένα αντικείμενο πάνω στο οποίο ξέχασαν την ετικέτα με την τιμή αγοράς του. Κάνουν λογικές κατασκευές, δηλαδή αλητεύουν, κάθε φορά που δεν έχουν τη δύναμη να πιεστούν να οδηγήσουν μιαν εντύπωση από όλα τα διαδοχικά στάδια που θα καταλήξουν στην αποτύπωση της, στην έκφρασή τους...
“Ακόμα και μέσα στις καλλιτεχνικές χαρές, που αναζητεί κανείς για την εντύπωση που δίνουν, καταφέρνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα να παραμερίσουμε, ως μη δυνάμενο να εκφραστεί, αυτό ακριβώς που είναι η ίδια αυτή η εντύπωση, και να προσκολληθούμε σ’ αυτό που μας επιτρέπει απλώς να νοιώσουμε την απόλαυση, χωρίς να την γνωρίσουμε εις βάθος, και να νομίζουμε ότι το μεταδίδουμε σε άλλους εραστές τής τέχνης, με τούς οποίους ο διάλογος θα είναι εφικτός, μια και θα τούς μιλάμε για ένα πράγμα που είναι το ίδιο και γι αυτούς και για μάς, αφού προηγουμένως θα έχουμε αφαιρέσει την προσωπική ρίζα τής ίδιας τής εντύπωσής μας.
Και στις στιγμές που είμαστε οι πλέον ανιδιοτελείς θεατές τής φύσης, τής κοινωνίας, τού έρωτα και αυτής τής τέχνης, όπως κάθε εντύπωση είναι διπλή, μισοχωμένη στο αντικείμενο, με το άλλο μισό να συνεχίζει μέσα μας, το οποίο μόνον εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε, βιαζόμαστε να παραμελήσουμε αυτό το δεύτερο, το μόνο στο οποίο θάπρεπε να προσκολληθούμε, και δεν υπολογίζουμε παρά το άλλο μισό, το οποίο επειδή δεν μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος, αφού είναι εξωτερικό, δεν θάναι για μας αιτία καμιάς κόπωσης: το μικρό αυλάκι που η θέα ενός λουλουδιού ή μιας εκκλησίας χάραξε μέσα μας, βρίσκουμε πως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσουμε να το διακρίνουμε. Αλλά ξαναπαίζουμε το μουσικό κομμάτι, ξαναγυρνάμε να δούμε την εκκλησία, έως ότου -μέσα σ’ αυτή τη φυγή μακριά απ΄ την ίδια τη ζωή μας που δεν έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε και που ονομάζεται πολυμάθεια - τα μάθουμε τόσο καλά, όσο ο πιο σοφός εραστής τής μουσικής ή τής αρχαιολογίας.
Έτσι, πόσοι περιορίζονται σ’ αυτό χωρίς να βγάζουν τίποτα από την εντύπωσή τους, και γερνούν άχρηστοι και ανικανοποίητοι σαν εργένηδες τής Τέχνης. Έχουν τις λύπες πούχουν οι παρθένες και οι τεμπέληδες, τούς οποίους θα γιάτρευε η γονιμοποίηση και η εργασία. Είναι πιο ενθουσιασμένοι για τα έργα τέχνης από τους πραγματικούς καλλιτέχνες, γιατί ο ενθουσιασμός τους με το να μην είναι προϊόν μιας σκληρής εργασίας εμβάθυνσης, ξεχύνεται προς τα έξω, ανάβει τις συζητήσεις τους, κοκκινίζει τα πρόσωπά τους. Νομίζουν ότι εκπληρούν μια πράξη ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “Μπράβο, μπράβο” μετά την εκτέλεση ενός έργου που αγαπούν……………….. Εν τούτοις όσο γελοίοι κι αν είναι δεν είναι τελείως για περιφρόνηση. Είναι οι πρώτες δοκιμές τής φύσης που θέλει να δημιουργήσει τον καλλιτέχνη, εξίσου άμορφες, εξίσου καταδικασμένες όσο τα πρώτα ζώα που προηγήθηκαν των σημερινών ειδών και που δεν ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν... Όσο για την απόλαυση που δίνει σε ένα πραγματικά σωστό πνεύμα, σε μια πραγματική ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μεγάλου, είναι δίχως άλλο τελείως υγιής, αλλά, όσο πολύτιμοι κι αν είναι οι άνθρωποι που τη γεύονται πραγματικά (πόσοι τέτοιοι υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;) τούς περιορίζει εντούτοις στο να μην είναι παρά η πλήρης συνείδηση κάποιου άλλου...

“Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας...
“Το ύφος είναι για τον συγγραφέα, όπως και το χρώμα για τον ζωγράφο, θέμα όχι τεχνικής, αλλά οράματος. Είναι η αποκάλυψη, που θάταν αδύνατη με μέσα ευθέα και συνειδητά, τής ποιοτικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στο πώς στον καθένα μας παρουσιάζεται ο κόσμος, διαφορά που αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό τού καθενός μας. Μόνο με την τέχνη μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας, να γνωρίσουμε αυτό που βλέπει ένας άλλος από αυτόν τον κόσμο που δεν είναι ίδιος με τον δικό μας, και τού οποίου τα τοπία θα μάς έμεναν για πάντα το ίδιο άγνωστα μ’ αυτά που μπορεί να υπάρχουν στη σελήνη. Χάρη στην τέχνη αντί να βλέπουμε έναν μόνο κόσμο, τον δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσοι πρωτότυποι καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσους κόσμους έχουμε στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικούς μεταξύ τους από αυτούς που βρίσκονται στο σύμπαν, και πολλούς αιώνες μετά που έσβησε η εστία από όπου έφεγγαν, είτε λέγονταν Ρέμπραντ είτε Βέρμερ, μάς στέλνουν ακόμα την ειδική ακτίνα τους...
“Και όπως η τέχνη επανασυνθέτει ακριβώς τη ζωή, γύρω απ΄ τις αλήθειες στις οποίες φτάσαμε μέσα μας θα κινείται πάντα μια ατμόσφαιρα ποίησης, η γλυκύτητα ενός μυστηρίου που δεν είναι παρά τα ερείπια τής σκιάς που χρειάστηκε να διασχίσουμε, η ένδειξη, σημειωμένη με ακρίβεια, όπως με ένα βαθύμετρο, τού βάθους τού έργου...

“Είναι τα πάθη μας που σχεδιάζουν τα βιβλία μας, η ενδιάμεση ανάπαυλα που τα γράφει...
“Η φαντασία, η σκέψη μπορούν μα είναι από μόνες τους αξιοθαύμαστες μηχανές, αλλά μπορεί να μένουν αδρανείς. Όταν υποφέρεις μπαίνουν μπρος...
“Αυτός ο συγγραφέας ………………θάπρεπε να ετοιμάσει το βιβλίο του με προσοχή, με συνεχείς ανασυγκροτήσεις δυνάμεων, όπως σε μιαν επίθεση, να το υπομένει όπως μια κούραση, να το δέχεται όπως έναν κανόνα, να το κατασκευάζει όπως μιαν εκκλησία, να το ακολουθεί όπως μια δίαιτα, να το υπερνικά όπως ένα εμπόδιο, να το κατακτά όπως μια φιλία, να το θρέφει όπως ένα παιδί, να το δημιουργεί όπως έναν κόσμο, χωρίς να παραβλέψει αυτά τα μυστήρια που δεν έχουν την εξήγησή τους παρά σε άλλους κόσμους, των οποίων η προαίσθηση είναι αυτό που μάς συγκινεί στη ζωή και στην τέχνη. Και μέσα σ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία, υπάρχουν τμήματα που δεν υπήρξε χρόνος παρά μόνον για να σχεδιασθούν, και που πιθανόν δεν θα τελειώσουν ποτέ εξαιτίας τού ίδιου τού εύρους των σχεδίων τού αρχιτέκτονα. Πόσες μεγάλες εκκλησίες δεν έμειναν ημιτελείς! Το θρέφουμε, τού ενισχύουμε τα αδύνατα σημεία, το συντηρούμε, αλλά ύστερα, αυτό είναι που μεγαλώνει, που υποδεικνύει τον τάφο μας, τον προστατεύει από τις φήμες και για λίγο χρόνο από τη λήθη. Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, σκεφτόμουνα πιο ταπεινά το βιβλίο μου, και θάταν ανακρίβεια να πω ότι σκεφτόμουνα αυτούς που θα το διάβαζαν, τούς αναγνώστες μου. Γιατί δεν θα ήταν κατ’ εμέ, αναγνώστες μου, αλλά οι ίδιοι οι αναγνώστες τού εαυτού τους, αφού το βιβλίο μου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος μεγεθυντικού φακού, όπως αυτός που πουλούσε ο οπτικός τού Κομπραί. Το βιβλίο μου χάρη στο οποίο θα τούς έδινα το μέσον να διαβάσουν εντός τους...
“Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες...
“Είχα ζήσει όπως ένας ζωγράφος που ανεβαίνει ένα μονοπάτι πάνω από μια λίμνη, τής οποίας τη θέα τού κρύβει ένα παραπέτασμα βράχων και δέντρων. Από ένα άνοιγμα την αντικρίζει, την έχει όλη μπροστά του, παίρνει τα πινέλα του. Αλλά ήδη έρχεται η νύχτα και δεν μπορεί πια να ζωγραφίσει και δεν θα ξημερώσει ποτέ πια...
“Ήξερα πολύ καλά ότι το μυαλό μου ήταν ένα πλούσιο σε κοιτάσματα μεταλλείο, όπου υπήρχε μια μεγάλη έκταση από διάφορα πολύτιμα μέταλλα. Θάχα όμως τον καιρό να τα εκμεταλλευτώ; Ήμουνα ο μόνος ικανός να το κάνω. Για δύο λόγους: με τον θάνατό μου θα χανόταν όχι μόνον ο μοναδικός εργάτης ικανός να εξορύξει τα μεταλλεύματα, αλλά και το ίδιο το κοίτασμα...
“Χωρίς αμφιβολία όταν κάποιος είναι ερωτευμένος με ένα έργο τέχνης θάθελε να κάνει κάτι ολόιδιο. Πρέπει όμως να θυσιάζει τον έρωτα εκείνης τής στιγμής, να μη σκέπτεται το γούστο του, αλλά μιαν αλήθεια που δεν μάς ζητάει τις προτιμήσεις μας και που μας απαγορεύει να τις σκεφτόμαστε. Και μόνον αν την ακολουθήσεις θα συναντήσεις μερικές φορές αυτό που εγκατέλειψες.”
Αποσπάσματα από το πολύτομο έργο του Μάρσελ Προυστ, "Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο" και συγκεκριμένα από τον τελευταίο τόμο, " Ο Ανακτηθείς Χρόνος"

Ο ΕΡΡΙΚΟΣ ΣΟΦΡΑΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΤΟΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟ Γ.Χ. ΩΝΤΕΝ

Πηγή:http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26513&subid=2&pubid=113846357

Μια άλλη διάσταση στην ποιητική παράδοση  



Του Γιώργου Βαϊλάκη

Στοχαστικός, ειρωνικός και ενίοτε διδακτικός ως ποιητής διέθετε μία υποδειγματική τεχνική και μια ασυνήθιστη, πνιγηρή ευαισθησία. Σχεδόν κάθε στίχος του εμπεριέχει και ένα εσωτερικό σχόλιο, μία αμφισβήτηση που εκφράζεται με την μόνιμη αμφιβολία του για την ποιότητα και την αξία των κοινωνικών συμβάσεων, την ακατανόητη φύση του ανθρώπου, την παρατεταμένη ηθική παρακμή. Ο Wystan Hugh Auden (Γ. Χ. Ωντεν, 1907- 1973) γεννήθηκε στο Γιορκ της Αγγλίας και ήταν γιος ενός γιατρού και μιας νοσοκόμας ιεραποστολών. Η οικογένειά του ήταν βαθύτατα θρησκευόμενη με πίστη στο δόγμα του Αγγλικανισμού και η αγάπη του ποιητή για τη μουσική και τη γλώσσα οφείλεται -εν μέρει- στις λειτουργίες της εκκλησίας στα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Επίσης, πίστευε ότι είχε ισλανδική καταγωγή και σε αυτήν την αυθαίρετη πεποίθηση πρέπει να αναζητηθεί η γοητεία που του ασκούσαν οι ισλανδικοί θρύλοι και τα σκανδιναβικά έπη- η επιρροή των οποίων είναι διάσπαρτη σε όλο του το έργο. Το 1908 η οικογένειά του μετακόμισε στο Birmingham, όπου ο πατέρας του είχε διοριστεί στη Σχολή Ιατρικής Υπηρεσίας. 
Μάλιστα, η εφόρου ζωής ενασχόληση του Auden με την ψυχανάλυση ουσιαστικά ξεκίνησε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Ηδη από εκείνη την εποχή το ενδιαφέρον του για τα βιβλία θα πάρει τον χαρακτήρα μιας συναρπαστικής -και αναπόδραστης- εμμονής, ενώ από νωρίς θα συνειδητοποιούσε ότι η αποστολή του -τρόπον τινά- ήταν να γίνει ένας ποιητής. Ετσι, ενώ το 1925 πήγε στο περίφημο Christ Church της Οξφόρδης με υποτροφία στη βιολογία, δεν άργησε να αλλάξει αντικείμενο σπουδών και να στραφεί στην αγγλική γλώσσα. Οσο για τη γνωριμία του με τον Christopher Isherwood, την ίδια χρονιά, θα αποδεικνυόταν καθοριστική, αφού εκείνος θα γινόταν ο μέντοράς του στην λογοτεχνία -στον οποίο έδινε τα ποιήματά του για σχόλια και κριτική- αλλά και ο εραστής του. 
Ο Auden ερωτεύτηκε τον Isherwood και στη δεκαετία του 1930 θα συνδέονταν ερωτικά, ενώ θα συνεργάζονταν σε τρία θεατρικά έργα και ένα ταξιδιωτικό βιβλίο. 
Το πρώτο του δραματικό έργο με τίτλο «Paid in both sides» το ολοκληρώνει το 1928, έργο στο οποίο συνυπάρχουν στοιχεία από τις ισλανδικές σάγκες μαζί με αστεία από τα αγγλική καθημερινότητα: Είναι αυτό το μείγμα της τραγωδίας και της φάρσας -το οποίο αντλεί υλικό από φαινομενικά αταίριαστες πηγές- που θα γινόταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής του. Και δύο χρόνια μετά, θα δημοσιεύσει το κλασικό, πια, έργο του «Ποιήματα»- το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον Τ.Σ. Ελιοτ
Αλλά ο Auden παρά την πρώιμη επιτυχία του, ένιωθε έντονη τη αίσθηση του ανικανοποίητου. Ωσπου, τον Ιούνιο του 1933, βίωσε αυτό που αργότερα περιγράφηκε ως «Οραμα της Αγάπης» που θα άλλαζε την ζωή του για πάντα: Ξαφνικά διαισθάνθηκε -μέσω μιας προσωπικής ενόρασης- ότι η ύπαρξη των άλλων είχε απεριόριστη αξία για εκείνον: αυτή η εμπειρία θα επηρέαζε την απόφασή του να στραφεί και πάλι στην Αγγλικανική Εκκλησία. Τα ποιήματά του, πλέον, θα στρέφονταν περισσότερο από πριν στη θρησκεία και την ηθική, αλλά εξακολουθεί να συνδυάζει με τόλμη παραδοσιακές φόρμες και στυλ με νέες μορφές δικής του επινόησης. 

Από το 1935 μέχρι που άφησε την Αγγλία -το 1939- ο Auden εργάστηκε ως κριτικός, δοκιμιογράφος, καθώς και σε ένα ντοκιμαντέρ όπου γνωρίστηκε με τον σπουδαίο συνθέτη Benjamin Britten, με τον οποίο συνεργάστηκε σε θεατρικά έργα, κύκλους τραγουδιών και ένα λιμπρέτο όπερας. Στο μεταξύ, αν και η ποιητική του φήμη εξαπλωνόταν, ο ποιητής ένιωθε να ασφυκτιά. Κάπως έτσι, τον Ιανουάριο του 1939 ο Auden με τον Isherwood θα αποπλεύσουν μαζί για τη Νέα Υόρκη, αλλά θα συναντιούνται μόνο περιοδικά κατά τα επόμενα χρόνια. 

Εκείνη την εποχή ζούσε σε ένα σπίτι στο Μπρούκλιν που το μοιραζόταν με την Carson McCullers, τον Benjamin Britten και άλλους και το οποίο έμελλε να γίνει ένα ευρείας φήμης κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής. 
Παράλληλα, το έργο του αναγνωρίζεται πλέον σε παγκόσμια κλίμακα. Στην ανά χείρας δίγλωσση εξαιρετική έκδοση με τίτλο «Πένθιμο μπλουζ- και άλλα ποιήματα» (εκδ. Κίχλη) o Eρρίκος Σοφράς ανθολογεί, μεταφράζει και σχολιάζει δώδεκα αντιπροσωπευτικά ποιήματα του ποιητή, κυρίως από τη σημαντικότερη συλλογή του «Μια άλλη φορά» (1939). 

Ποιήματα ερωτικά και πολιτικά, άλλα έμμετρα και άλλα σε ελεύθερο στίχο, ελεγειακά, στοχαστικά και κάποια ανάλαφρα- γραμμένα για να μελοποιηθούν. Οπως φαίνεται και από αυτή τη συλλογή, ο Ωντεν κατάφερε να εκφράζει τις ανησυχίες και τις ψυχικές μεταπτώσεις της γενιάς του. Απ’ την άλλη, ως ποιητής απεριόριστων εκφραστικών δυνατοτήτων πέτυχε κάτι μοναδικό: να ανανεώσει την ποιητική παράδοση προσεγγίζοντας ψυχολογικά τόσο την ατομική όσο και την κοινωνική εμπειρία.
Σε όλα, πάντως, τα ποιήματά του διακρίνει κανείς την πικρά ειρωνική, μισοσκότεινη και συγκινητικά αλγεινή φωνή του που ήξερε -πάντοτε- να καθηλώνει: «Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια/ Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια/ Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει/ Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει»…


Εκδόσεις 

Νικόλας Σεβαστάκης

«Αντρας που πέφτει»

Πόλις, σελ. 166

Σπίτια, βιβλιοπωλεία και γραφεία, μικρά λιμάνια και καφενεία. Στον πνιγηρό μικρόκοσμο των επαρχιακών πόλεων αλλά και στο χάος της μεγαλούπολης, άνθρωποι άπιστοι ή αφοσιωμένοι, πρόσωπα φαιδρά ή σοβαρά, άντρες εγκαταλειμμένοι και γυναίκες μοναχικές αντιμετωπίζουν στωικά τα αναπάντεχα ή τα αναμενόμενα του βίου, εξομολογούνται, αμφιβάλλουν, οργίζονται σπανίως. Δέκα διηγήματα σε χαμηλούς τόνους, που αιχμαλωτίζουν αναμνήσεις και επεισόδια και σχεδιάζουν με εικόνες και φωτοσκιάσεις ένα σύμπαν όπου, παρά τις μικρότητες, θάλλει η ευαισθησία. 



V. M. Giambanco

«13 μέρες για να βρεις τον δολοφόνο»

Διόπτρα, σελ. 564

Πριν από είκοσι πέντε χρόνια στο δάσος κοντά στον ποταμό Χόου, στο Σιάτλ, τρία αγόρια έπεσαν θύματα απαγωγής. Το ένα δεν γύρισε σπίτι. Λίγα χρόνια αργότερα, μια τετραμελής οικογένεια βρέθηκε δολοφονημένη ένα πρωί με άγριο τρόπο, ενώ κοντά στα άψυχα σώματά τους ήταν χαραγμένες οι λέξεις «Δεκατρείς μέρες». Η ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Άλις Μάντισον πιστεύει ότι οι φόνοι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους. Και έχει μόνο δεκατρείς μέρες για να το αποδείξει. Προκειμένου να σταματήσει έναν ψυχοπαθή, η Μάντισον είναι αναγκασμένη να επιστρέψει στο δάσος και να έρθει αντιμέτωπη με το άλυτο μυστήριο των αγοριών του ποταμού Χόου. 



Λεωνίδας Οικονόμου

«Στέλιος Καζαντζίδης, τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι»

Πατάκη, σελ. 410

Η παρούσα µελέτη, εξετάζοντας τις διαφορετικές όψεις του µουσικού έργου, της δηµόσιας παρουσίας και της υποδοχής του τραγουδιστή, αναλύει το «φαινόµενο Καζαντζίδη» ως µια τελετουργική τέχνη συµβολικής διαµαρτυρίας και θεραπείας, που ανταποκρίθηκε στην αποσιωπηµένη κοινωνική οδύνη της δεκαετίας του 1940 και συνόδευσε τα φτωχά στρώµατα της ελληνικής κοινωνίας στα δύσκολα χρόνια της µετανάστευσης και του αυταρχικού εκσυγχρονισµού. Ταυτόχρονα εξετάζει σε βάθος τα κείµενα των «κοινωνικών» τραγουδιών της περιόδου 1952-1967, αναλύει τα θέµατα και τους συµβολισµούς τους και φωτίζειι τις ιδεολογικές διεργασίες της εποχής.

"Τα Κύματα" της Βιρτζίνια Γουλφ



"Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανατείλει. Δέν ξεχώριζαν θάλασσα κι ουρανός· μόνο πού η θάλασσα ήταν ελαφρά ρυτιδωμένη, σάν πανί ζαρωμένο. Σιγά σιγά, καθώς ο ουρανός άρχισε ν' ασπρίζει, μιά σκούρα γραμμή σχηματίστηκε στόν ορίζοντα, χωρίζοντας θάλασσα καί ουρανό, καί τό γκρίζο πανί άρχισε νά ριγώνεται - χοντρές κοντυλιές πού έτρεχαν, η μιά μετά τήν άλλη, κάτω απ' τήν επιφάνεια, η μιά ξοπίσω της άλλης, κυνηγώντας η μιά τήν άλλη αδιάκοπα"...

Βιρτζίνια Γουλφ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1882. Κόρη του Λέσλι Στήβεν -εξέχοντος βικτωριανού- μεγάλωσε σε αστικό και πολύ καλλιεργημένο περιβάλλον. Αυτοδίδακτη (όταν ήταν δεκατριών ετών ο πατέρας της της επέτρεψε να χρησιμοποιεί τη βιβλιοθήκη του, χωρίς όρους), είχε την ατυχία να μη "σπουδάσει" (μεγάλωσε στη σκιά της Βικτωριανής εποχής) αλλά και την τύχη να μείνει έτσι αμόλυντη από το στείρο ακαδημαϊσμό των πανεπιστημίων. Από το 1905 πρωτοστάτησε στη δημιουργία της ιστορικής πια Ομάδας του Μπλούσμπερυ -μια ομάδα από συγγραφείς, ζωγράφους και κριτικούς πού μονοπώλησαν (επάξια, ωστόσο) την πολιτιστική κίνηση του Λονδίνου για δύο δεκαετίες. Το 1912 παντρεύτηκε τον Λέναρντ Γούλφ, σύζυγο-φίλο που "διεύρυνε τα ενδιαφέροντα της και προστάτεψε, σαν φύλακας άγγελος, την πνευματική της υγεία". Έγραψε οκτώ μυθιστορήματα, διηγήματα, και πληθώρα κριτικών και άλλων δοκιμίων. Το πεζό έργο της χαρακτηρίζει η τεχνική της καλούμενης συνειδησιακής ροής, καταγραφή των σκέψεων και αισθημάτων πού "ρέουν", χωρίς καμιά προφανή λογική σύνδεση, στη συνείδηση ενός προσώπου. 


«Τα Κύματα»,Βιρτζίνια Γουλφ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μετάφραση: Άρης Μπερλής
Διασκευή - Σκηνοθεσία: Αγγελίτα Τσούγκου
Χορογραφία-Κίνηση: Ερμίρα Γκόρο
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Σκηνικά: Ραλλού Παναγιώτου
Κοστούμια: Άγγελος Φρέντζος
Πρωτότυπη μουσική: Άρης Σιαφάς
Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Μυρογιάννη

Με τους: Σάννυ Χατζηαργύρη, Αντιγόνη Δρακουλάκη, Σοφιάννα Θεοφάνους, Στάθης Μαντζώρος, Μπάμπης Γούσιας, Φλάβιος Νεάγκου.
Κινησιολογική ερμηνεία: Ερμίρα Γκόρο.
Συμμετέχει 10μελής ορχήστρα.

Τα Κύματα της Β. Γουλφ,σε σκηνοθεσία Αγγελίτας Τσούγκου στο Σύγχρονο Θέατρο -- Εταιρεία Θεάτρου.
Ευμολπιδών 45, Γκάζι
210 3464380

«Τα Κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ ανανεώνουν το ραντεβού τους με το θεατρόφιλο κοινό-μετά το επιτυχημένο δεκαήμερο στο Βυρσοδεψείο- από 11 Νοεμβρίου, στo Σύγχρονο Θέατρο, το οποίο ξανανοίγει και ξεκινάει με αφιέρωμα στη Βιρτζίνια Γουλφ.

Παραστάσεις:
Κυριακή 18:00
Δευτέρα & Τρίτη 21:00

Έναρξη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου

Η Βιρτζίνια Γούλφ αυτοκτόνησε στις 28 Μαρτίου 1941. Έβαλε μια μεγάλη πέτρα στην τσέπη της και μπήκε στα παγωμένα νερά του πόταμου Ουζ· κατέβηκε στον "κάτω κόσμο των νερών", εκεί "πού μια αλλαγή γίνεται ξαφνικά στο μυαλό σου και το σώμα σου λάμπει, ημιδιάφανο, τυλιγμένο σ' έναν πράσινο μανδύα" (Στο Φάρο, III, 8). (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)Την άνοιξη του 1929, όσο η Βιρτζίνια Γουλφ πάλευε ακόμα με τα Κύματα, το πιο σύνθετο, το πιο φιλόδοξο απ' τα γραπτά της, αν κρίνουμε απ' όσα σημείωνε στο ημερολόγιό της, δεν παλλόταν από ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Εκείνο που ένιωθε, πάνω απ' όλα, ήταν η «ένταση των δυσκολιών». Είχε βάλει στόχο να δώσει ένα «δραματικό ποίημα», εξαλείφοντας «καθετί άχρηστο, καθετί νεκρό ή επιφανειακό», στο οποίο, μέσα από μια σειρά δραματικών μονολόγων, θα περιέγραφε τη ροή της σκέψης, τη ροή της ίδιας της ζωής. Είχε αφοσιωθεί στο σχέδιό της, «παγιδευμένη σαν τη μύγα στο μέλι», κι αναζητούσε τον κατάλληλο ρυθμό ώστε να διευκολύνει «το αίμα να τρέχει από τη μια άκρη στην άλλη, σαν χείμαρρος». Στα Κύματα αναγνώριζε το πρώτο της έργο όπου αποτυπωνόταν το δικό της, προσωπικό ύφος – για κανένα άλλο, επέμενε, δεν είχε μοχθήσει τόσο πολύ. Κι όταν στα μέσα του 1931 έφτασε να γράψει και την τελευταία του φράση, η αυτοεκτίμησή της είχε φτάσει στο ζενίθ. Όπως σε μια συναυλία τα όργανα παίζουν καθένα το μέρος του, αλλά συγχωνεύονται αρμονικά στο σύνολο, έτσι και σ' αυτό το βιβλίο οι μονόλογοι έξι φίλων, τριών αγοριών και τριών κοριτσιών, δεμένοι με το τραγούδι της φύσης και μεταξύ τους, ενώνονται σε μια συμφωνία που αγκαλιάζει έναν ολόκληρο κόσμο αισθήσεων κι επιθυμιών. Αυτήν ακριβώς τη μουσικότητα ήθελε να αποδώσει ο Άρης Μπερλής, πιάνοντας στις αρχές της δεκαετίας του '80 να μεταφέρει τα Κύματα στη γλώσσα μας. Στη δική του μετάφραση στηρίζεται η ομώνυμη παράσταση που ανεβαίνει τώρα στην εφηβική σκηνή της Στέγης και, όπως λέει ο ίδιος, «το ότι ως τον Απρίλιο θα δίνεται η ευκαιρία σε εκατοντάδες μαθητές να μυηθούν σ' ένα τέτοιο πειραματικό έργο είναι η πιο ευχάριστη είδηση που άκουσα τον τελευταίο καιρό. Έχουν αδικηθεί πολύ αυτά τα παιδιά από άποψη παιδείας κι ευελπιστώ ότι με αφορμή την παράσταση όλο και κάποια θα θελήσουν να διαβάσουν έπειτα και το βιβλίο». Πηγή: www.lifo.grΣυζητώντας με τον μεταφραστή Άρη Μπερλή Πηγή: www.lifo.grΣυζητώντας με τον μεταφραστή Άρη Μπερλή Πηγή: www.lifo.grΣυζητώντας με τον μεταφραστή Άρη Μπερλή Πηγή: www.lifo.gr

Λαϊκό Θέατρο Νέας Ερυθραίας ‎Το Λαϊκό Θέατρο παρουσιάζει το έργο "Η παρέλαση"



Nov 27 at 9:00pm to Dec 20 at 9:00pm


Το Λαϊκό Θέατρο Νέας Ερυθραίας παρουσιάζει φέτος το μονόπρακτο «Η παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη σε σκηνοθεσία Μιχάλη Μαραγκού . Ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1965 σε μία ενιαία παράσταση με τρία μονόπρακτα «Η τριλογία της πόλης: Η διανυκτέρευση – Η πόλη – Η παρέλαση» στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν.


Υπόθεση: Η Ζωή και ο Άρης είναι δύο αδέλφια που ζουν απομονωμένα από τον έξω κόσμο. Η μόνη επαφή τους με το περιβάλλον είναι μέσα από ένα παράθυρο, όπου παρακολουθούν τον κόσμο που μαζεύεται στην πλατεία για την παρέλαση που θα έχει ένα τραγικό τέλος. Οι ίδιοι δεν τολμούν να βγουν έξω. 
Ανθρώπινες ζωές έγκλειστες σε μια πραγματικότητα που τους γεμίζει φόβο και δέος. Αυτοεξόριστοι στο δωμάτιό τους, δε μπορούν να διαφύγουν από το «παράθυρο» του μυαλού τους. Ούτε τα όνειρα δεν αποτελούν μέσο διαφυγής. Βασανίζονται από τα γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια τους, αλλά και από τις σκέψεις και τις αναμνήσεις τους. Η συνύπαρξή τους δεν απαλύνει τον φόβο που νοιώθουν. 

Προφητικό το έργο «Η παρέλαση», περιγράφει τον τρόμο που βιώνει το άτομο σήμερα, εγκλωβισμένο στο σπίτι του και αποξενωμένο από τους ανθρώπους στο άμεσο περιβάλλον του. Παρακολουθεί από το «παράθυρο» τη φρίκη και τη βία να παρελαύνουν. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα σήμερα και σε όλο τον πλανήτη καθηλώνουν το σύγχρονο άνθρωπο και τον καθιστά αδύναμο να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Διάρκεια: 60', γενική είσοδος 5€



https://www.facebook.com/events/701820906621140/

"Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες" Ηλίας Λ. Παπαμόσχος


Οι εκδόσεις Κίχλη παρουσιάζουν το βιβλίο του Ηλία Λ. Παπαμόσχου με τίτλο Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες.
Θα μιλήσουν οι:
Ελισάβετ Κοτζιά κριτικός λογοτεχνία
Θανάσης Θ. Νιάρχος συγγραφέας
Σπύρος Γιανναράς κριτικός λογοτεχνίας-συγγραφέας

Λίγα λόγια για το βιβλίο:
ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ δεσπόζουν τα θέματα της μνήμης, του χρόνου, της απώλειας, του πόνου ως θεμελιώδους στοιχείου του ανθρώπινου βίου, της σχέσης μας με τα ζώα και τη φύση, από την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω τους έως την ενοχή.
Τα πεζά του ανά χείρας βιβλίου δεν στηρίζονται στην καθαρόαιμη μυθοπλασία· αξιοποιούν τρόπους και τεχνικές της νεωτερικής πεζογραφίας, της ποίησης αλλά και του νεωτερικού αυτοβιογραφικού λόγου. Κάποια διηγήματα αρθρώνονται γύρω από ένα δίχτυ υπαινιγμών, δεξιοτεχνικά απλωμένο, ενώ άλλα οργανώνονται γύρω από πυκνούς συνειρμούς της μνήμης και της σκέψης που δημιουργούν επάλληλους κύκλους παρεκβάσεων – και οι δύο τρόποι λειτουργούν παρελκυστικά ως προς τον κρυμμένο πυρήνα των διηγημάτων. Ορισμένα από τα κείμενα του βιβλίου διαποτίζονται από την υπόγεια (αλλά δραστική) λειτουργία λέξεων-εννοιών που έχουν ενδυθεί ένα συμβολικό νόημα, ενώ άλλα νοηματοδοτούνται από τη διαφαινόμενη αλληγορική τους σκηνοθεσία. Σε κάποια άλλα πάλι οι μέθοδοι ανοικείωσης και αιφνιδιασμού –που επιτυγχάνονται με παραλληλισμούς θεμάτων σε ειρωνική αντίστιξη και ενίοτε με την πλήρη αντιστροφή της έκβασης των αφηγουμένων– δημιουργούν μιαν υπόκωφη ένταση. Εκείνα, τέλος, στα οποία τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα έχουν τον πρώτο λόγο καταφέρνουν, χάρη στους συνεχείς μετατονισμούς, να αποκτήσουν καθολικότερο χαρακτήρα.
Με μια γλώσσα απείθαρχη που αρδεύεται από ποικίλες πηγές, με τον ρυθμό του λόγου να παίζει βαρύνοντα ρόλο, διερευνώντας και δοκιμάζοντας τα όρια μεταξύ πεζού και ποιητικού λόγου, ο συγγραφέας δημιουργεί έναν δικό του κόσμο και ένα εντελώς ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος. Συγχρόνως, ακροβατώντας στοχαστικά στη μεθόριο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, ο Ηλίας Παπαμόσχος επιχειρεί να ψηλαφίσει το αίνιγμα της ζωής, καθώς, παραφράζοντας τα λόγια του, «πιασμένοι είμαστε στον ιστό των αινιγμάτων, στο κέντρο του παραμονεύει ο καθρέφτης, συμπυκνωμένη άμμος ερήμου».