Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Άδωνις - Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού



Ένας θεός αγαπάει το άλγος του 



Στον θεό που σχίζεται
στα βήματά μου -
εγώ ο Μιχιάρ ο καταραμένος,
θυσία υψώνω τους νεκρούς
και λέω την ευχή του πληγωμένου λύκου.

Αλλά οι τάφοι που χασμουριούνται
στα λόγια μου
κλωσσάνε τ' άσματά μου
μ΄έναν θεό που απομακρύνει τις πέτρες από μας
και αγαπάει το άλγος του,
ευλογεί ακόμα και την κόλαση·
λέμε μαζί τις προσευχές
και στης ημέρας το πρόσωπο δίνει ξανά την αθωότητα.



Πηγή: Άδωνις, Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, Μτφ. Μάρκελλος Πιράρ, Εκδόσεις Άγρα.


ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
* Ποιητὲς Ἀνθολογοῦν Ποιητές *




ΝΙΚΟΣ ἘΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)
Ὁ μὸνος νοσταλγός 
Ἀφιερωμένη στὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο εἶναι
ἡ 9η ἐκδήλωση τοῦ Δέκατου Τέταρτου Κύκλου
«Ποίηση: Λόγος καὶ Τέχνη 2015-2016»
ποὺ διοργανώνει τὸ Ἵδρυμα
«Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικῆς Ποίησης”.
Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Χουλιάρας
θὰ παρουσιάσει τὸν ποιητὴ Νίκο Εγγονόπουλοκαὶ θὰ ἀνθολογήσει τὸ ἔργο του.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016
στὶς 8 μ.μ. στὸ σπίτι τοῦ Τάκη Σινόπουλουστὴν ὁδὸ Τάκη Σινόπουλου ἀρ. 22 στὸν Περισσό.



Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

"Γεράκι στο κλουβί" της Ολβίας Παπαηλίου



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*
                                                 notachryssina@gmail.com


Unknown French artist
1907

«Τί θα μπορούσε να γινότανε αλλιώς;», αναρωτιέμαι καμμιά φορά, μέσα στα όνειρα του ανάλαφρου ύπνου. Και κάποιες φορές, κάτι μου φαίνεται πως θα γινότανε ν’ αλλάξει.

Θυμάμαι κάποτε, είχαμε πάει με το θείο μου σε μία ζωοπανήγυρη: είχαμε πάρει μαζί και τον ξάδελφό μου τον Κώστα, ήταν δυο χρόνια από μένα μικρότερος. Και θα πουλούσαμε την κατσίκα τη Μόρφω, νομίζω (και για βοήθεια θαρρώ μ’ είχε πάρει, γιατί καλύτερα είναι δυο χέρια ακόμα). Κι ας ήμουν-δεν ήμουν οχτάχρονο, ήξερα ήδη να δένω τα ζώα μας. Είχαμε πάει με την παλιά του την κούρσα, την είχε φτιαγμένη με πίσω να έχει κλουβάκι: διπλό, μεγαλείο! Και κάτω φορτώθηκε η Μόρφω, στο πάνω κλουβί θα φορτώναμε κότες.

Εκεί, όταν φτάσαμε: κακό, φασαρία, μαλλί της γριάς μοσχομύριζε. Θα παίρναμε αργότερα, είπαμε: κι ο Κωστής καθότανε φρόνιμος, και η Μόρφω (η Μόσχω; δε θυμάμαι ακριβώς...). Ωραία ήταν όλα, φορούσα ενα ψευτοβραχιόλι, μου το ΄χε χαρίσει η γιαγιάκα μου. Μας λέγανε κάποιοι Τουρκόγυφτους, Αλανιάρηδες, Καρεκλάδες. Τα μαλλιά μου τα είχα κοτσίδα, συνήθως μασούσα τις άκρες. Και τα αυτιά μού τα είχαν τρυπήσει, αισθανόμουν ιδιαίτερα όμορφη. Το θείο μου, τον είχα αγάπη. Αυτός, ήταν άνθρωπος άγιος, φαινόταν: είχε τα μάτια του μπλε σαν τη θάλασσα, κι αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο: λέγανε κάποιοι πως είχε τη Χάρη να βλέπει τα αυριομελλούμενα.
Εκεί, στο παζάρι των ζώων – πουλήθηκε η Μόρφω μας άκλαφτη, πήγαν κι οι κότες παρέα της, είχαμε κάνει καλά τις δουλειές μας. Όταν ήταν να φύγουμε ήρθε κάποιος μαζί μας: κι εγώ πια στην κούρσα δε χώραγα, με πήρε στα χέρια του ο θείος μου, με φόρτωσε στο πάνω κλουβί με το άχυρο, μου έδωσε όμως κροσσάτο προσκέφαλο, αν ήθελα λέει να καθήσω καλύτερα. Εκεί είχε αρχίσει το χάλασμα: στο άχυρο έκατσα, με την όμορφη φούστα μου (που ήταν φτιαγμένη από προίκας παλιάς τα υφάσματα, ίσως ένα σεντόνι με κλάρες). Είχε ο θείος μου βρει ένα φίλο παλιό, ένα τύπο περίεργο που είχαν πάει μαζί στο στρατό, αν θυμάμαι. Κι επειδή δεν εβάλαν αυτόν στο κλουβάκι, οργίστηκα. Σταματήσαμε κάπου στα Μέγαρα. Φανταζόμουν παλάτια και σπίτια φτιαγμένα θεόρατα: μας προσκάλεσε σε μια άθλια ταβέρνα, μα είχε αρχίσει ο Κωστής (και εγώ) να πεινάμε. Ήπιαν μπύρες, εμείς λεμονάδες. Ήπιε ο θείος μου κι άλλο, κι ακόμα. Ο Κωστής είχε βγει στην αυλή, για να παίξει. Εγώ φόραγα ωραία παπούτσια (περσινά, της ξαδέρφης της Νίτσας). Ήταν ξώφτερνα, με ένα λουράκι. Είχαν όμως και λίγο τακούνι και δε με βολεύανε. Είχα αρχίσει λοιπόν και βαριόμουνα, εκεί στο τραπέζι κι εγώ καθισμένη. Είχα και λίγο, να πούμε, τα νεύρα μου – γιατί δε μου είχε περάσει ο θυμός που με είχανε βάλει να κάτσω στα άχυρα: στο ταξίδι, κρυβόμουνα πίσω απ΄του θειού το κροσσάτο προσκέφαλο, και κουνούσα τα χέρια μου σαν ακόμα να χόρευα, σαν πουλί που θα πέταγε, σαν κορίτσι, σαν αλαφροΐσκιωτο. Χάζευα το ψευτοβραχιόλι μου, για να μη βλέπω το τί είδε ο κόσμος: μια Τουρκογύφτισσα σ’ ένα κλουβί βαλμένη, για τις κότες.

Ο θείος είχε αρχίσει και έβλεπε γυάλινα, τα μπλε του μάτια μου φαινόντανε σαν κόκκινα, και ύστερα τον πήρε ο ύπνος. Ο άλλος είχε ρίξει λεφτά στο τζουκμπόξ, και πατούσε κουμπιά με τραγούδια: μετά είχε αρχίσει αυτός, να χορεύει. Με ρώτησε τότε αν ήξερα να χορεύω νησιώτικα, τί τραγούδια μου άρεσαν. Με κέρασε ούζο. Μετά είχα βγάλει εγώ τα παπούτσια μου, του έδειξα τί μου είχανε μάθει να κάνω. Καλά τα τακούνια, μα ο χορός θέλει άφεσμα. Η φούστα-σεντόνι ανέμιζε μόνη της.

«Το ξέρεις πως είσαι ωραία;», το ήξερα. «Το ξέρεις ότι είσαστε φτωχοί σαν τους ζητιάνους, και χειρότερα;», (όχι, δεν ήξερα). «Ξέρεις πόσα λεφτά είναι, που μου χρωστάει ο θείος σου; Αν θέλω, φωνάζω νάρθουνε εδώ οι αστυνόμοι». Εγώ, είμαι άφωνη – ο θείος κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, στην καρέκλα. Το ούζο δακρύζει σα σύννεφο μες στο ποτήρι, το πίνω. Θα το ξαναγεμίσει, αργότερα. Αφού μ’ έχει πάει πιο πριν να με πλύνει, στο μέρος. Από κείνη τη μέρα, θυμάμαι: δε μίλαγα πια, ούτε χόρευα. Είχα αρχίσει να πίνω, κρυφά, πριν τον ύπνο. Για χρόνια, θα λέω τη δικιά μου ιστορία αλλιώς: πως είχα περάσει την άδεια επαρχία με κάρο, με άμαξα – εικόνα από αργή ταινία. Η αλήθεια είναι αυτή που σας λέω: αλλά, τί άραγε γινόταν να γινότανε αλλιώς;

Ολβία Παπαηλίου, 2015




 Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσηρ. Κείμενά της έχουν βραβευθεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση ποίησης και λογοτεχνίας από την αγγλική, και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Οδός Πανός» και «Το Δέντρο». Έχει εκδόσει μια ποιητική συλλογή (Μόνιμο Ύδωρ - Ζωντανό Νερό, εκδόσεις Οδός Πανός, 2013). Ο θεατροποιημένος της μονόλογος "Η Χάρριετ πήγαινε όποτε τη φώναζαν" παρουσιάστηκε σε θεατραναλόγιο στην Αθήνα. Γράφει και δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας (σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο). Μέρος αυτής της έρευνας και των διαδραστικών της διαδικασιών παρουσιάζεται στο ιστολόγιό τηςhttps://olviapapailiou.wordpress.com/ (at the corner of Grace and Rapture way, αλχημεία και έκ-σταση). Την ενδιαφέρει η Αλχημεία και η Δυναμική Ονειροπόληση όπως βιώνεται μέσα από την εμπειρία της διαρκούς τεχνοδημιουργίας.



 *Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ




Πατριάρχου Ιωακείμ 8 Θεσσαλονίκη, Τηλ. 2310-220545




Γεωργία Τρούλη

ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΕΝΑ ΟΒΑΛ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ποίηση

Κυκλοφορία: Δεκέμβριος 2015




Το πέμπτο βιβλίο της ποιήτριας - εικαστικού Γεωργίας Τρούλη. 

Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1979. Κατάγεται από την Κρήτη και ζει στην Θεσσαλονίκη.Σπούδασε Νοσηλευτική στην Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας στο Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης και έπειτα σπούδασε Ψυχολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Μετά από μεταπτυχιακές σπουδές στην Ψυχολογία, εισήχθη στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ όπου και αποφοίτησε το 2015. Πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις, λαμβάνει μέρος σε ομαδικές καθώς και σε φεστιβάλ καλλιτεχνών. Έργα της επίσης έχουν κατά καιρούς φιλοτεχνήσει λογοτεχνικά περιοδικά (Εντευκτήριο, Ένεκεν, Θ.Ε.Α.)και βιβλία των εκδόσεων «Σαιξπηρικόν»(εξώφυλλα, βινιέτες κ.α). Από το 2008 δημοσιεύει ποιήματά της σε διάφορα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε ιστοτόπους.Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές ενότητες, τελευταία «Ποίηση σε ένα οβάλ περιβάλλον». Στο τριακοστό τρίτο συμπόσιο ποίησης Πάτρας παρουσιάστηκε το έργο της από τον ποιητή Αλέξανδρο Αραμπατζή.Είναι μέλος του συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων, της της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Κύκλου Ποιητών.

____

[ Δείγμα γραφής ]

(ΚΟΥΑΡΚ ΚΟΥΑΡΚ)

Η κάθε ματαιοδοξία μέσα στην τραγικότητά της
Είναι πολύ αισιόδοξη
Και νιώθεις πως το μόνο
Που έχει συνέχεια
Είναι η ϕράουλα από το κοντόλαιμο κοτσάνι
Η σαύρα από την ουρά της
Ο κομήτης από το δευτερόλεπτο
Η εικόνα από τον τοίχο
Το βαμβάκι από τα σύννεϕα
Η κατσαρίδα από την μεταμόρϕωση
Η ϕυγή από την πραγματικότητα
Η μαϊμού από το έλλογο
Το άλογο από το χαλινάρι
Η κενότητα από το ϕως
Η πατούσα από το Βάρος
Το χαρτί από το Δέντρο
Το μελάνι από την Μοναξιά
Το πιρούνι από την Δημιουργία
Η χαρά από το Τραγικό
Μόνο
Και Αδιάσειστο
Είμαστε όλοι ένα Ον/είδος Μούχλας
Και
Ούτω καθεξής
Η ϕυγή
Επαναλαμβάνεται
Κουάρκ Κουάρκ
Φωνάζουν οι βάτραχοι
Στην Άκρη του
Πάντοτε
***

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΗΧΤΟΥ

Είμαι λεκτικός θρόμβος
Μοιάζω να έχω ραϕτεί στα αγγεία
Κάθε λέξη αϕήνει στα αυτιά μου την αίσθηση του πηχτού
Αποσυντονίζομαι εύκολα
Συμπυκνώνομαι με ταχύτητα
Γίνομαι πίδακας ανενδοίαστα
Προκαλώ εμβολή στους αγαπημένους μου πνεύμονες
Ενίοτε δεν αναπνέω κανονικά αλλά ούτε με θόρυβο
Ψάχνω τότε μια σειρά από σημύδες
Τραχεία – Μεμβράνη και Τένοντα
Δένομαι εύκολα – Λύνομαι δύσκολα
Δεν προκαλώ πήξη του αίματος
Ούτε αϕηγούμαι ροή χωρίς τίμημα
Προκαλώ κορεσμό σε οξυγόνο
Και στον ύπνο παράλυση
Δεν εντοπίζομαι – γίνομαι ο ελάχιστος
Αλλάζω μορϕή σαν βουτηγμένη στο νερό πλαστελίνη
Δεν γίνομαι έμμηνος ρήση αλλά
Θαυμάζω όσους προσϕέρονται
Μία άχαρη νύξη προσπαθεί σε όλο το σώμα
Να με εντοπίσει
Διασπώμαι τότε σε μικρά σϕαιρίδια σημασίας
Οβάλ – ολοστρόγγυλη – ευθεία
Αναδιπλώνομαι σε στοιβάδες ενός γεωλογικού χρόνου
Που δεν έχω την γνώση
Όταν νιώσω την τριχοειδή υποψία
Για δέρμα σύνορο, όριο, εξαγωγή
Γίνομαι λεία στρώση νυχιού
Αποδημία πηχτού
Και
Αγαπώ
Τις νεροτσουλήθρες
***


_ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ

Στην λιακάδα ξεκουράζονται
Τα χθεσινά βροχερά απομεινάρια
Μιας σκέψης
Σαν μακέτα ενός αρχιτέκτονα
Που
Μόλις
Κατάπιε
Μια
Αλυκή Αλίκη
Σε κολλώδη ήβη
Χαϊδεύει
Την
Κοιλιά
Του
Σε
Ένα
Μοντάζ
Αποτυχίας
Που
Διήρκησε
Μήνες
Οχτώ
Και
Συναπτές
Λέξεις
***

(ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ)

Ο ύπνος
Τσουβάλι
Γεμάτο
Λευκό
Αλεύρι
Που
Ρέει
Αργά
Και δεν
Βιάζεται
Να
Τελειώσει
Ήχος
Που
Προσπαθεί
Να
Κάνει
Ησυχία
Ένας ύπνος
Που θύμιζε
Αλεύρι απαλό
Τρέχει
Λίγο
Λίγο
Από
Μια



Μια προσέγγιση στο μυθιστόρημα «Η αγάπη είναι δύναμη»



γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*



(βιβλίο 2ο της τριλογίας «Η Μάχρια της λήθης»)
της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη,

από τις εκδόσεις Λιβάνη

Πάντοτε με ενδιαφέρον αντιμετωπίζω την ικανότητα κάποιων συγγραφέων να απλώνουν τη μυθοπλασία τους μέσα σε πολλές σελίδες, αφηγούμενοι μια πολυπρόσωπη ιστορία που εκτείνεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και λαμβάνει χώρα σε ποικίλους τόπους. Αν και προσωπικά περισσότερο με ελκύουν οι συντομότερες γραφές, δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι μια τέτοια λογοτεχνική δουλειά απαιτεί χρόνο και κόπο -όπως είναι φυσικό- αλλά κυρίως γνώσεις, αν προτίθεται κάποιος να παρουσιάσει μια εικόνα που δεν θα προδώσει την αληθοφάνειά της στην πρώτη ανακρίβεια.
Το εγχείρημα της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη να αφηγηθεί την ιστορία της μέσα σε τρεις τόμους (ήδη κυκλοφορεί ο δεύτερος) είναι εντυπωσιακή. Κυρίως επειδή κατορθώνει ως τώρα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την πλοκή, χωρίς να πλατειάζει καθόλου. Οπωσδήποτε κάτι τέτοιο απαιτεί καλή πένα, πλήρη γνώση του αντικειμένου της (εποχή, γεγονότα, ιστορικές συνθήκες) αλλά και γνώση των τεχνικών γραφής που καθιστούν ένα τόσο εκτενές αφήγημα ξεκούραστο στην ανάγνωση.

Η συγγραφέας για να το πετύχει αυτό έχει επιλέξει την τεχνική των πολλαπλών αφηγήσεων. Τα πρόσωπα της ιστορίας εναλλάσσονται στην παρουσίαση των γεγονότων, μεταφέροντας έτσι την προσωπική τους οπτική χωρίς το φίλτρο του παντογνώστη-αφηγητή (αυτός παρεμβαίνει ελάχιστα, όποτε χρειάζεται η μηδενική του εστίαση), που θα καθιστούσε την εξιστόρηση μονόπλευρη. Κι εδώ κατορθώνει η συγγραφέας να μας παρασύρει με το τέχνασμά της, ώστε να λησμονούμε διαβάζοντας ότι φυσικά ένας είναι ο αφηγητής-συγγραφέας σε κάθε περίπτωση. Το κάθε πρόσωπο χρωματίζει τον λόγο του με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του οπτική, μεταμφιέζοντας έτσι τη μυθοπλασία σε ζωντανή, ρεαλιστική ντοκουμενταρισμένη αφήγηση.

Και είναι απαραίτητο αυτό, νομίζω, προκειμένου να  παρουσιαστεί μπροστά μας αυτή η ιστορία, η οποία αρθρώνεται εισχωρώντας σε τόσο διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον από την άποψη της γλώσσας, της θρησκείας, και της κουλτούρας και η οποία φέρνει αντιμέτωπες εκ διαμέτρου αντίθετες νοοτροπίες.

Η συγγραφέας για να το πετύχει αυτό έχει επιλέξει την τεχνική των πολλαπλών αφηγήσεων. Τα πρόσωπα της ιστορίας εναλλάσσονται στην παρουσίαση των γεγονότων, μεταφέροντας έτσι την προσωπική τους οπτική χωρίς το φίλτρο του παντογνώστη-αφηγητή (αυτός παρεμβαίνει ελάχιστα, όποτε χρειάζεται η μηδενική του εστίαση), που θα καθιστούσε την εξιστόρηση μονόπλευρη. Κι εδώ κατορθώνει η συγγραφέας να μας παρασύρει με το τέχνασμά της, ώστε να λησμονούμε διαβάζοντας ότι φυσικά ένας είναι ο αφηγητής-συγγραφέας σε κάθε περίπτωση. Το κάθε πρόσωπο χρωματίζει τον λόγο του με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του οπτική, μεταμφιέζοντας έτσι τη μυθοπλασία σε ζωντανή, ρεαλιστική ντοκουμενταρισμένη αφήγηση.

Και είναι απαραίτητο αυτό, νομίζω, προκειμένου να  παρουσιαστεί μπροστά μας αυτή η ιστορία, η οποία αρθρώνεται εισχωρώντας σε τόσο διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον από την άποψη της γλώσσας, της θρησκείας, και της κουλτούρας και η οποία φέρνει αντιμέτωπες εκ διαμέτρου αντίθετες νοοτροπίες.
Στον πρώτο τόμο της τριλογίας («Η Μάχρια της λήθης») βρεθήκαμε στην Κρήτη του 1867, εκεί που ξεκινά η ιστορία της Μάχριας, και παρακολουθήσαμε την ξεχωριστή ιστορία της ζωής της μέχρι το 1889. Από την Κρήτη στην Κωνσταντινούπολη, στη Μασσαλία, στο Παρίσι.


Στον δεύτερο τόμο («Η αγάπη είναι δύναμη») η ιστορία εκτυλίσσεται από το 1889 ως το 1893, με τα γεγονότα να διαδραματίζονται ακόμη στη Σαρδηνία και στην Ιαπωνία. Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι η συγγραφέας επιμένει σε ακριβείς λεπτομέρειες που καθιστούν τα μέρη αυτά απολύτως ρεαλιστικά. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως μεταφέρεται μέσα στο σκηνικό του κάθε νέου τόπου χωρίς να προσβάλλεται από ανακρίβειες και υπερβολές. Οι τόποι είναι αληθοφανείς, τα πρόσωπα καθίστανται οικεία, οι ιστορίες τους μας παρασύρουν και μας καθηλώνουν στον κόσμο τους.
Το θέμα που κυριαρχεί στην ιστορία της Μάχριας είναι η αγάπη. Μια αγάπη πληθωρική, απόλυτη στις επιθυμίες της, αφημένη στα πάθη που την κατακλύζουν, ειλικρινής στα αισθήματά της. Και όλα αυτά μέσα σε μια ζωή που καθόλου εύκολη δεν είναι, εκεί στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με προκαταλήψεις, οπισθοδρομικές νοοτροπίες και φανατισμούς να δυσκολεύουν την πορεία των ηρώων, της Μάχριας, της Μπιχριμπάν και του καπετάν Σουκρού, του Ζακ, του Φρανσουά και των υπολοίπων βασικών προσώπων. Να σημειώσω εδώ ότι η πολλαπλή αφήγηση εκτείνεται ακόμη και σε δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας, αποδεικνύοντας έτσι ότι η οπτική μιας υπηρέτριας ή μιας νοσοκόμας, για παράδειγμα, μπορεί να φωτίσει πτυχές των γεγονότων και να ερμηνεύσει συμπεριφορές και αντιδράσεις. Εδώ όλα τα πρόσωπα έχουν τον ρόλο τους, και μάλιστα τον υπερασπίζονται με σθένος.

Δύναμη θα χρειαστεί η Μάχρια («ευφυής, όμορφη και άρρωστη») για να ξεπεράσει τον εθισμό της στο όπιο, δύναμη και ο Ζακ για να επιβιώσει σε ξένο τόπο και θεωρούμενος νεκρός για όλους, ομοίως με δύναμη θα πρέπει να οπλιστεί ο Φρανσουά για να στηρίξει με την αγάπη του τη γυναίκα που αγαπά καταστρέφοντας τα στοιχεία εκείνα που απειλούν να αναιρέσουν την ευτυχία του. Είναι ενδεικτική η φράση που θα πει κάποια στιγμή  ο δρ Γκέρχαρτ
«φαίνεται ωστόσο ότι η ζωή είναι πολύ πιο ισχυρή από τις οδύνες μας».
Αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες θα αποδειχθούν δυνατοί, σε όποιο σημείο της πλοκής θα χρειαστεί η παρουσία τους να γίνει αρωγός του ήρωα μέσα στην προσωπική του τραγωδία.

Η γλώσσα της συγγραφέως είναι πλούσια και ταιριαστή κάθε φορά στο πρόσωπο που μιλά, το οποίο προέρχεται από άλλο πολιτισμικό περιβάλλον (οπότε και η αληθοφάνεια του χαρακτήρα θα πρέπει να συμφωνεί με τον λόγο που εκφέρει) αλλά και ανάλογη των συναισθηματικών καταστάσεων που αυτό βιώνει.

«Λες και ξαφνικά μπήκε απ’ το παράθυρο μια αστραπή κι όλα πήραν καθαρές κι έντονες διαστάσεις. Πρόσεξα την κλωστή που κρεμόταν απ’ το ξηλωμένο στρίφωμα του μανικιού του γιατρού, είδα ένα τριμμένο, φαγωμένο σημείο πάνω στο χαλί, το εμαγιέ λαβομάνο στη γωνία, τη σκόνη στον καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος πάνω απ’ το τζάκι. Λες και ακινητοποιήθηκε ο χρόνος, κι εγώ με τον δρα Γκέρχαρτ, το θείο Σουκρού και τον Φρανσουά ήμασταν μορφές γκρίζες σε μια φωτογραφία, παγωμένες στην αιωνιότητα».

Ακούμε εδώ τη Μάχρια, που μόλις έχει πληροφορηθεί τον χαμό του αγαπημένου της Ζακ. Ξεχώρισα αυτό το απόσπασμα λόγω της απολύτως συγκρατημένης γραφής. Ούτε θρήνος ούτε υπερβολές. Είναι η στιγμή που ο κόσμος σου καταρρέει και τότε η παραμικρή λεπτομέρεια των αντικειμένων γύρω σου -όσο αμελητέα και να είναι η παρουσία τους κάτω από άλλες συνθήκες- είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας για να μη χάσεις την επαφή με την πραγματικότητα.

Με εύστοχες παρεμβολές πληροφοριακού χαρακτήρα καλύπτονται πιθανές απορίες του αναγνώστη, καθόσον θα πρέπει να θυμηθεί πρόσωπα και σχέσεις μεταξύ τους, που είχαν παρουσιαστεί στον πρώτο τόμο. Η συγγραφέας, λοιπόν, μας θυμίζει σημαντικές υφάνσεις της πλοκής, κάνοντας έτσι δυνατή ακόμη και την ανάγνωση του δεύτερου τόμου απευθείας. Αυτό είθισται να γίνεται σε άλλες τριλογίες που η κάθε μία ιστορία διαβάζεται και αυτοτελώς. Εδώ οι ιστορίες δεν είναι αυτοτελείς, οπότε απαιτείται μία υπενθύμιση. Ομοίως πολύ καλή η επιλογή  να παρατεθούν στην αρχή του βιβλίου τα πρόσωπα της ιστορίας, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει κάθε φορά που κάτι του διαφεύγει σ’ αυτό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα.
Μια πολύ αξιέπαινη γραφή, εν κατακλείδι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα στην πλοκή του. Τελειώνοντας τον δεύτερο τόμο της τριλογίας, νιώθεις πως περιμένεις τη συνέχεια. Αυτό νομίζω πως είναι το καλύτερο σχόλιο που μπορεί κανείς να κάνει για το βιβλίο αυτό.

Διώνη Δημητριάδου

-------------------------



Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

«ΚΩΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΛΕΙΔΙΑ» Έλενα Μαρίνου

                                                                     Εγκαίνια: Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016, 20:00
Διάρκεια: 11 Φεβρουαρίου έως και 4 Μαρτίου 2016





Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος φιλοξενεί την πρώτη ατομική έκθεση της εικαστικού  Έλενας Μαρίνου με τίτλο «Κώδικες και κλειδιά», που εγκαινιάζεται την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016, στις 20:00.
Πρόκειται για έναν εικαστικό διάλογο με Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του ’60 και συγκεκριμένα τους Αλέξη Ακριθάκη, Παύλο (Διονυσόπουλο), Βλάση Κανιάρη, Μιχάλη Κατζουράκη, Νίκο Κεσσανλή, Δημήτρη (Μίμη) Κοντό, Παντελή Ξαγοράρη, Κωνσταντίνο Ξενάκη, Δανιήλ (Παναγόπουλο), Ναυσικά Πάστρα και Κώστα Τσόκλη, καθένας από τους οποίους όπως αναφέρει η ίδια η εικαστικός, «πυροδότησε το ύφος και τη μορφολογία των προσωπικών σχολίων της στο έργο τους», ενώ τονίζει ότι «αναζήτησε την υλική και εννοιολογική συνάφεια, αφουγκραζόμενη τα μηνύματα του σημερινού εικαστικού ιδιώματος, χωρίς να κόψει τον ομφάλιο λώρο που την έδεσε μαζί τους». Με κεντρικό άξονα τα QR Codes και τα ασπρόμαυρα τετράγωνα που δημιουργούν άπειρους και μοναδικούς συνδυασμούς και αντιστοιχούν σε προκαθορισμένες, από την ίδια, λέξεις,  επιχειρεί να συστήσει τους καλλιτέχνες και το έργο τους στους θεατές, οδηγώντας τους να κάνουν τη δική τους «σύγχρονη» ανάγνωση και ερμηνεία.
Παρουσιάζονται 11 έργα μικτής τεχνικής και ένα βίντεο της Έλενας Μαρίνου και παράλληλα εκτίθενται έργα των πολύ σημαντικών προαναφερθέντων καλλιτεχνών της γενιάς του ’60.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα έργα των εικαστικών της γενιάς του ΄60 θα εκτίθενται δίπλα στο αντίστοιχο έργο της Έλενας Μαρίνου ώστε να πραγματοποιείται εικαστικός διάλογος και να είναι άμεσα εμφανής η επιρροή και το σκεπτικό που ακολούθησε η ίδια.
Ο κατάλογος της έκθεσης θα παρουσιαστεί στο κοινό σε εκδήλωση που θα γίνει κατά την διάρκεια της έκθεσης, προκειμένου να περιέχει φωτογραφίες από τα έργα τοποθετημένα στον χώρο της αίθουσας τέχνης.

Όπως αναφέρει ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης, «…η έκθεση- πρόταση της Έλενας Μαρίνου η οποία συνομιλεί άμεσα με τους εικαστικούς της προγόνους και τα έργα τους, δημιουργώντας έτσι ένα καινούριο έργο, προϊόν μαθητείας αλλά και έμπνευσης, έρευνας αλλά και αναστοχασμού. Τίποτε πιο παρήγορο! Μία καλλιτέχνις του σήμερα που αναγνωρίζει ότι η γενιά του ’60 συγκροτεί ένα σώμα ιστορίας εκπροσωπώντας διεθνώς τον ελληνικό μοντερνισμό και που προσεγγίζει τη δημιουργία αυτής της γενιάς και αυτής της εποχής, όχι φολκλορικά ή επετειακά, δηλαδή μυθοποιητικά, αλλά με μια αυστηρή μέθοδο εργασίας. Τόσο για να συμπορευθεί όσο και να διαφοροποιηθεί. Κυρίως για να κατανοήσει. Αντιμετωπίζοντας τη τέχνη όχι ως συναισθηματικό παραλήρημα αλλά ως διαδικασία μεθόδου, μαθητείας και ένδον προβολής. Το ξαναλέμε: Κοιτώντας κανείς πίσω βλέπει καλύτερα μπροστά…
τα έργα της Έλενας Μαρίνου αποτελούν γοητευτικά υβρίδια που σχολιάζουν με τα όπλα του μοντερνισμού το σημερινό καθεστώς του μεταμοντέρνου. Προσωπικό της ύφος είναι η απάρνηση του προσωπικού ύφους, δηλαδή του
ego του καλλιτέχνη, προς όφελος, τόσο της ιστορίας όσο και της συλλογικής μας μνήμης η οποία πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς παραμορφωτικούς φακούς.  Τα έργα είναι έξυπνα επειδή δεν είναι εξυπνακίστικα και είναι ευαίσθητα επειδή δεν υποκρίνονται καμία αυθεντία.  Η έκθεση γενικότερα, με τον διττό της χαρακτήρα, έτσι καθώς τα έργα της «μαθήτριας» τίθενται δίπλα στις συνθέσεις των «δασκάλων», είναι ταυτόχρονα παιδαγωγική και διασκεδαστική. Και μάλιστα με την αρχαία σημασία της λέξης «διασκέδαση», ενώ προσθέτει ότι η καλλιτέχνις «προχωρά άμεσα σε μια συμφιλιωτική χειρονομία προς το παρελθόν της νεοελληνικής τέχνης, ενώ έμμεσα καταγγέλλει τη βλακώδη διαμάχη που σοβεί για δέκα δεκαετίες ανάμεσα στους (θεωρούμενους ως) κριτικούς και τους (θεωρούμενους ως) καλλιτέχνες», φορώντας «την τήβεννο του θεωρητικού, όχι για να κρύψει αλλά, αντιθέτως, για να αποκαλύψει τη λερωμένη αλλά λαμπερή ποδιά του καλλιτέχνη…».
Η Έλενα Μαρίνου σπούδασε Γραφιστική και Διακόσμηση εσωτερικών χώρων στην Α.Τ.Ε.Σ. (Αθηναικό Τεχνολογικό Επιμορφωτικό Σπουδαστήριο) κατά τα έτη 1990-1993. Από το 1992 έως το 2007 δούλεψε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην διαφήμιση.
Το 2009, εισήχθη στη σχολή Καλών Τεχνών στο τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από το οποίο και αποφοίτησε με άριστα το 2014, από το εργαστήριο του Ι. Φωκά. Το 2015 εισήχθη στο Ελληνογαλλικό Μεταπτυχιακό πρόγραμμα της ΑΣΚΤ  “Τέχνη, Εικονική πραγματικότητα και πολυχρηστικά συστήματα καλλιτεχνικής έκφρασης”.
Από το 2011, έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Αγγλία καθώς και τη Σερβία. Τον Φεβρουάριο του 2016 πραγματοποιεί την πρώτη της ατομική έκθεση. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.


Την βραδιά των εγκαινίων θα συνοδέψουν τα εξαιρετικά κρασιά από το κτήμα Εύχαρις. Χορηγοί επικοινωνίας είναι: culture now ,
global view
και το art22.


Έλενα Μαρίνου - Κοιτώντας πίσω βλέπεις καλύτερα μπροστά


Η τέχνη είναι τρέλα χωρίς αρρώστια.
Γιώργος Λάππας

Αν υπάρχει ένα έλλειμμα και μάλιστα ένα έλλειμμα πολύ σοβαρό στη σύγχρονη ελληνική δημιουργία , αυτό σχετίζεται με την ανυπαρξία της ιστορικής μνήμης και της συνείδησης της συνέχειας παρότι αυτή η συνέχεια παντού και πάντα διέπει και οργανώνει τα καλλιτεχνικά φαινόμενα. Ίσως αυτό να οφείλεται στον πτωχοπροδρομισμό ή στον αρχοντοχωριατισμό που στιγματίζει την μικρή ιστορία της εγχώριας τέχνης μας. Δηλαδή, ότι θα θέλαμε να είμαστε κέντρο και γι’ αυτό δεν συμβιβαζόμαστε με την ιδέα της περιφέρειας. Με άλλα λόγια, διαπιστώνεται στα δρώμενα της τέχνης ένας ιδιότυπος αυτισμός ο οποίος εγκλωβίζει τον καλλιτέχνη αποκλειστικά στο έργο του, εμποδίζοντάς τον να κοιτάξει γύρω του και λίγο προς τα πίσω, μήπως και μπορέσει να δει, καθαρότερα και μονιμότερα, εμπρός. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, π.χ. στην προβληματική παιδεία που παρέχεται εν γένει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στις Σχολές Καλών Τεχνών (η τέχνη, δηλαδή η αυτοέκφραση, είναι πάντοτε το πιο οχληρό και γι’ αυτό το πιο δύσκολο «μάθημα»). Όπως επίσης είναι εγγενές χαρακτηριστικό κάθε γενιάς να στηρίζει την ύπαρξή της στην πατροκτονία των τυπικών αλλά και των ουσιαστικών δασκάλων της. Δηλαδή υπάρχουμε επειδή διαγράφουμε τους προηγούμενους. Κάτι τέτοιο, αυτός ο αισθητικός κανιβαλισμός, συχνά αποτελεί modus vivendi για τους καλλιτέχνες, τουλάχιστον για τους πιο ανασφαλείς από αυτούς.
Προσωπικά μιλώντας, ξεκίνησα την καριέρα μου τη δεκαετία του ’80 παρατηρώντας και μελετώντας το πώς η γενιά του ’60 απομυθοποιούσε τη γενιά του ’30 και ιδιαίτερα τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Σπύρο Βασιλείου. Έπρεπε να γνωρίσω τον Βλάση Κανιάρη, μαθητή και συνεργάτη του Τσαρούχη αλλά και του Μόραλη, για να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι η ελληνικότητα της γενιάς του ’30 δεν ήταν κατ’ ανάγκην αντίθετη με τον διεθνισμό της γενιάς του ’60. Πρόσφατα, ο Δημήτρης Αληθεινός, -ο οποίος μαζί με τον αδόκητα χαμένο Γιώργο Λάππα, το Νίκο Μπάικα, την Διοχάντη, τον Νίκο Αλεξίου, τον Γιώργο Ξένο και τον Άγγελο Παπαδημητρίου συγκροτεί την dream team της γενιάς μου-, οργάνωσε ως επιμελητής μια σειρά εκθέσεων σε έναν μικρό χώρο στην οδό Μηλιώνη, το «Οπλοστάσιο Τέχνης», μόνο και μόνο για να θυμίσει στους νεότερους μερικούς πολύ σημαντικούς προγόνους, άδικα λησμονημένους, όπως π.χ. ο Γιώργος Τούγιας, ο Βασίλης Σκυλάκος και η Φούλα Σακέλλη.
Για όλους αυτούς τους λόγους, αποτέλεσε για μένα μία πολύ ευχάριστη έκπληξη η έκθεση- πρόταση της Έλενας Μαρίνου η οποία συνομιλεί άμεσα με τους εικαστικούς της προγόνους και τα έργα τους, δημιουργώντας έτσι ένα καινούριο έργο, προϊόν μαθητείας αλλά και έμπνευσης, έρευνας αλλά και αναστοχασμού. Τίποτε πιο παρήγορο! Μία καλλιτέχνις του σήμερα που αναγνωρίζει ότι η γενιά του ’60 συγκροτεί ένα σώμα ιστορίας εκπροσωπώντας διεθνώς τον ελληνικό μοντερνισμό και που προσεγγίζει τη δημιουργία αυτής της γενιάς και αυτής της εποχής, όχι φολκλορικά ή επετειακά, δηλαδή μυθοποιητικά, αλλά με μια αυστηρή μέθοδο εργασίας. Τόσο για να συμπορευθεί όσο και να διαφοροποιηθεί. Κυρίως για να κατανοήσει. Αντιμετωπίζοντας τη τέχνη όχι ως συναισθηματικό παραλήρημα αλλά ως διαδικασία μεθόδου, μαθητείας και ένδον προβολής. Το ξαναλέμε: Κοιτώντας κανείς πίσω βλέπει καλύτερα μπροστά.
Πιο συγκεκριμένα τα έργα της Έλενας Μαρίνου αποτελούν γοητευτικά υβρίδια που σχολιάζουν με τα όπλα του μοντερνισμού το σημερινό καθεστώς του μεταμοντέρνου. Προσωπικό της ύφος είναι η απάρνηση του προσωπικού ύφους, δηλαδή του ego του καλλιτέχνη, προς όφελος τόσο της ιστορίας όσο και της συλλογικής μας μνήμης η οποία πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Τα έργα της είναι έξυπνα επειδή δεν είναι εξυπνακίστικα και είναι ευαίσθητα επειδή δεν υποκρίνονται καμία αυθεντία. Η έκθεση γενικότερα με τον διττό της χαρακτήρα, έτσι καθώς τα έργα της «μαθήτριας» τίθενται δίπλα στις συνθέσεις των «δασκάλων», είναι ταυτόχρονα παιδαγωγική και διασκεδαστική. Και μάλιστα με την αρχαία σημασία της λέξης «διασκέδαση». Διασκορπίζοντας φόβους και ανασφάλειες. Επαναξιοποιώντας παλαιότερους αλλά όχι γερασμένους κώδικες, αρχαία αλλά όχι άχρηστα κλειδιά.
Έχουμε με την παρούσα έκθεση υλοποιημένο ένα μικρό μουσείο- γέφυρα με τη γενιά του ’60, αυτήν ακριβώς την κρίσιμη στιγμή της κρίσης τόσο του τόπου όσο και των μουσείων τα οποία όφειλε ο τόπος να δημιουργήσει αλλά ως αυτήν τη στιγμή αδυνατεί να πραγματοποιήσει. Η Έλενα Μαρίνου με την ενότητα των έργων «Κώδικες και κλειδιά», προχωρά άμεσα σε μια συμφιλιωτική χειρονομία προς το παρελθόν της νεοελληνικής τέχνης, ενώ έμμεσα καταγγέλλει τη βλακώδη διαμάχη που σοβεί για δεκαετίες ανάμεσα στους (θεωρούμενους ως) κριτικούς και τους (θεωρούμενους ως) καλλιτέχνες. Όσοι επωμίζονται το βάρος της θεωρίας, καταγγέλλονται από την αντίπερα όχθη των σημαιοφόρων της καλλιτεχνικής πράξης, του αυθορμητισμού, του συναισθήματος κλπ. ως εγκεφαλικοί και απροσδιόνυσοι. Αυτό το θέατρο που θέλει τους θεωρητικούς και τους κριτικούς τέχνης a priori εχθρούς των καλλιτεχνών και του ταλέντου που μόνο αυτοί, σχεδόν μεταφυσικά, διαθέτουν, είναι και ξεπερασμένο και παλαιομοδίτικο.
Αντίθετα, η Έλενα Μαρίνου, έχοντας μελετήσει το δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ «Ο κριτικός ως καλλιτέχνης», φοράει την τήβεννο του θεωρητικού, όχι για να κρύψει αλλά, αντιθέτως, για να αποκαλύψει τη λερωμένη και, παρ’ όλα αυτά, λαμπερή ποδιά του καλλιτέχνη. Και πράττει άριστα.
Μάνος Στεφανίδης

26/ 1/ 2016








Διάρκεια Έκθεσης: 11 Φεβρουαρίου έως 4 Μαρτίου2016
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 11:00 – 14:30  & 17:30 – 20:30
Τετάρτη, Σάββατο: 11:00 – 16:00
Κυριακή, Δευτέρα: Ανοικτά κατόπιν τηλεφωνικού ραντεβού


Αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος
Λεμπέση 4 & Μακρυγιάννη, Αθήνα | metro Ακρόπολη
Τηλέφωνο 211 182 38 18