Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Ωδή του Χίλντεμπραντ!

Η Ωδή του Χίλντεμπραντ (Hildebrandslied) είναι ένα λυρικό ποίημα συντεθειμένο κατά τον πρώιμο μεσαίωνα σε αρχαία άνω γερμανική, πρόγονο της σύγχρονης γερμανικής γλώσσας. Πραγματεύεται τη στιχομυθία ενός πατέρα με το γιο του, του Χίλντεμπραντ και του Χάντουμπραντ αντίστοιχα, οι οποίοι ετοιμάζονται να μονομαχήσουν χωρίς να γνωρίζουν τη συγγενική σχέση τους.
Η Ωδή αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα της γερμανικής λογοτεχνίας. Έχει διασωθεί έως σήμερα χάρη σε ένα χειρόγραφο του 9ου αιώνα, το οποίο ανακαλύφθηκε στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Κάσελ γύρω στο 1715.

Η αφήγηση

Δύο πολέμαρχοι συναντώνται στο πεδίο της μάχης κι ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Ο γηραιότερος, ο Χίλντεμπραντ ή Χίλντιμπραντ, ζητά να μάθει την καταγωγή του αντιπάλου του. Ο Χάντουμπραντ απαντά ότι δεν έχει γνωρίσει τον πατέρα του, αλλά οι πρεσβύτεροι της φυλής τού έχουν πει ότι είναι κάποιος Χίλντεμπραντ που έφυγε με το Θεοδώριχο για να γλιτώσει την οργή του Οδοάκρου.
Συγκλονισμένος ο Χίλντεμπραντ αναγνωρίζει το γιο του, αλλά δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Προσπαθεί να αποφύγει τη σύγκρουση, αρχικά προτρέποντας το Χάντουμπραντ να μην πολεμήσει εναντίον κάποιου συγγενή του και στη συνέχεια προσφέροντας τα χρυσά περιβραχιόνιά του, τα οποία του είχε δωρίσει ο βασιλιάςτων Ούνων. Στην απάντηση του Χάντουμπραντ έχουμε την κορύφωση της τραγικής ειρωνείας: Κανονικά ο Χάντουμπραντ θα έπρεπε να καταλάβει ότι πρόκειται για τον πατέρα του, αφού σύμφωνα με τους θρύλους οι άντρες του Θευδέριχου είχαν πολεμήσει κάποτε για τον Αττίλα. Αυτός όμως αντιλαμβάνεται τη «συγγένεια» ως φυλετική, ενώ την προσφορά δώρων την θεωρεί απλά τέχνασμα.
Η ιστορία τελειώνει περιγράφοντας τις πρώτες στιγμές της μονομαχίας, με τις ασπίδες των δύο πολεμιστών να συγκρούονται. Εκεί κόβεται απότομα, χωρίς να αποκαλύπτει τη συνέχεια.

Το χειρόγραφο

Η Ωδή του Χίλντεμπραντ καταγράφτηκε λίγο μετά το 830 στην πρώτη και την τελευταία σελίδα ενός λειτουργικού κώδικα από περγαμηνή. Η ανάλυση των γραφικών χαρακτήρων δείχνει ότι οι γραφείς ήταν δύο, εκ των οποίων ο δεύτερος έγραψε μόνο 11 γραμμές. Τα υπόλοιπα φύλλα του κώδικα είναι γραμμένα νωρίτερα, κάπου στις αρχές του 9ου αιώνα, οπότε εκτιμάται ότι έψαχναν κενό χώρο και χρησιμοποίησαν τις μόνες άγραφες σελίδες του. Κάποιοι πιστεύουν ότι υπήρχε και μια τρίτη σελίδα με το τέλος της ιστορίας, η οποία χάθηκε επειδή δεν ήταν βιβλιοδετημένη, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για κάτι τέτοιο.
Οι γραφείς χρησιμοποίησαν την καρολίγγεια μικρογραφία, έναν τύπο γραφής που κυριαρχούσε στους γερμανικούς λαούς κατά την Καρολίγγεια Αναγέννηση. Υπάρχουν όμως και στοιχεία που καταδεικνύουν επιρροή του παλαιότερου ρουνικού αλφαβήτου της αρχαίας αγγλικής.
Το χειρόγραφο της Ωδής και ολόκληρος ο κώδικας ανακαλύφθηκε στο Κάσελ γύρω στο 1715 από το Γιόχαν Γκέοργκ φον Έκερτ - πιθανότατα προέρχεται από τημονή της γειτονικής πόλης Φούλντα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του Κάσελ. Κατά τα τέλη του Β' Παγκοσμίου ο κώδικας κλάπηκε ως λάφυρο πολέμου από κάποιον Αμερικανό αξιωματικό που μετά την επιστροφή του το προώθησε στο κύκλωμα των συλλεκτών. Εντοπίσθηκε το 1955στην Καλιφόρνια και επιστράφηκε στο Κάσελ, χωρίς όμως το πρώτο φύλλο που περιείχε τη μισή Ωδή. Τελικά το κομμένο φύλλο βρέθηκε το 1972 στη Φιλαδέλφεια, έχοντας υποστεί σοβαρή ζημιά από κάποιους που προσπάθησαν να αποκρύψουν την προέλευσή του.

Ανάλυση του κειμένου

Η ανάλυση της Ωδής συναντά πολλά προβλήματα λόγω τόσο των συνθηκών υπό τις οποίες καταγράφτηκε, όσο και της μοναδικότητάς του. Ενώ είναι γενικά αποδεκτό ότι πρόκειται για καταγραφή ενός ποιήματος που κυκλοφορούσε στόμα με στόμα, μοιάζει απίθανο να αποτελεί πιστή απόδοσή του: αντιμεταθέσεις, εμφανή χάσματα και αναιτιολόγητοι πλεονασμοί δείχνουν ότι μάλλον το χειρόγραφο που διαθέτουμε είναι αντίγραφο κάποιου παλαιότερου, και μάλιστα από κάποιους που δεν κατανοούσαν πλήρως τον ποιητικό λόγο. Επίσης αν και το χειρόγραφο δεν έχει κενά, σε κάποια σημεία φαίνεται να μην έχει λογικό ειρμό ή να μην ακολουθεί το μέτρο - αυτό ίσως υποδηλώνει ότι κατά την αντιγραφή παραλείφθηκαν κάποιες λέξεις.

Μορφή

Η Ωδή αποτελείται από 68 γραμμές σε παρηχητικό μέτρο, το οποίο απαντάται στην πρώιμη λογοτεχνία πολλών γερμανικών λαών - π.χ. στο αγγλικό Μπέογουλφ, το σαξονικό Χέλιαντ, τη σκανδιναβική Ποιητική Έντα. Θεωρείται ποίημα, αν και είναι γραμμένη σαν πεζό κείμενο. Οι πρώτοι στίχοι είναι οι εξής:
Ik gihorta ðat seggen
ðat sih urhettun    ænon muotin
Hiltibrant enti Haðubrant    untar heriun tuem
sunufatarungo    iro saro rihtun
garutun se iro guðhamun    gurtun sih iro suert ana
helidos ubar hringa    do sie to dero hiltiu ritun

Γλώσσα

Η γλώσσα του ποιήματος αποτελεί κράμα διάφορων διαλέκτων της άνω γερμανικής, όμως περιλαμβάνει κατ' αινιγματικό τρόπο στοιχεία και από σαξονικές.
Κάποιοι πιστεύουν ότι έγινε σκόπιμα είτε όταν διαμορφωνόταν προφορικά το ποίημα ή κατά την πρώτη -άγνωστη- γραπτή απόδοσή του, ώστε να μοιάζει πιο κοντά στην εποχή που διαδραματιζόταν (τέλη 5ου - αρχές 6ου αι.). Η άποψη αυτή ενισχύεται από εμφανή λάθη σε σημεία που χρησιμοποιούνται σαξονικοί τύποι, τα οποία οδηγούν τους μελετητές στο συμπέρασμα πως ο δημιουργός δεν γνώριζε πολύ καλά τη γλώσσα.
Μια ακόμα εκδοχή υποστηρίζει ότι η διάλεκτος του ποιήματος ήταν ενιαία και αποτελούσε κατάλοιπο ενός αρχαιότερου συγκρητικού ποιητικού ιδιώματος.Άλλοι υποστηρίζουν πως η μίξη οφείλεται στην ιδιαιτερότητα της μονής της Φούλντα, όπου μάλλον γράφτηκε το χειρόγραφο. Αυτή βρίσκεται μεν στην Έσση, μια περιοχή που ομιλούσαν άνω γερμανικές διαλέκτους, αλλά οργάνωνε ιεραποστολές κυρίως στη βόρεια Γερμανία, όπου ομιλούσαν σαξονικά. Επομένως δεν θεωρούν απίθανο να υπήρχε γνώση των σαξονικών στο μοναστήρι, ή ακόμα και καλόγεροι που προέρχονταν από το βορρά.
Ο Καθεδρικός Ναός της Μονής Βενεδικτίνων της Φούλντα, απ' όπου πιθανότατα προέρχεται το χειρόγραφο. Η μονή θεωρείται λίκνο της πρώιμης γερμανικής λογοτεχνίας.


Ιστορική ακρίβεια

Δεν είναι γνωστό εάν οι Χίλντεμπραντ και Χάντουμπραντ υπήρξαν αληθινά πρόσωπα, όμως το περιβάλλον της αφήγησης περιλαμβάνει εν μέρει ιστορικά στοιχεία. Πράγματι, ο βασιλιάς των Οστρογότθων Θεοδώριχος (με τον οποίο είχε φύγει ο Χίλντεμπραντ) είχε πολεμήσει στην Ιταλία εναντίον του Οδοάκρου (488), παρακινημένος από τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ζήνωνα που θεωρούσε τον Οδόακρο σφετεριστή. Μάλιστα το 493 τον δολοφόνησε με ύπουλο τρόπο και ίδρυσε στη χερσόνησο ένα βραχύβιο οστρογοτθικό βασίλειο, το οποίο καταλύθηκε αργότερα από τον Ιουστινιανό.
Από την άλλη, είναι μάλλον αδύνατον κάποιος πολέμαρχος της ορεινής Γερμανίας (Χίλντεμπραντ) να πολέμησε εκείνη την εποχή στο πλευρό του Θεοδώριχου. Πιο πιθανό είναι το εξής: αφού το οστρογοτθικό βασίλειο καταλύθηκε (553), δημιουργήθηκε στην Ιταλία ένα «κενό εξουσίας». Αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι Λογγοβάρδοι εισβάλλοντας στη βόρεια Ιταλία το 568 επικεφαλής ενός στρατού σχεδόν μισού εκατομμυρίου Γερμανών, διώχνοντας τις αδύναμες βυζαντινές φρουρές και εγκαθιδρύοντας το δικό τους Λομβαρδικό Βασίλειο με πρωτεύουσα την Παβία. Μέσω αυτών, διάφορες ιστορίες -πραγματικές ή μυθικές- έφτασαν στη Γερμανία και αποτέλεσαν πρώτη ύλη για νέους μύθους σχετικά με το Θεοδώριχο και τους άντρες του.
Δεν ανταποκρίνεται επίσης στην ιστορική αλήθεια το σημείο που ο Χίλντεμπραντ (ως μέλος του στρατού του Θεοδώριχου) εμφανίζεται ως παλιός συμπολεμιστής του «βασιλιά των Ούνων». Εδώ ο δημιουργός της Ωδής αναπαράγει μια ιστορία πολύ διαδεδομένη μεν ανάμεσα στους Γερμανούς, αλλά χωρίς ιστορική βάση - ο Αττίλας είχε πεθάνει το 453, ένα έτος πριν γεννηθεί ο Θεοδώριχος.

Αναπαραγωγή σε μεταγενέστερους μύθους

Αφού χρησιμοποίησε τους θρύλους για το Θεοδώριχο ως πρώτη ύλη, η Ωδή του Χίλντεμπραντ έγινε με τη σειρά της πρώτη ύλη για μεταγενέστερες αφηγήσεις, οι οποίες μάλιστα επιχείρησαν να δώσουν ένα τέλος στη μάχη του πατέρα με το γιο. Κάποιες από αυτές είναι οι ακόλουθες:
  • Στο έβδομο βιβλίο της δανέζικης Gesta Danorum (αρχές 13ου αι.) η ιστορία της Ωδής συμπεριλαμβάνεται στους παλαιούς μύθους. Δεν μαθαίνουμε άμεσα το τέλος, αλλά κατά το θάνατό του ο γέρος Χίλντιγκερ (το σκανδιναβικό ανάλογο του Χίλντεμπραντ) εξομολογείται ότι παλιά είχε σκοτώσει το γιο του.
  • Σε δύο επικά ποιήματα του ιδίου αιώνα, το νορβηγικό Thidreksaga (Σάγκα του Θεοδώριχου) και το γερμανικό Jüngeres Hildebrandslied (Νεότερη Ωδή του Χίλντεμπραντ), ο Χίλντιμπραντ νικά. Ο νεαρός τότε υποκρίνεται ότι παραδίδει το σπαθί του, αλλά με μια απότομη κίνηση αποπειράται να τον σφάξει. Ο έμπειρος Χίλντιμπραντ αποφεύγει το λάβωμα, αποκαλύπτει την αλήθεια και οι δυο τους συμφιλιώνονται.
  • Στην ισλανδική Ásmundar saga kappabana (Σάγκα του Άσμουντ - 14ος αι.) ο Χίλντεμπραντ περιγράφεται ως εγγονός του βασιλιά των Ούνων που ένα βράδυ, τυφλωμένος από δαιμόνια, έσφαξε τον ίδιο του το γιο.
Οι εκδοχές που λήγουν με τη συμφιλίωση των δύο ανδρών, αντανακλούν περισσότερο το ιπποτικό και χριστιανικό πνεύμα της εποχής που γράφτηκαν. Αντίθετα η κατάληξη στο θάνατο ενός απ' τους δύο βρίσκεται εγγύτερα στο ηρωικό ιδεώδες των χρόνων, στους οποίους εκτυλίσσεται η ιστορία.

Ομοιότητες με το Ροστάμ

Ο Χίλντεμπραντ παρουσιάζει εντυπωσιακές αναλογίες με τον Πέρση Ροστάμ, μυθικό ήρωα που οι περιπέτειές του εξιστορούνται στο Βιβλίο των Βασιλέων (λόγια ανθολόγηση αρχαίων περσικών παραδόσεων - αρχές 11ου αιώνα). Ο Ροστάμ σκοτώνει σε μονομαχία το νεαρό Σοχράμπ και ακολούθως αντιλαμβάνεται ότι είναι ο χαμένος γιος του από ένα χρυσό περιβραχιόνιο, που του είχε φορέσει όταν ήταν βρέφος.
Βάσει των αναλογιών ανάμεσα στις δύο ιστορίες, κάποιοι μελετητές κάνουν λόγο για έναν κοινό πρωτο-ινδοευρωπαϊκό μύθο, ο οποίος εν συνεχεία εξελίχθηκε με διάφορες μορφές.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι
























Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Οδυσσέα Ελύτη, «Τέχνη – Τύχη – Τόλμη» (απόσπασμα)

Α΄
ΤΕΧΝΗ – ΤΥΧΗ – ΤΟΛΜΗ, δεν είναι άλλες, είναι οι τρεις αυτές περίφημες λέξεις που μου 'ρχονται κάθε φορά στο νου, όταν ετοιμάζομαι ν' ανοίξω ένα γράμμα, κι αργοπορώ, κοιτάζοντας τη μεγάλη και τυπική σφραγίδα των Τ.Τ.Τ. Τη δικιά μου σφραγίδα είναι καιρός τώρα που την κουβαλώ με αδικαιολόγητην υπερηφάνεια χαραγμένη επάνω στο δέρμα μου και συνήθισα πάντα να τη διαβάζω σύμφωνα και μόνο με τα αισθήματα που μου την εμπνεύσανε.
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, οι τρεις αυτές λέξεις, συνοδεύοντας πεισματικά το περιεχόμενό τους, γίνανε αμέσως-αμέσως δορυφόροι άσβηστοι γύρω από την πρώτη μου εφηβεία, γύρω από την πρώτη μου αντίληψη του κόσμου, δορυφόροι που ακόμη κι ως τα σήμερα, με αποκορυφωμένη ένταση, δεν παύουν να μου είναι πιστοί. Ωστόσο, ανάμεσα σ' όλα τα κυματιστά, μονά ή ζυγά, χρόνια που μας φέρνουν πιο κοντά ή πιο μακριά σ' εκείνα που αγαπούμε, δεν είναι —ας τ' ομολογήσουμε— και μερικά που, σάμπως ν' ανάβει άξαφνα μέσα τους ένας λαμπτήρας από ισχυρότατο φως, ανεβαίνουνε μονομιάς πάνω από την επιφάνεια και ξεχωρίζουνε αποφασιστικά; Δεν είναι αυτά που, χάρη στο πυκνό τους περιεχόμενο, αποχτούνε μια σμαραγδένια λάμψη και στερεότητα και περνιούνται σα δαχτυλίδια θύμησης δημιουργικής στα δάχτυλα όσων ανθρώπων θέλησαν μια μέρα να βαδίσουν έξω από την κοινή γραμμή — πιο ψηλά ή πιο χαμηλά, αδιάφορο, πάντα όμως προς κάποιαν εφικτήν ή ανέφικτη κατάκτηση;
Για μένα, σήμερα, τη στιγμή τούτη που γράφω, η χρονιά του 1935, σημαδεμένη από την πρώτη μου επαφή με την ελληνική φύση, την πρώτη μου γνωριμία κι εφαρμογή του Υπερρεαλισμού, την ανακάλυψη του ζωγράφου Θεόφιλου, την έκδοση δύο σημαντικών βιβλίων φίλων μου ποιητών, και το φανέρωμα ενός τολμηρού για την Ελλάδα περιοδικού όπως τα Νέα Γράμματα, σβήνει και ξανανάβει σα φαροφόρα σημαδούρα στο μικρό πέλαγος όπου αγαπώ παντοτινά μου να ταξιδεύω. Θέλω να φαντάζομαι ότι κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα δει τ' ασήμαντα αυτά γεγονότα σα σημαντικά, μια που δεν αποτελούν τις πτυχές ενός ιδιωτικού βίου αλλά τους πυρήνες μιας κατάστασης πέρα για πέρα αντικειμενικής.
Υπάρχουνε στη ζωή του ανθρώπου στιγμές που μ' ένα τους βιαστικό και ασύλληπτο ανοιγοσφάλισμα δείχνουν λουσμένο σε φως παράξενο το γύρω του κόσμο, γυμνωμένο από την καθημερινή του σημασία και φανερωμένο με μιαν άλλη, μια πρωτοείδωτη —την αληθινή του άραγε;— φυσιογνωμία. Υπάρχουν στιγμές όπου τα πράγματα και τα γεγονότα, όσα μοιάζουν να ορίζουν στεγνά κι αδυσώπητα το δρόμο του, βγαίνουνε από την τροχιά τους για να λάμψουνε μ' ένα άλλο νόημα και μ' έναν άλλο προορισμό στιγμές όπου ο άνθρωπος βλέπει άξαφνα τον εαυτό του να βαδίζει σε μονοπάτια που ποτέ του δε διάλεξε, κάτω από δεντροστοιχίες που του είναι αδύνατον ν' αναγνωρίσει, πλάι σε ανθρώπους που ορθώνονται στο ανάστημα των ολοφάνερων αισθημάτων του, για να γίνουν οι φίλοι, οι φίλοι του, όπως θα ήθελε πάντοτε να υπάρχουν και να τον προσμένουν εκεί, σε μια πικρή γωνιά της ζωής του. Κανένα ξένο στοιχείο, καμιά υπεραισθητή παρουσία δεν έρχεται να δικαιολογήσει την παράξενη ετούτη τροπή που παίρνει, σε παρόμοιες στιγμές, ο κόσμος. Απλά, γήινα, ανθρώπινα, είναι τα ίδια πράγματα, οι ίδιες πράξεις που παρουσιάζονται σε μια δεύτερη κατάσταση, πιο αληθινή απ' την πρώτη, μια κατάσταση που, για να την ξεχωρίσουμε, θα 'πρεπε να την ονομάσουμε «υπερπραγματική».
Α μα γιατί λοιπόν ως τώρα είχαμε δώσει μια γλώσσα μονάχα στον κόσμο, γιατί του 'χαμε δώσει ένα μονάχα τρόπο να εκφραστεί; Γιατί του 'χαμε καταλογίσει μιαν όψη μονάχα, κι εκείνη κομματιασμένη, ανάπηρη, μετρημένη αποκλειστικά πάνω στη λογική μας, και την είχαμε ονομάσει ωραία-ωραία «πραγματικότητα»; Και γιατί, στο όνομα της πραγματικότητας αυτής, δεν επιτρέπαμε τίποτα που να την υπερβαίνει;
Να μια διαπίστωση, που όσες φορές αναγκάζομαι να την κάνω, μια στεναχώρια συνοδεύει, σαν ίσκιος μεγάλου ρολογιού του ήλιου, την άκρη της πένας μου.
Μόνος στα σύνορα του πανικού και της γοητείας ο ποιητής, χτυπημένος από μια τέτοια φευγαλέα αποκάλυψη, παθαίνεται να ταιριάσει την ανάσα του στο καινούριο κλίμα που του αποκαλύφτηκε· ματώνεται να δώσει έκφραση σ' αυτή τη μυστική γεύση, την απροσδιόριστην ουσία, την αθάνατη χροιά που μονομιάς είδε να παίρνουνε τα στοιχεία του κόσμου μέσα του. Αποτιμώντας από κει και πέρα με διαφορετικό τρόπο τη ζωή, αναμετράει με οδύνη την απόσταση που τον χωρίζει από τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Βλέπει την πλειοψηφία τούτη, περιχαρακωμένη σ' ένα χώρο συμβατικό, ν' απωθεί τόσο απελπιστικά, τόσο λυσσαλέα ό,τι θα μπορούσε να τη φέρει αντιμέτωπη στα πιο ουσιαστικά της προβλήματα, που καταλαβαίνει πως είναι γραφτό του να φορτωθεί μαζί με τον καημό της έκφρασης κι έναν άλλον ακόμη — τον καημό της κατανόησης, ανίσως όχι τη μοίρα της μοναξιάς. Έτσι συμβαίνει πάντοτε: ο ποιητής ριψοκινδυνεύει, ενώ πίσω του άνθρωποι παραπλανημένοι επιμένουν να κρατάνε καλά κλειστή μια πόρτα που από καιρό τώρα έχει χάσει τη δικαιολογία της κλειδαριάς της. Όμως αν από την εποχή του Ηράκλειτου δεν έσβησε ποτέ η συνείδηση της διαμάχης ανάμεσα στη συντήρηση και στη μεταβολή, ανάμεσα στη φυσιολογική και τη μη φυσιολογική ζωική εξέλιξη, πρέπει να ομολογηθεί ότι η διαμάχη τούτη σήμανε πρώτη φορά στον αιώνα μας μ' όλο το βάρος της σημασίας της, επιβάλλοντας στους σύγχρονους καλλιτέχνες να τοποθετήσουμε το αιώνιο στοιχείο της ομορφιάς στο αεί μεταμορφούμενο σημείο της ανθρώπινής της ροής, να νιώσουνε, με άλλα λόγια, πόσο η αλήθεια ετούτη ήταν και της ίδιας της υπόστασης τους ο αιώνιος νόμος. Ανάγκη, και μάλιστα σκληρή, οδήγησε τους ίδιους αυτούς, μ' επαναστατική σημαία στο χέρι, ν' αναθεωρήσουνε την κληρονομιά τους, και ν' αναλάβουν μια ριζική ανακατάταξη των αξιών. Ας χαρακτηρίστηκε από μερικούς σα δίψα της απερίσκεπτης νεότητας ν' ανοίξει, όπως-όπως, ένα δρόμο μπροστά της. Η αλήθεια είναι ότι τόσο στις χώρες των πρώτων εποχών, ή των παραμελημένων περιοχών της Τέχνης, όσο και στις λησμονημένες από τη σεμνοτυφία μεταγενέστερων γενεών σελίδες της Λογοτεχνίας και της Ποίησης οι «μοντέρνοι» πράξανε κείνο που τους έλεγε η γνώση τους κι η καρδιά τους· κι είτε ανασύρανε από την αφάνεια πολλά έργα με αξία ουσιαστική είτε με φανατισμό δικαιολογημένο ποδοπατήσανε μερικά αξιοθρήνητα κατασκευάσματα που είχανε καταφέρει, πρόσκαιρα, να βασιλέψουν.
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, ε ναι λοιπόν! Τέχνη, αφού, καλά ή κακά, θέλουμε να δώσουμε μια διέξοδο στην πυθική σπίθα, που δεν κοιτάει την ώρα να γίνει Λόγος και να μπει επικεφαλής μιας καινούριας αποτίμησης του κόσμου· και Τύχη, αφού είναι αυτή που θα σμίξει τα χρώματα και τα σχήματα, τις ευωδιές και τους ήχους, την καρδιά μας και την καρδιά του Σύμπαντος σ' ένα σημείο, το λυρικό σημείο που ονειρευόμαστε· και Τόλμη, αφού κάθε βήμα σωστό μέσα στην κοινωνία αυτή γραφτό είναι ν' αφήνει πίσω του αίματα, καπνούς, και δάκρυα…
Μίλησα για το 1935. Να που ήρθε λοιπόν η ώρα να γυρίσω στο «γράμμα» και στο «πνεύμα» του, να ξαναφέρω την αίγλη της πρωτοχρονιάς του εδώ, στη στιγμή τούτη που, με τη σειρά της κι αυτή, ετοιμάζεται να πηδήσει πιο μπροστά σαν ακρίδα – κι ας φαντάζει στο βάθος ο κάμπος σκοταδερός και γεμάτος λογής κινδύνους. Είναι φορές που, μα την αλήθεια, η ζωή δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει την ανυπομονησία της, είτε με το πέταλο ενός αλόγου επάνω στο λιθόστρωτο είτε με το βλέμμα ενός αμούστακου ακόμη παιδιού επάνω στις μορφές των αινιγματικών γυναικών και των φρεσκοτυπωμένων βιβλίων.
Θυμούμαι ότι με τον ίδιο τρόπο που μια ωραία μέρα οι αρχαίοι λυρικοί, από τη μια, ο Κάλβος και ο Καβάφης, από την άλλη, ξύπνησαν πρώτη φορά το ενδιαφέρον μου για την ποίηση, δύο Γάλλοι σύγχρονοι ποιητές, όχι από τους πιο μεγάλους, ο Paul Eluard και ο Pierre-Jean Jouve —ποιητές που από τότε έταξα στον εαυτό μου (κι αργότερα επέτυχα πρώτος) να παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό—, μ' ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση.
Δεν είχα φτάσει ακόμη στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου όταν, σπρωγμένος έν' απόγεμα από την απροσανατόλιστη βιβλιοφιλία μου, είχα χωθεί στο παλιό και σκοτεινό μαγαζάκι του Κάουφμαν, ξεφυλλίζοντας λογής περιοδικά και βιβλία, όμως αποφεύγοντας μ' επιδειχτική περιφρόνηση τα ποιητικά, που —το θυμάμαι σα σήμερα— τα σφιγμένα στις ρίμες των τετραστίχων τους περιεχόμενα μου 'διναν την εντύπωση μιας δεσμευτικής, κι ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενης, αισθηματολογίας, ασυμβίβαστης ολότελα με τις τότε ανταρτικές διαθέσεις μου. Ο πειρασμός, παρ' όλ' αυτά, της πολυτέλειας, κι ακόμη η παράξενη γοητεία που έπνεε πίσω από τα μαύρα και κόκκινα κεφαλαία μερικών εξωφύλλων, κατανικήσανε τους στερνούς μου δισταγμούς: Capitale de la Douleur, Défense de Savoir, Les Noces… ναι, άρχισα να τα φυλλομετρώ ένα-ένα… και…
Την πολυτέλεια, δεν είναι ανάγκη να το πω, παραμέρισαν αμέσως ο ανάλαφρος ίλιγγος και η πρωτοδοκίμαστη σαγήνη που αναπηδούσανε από κάθε διάβασμα μερικών, στην τύχη παρμένων, στίχων που με συνέπαιρναν, όχι πια χάρη στο ρυθμικό ισόμακρό τους λίκνισμα, αλλά —κι αυτό ήταν το σπουδαίο— χάρη στη μαγική κι αιφνιδιαστική κατακύρωση ενός άλλου κόσμου, κόσμου διαφορετικού, που ζούσε γύρω μου ή μέσα μου και δε ζητούσε παρά με ποιο τρόπο να εκδηλώσει καλύτερα την πραγματικότητά του. Κι αυτός ο τρόπος είχε βρεθεί. Μονομιάς οι άνθρωποι αυτοί, που κυκλοφορούσανε κάθε μέρα γύρω μου, οι πραχτικοί και ικανοποιημένοι, άρχισαν να γίνονται στα μάτια μου ξόανα, ξόανα που κανένας Θεός δεν όριζε να μιμηθώ ή να εξυπηρετήσω. Τι διάβολο γιατρός, μηχανικός ή δικηγόρος θα γινόμουνα μεθαύριο, νιώθοντας πως μια και μόνο εμπνευσμένη φράση μπορούσε να ξαναεμπνεύσει χιλιάδες άλλες, που χωρίς τελειωμό ν' αστράφτουν μες στη διάρκεια; Le poéte doit être beaucoup plus celui qui inspire que celui qui est inspiré. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν είδα τον Éluard να μιλάει με τόση αυτοπεποίθηση, θυμήθηκα τη στιγμήν εκείνη που, όρθιος, μέσα στο βιβλιοπωλείο, διάβαζα:
Si tu t' en vas la porte s' ouvre sur le jour
Si tu t' en vas la porte s' ouvre sur moi-même.
Ήμουν ακατατόπιστος αλλά δεν ήμουν κακόπιστος. Δε μου πέρασε ποτέ από το νου να πάρω υποδεκάμετρο και να λογαριάσω πόση έπρεπε να 'ταν η πόρτα που θ' άνοιγε πάνω στη μέρα ούτε αν μπορούσε ποτέ της να κατασκευαστεί μα τέτοια πόρτα· για μένα, η πόρτα αυτή υπήρχε, κι εγώ, με τις μικρές μου δυνάμεις, όφειλα να βοηθήσω ν' ανοιχτεί. Από τη χαραμάδα της κιόλας ξεχυνόταν ένα μελτέμι αισθήματα, που ριχνόταν κατάστηθα.
Ένας κόσμος αληθινός αλλά καταδικασμένος να μένει στην αφάνεια· για τους περισσότερους, ανυποψίαστος· και για μερικούς, ορατός μια στιγμή μονάχα, εκεί, στην κορυφή του έρωτα ή της απελπισίας. Ένας κόσμος αρμονισμένος στα πιο κρυφά, στα πιο άγρια, στα πιο ελεύθερα αισθήματά του, μα, ωστόσο, κλεισμένος πίσω από πελώριες τάφρους μοναξιάς, η τρελή θέληση του ανθρώπου να μη σκύψει ποτέ του κεφάλι, αλλά να μπει στην ψυχή του διπλανού του, και μαζί να παλινορθώσουνε τα τρομερότερά τους όνειρα· να του δώσουνε σάρκα κι αίμα από τη σάρκα τους και το αίμα τους. Η συνεννόηση των καρδιών. Θα τη φτάναμε; δε θα τη φτάναμε;
Η ιδανική επικοινωνία, εκείνη που ακολουθεί το συντομότερο δρόμο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, εννοώ μια επικοινωνία που να νιώθεται ολοκληρωτικά όπως η ζεστασιά ή το κρύο, συγκλονιστικά όπως ο έρωτας ή ο τρόμος, μυστηριακά όπως η βουή του δάσους ή της θάλασσας, θα μπορούσε ποτέ να γίνει όργανο και σκοπός της λυρικής ποίησης;
[...]
Γ΄
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1935, με τη βοήθεια του Ανδρέα Εμπειρίκου —που είχε βάλει πρόθυμα στη διάθεσή μου και τη μεγάλη του βιβλιοθήκη—, άρχισα, κάπως αδέξια στην αρχή, να γίνομαι ο κατάπληκτος θεατής ενός παράξενου κόσμου που αναπηδούσε, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω κι ο ίδιος, από μέσα μου. Πόσες φορές, καθισμένοι στο συμπαθητικό διαμέρισμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, καπνίζοντας αναρίθμητα τσιγάρα και τριγυρισμένοι από πίνακες του Max Ernst, του Oscar Dominguez και του Yves Tanguy, ή, πάλι, σε μια συγγενική έπαυλη στη Λέσβο, με το πέλαγο και τα βουνά της Ανατολής αντίκρυ, δε γράψαμε πλήθος ποιήματα και κείμενα μέσα σε πέντε ή δέκα λεπτά της ώρας, ποιήματα και κείμενα που ένα σωρό λογοτέχνες και κριτικοί κατηγορήσανε αργότερα ότι μας στοίχισαν πολυήμερες, τάχα, και κοπιαστικές διανοητικές προσπάθειες! Λίγες μέρες νωρίτερα, μ' ένα φίλο μου νέο ζωγράφο, είχαμε πρωτοδοκιμάσει την επίσκεψη του απροσδόκητου κάτω από τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας ο ένας στον άλλον ερωτήσεις και αποκρίσεις που αγνοούσαμε αμοιβαία το περιεχόμενό τους. Στη βάση του παιχνιδιού τούτου κρυβότανε όχι μονάχα ο ίδιος μηχανισμός, αλλά και κάτι άλλο που εξαιρετικά ευκόλυνε —λύνοντάς του τις αντιστάσεις— τον πρωτόπειρο. Θυμούμαι ότι πολλές φορές το αποτέλεσμα ήταν εύστοχο στη συνειρμική του αλληλουχία και στην εικονοπλαστική του πρωτοπορία.
Ε. — Τι είναι το κόκκινο χρώμα;
Α. — Ένα χαστούκι από παπαρούνες!
Ε. — Τι είναι η δόξα;
Α. — Ένα βουνό για να το βλέπουν οι αιώνες!
Ε. — Τι είναι το χρυσάνθεμο;
Α. — Μια καλόκαρδη μέρα στο ποτήρι.
Ε. — Τι είναι η Πούλια;
Α. — Μυστική κρύπτη των ποιητών.
Ε. — Τι είναι η Ποίηση;
Α. — Συνουσία επ' άπειρον.
Ε. — Τι είναι ο αετός;
Α. — Εκείνο που βάζουμε πολύ πιο πάνω απ' το κεφάλι μας.
Ε. — Τι είναι οι τέσσερις εποχές του έτους;
Α. — Ένα παγόνι, μια γαλιάντρα και δυο μεγάλες θάλασσες.
Ή, πάλι, σε μιαν άλλη παραλλαγή του ίδιου παιχνιδιού:
— Όταν λύνονται οι φιόγκοι της ημέρας
— Τα κούμαρα φωνάζουν τ' όνομά τους.
— Όταν ο κοκκωβιός θολώνει τα νερά του
— Η σημαία του γάτου αλλάζει τρία χρόνια.
— Όταν η κορασίδα πιάνει μια χρυσόμυγα
— Η σβούρα του μεσημεριού λάμπει μες το κεφάλι της.
— Αν δεν είχαμε μικρά παιδιά
— Τα λιβάδια μας θα 'τανε ορφανά.
— Αν μας έφτανε η βοή της κερασιάς
— Το ΄να το δύο το τρία θα μας δρόσιζαν.
— Αν η Τύχη ξεφόρτωνε χαρούπια
— Χίλια ιστιοφόρα θα 'σκιζαν τις θάλασσες.
Κανείς δεν είναι δικαιολογημένος αν γελάσει, αν πει πως αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα, είναι παιχνίδια. Εξόν από το ότι δεν είναι άσχημο να παίζει κανείς από καιρό σε καιρό, η αλήθεια είναι πως τα παιχνίδια τούτα κρύβουνε βαθιά τους μια σοβαρότατη αρχή: χτυπούνε την πόρτα του Αγνώστου, εμπιστεύονται στην αξία της Τύχης, δημιουργούνε μια καινούρια προοπτική, λύνουν τα δάχτυλα του ποιητή που τόσους αιώνες κρατήθηκαν μακριά απ' τον πλούτο του κόσμου των παρομοιώσεων. Ξαναγυρίζοντας τώρα στα ξεχασμένα τετράδιά μου, που κλείνουν καμιά εκατοστή ποιήματα, χωρισμένα σε σειρές, χάνομαι σ' ένα σωρό τίτλους, που τους χαίρομαι ακόμα και σήμερα για τη χρωματική τους ποιότητα και —γιατί όχι;— για την ασυδοσία τους. Σε μερικούς, η εικόνα παίρνει μιαν αξία αντικειμενική: Απογοήτευσις υπό το μηδένΟ κολπίσκος κι ο παλμός τουΞεκρέμασμα καλοκαιρινής ώραςΟ γειτονικός φάρος σα μακρόθυμη βουτιάΜε τη βοήθεια των ασφοδέλωνΕξοχικό τόξο.Στα ενδότερα του ρίγουςΖεστή πτυχή χτίσιμο της γυναίκαςΑντικατάστασις του πεπρωμένουΚυανή σπατάλη.Σα φυλλωσιά κοντά τηςΗ δεσποινίς ΑπριλίουΑγγελούσαΕπί κεφαλής μαΐστρου. Αλλού ξεχωρίζω τίτλους γεμάτους χιούμορ και ειρωνική ή γελοιογραφική διάθεση: Οι φωτοσκιασμένοι σύζυγοιΤο ρ της παροιμίαςΤο περιττόν του καθ' ημέραν βίουΕις το κυλικείον της παρανόμου ευφροσύνης. Τέλος, είναι άλλοι τίτλοι, όπου μέσα τους το απρόοπτο, το μαγικό, παίζουνε το πρώτο ρόλο: 789 π.Χ. ΑεροδυναμικόνΟι πέτρες του θορύβου.Τα ιστορικά δεκανίκιαΕις το επίνειον των μικρών μας πόθωνΗμερολόγιον απλουστάτης μεσημβρίαςΤο δίκορφο τεφτέριΠερισυλλογή χρωμάτωνΈξυπνη διέξοδος φτερό της ύληςAlsing.
Μέσα σ' ένα τέτοιο περιβόλι δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα σταματήσουν κυριευμένοι από το αίσθημα του κωμικού ή του μάταιου. «Εις το κυλικείον της παρανόμου ευφροσύνης» — τι κουτός, αλήθεια, τίτλος για όλους αυτούς τους κουτούς που δεν αξιωθήκανε να το επισκεφτούνε ποτέ και να γευτούνε τα δυνατά πιοτά του! Τι ανόητοι τίτλοι για όλους αυτούς τους ανόητους που δεν έχουν το θάρρος να μπούνε στα ενδότερα του ρίγους, να περάσουνε από τα εξοχικά τόξα επί κεφαλής μαΐστρου ή συνοδεύοντας τη δεσποινίδα Απριλίου για να καταφέρουν, χάρη σε μια κυανή σπατάλη ή ξεκρεμάζοντας μια καλοκαιρινήν ώρα, να δοθούνε στην περισυλλογή των χρωμάτων και, με τη βοήθεια των ασφοδέλων, να γίνουν οι φωτοσκιασμένοι σύζυγοι που θα πετάξουν τα ιστορικά δεκανίκια, θα ρίξουνε τις πέτρες του θορύβου, γράφοντας ένα ημερολόγιο — το ημερολόγιο της απλουστάτης μεσημβρίας!
Ε λοιπόν, όσοι ντρέπονται να μπούνε σ' έναν κόσμο που αναπαριστάνει το μυστήριο της δημιουργίας τους με μια καθαρά ποιητική, δηλαδή, ζωική πράξη, ας μην προχωρήσουνε σε κείμενα, όπου η αισθητική μέριμνα έχει εξοβελιστεί κι όπου η ως τα σήμερα παιδεία τους θα δοκιμαστεί και θα κακοπάθει. Τα πρώτα μου κείμενα θυμίζουνε πολύ τα κείμενα του Εμπειρίκου. Σε τούτο φταίει όχι μόνον η καθαρεύουσα, που ήτανε φυσικό ν' απλώνεται σε μια περιοχή ήρεμη από βούληση, αλλά και η δυσκολία που συναντούσα ν' αποκρούσω κάθε εισδοχή εξωτερικών εντυπώσεων, θέλω να πω, ν' αφήσω τον εαυτό μου στο γνήσιο κύλισμα των συνειρμικών φράσεων. Ιδού ένα παράδειγμα:
Μες τον πυθμένα των κλαυθμυρισμών μεγαλώνουν οι ακρογιαλιές και γίνονται κρημνοί ολέθριοι όπου ακροβατούν παρθένες από τη μέση κι επάνω γυμνές. Πώς βουτηχτήκαμε σ' αυτές τις γαλανές τολύπες, πώς διαβήκαμε μέσ' από τις βαθύχρωμες αυτές ταινίες, πώς δρέψαμε τα κεφάλια με τα εορταστικά κουνήματα, δεν ξέρουμε, δεν ξέρει κανείς, ίσως το ξέρει ο κεφαλόπονος του πελαργού που ανατράφηκε απ' τις άλλες θάλασσες. Πάλι μετά τη σιωπή έρχεται η σιωπή. Κολοσσοί δέντρων σμικρύνουν την όραση που εμφωλεύει σα ζεστό ζώο στις διχάλες των παραμυθιών τους. Ιπτάμενες αστραπές και άλματα που αστροπελεκίζουν μας γεμίζουν την παλάμη από βροχερήν όσφρηση.
Λαχάνιασαν οι κόμποι των χαρών κι απ' τους λαιμούς της καθεμιάς ξετυλίγεται μια ψευτιά κατάξανθη.
(«Ο γειτονικός φάρος σαν μακρόθυμη βουτιά»)
[...]
Ωστόσο δεν είναι μόνο η επίδραση του Ανδρέα Εμπειρίκου αλλά και του Νικήτα Ράντου που φανερώνεται στις πρώτες μου δοκιμές. Από τη σειρά 14 ευκίνητα ποιήματα δεν είναι άσκοπο ν' αντιγράψω εδώ μερικά.
IV
Η μέρα έστρεψε το πρόσωπο της υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο
Κι αίφνης ευρέθηκα στα νώτα τόσων οριζόντων
Θα 'θελα να 'μαι όπως αυτή καύχημα του φωτός
Να μην ενδίδω πια στους οινοχόους των επιθυμιών
Θα επιθυμούσα εξόχως κάθε νυχτεγέρτην ως αντίπαλο
Μα η συμμαχία του ήδη με αφοπλίζει
Μ' αναγκάζει να φαντάζομαι πολύχρωμα φιαλίδια
Εν είδει στόματος υγρών κορασίδων έναν στέφανο
Καμωμένο από τις νίκες και τις ήττες του δεσμώτου χρόνου.
[...]
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, δεν είναι άλλες, είναι οι τρεις αυτές περίφημες λέξεις (μα είναι λέξεις;) που με το βαθυπράσινο μελάνι της χλώρης, το βαθυκόκκινο του έρωτα, και το βαθυγάλαζο της θάλασσας, κοσμήσανε τις σελίδες μιας χρονιάς, ανίσως όχι τα εγκαίνια μιας νεότητας. Η αναγωγή της αλήθειας σ' ένα απλό, σ' ένα βαθύ σκίρτημα ζωντανού οργανισμού, στάθηκε η μοναδική της φιλοσοφία. Πραγματικά, για τίποτε άλλο καταμεσής του '35 δε γνοιάστηκα παρά για μιαν ύπαρξη γερή, φυσιολογική, που να μπορεί ν' απλώνεται με άνεση ως τ' ακρότατα όρια μιας καθολικής ελευθερίας. Ό,τι άλλο έμελλε να' ρθει, βέβαια, ήρθε πιο αργά…
Μα όταν, το καλοκαίρι εκείνο, ευνοϊκές συνθήκες μ' έφεραν σε βουνά και γιαλούς του Μοριά, των Νησιών, της Εύβοιας και της Στερεάς, μ' έβαλαν να τριγυρίζω μ' ένα παλιοπαντέλονο κι ένα κοντό άσπρο πουκάμισο από τις πιο βαθιές ρεματιές ως τους πιο αφροκάπνιστους κάβους, συλλογίστηκα, πολύ συχνά, «παλεύοντας στήθος με στήθος προς τον άνεμο», πόσο βαθιά ήταν η ενότητα της αγάπης μου σ' αυτή την ποίηση και σ' αυτή τη γη.
Ο ήλιος, που εδωπέρα έστηνε τον μαρμάρινο κορμό μιας Υγείας, εκειπέρα τη θερμή γαλήνη μιας Παναγίας, ο ίδιος ο ήλιος έμπαινε κι έτρεχε καθώς χλωροφύλλη στις ίνες του πλατανόφυλλου της Τέχνης, τέτοιου που το φανταζόμουνα πάντα κι ήθελα ν' αντιπροσωπεύει για μένα την πιο μεγάλη, την πιο αφιλοκερδή εκδήλωση του ανθρώπου.
Στην εξοχή της ποίησης δεν έχουνε πια στέγες τα σπίτια! Είναι ξεσκέπαστα, και τα τζιτζίκια, σφηνωμένα στα μαλλιά τη γης, ψάλλουν ερωτικά, ψάλλουν τ' αγριοπούλια χωμένα στις γλαυκές κόχες των έρημων όρμων. Εκεί, σε τέτοιες ώρες, περνάει, πάντοτε αγκαλιασμένο, ένα ζευγάρι. Ο έρωτας —ας προσκυνήσουμε— λειτουργεί σ' όλη την έκταση και σ' όλο του το βάθος τη ζωή, ενώ οι δείχτες της καρδιάς δείχνουν το πιο λαμπρό τους μεσημέρι… Ω να βαδίσει κανείς στο πλάι ενός συντρόφου φωνάζοντας ολούθε τα αισθήματά του… να ενωθεί πάλι με τα στοιχεία που τον έκαναν μια για πάντα να ζήσει!
1943. —
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 1987 (τρίτη έκδοση οριστική), σ. 115-122 & 142-153]

Υπερρεαλισμός

Α. Εμπειρίκος
Ο Υπερρεαλισμός ή Σουρρεαλισμός (από τη γαλλική λέξη surréalisme) ήταν ένα πρωτοποριακό κίνημα που δεν περιορίστηκε μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες μορφές τέχνης (εικαστικές τέχνες, κινηματογράφος, μουσική κλπ.) λαμβάνοντας και πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Γεννήθηκε τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα στη Γαλλία με κύριο εκφραστή τον Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος το 1924 διακήρυξε με το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού τις αρχές του νέου κινήματος.
Για τις συνθήκες γέννησης του κινήματος του υπερρεαλισμού και την εμφάνισή του στην Ελλάδα, μπορείτε να παρακολουθήσετε δύο σύντομα αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης «Ελληνικός υπερρεαλισμός. Εμπειρίκος-Εγγονόπουλος»: Το κίνημα του υπερρεαλισμού στην Ευρώπη (διάρκεια: 2΄19΄΄) και Ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα: Ανδρέα Εμπειρίκου, Υψικάμινος (διάρκεια: 1΄30΄΄). Μπορείτε, επίσης, να συμβουλευτείτε το αφιέρωμα της εφημερίδας Η Καθημερινή με τίτλο «Ελληνικός Υπερρεαλισμός» (ένθετο: Επτά Ημέρες, 7 Ιουλ. 2002).
Παράλληλα, μπορείτε να διαβάσετε πώς όριζε τον υπερρεαλισμό ο ίδιος ο Α. Μπρετόν στο Μανιφέστο του το 1924, αλλά και με ποιο τρόπο εξηγούσαν τη δική τους σχέση με το κίνημα ο Α. Εμπειρίκος («Αμούρ-Αμούρ») και ο Οδ. Ελύτης («Τέχνη – Τύχη – Τόλμη»).
* * *
Δείτε δύο εξώφυλλα τευχών του περιοδικού La Révolution Surréaliste [= Η Υπερρεαλιστική Επανάσταση]. Εκδόθηκε λίγο μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου του Υπερρεαλισμού του Α. Μπρετόν. Συνολικά κυκλοφόρησαν 12 τεύχη από το 1924 έως το 1929. Στο εξώφυλλο του τεύχους 1 διαβάζουμε κάτω από την κεντρική φωτογραφία: «Πρέπει να καταλήξουμε σε μια νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου», ενώ στο τεύχος 3 δεσπόζει πάνω από τον πίνακα περιεχομένων το σύνθημα «1925. Το τέλος της χριστιανικής εποχής». Η φωτογραφία στη μέση προέρχεται από το τεύχος 12 του περιοδικού και περιλαμβάνει την πρώτη σελίδα της δημοσίευσης του Δεύτερου Μανιφέστου του Υπερρεαλισμού (1929) του Μπρετόν.
Κάντε κλικ στα εικονίδια για μεγέθυνση
eikona
Διαβάστε χαρακτηριστικά έργα Ελλήνων και ξένων υπερρεαλιστών συγγραφέων:
Α. Εμπειρίκος, «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο», [Τρία αποσπάσματα], «Ηχώ», «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», «Μία ριξιά ζαριών δεν καταργεί ποτέ την τύχη»
Ν. Εγγονόπουλος, «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε», «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Ι», «Το γλωσσάριον των ανθέων», «Μπολιβάρ», «Ποίηση 1948»
Οδ. Ελύτης, «Πίνοντας ήλιο κορινθιακό», «Η τρελή ροδιά», «Η Μαρίνα των βράχων»
Ν. Ράντος [= Νικόλαος Κάλας], [Το τριακόσια τριάντα τρία δεν απαντά...]
Μ. Χατζηλαζάρου, «Χαμόγελα»
Μ. Σαχτούρης, «Τα δώρα», «Η Αποκριά», «Ο στρατιώτης ποιητής», «Ο Ελεγκτής»
Έ. Κακναβάτος, «Ώρα δειλινή», «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο»
Δ.Π. Παπαδίτσας, «Βλαδίμηρε»
Ν. Βαλαωρίτης, «Κάθε λέξη που γεννάω», «Μικρός θρήνος», «Με πλοίο»
Ε.Χ. Γονατάς, «Ο σκαντζόχερος», «Η Άνοιξη»
Πωλ Ελυάρ, «Να κοιμάσαι»
Αντρέ Μπρετόν, «Τα γραπτά φεύγουν»
Τριστάν Τζαρά, «Ο κύριος ΑΑ, αντιφιλόσοφος»

Ανδρέα Εμπειρίκου, «Αμούρ-Αμούρ»








(αποσπάσματα)

Στη Βιβίκα
Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδον εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μιαν ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα το δρόμο τους, σκέφτηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός ή κάποιο αίσθημα ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθορισμένου.
Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή αθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, συλλογιζόμουν, θα είχαμε ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στην θέσι μιας αλληλουχίας στατικών περιγραφών ωρισμένων γεγονότων, ή συναισθημάτων περιγραφομένων διά της άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας.
Από την ημέρα που μου γεννήθηκε η ιδέα αυτή, θέλησα να την εφαρμόσω, και άρχισα να γράφω νέα ποιήματα, προσπαθών να επιτύχω αυτό που επιζητούσα. Τα ποιήματα αυτά, παρουσίαζαν, βέβαια, μια μεγάλη εξέλιξι και μια πολύ αισθητή διαφορά, αλλά και αυτά, καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δεν με ικανοποιούσαν ως προς τις νέες μου επιδιώξεις. Ενώ διέφεραν από τα άλλα στην μορφή, δεν διέφεραν αρκετά στην ουσία. Είταν φανερό πως εκείνο που μου έλειπε ήτο ένα μέσον ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σκέφτηκα όμως, πως ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθω σε όλες τις δυσκολίες, είταν να μη παραιτηθώ, μα να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου, και εξηκολούθησα να γράφω, με την βεβαιότητα πως η ιδέα ήτο καλή και πως αργά ή γρήγορα, θα εύρισκα τον τρόπο να την κάνω να καρποφορήση. Ποιος ξέρει, ίσως να έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό δεν μου άνοιγε τα μάτια. Από την ημέρα εκείνη, μπορώ να πω, πως μονομιάς σχεδόν, διέκρινα πού βρισκόταν ο δρόμος και ρίχθηκα με ενθουσιασμό, με αληθινή αγαλλίασι, στο ρεύμα του ιστορικού κινήματος. Είχα ακούσει το κάλεσμά του και το δέχθηκα. Είχα ακούσει την φωνή του, την φωνή εκείνη, που τόσο σωστά είπε ο Μπρετόν, στο πρώτο του μανιφέστο, πως εξακολουθεί να ψάλλη και στις παραμονές του θανάτου και επάνω από τις καταιγίδες.
[...]
Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μάς έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά.
Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστα σε μια γυναίκα. 'Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι. Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή· και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον ή γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.
[...]
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ο καταρράκτης, περί του οποίου μίλησα στη αρχή, δεν εσταμάτησε στην Ελβετία. Τα νερά του πέφτουν από μεγάλο ύψος, κυλούν και εξακολουθούν να ρέουν. Επάνω και μέσα στον αφρό των αλλεπαλλήλων πτώσεων, βλέπω να παίζουν μεγάλες και διάφανες σαν από κρύσταλλο σφαίρες, που τις κρατούν στα χέρια τους αφροντυμένες μπαλλερίνες. Τις βλέπω να παίζουν και να πηδούν και να συγκρούωνται, πότε παρασυρόμενες από τα ορμητικά νερά και πότε ξεφεύγοντας και ανεβαίνοντας, καθώς μπαλόνια που ξεγλυστρούν μέσα από χέρια παιδιών εκστατικών σε κήπους ή πλατείες. Και τις βλέπω να ξαναπιάνωνται απ' τα νερά και να χοροπηδούν πάλι στον αφρό, που άσπρος σαν γάλα, αγάλλεται στο κύλισμά του, ραντίζοντας τον θεατή και τα πέριξ κλαριά, με τη δροσιά του υγρού ψιμυθίου που σκορπά, σαν σύννεφο ελαφράς βροχής, στην βοερή καταβαράθρωσί της, η πτώσις των υδάτων.
Και είναι η δόξα του καταρράκτη αυτού, η δόξα του Ρίο Μπογκότα. Και είναι η μαγεία του, η μαγεία του τριπλού άλματος της κοιλάδος Υοσεμίτα. Και είναι η γοητεία του, η γοητεία όλων των νεροσυρμών των άλπεων, των Πυρρηναίων και των Απεννίνων. Η δε βοή του, είναι φωνή αγγέλου που πίπτει αεί και εσαεί εντός χαοτικής αβύσσου. Τα τσακισμένα του φτερά συγχέονται και συνυφαίνονται με τους αφρούς της πτώσεως, και ένας αετός ζυγιάζεται ψηλά και ακούει το ασώπαστο τραγούδι της βοής, που αχολογά παντοτεινά και λέει: «Αχά-αχά», καθώς ηχώ που αναπέμπεται από σπήλαια και βαραθρώδη βάθη.
Και έτσι, εκ του ύψους προς το βάθος, πέφτει και πέφτει το νερό κυλώντας την βροντή του, και ως πέφτει, σχηματίζεται μπροστά στον μελανό γρανίτη, μια σκάλα ατέρμων από αφρό, που χάνεται μεσ’ στο γαλάζιο επάνω.
Ο καταρράκτης ηδονίζεται στην μεταμόρφωσί του και μεταβάλλεται από ραγδαίο νερό, σε ρεύμα ανέμπορο, που χύνεται πρώτα σε κοίτη στενή χειμάρρου και έπειτα εξελίσσεται και ελίσσεται στην λαγκαδιά και πέρα απ' την κοιλάδα, σε ρεύμα ταχύ που βρέχει παχιές όχθες, και όσο φαρδαίνει γαληνεύει και κρύβει την δύναμί του, σιωπηλά, στην ανοιχτή του άπλα — την όμοια με αυτήν που εκτείνεται από τα τωρινά στα παιδικά μου χρόνια, τότε που γνώρισα και εγώ τον Δούναβι και τα πλατιά ποτάμια. [...]
[...] Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνηπάρχη με μίαν άλλην, μπορεί να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη, χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών.
Οι εικόνες αυτές, μπορούν βεβαίως να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό, που να αποτελή τρόπον τινά ένα θέμα. Όμως, σε αυτό το θέμα, δεν αποκλείεται να παρεισφρύση και κάποιος άλλος ειρμός συσχετίσεως, που εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ξένο ή παράσιτο στοιχείο, ενώ κατά βάθος είναι σχετικό. Κατ' αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκύψη ένα αμάλγαμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων, που να αποτελή μια νέα σύνθεσι, ανάλογη με εκείνη που θα παρουσίαζε μία εικών θεατρικού έργου, εις την οποίαν θα εισήρχετο και θα ελάμβανε μέρος οργανικόν εις την εκτυλισσομένη δράσι, ένα πρόσωπο άλλου θεατρικού έργου, ή ένα άλλως πως ξένο πρόσωπο π.χ. ο Οθέλλος στην σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρος, ή εγώ στη σκηνή του μπαλκονιού, εις τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. Τούτο δεν συμβαίνει συχνά εις την υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίησι ή τέχνη, συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα και στις φαντασιώσεις μας. Και θα συμβαίνη τούτο πάντοτε, όχι προς ζημίαν, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς μέγιστον πλουτισμόν και όφελος της ποιήσεως και των τεχνών, κάθε φορά που ένας ποιητής ή καλλιτέχνης, θα δέχεται να χρησιμοποιήση ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την υπόστασι, όχι μόνο της ποιήσεως μα και της ζωής εν γένει.
[...]
Και ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέη, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει [...], μα και ολόκληρη την ενδοχώρα εις την οποίαν εισεχώρησε και που ένα μικρό της μόνον μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.
Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως.
Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύωνται, θα θρηνούν και θα αγάλλωνται, θα διψούν και θα δροσίζονται, όσοι από μας λέγουν το ναι, και όσοι από μας λέγουν το όχι.
Είπα πάντοτε. Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέη ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμη των πνευμόνων μου:
«Αμούρ! Αμούρ!»
[1939]
[πηγή: Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (1936-1946), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 52004, σ. 9-14, 16-17, 20-22 & 28-29]