Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Σπύρος Γιανναράς – "Ζωή Χαρισάμενη"



Οι λογικότατοι τρελοί
Όσο πιο πολύ μοιάζουν οι μέρες μεταξύ τους τόσο πιο αμυδρές και οι εντυπώσεις που αφήνουν στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια της ψυχής μας  (σ. 25)
Οι χαρακτήρες της Χαρισάμενης Ζωής προσπαθούν να ζήσουν εν μέσω κωμικοτραγικών δράσεων, υπαρξιστικών παρωδιών και φιλοσοφημένων ακροτήτων, πάντα σε απόλυτα ρεαλιστικά πλαίσια. Κάθε ιστορία εδώ είναι και μια τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (για να θυμηθούμε την φερώνυμη κινηματογραφική οπτική) αρκεί να παραδεχτούμε πως ετούτοι εδώ δεν είναι γελοιωδέστεροι από εμάς τους ίδιους. Σ’ ετούτον τον σύγχρονο ρεαλισμό το παράλογο και το γκροτέσκο δεν αποτελούν διεσπαρμένες ειδολογικές εξαιρέσεις αλλά αναπόσπαστα στοιχεία του: οι «αληθινά» σύγχρονοι ρεαλιστικοί χαρακτήρες δεν μπορούν παρά να παραλογίζονται και να παραφρονούν. Κι όλα αυτά επειδή επιθυμούν την απόδοση δικαιοσύνης, την επιβολή στους άλλους αν όχι ως επίθεση σίγουρα ως άμυνα, την εκδίκηση για μύριες ταπεινώσεις, την ψυχική απολύτρωση.

Η ακριβοδίκαιη τιμωρία τυπικών απεχθών νεοελληνικών χαρακτήρων αποτελεί την κινητήρια δύναμη δυο αφηγητών. Ο ένας τούς μετατρέπει σε άλογα ζώα χωρίς συνείδηση, καθώς διαπιστώνει πως τα πεπερασμένα ανθρώπινα καλούπια αντιστοιχούν σε μια πολυποίκιλη πανίδα με πληθώρα επιλογών («Άνθρωποι και κτήνη»). Η πλήρης μεταμορφωτική του μανία φαίνεται να τον διασκεδάζει, από την αυθόρμητη επιλογή του θύματος ως την αναζήτηση της κατάλληλης αντιστοιχίας. Η λίστα των υποψηφίων προς απανθρωποποίηση είναι ατέλειωτη κι είναι ζήτημα χρόνου να φτάσει στους πολιτικούς. Αλλά εκεί χωλαίνει η ζωοπλαστική του παιδιά: οι πολιτικοί, ενίοτε «ολωσδιόλου ζωντόβολα και πραγματικά ανδράποδα», είναι εκ φύσεως αδύνατο να επαναμεταμορφωθούν σε ζώα. Αλλά και το τελολογικό αντίκρισμα μοιάζει μετέωρο: ποιος αποφάσισε πως η αποκτήνωση αποτελεί εξ ορισμού ευτελισμό και απαξίωση; Αν τα ζώα έχουν κερδίσει την ευτυχία με μοναδικό τίμημα ότι δεν το συνειδητοποιούν;


Ο έτερος τιμωρός, ο υπό αποκλειστική προθεσμία αυτόχειραςΑνδρέας Τιτθόν («Βίος και πολιτεία του …») βιώνει ως εφιάλτη κάθε ανθρώπινο συγχρωτισμό στην καθημερινή Αθήνα. Η ανθρωπότητα είναι μια ανεπιθύμητη αποικία σκαθαριών και κάθε αδιάκριτος, επιδειξιομανής, αγενής ή φασαριόζος ένοικός της τίθεται αυτόματα υποψήφιος στην λίστα των σειριακών του φόνων. Σε ποιο σημείο καταλήγει μια τέτοια δραστηριότητα; «Πιο δύσκολο πράγμα από το να στοιχίσεις σε μια γραμμή βάζοντας επικεφαλής τον πιο απεχθή και κατόπιν βαθμηδόν να παρατάξεις όσους μισείς, βδελύσσεσαι ή απλώς αντιπαθείς τα μούτρα τους, δεν υπάρχει. Ιδίως όταν γνωρίζεις πως έχεις τη δύναμη να εκτελέσεις την όποια επιθυμία σου, όταν ο φόνος φαντάζει τόσο εύκολος και θελκτικός όσο το άναμμα του τσιγάρου. Γιατί όταν νιώθεις πως έχεις δυνητικά εξουσία ζωής και θανάτου επί των πάντων, δυσκολεύεσαι να εξαιρέσεις οποιονδήποτε». (σ. 78)

Συχνά στον ίδιο χαρακτήρα ενυπάρχει ο μηδενιστής κι ο ηδονιστής  – μπαίνω εδώ στον πειρασμό να συμμετάσχω στο απολαυστικό λεξιπλαστικό παιχνίδι του συγγραφέα και να τον χαρακτηρίσω μηδονιστή – όπως ο  «οιηματίας» που σαν ευσυνείδητος λογιστής εγγράφει σε διαδικτυακό ημερολόγιο τις παντοειδείς ερωτικές κατακτήσεις του απολαμβάνοντας μέχρι κορεσμού την ανερυθρίαστη ελευθεριότητα του λαμπρού μέσου όπου εκτίθεται σε κοινή θέα κάθε ερωτική επιδεξιοσύνη, ενός σύμπαντος όπου «σύνευνοι κι όμευνοι, σύζυγοι κι εραστές αφήνουν την κοινή κλίνη για την μπλογκόσφαιρα» («To τεφτέρι και το μαχαίρι»). Ο «επισκέπτης» που αναγνωρίζει το συσπασμένο πρόσωπο της γυναίκας του δίπλα στον σαρκοχαρή εραστή αποκρούει την ιδέα της εκδίκησης ως στερητική της ελευθερίας και δοκιμάζει με τα ίδια όπλα. Αλλά η αναζήτηση του ποθεινού σώματος αποβαίνει μάταιη: άλλοτε η τριβή των ανέραστων κορμιών του προκαλεί αναλίγωμα, άλλοτε οι διανυκτερεύουσες παρτενέρ κρίνονται ανάξιες. Σε κάθε περίπτωση κάτω από την κοινή άβυσσο χαίνει μια νέα. Ποιες επιλογές τους απομένουν; Η μεταστροφή στην αναπόληση της μιας και αυθεντικής αγάπης; Η εξαφάνιση και ενσωμάτωση στο ανθρώπινο και διαδικτυακό πλήθος; Τι μένει στον ιερέα που φαντασιώνεται την πανηγυρική του αγιοποίηση αλλά βιώνει την υπ’ ευθύνη του φωτοστεφή ματαίωσή της («Ζωή χαρισάμενη»);
«Ο Δημητράκης» έχει ριχτεί σε μια διαρκή αναζήτηση του κερδισμένου χρόνου. Ολόκληρη η ζωή του υπήρξε κατευθυνόμενη από έναν μητρικό προγραμματισμό που επένδυσε κάθε δευτερόλεπτο στο σχεδιασμό ενός επιτυχημένου μέλλοντος. Άσκοπο διάβασμα, χαμένος χρόνος, πολύωρες αθλοπαιδιές ο Δημητράκης δεν χάρηκε ούτε στον ύπνο του, παραφορτωμένος με πάσης φύσεως εκλεκτά εδέσματα και λούσα, αμέτοχος στην ίδια του τη ζωή. Μόνο που με τέτοιες κεκτημένες ταχύτητες είναι αδύνατο να μην αποκτηθεί η αίσθηση μιας σιδηροτροχιάς που επιταχύνει προς ένα τέρμα. Και μια παρατιμονιά στη διαδρομή θα τον στρέψει στην παλίνδρομη, κυριολεκτική επιστροφή στην παιδική ηλικία, στον μοναδικό τόπο όπου όλα είναι άγραφα κι ανέφελα.
Ύστερα από τόσα άλγη και μανίες η αναγνωστική λύτρωση έρχεται «Γύρω από το τραπέζι» που κυκλώνεται «όπως τα δέντρα ευήλιο μικρό αλσύλλιο» από την οικογένεια και αποτελεί για τον αναθυμώμενο αφηγητή πεδίο ιχνογραφίας, μνημόνιο σχολικών εργασιών, τράπεζα μελετών, δοκιμαστήριο μαγειρικών – ζαχαροπλαστικών πειραματισμών. Παρά το βίαιο σπάσιμο του κύκλου (που σαν καθισμένος χορός έκλεινε την παυσίλυπη οικογενειακή θαλπωρή) από την αναπόφευκτη απομάκρυνση των μελών αλλά και τον «φρεναπάτη» θεΐσκο που ενοικεί στο πλαστικά τηλεοπτικά και ψηφιακά κουτιά, παραμένει η ενθύμηση πως μια αρχετυπική συναισθηματική κοινότητα κάποτε όντως υπήρξε.
Σε παλαιότερη διαδικτυακή μας συζήτηση ο συγγραφέας (επι)κοινώνησε τις ποικιλότροπες, ενίοτε δύσβατες αναγνώσεις του (από Καμύ, Αιμέ, Σίνγκερ, Μάλαμουντ και Αρανίτση μέχρι σειρά ελασσόνων πλην σημαντικών κειμένων της λογοτεχνίας). Ο διαχωρισμός ανάγνωσης και συγγραφής είναι βέβαια δεδομένος, όμως είναι αδύνατο να μην σκεφτεί κανείς πως η πληθωρική αυτή σκευή τον προμηθεύει, αν και όποτε παραστεί ανάγκη, με ποικίλες ενδεχόμενες εναλλακτικές φαρέτρες ιδεών περί γραφής. Σε κάθε περίπτωση ετούτοι οι λελογισμένοι παράφρονες αποτελούν καφκικές, ντοστογεφσκικές και καμυ-ικές αλλά απόλυτα νεοελληνικές εκδοχές μιας εγχώριας πινακοθήκης όχι ηλιθίων αλλά πανέξυπνων ανθρώπων που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, «γλίστρησαν».
Εκδ. Πόλις, 2011, σ. 158.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 27, φθινόπωρο 2011. Εικονιζόμενο έργο: John Reilly – The healing of the lunatic boy.

Ο ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ




Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

"Ζωή σε δυο πράξεις" από τις ανέκδοτες "Κυριακές του Μπαμπά" της Ελένης Γκίκα





                   επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου


Toller Cranston "The Wishing Bouquet"



Ζωή σε δυο πράξεις


Νόρα με λένε…

Θυμάμαι όταν φτιάξαμε τη τζαμαρία ήτανε σα να μπήκε όλη η γειτονιά στο σπίτι. Ο μπάρμπα-Χρήστος ο μπακάλης πρώτα-πρώτα, για τον οποίο δεν μπορώ να πω και ότι μου έλειψε, ειδικά τις απόκριες. Κάθε πρωί τον έβλεπα μ’ άλλο καπέλο στη μόστρα. Στην αρχή, εκείνο της μάγισσας. Δεν με θυμάμαι παρ’ εκτός όπως η μάνα με περιγράφει: «θέλω μάγισσα!» Την άλλη μέρα ήθελα καουμπόης ή πιερότος. Την παράλληλα εκείνο που το φυσούσες και πεταγόταν σαν την κεραία του Μπίλυ της Μάγιας Μέλισσας. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν με έβλεπε κανείς όσο κι αν τα φορούσα.
Στηνόμουνα με τις ώρες τα πρώτα χρόνια στο μοναδικό παράθυρο ανεβασμένη στη μηχανή της μαμάς περιμένοντας. Φορώντας άλλοτε σάλι, φακιόλι, καπέλο, μάσκα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς περιμένοντας όλο και κάποιος να περάσει. Το στοίχημα ήταν για πόσο θα τον κέρδιζα. Ένα λεπτό; Δυο; Πέντε; κι αν του έπιανα την κουβέντα μπορεί και δέκα. Του μίλαγα ή μάλλον του έγνεφα, έκανα σχέδια, παντομίμες, έπαιζα ρόλους που κατά βάση αγνοούσε. Προσπαθούσε να μου μιλήσει, χειροκροτούσε ή χαμογέλαγε.
Με το που κάναμε την τζαμαρία τα πράγματα άλλαξαν. Αντί να βγω εγώ έξω μπήκαν εκείνοι μέσα: η μουγκή που τον πρώτο καιρό με τρόμαζε, αλλά μετά την συνήθισα, έμαθα ως και να ακούω και να την περιμένω κάθε πρωί στις δέκα για να ψωνίσει. Η θεία Κούλα που έτσι ή αλλιώς την λάτρευα. Μου έβαφε με μανό τα νύχια, ή τέλος πάντων αυτά τα υπόλοιπα «κοίτα πως τα ‘κανες!» Μεγάλωσα αρκετά μέχρι να μάθω ότι ακρωτηριασμός τελικά είναι το να τρως τα νύχια. Τον θείο τον Μίμη πρώτα τον άκουγα. Με τη σφυρίχτρα του και με τα γέλια του, με τα τραγούδια στον Νότη που θα τον κάνει αεροπόρο, χρυσοχόος έγινε, κανένας στη γειτονιά μας δεν έγινε εκείνο που προσδοκούσε. Ακόμα κι ο Στάμος ο κουτάλας που προς στιγμή φάνηκε ότι τα κατάφερε- ακολούθησε ένα τσίρκο της Αναλήψεως, «πήρα το πανηγύρι από πίσω» όπως μου είπε- κι αυτός γύρισε, τώρα έχει ένα μικρό ψιλικατζίδικο κι είναι αυλή- σπίτι.
Από τη γειτονιά, κατά συνέπεια κι από τη τζαμαρία μας, ελάχιστοι χάθηκαν. Λες κι είχε μέλι ή κατάρα άντε να άλλαξαν δρόμο, η Τασία, ο Κώτσος, η Ρούλα, η Αγγελικούλα ακόμα κι ο Λάκης της Σίτσας, έφυγε κι αυτός αλλά ξαναγύρισε. Το παιδί στη γωνία που θα τον έκοβε ένα φορτηγό κι ούτε κανείς θα τον έβλεπε έτσι όπως είχε κλειστεί στο χαρτόκουτο, κι αυτός επέστρεψε. Τον βλέπω στη μάντρα απέναντι από τότε που πέθανε η μάνα του. Η μάνα μου χαίρεται. «Ζούμε στην πιο όμορφη γειτονιά, στο κέντρο του κόσμου» μου λέει και διαβάζει πατερικά κείμενα τώρα που τα χέρια κουράστηκαν και δεν πλέκει πια. Θυμάμαι το βιβλίο εκείνης της Οζακίν της Τουρκάλας «Θα πρέπει να γεράσω εδώ;» για χρόνια το στόλιζα. Πίστευα ότι είχε όμορφο εξώφυλλο, ούτε που το θυμάμαι, αλλά τώρα που το ‘χασα το κατάλαβα.
Εδώ θα γεράσω.
Απ’ την καρέκλα μου άλλωστε βλέπω την πιο όμορφη άνοιξη. Την βουκαμβίλια που έχει απλώσει στην πόρτα, την εύθραυστη αγγελική που ξεκλάρωσε και το αναρριχώμενο, «σατανικό φυτό, θα μας ρίξει τους τοίχους», βλέπω ακόμα και τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, ροζ, μοβ, κίτρινες, κόκκινες, κι ό,τι ξεράθηκε, τον πατέρα μου να έρχεται Σαββατόβραδο φορτωμένος σοκολάτες και λουκουμάκια κι εκείνον τον τύπο, ντι-τι-τι τον φωνάζαμε. Κι ήταν σα να προανήγγειλε καλοκαίρι αφού υποσχόταν ότι θα σκότωνε τα κουνούπια.
Οι πιο όμορφες ώρες της τζαμαρίας ήταν όταν σκοτείνιαζε. Σπάνια ανάβανε φώτα. Ο δρόμος και το μπακάλικο απέναντι ήταν το θέατρο. Έβγαιναν τα παιδιά στο δρόμο αλλά συνήθως δεν μ’ άφηνες. Καθόμουν τότε για να μη με βλέπουν κατάχαμα. Να διαβάζω έτσι σκοτάδι δεν υπήρχε περίπτωση. Έκλεινα τότε τα μάτια και μόνο τους άκουγα. Τότε θαρρώ και με το νου μου πρωτάρχισα να γράφω. Έμενα όσο με άφηνες. Το υπέροχο, όμως, ήταν ότι η ιστορία που είχα αρχίσει, νύχτα και μέρα συνεχιζόταν…
Με λένε Νόρα, έλεγα, το «Κουκλόσπιτο» ακόμα το αγνοούσα. Νόρα από το θέατρο Νο, το Νόρα, πάντως σαν όνομα δεν ήταν της μόδας, το σίγουρο ήταν ότι το δικό μου, όμως, τόσο πολύ το μισούσα. Όπως κι αυτή τη μυγούλα στο τζάμι. Μυγούλα αισθανόμουνα. Είμαι μια σιωπηλή μύγα, της έλεγα και την παρακολουθούσα. Ώσπου κάποια στιγμή όταν άνοιξα την πόρτα βγήκε και χάθηκε. Ούτε τόλμησα.
Σκέφτηκα, τουλάχιστον μπορώ από δω να τα βλέπω και ν’ ανοιγοκλείνω άμα θέλω την πόρτα.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015    



Κι έτσι ξαφνικά, όταν θα μπαίνει η άνοιξη….

Κοντομάνικα φορούσε κάθε Πρωταπριλιά. Βρέχει- χιονίσει και την κορόϊδευαν. Μόλις άρχιζαν τα σχολεία φορούσε μποτάκια μαζί με την καινούργια ποδιά. Θ’ ανάψουν τα πόδια σου ντάλα τρύγο της φώναζε αλλά εκείνη βιαζόταν. Λαχταρούσε κι ας ήταν και καλοκαίρι σαν εποχή την επόμενη.
Η αγαπημένη της ήταν η άνοιξη. Για τις φρέζες, τα αναρριχώμενα τριαντάφυλλα, τ’ ασπρισμένα πεζούλια και για τις πασχαλιές. Για το χώμα που μύριζε αλλιώς, και φυσικά για τα κοντομάνικα.
«Για τις βόλτες το κάνεις», το ήξερε. Κυκλοφορούσε άλλωστε κι αυτό το ανέκδοτο πώς κοίταζε με λαχτάρα μέσ’ στο κατακαλόκαιρο το λευκό γούνινο βαφτιστικό της παλτό. «Και τώα; Το πατόν;» ρωτούσε με κάτι μάτια σαν πιάτα πριν απ’ τη βόλτα κρεμασμένα από την κρεμάστρα κι αυτά κι όλοι τους γέλαγαν.
Η άνοιξη πηδούσε πάντα απ’ τον κήπο κι ήταν κόκκινα βελουδένια τριαντάφυλλα εκατόφυλλα. Ποτέ της δεν το καλοκατάλαβε αν πρώτα χάθηκαν τα χρώματα ή πρώτα τ’ αρώματα. Η διαπίστωση έφτασε αργά όταν ο κήπος πρασίνισε, χρώμα ούτε για δείγμα, μοναδική παρηγοριά το ότι χάθηκαν απ’ όλες τις μάντρες οι αναρριχώμενες. Τώρα κάτι τριανταφυλλίτσες καχεκτικές ούτε που μύριζαν. Κι όσο για τα γαρίφαλα, ισχνά με πέντε όλο κι όλο φυλλαράκια και σκισμένο τον κάλυκα. Πού και πού όταν συναντούσε αυλές χωμάτινες έκανε ανάσταση. Μύριζε γιασεμί και νυχτολούλουδο κι άνοιγε αυτόματα μια ζωή καλειδοσκόπιο. Πατώ και κρυφτό και φωνές, τα κεράκια στα δέντρα. Φιόγκος και κόκκινο βελούδο «όμως, ζεσταίνομαι».
Ξαπλωμένη κοιτάζει τον ήλιο πια μέσα απ’ το τζάμι. Στην απέναντι μάντρα ένα λαθραίο μισό, να της θυμίζει του μπαμπά της τη σύγχυση: «ποιοι είστε εσείς ε; και ξεράνατε τη λεμονιά και γκρεμίσατε τη μάντρα;» ούτε το λαθραίο τελείωσε, ούτε τη μάντρα τη χτίσανε. Κι ο μπαμπάς πέθανε. Πες το «πέθανε!»
Όμως και πάλι θα βάλει το κοντομάνικο και θα αναζητήσει φρέζες κι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές στο καινούργιο του σπίτι. Κι ύστερα, να, έτσι να κλείσει τα μάτια και χάθηκε η συννεφιά και το παράνομο. Όλα ανθίζουν σαν πρώτα αφού κάποτε άνθισαν.
Όσο θα βλέπει τον ήλιο όλα θα είναι εκεί και γράφοντας θα ζεσταίνετε. Σήμερα ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη ό,τι υπήρξε θα το κάνει να ξαναϋπάρξει. Μέχρι να βρει τον τρόπο για να υπάρξει στα σίγουρα.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015


[από τις ανέκδοτες «Κυριακές του μπαμπά»]


Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 31 βιβλία της. Ανάμεσά τους Δι” εσόπτρου εν αινίγματι, Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια, Το αίνιγμα του άλλου, Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου, Υγρός χρόνος, Εν αταξίαις εύτακτοι όντες, Πλήθος είμαι, Οι κούκλες δεν κλαίνε και Η αιώνια επιστροφή. Με το μυθιστόρημα Η γυναίκα της βορινής κουζίνας,  Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, τα παραμύθια Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας και Η ζωγραφιά που ταξιδεύει ξεκινά τη συνεργασία της με τις εκδόσεις «Καλέντη». Από τις εκδόσεις «Καλέντη» θα κυκλοφορήσουν, επίσης, το μυθιστόρημα «Λίλιθ», η ποιητική συλλογή «Άδεια Δωμάτια» και το παραμύθι «Η κοιλάδα με τα μυστικά».




Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου



Από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες όλων εποχών, τόσο για τον αριθμό των σκαφών που ενεπλάκησαν, όσο και για την τακτική που εφαρμόστηκε. Έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου 1571 στην ευρύτερη περιοχή της Ναυπάκτου (τότε Λέπαντο), με αντιπάλους τα χριστιανικά κράτη της Δύσης και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έληξε την ίδια μέρα, με θριαμβευτική επικράτηση των Δυτικών.
Η κυριαρχία των Οθωμανών στη Μεσόγειο μετά και την κατάκτηση της Κύπρου (1571) τροφοδότησε τις επεκτατικές τους διαθέσεις προς δυσμάς. Τα χριστιανικά κράτη αφυπνίστηκαν, παραμέρισαν για λίγο τις διαφορές τους και με πρωτοβουλία του Πάπα Πίου Ε' συγκρότησαν στις 25 Μαΐου 1571 τον «Ιερό Αντιτουρκικό Συνασπισμό (Sacra Liga Antiturca). Τον αποτελούσαν η Ισπανία, η Βενετία, η Γένουα, το Παπικό Κράτος, η Σαβοΐα, η Μάλτα και άλλες μικρότερες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου. Αποφασίστηκε η συγκρότηση στόλου και η αποστολή του στην ανατολική Μεσόγειο.
H ναυτική δύναμη, με επικεφαλής τον νεαρό ισπανό πρίγκηπα Δον Χουάν της Αυστρίας, συγκεντρώθηκε στη Μεσίνα της Σικελίας και με τις ευλογίες του Πάπα απέπλευσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1571. Δέκα μέρες αργότερα, ο στόλος έφθασαν στην Κεφαλλονιά, όπου πραγματοποίησε τις τελευταίες του προετοιμασίες, ενόψει της αναμέτρησής του με τον Οθωμανικό, που ναυλοχούσε στη Ναύπακτο.
Ο συμμαχικός στόλος αριθμούσε 210 γαλέρες, 30 φρεγάτες, 24 μεταφορικά πλοία και άλλα μικρότερα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα των πλοίων έφθαναν τους 38.000 άνδρες, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Έλληνες από τα νησιά του Ιονίου και την Κρήτη. Πλούσιοι Έλληνες είχαν εξοπλίσει πλοία και βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της επιχείρησης, όπως ο κερκυραίος Στυλιανός Χαλικιόπουλος, ο ζακυνθινός Μαρίνος Σιγούρος και ο κρητικός Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου).
Ο Οθωμανικός στόλος με επικεφαλής τον Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασά είχε 210 γαλέρες και 50 άλλα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα έφθαναν τους 47.000 άνδρες, από τους οποίους 15.000 ήταν Έλληνες βίαια στρατολογημένοι. Υπολειπόταν σε δύναμη πυρός και ηθικό, καθώς τα πληρώματα μάχονταν για πολύ καιρό και ήταν εξουθενωμένα. Η τουρκική αρμάδα ήταν αποκλειστικά κωπήλατη, ενώ ο συμμαχικός στόλος διέθετε και ιστιοφόρα πλοία, που ήταν το νέο στοιχείο της ναυτικής μάχης.

Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στις εκβολές του Αχελώου ποταμού, κοντά στα νησάκια Εχινάδες, στις 7 Οκτωβρίου 1571, αλλά έμεινε στην ιστορία ως Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Από το πρωί έως αργά το απόγευμα η σύγκρουση διεξαγόταν με τρομερή ένταση. Ο αγώνας σε ορισμένες φάσεις μεταφέρθηκε από κατάστρωμα σε κατάστρωμα και γινόταν σώμα με σώμα.
Ο χριστιανικός στόλος με αρτιότερο οπλισμό και καλύτερη τακτική νίκησε κατά κράτος τον αντίπαλό του, που ήταν σχεδόν αήττητος μέχρι τότε. Με τα λόγια του συγγραφέα του «Δον Κιχώτη» Μιγκέλ ντε Θερβάντες, που πήρε μέρος στη ναυμαχία κι έχασε το αριστερό του χέρι: «Ήταν η πιο μεγαλόπρεπη στιγμή που γνώρισαν οι περασμένοι ή τούτοι οι σημερινοί καιροί, ή που θα δούνε οι μελλούμενοι».
Η Οθωμανική πλευρά κατόρθωσε να διασώσει μόλις 50 πλοία, ενώ οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό ανήλθαν σε 20.000 νεκρούς, ανάμεσά τους ο Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασάς, ο αιγύπτιος αρχηγός Μεχμέτ Σιρόκο και 160 μπέηδες. Οι σύμμαχοι έχασαν 8.000 άνδρες, μεταξύ αυτών και ο βενετός ναύαρχος Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, και μόλις 20 γαλέρες. Βαρύς ήταν και ο φόρος που πλήρωσε το ελληνικό στοιχείο. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι το 30-40% των νεκρών πρέπει να ήταν Έλληνες, αν υπολογίσουμε τη σύνθεση των πληρωμάτων και των δύο πλευρών. Πάντως, αρκετοί Έλληνες που είχαν στρατολογηθεί δια της βίας από τους Οθωμανούς, απέκτησαν την ελευθερία τους.
Η νίκη των συμμάχων χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό στη Δύση. Μεγάλοι ζωγράφοι της εποχής, όπως ο Τιντορέτο, ο Τιτσιάνο και ο Βερονέζε, απαθανάτισαν με έργα τους σκηνές της ναυμαχίας, ενώ ο Ελ Γκρέκο φιλοτέχνησε το πορτρέτο του μεγάλου νικητή, Δον Χουάν της Αυστρίας.
Η συντριβή των Οθωμανών μπορεί να ανέκοψε την επεκτατική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς την Ευρώπη, δεν έφερε όμως τα επιθυμητά αποτελέσματα για τα χριστιανικά κράτη της Δύσης. Ο διακαής τους πόθος για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης δεν πραγματοποιήθηκε, εξαιτίας των μεταξύ τους ανταγωνισμών, που επέτρεψε στον σουλτάνο να διατηρήσει την κυριαρχία του στη Μεσόγειο για πολύ καιρό ακόμη.
Για τους υπόδουλους Έλληνες η νίκη των συμμάχων ήταν μια χαραμάδα ελπίδας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Επαναστάτησαν πολλές περιοχές (Μάνη, Πάτρα, Αίγιο, Γαλαξίδι, Πάργα, Ηγουμενίτσα, Βόνιτσα, Άνδρος, Πάρος, Νάξος), αλλά χωρίς αποτέλεσμα.



ΑΝΩΝΥΜΟΣ "O Ρωσσαγγλογάλλος"



Το κείμενο του Ρωσσαγγλογάλλου είναι ανώνυμη σάτιρα με κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις, η οποία χρονολογείται γύρω στα 1812. Έχει διαλογική μορφή και απεικονίζει τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Το απόσπασμα που ακολουθεί περιλαμβάνει τους 37 πρώτους στίχους. Σε αυτό ο πλασματικός Ρωσσαγγλογάλλος, ένα μείγμα δηλαδή τριών ξένων περιηγητών, συνομιλεί υποκριτικά με ένα πρόσωπο που ονομάζεται Φιλέλληνας, από τον οποίο ζητά να μάθει την αιτία για την άθλια κατάσταση της πατρίδας του.






5




10




15




20




25



30



35
ΟΛΟΙ
Ειπέ μας, ω φιλέλληνα, πώς φέρτε* την σκλαβίαν
και την απαρηγόρητον των Τούρκων τυραννίαν;
Πώς τες ξυλιές και υβρισμούς και σιδηροδεσμίαν*,
παίδων, παρθένων, γυναικών ανήκουστον φθορίαν*;
Πώς δε τον καθημερινόν των συγγενών σας φόνον,
τον άδικον, αναίτιον και χωρίς τινα πόνον;
Δεν είσθ' εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων,
των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων;
Και πώς εκείνοι απέθνησκον διά την ελευθερίαν,
και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν;
Και ποίον γένος, ως εσείς, εστάθη φωτισμένον
εις την σοφίαν, δύναμιν, κι εις όλα ξακουσμένον;
Πώς νυν εκαταστήσατε την λάμπουσαν Ελλάδα!
Βαβαί! ως ένα σκέλεθρον*, ως σκοτεινήν παστάδα*!
Oμίλει, φίλτατε Γραικέ, ειπέ μας την αιτίαν·
μη κρύψης τίποτες ημών, λύε την απορίαν.
O ΦΙΛΕΛΛΗΝ
Ρωσσαγγλογάλλοι,
Ελλάς, και όχι άλλη,
ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη.
Νυν δε αθλία
και αναξία,
επειδή άρχει η αμαθία.
Όσ' ημπορούσι
να την ξυπνούσι,
τούτ' εις το χείρον* την οδηγούσι.
Αυτή στενάζει,
τα τέκνα κράζει,
στο να προκόπτουν όλα προστάζει.
Και τότ' ελπίζει
ότι κερδίζει·
εκείν' οπού 'χει νυν την φλογίζει.
Μα τις τολμήσει
μ' αληθή κλίσι*
σ' ελευθερίαν να την κινήση;
Όστις τολμήση
να την ξυπνήση
πάγει στον Άδη* χωρίς τινα κρίσιν*.
Ανώνυμος, Ο Ρωσσαγγλογάλλος, Πορεία

*φέρτε: υποφέρετε *σιδηροδεσμία: αιχμαλωσία, σκλαβιά *ανήκουστος φθορία: μεγάλη σκληρότητα και πολλές καταστροφές, που δύσκολα μπορεί ακόμα και να τις ακούσει κανείς *σκέλεθρον: σκελετός *παστάδα: νυφικό κρεβάτι (αλληγορικά) *το χείρον: το χειρότερο *κλίσις: πρόθεση *πάγει στον Άδη: θανατώνεται *κρίσις: δίκη

Και εδώ 

Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και το «ανατολικό ζήτημα»


Με δυο λέξεις, «ανατολικό ζήτημα» σημαίνει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για την τύχη των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και το μέλημά τους να φύγουν οι Τούρκοι από την Ευρώπη. Με αυτή την έννοια, το «ανατολικό ζήτημα» είναι στην ουσία του «βαλκανικό ζήτημα». Και αντικατοπτρίζει την προαιώνια υποκρισία των Ευρωπαίων, καθώς ο κοινός πόθος να φύγουν οι Τούρκοι από τα Βαλκάνια απλά συνόδευε την κρυφή επιθυμία του καθένα, να αρπάξει τα εδάφη αυτά για λογαριασμό του. Κι αυτή η ανειλικρινής πολιτική είναι που επέτρεψε στην Τουρκία να κατέχει ακόμα και σήμερα ευρωπαϊκά εδάφη και να έχει μετατραπεί στον χαϊδεμένο ταραχοποιό της περιοχής. Επειδή, κάθε φορά που κάποιοι πλησίαζαν να επιτύχουν την έξωση των Τούρκων από τα Βαλκάνια, έβρισκαν απέναντί τους απειλητικούς τους άλλους της παρέας.
Το πρώτο βήμα για την οικοδόμηση του προβλήματος ήταν η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), όχι μόνον επειδή έδωσε στους Ευρωπαίους το δικαίωμα της «διαμεσολάβησης» σε καιρό πολέμου, αλλά και διότι περιελάμβανε και τον όρο της απαλλαγής των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από κάθε φορολογία που βάραινε μόνον αυτούς.
Ήταν η πρώτη συνθήκη που μεριμνούσε για υπόδουλους των Οθωμανών. Η δεύτερη και κυριότερη ήταν η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που κατέστησε τη Ρωσία προστάτη των χριστιανών υπηκόων της Τουρκίας. Γι’ αυτό, η τυπική αρχή του «ανατολικού ζητήματος» τοποθετείται στη χρονιά αυτή. Βέβαια, στα επόμενα 150 χρόνια, οι υπόδουλοι λαοί ανέλαβαν να λύσουν μόνοι τους το πρόβλημα και να διώξουν τους Τούρκους από σχεδόν ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Και μάλιστα, το κατόρθωσαν πετυχαίνοντας ταυτόχρονα να μην έχουν άλλους διαδόχους δυνάστες πάνω από το κεφάλι τους. Κι αυτό δεν τους το συγχώρησαν ούτε οι Ρώσοι ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Αγγλογάλλοι. Και, φυσικά, ούτε οι Τούρκοι.
Έτσι κι αλλιώς, στις αρχές του ΙΗ’ αιώνα, οι πληθυσμοί των βαλκανικών περιοχών, όσοι τουλάχιστον ασχολούνταν, παρέμεναν αγρότες, δε διέφεραν μεταξύ τους, εκτός από το ότι πολλοί Έλληνες γεωργοί και κτηνοτρόφοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Όμως, ένας σημαντικός τομέας οικονομικής δραστηριότητας είχε περάσει σε ελληνικά χέρια: Το εμπόριο. Ολόκληρη η εμπορική κίνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βρισκόταν σε χέρια είτε αλλοδαπών είτε Ελλήνων, ενώ, από τον ΙΗ’ αιώνα, άρχισε να αναπτύσσεται και το ελληνικό εμπορικό ναυτικό, εξοπλισμένο να αντιμετωπίζει τους πειρατές και με την άνεση κινήσεων, που του έδινε η κάθε φορά σημαία ελεύθερης ναυσιπλοΐας.
Έτσι, πλάι στα στρατιωτικά σώματα των αρματολών και κλεφτών, οι Έλληνες έχτιζαν χωρίς να το ξέρουν και το πολεμικό τους ναυτικό. Στα τέλη του αιώνα, η γαλλική επανάσταση και ο ναυτικός αποκλεισμός της Γαλλίας έδωσαν στους Έλληνες ναυτικούς τη δυνατότητα καθημερινής άσκησης στους ελιγμούς σε συνθήκες ναυμαχίας, καθώς η διάσπαση των γραμμών του αγγλικού στόλου τους προσπόριζε πλούτη και τον σεβασμό των Γάλλων. Ο κατοπινός ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης στα ανοιχτά της Μασσαλίας πήρε τα μαθήματα, που θα του επέτρεπαν να διασπά τις τουρκοαιγυπτιακές γραμμές και να τροφοδοτεί το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Η ταυτόχρονη άνοδος της Ρωσίας πρόσφερε στους Έλληνες έναν ακόμα χώρο ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους.
Ο Γεώργιος Παπάζογλης ή Παπαζώλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1725. Στα 1766 ήταν λοχαγός του ρωσικού στρατού. Η Μεγάλη Αικατερίνη γεννήθηκε το 1729. Στα 1763 είχε απαλλαγεί από σύζυγο κι αναστολές και είχε γίνει τσαρίνα της Ρωσίας. Στα 1766, έστειλε τον λοχαγό της Γεώργιο Παπάζογλη να προετοιμάσει το έδαφος στην Ελλάδα.
Ο σουλτάνος Μουσταφά Γ’ (1757 - 1773) είχε συμπληρώσει έντεκα ειρηνικά χρόνια διακυβέρνησης, όταν το 1768 κάποιοι Πολωνοί κυνηγημένοι από τον ρωσικό στρατό πέρασαν τα σύνορά του. Οι Ρώσοι τους ακολούθησαν μέσα στο τουρκικό έδαφος, τους έφτασαν και τους έσφαξαν αλλά ξέχασαν να επιστρέψουν. Ο Μουσταφά δεν είχε λόγο να ενοχληθεί ιδιαίτερα από το συμβάν. Πολύ ευγενικά, ζήτησε από τον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη να αποχωρήσει ο ρωσικός στρατός. Μόνον όταν δεν πήρε απάντηση κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε.
Ο πόλεμος κηρύχτηκε τον Οκτώβριο του 1768 στα χαρτιά. Οι εχθροπραξίες άρχισαν την επόμενη άνοιξη, ενώ ο ρωσικός στόλος με επικεφαλής τους Ορλόφ ξεκίνησε από τη Βαλτική, βγήκε στον Ατλαντικό, πέρασε στη Μεσόγειο κι έφτασε, το 1770, στο Αιγαίο. Οι επαναστατημένοι Έλληνες είδαν να βγαίνουν από τα πλοία τετρακόσιοι όλοι κι όλοι Ρώσοι, κάμποσοι Μαυροβούνιοι και λίγοι Κροάτες. Ο στόλος κινήθηκε να βρει τους Τούρκους που τους καταναυμάχησε στο Τσεσμέ, ενώ στη στεριά το τουρκικό λεπίδι θέριζε. Ο ρωσικός στρατός ήταν μακριά. Το 1772 πέρασε τον Δούναβη. Το 1773 απωθήθηκε πίσω αλλ’ η Ρωσία είχε ήδη κερδίσει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Την ίδια χρονιά, σουλτάνος έγινε ο Αμπντούλ Χαμίτ Α’ (1773 - 1789). Ήταν 48 χρόνων και μόλις είχε βγει από τη φυλακή, όπου τον είχαν στείλει όταν έκλεισε τα πέντε. Στις 9 Ιουλίου του 1774, υπέγραφε τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ένα χωριό που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία.
Η συνθήκη αυτή έβαλε τη σφραγίδα στην τυπική έναρξη της διαδικασίας για την επίλυση του «ανατολικού ζητήματος», καθώς όριζε πως οι παραδουνάβιες ηγεμονίες γίνονταν αυτόνομες κάτω από τη ρωσική προστασία, η χριστιανική θρησκεία ανακηρυσσόταν προστατευόμενη στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η Ρωσία αναδεικνυόταν προστάτισσα των υπόδουλων χριστιανών. Πέντε χρόνια αργότερα (1779), μια συμπληρωματική παράγραφος προέβλεπε ελευθερία ναυσιπλοΐας για τα πλοία που έφεραν ρωσική σημαία.

(Έθνος, 8.7.1999) (τελευταία επεξεργασία, 15.3.2009)

Ο Φίλιππος Ηλιού και η μεγάλη απάτη με τα λεγόμενα Ορθόδοξα Συγχωροχάρτια




1. Πρόλογος

Πριν από 5 χρόνια περίπου, δώσαμε κάποιες απαντήσεις στους ισχυρισμούς του ιστορικού Φίλιππου Ηλιού σχετικά με τη σημασία που είχαν τα λεγόμενα «Ορθόδοξα Συγχωροχάρτια» επί Τουρκοκρατίας. Στην Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια, το Ορθόδοξο Wiki, υπάρχει διαθέσιμη η προσπάθειά μας να δοθούν τεκμηριωμένα διευκρινήσεις για το φαινόμενο αυτό στην Ανατολή και τη σημασία του.

Ο λόγος για τον οποίο επανερχόμαστε με το παρόν κείμενο, είναι ένα άρθρο του Μ.Δ. Μιχαηλάρη που διαβάσαμε πρόσφατα, όταν αναρτήθηκαν ψηφιοποιημένοι τέσσερις τόμοι του περιοδικού «Ερανιστής» στο πλαίσιο σχετικού έργου του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. Το συγκεκριμένο άρθρο του κ.Μιχαηλάρη έχει τίτλο «Μια ‘’Μετριότης’’ του 1567», έχει γραφτεί το 2005, και περιλαμβάνεται στον 25ο τόμο του «Ερανιστή», σελίδες 51-59 (βλ. στο διαδίκτυο ΕΔΩ[επίσκεψη 6/5/2012]).

Το συγκεκριμένο άρθρο δεν προσθέτει κάτι στα όσα διατύπωσε ο Φ. Ηλιού για τη σημασία των συγχωρητικών αυτών (που ονομάζονται και «μετριότητες» επειδή το κείμενο τους ξεκινούσε συνήθως με τη φράση «Η μετριότης ημών»), αλλά προσφέρει, όπως λέει και ο υπότιτλος του, μια «συμβολή στη μελέτη των χειρόγραφων συγχωροχαρτιών».

Αυτό που κυρίως μας ξένισε, ήταν η επιμονή του κ. Μιχαηλάρη να θεωρεί ότι ο Φίλιππος Ηλιού έδωσε τη σωστή διάσταση στη σημασία των χαρτιών αυτών:

«Το επίπεδο των γνώσεών μας για τα έγγραφα αυτά, τη μορφή τους (χειρόγραφη και έντυπη), τη χρήση και τη σημασία τους βρίσκεται σήμερα σε πολύ υψηλό σημείο μετά την εξαιρετική μελέτη του Φίλιππου Ηλιού, ο οποίος ανασυγκρότησε και αποκατέστησε στις λεπτομέρειές της μια πραγματικότητα του συστήματος της Ανατολικής Εκκλησίας, που συνδέεται άμεσα με δογματικές αρχές»[1].

Και αλλού:

«Η όλη διαδικασία ... έχει σχέση με τη βαθιά θρησκευτικότητα του ενδιαφερομένου, ο οποίος στη λογική του ου ζήσεται άνθρωπος και ουχ αμαρτήσει, επιζητεί την εξασφάλιση της συγχώρησης των αμαρτιών του με την έκδοση και ενός συγχωρητικού»[2].

Επειδή λοιπόν πιστεύουμε ότι σε ένα μεγάλο βαθμό, τα συμπεράσματα του Φίλιππου Ηλιού στο ζήτημα της χρήσης και της σημασίας των συγχωρητικών ήταν αυθαίρετα και απαράδεκτα, επανερχόμαστε ώστε με το κείμενο αυτό να προβάλουμε με έμφαση τα προβλήματα τεκμηρίωσης που περιέχει η έρευνα του. Οφείλουμε άλλωστε να γνωρίζουμε ότι ο Φ. Ηλιού ήταν συγγραφέας «‘’διαφωτιστικής’’ ιδεολογικής κατεύθυνσης»[3] και η αντικληρική του τάση ήταν δύσκολο να κρυφτεί, πόσω μάλλον όταν στη συγκεκριμένη μελέτη εξύβριζε την Εκκλησία ως «τροφό» της «λαϊκής δεισιδαιμονίας»[4]!



2. Γενικά για τη μελέτη του Φίλιππου Ηλιού και τις αντιφάσεις των ισχυρισμών του

Η μελέτη αυτή του Φίλιππου Ηλιού με τον τίτλο «Συγχωροχάρτια», δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στο περιοδικό «Τα Ιστορικά» (το Α΄ Μέρος στο τεύχος 1 του 1983 και το Β΄ Μέρος στο τεύχος 3 του 1985).

Αν είμαστε για κάτι βέβαιοι, αυτό είναι ότι την μελέτη για τα συγχωρητικά, έκτασης 92 σελίδων συνολικά, δεν την διαβάσαμε απλώς, αλλά την εξετάσαμε σπιθαμή προς σπιθαμή στην κάθε της λεπτομέρεια, δεκάδες φορές. Και ο λόγος είναι απλός: σκεφτόμασταν διαρκώς, πώς είναι δυνατόν, η Ορθοδοξία να έχει τόσο μακρά παράδοση στην πολεμική της ενάντια στα παπικά συγχωροχάρτια, και εντούτοις να έρχεται από το πουθενά κάποιος και να μας λέει ότι η Εκκλησία είχε τα ίδια ακριβώς συγχωροχάρτια με τον… Πάπα! Και αντί να γίνει «σεισμός» στην Ανατολή από τη χρήση τέτοιων εντύπων, βλέπουμε τη βιβλιογραφία να αγνοεί εντελώς το γεγονός, βλέπουμε τους εκκλησιαστικούς ηγέτες ανενόχλητοι να τα εκδίδουν, κατηγορώντας όμως ταυτόχρονα τη Δύση για τα συγχωροχάρτια της(!), και βλέπουμε να μην έχει καταλάβει κανένας την ακραία «αιρετική» χρήση τους, εκτός βέβαια από τον Φίλιππο Ηλιού! Ο οποίος, γράφει το εξής για τα χαρτιά αυτά:

«Η ίδια η ύπαρξή τους [ήταν], εχέγγυο, για όποιον τα αποκτούσε, μιας βέβαιης θέσης στον χριστιανικό παράδεισο - μέγιστο και ύστατο όραμα των πιστών»[5]. Και μάλιστα, προσθέτει, «η απόκτηση συγχωροχαρτιού δεν προϋποθέτει την (υποχρεωτική) εξομολόγηση του πιστού»[6]!

Δηλαδή ο Φ. Ηλιού μας μιλάει για πλήρη διαστρέβλωση της Ορθόδοξης Σωτηριολογίας και εξασφαλισμένο Παράδεισο για κάθε άνθρωπο, χωρίς Μυστήρια, χωρίς άσκηση αρετών, χωρίς Μετάνοια, αλλά μόνο με λεφτά και ένα χαρτί στα χέρια! Μα είναι δυνατόν να δίδαξε και να εφάρμοσε η Εκκλησία κάτι τέτοιο στην Τουρκοκρατία και να μην το ήξερε κανείς, παρά μόνο ο Φίλιππος Ηλιού; Διότι, όταν γράφονται τέτοια ακραία συμπεράσματα, θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικό τρόπο, και όχι να δημιουργούν περισσότερες απορίες από όσες υποτίθεται, λύνουν.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την επισήμανση των αντιφάσεων, με το εξής:

Ο γνωστός ιστορικός μας λέει πως «η νομιμότητά τους [των συγχωροχαρτιών] επικυρώθηκε, με τον πιο επίσημο τρόπο, από την ορθόδοξη σύνοδο του 1727». Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν πολύ περίεργο, διότι ο μέγας ιεραπόστολος της εποχής εκείνης, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), όχι μόνο δεν γνωρίζει τίποτε τέτοιο αλλά επιπλέον, για τη Σωτηρία των πιστών έλεγε ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που ισχυρίστηκε ο Ηλιού:

«Να ευσπλαγχνισθή ο Κύριος και […] να σας αξιώση να πηγαίνετε εξωμολογημένοι, κοινωνημένοι και διωρθωμένοι να κατοικήσετε εις τον Παράδεισον[7] […] Αν θέλης να σε συγχωρέση και εσένα ο Θεός, συγχώρησε και εσύ τον αδελφόν[8] […] Να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους συγχωράτε με όλην σας την καρδίαν εις ό,τι και αν σας έφταιξαν,διά να σας συγχωρήση και εσάς ο Θεός[9] […] Ανίσως και δεν επιστρέψης το άδικον οπίσω, να κλαύσης, να παρακάλεσης να σε συγχωρέσουν εκείνοι οπού τους αδίκησες. Όλοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, ιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχώρεση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποιος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρέση; Εκείνος όπου τον αδίκησες»[10].

Περίεργα πράγματα αλήθεια…

Ενώ ο Φίλιππος Ηλιού είναι βέβαιος πως ο Παράδεισος στην Τουρκοκρατία πωλείται έναντι χρημάτων και χωρίς εξομολόγηση, ο Κοσμάς ο Αιτωλός στην ίδια χρονική περίοδο, διδάσκει τον λαό με βάση την αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας, ότι δηλαδή, η συγχώρεση των αμαρτιών είναι ζήτημα εξομολογήσεως, μετανοίας και αγάπης προς τον πλησίον. Και ενώ ο Ηλιού υποστηρίζει πως οι Πατριάρχες πρόσφεραν τον Παράδεισο στους πιστούς έναντι χρημάτων, «παραδόξως», οι Πατριάρχες Σεραφείμ Β΄, Σαμουήλ και Σωφρόνιος Β΄, αλλά και πλήθος αρχιερέων, προέτρεψαν τον Κοσμά τον Αιτωλό στο ιεραποστολικό έργο του και του πρόσφεραν όχι μόνο «την άδειαν του κηρύγματος» αλλά και «υποστήριξιν»[11]!

Και ρωτάμε: πώς είναι δυνατόν, ο Ηλιού να ισχυρίζεται ότι το Πατριαρχείο δημιούργησε τα χαρτιά αυτά για να βγάλει λεφτά πουλώντας τον Παράδεισο, κι εμείς να βλέπουμε ότι αντί να σταλεί σε περιοδεία προς τον λαό κάποιος που θα προωθήσει τα συγχωροχάρτια, να στέλνεται από το Πατριαρχείο ο Κοσμάς ο Αιτωλός για να διδάξει τα ακριβώς αντίθετα!

Και βέβαια, οι αντιφάσεις του Ηλιού δεν σταματάνε εδώ.

Ο γνωστός ιστορικός, στη μελέτη του, παραθέτει έγγραφο συγχωρητικό του Χρύσανθου Νοταρά και σημειώνει:

«Ο Χρύσανθος πατριάρχευσε στα Ιεροσόλυμα στα χρόνια 1707-1731. Είναι πολύ πιθανό ότι στη διάρκεια της πατριαρχίας του έγιναν περισσότερες από μία εκτυπώσεις συγχωροχαρτιών στο όνομά του»[12].

Άρα, σύμφωνα με τις πομπώδεις και ειρωνικές εκφράσεις του Φ. Ηλιού, ο Χρύσανθος ήταν ένας ακόμα Πατριάρχης που πρόσφερε, υποτίθεται, τη «βεβαιότητα μιας θέσης στον παράδεισο του Κυρίου» στους πιστούς «που ζούσαν με την αγωνία της μέλλουσας ζωής και τον τρόμο της κόλασης»[13].

Παραδόξως όμως, αυτός ο… αναίσχυντος πωλητής του Παραδείσου, είχε τυπώσει στα 1724 ένα βιβλίο μικρού μεγέθους με τίτλο «Διδασκαλία ωφέλιμος περί μετανοίας και εξομολογήσεως», με την προτροπή (στο εξώφυλλο), αντίτυπά του «να παρέχωνται δωρεάν» στους Αγίους Τόπους. Και ενώ ο ΠατριάρχηςΧρύσανθος εκδίδει συγχωροχάρτια και ο Φίλιππος Ηλιού μας λέει ότι τα χαρτιά αυτά προσφέρουν βέβαιη θέση στον χριστιανικό παράδεισο έναντι χρημάτων και χωρίς εξομολόγηση, το βιβλιαράκι που εκδίδει ο Πατριάρχης λέει ακριβώς τ’ ανάποδα:

Διδάσκει πως η απελευθέρωση από την «αιώνιον κόλασιν» και το άνοιγμα του Παραδείσου γίνεται μόνο διά της «μακαρίας μετάνοιας», δηλαδή, διά της «εξομολογήσεως των αμαρτιών», διά της «συντρίψεως της καρδίας» και διά της «ικανοποιήσεως»[14], η οποία περιλαμβάνει «προσευχήν νοεράν», προσευχή «διά στόματος», άσκηση του σώματος (νηστείες, αγρυπνίες κ.λπ.) και «ελεημοσύνην εις τους πτωχούς»[15].

Δηλαδή, παρά το γεγονός ότι το τυπωμένο εγχειρίδιο ενός «πωλητή του Παραδείσου» θα έπρεπε να περιέχει όλη την θεωρία και την προπαγάνδα για την αναγκαιότητα των συγχωρητικών (ώστε οι χιλιάδες επισκέψεις προσκυνητών στους Αγίους Τόπους να μετατραπούν σε ζεστό χρήμα), πουθενά στις 146 σελίδες του βιβλίου του δεν γίνεται λόγος για συγχωροχάρτια!

Και διαψεύδει ο Πατριάρχης Χρύσανθος ακόμα περισσότερο τον Φίλιππο Ηλιού όταν στη συνέχεια γράφει:

«Δεν πρέπει ο πνευματικός εις την εξομολόγησιν να ζητά από τον εξομολογούμενον άσπρα [δηλ. χρήματα] ή άλλην καμίαν δωρεάν διά να συγχωρήσει τας αμαρτίας του, ότι αυτό είναι το κυριότατον είδος της Σιμωνίας […] όποιος πνευματικός ζητά από τον εξομολογούμενον πληρωμήν διά να συγχωρέση τας αμαρτίας του είναι ομολογουμένως Σιμωνιακός, δηλαδή καθηρημένος και αναθεματισμένος»[16].

Έτσι λοιπόν, είτε ο Χρύσανθος ήταν… διχασμένη προσωπικότητα, ή ο Φίλιππος Ηλιού έκανε κάποιο λάθος για τα συγχωρητικά και διατύπωσε επιπόλαια τα συμπεράσματά του: πως γίνεται να εκδίδει ο Χρύσανθος συγχωροχάρτια για να βγάλει, υποτίθεται, λεφτά, πουλώντας τη συγχώρεση και τη σωτηρία, και την ίδια στιγμή διανέμει δωρεάν φυλλάδιο στους Αγίους Τόπους, όπου όχι μόνο δεν λέει λέξη για τα συγχωρητικά, επιπλέον όμως, απειλεί πως αν θέσει κάποιος θέμα χρημάτων για τη μετάνοια, την εξομολόγηση και τη συγχώρεση, είναι αναθεματισμένος! Δεν είναι άραγε προφανές ότι αυτά που ισχυρίζεταιΗλιού έρχονται σε αντίθεση με όσα μαρτυρούν οι πηγές;

Διότι, όποιος έχει διαβάσει την τεκμηριωμένη τοποθέτησή μας, το καταλαβαίνει σαφώς ότι τα περί Παραδείσου που «πωλείται» με τα συγχωρητικά αυτά, αποτελούν αστειότητες. Και ενώ, πράγματι, η έρευνά του για τη μορφή των συγχωρητικών (χειρόγραφα και έντυπα), είναι λαμπρή και εδώ συμφωνούμε κατά το ήμισυ με τον κ. Μιχαηλάρη, διαφωνούμε όμως στον μέγιστο δυνατό βαθμό ότι ο Φ. Ηλιού μας είπε όλη την αλήθεια για «τη χρήση και τη σημασία» των έγγραφων συγχωρητικών.

Το δικό μας συμπέρασμα είναι ότι, δυστυχώς, ο Φίλιππος Ηλιού στο ζήτημα αυτό δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει τις αντικληρικές του τάσεις, με αποτέλεσμα να αφήσει πίσω του ένα κείμενο με πολλά μελανά σημεία. Γι’ αυτό άλλωστε ο καθ. Γεώργιος Μεταλληνός αναφέρει ότι η μελέτη του Φ. Ηλιού παρουσιάζει «τάση» (δηλαδή δεν της αναγνωρίζει ουδετερότητα), και αποσαφηνίζει ότι τα συγχωροχάρτια αυτά δεν είχαν «βέβαια … την παπική σημασία» όπως ισχυρίστηκε ο Ηλιού, αλλά χορηγήθηκαν «ως ευχή και ευλογία» από το Πατριαρχείο[17].

Ας προσέξουν οι αναγνώστες και το επόμενο παράδειγμα μας, που φέρνει τους ισχυρισμούς του Ηλιού μπροστά σε μία ακόμα αντίφαση. Ενώ λοιπόν ο γνωστός ιστορικός ισχυρίζεται ότι το συγχωροχάρτι αποτελεί πρακτική «πώλησης του Παραδείσου» ώστε να προσφέρεται σε ζωντανούς και νεκρούς μια βέβαιη θέση στη Βασιλεία του Θεού, ας δούμε τι αναφέρει ένα έγγραφο του 1696 από τον Πατριάρχη Καλλίνικο:

«Αυτού στέλλομεν και εν συγχωροχάρτι διά τον μακαρίτην εκείνον. Γράφομεν δε και τω Ιερισσού να το διαβάση εις τον τάφον του, και ο θεός να δώση να γένη ευπρόσδεκτος η εν τω συγχωρητικώ γράμματι προσευχή ημών»[18].

Είναι δυνατόν να γράφει ο Ηλιού ότι με τα συγχωρητικά πωλείται μια «βέβαιη θέση στον Παράδεισο», όταν ο ίδιος ο Πατριάρχης που τα χορηγεί μας λέει ότι απλά περιέχουν μια προσευχή, την οποία μάλιστα, δεν ξέρει καν αν θα την ακούσει ο Θεός;! Δηλαδή, μέχρι στιγμής, το μόνο που βλέπουμε είναι ότι οι μαρτυρίες όχι μόνο δεν επιβεβαιώνουν τον Ηλιού, αλλά αντίθετα τον διαψεύδουν όλο και περισσότερο.

Και είναι περιττό να πούμε, πως όποιος γνωρίζει τις λειτουργικές συνήθειες της Ορθοδοξίας και διάβασε τα παραπάνω που γράφει ο Πατριάρχης Καλλίνικος, χαμογελά συγκαταβατικά, διότι καταλαβαίνει ότι το συγχωρητικό για τους κεκοιμημένους δεν ήταν παρά ένα απλό… μνημόσυνο! Και ο χώρος που έμενε κενός στο συγχωροχάρτι όπως λέει ο Ηλιού[19], λειτουργούσε όπως ακριβώς τα χαρτιά «υπέρ αναπαύσεως», όπου και σήμερα γράφουμε το όνομα ή τα ονόματα που θέλουμε, και τα δίνουμε στον ιερέα για να διαβάσει τις σχετικές ευχές! Και έχει βεβαίως ενδιαφέρον αυτό που αναφέρουμε, ότι στο λεξικό «Συνώνυμα και συγγενικά» που εξέδωσε ο Πέτρος Βλαστός στα 1931 αποθησαυρίζοντας λέξεις από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το «συχωροχάρτι» σήμαινε και «κατάλογος των ζωντανών και πεθαμένων για μνημόνεμα» (σελ. 273) και όχι φυσικά χαρτί που χάριζε τον Παράδεισο…

Με τις αντιφάσεις που επισημάναμε ως τώρα (και υπάρχουν πολύ περισσότερες), ποιος άραγε δικαιώνεται; Ο Φίλιππος Ηλιού που μιλάει για «πώληση του Παραδείσου» ή ο καθ. Μεταλληνός που κατηγορεί τον Ηλιού για έλλειψη ουδετερότητας και μας λέει ότι τα χαρτιά αυτά χορηγούνταν απλώς «ως ευχή και ευλογία»;

Και αξίζει να διαβάσουμε και το εξής από τη μελέτη του Ηλιού:

«Αναφέρω ενδεικτικά τον Χριστόδουλο Παμπλέκη, τον Ανώνυμο της Ελληνικής Νομαρχίας, τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Ανδρέα Λασκαράτο: και οι τέσσερεις είχαν πολλές ευκαιρίες να περιλάβουν τα συγχωροχάρτια στα εντυπωσιακά παραδείγματα που στοιχειοθετούσαν την κριτική τους. Το ότι δεν το έκαναν, πρέπει να σημαίνει ότι, ζώντας σε μια κοινωνία όπου τα συγχωροχάρτια αποτελούσαν τρέχουσα πρακτική, δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή τους, ή τη σημασία τους»[20]!

Όποιος γνωρίζει τα κείμενα αυτών των φανατικά αντικληρικών συγγραφέων, θα εκλάβει τους ισχυρισμούς του Φ. Ηλιού μάλλον ως χιούμορ…

Διότι, από τη στιγμή που ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας είναι ικανός να εφευρίσκει ακόμα και ψεύτικες ιστορίες για να βλαστημήσει τους κληρικούς, το να λέμε πως είχε μπροστά του χαρτιά που πουλάνε τον Παράδεισο σε ζωντανούς και νεκρούς και «δεν το είχε καταλάβει» ακούγεται ως φτηνή δικαιολογία[21]. Αλλά και για τον Ανδρέα Λασκαράτο, τον επίσης φανατικό αντικληρικαλιστή[22], που βλαστημούσε ακόμα και την ειρηνική και διακριτική πορεία του Επιταφίου(!), πως είναι δυνατόν να λέμε ότι «δεν κατάλαβε» ότι τα συγχωροχάρτια «χαρίζουν με λεφτά τον Παράδεισο»;!

Ας είμαστε λιγάκι σοβαροί και ας πούμε την αλήθεια που καταλαβαίνουμε όλοι: Δεν ήταν ο Λασκαράτος και οι λοιποί που «δεν κατάλαβαν» τη σημασία των συγχωρητικών, αλλά ήταν ο Φίλιππος Ηλιού που με τη μελέτη του παραπληροφόρησε τους αναγνώστες και διέστρεψε τη σημασία των χαρτιών αυτών! Προφανώς, ο Φίλιππος Ηλιού, θέλοντας να προστατέψει την επιστημονική του αξιοπρέπεια, δεν μπορούσε να αποκρύψει τις τρανταχτές περιπτώσεις τουΠαμπλέκη, του Κοραή κ.λπ. που τον διέψευδαν. Όμως, ο εντελώς πρόχειρος τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να γλυτώσει ο Ηλιού από τον σκόπελο αυτόν («δεν ήξεραν», «δεν κατάλαβαν»), νομίζουμε ότι τον εκθέτει ανεπανόρθωτα. Έτσι, για την περίπτωση του Φ. Ηλιού, αξίζει ν’ αναφέρουμε το γνωστό ανέκδοτο που βρήκε εφαρμογή και στην περίπτωση του Θέμου Κορνάρου:

Κάποιος επαρχιώτης, οδηγεί αντίθετα σε μεγάλη οδική αρτηρία της Αθήνας, και αντί να καταλάβει ότι πρέπει να αλλάξει πορεία, εκείνος ισχυρίζεται ότι πηγαίνει καλά, αλλά φταίνε οι χιλιάδες «τρελοί» που οδηγούν στο… αντίθετο ρεύμα!

Συνέχεια εδώ: