επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου
Toller Cranston "The Wishing Bouquet" |
Ζωή σε δυο πράξεις
Νόρα με λένε…
Θυμάμαι
όταν φτιάξαμε τη τζαμαρία ήτανε σα να μπήκε όλη η γειτονιά στο σπίτι. Ο
μπάρμπα-Χρήστος ο μπακάλης πρώτα-πρώτα, για τον οποίο δεν μπορώ να πω και ότι
μου έλειψε, ειδικά τις απόκριες. Κάθε πρωί τον έβλεπα μ’ άλλο καπέλο στη
μόστρα. Στην αρχή, εκείνο της μάγισσας. Δεν με θυμάμαι παρ’ εκτός όπως η μάνα
με περιγράφει: «θέλω μάγισσα!» Την άλλη μέρα ήθελα καουμπόης ή πιερότος. Την
παράλληλα εκείνο που το φυσούσες και πεταγόταν σαν την κεραία του Μπίλυ της
Μάγιας Μέλισσας. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν με έβλεπε κανείς όσο κι αν τα
φορούσα.
Στηνόμουνα
με τις ώρες τα πρώτα χρόνια στο μοναδικό παράθυρο ανεβασμένη στη μηχανή της
μαμάς περιμένοντας. Φορώντας άλλοτε σάλι, φακιόλι, καπέλο, μάσκα, ό,τι μπορεί
να φανταστεί κανείς περιμένοντας όλο και κάποιος να περάσει. Το στοίχημα ήταν
για πόσο θα τον κέρδιζα. Ένα λεπτό; Δυο; Πέντε; κι αν του έπιανα την κουβέντα
μπορεί και δέκα. Του μίλαγα ή μάλλον του έγνεφα, έκανα σχέδια, παντομίμες,
έπαιζα ρόλους που κατά βάση αγνοούσε. Προσπαθούσε να μου μιλήσει, χειροκροτούσε
ή χαμογέλαγε.
Με
το που κάναμε την τζαμαρία τα πράγματα άλλαξαν. Αντί να βγω εγώ έξω μπήκαν
εκείνοι μέσα: η μουγκή που τον πρώτο καιρό με τρόμαζε, αλλά μετά την συνήθισα,
έμαθα ως και να ακούω και να την περιμένω κάθε πρωί στις δέκα για να ψωνίσει. Η
θεία Κούλα που έτσι ή αλλιώς την λάτρευα. Μου έβαφε με μανό τα νύχια, ή τέλος
πάντων αυτά τα υπόλοιπα «κοίτα πως τα ‘κανες!» Μεγάλωσα αρκετά μέχρι να μάθω
ότι ακρωτηριασμός τελικά είναι το να τρως τα νύχια. Τον θείο τον Μίμη πρώτα τον
άκουγα. Με τη σφυρίχτρα του και με τα γέλια του, με τα τραγούδια στον Νότη που
θα τον κάνει αεροπόρο, χρυσοχόος έγινε, κανένας στη γειτονιά μας δεν έγινε
εκείνο που προσδοκούσε. Ακόμα κι ο Στάμος ο κουτάλας που προς στιγμή φάνηκε ότι
τα κατάφερε- ακολούθησε ένα τσίρκο της Αναλήψεως, «πήρα το πανηγύρι από πίσω»
όπως μου είπε- κι αυτός γύρισε, τώρα έχει ένα μικρό ψιλικατζίδικο κι είναι
αυλή- σπίτι.
Από
τη γειτονιά, κατά συνέπεια κι από τη τζαμαρία μας, ελάχιστοι χάθηκαν. Λες κι
είχε μέλι ή κατάρα άντε να άλλαξαν δρόμο, η Τασία, ο Κώτσος, η Ρούλα, η
Αγγελικούλα ακόμα κι ο Λάκης της Σίτσας, έφυγε κι αυτός αλλά ξαναγύρισε. Το
παιδί στη γωνία που θα τον έκοβε ένα φορτηγό κι ούτε κανείς θα τον έβλεπε έτσι
όπως είχε κλειστεί στο χαρτόκουτο, κι αυτός επέστρεψε. Τον βλέπω στη μάντρα
απέναντι από τότε που πέθανε η μάνα του. Η μάνα μου χαίρεται. «Ζούμε στην πιο
όμορφη γειτονιά, στο κέντρο του κόσμου» μου λέει και διαβάζει πατερικά κείμενα
τώρα που τα χέρια κουράστηκαν και δεν πλέκει πια. Θυμάμαι το βιβλίο εκείνης της
Οζακίν της Τουρκάλας «Θα πρέπει να γεράσω εδώ;» για χρόνια το στόλιζα. Πίστευα
ότι είχε όμορφο εξώφυλλο, ούτε που το θυμάμαι, αλλά τώρα που το ‘χασα το
κατάλαβα.
Εδώ
θα γεράσω.
Απ’
την καρέκλα μου άλλωστε βλέπω την πιο όμορφη άνοιξη. Την βουκαμβίλια που έχει
απλώσει στην πόρτα, την εύθραυστη αγγελική που ξεκλάρωσε και το αναρριχώμενο,
«σατανικό φυτό, θα μας ρίξει τους τοίχους», βλέπω ακόμα και τις αναρριχώμενες
τριανταφυλλιές, ροζ, μοβ, κίτρινες, κόκκινες, κι ό,τι ξεράθηκε, τον πατέρα μου
να έρχεται Σαββατόβραδο φορτωμένος σοκολάτες και λουκουμάκια κι εκείνον τον
τύπο, ντι-τι-τι τον φωνάζαμε. Κι ήταν σα να προανήγγειλε καλοκαίρι αφού
υποσχόταν ότι θα σκότωνε τα κουνούπια.
Οι
πιο όμορφες ώρες της τζαμαρίας ήταν όταν σκοτείνιαζε. Σπάνια ανάβανε φώτα. Ο
δρόμος και το μπακάλικο απέναντι ήταν το θέατρο. Έβγαιναν τα παιδιά στο δρόμο
αλλά συνήθως δεν μ’ άφηνες. Καθόμουν τότε για να μη με βλέπουν κατάχαμα. Να
διαβάζω έτσι σκοτάδι δεν υπήρχε περίπτωση. Έκλεινα τότε τα μάτια και μόνο τους
άκουγα. Τότε θαρρώ και με το νου μου πρωτάρχισα να γράφω. Έμενα όσο με άφηνες.
Το υπέροχο, όμως, ήταν ότι η ιστορία που είχα αρχίσει, νύχτα και μέρα
συνεχιζόταν…
Με
λένε Νόρα, έλεγα, το «Κουκλόσπιτο» ακόμα το αγνοούσα. Νόρα από το θέατρο Νο, το
Νόρα, πάντως σαν όνομα δεν ήταν της μόδας, το σίγουρο ήταν ότι το δικό μου,
όμως, τόσο πολύ το μισούσα. Όπως κι αυτή τη μυγούλα στο τζάμι. Μυγούλα
αισθανόμουνα. Είμαι μια σιωπηλή μύγα, της έλεγα και την παρακολουθούσα. Ώσπου
κάποια στιγμή όταν άνοιξα την πόρτα βγήκε και χάθηκε. Ούτε τόλμησα.
Σκέφτηκα,
τουλάχιστον μπορώ από δω να τα βλέπω και ν’ ανοιγοκλείνω άμα θέλω την πόρτα.
Παρασκευή
20 Μαρτίου 2015
Κι έτσι ξαφνικά, όταν θα μπαίνει η
άνοιξη….
Κοντομάνικα
φορούσε κάθε Πρωταπριλιά. Βρέχει- χιονίσει και την κορόϊδευαν. Μόλις άρχιζαν τα
σχολεία φορούσε μποτάκια μαζί με την καινούργια ποδιά. Θ’ ανάψουν τα πόδια σου
ντάλα τρύγο της φώναζε αλλά εκείνη βιαζόταν. Λαχταρούσε κι ας ήταν και
καλοκαίρι σαν εποχή την επόμενη.
Η
αγαπημένη της ήταν η άνοιξη. Για τις φρέζες, τα αναρριχώμενα τριαντάφυλλα, τ’
ασπρισμένα πεζούλια και για τις πασχαλιές. Για το χώμα που μύριζε αλλιώς, και
φυσικά για τα κοντομάνικα.
«Για
τις βόλτες το κάνεις», το ήξερε. Κυκλοφορούσε άλλωστε κι αυτό το ανέκδοτο πώς
κοίταζε με λαχτάρα μέσ’ στο κατακαλόκαιρο το λευκό γούνινο βαφτιστικό της
παλτό. «Και τώα; Το πατόν;» ρωτούσε με κάτι μάτια σαν πιάτα πριν απ’ τη βόλτα
κρεμασμένα από την κρεμάστρα κι αυτά κι όλοι τους γέλαγαν.
Η
άνοιξη πηδούσε πάντα απ’ τον κήπο κι ήταν κόκκινα βελουδένια τριαντάφυλλα
εκατόφυλλα. Ποτέ της δεν το καλοκατάλαβε αν πρώτα χάθηκαν τα χρώματα ή πρώτα τ’
αρώματα. Η διαπίστωση έφτασε αργά όταν ο κήπος πρασίνισε, χρώμα ούτε για
δείγμα, μοναδική παρηγοριά το ότι χάθηκαν απ’ όλες τις μάντρες οι αναρριχώμενες.
Τώρα κάτι τριανταφυλλίτσες καχεκτικές ούτε που μύριζαν. Κι όσο για τα γαρίφαλα,
ισχνά με πέντε όλο κι όλο φυλλαράκια και σκισμένο τον κάλυκα. Πού και πού όταν
συναντούσε αυλές χωμάτινες έκανε ανάσταση. Μύριζε γιασεμί και νυχτολούλουδο κι
άνοιγε αυτόματα μια ζωή καλειδοσκόπιο. Πατώ και κρυφτό και φωνές, τα κεράκια
στα δέντρα. Φιόγκος και κόκκινο βελούδο «όμως, ζεσταίνομαι».
Ξαπλωμένη
κοιτάζει τον ήλιο πια μέσα απ’ το τζάμι. Στην απέναντι μάντρα ένα λαθραίο μισό,
να της θυμίζει του μπαμπά της τη σύγχυση: «ποιοι είστε εσείς ε; και ξεράνατε τη
λεμονιά και γκρεμίσατε τη μάντρα;» ούτε το λαθραίο τελείωσε, ούτε τη μάντρα τη
χτίσανε. Κι ο μπαμπάς πέθανε. Πες το «πέθανε!»
Όμως
και πάλι θα βάλει το κοντομάνικο και θα αναζητήσει φρέζες κι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές
στο καινούργιο του σπίτι. Κι ύστερα, να, έτσι να κλείσει τα μάτια και χάθηκε η
συννεφιά και το παράνομο. Όλα ανθίζουν σαν πρώτα αφού κάποτε άνθισαν.
Όσο
θα βλέπει τον ήλιο όλα θα είναι εκεί και γράφοντας θα ζεσταίνετε. Σήμερα
ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη ό,τι υπήρξε θα το κάνει να ξαναϋπάρξει. Μέχρι
να βρει τον τρόπο για να υπάρξει στα σίγουρα.
Σάββατο
21 Μαρτίου 2015
[από
τις ανέκδοτες «Κυριακές του μπαμπά»]
Η Ελένη
Γκίκα γεννήθηκε
το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και
στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το
διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και
έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 31 βιβλία της. Ανάμεσά τους Δι”
εσόπτρου εν αινίγματι, Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια, Το αίνιγμα του
άλλου, Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου, Υγρός χρόνος, Εν αταξίαις
εύτακτοι όντες, Πλήθος είμαι, Οι κούκλες δεν κλαίνε και Η αιώνια επιστροφή. Με
το μυθιστόρημα Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, Το μπολερό δεν ήταν του
Ραβέλ, τα παραμύθια Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας και Η ζωγραφιά που
ταξιδεύει ξεκινά τη συνεργασία της με τις εκδόσεις «Καλέντη». Από τις εκδόσεις
«Καλέντη» θα κυκλοφορήσουν, επίσης, το μυθιστόρημα «Λίλιθ», η ποιητική συλλογή
«Άδεια Δωμάτια» και το παραμύθι «Η κοιλάδα με τα μυστικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου