Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Η εξάβιβλος του Αρμενόπουλου



Η Εξάβιβλος ή Πρόχειρον νόμων (λατινικάPromptuarium[1] / Προμπτοάριουμ, ρωσικά: Шестикнижжя[2]/ Σεστικνίζα) είναι μιαΒυζαντινή νομική πραγματεία του 14ου αιώνα (1344-1345), του νομολόγου και ανώτατου δικαστικού Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, η οποία περιέχει ένα μεγάλο εύρος βυζαντινών νομικών κειμένων και πηγών. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως στα Βαλκάνια[3][4] κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1835, το έργο αυτό υιοθετήθηκε, με βασιλικό διάταγμα, ως ο επίσημος αστικός κώδικας του νεοιδρυθέντος Ελληνικού κράτους, όπου και παρέμεινε σε ισχύ ως το 1946.[5]Η πρώτη έντυπη έκδοση του έγινε στο Παρίσι το 1540.
Αφορμή για την συγγραφή του έργου αποτέλεσε η μελέτη από τον Αρμενόπουλο του έργου Πρόχειρο των Νόμων που έγινε υπό τις οδηγίες του Λέοντα ΣΤ΄[6] περί το 907,[7][8] το οποίο όμως βρήκε πως είχε σημαντικές ελλείψεις και ήταν γενικότερα δύσχρηστο για τις ανάγκες της εποχής του. Έτσι, αποφάσισε να συγγράψει μια νέα πραγματεία με βάση το παλαιότερο έργο, και κατόπιν αναλύοντας και εισάγοντας περιεχόμενο το οποίο φέρεται να στηρίχτηκε σε σχεδόν όλο το σύνολο της βυζαντινής νομολογίας, όπως των Πανδεκτώνκαι του Κώδικα του Ιουστινιανού (6ος αιώνας), το νομικό έργο για την πολεοδομία του Ιουλιανού Ασκαλωνίτη (6ος αιώνας), τους νόμους και κωδικοποιήσεις από το κωδικοποιητικό έργο Βασιλικά του Λέοντος ΣΤ´(9ος αιώνας, την μικρή όπως και την και μεγάλη Σύνοψη[1]), το Πόνημα Νομικόν του Μιχαήλ Ατταλειάτη (11ος αιώνας), καθώς και την Πείρα του Ευστάθιου Ρωμαίου (11ος αιώνας). Σε ορισμένες εκδόσεις του έργου επισυνάπτεται και ο Νόμος Γεωργικός της εποχής των Ισαύρων (8ος αιώνας).[9]
Την συλλογή όλων αυτών των στοιχείων, ο Αρμενόπουλος την επεξεργάστηκε και τις πληροφορίες που προέκυψαν τις μετέτρεψε σε μια οργανωμένη, προσβάσιμη, και αλληλοδιασταυρωμένη πραγματεία πάνω στην οποία εργάστηκε με μεγάλη επιμέλεια και επιμονή, και το έργο κατέστη το πιο διάσημο έργο της συγκεκριμένης περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[10] Η εξαιρετική διάδοσή του διαπιστώνεται και από το γεγονός ότι διασώζεται σε περισσότερα από 100 χειρόγραφα.[9] Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, το κείμενο μεταφέρθηκε στη δημώδη ελληνική γλώσσα αρχικά από τους Ανδρέα Δαρμάριο (1586) και Θεοδόσιο Ζυγομαλά (1605).
Πέρα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τη γενικότερη μετέπειτα χρήση του έργου στα Βαλκάνια από τους χριστιανικούς πληθυσμούς και εκκλησιαστικά δικαστήρια κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, και τη μετέπειτα ιδιότητα του ως νομικού αστικού κώδικα από το Ελληνικό κράτος έως και το 1946, το έργο ήταν ο επίσημος κώδικας στις περιοχές της Βεσσαραβίας και Μολδοβλαχίας.[2][11]
Επίσης εκτός των σχολίων του Αρμενόπουλου, το κείμενο εμπλουτίστηκε και με περαιτέρω σχόλια τις δεκαετίες που ακολούθησαν και η έκδοση του έργου αυτή καλείται Αυξημένη Εξάβιβλος.[12][13]

Το έργο απαριθμεί έξι τόμους (επτά μαζί με το συμπλήρωμα των Έτερων τίτλων) και 83 κεφάλαια. Τα περιεχόμενα ανά βιβλίο και κεφάλαια είναι τα παρακάτω(τίτλοι από Χέρτσογ, πιθανώς βασισμένοι στη μετάφραση στα νέα ελληνικά του Κλονάρη ή του Σπανού, η αρχική γραφή των τίτλων είναι πολυτονική):
ΒιβλίοΑ´Β´Γ´
ΤίτλοςΠερί νόμων και δικαστικής καταστάσεωςΠερί δικών διαφόρων και καινοτομιώνΠερί εκποιήσεως, δανείου και κοινωνίας
Κεφάλαιαα´ Περί νόμων
β´ Περί ενάγοντος και εναγομένου
γ´ Περί αγωγών και χρόνων
δ´ Περί δικαστικής ψήφου και αποφάσεως
ε´ Περί μηνυτών
ϛ´ Περί μαρτύρων
ζ´ Περί όρκου
η´ Περί συμβολαίων
θ´ Περί συμφώνων
ι´ Περί διαλύσεως
ια´ Περί ανάγκης και βιός
ιβ´ Περί ανήβων και αφηλίκων, εν ω και περί αποκαταστάσεως
ιγ´ Περί γυναικών
ιδ´ Περί δούλων
ιε´ Περί ασαφούς και αμφιβόλου
ιϛ´ Περί στρατιωτών
ιζ´ Περί λύσεως υπεξουσιότητας
ιη´ Περί ελευθεριών
α´ Περί νομής και δεσποτείας
β´ Περί αναργυρίας
γ´ Περί απαιτήσεως και απωλείας
δ´ Περί καινοτομιών
ε´ Περί λειτουργιών, τελών και κομμερκίου
ϛ´ Περί μερίδων, εν ω και περί ευρέσεως θησαυρού
ζ´ Περί των εν ναυαγίω ριπτομένων, και περί δικαίου υποτροφής
η´ Περί υιοθεσίας
θ´ Περί προσφευγόντων
ι´ Περί χρήσεως
ια´ Περί ναυτικών
α´ Περί δωρεών
β´ Περί ανατροπής δωρεών
γ´ Περί πράσεως και αγορασίας, εν ω και περί προτιμήσεως
δ´ Περί εμφυτεύσεως
ε´ Περί δανείου και ενεχύρου
ϛ´ Περί εγγυητών και αντιφωνητών
ζ´ Περί τόκου
η´ Περί μισθώσεως, εν ω και περί εργολάβων
θ´ Περί παρακαταθήκης
ι´ Περί συστάσεως κοινωνίας
ια´ Περί λύσεως κοινωνίας
ΒιβλίοΔ´Ε´ΣΤ´
ΤίτλοςΠερί μνηστείας και γάμωνΠερί διαθηκών και επιτρόπωνΠερί ζημίας και ποινών
Κεφάλαιαα´ Περί συναινέσεως μνηστείας
β´ Περί αρραβώνων μνηστείας
γ´ Περί δωρεών μνηστείας
δ´ Περί όρου και διαθέσεως γάμου
ε´ Περί ακριβείας γάμου
ϛ´ Περί βαθμών συγγενείας και γάμων κεκωλυμένων
ζ´ Περί δευτερογαμούντων
η´ Περί δικαίου προικός
θ´ Περί εκδικήσεως προικός και των βαρών αυτής
ι´ Περί υποβόλου
ια´ Περί δωρεών μεταξύ ανδρός και γυναικός
ιβ´ λύσεως γάμου και των αιτίων αυτής
α´ Περί διαθήκης αυτεξουσίων
β´ Περί διαθήκης υπεξουσίων
γ´ Περί διαθήκης απελευθέρων
δ´ Περί διαθήκης επισκόπων και μοναχών
ε´ Περί ανατροπής διαθήκης
ϛ´ Περί μέμψεως και εναντιώσεως διαθήκης
ζ´ Περί κοδικέλλου
η´ Περί κληρονόμων
θ´ Περί φαλκιδίου
ι´ Περί ληγάτου
ια´ Περί επιτρόπων, κουρατώρων και διοικητών
ιβ´ Περί του πότε δει ενάγειν τους δανειστάς κατά των κληρονόμων του τελευτήσαντος
α´ Περί ζημίας
β´ Περί μοιχών
γ´ Περί πορνών και των εκβιαζόντων παρθένους
δ´ Περί αιμομικτών, ασελγών και ειλογευομένων
ε´ Περί κλεπτών, απελατών, τυμβωρύχων και ιεροσύλων
ϛ´ Περί φονέων και ληστών
ζ´ Περί αρπαζόντων γυναίκας
η´ Περί αυτομόλων και ανδραποδιστών
θ´ Περί συκοφαντών και των φλυαρίαν ευρισκόντων
ι´ Περί φαρμακών, γοητών και μάντεων
ια´ Περί Ιουδαίων, αιρετικών και Ελληνιζόντων
ιβ´ Περί δούλων και τους εμπρησμούς ποιούντων
ιγ´ Περί των υποδεχομένων αλλοτρίους δούλους και των εκποιούντων ελευθέρους
ιδ´ Περί διαφόρων ποινών
ιε´ Περί του τίνες ατιμούνται
Βιβλίο*
ΤίτλοςΈτεροι τίτλοι διάφοροι αναγκαίοι
Κεφάλαιαα´ Περί αξιωμάτων
β´ Περί κανόνων διαφόρων
γ´ Περί σημασίας ονομάτων
δ´ Περί χειροτονίας επισκόπων

Εκδόσεις του έργου

Χειρόγραφα

Οι κύριες συλλογές χειρογράφων είναι στις παρακάτω βιβλιοθήκες (Χέρτσογ, 1836, σελ. 64-67):

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Ο εθνικός ευεργέτης Μανωλάκης Καστοριανός




Ο Μανωλάκης Καστοριανός, ένα αγράμματο φτωχό παιδί από την Καστοριά, εγκαταστάθηκε τον 17ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, έγινε πλούσιος με το εμπόριο γουναρικών και έχτισε πολλά σχολεία σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, επειδή ήθελε να βοηθήσει τα φτωχά ελληνόπουλα να μορφωθούν.
Ο Νίκος Ασλανίδης ταξιδεύει στην Καστοριά και αποκαλύπτει μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα την άγνωστη, ίσως σε πολλούς, ιστορία του πρώτου Έλληνα ευεργέτη, του Μανωλάκη Καστοριανού.

Γιῶργος Βέης: Ἡ σινικὴ αἴγλη τοῦ ἀκαριαίου




Γι­ῶρ­γος Βέ­ης

Ἡ σι­νι­κὴ αἴ­γλη τοῦ ἀ­κα­ρια­ίου


Στὸν Γιά­ννη Πα­τί­λη, ἀν­τὶ  σκέ­των εὐ­χα­ρι­στι­ῶν


«Κά­νε νὰ φα­νεῖ κα­θα­ρὰ ἡ μι­κρό­τη­τα τοῦ τό­που – ὁ σι­δε­ρέ­νιος καὶ ἀ­δι­α­πέ­ρα­στος κύ­κλος, ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ζω­σμέ­νος. Ἔ­τσι, ἀ­πὸ τὴ μι­κρό­τη­τα τοῦ τό­που θὰ βγοῦν οἱ Με­γά­λες Οὐ­σί­ες».

Δι­ο­νύ­σιος Σο­λω­μός, Στο­χα­σμοί, 9 (1)


ΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ τῶν ἐ­πι­κo­λυ­ρι­κῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των καὶ τῶν λοι­πῶν ἀ­φη­γη­μα­τι­κῶν πο­τα­μῶν, οἱ Κι­νέ­ζοι πέ­ρα­σαν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά, ὅ­ταν ὡ­ρί­μα­σαν οἱ ὑ­φο­λο­γι­κὲς συν­θῆ­κες, καὶ στὴν τέ­χνη τῆς τα­χυ­γρα­φῆς. Οἱ μι­κρές, πε­ρί­τε­χνες ἱ­στο­ρί­ες τῶν ἑ­κα­τὸ λέ­ξε­ων ἀ­γα­πή­θη­καν δε­όν­τως στὴν πε­ρί­ο­δο κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἄν­θι­σε ἡ κλα­σι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἡ συλ­λο­γή, φέ­ρ’ εἰ­πεῖν, τῶν Πα­ρά­ξε­νων Ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ Λιά­ο Τζά­ι ἀ­νή­κει, σύμ­φω­να μὲ ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νες μαρ­τυ­ρί­ες, στὰ δη­μο­φι­λέ­στε­ρα ἔρ­γα τῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Τσίνγκ. Ἡ προ­σή­λω­ση στὸ βρα­χὺ τῆς δί­ση­μης συ­νή­θως ἔκ­φρα­σης, ὁ αὐ­το­εγ­κλει­σμὸς τῆς σκέ­ψης στὸ σπυ­ρὶ τοῦ ρυ­ζιοῦ ἢ ἡ συγ­κέν­τρω­ση τοῦ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νου γλύ­πτη στὸ κα­ρύ­δι, στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ὁ­ποί­ου μπο­ρεῖ νὰ σκα­λί­σει δε­κά­δες εὐ­δι­ά­κρι­τα κε­φά­λια κα­λο­γέ­ρων, ἀ­νή­κουν στοὺς κοι­νοὺς τό­πους τῆς αἰ­σθη­τι­κῆς ἐ­κλέ­πτυν­σης. Ἡ μι­νι­μα­λι­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση, ὄ­χι ὡς πλή­ρης ἀ­πόρ­ρι­ψη τοῦ πε­ριτ­τοῦ, ἀλ­λὰ ὡς κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὴ ὑ­πο­γράμ­μι­ση τοῦ ση­μαί­νον­τος, συ­νι­στᾶ ἀ­σφα­λῶς κι αὐ­τὴ γο­νι­δια­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της σι­νι­κῆς τέ­χνης. Ὁ θε­με­λι­ώ­δης κόκ­κος τῆς δη­μι­ουργί­ας τεκ­μαί­ρε­ται ὡς ἐκ τῶν πραγ­μά­των ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ ἀ­κό­μη ἑ­στί­α ὑ­φο­λο­γι­κῶν πραγ­μα­τώ­σε­ων, ὅ­που δο­κι­μά­ζον­ται οἱ μά­στο­ρες στὰ εἴ­δη τους. Στὴν ἐν θερ­μῷ πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ Φρίν­τριχ Νί­τσε, ὅ­πως κα­τα­γρά­φε­ται στὸ ἐμ­βλη­μα­τι­κό του ἔρ­γο Πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ κα­λὸ καὶ τὸ κα­κό(2), δη­λα­δὴ «σὲ τί πα­ρά­ξε­νη ἁ­πλού­στευ­ση καὶ πα­ρα­ποί­η­ση ζεῖ ὁ ἄν­θρω­πος», θὰ ἰ­σχυ­ρι­ζό­μουν ὅ­τι ἡ ἰ­δι­ό­τυ­πη ἐν προ­κει­μέ­νῳ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ μορ­φὴ τῶν Κι­νέ­ζων ἀ­να­λαμ­βά­νει τὴν εὐ­θύ­νη νὰ δι­ευ­ρύ­νει μὲ τὰ δι­κά της ἀ­φο­πλι­στι­κὰ μέ­σα τὰ δε­δο­μέ­να το­πί­α μας, προ­σφέ­ρον­τας, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, κλει­διὰ ἑρ­μη­νεί­ας ἑ­νὸς μέ­ρους τῶν φαι­νο­μέ­νων. Κα­τὰ τρό­πο συ­νο­πτι­κό, δρα­στι­κὸ καί, τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο, πα­νεύ­κο­λο στὴν ἀ­πο­μνη­μό­νευ­ση, τὸ ἐ­λά­χι­στο ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ ἔρ­γο κα­θί­στα­ται ἐμ­μέ­σως σὺν-ζω­ή. Ἡ ἁ­πλού­στευ­ση βε­βαί­ως δι­εκ­δι­κεῖ ἐ­δῶ σὺν τοῖς ἄλ­λοις, πά­σῃ θυ­σί­ᾳ, τὴν (ὅ­ποι­α) λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­λή­θεια.
       Ἀν­τι­πα­ρα­βάλ­λω μα­ζὶ μὲ τὸν Γ. Σό­μερ­σετ Μὸμ ὁ­ρι­σμέ­νες συ­να­φεῖς συμ­πε­ρι­φο­ρές, οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ τὴ σει­ρά τους θὰ ὑ­πο­νο­μεύ­ον­ται πάν­τα ἀ­πὸ τὴ δε­δη­λω­μέ­νη, τὴν ἐμ­πράγ­μα­τη σο­φί­α τῶν ἐ­πω­νύ­μων ἐ­παγ­γελ­μα­τι­ῶν ἢ καὶ τῶν αὐ­το­σχέ­δι­ων ἐ­πι­γραμ­μα­το­ποι­ῶν αὐ­τῆς τῆς μο­να­δι­κῆς καὶ στὴν αἰ­σθη­τι­κὴ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά της χώ­ρας. Οἱ πα­ρε­ξη­γή­σεις δι­α­λύ­ον­ται μό­λις κα­νεὶς ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸ εὖ­ρος, τὶς ἐμ­φα­νέ­στα­τες ποι­κι­λί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ἐξ ὑ­παρ­χῆς τὶς σι­νι­κὲς ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς ἐμ­πε­δώ­σεις. Πα­ρα­θέ­τω τὰ ἑ­ξῆς γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­πτι­κῆς στιγ­μῆς: «Ἡ Κί­τι εἶ­χε τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι, ὑ­πο­συ­νεί­δη­τα ἴ­σως, εἶ­χε υἱ­ο­θε­τή­σει τὴν κι­νε­ζι­κὴ ἄ­πο­ψη ὅ­τι οἱ Εὐ­ρω­παῖ­οι εἶ­ναι βάρ­βα­ροι καὶ ἡ ζω­ή τους σκέ­τος πα­ρα­λο­γι­σμός· μό­νο στὴ ζω­ὴ στὴν Κί­να μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει ἕ­νας λο­γι­κὸς ἄν­θρω­πος μιὰ κά­ποι­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αὐ­τὸ σή­κω­νε σκέ­ψη: ἡ Κί­τι ἄ­κου­γε μο­νί­μως γιὰ τοὺς Κι­νέ­ζους ὅ­τι ἦ­ταν πα­ρακ­μια­κοί, βρο­μι­ά­ρη­δες καὶ ἀ­πε­ρί­γρα­πτοι. Σὰν νά ’­χε ξαφ­νι­κὰ ση­κω­θεῖ γιὰ λί­γο μιὰ κουρ­τί­να καὶ νά ’­βλε­πε τὸν κό­σμο πλου­τι­σμέ­νο μ’ ἕ­να χρῶ­μα κι ἕ­να νό­η­μα ποὺ δὲν εἶ­χε φαν­τα­στεῖ.­»(3)
       Συγ­κρα­τῶ ὅ­τι στὶς ἡ­μέ­ρες μας ἀν­θεῖ καὶ ἡ πα­ραλ­λα­γὴ τῶν «μι­κρο-μυ­θι­στο­ρη­μά­των», τῶν λε­γο­μέ­νων «h­i­nt-f­i­c­t­i­on», τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦν­ται ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα λέ­ξεις τὸ πο­λύ. Ὅ­σες δη­λα­δὴ φτά­νουν γιὰ νὰ χω­ρέ­σουν σὲ δύ­ο μό­λις μη­νύ­μα­τα τῶν κι­νη­τῶν τη­λε­φώ­νων. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ οἱ Κι­νέ­ζοι τὰ προ­ω­θοῦν συ­στη­μα­τι­κὰ στὴν ἀ­να­γνω­στι­κὴ ἐν­δο­χώ­ρα τῆς ἀ­χα­νοῦς πρώ­ην αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τους. Πολ­λὲς φο­ρὲς συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πὸ εὔ­στο­χα σχό­λια τῶν ἀ­να­γνω­στῶν. Τὸ ἕ­να φέρ­νει στὸ ἄλ­λο. Ἡ δι­α­λε­κτι­κὴ τά­ξη συγ­κρα­τεῖ τὸ νό­η­μα, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­παυ­ξά­νει ταυ­το­χρό­νως. Τὸ αἴ­σθη­μα ἐν τέ­λει ὅ­τι γρά­φε­ται ἀ­πὸ κοι­νοῦ τὸ ἕ­να καὶ μό­νον βι­βλί­ο τοῦ κό­σμου, ὅ­πως συ­χνὰ ὑ­πο­γράμ­μι­ζε ὁ Χόρ­χε Λου­ὶς Μπόρ­χες, ἀ­νι­χνεύ­ε­ται εὔ­κο­λα στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση. Τὸ δι­ά­λυ­μα, ὁ κερ­μα­τι­σμὸς τοῦ ἀ­φη­γη­μα­τι­κοῦ ἐ­γὼ σὲ ἕ­ναν κυ­κε­ώ­να ἐκ­δο­χῶν εἶ­ναι ἐν­δε­χο­μέ­νως τὸ ἀ­πώ­τε­ρο, πι­θα­νῶς ἀ­σύ­νει­δο, αἴ­τη­μα εἴ­τε τῶν ἀ­γνώ­στων, εἴ­τε τῶν ἐ­πω­νύ­μων ἢ ἑ­τε­ρω­νύ­μων συγ­γρα­φέ­ων. Ἐ­δῶ θὰ πα­ρα­βά­λω τὴν κρί­ση τοῦ Ζὸρζ Μπα­τά­ιγ: «Τὸ θε­μέ­λιο μιᾶς σκέ­ψης εἶ­ναι ἡ σκέ­ψη τοῦ ἄλ­λου, ἡ σκέ­ψη εἶ­ναι τὸ τοῦ­βλο ποὺ τσι­μεν­τά­ρε­ται μέ­σα σ’ ἕ­ναν τοῖ­χο»­(4). Οἱ δι­η­γη­τι­κὲς ἐκ­δο­χὲς ὅ­λων αὐ­τῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι στὴν οὐ­σί­α κατ΄ εὐ­θεί­αν γραμ­μὴ ἀ­πό­γο­νοι τῶν χρη­στῶν μιᾶς ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­παι­τη­τι­κῆς τε­χνι­κῆς, ποι­κίλ­λουν ἀ­σφα­λῶς σὲ βαθ­μοὺς τῆς ρη­μα­τι­κῆς ἔν­τα­σης, τῆς δι­ε­ξο­δι­κῆς λύ­σης τοῦ τα­χυ­δρά­μα­τος καὶ τῆς δι­δα­κτι­κῆς ἰ­δί­ως προ­ο­πτι­κῆς, κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο, ὅ­πως ἔ­χει κα­τα­δει­χτεῖ ἀ­πὸ πολ­λοὺς ἐ­ρευ­νη­τές, συ­νέ­χει τὴν κι­νε­ζι­κὴ τε­χνο­τρο­πί­α στὸ σύ­νο­λό της. Ὅ­πως ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὁ Μι­σὲλ Φου­κώ, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὶς ποι­ό­τη­τες καὶ πο­σό­τη­τες τῶν δυ­να­μι­κῶν λε­κτι­κῶν συν­δυα­σμῶν ἐν γέ­νει, «οἱ πρα­κτι­κὲς λό­γου δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὰ καὶ μό­νο τρό­ποι κα­τα­σκευ­ῆς τοῦ λό­γου. Λαμ­βά­νουν σάρ­κα καὶ ὀ­στὰ μέ­σα σὲ σύ­νο­λα τε­χνι­κῶν, σὲ θε­σμούς, σὲ σχή­μα­τα συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, σὲ τύ­πους με­τά­δο­σης καὶ δι­α­νο­μῆς, σὲ μορ­φὲς παι­δα­γω­γι­κῆς ποὺ ταυ­τό­χρο­να τὶς ἐ­πι­βάλ­λουν καὶ τὶς ὑ­πο­στη­ρί­ζουν»(5). Μὲ δε­δο­μέ­νη λοι­πὸν τὴν ἐν­το­πι­ό­τη­τα τῆς συν­το­μό­τα­της ἔκ­φαν­σης, ὀ­φεί­λει νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κα­νεὶς τὴν ἀ­δι­ά­πτω­τη καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἐ­λά­χι­στου λε­κτι­κοῦ μορ­φώ­μα­τος ὡς ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α τοῦ σι­νι­κοῦ κα­τα­πι­στεύ­μα­τος. Ὄ­χι, γιὰ νὰ τὸ δι­α­τυ­πώ­σω δι­α­φο­ρε­τι­κά, ὡς ἐν­δε­χό­με­νο φό­ρο ὑ­πο­τε­λεί­ας στὴν παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νη σύγ­χυ­ση τῆς τα­χύ­τη­τας, ἀλ­λὰ ὡς συ­νει­δη­τὸ ἀ­ξια­κὸ δεί­κτη τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου πο­λι­τι­σμι­κοῦ γί­γνε­σθαι. Ἡ δό­κι­μη στιγ­μή, τὸ σπέρ­μα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς, ἐ­κλύ­ει ἐκ προ­οι­μί­ου, πάν­τα στὶς εὐ­τυ­χέ­στε­ρες, ἐν­νο­εῖ­ται, τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων, μιὰ τέ­τοι­α ἔν­τα­ση ἐκ­φο­ρᾶς, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει τὴν εὐ­χέ­ρεια νὰ μνη­μει­ώ­σει ἐν συν­το­μί­ᾳ πά­θη, ὑ­στε­ρί­ες καὶ ἄγ­χη. Νὰ δα­μά­σει κον­το­λο­γίς, σὲ ἕ­να βαθ­μὸ ἔ­στω, τὴν ἔ­κτα­ση τοῦ ἄ­γαν.
       Τὸ πα­ρελ­θὸν τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς, ἡ ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α τῆς ἔμ­πνευ­σης δι­α­χέ­ε­ται ἀ­νεμ­πό­δι­στη στὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ πα­ρόν, στὶς ὀ­θό­νες τῆς λα­λί­στα­της, παν­το­κρά­τει­ρας κι­νη­τῆς τη­λε­φω­νί­ας, στὶς παν­το­ει­δεῖς ἑ­στί­ες τῶν πλη­ρο­φο­ρια­κῶν δι­κτύ­ων. Σὰν νὰ μὴν ἔ­χουν ἀλ­λά­ξει οἱ ταυ­τό­τη­τες τοῦ χρό­νου ἀ­πὸ τὴν προ­α­να­φε­ρό­με­νη δυ­να­στεί­α τῶν Τσίνγκ. Ναί, τὸ ἐ­πι­και­ρο­ποι­η­μέ­νο σκη­νι­κὸ τοῦ βί­ου σή­με­ρα δη­λώ­νει, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, πι­στό­τη­τα συμ­πε­ρι­φο­ρῶν σὲ βά­θος ἑ­κα­τον­τα­ε­τι­ῶν. Ἡ κί­νη­ση εἶ­ναι φαι­νο­μέ­νη ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ γραμ­μα­το­λό­γου. Ἐξ οὗ καὶ τὸ πα­ρά­δο­ξον τοῦ ἰ­σχυ­ρι­σμοῦ ἑ­νὸς ὑ­πο­ψι­α­σμέ­νου ἡ­με­τέ­ρου: «ἡ Ἀ­να­το­λὴ εἶ­ναι ἕ­να σταυ­ρο­δρό­μι. Περ­νοῦν τὰ πάν­τα ἀ­π’ αὐ­τήν. Θρη­σκεῖ­ες, στρα­τεύ­μα­τα, αὐ­το­κρα­το­ρί­ες, ἀ­γα­θά, χω­ρὶς κατ΄οὐ­σί­αν νὰ κι­νεῖ­ται τί­πο­τα». Ἡ ἀ­πο­τί­μη­ση ἀ­νή­κει στὸν Ντὲ Γκώλ, ὅ­πως ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται, τὸ 1930, σὲ μιὰ ἐ­πι­στο­λή του ἀ­πὸ τὴ Βη­ρυ­τὸ πρὸς ἕ­ναν φί­λο του. Ἔ­χον­τας ζή­σει καὶ ἐρ­γα­στεῖ κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα ὀ­κτὼ χρό­νια στὴν Κί­να, μοι­ρα­σμέ­να με­τα­ξὺ Πε­κί­νου καὶ Χὸνγκ Κόνγκ, ἔ­μα­θα νὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι τὴν ἐ­πι­και­ρό­τη­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ὡς τμῆ­μα ἑ­νὸς τε­ρά­στιου πα­λιμ­ψή­στου, πα­ρὰ ὡς τη­λε­ο­πτι­κὴ εἴ­δη­ση ἢ φευ­γα­λέ­ο ἐξ ἀ­νάγ­κης πέ­ρα­σμα πά­νω ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­φά­νει­ες τῶν ὑ­πο­λοί­πων ὀ­πτι­κῶν ση­μά­των. Συμ­πε­ραί­νω ὅ­τι τὸ και­νο­φα­νὲς τῆς σή­με­ρον ἦ­ταν ἴ­σως ὁ κώ­δι­κας ἑ­νὸς θραύ­σμα­τος τοῦ θαμ­ποῦ σι­νι­κοῦ πα­ρελ­θόν­τος ἢ τὸ σι­νιά­λο ἑ­νὸς λο­γί­ου τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς αὐ­λῆς, ἀ­γνώ­στου στοὺς πολ­λοὺς ἀλ­λὰ ὄ­χι στοὺς δι­α­πρε­πεῖς εἰ­δή­μο­νες τοῦ χώ­ρου.
       Ἂς ἐ­πι­ση­μά­νω ἐ­πί­σης ὅ­τι σὲ ἄλ­λες πά­λι πε­ρι­στά­σεις, δε­κά­δες χι­λιά­δων ἀ­να­γνω­στῶν κα­λοῦν­ται νὰ ἀ­να­δεί­ξουν τὸ πλέ­ον εὐ­θύ­βο­λο ἀ­πο­τύ­πω­μα αὐ­τῆς τῆς κα­τη­γο­ρί­ας. Στοὺς δη­μο­φι­λεῖς δι­α­γω­νι­σμοὺς συμ­με­τέ­χουν ἀ­κό­μη καὶ ἐ­πι­φα­νεῖς συγ­γρα­φεῖς ἢ δη­μο­σι­ο­γρά­φοι. Ἐ­νί­ο­τε τὰ δι­ά­σπαρ­τα αὐ­τὰ κεί­με­να συγ­κεν­τρώ­νον­ται σὲ ἕ­ναν τό­μο. Ἔ­τσι γρά­φτη­κε ἀ­πὸ 492 κει­με­νί­δια τὸ ἔρ­γοὉ ἔ­ρω­τας στὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Βά­ι Μπό. Στὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­χει μά­λι­στα ἀ­ναρ­τη­θεῖ καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἄ­σε με μό­νο: μιὰ ἱ­στο­ρία τοῦ Τσὲνγκ Ντού τοῦ M­u­r­o­ng X­u­e­c­un, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ὑ­πο­ψή­φιος, τὸ 2008, γιὰ τὴν πε­ρι­ώ­νυ­μη λο­γο­τε­χνι­κὴ δι­ά­κρι­ση «M­an A­s­i­an L­i­t­e­r­a­ry P­r­i­ze». Ὑ­πάρ­χει ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα, ὅ­πως συ­χνὰ συμ­βαί­νει κα­τὰ κα­νό­να σὲ ὅ­λες τὶς ὑ­πε­ραι­ω­νό­βι­ες σχο­λὲς σκέ­ψης, καὶ ἡ ἐ­ναν­τι­ω­μα­τι­κὴ ἄ­πο­ψη. Ὁ κα­θη­γη­τὴς Mo Hu­a­i­qi Ch­ong­qing τοῦ N­o­r­m­al U­n­i­v­e­r­s­i­ty πι­στεύ­ει ὅ­τι τὰ λι­λι­πού­τεια αὐ­τὰ κεί­με­να συ­νι­στοῦν αὐ­θεν­τι­κὰ προ­ϊ­όν­τα της ἐ­πο­χῆς τῶν παμ­φά­γων τα­χυ­φα­γεί­ων. Το­νί­ζει δὲ ὅ­τι γρή­γο­ρα θὰ ξε­πε­ρα­στοῦν ἀ­πὸ τοὺς νο­ή­μο­νες, ἀ­παυ­δι­σμέ­νους ἀ­να­γνῶ­στες, ἀ­φοῦ πρό­κει­ται ἁ­πλῶς γιὰ εὐ­και­ρια­κὰ παι­χνί­δια μὲ τὶς λέ­ξεις. Ὁ Mu­rong Xu­e­cun συ­νη­γο­ρών­τας τρό­πον τι­νά, φρο­νεῖ ὅ­τι οἱ δη­μο­φι­λέ­στε­ρες μυ­θι­στο­ρί­ες στοὺς κόλ­πους τῶν Κι­νέ­ζων πα­ρα­μέ­νουν στα­θε­ρὰ αὐ­τὲς τῶν ἑ­κα­τὸ χι­λιά­δων λέ­ξε­ων ἡ κά­θε μιά. Ἄλ­λοι πά­λι πι­στεύ­ουν ὅ­τι τὰ σύγ­χρο­να «μι­κρο-μυ­θι­στο­ρή­μα­τα» ἔ­χουν μέλ­λον, καὶ μά­λι­στα λαμ­πρό, δι­ό­τι ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τους τὴν ὑ­φὴ πα­ρέ­χουν τὴν ὑ­πο­λο­γί­σι­μη δυ­να­τό­τη­τα νὰ προ­σεγ­γί­σουν ἀ­κό­μη καὶ τὰ με­γα­θέ­μα­τα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας μὲ μιὰ μορ­φή, ἡ ὁ­ποί­α ὡς ἐκ τῶν πραγ­μά­των πα­ρα­μέ­νει ἀ­κα­τα­μά­χη­τη.
       Τὰ ση­μεῖ­α τῶν και­ρῶν εὐ­νο­οῦν προ­κλη­τι­κὰ τὰ δρα­στι­κὰ εὔ­πε­πτα σύ­νο­λα, τοὺς ἐ­πι­τυ­χεῖς δη­λα­δὴ λο­γο­τε­χνι­κοὺς με­ζέ­δες σὲ ἀν­τι­δι­α­στο­λὴ μὲ τὰ ἀ­τε­λεύ­τη­τα, μα­κά­ρια δεῖ­πνα τῶν κει­με­νο­αρ­γο­σχό­λων. Ὁ δι­α­κε­κρι­μέ­νος ἐκ­δό­της Λοὺ Τσιμ­πὸ ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται μά­λι­στα ὅ­τι τὸ ὅ­ριο τῶν ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα λέ­ξε­ων, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­βάλ­λε­ται σή­με­ρα, ἀ­ναγ­κά­ζει πράγ­μα­τι τοὺς συγ­γρα­φεῖς νὰ γί­νον­ται ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βο­λό­γοι καὶ ἐ­ξον­τω­τι­κὰ σα­φεῖς, ἀ­σκών­τας κα­τὰ πε­ρί­πτω­ση τὸ προ­σω­πι­κό τους ὕ­φος. Ὁ­ρι­σμέ­νοι κα­τα­γί­νον­ται στὴ συγ­γρα­φὴ ἔρ­γων τῶν εἴ­κο­σι μό­νον λέ­ξε­ων, ἐ­πει­δὴ θε­ω­ροῦν τὶς ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα πλε­ο­να­στι­κές. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Τσὰνγκ Γι­βού, κα­θη­γη­τὴς τῆς λο­γο­τε­χνί­ας στὸ φη­μι­σμέ­νο Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Πε­κί­νου, δι­ευ­κρί­νι­σε χα­ρι­το­λο­γών­τας, ὅ­τι τὰ «μι­κρο-μυ­θι­στο­ρή­μα­τα» εἶ­ναι «σὰν τὶς φοῦ­στες τῶν γυ­ναι­κῶν, ὅ­σο πιὸ κον­τὲς εἶ­ναι, τό­σο τὸ κα­λύ­τε­ρο γι’ αὐ­τές»­(6). Πι­στεύ­ω ὅ­τι ἡ φι­λο­λο­γί­α πε­ρὶ τὰ πρό­σφο­ρα, να­νο­ει­δὴ ἀ­πο­κτή­μα­τα τῆς γρα­φῆς συμ­βάλ­λει κι αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρά της στὴν ἐκ­πόρ­θη­ση τοῦ σι­νι­κοῦ μη­νύ­μα­τος. Ἔ­στω καὶ ἑ­νὸς μό­νον τε­μα­χί­ου του. Πάν­τως, μὲ τὸν τρό­πο τῆς κα­θο­λι­κῆς γνω­σι­ο­λο­γι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας, τὴν ὁ­ποί­α προ­τεί­νει ἡ δι­ε­ξο­δι­κὴ πάν­τα Μαρ­γκε­ρὶτ Γι­ουρ­σε­νάρ, τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα ἀ­πο­κτᾶ πρό­σθε­τη γο­η­τεί­α. Πα­ρα­βάλ­λε­ται ἐν­δε­χο­μέ­νως μὲ τα­ξί­δι – ὁ­ρια­κὸ δι­α­κύ­βευ­μα στὶς ἐ­σχα­τι­ὲς τοῦ ἐξ ἀν­τι­κει­μέ­νου πραγ­μα­τι­κοῦ. Ἀν­τι­γρά­φω ἐν­δει­κτι­κά το ἑ­ξῆς ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ κύ­κνει­ο ἐρ­γό­χει­ρό της Ὁ γύ­ρος τῆς φυ­λα­κῆς: «Τὸ νὰ δεῖς κα­λὰ μιὰ χώ­ρα, ση­μαί­νει νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σεις νὰ τὴ γνω­ρί­σεις, καὶ ὣς ἕ­να βαθ­μὸ νὰ τὴν κά­νεις δι­κή σου, στὸ πα­ρὸν καὶ τὸ πα­ρελ­θόν της, νὰ προ­σπα­θή­σεις νὰ δεῖς τε­λι­κὰ τί ση­μαί­νει γιὰ ΄κεί­νους ποὺ ζοῦν σ΄αὐ­τήν. Πο­λὺ λί­γοι ἄν­θρω­ποι ἐν­δι­α­τρί­βουν σὲ ὅ­λα αὐ­τά».(7)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

(1) Στὸ πρω­τό­τυ­πο: «F­a’ u­s­c­ir n­e­t­ta la p­i­c­c­o­l­e­z­za d­el l­u­o­go – il c­i­r­c­o­lo f­e­r­r­eo ed i­m­p­e­n­e­t­r­a­b­i­le o­n­de fu c­i­n­to. C­o­si d­a­l­la p­i­c­c­o­l­e­z­za d­el l­u­o­go u­s­c­i­r­a­n­no le g­r­a­n­di S­o­s­t­a­n­ze.» Με­τά­φρα­ση: Γι­ῶρ­γος Βε­λου­δῆς, ἐκ­δό­σεις «Πε­ρί­πλους», 1977.

(2) Με­τά­φρα­ση: Ζή­σης Σα­ρί­κας, ἐκ­δό­σεις «Πα­νο­πτι­κόν», 2010.

(3)Τὸ βαμ­μέ­νο πέ­πλο, με­τά­φρα­ση: Τρι­σεύ­γε­νη Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, ἐκ­δό­σεις «Με­ταίχ­μιο», 2008.

(4) Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς θρη­σκεί­ας, με­τά­φρα­ση: Κώ­στας Κου­ρε­μέ­νος, ἐκ­δό­σεις «ὕ­ψι­λον», 1982.

(5) La v­o­l­o­n­te de s­a­v­o­ir, 1971, Ἐ­πι­λο­γὴ ἀ­πὸ τὰ D­i­ts et e­c­r­i­ts, εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­λο­γὴ- με­τά­φρα­ση: Θα­νά­σης Λά­γιος, ἐκ­δό­σεις «στιγ­μή», 2011.

(6) Ho Ai Li, «O­ne – t­w­e­et n­o­v­e­l­s’, h­i­nt f­i­c­t­i­on t­a­ke o­ff in C­h­i­na», A­nn/T­he S­t­r­a­i­ts Times / The Jakarta Post, 8 Ἰουνίου 2011, ὅπου καὶ ἄλλα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν τρέχουσα  ἐπικαιρότητα τῶν μικρομυθιστορημάτων.

(7) Μετάφραση: Νίκος Δομαζάκης, ἐκδόσεις «Χατζηνικολῆ», 2009.

  

Η Δ' Σταυροφορία το 1204 μέσα από τα ιστοριογραφικά κείμενα και την θέαση των συγχρόνων ιστορικών

Πηγή:http://istorias-alitheia.blogspot.gr/2014/12/1204.html



http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=1149

Μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση για την Δ' Σταυροφορία η οποία δίδει έμφαση στην πολιτική φυσιογνωμία της Σταυροφορίας και σημειώνει τη συνέχειά της με βάση τα κριτήρια της αρχηγικής σύνθεσης και της έκβασης. Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά η Δ' Σταυροφορία συσχετίζεται περισσότερο με την Α' επί τηι βάσει ορισμένων πανομοιοτύπων στοιχείων.

Τέτοια ήταν:
  • Οι Επικεφαλής τόσο στην Α' Σταυροφορία όσο και στη Δ' ήταν Ευγενείς. Στην Α' Σταυροφορία (εξαιρουμένου του Πέτρου του Ερημίτου) τέθηκαν επικεφαλείς οι Αντεμάρ του Πουί (απεσταλμένος του τότε Πάπα Ουρβανού του Β', ο Ροβέρτος της Νορμανδίας, ο Βοημούνδος του Τάραντα, ο Ούγος των Βερμαντουά, ο Ραϋμόνδος Δ' της Τουλούζης, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας και ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν. Στην κρίσιμη Δ' Σταυροφορία οι βασικοί υποκινητές ήταν ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ' και ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος ενώ οι ευγενείς που εξεστράτευσαν ως οι κεφαλές της ήταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας.
  • Ο τελικός στόχος και στις δύο αυτές Σταυροφορίες επετεύχθη. Έτσι το αποτέλεσμα της Α' Σταυροφορίας ήταν η κατάκτηση των Αγίων Τόπων και της Ιερουσαλήμ. Ενώ στη Δ' το κέρδος ήταν πολύ μεγαλύτερο καθώς οι Σταυροφόροι άλωσαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν το Βυζαντινό κράτος. Να υπενθυμίσουμε ότι τόσο στη Β' όσο και στη Γ' οι επικεφαλείς ήταν Βασιλείς (στη Β' επικεφαλείς ήσαν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ' και ο βασιλιάς Κονράδος Γ' της Γερμανίας και στη Γ' οι βασιλείς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, Γερμανίας Φρειδερίκος Α' Βαρβαρόσσα, Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος Β') ενώ οι στόχοι τους δεν επετεύχθησαν και γύρισαν άπρακτοι.
Αυτή η προσέγγιση αντικρούει παλαιότερες προσεγγίσεις που βασίζονταν στο συγκρουσιακό υπόστρωμα, όπως άλλωστε η ίδια η εισηγήτρια τονίζει. Πρόκειται για 3 διαφορετικές προσεγγίσεις με κοινό, όμως, παρονομαστή τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσεως:
  1. Η 1η προσέγγιση είναι του Steven Ranciman, ο οποίος θεωρεί την Δ' Σταυροφορία ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης των πολιτισμών. Στα πλαίσια αυτά κατηγορεί τη Δύση ότι διέπραξε έγκλημα με την άλωση της Βασιλευούσης και την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
  2. Η 2η του Donald Keller αντιλαμβάνεται την έκβαση της Δ' σταυροφορίας ως το αποτέλεσμα μίας σειράς τυχαίων γεγονότων, βασιζόμενη στη "Θεωρία της ιστορικής τυχαιότητος", ενώ παράλληλα υποστηρίζει πως οι πραγματικοί ένοχοι για την κατάληξη αυτή της Σταυροφορίας ήταν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες.
  3. Η 3η του Jonathan Harris υποστηρίζει ότι η σύγκρουση Ανατολής-Δύσεως οφείλονταν αποκλειστικά σε διαφορά πολιτικής κουλτούρας, διαφορετικής ιδεολογίας και διαφορετικών αξιακών συστημάτων.
Προσωπικά, δίχως να υποτιμήσω τα στοιχεία της προσφερόμενης απόψεως, δεν αποκλείω τη συγκρουσιακή διάθεση, σε συνδυασμό με τον τυχοδιωκτισμό των δυτικών και την ληστρική αδηφαγία των Βενετών. Εξάλλου, ήταν ήδη σαφές (από τη μελέτη των πηγών) ότι αναζητούσαν μία αφορμή, ένα πρόσχημα για να διαλύσουν το Βυζαντινό κράτος (εάν δεν τους την προσέφερε ο Αλέξιος ο Δ', αργά ή γρήγορα, θα το έπραττε κάποιος άλλος), καθόσον ήταν ενήμεροι της αδυναμίας του. Βλέπετε η αδυναμία προκαλεί τον άλλον, τον βάζει στον πειρασμό. Παράδειγμα προς αποφυγήν για τις ημέρες μας αναφορικά με την Τουρκία.

Ρίχαρντ Στράους: Ο συνθέτης με τα πολλά πρόσωπα


Ο Ρίχαρντ Στράους θεωρήθηκε ο σπου-δαιότερος συνθέτης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα



Το πρωινό εκείνο του Απριλίου του 1945 ο Ρίχαρντ Στράους μελετούσε αμέριμνος στο ησυχαστήριό του στο Γκάρμις, ένα ορεινό θέρετρο στη Βαυαρία. Την ηρεμία του διέκοψε ο 17χρονος συνονόματος εγγονός του, ο οποίος, θορυβημένος από την παρουσία των αμερικανών αξιωματικών στη βίλα, όρμησε στο γραφείο του παππού του και του είπε: «Ελα γρήγορα, μας διέταξαν να φύγουμε σε 20 λεπτά!».


Ο συνθέτης καθησύχασε το παιδί και ατάραχος, με αργές κινήσεις, άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε από μέσα διάφορα πιστοποιητικά που βεβαίωναν την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη από διάφορες αμερικανικές πόλεις, καθώς και μερικά μουσικά χειρόγραφα. Ψηλός, ευθυτενής, στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού του και είπε στ' αγγλικά στους αμερικανούς αξιωματικούς: «Κύριοι, είμαι ο Ρίχαρντ Στράους. Ο συνθέτης του "Ιππότη με το Ρόδο" και της "Σαλώμης". Ορίστε, ρίξτε μια ματιά, αν θέλετε...». Ο επικεφαλής έκανε ένα βήμα πίσω αμήχανος. Μετά απ' αυτό όχι μόνο κανείς δεν ενόχλησε την  οικογένεια του συνθέτη, αλλά λίγες ημέρες αργότερα ο ίδιος αξιωματικός και οι άνδρες του επέστρεφαν για δείπνο μαζί του.  Σύντομα ο Ρίχαρντ Στράους και η σύζυγός του έπαιρναν τον δρόμο για την Ελβετία. Το 1948, μετά τη γερμανική «αποναζικοποίηση», ο συνθέτης κατεγράφη ως «μη ενοχοποιηθείς».


Η παραπάνω ιστορία αποτελεί τον επίλογο στην πολυσυζητημένη σχέση του Ρίχαρντ Στράους με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας, η οποία κατά καιρούς έχει πυροδοτήσει έντονες αντιπαραθέσεις. Περί τίνος επρόκειτο, άραγε; Συνειδητή ιδεολογική επιλογή; Ανθρώπινη προσπάθεια ενός πατέρα να προστατεύσει την οικογένειά του; Ουτοπική ελπίδα ενός μουσικού ότι θα μπορούσε ο ίδιος να επηρεάσει ευνοϊκά τις εξελίξεις στην τέχνη του;


Ο εικονοκλάστης «δημόσιος υπάλληλος»
Παρά την αυστηρά παραδοσιακή μουσική  εκπαίδευσή του και την εμφάνισή του, η οποία παρέπεμπε  σε «τακτοποιημένο» δημόσιο υπάλληλο, η δημιουργία του Ρίχαρντ Στράους προκάλεσε έντονες αναταράξεις. Τα «εικονοκλαστικά» συμφωνικά έργα του πυροδότησαν ανεξάντλητες αντιπαραθέσεις μεταξύ των ειδικών, ενώ οι όπερές του με τα τοληρά θέματά τους προκάλεσαν θύελλες διαμαρτυριών.


Συνθέτης της ύστερης ρομαντικής περιόδου, ο Ρίχαρντ Στράους γεννήθηκε στο Μόναχο στις 11 Ιουνίου 1864. Ο πατέρας του Φραντς  ήταν ο πλέον περιζήτητος ερμηνευτής κόρνου στη Γερμανία και χάρη σε αυτόν έλαβε σφαιρική μουσική μόρφωση. Το 1872 και έχοντας στο μεταξύ περάσει ένα διάστημα παρακολουθώντας πρόβες της Αυτοκρατορικής Ορχήστρας του Μονάχου και μελετώντας θεωρία της μουσικής και ενορχήστρωση, άρχισε να σπουδάζει βιολί. Δύο χρόνια αργότερα άκουσε τις πρώτες  όπερες του Βάγκνερ: τον «Λόενγκριν» και τον «Ταγχόιζερ». Ο πατέρας του όμως τον απέτρεψε από το να τις μελετήσει καθώς ο ίδιος αντιμετώπιζε με καχυποψία τα έργα του Βάγκνερ. Παρά την αναμφισβήτητη επιρροή του Φραντς Στράους στη διαμόρφωση της αισθητικής του γιου του, ο τελευταίος μεγαλώνοντας εξέφραζε τη λύπη του για την έχθρα του οικογενειακού του περιβάλλοντος απέναντι στα ανανεωτικά έργα του συνθέτη της μνημειώδους «Τετραλογίας».


Εχοντας παράλληλα σπουδάσει Φιλοσοφία και Ιστορία Τέχνης στο Μόναχο, ο Ρίχαρντ Στράους εγκαινίασε τη μουσική καριέρα του με τη σύνθεση και την παρουσίαση κάποιων συμβατικών συμφωνικών έργων, καθώς και με μια σειρά ρεσιτάλ πιάνου στο Βερολίνο. Εκανε ένα επιτυχημένο πέρασμα από το πόντιουμ, συνέχισε όμως το δημιουργικό  έργο του στρεφόμενος σε πιο τολμηρούς μουσικούς δρόμους.


Το 1889 η παρουσίαση του έργου του «Δον Χουάν» άφησε το κοινό άναυδο: την επόμενη στιγμή οι μισοί επευφημούσαν ενώ οι άλλοι μισοί σφύριζαν αποδοκιμαστικά. «Τώρα καταλαβαίνω ότι έχω βρει τον δρόμο επάνω στον οποίο θέλω να βαδίσω με τη σταθερή πεποίθηση ότι ουδέποτε υπήρξε πραγματικός καλλιτέχνης που δεν αμφισβητήθηκε από την πλειονότητα των συγχρόνων του» σχολίαζε  χαρακτηριστικά ο ίδιος.


Το 1905 με την όπερά του «Σαλώμη» ο Στράους πέρασε στην Ιστορία ως ο συνθέτης του πιο σκανδαλώδους θεάματος της γενιάς του. Η παρακμή και ο παθιασμένος ερωτισμός που απέπνεε ξένισαν την αστική κοινωνία της εποχής. Το έργο ανέβηκε στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης τη μία βραδιά για να κατέβει την αμέσως επομένη κατόπιν οργισμένης αντίδρασης του κοινού. Στην  πρεμιέρα της Δρέσδης η πρώτη ερμηνεύτρια του ρόλου αντιτάχθηκε στον περίφημο «Χορό των επτά πέπλων» αναφωνώντας: «Δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μια αξιοπρεπής γυναίκα!».


Η επόμενη όπερά του, η «Ηλέκτρα», όχι μόνο αναζωπύρωσε το κλίμα έντασης αλλά δημιούργησε και νέες «ζώνες πυρός». Κατόπιν όμως, τόσο ξαφνικά όσο  εγκαινιάστηκε, η φάση της ανατρεπτικής δημιουργίας του Ρίχαρντ Στράους τελείωσε. Αρχίζοντας από τον «Ιππότη με το Ρόδο» και συνεχίζοντας με την «Αριάδνη στη Νάξο», τη «Γυναίκα δίχως σκιά», την «Αιγυπτία Ελένη» και την «Αραμπέλα», που κάλυψαν το διάστημα από το 1911 ως το 1933, οι εν λόγω όπερες χάρισαν στον Στράους το ευγενικό χειροκρότημα του κοινού και την αποδοχή των κριτικών, οι οποίοι βέβαια δεν έκρυψαν την έκπληξή τους για την εντυπωσιακή στροφή του συνθέτη.


Τον Νοέμβριο του 1933, μερικούς μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Στράους αποδέχθηκε τον διορισμό του στη θέση του προέδρου του Κρατικού Γραφείου Μουσικής ύστερα από πρόταση του Γκέμπελς.  Μερικά χρόνια πριν, το 1924, ο μοναχογιός του Φραντς είχε παντρευτεί μια γυναίκα εβραϊκής καταγωγής χαρίζοντας στον συνθέτη δύο εγγόνια. Καθώς ουδέποτε έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και εθεωρείτο μάλλον απολίτικος, αρκετοί υποστήριξαν πως ο λόγος που αποδέχθηκε την πρόταση ήταν για να προστατέψει την οικογένειά του. Αλλοι θεώρησαν βασικότερο λόγο την ελπίδα του ότι ο Χίτλερ, φανατικός βαγκνερικός και θαυμαστής του Στράους από την εποχή της «Σαλώμης», θα προωθούσε γενικότερα τον γερμανικό πολιτισμό.



Ο Στράους άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Σεπτεμβρίου 1949, σε ηλικία 85 ετών. Στη διάρκεια της ζωής του θεωρήθηκε ο σπουδαιότερος  συνθέτης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα: κανείς άλλος από την εποχή του Βάγκνερ δεν είχε πιο καίρια συμβολή στην ιστορία της όπερας. Τα ύστερα έργα του, βασισμένα «στον θεϊκό Μότσαρτ στο τέλος μιας ζωής γεμάτης ευγνωμοσύνη», έχουν καταγραφεί ως οι σημαντικότερες συνθέσεις  σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον 80χρονο συνθέτ
                                                     "Ηλέκτρα"

"Σαλώμη"



                                                                        "Δον Κιχότης"

Καλωσόρισμα του 2016 με την παραδοσιακή Συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης



Η καθιερωμένη Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης, για μία ακόμη χρονιά, θα υποδεχθεί μουσικά τη νέα χρονιά.
Για τρίτη φορά - οι προηγούμενες ήταν το 2006 και το 2012 - στην τριαντάχρονη και πλέον καλλιτεχνική σταδιοδρομία του, ο Λετονός μέστρος Mariss Jansons θα διευθύνει τη Φιλαρμονική της Βιέννης στην παραδοσιακή Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία, στην αίθουσα του Μεγάρου των Φίλων της Μουσικής, της αυστριακής πρωτεύουσας.
Στο μοναδικό εορταστικό πρόγραμμα θα παρουσιαστούν έργα των Johann, Josef και Eduard Strauss, του Carl Michael Ziehrer, του Emil Waldteufel και του Josef Hellmesberger.


Η αίθουσα στο βιεννέζικο Μέγαρο, που την ημέρα της Συναυλίας διακοσμείται με 30.000 λουλούδια - δώρο από το Σαν Ρέμο, προσφέρει θέση σε 1.744 καθήμενους και 300 όρθιους επισκέπτες, όμως τα περισσότερα εισιτήρια για την εκδήλωση (οι τιμές τους φθάνουν μέχρι τα 940 ευρώ) διατίθενται σε χορηγούς, επίσημους κρατικούς προσκεκλημένους, τιμώμενους και ευεργέτες της ορχήστρας.
Για τα μόλις 700 εισιτήρια, που απομένουν προς πώληση στο υπόλοιπο κοινό, υποβάλλονται κάθε χρόνο πάνω από 60.000 αιτήσεις μέσα από την ιστοσελίδα της Φιλαρμονικής της Βιέννης μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από τις 2 ως και τις 23 Ιανουαρίου της προηγούμενης χρονιάς. Οι «τυχεροί» για αυτά κληρώνονται, ώστε, όπως τονίζεται, να δίνεται ίση ευκαιρία σε όλους τους ανά τον κόσμο φίλους της Πρωτοχρονιάτικης Συναυλίας της Βιέννης.


Εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο θα υποδεχθούν μουσικά τη νέα χρονιά με την δημοφιλή καλλιτεχνική εκδήλωση, η οποία θα μεταδοθεί από 90 τηλεοπτικά και 300 ραδιοφωνικά δίκτυα σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, η συναυλία θα μεταδοθεί από την ΕΡΤ1, στις 12:15 το μεσημέρι (ώρα Ελλάδας) της Πρωτοχρονιάς.