Η Ωδή του Χίλντεμπραντ (Hildebrandslied) είναι ένα λυρικό ποίημα συντεθειμένο κατά τον πρώιμο μεσαίωνα σε αρχαία άνω γερμανική, πρόγονο της σύγχρονης γερμανικής γλώσσας. Πραγματεύεται τη στιχομυθία ενός πατέρα με το γιο του, του Χίλντεμπραντ και του Χάντουμπραντ αντίστοιχα, οι οποίοι ετοιμάζονται να μονομαχήσουν χωρίς να γνωρίζουν τη συγγενική σχέση τους.
Η Ωδή αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα της γερμανικής λογοτεχνίας. Έχει διασωθεί έως σήμερα χάρη σε ένα χειρόγραφο του 9ου αιώνα, το οποίο ανακαλύφθηκε στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Κάσελ γύρω στο 1715.
Η αφήγηση
Δύο πολέμαρχοι συναντώνται στο πεδίο της μάχης κι ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Ο γηραιότερος, ο Χίλντεμπραντ ή Χίλντιμπραντ, ζητά να μάθει την καταγωγή του αντιπάλου του. Ο Χάντουμπραντ απαντά ότι δεν έχει γνωρίσει τον πατέρα του, αλλά οι πρεσβύτεροι της φυλής τού έχουν πει ότι είναι κάποιος Χίλντεμπραντ που έφυγε με το Θεοδώριχο για να γλιτώσει την οργή του Οδοάκρου.
Συγκλονισμένος ο Χίλντεμπραντ αναγνωρίζει το γιο του, αλλά δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Προσπαθεί να αποφύγει τη σύγκρουση, αρχικά προτρέποντας το Χάντουμπραντ να μην πολεμήσει εναντίον κάποιου συγγενή του και στη συνέχεια προσφέροντας τα χρυσά περιβραχιόνιά του, τα οποία του είχε δωρίσει ο βασιλιάςτων Ούνων. Στην απάντηση του Χάντουμπραντ έχουμε την κορύφωση της τραγικής ειρωνείας: Κανονικά ο Χάντουμπραντ θα έπρεπε να καταλάβει ότι πρόκειται για τον πατέρα του, αφού σύμφωνα με τους θρύλους οι άντρες του Θευδέριχου είχαν πολεμήσει κάποτε για τον Αττίλα. Αυτός όμως αντιλαμβάνεται τη «συγγένεια» ως φυλετική, ενώ την προσφορά δώρων την θεωρεί απλά τέχνασμα.
Η ιστορία τελειώνει περιγράφοντας τις πρώτες στιγμές της μονομαχίας, με τις ασπίδες των δύο πολεμιστών να συγκρούονται. Εκεί κόβεται απότομα, χωρίς να αποκαλύπτει τη συνέχεια.
Το χειρόγραφο
Η Ωδή του Χίλντεμπραντ καταγράφτηκε λίγο μετά το 830 στην πρώτη και την τελευταία σελίδα ενός λειτουργικού κώδικα από περγαμηνή. Η ανάλυση των γραφικών χαρακτήρων δείχνει ότι οι γραφείς ήταν δύο, εκ των οποίων ο δεύτερος έγραψε μόνο 11 γραμμές. Τα υπόλοιπα φύλλα του κώδικα είναι γραμμένα νωρίτερα, κάπου στις αρχές του 9ου αιώνα, οπότε εκτιμάται ότι έψαχναν κενό χώρο και χρησιμοποίησαν τις μόνες άγραφες σελίδες του. Κάποιοι πιστεύουν ότι υπήρχε και μια τρίτη σελίδα με το τέλος της ιστορίας, η οποία χάθηκε επειδή δεν ήταν βιβλιοδετημένη, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για κάτι τέτοιο.
Οι γραφείς χρησιμοποίησαν την καρολίγγεια μικρογραφία, έναν τύπο γραφής που κυριαρχούσε στους γερμανικούς λαούς κατά την Καρολίγγεια Αναγέννηση. Υπάρχουν όμως και στοιχεία που καταδεικνύουν επιρροή του παλαιότερου ρουνικού αλφαβήτου της αρχαίας αγγλικής.
Το χειρόγραφο της Ωδής και ολόκληρος ο κώδικας ανακαλύφθηκε στο Κάσελ γύρω στο 1715 από το Γιόχαν Γκέοργκ φον Έκερτ - πιθανότατα προέρχεται από τημονή της γειτονικής πόλης Φούλντα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του Κάσελ. Κατά τα τέλη του Β' Παγκοσμίου ο κώδικας κλάπηκε ως λάφυρο πολέμου από κάποιον Αμερικανό αξιωματικό που μετά την επιστροφή του το προώθησε στο κύκλωμα των συλλεκτών. Εντοπίσθηκε το 1955στην Καλιφόρνια και επιστράφηκε στο Κάσελ, χωρίς όμως το πρώτο φύλλο που περιείχε τη μισή Ωδή. Τελικά το κομμένο φύλλο βρέθηκε το 1972 στη Φιλαδέλφεια, έχοντας υποστεί σοβαρή ζημιά από κάποιους που προσπάθησαν να αποκρύψουν την προέλευσή του.
Ανάλυση του κειμένου
Η ανάλυση της Ωδής συναντά πολλά προβλήματα λόγω τόσο των συνθηκών υπό τις οποίες καταγράφτηκε, όσο και της μοναδικότητάς του. Ενώ είναι γενικά αποδεκτό ότι πρόκειται για καταγραφή ενός ποιήματος που κυκλοφορούσε στόμα με στόμα, μοιάζει απίθανο να αποτελεί πιστή απόδοσή του: αντιμεταθέσεις, εμφανή χάσματα και αναιτιολόγητοι πλεονασμοί δείχνουν ότι μάλλον το χειρόγραφο που διαθέτουμε είναι αντίγραφο κάποιου παλαιότερου, και μάλιστα από κάποιους που δεν κατανοούσαν πλήρως τον ποιητικό λόγο. Επίσης αν και το χειρόγραφο δεν έχει κενά, σε κάποια σημεία φαίνεται να μην έχει λογικό ειρμό ή να μην ακολουθεί το μέτρο - αυτό ίσως υποδηλώνει ότι κατά την αντιγραφή παραλείφθηκαν κάποιες λέξεις.
Μορφή
Η Ωδή αποτελείται από 68 γραμμές σε παρηχητικό μέτρο, το οποίο απαντάται στην πρώιμη λογοτεχνία πολλών γερμανικών λαών - π.χ. στο αγγλικό Μπέογουλφ, το σαξονικό Χέλιαντ, τη σκανδιναβική Ποιητική Έντα. Θεωρείται ποίημα, αν και είναι γραμμένη σαν πεζό κείμενο. Οι πρώτοι στίχοι είναι οι εξής:
Ik gihorta ðat seggen
ðat sih urhettun ænon muotin Hiltibrant enti Haðubrant untar heriun tuem sunufatarungo iro saro rihtun garutun se iro guðhamun gurtun sih iro suert ana helidos ubar hringa do sie to dero hiltiu ritun Γλώσσα
Η γλώσσα του ποιήματος αποτελεί κράμα διάφορων διαλέκτων της άνω γερμανικής, όμως περιλαμβάνει κατ' αινιγματικό τρόπο στοιχεία και από σαξονικές.
Κάποιοι πιστεύουν ότι έγινε σκόπιμα είτε όταν διαμορφωνόταν προφορικά το ποίημα ή κατά την πρώτη -άγνωστη- γραπτή απόδοσή του, ώστε να μοιάζει πιο κοντά στην εποχή που διαδραματιζόταν (τέλη 5ου - αρχές 6ου αι.). Η άποψη αυτή ενισχύεται από εμφανή λάθη σε σημεία που χρησιμοποιούνται σαξονικοί τύποι, τα οποία οδηγούν τους μελετητές στο συμπέρασμα πως ο δημιουργός δεν γνώριζε πολύ καλά τη γλώσσα.
Μια ακόμα εκδοχή υποστηρίζει ότι η διάλεκτος του ποιήματος ήταν ενιαία και αποτελούσε κατάλοιπο ενός αρχαιότερου συγκρητικού ποιητικού ιδιώματος.Άλλοι υποστηρίζουν πως η μίξη οφείλεται στην ιδιαιτερότητα της μονής της Φούλντα, όπου μάλλον γράφτηκε το χειρόγραφο. Αυτή βρίσκεται μεν στην Έσση, μια περιοχή που ομιλούσαν άνω γερμανικές διαλέκτους, αλλά οργάνωνε ιεραποστολές κυρίως στη βόρεια Γερμανία, όπου ομιλούσαν σαξονικά. Επομένως δεν θεωρούν απίθανο να υπήρχε γνώση των σαξονικών στο μοναστήρι, ή ακόμα και καλόγεροι που προέρχονταν από το βορρά.
Ιστορική ακρίβεια
Δεν είναι γνωστό εάν οι Χίλντεμπραντ και Χάντουμπραντ υπήρξαν αληθινά πρόσωπα, όμως το περιβάλλον της αφήγησης περιλαμβάνει εν μέρει ιστορικά στοιχεία. Πράγματι, ο βασιλιάς των Οστρογότθων Θεοδώριχος (με τον οποίο είχε φύγει ο Χίλντεμπραντ) είχε πολεμήσει στην Ιταλία εναντίον του Οδοάκρου (488), παρακινημένος από τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ζήνωνα που θεωρούσε τον Οδόακρο σφετεριστή. Μάλιστα το 493 τον δολοφόνησε με ύπουλο τρόπο και ίδρυσε στη χερσόνησο ένα βραχύβιο οστρογοτθικό βασίλειο, το οποίο καταλύθηκε αργότερα από τον Ιουστινιανό.
Από την άλλη, είναι μάλλον αδύνατον κάποιος πολέμαρχος της ορεινής Γερμανίας (Χίλντεμπραντ) να πολέμησε εκείνη την εποχή στο πλευρό του Θεοδώριχου. Πιο πιθανό είναι το εξής: αφού το οστρογοτθικό βασίλειο καταλύθηκε (553), δημιουργήθηκε στην Ιταλία ένα «κενό εξουσίας». Αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι Λογγοβάρδοι εισβάλλοντας στη βόρεια Ιταλία το 568 επικεφαλής ενός στρατού σχεδόν μισού εκατομμυρίου Γερμανών, διώχνοντας τις αδύναμες βυζαντινές φρουρές και εγκαθιδρύοντας το δικό τους Λομβαρδικό Βασίλειο με πρωτεύουσα την Παβία. Μέσω αυτών, διάφορες ιστορίες -πραγματικές ή μυθικές- έφτασαν στη Γερμανία και αποτέλεσαν πρώτη ύλη για νέους μύθους σχετικά με το Θεοδώριχο και τους άντρες του.
Δεν ανταποκρίνεται επίσης στην ιστορική αλήθεια το σημείο που ο Χίλντεμπραντ (ως μέλος του στρατού του Θεοδώριχου) εμφανίζεται ως παλιός συμπολεμιστής του «βασιλιά των Ούνων». Εδώ ο δημιουργός της Ωδής αναπαράγει μια ιστορία πολύ διαδεδομένη μεν ανάμεσα στους Γερμανούς, αλλά χωρίς ιστορική βάση - ο Αττίλας είχε πεθάνει το 453, ένα έτος πριν γεννηθεί ο Θεοδώριχος.
Αναπαραγωγή σε μεταγενέστερους μύθους
Αφού χρησιμοποίησε τους θρύλους για το Θεοδώριχο ως πρώτη ύλη, η Ωδή του Χίλντεμπραντ έγινε με τη σειρά της πρώτη ύλη για μεταγενέστερες αφηγήσεις, οι οποίες μάλιστα επιχείρησαν να δώσουν ένα τέλος στη μάχη του πατέρα με το γιο. Κάποιες από αυτές είναι οι ακόλουθες:
Οι εκδοχές που λήγουν με τη συμφιλίωση των δύο ανδρών, αντανακλούν περισσότερο το ιπποτικό και χριστιανικό πνεύμα της εποχής που γράφτηκαν. Αντίθετα η κατάληξη στο θάνατο ενός απ' τους δύο βρίσκεται εγγύτερα στο ηρωικό ιδεώδες των χρόνων, στους οποίους εκτυλίσσεται η ιστορία.
Ομοιότητες με το Ροστάμ
Ο Χίλντεμπραντ παρουσιάζει εντυπωσιακές αναλογίες με τον Πέρση Ροστάμ, μυθικό ήρωα που οι περιπέτειές του εξιστορούνται στο Βιβλίο των Βασιλέων (λόγια ανθολόγηση αρχαίων περσικών παραδόσεων - αρχές 11ου αιώνα). Ο Ροστάμ σκοτώνει σε μονομαχία το νεαρό Σοχράμπ και ακολούθως αντιλαμβάνεται ότι είναι ο χαμένος γιος του από ένα χρυσό περιβραχιόνιο, που του είχε φορέσει όταν ήταν βρέφος.
Βάσει των αναλογιών ανάμεσα στις δύο ιστορίες, κάποιοι μελετητές κάνουν λόγο για έναν κοινό πρωτο-ινδοευρωπαϊκό μύθο, ο οποίος εν συνεχεία εξελίχθηκε με διάφορες μορφές.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι |
Η ιδέα έρχεται από τη πανάρχαια δραματουργική μήτρα της σύγκρουσης μεταξύ "πατέρα - γιού", όπως και η τραγωδία του Οιδίποδα. Κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος αποκαλύπτεται η αλήθεια, μετά το θάνατο ενός εκ των δύο που παρασύρει και τον άλλο στον αφανισμό. Δεν είχαν ακόμη τότε ανακαλύψει το Happy ent.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και το happy end στον μύθο του Οιδίποδα έρχεται με τον "Οιδίπους επι Κολωνώ" του Σοφοκλή με ένας είδος ανάληψης...