Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Τρεις αφορισμοί για τον Μανόλη Αναγνωστάκη

Πηγή:http://booksjournal.gr/κριτικες/ποίηση/item/1625-τρεις-αφορισμοί-για-τον-μανόλη-αναγνωστάκη
Τρία αυτοπορτρέτα του Μανόλη Αναγνωστάκη.Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Αφετηρία στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, η τοπογραφία, το κλίμα και οι συνθήκες. 
Μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. Γεμάτη ερείπια, βομβαρδισμένα αρχοντικά και αστικές πολυκατοικίες. Άμεσες κοινωνικές ανακατατάξεις. Παλιά σπίτια, λέσχες και καφενεία έχουν γκρεμιστεί. Στη θέση τους υψώνονται τράπεζες. Όλοι άρχισαν να συναλλάσσονται. «Εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται». Χαμένους φίλους και κτίρια προσπαθεί να διασώσει στους λιπόσαρκους στίχους του. «Λέξεις χλωμές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία». Πασχαλιές ανθίζουν στο άνυδρο τοπίο. Ρίζες που γυρεύουν να πιαστούν σε μια άγονη γη. Το παρόν που φαίνεται να μην έχει κανένα δεσμό με το παρελθόν, προαναγγέλλει ένα τρομακτικό μέλλον μ’ όλο που ’ναι γεμάτο συνταρακτικά οράματα.
Η ποιητική του:
Πικρά συναισθήματα κάτω από μια χιουμοριστική απάθεια, λεπτομέρειες κοινότοπες με μια ροπή να γίνουν συγκλονιστικές, δίψα του απόλυτου που καταλήγει σε μηδενισμό, εικόνες ρεαλιστικές εναρμονισμένες με την αίσθηση της ψυχικής απομόνωσης, ποίηση γελωτοποιού, μουσική γεμάτη παρατονισμούς, όπου οι επιστημονικοί όροι και οι λόγιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μιαν αμλετική αναποφασιστικότητα.
Το χιούμορ του:
Βλέπω τον Αναγνωστάκη να κάθεται και να γράφει όχι επειδή αγανάκτησε ξαφνικά βλέποντας να περισσεύει γύρω του η διαφθορά, η στενομυαλιά και ο παραλογισμός, όχι γιατί θέλησε να στιγματίσει την κοινωνία της εποχής του και να τη διορθώσει, μα γιατί απλούστατα όλη αυτή η ιστορία ερέθιζε την φαντασία του και τον προκαλούσε να την περιγράψει έμμετρα και σατιρικά. Έτσι, ειρωνευόμενος τα πάντα και τους πάντες, παρωδώντας τα ποιήματα των άλλων και τα δικά του, που είχε γράψει ή σκόπευε να γράψει. Παρωδώντας, λοιπόν, την παρωδία του έγραψε ό,τι του ’ρχότανε, έβαζε τους ήρωές του να παίζουνε θέατρο εν θεάτρω, να χρησιμοποιούν το αισχρό και χυδαίο λεξιλόγιο του καθ’ ημέραν βίου τους. Πολλοί θα πρέπει να πετάξανε με αγανάκτηση το βιβλίο αναφωνώντας: μπάστα, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, δεν είναι σοβαρά από καμιά άποψη, ούτε καν απ’ την ευτράπελη.  
Παραλλάσσοντας σκέψεις του Λαμπεντούζα και του Έλιοτ, του Σεφέρη και του Άρη Αλεξάνδρου. Επιλογή Γ.Ζ.


"Ο ακρωτηριασμένος Κούρος" της Λένας Κατσομίτη

επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com






Ο διευθυντής του αρχαιολογικού μουσείου κοίταζε αποσβολωμένος το ακρωτηριασμένο νέο αρχαιολογικό εύρημα, που είχε μεταφερθεί στο μουσείο για την τελική συντήρησή του πριν την τοποθέτησή του στον χώρο της έκθεσης. Ήταν ένας κούρος του 5ου αι. π.Χ. ιδιαίτερης αρχαιολογικής σημασίας διότι είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με τον κούρο της Αναβύσσου. Βρέθηκε θαμμένος σε έναν λοφίσκο στην ίδια περιοχή και τοποθετημένος σε ένα κασόνι. Η κατάστασή του θα ήταν άριστη, αν δεν είχε βρεθεί μία σφαίρα σφηνωμένη στην περιοχή του εφηβαίου. Η ανάλυση έδειξε ότι η σφαίρα προερχόταν από σύγχρονο κυνηγετικό όπλο και η αφαίρεσή της ανατέθηκε σε μία εξαίρετη συντηρήτρια εξειδικευμένη σε δύσκολες περιπτώσεις όπως αυτή. Η αφαίρεση τής σφαίρας με την ελάχιστη δυνατή φθορά στο άγαλμα  προϋπέθετε ειδικές γνώσεις και δεξιοτεχνία για τις οποίες η εν λόγω συντηρήτρια ήταν γνωστή. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν καταστροφικό- αφού το άγαλμα πλέον ήταν ακρωτηριασμένο στα γεννητικά όργανα και εκείνος ήταν υποχρεωμένος να διατάξει ένορκη διοικητική εξέταση.

***

Η συντηρήτρια παρέλαβε με πρωτόκολλο για την υπηρεσία συντήρησης αρχαιοτήτων, το κασόνι με τον κούρο από την αρχαιολογική υπηρεσία του μουσείου. Στον συνοδευτικό φάκελο υπήρχε μία αναλυτική έκθεση σχετικά με την διαδικασία εύρεσης του κούρου και τέσσερις φωτογραφίες που απεικόνιζαν τον κούρο στο σημείο της ανασκαφής. Η αρχική εκτίμηση της συντηρήτριας, σχετικά με την εξαγωγής της σφαίρας από το άγαλμα, ήταν ότι η αφαίρεση είναι εύκολη και ότι μπορούσε να κάνει την επέμβαση μόνη της χωρίς τη βοήθεια του συναδέλφου που απουσίαζε εκείνη τη μέρα. Εκτίμηση, που επιβεβαιώθηκε αφού η σφαίρα αφαιρέθηκε πολύ εύκολα.  
Κράτησε τη σφαίρα μέσα στη χούφτα της και άρχισε να την χαϊδεύει, να την χαϊδεύει αναρωτώμενη πώς μπορεί να βρέθηκε στο σώμα του αγάλματος. Καθώς χάιδευε τη σφαίρα, αυτή άρχισε να διαστέλλεται, μέχρι που έφτασε στο μέγεθος ενός πορτοκαλιού. Η σταδιακή διαστολή άλλαξε ποιοτικά τη σφαίρα, ώσπου κατέληξε να γίνει διάφανη. Η συντηρήτρια κοίταξε την διάφανη σφαίρα και μέσα της πρόσεξε μία άλλη σφαίρα, σφηνωμένη σε ένα ταβάνι. Την θυμήθηκε αυτή τη σφαίρα. Ήταν εκείνη η σφαίρα που την ώθησε να τρέξει να τον βρει…
 Πυροβολισμός! Σε πυροβόλησαν! Σε πυροβόλησαν! Όχι, ταινία! Σε πυροβόλησαν αλήθεια! Έτρεμες, έκλαιγες, ένα αγόρι, μιλούσες, για ένα αγόρι. Ένα αγόρι χαμένο στη μελαγχολία, ένα αγόρι και οι ανεξερεύνητες στύσεις του, ένα αγόρι σου προσφέρει τον αυνανισμό του και σμιλεύει την στύση σου, ένα αγόρι σε συγκινεί με το τραγούδι του, ένα αγόρι σε προδίδει με μία κάμερα κινητού. Και έρχεται ο πυροβολισμός-εκφοβισμός! Η σφαίρα στο ταβάνι σου! Η μνήμη κολλάει στο δέρμα – έχω σμιλέψει και εγώ τη στύση σου, αλλά χωρίς τραγούδι. Ενοχή-υπακοή, ενοχή-φόβος, ενοχή-μυστικό, ενοχή-ενοχή. Ανυπακοή! Όταν δεν το ξαναέκανα, θύμωσες! Έφερνες γλυκά-και άλλα γλυκά! Με μπούκωνες με γλυκά και η ενοχή είχε γεύση σαντιγί. Έχω φύγει, πλέον, από το σπίτι. Έχω ξεχάσει; Ένα αγόρι, σήμερα, ένα κορίτσι, χθες - το κορίτσι που ήμουν -  και η μνήμη δερματοστιξία. Και έρχεται ο πυροβολισμός! Με πυροβόλησες! Η σφαίρα στο ταβάνι σου εξοστρακίζεται πάνω μου, με διαπερνά και σφηνώνεται στον  κούρο, η σφαίρα στον κούρο,  του σπάω τα αχαμνά….
Η συντηρήτρια έσφιγγε γερά στα χέρια της την σφαίρα, η οποία είχε επανέλθει στη συμβατική της μορφή. Στη συνέχεια, έσκυψε, σήκωσε τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού του αγάλματος από το πάτωμα και τα άφησε στον πάγκο του εργαστηρίου. Ο φαλλός είχε σπάσει σε δύο σημεία, αλλά θα μπορούσε να τον συναρμολογήσει και να τον κολλήσει. Η καταστροφή του αγάλματος, την υποχρέωνε να γράψει μία έκθεση στην οποία να δικαιολογεί την δυσκολία της αφαίρεσης τής σφαίρας καθώς επίσης ότι ήταν εξαιρετικά πιθανή η πρόκληση φθοράς στο άγαλμα, όπως και συνέβη.
 «….ύστερα από μετρήσεις βρέθηκε ότι  η ενσφήνωση της σφαίρας στο άγαλμα είχε πραγματοποιηθεί υπό γωνία 38ο μοιρών και σε βάθος 25 χιλιοστομέτρων (αντιθέτως με την αρχική εκτίμηση ότι η ενσφήνωση της σφαίρας ήταν κάθετη με το επίπεδο του αγάλματος και σε μικρό βάθος) γεγονός που καθιστά την αφαίρεσή της χωρίς σημαντική φθορά στο άγαλμα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα…..
…το τμήμα του αγάλματος που έσπασε σε τρία κομμάτια πρόκειται να επανακολληθεί…..»
Έχοντας μόλις διατυπώσει την παραπάνω φράση, σταμάτησε την συγγραφή της έκθεσης και έπιασε στα χέρια της τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού. Μπορούσε να υποστηρίξει το ψέμα του τρόπου ενσφήνωσης της σφαίρας αλλά της ήταν αδύνατο να επανακολλήσει τον φαλλό στη θέση του.
Ήμουν 33 χρονών και έμενα ακόμη στο σπίτι. Κάθε βράδυ οι ίδιες σκηνές εκτυλίσσονταν ιεροτελεστικά. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ…. Έβλεπες τηλεόραση και χάιδευες την φουσκωμένη στύση σου με το χέρι σου μέσα στο εσώρουχο… κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, πόσα χρόνια; Δεν θυμάμαι. Είχες σταματήσει να μου φέρνεις γλυκά. Πόσα χρόνια; Με τη μητέρα, οι σχέσεις σας συμβατικές. Και έφευγα πάντα από το σαλόνι… και ξενυχτούσες… και ξενυχτούσες και η τηλεόραση συνένοχος στον αισθησιακό παροξυσμό… χάιδευες την στύση σου κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, φεύγοντας από το σαλόνι, ονειρευόμουν ότι πυροβολούσα τη στύση σου που ξεφούσκωνε, θρυμματιζόταν και έλιωνε στον πάγο. Κάθε βράδυ…
Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Διόρθωσε την έκθεση ως εξής: «…είναι αδύνατη η ανασύσταση τους τμήματος του αγάλματος που έσπασε, καθώς θρυμματίστηκε κατά την πτώση του στο έδαφος…». Έσκισε τις φωτογραφίες που έδειχναν την πρότερη κατάσταση του αγάλματος και κατευθύνθηκε προς την αρχαιολογική υπηρεσία για να σβήσει τις ίδιες φωτογραφίες και από τον υπολογιστή. Έχοντας συνεργαστεί πρόσφατα, με τους αρχαιολόγους συναδέλφους της, γνώριζε τον κωδικό πρόσβασης. Στην συνέχεια, βρήκε από τις επαφές του κινητού της τηλεφώνου τον αριθμό του δικηγόρου της. Καταλάβαινε ότι ο διευθυντής του μουσείου θα διέτασσε τη διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης για την καταστροφή του αγάλματος.Καθώς καλούσε τον τηλεφωνικό αριθμό του δικηγόρου, πήρε τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού, τα έβαλε σε ένα γουδί από τον εξοπλισμό του εργαστηρίου και τα κονιορτοποίησε.






Σύντομο Βιογραφικό


Η Λένα Κατσομίτη ζει και εργάζεται στην Αθήνα όπου και γεννήθηκε το 1975. Έχει σπουδάσει στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών για τη Δημόσια Πολιτική και στο Πανεπιστήμιο Leuven του Βελγίου για τα Δημόσια Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Το 2012 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Της Τρέλας το Γλυκό Έδεσμα» από τις εκδόσεις Ηριδανός. 


Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Μια προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Ταξίδια με τον λύκο μου» της Μαρίας Σαββάκη


γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου




εκδόσεις Μελάνι


Πώς συντροφεύει, αλήθεια, ένας λύκος; Αυτό το ιδιαίτερο ον που στοιχειώνει τη σκέψη του πολιτισμένου ανθρώπου μέσα σε θρύλους, παραδόσεις, σε σκοτεινές, φοβικές, εικόνες; Σε ποια ταξίδια θα στεκόταν συνταξιδιώτης μας;
Η Μαρία Σαββάκη, μέσα σε 42 πεζά ποιήματα (του είδους της ποιητικής πρόζας) θα ταξιδέψει με τον προσωπικό της λύκο, οδηγώντας κι εμάς μέσα από τους στενούς διαδρόμους της σκέψης της σε κοινούς φόβους, ανασφάλειες και ανησυχίες, θα μας δείξει τον μοναδικό ίσως δρόμο που πατούν οι επιθυμίες μας, οι πιο βαθιές.
Ο λύκος-συνταξιδιώτης σε έναν ρόλο βουβού παρατηρητή της πορείας του οδηγού-ανθρώπου, σ’ αυτό το ταξίδι ανίχνευσης του εσωτερικού κόσμου. Πού θα καταλήξει αυτή η πορεία; Είναι προδιαγεγραμμένη; Ή μήπως πρόκειται για ένα ταξίδι που επιφυλάσσει εκπλήξεις; Ο λύκος μάλλον εγγυάται για το επικίνδυνο κομμάτι του. Εκείνο ακριβώς που θα συμπέσει με τη ματιά των άλλων ανθρώπων σ’ αυτό το παράδοξο δίδυμο.
Γιατί, να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, αυτό το εκ φύσεως κοινωνικό ον, το τόσο κοντινό σε μας, με τον παρόμοιο συναισθηματικό κόσμο και τη μεγάλη δυνατότητα έκφρασης, κατέληξε αποσυνάγωγο της ανθρώπινης κοινωνίας, ενσάρκωση των απώτερων φόβων του  ανθρώπου. Το ενσωματώσαμε στον δικό μας κόσμο, των πολιτισμένων και οριοθετημένων αντιδράσεων, των λογικών επιλογών, μόνο όταν το υποτάξαμε και το εξημερώσαμε, ώστε να γίνει ο πιστός μας ακόλουθος, με τη μορφή του σκύλου.
Μέσα, όμως, στους στίχους της Μαρίας Σαββάκη ο λύκος-σύντροφος έχει την αρχική του μορφή, αυτή που παραπέμπει στα ενστικτώδη αντανακλαστικά του, αυτή που αναπόφευκτα οδηγεί σε σύγκρουση με τα κατά συνθήκη κοινά της συμβατικά αποδεκτής κοινωνικής συμβίωσης.


Έτσι, έχουμε μπροστά μας μια εικόνα πολλαπλών αναμετρήσεων: το ‘εγώ’ του πολιτισμού και του ορθού λόγου με το ‘εγώ’ του κόσμου των ενστίκτων,  το ιδιωτικό περιχαρακωμένο τοπίο με αυτό του χώρου των πολλών που απαιτεί συμμόρφωση με τα δεδομένα του, σε τελευταία ανάλυση την αναμέτρηση της σκέψης με την ανάγκη της καταγραφής της. Γιατί οπωσδήποτε ενδιαφέρον είναι και το έναυσμα που κινεί το χέρι της ποιήτριας να κάνει αυτό το εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας ή έστω ανίχνευσης επιθυμητής πορείας μέσω της επαφής με αυτό το κομμάτι του εαυτού της. Και γεννάται το ερώτημα: πόσο δυνατό είναι αυτό το ένστικτο, το καταχωνιασμένο μέσα στον άνθρωπο του πολιτισμένου κόσμου; Μπορεί να βγαίνει στην επιφάνεια κάθε που ο ‘λύκος’ ξυπνάει από τον επιβεβλημένο του λήθαργο; Και, αν ναι, τότε πού μας οδηγεί δυνητικά; Και πόσο το αντέχουμε αυτό το απρόσμενο σε εικόνες (ηθελημένο πάντως) ταξίδι;

Ας μην λησμονούμε, ωστόσο, πως ο λύκος είναι από τα πλέον ανθεκτικά όντα, έτοιμο να επιστρατεύσει όλα όσα φέρει προίκα από τη φύση, προκειμένου να επιβιώσει απέναντι σε ανθρώπινες μηχανουργίες και σχέδια εξόντωσής του. Η συντρόφευση μαζί του, επομένως, ενδυναμώνει το αδύναμο ‘εγώ’ που ασφυκτιά από τις κοινωνικές συμβάσεις με απαραίτητη προϋπόθεση όμως να υπάρχει η διάθεση για σύγκρουση με αυτά τα στενά όρια περιχαράκωσης στα θεμιτά και νόμιμα.
Αυτό το ‘άγριο’ κομμάτι του εαυτού μας, αναγκαστικά κρυπτόμενο κάτω από ποικίλες συμβάσεις, νιώθει την ανάγκη να εκφράσει το υγιές υπόστρωμα, αυτό που χαρακτήριζε το ανθρώπινο γένος προτού υποταχθεί στην κοινωνική αναγκαιότητα. Γεμάτο από ενστικτώδη αγάπη για τη ζωή, μια ζωή συντροφευμένη με όλα τα όντα, σε αγαστή συνύπαρξη με τη φύση, χωρίς κυριαρχικές τάσεις απέναντι σε οτιδήποτε πιο αδύναμο εμποδίζει την απόλυτη εξουσία του ισχυρού τάχα ανώτερου όντος.

«να σου πω τι επιθυμώ
πιο πολύ από σένα; να σου μιλάω! να
δείχνω τα λόγια μου στο πρόσωπό σου»

Έτσι θα ξεκινήσει αυτό το ταξίδι με τον λύκο, τον εσώτερο εαυτό, σαν να έχουμε την ‘αρχή του παραμυθιού’.
Σε μια προσπάθεια σωτηρίας προσωπικής, η οποία θα τεθεί υπό έμμεση αμφισβήτηση
«και κοιτάζω μια καλύβα σκουριασμένη
μέσα στα σκίνα, πάνω της ένας σταυρός,
εδώ κάποιος σώθηκε»

άραγε θα σωθεί και η συνταξιδιώτισσα του λύκου;

Γιατί σ’ αυτό το ταξίδι δεν υπάρχουν ορατά εφόδια
«ούτε φωτιά έχουμε μαζί μας
ούτε σωσίβιο δάκρυ»

που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν απέναντι στα εμπόδια, ορατά κι αυτά, αλλά ούτε και το άλλοθι της συγκίνησης. Κυνικό ίσως; Απολύτως συνταιριαστό πάντως και ετυμολογικά με τον λύκο-κύνα.

Υπάρχουν άραγε κάποιες ‘σταθερές’ να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα
«καθώς ψάχνεις μέσα σου για ένα σωρό αμετακίνητους τόπους»;

Αυτά τα ταξίδια είναι φτιαγμένα με σκληρά υλικά και μόνο για όσους
«τολμούν τα άχραντα και
τα βαθιά κρυμμένα».
Κυρίως γιατί από κάποια στιγμή και μετά ο λύκος είναι που θα πάρει το τιμόνι και θα οδηγεί. Πόσο έτοιμοι είμαστε για μια τέτοια ανατροπή, τη σημαντικότερη όλων;
Ανοιχτό αφήνει το ερώτημα η ποιήτρια. Μα  δεν νομίζω πως θα μπορούσε και να το κλείσει σε στεγανά λόγια. Ο χώρος στον οποίο κινήθηκε είναι ανοιχτός από παντού. Πολλά τα εχθρικά βλέμματα, πολλές οι παγίδες που στήνονται, ίσως πολλές και οι αμφιβολίες του ίδιου μας του εαυτού για το εγχείρημα.
Πιστεύω ότι η ποιητική πρόζα που επέλεξε ως τρόπο ‘αφήγησης’ έδωσε το απαραίτητο πλαίσιο, ώστε να κινηθεί πιο ευέλικτα η σκέψη και η δική της αλλά και η δική μας, ως αναγνωστών της. Από κει και πέρα ο δρόμος ανοιχτός και για μας να συναντήσουμε τον προσωπικό μας λύκο και να αναμετρηθούμε με την ιδιόμορφη οπτική του. Ένα ταξίδι που οφείλει να κάνει ο καθένας, προκειμένου να διατηρήσει εναργή τη φυσική ζωή μέσα του. Με κόστος ίσως; Μπορεί ναι. Με αναμφίβολο όφελος ωστόσο στον τελικό απολογισμό.

Διώνη Δημητριάδου

"ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΡΑΣΟ" του Γιώργη Μαρκάκη




ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΡΑΣΟ

Γιώργη Μαρκάκη

Έκδοση Μουσείου ‘’Λυχνοστάτης’’


Γράφει η Ρένα Πετροπούλου- Κουντούρη

Καθώς στέκομαι με το βλέμμα καρφιτσωμένο στο εξώφυλλο ενός ακόμα βιβλίου, ενός καθόλου τυχαίου βιβλίου , με τα μάτια υγρά από την έντονη αναμόχλευση βαθιά κρυμμένων συναισθημάτων που μου προξένησε η απολαυστική του ανάγνωση, έμπλεα θαλπωρής από τη ζεστή αγκαλιά του, μια φωνή εσωτερική μου ψιθυρίζει πώς ο καθένας από μας είναι πράγματι, -όπως έχουν κάποιοι ήδη αποφανθεί-, δημιούργημα των αναγνωσμάτων του. Των ηρώων που του έμαθαν τη ζωή, των στίχων που έντυσαν τα καρδιοχτύπια του, των εννοιών που κουβάλησαν τα φορτία των  αναζητήσεων του,
του γραπτού λόγου που του έμαθε να βλέπει και να περιγράφει τον κόσμο.

Μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία της αναπαράστασης της ζωής, εμπιστευόμαστε κι ακουμπάμε την ελπίδα μας στον εκάστοτε συγγραφέα για ένα ακόμα ραντεβού με το φως και τη γνώση. Σκεφτείτε μόνο το αναντικατάστατο παιχνίδι της γλώσσας με τη φαντασία, την απαράμιλλη γοητεία του να πλέουν εικόνες στο χαρτί , τη δράση που ταξιδεύει χωρίς διαβατήριο μέσα μας, το στιβαρό χέρι που σου γραπώνει την καρδιά, ανοίγει την κάνουλα των δακρύων, σου δένει κόμπο το στομάχι, συσπά τους μυς του προσώπου σου, σε φορτώνει ανήσυχα όνειρα και προβληματισμούς , ή σου δίνει τόση χαρά που μπορεί να σε κάνει ακόμα και να τραγουδάς στο δρόμο.

Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο ‘’Άσπρο ράσο’’ του γνωστού οφθαλμιάτρου και λογοτέχνη Γιώργη Μαρκάκη, εισέπραξα όλα τα παραπάνω, πράγμα που τ’ ομολογώ μου συμβαίνει με ελάχιστα κείμενα, εισέπραξα τη μαγεία του γραπτού  λόγου σ’ όλο το μεγαλείο της.

Ο Γ. Μαρκάκης γεννήθηκε στη Σητεία, φοίτησε στο Βαρβάκειο και στη συνέχεια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε ως Ανθυπίατρος στα Τάγματα Προκαλύψεως και την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, ενώ διετέλεσε διευθυντής Οφθαλμολογικής κλινικής στο Ηράκλειο. Είναι επίκουρος καθηγητής Οφθαλμολογίας,  επίτιμος πρόεδρος της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κρήτης, μέλος της διεθνούς ενώσεως Ιατρών συγγραφέων, μέλος του λογοτεχνικού συνδέσμου Ηρακλείου, καθώς και ιδρυτής του Μουσείου παραδοσιακής ζωής και λαϊκού πολιτισμού Κρήτης’’ Λυχνοστάτης’’. Έχει γράψει τα βιβλία ’’Αναλαμπές σε σκοτεινό θάλαμο’’1983,’’Άνω Τελεία’’1986, ‘’ Όπως πέρυσι,  όπως και πάντα’’1997.

Το τέταρτο κατά σειράν βιβλίο του ’’Το Άσπρο Ράσο’’ περιλαμβάνει εικοσιέξι διηγήματα που βασίζονται –τα είκοσι από αυτά-σε πραγματικές ιστορίες παρμένες από την καθημερινότητα του γιατρού με τους αρρώστους, κατά την διάρκεια της σαρανταεπτάχρονης θητείας του στην άσκηση της μαχόμενης ιατρικής των προκεχωρημένων φυλακίων, μια πονεμένη θητεία στο ανθρώπινο χρέος– όπως ο ίδιος αποφαίνεται- ενώ τα υπόλοιπα  έξι κεφάλαια είναι εφευρήματα της φαντασίας του συγγραφέα  για να δώσει προφανώς στο κείμενο μυθιστορηματική διάσταση.
Ένας εξαιρετικά ευρηματικός τρόπος είναι αδιαμφισβήτητα η εισαγωγή , ένα από τα κατ’ εξοχήν δυνατά σημεία κάθε λογοτεχνικού έργου, που εντυπωσιάζει από τη πρώτη στιγμή τον αναγνώστη.

Ένας δεκαοκτάχρονος νέος καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις όσον αφορά τον επαγγελματικό του προσανατολισμό ανάμεσα στην Ιατρική και τους Μηχανολόγους του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, πράγμα το οποίο προβληματίζει αρκετά τον ίδιο αλλά κι τους γονείς του. Έπειτα από δική τους προτροπή επισκέπτεται το ‘’αρχονταρίκι’’, εξοχική κατοικία του γιατρού νονού του όπου φιλοξενείται για μερικές μέρες. Ο νονός του ενημερωμένος προφανώς από τους γονείς για το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο ‘’φιλιότσος’’ του,  αφού του δίνει τις απαραίτητες συμβουλές , του εμφανίζει ένα φάκελο με την ονομασία ‘’Το άσπρο ράσο’’, (συγκινητικός και ευφυής ο παραλληλισμός της ιατρικής μπλούζας με το λιτό ένδυμα των ιερωμένων),  προτρέποντας τον να διαβάσει τις αληθινές ιστορίες που ο ίδιος έχει καταγράψει κατά τη διάρκεια της πολύχρονης ιατρικής του πορείας, σκοπεύοντας μ’ αυτό τον τρόπο να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση για το μέλλον του.

Μέσα από μια συγκλονιστική παρέλαση μοναδικών περιστατικών που γίνονται ανεκτίμητα καθώς η γλαφυρή πένα του Γ. Μαρκάκη τα στιλβώνει με την πατίνα του πραγματικού και συνάμα του καθημερινού, του ανθρώπινου, συνθέτοντας με τη φρεσκάδα μιας εφηβείας ανθηρής, γεμάτης όνειρα, τόλμης και αναμφισβήτητης γοητείας την υπέρ έννοια της ανιδιοτελούς προσφοράς του ιατρού προς τον ασθενή, αυτή την βαθιά ανθρώπινη και ιερή σχέση , που στη σημερινή εποχή με την εμπορευματοποίηση της ιατρικής επιστήμης- βλέπε ‘’φακελάκι’’ -παύει δυστυχώς να υφίσταται .
Σταχυολογώ μόλις ένα μικρό μέρος από φράσεις –διαμάντια που ο συγγραφέας με τον αυθορμητισμό που του παρέχει η αγάπη  για τούτη την επιστήμη –λειτούργημα και τη δεδηλωμένη συγγραφική του ικανότητα συνθέτει με επιδεξιότητα, ευαισθησία και πάθος .
’’ Στα χέρια σου γιατρέ μου, στο Θεό και στα χέρια σου…. ‘’Πίστη, πάθος, λαχτάρα και τόλμη, όλα τα μπορούν σ’ αυτό τον κόσμο…Όταν η καρδιά το θέλει πολύ, το θαύμα είναι τόσο κοντά μας. Μες στα χέρια μας…’’Φράσεις δυνατές που φέρνουν στο νου ρήσεις από τον ‘’Αλχημιστή ‘’του Πάολο Κοέλο, καθώς καταγράφονται στο πρώτο διήγημα του βιβλίου
’’ Κομπολόγια και κομποσκοίνια ‘’ και αφορούν στον πρώτο άρρωστο του συγγραφέα, το Φωτεινιώ, μια μόνη, πάμφτωχη γυναίκα που ο νεαρός γιατρός θεραπεύει από βαρύτατο ίλιγγο .
Στο διήγημα ‘’Ο…μηλιγγίτης’’, διαβάζουμε για την έμμονη σκέψη, τη μονομανία ενός υπίατρου για τη συγκεκριμένη πάθηση που τελικά σώζει το στράτευμα από μια επιδημία μηνιγγίτιδας, αλλά τοποθετεί το νεαρό , τότε,  συγγραφέα σε θέση μελλοθάνατου, αφού τον υποχρεώνει να μεταβεί στο Λοιμωδών σαν ιατρός συνοδός του ασθενή που εξεδήλωσε το πρώτο κρούσμα.
‘’Στο ‘’Άσπρο ράσο ‘’ παρακολουθούμε την περίπτωση ενός αγρότη που χριστουγεννιάτικα φέρνει το παιδί του- ένα κωφάλαλο αγόρι με γλαύκωμα στο τελευταίο στάδιο και στα δυο μάτια με τη δυσοίωνη προοπτική της σίγουρης τύφλωσης,- στην ιδιωτ. Κλινική του συγγραφέα. ‘’Άσπρο ράσο’’ είναι η ιατρική μπλούζα που ‘’ανεπαισθήτως’’ μεταλλάσσεται κάθε φορά σε ράσο , -λειτούργημα γαρ μέγα η Ιατρική-μόνο που αντί για μαύρο είναι λευκό, ’’άσπρο ράσο’’ γιατί μια ζωή  ο σωστός γιατρός ’’επ’ αλλοτρίοισι ξυμφορήσι ιδίας καρπούται λύπας’’. ’’Γιατί το μόνιτορ μπορεί να καταγράφει ταχύτερα τον αριθμό των σφυγμών του αρρώστου, μα δεν είναι ανθρώπινο χέρι, που κρατά το σφυγμό και που ταυτόχρονα νοιώθει και την δική του καρδιά να πάλλεται μ’ αυτήν του αρρώστου. Και πάει να σπάσει στα 180, να λιποθυμήσει στα σαράντα, να σβήσει μαζί του όταν νοιώθει το σφυγμό να χάνεται κάτω από τ’ ακροδάχτυλά του.’’
Στο ‘’Τα μάτια έμειναν στυλωμένα’’ ΣΤΗ ‘’πόρτα’’, ανακαλύπτουμε με θλίψη τη δύναμη της νιότης που ευνουχίζεται απ’ τη συνήθεια. ‘’Έτσι ξεκινούν οι νέοι πάντα τη ζωή τους. Με όνειρα, μ’ ιδανικά, μ’ ανιδιοτέλεια. Και σιγά-σιγά η ζωή τους ψαλιδίζει τα φτερά . Κι η πτήση όλο χαμηλώνει…’’
Στο ‘’Έλεος γιατρέ μου’’,  (Ογδονταπεντάχρονος πρώην διοικητής του συγγραφέα ζητά μετά από σαράντα χρόνια την ιατρική του βοήθεια), συναινούμε στο ότι’’ Ο στρατός αρχίζει εκεί που τελειώνει η ανθρώπινη λογική. Κι η ανθρώπινη λογική τελειώνει εκεί που αρχίζει η ανθρώπινη ευαισθησία.’’
‘’Είχαμε μείνει στην ανθρωπιά, γιατρέ μου.’’
’’Συνάντησες την ομορφιά , στάσου , καμάρωσέ τη, συνάντησες την ανθρωπιά, σκύψε προσκύνησέ τη.’’
 ’’Εύρηκα’’. Η θριαμβευτική ανακάλυψη και αποκάλυψη μιας σπανιότατης και σοβαρότατης πάθησης του αγαπημένου καθηγητή του νεαρού γιατρού που μόλις είχε αποφοιτήσει από την ειδικότητα της Οφθαλμολογίας, στη Σητεία, έχει δυστυχώς τραγική κατάληξη).
Dum spiro spero,  (όσο αναπνέω ελπίζω) αλλά και Dum spero spiro. (Όσο ελπίζω αναπνέω).Ένας γιατρός δεν πρέπει να σκοτώνει ποτέ την ελπίδα .
 ‘’Την ελπίδα, αυτή τη θεϊκή πνοή , που όσο φυσάει μες στην καρδιά , τη ζωντανεύει και δίνει αξία στη ζωή.’’
‘’Κι εσύ Άι Γιώργη μου;’’(Η ευθύνη για το γυάλινο μάτι ενός παιδιού, αποτέλεσμα  εγκληματικής αμέλειας του πατέρα, φορτώνεται τελικά στον οφθαλμίατρο ), ‘’Σαββατόβραδα και πριγκηπέσσες’’( Ένα γαμήλιο ταξίδι που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ ή μάλλον βιώθηκε νοερά από μια θλιμμένη πριγκηπέσα- ασθενή μέσα από την οθόνη που πρόβαλλε έγχρωμες διαφάνειες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, στην Οφθαλμ. Κλινική ένα μελαγχολικό Σαββατόβραδο).

Διατρέχω εν τάχη τα κείμενα, επειδή πιστεύω πως δεν πρέπει όλα ν’ αποκαλύπτονται και ν’ αφήνεται τελικά ο αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα: ’’Των λαγών η κατάρα’’ (Η απίστευτη ιστορία δυο αδελφών που χάνουν κι οι δυο την όρασή τους, ο ένας ηθελημένα).‘’Το μεγαλύτερο σχολειό στον κόσμο είν’ η αρρώστια’’. ’’Το μπλε πουκάμισο’’(Το δαχτυλίδι της Παναγίας) που αναμφισβήτητα μαζί με το κορυφαίο ’’Μαρίας ανάμνηση’’ (διάγνωση κακοήθους όγκου στον εγκέφαλο σε 17χρονη κοπέλα)και ’’Τα… υπερτριάκοντα αργύρια’’(ιστορία ενός χανσενικού που όλοι του έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα φοβούμενοι μια ήδη θεραπευμένη λέπρα), είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα πιο δυνατά διηγήματα που έχουν γραφτεί ποτέ.

Ξαποσταίνω για λίγο στον ‘’Άρειο Πάγο’’ για να υποκλιθώ στη μαγεία, το μεγαλείο και τη μαστοριά της παραδοσιακής κρητικής μαντινάδας, ‘’μαντινάδα =γοργή σα χελιδόνι-σύντομη σαν ανάσα-αποτελεσματική σα σφαίρα’’, σταματώ ’’στο Μύλο’’  για να ψηλαφίσω με τρεμάμενη καρδιά τον μοναδικό ύμνο της συζυγικής αγάπης ενός μυλωνά προς την λατρεμένη του Ελένη,( υπάρχουν άραγε ακόμα τέτοιοι άντρες;), μαντινάδες που ο ερωτευμένος μυλωνάς έγραφε με κάρβουνο στους τοίχους του μύλου του κάθε χρόνο στη γιορτή της, και που ο συγγραφέας διέσωσε και στέγασε την ευωδιά τους και την αγνότητα του πάθους τους στο λαογραφικό μουσείο του ‘’Λυχνοστάτης’’, στη Χερσόνησο της Κρήτης ,  μουσείο της Πέτρας και της Μαντινάδας.

Αφήνω για το τέλος  ‘’Τα πρώτα ρόδα του Μαγιού’’(Η απέραντη ευγνωμοσύνη ενός ασθενή προς τον γιατρό που του έδωσε πίσω το φως του,  μεταφράζεται στην ετήσια προσφορά μιας ανθοδέσμης με τα πρώτα ρόδα του Μαγιού από την αυλή του , για πάνω από δεκαοχτώ χρόνια.) ‘’Κι όσο θα ζω θα ‘ σου ‘ρχομαι το Μάη με τα ρόδα ’’κι  έρχομαι στον επίλογο ‘’Και γράψε…’’(Γιατρός ψυχών . Πρώτα η θεραπεία της ψυχής και μετά τα φάρμακα.)’’Μόνο έναν γιατρό  κοιτάζουν μέσα στα μάτια μ’ ευγνωμοσύνη, σα Γιατρό Ψυχών. Τον Μηχανικό μόνο τον πληρώνουν…’’

Ο συγγραφέας -ποιητής  ξεκλειδώνει τα μυστικά της δύναμης που έχει το φως όταν γίνεται ακτίνα, όταν πέφτει σε φωτοευαίσθητες περιοχές και στιγματίζει την επιφάνειά τους .Ο Γ. Μαρκάκης  παραθέτοντας σοφές και σωστά δομημένες εναλλαγές στην αφήγηση, περιγράφει με αριστοτεχνική δεινότητα τις φιλοσοφικές συζητήσεις κι αναζητήσεις νονού-βαφτισιμιού ,οι οποίες είναι γραμμένες στο σύνολό τους με απέραντη ευαισθησία, οξυδερκή παρατήρηση, και με θησαυρισμένες στο μάκρος της ζωής γνώσεις , ενώ λειαίνοντας τις λεπτομέρειες και στήνοντας μπροστά στον αναγνώστη το ποίημα της οφειλής του γιατρού προς τον ασθενή (ιατρική βοήθεια και θεραπεία ψυχής) αλλά και του ασθενή προς τον γιατρό του( αιώνια ευγνωμοσύνη κι εμπιστοσύνη ), καταφέρνει επιδέξια να φέρει στο προσκήνιο όλο τον ανθρώπινο και πολιτιστικό πλούτο αυτής της  τόσο ιδιαίτερης σχέσης . 

Υπάρχει αλήθεια μεγαλύτερη και ιερότερη προσφορά αλλά και παράλληλα αμοιβή,  απ’ το να δώσεις πίσω το φως;
Θα ήταν παράλειψη όμως να μην αναφερθώ στις συνεχείς αναφορές στην λατρεία της φύσης, της θάλασσας, του ορίζοντα, και της πανέμορφης κρητικής γης και γλώσσας, -της γλώσσας του Βιτσέντζου Κορνάρου,  της μουσικότερης, της πλαστικότερης γλώσσας που μίλησαν ποτέ ανθρώπινα χείλη , κατά τον Γιώργο Σεφέρη. Σ’ αυτά τα κείμενα, τις μαντινάδες αλλά και τα ποιητικά αποσπάσματα  που αναφέρονται στο ‘’Αρχονταρίκι’’, στο σπίτι με το μύλο, στο σημαντικό δημιούργημa ενός σπουδαίου κι αγαπημένου ζευγαριού, -, το μουσείο ‘’Λυχνοστάτης’’ - όνειρο μιας ολόκληρης ζωής που ντύθηκε μ’ αλήθεια, για το οποίο είναι και θα πρέπει να είναι περήφανο το ζεύγος Γ. Μαρκάκη αφού μέσα του περικλείει και ανασταίνει όλο το μεγαλείο και τη συνέχεια της κρητικής παράδοσης-, ξεδιπλώνεται μπροστά μας  ένα από τα ωραιότερα τοπία της ψυχής του συγγραφέα . Εδώ ο Γ. Μαρκάκης,  ολοκληρωμένος πλέον λογοτέχνης και δεινός μάστορας του λόγου,  αναδεικνύει ολοζώντανα και καταθέτει απλόχερα,  την ίδια την ψυχή του.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο , λοιπόν, που ’’Το Άσπρο Ράσο’’ επιλέχθηκε για να διδάσκεται ως κώδικας δεοντολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης,  από τον πρύτανη Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Γιάννη Παλλήκαρη και τον καθηγητή κ. Χρήστο Λιωνή.
.
Καλή συνέχεια σ’ έναν άνθρωπο που ευδοκίμησε να δει και να βιώσει πράγματα κι αξίες που ελάχιστοι αξιώνονται. Πραγμάτωσε τα όνειρά του μέσα από μια συνεχή προσφορά στον άρρωστο, στον συνάνθρωπο, στην κοινωνία, στην οικογένεια, στον Πολιτισμό.
Κλείνοντας του αφιερώνω με σεβασμό, θαυμασμό κι εκτίμηση δυο στίχους μου.
‘’Θυμήσου,
 θα’ ναι κρίμα απ’ τη ζωή αυτή να φύγεις,
δίχως ν’ αφήσεις πίσω σου σφραγίδα.
Θα’ ναι καλό να σε θυμούνται
για κάτι άριστο.
Τι θα’ ναι αυτό, εσύ θα κρίνεις.
Θυμήσου μόνο πως ,

όλοι από τις πράξεις μας
κρινόμαστε…





Ο Γιώργης Μαρκάκης γεννήθηκε στη Σητεία. Φοίτησε στο Βαρβάκειο και στη συνέχεια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στα τάγματα προκαλύψεως και στη στρατιωτική σχολή Ευελπίδων (1954-1958). Διευθυντής Οφθαλμολογικής Κλινικής (1961-1990) στο Ηράκλειο. Επίτιμος πρόεδρος της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κρήτης και Επίτιμο μέλος του Ομίλου Μελετητών της Ιστορίας της Οφθαλμολογίας. Μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Ιατρών Συγγραφέων και του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου. Ιδρυτής του Μουσείου Παραδοσιακής Ζωής και Λαϊκού Πολιτισμού Κρήτης "Λυχνοστάτης". Ιδρυτικό μέλος του Μουσείου Ιστορίας της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης.


Η Τυραννία Του Χατζή Αλή Χασεκή Στην Τουρκοκρατούμενη Αθήνα 1772-1796


«Το Χρονικό της Σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια 
της τυρανίας του Χατζαλή» του Π. Σκουζέ (εξώφυλλο).


[…] Ο Σκουζές (1776-1847) μας άφησε δύο έργα, απομνημονεύματα και τα δυο, παρόμοια περίπου αναμεταξύ τους, έτσι που να εικάζεται ότι το δεύτερο γράφθηκε με την εντύπωση ότι το πρώτο είχε χαθεί· πληρέστερο είναι το παλαιότερο, γραμμένο στα 1841. Ο Σκουζές αφηγείται τα ιστορικά των Αθηνών από τον καιρό της τυραννίας του Χασεκή και συνεχίζει με την αυτοβιογραφία του. Πρόκειται για ένα έργο που το διέπει ο ίδιος προσωπικός τόνος, ο πόνος για τα βάσανα της Αθήνας και γενικά των ραγιάδων. Ο λόγος του Σκουζέ, σημαδεμένος από τις ατέλειες της λαϊκής γλώσσας του καιρού του, φανερώνει όμως μια πραγματική συγγραφική προσωπικότητα. Είναι παραστατικός, γοργός, γεμάτος αφέλεια. Η διάρθρωση της φράσης και της σύνθεσης δεν υπακούει σε κανόνες της συγγραφικής τέχνης, ούτε στους νόμους της λογικής, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από τους ψυχολογικούς συνειρμούς. Έτσι παρουσιάζει συχνά μια κυκλική έκθεση, όπου σε διαδοχικά στρώματα αρτιώνεται η αφήγηση.
[…] Σκέψη και λέξη χωρίς διανθίσεις, μόνο με ουσία: η παράθεση είναι συχνή και δίνει συχνά στην αφήγησή του χαρακτήρα ελλειπτικό· όμως έτσι φθάνουμε σ’ ένα όριο συγγραφικό, την σύνθεση μέσα στην λιτότητα. Θαυμάζει κανείς, όταν βρίσκεται μπροστά σε συγγραφικές ιδιοφυΐες σαν του Σκουζέ και του Μακρυγιάννη· […]
 Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 327-328.


Η ζωή του ως τα 1794 που πεθαίνει ο πατέρας του είναι όμοια με τη ζωή χιλιάδων παιδιών, που δουλεύουν γύρω στις 15 ώρες τη μέρα για λίγα άσπρα το μήνα. Περνά διαδοχικά από πολλά και περίεργα επαγγέλματα, για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί, ώσπου φτάνει στη Σμύρνη. […]
[…] το γύρισμα του αιώνα τον βρίσκει να κυβερνά μια γολέτα, που κάνει ταξίδια ανάμεσα Σμύρνη, Σύρο και Τριέστι. Σιγά-σιγά απλώνει τα πανιά του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και στα 1803 με 1804 είναι πλοίαρχος στο καράβι του Δημητρίου Χριστοφόρου […].
Με τον καιρό απόχτησε δικιά του κορβέτα […]. Μ’ αυτό το πλοίο λοιπόν, τον καιρό που ο Ναπολέων πολεμούσε στην Ισπανία κι ο Νέλσων με τον αγγλικό στόλο είχε αποκλείσει τα ισπανικά παράλια, ο Παναγής Σκουζές επιδόθηκε στο εμπόριο (λαθρεμπόριο θα ήταν σωστότερο) του σταριού με τους Ισπανούς. […]
[…] η περιουσία που αποχτά μ’ αυτή του την εμπορική και ναυτιλιακή δραστηριότητα ο Παναγής Σκουζές είναι πολύ σημαντική. Τα χρήματά του τα τοποθετεί στην αγορά κτημάτων στην Αττική. […]
 Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, «Εισαγωγικά». Παναγής Σκουζές, Απομνημονεύματα. Η τυραννία του Χατζή-Αλή Χασεκή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα (1772-1796), επιμ.-εισαγ.-σχόλια: Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 1975, 27-28.


[…] με την έκρηξη της επανάστασης αγοράζει με δικά του χρήματα ένα φορτίο όπλα στην Ιταλία και τα μεταφέρει στην Ελλάδα με ένα Ολλανδικό πλοίο, κρυμμένα κάτω από εμπορεύματα, για τον εξοπλισμό των Αθηναίων. […] Τον καιρό που ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη ο Παναγής ήταν ανάμεσα στους πολιορκημένους και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες για την υπεράσπισή της […].
[…] Στα 1830, ύστερα από τη Συνθήκη του Λονδίνου, αγόρασε από τους Τούρκους που έφευγαν από την Αθήνα μεγάλες εκτάσεις, που αποτέλεσαν τη βάση της κτηματικής περιουσίας της οικογένειας Σκουζέ. Επιδόθηκε επίσης σε εμπορικές, κτηματικές και τραπεζικές εργασίες. […] Τέλος, ύστερα που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου, ο Σκουζές ίδρυσε την ομώνυμη Τράπεζα που είναι από τα πρώτα πιστωτικά ιδρύματα που ιδρύθηκαν στη χώρα και που έπαιξε ένα όχι ασήμαντο και ευεργετικό ρόλο στην προσπάθεια για εξυγίανση κι ανόρθωση της οικονομικής ζωής της χώρας γενικά και του εμπορίου ειδικότερα.
Με την ιδιότητα του τραπεζίτη και του εμπόρου πήρε μέρος στις συζητήσεις και τις προκαταρκτικές εργασίες για την ίδρυση Εθνικής Τραπέζης. […]
Ο Παναγής Σκουζές πέθανε στα 1847 σε ηλικία 70 χρονών. Η ιστορία του και η ιστορία ολόκληρης της οικογένειας Σκουζέ (από τον καιρό της Βενετικής κατάληψης της Αθήνας ακόμη) είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της ελληνικής αστικής τάξης: των θριάμβων της και των καταστροφών της. […]
 Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, «Εισαγωγικά». Παναγής Σκουζές, Απομνημονεύματα. Η τυραννία του Χατζή-Αλή Χασεκή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα (1772-1796), επιμ.-εισαγ.-σχόλια: Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 1975, 29-30.




Γεωγραφία νεωτερική


Η Γεωγραφία νεωτερική είναι έργο των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγόριου Κωνσταντά που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1791. Είναι περιηγητικό έργο που επικεντρώνεται σε κοινωνικά και ιστορικά θέματα των περιοχών που περιγράφονται. Θεωρείται από τα πιο σημαντικά έργα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι συγγραφείς του υιοθέτησαν για την εποχή τους καινοτόμες μεθόδους, βασίστηκαν στην προσωπική έρευνα των περιγραφόμενων περιοχών και χρησιμοποίησαν τη σύγχρονή τους ευρωπαϊκή βιβλιογραφία.
Η Γεωγραφία νεωτερική, έργο γραμμένο στη δημοτική, περιγράφει τις κοινωνικές εξελίξεις και διατυπώνει προοδευτικές για την εποχή ιδέες. Κατακρίνει την κοινωνική ανισότητα και τον οικονομικό κατασπαραγμό που προκαλεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κοντογεώργης Δημήτριος: «Δανιήλ Φιλιππίδης», 2008, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, εκδ. «Εύξεινος Πόντος».

Μανόλης Αναγνωστάκης: Ο ποιητής και η πολιτεία του


http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=2467

Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus, τίμησε τη μνήμη του μεγάλου ποιητή.
 
Στην εκδήλωση μνήμης συμμετείχαν και μίλησαν: για τη σατιρική ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη ο καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευριπίδης Γαραντούδης, για τη λογοτεχνική κριτική του ο ποιητής και κριτικός Νάσος Βαγενάς, για την υπόλοιπη συγγραφική δραστηριότητά του ο μελετητής λογοτεχνίας Γιώργος Ζεβελάκης. Τέλος, ο σκηνοθέτης και πεζογράφος Λάκης Παπαστάθης θα μιλήσει για τις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει ο ποιητής στην τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο», ενώ παράλληλα θα υπάρχει προβολή αποσπασμάτων από αυτές τις συνεντεύξεις, με τον Μανόλη Αναγνωστάκη να μιλά για την τέχνη του και την εποχή του. Την εκδήλωση, την οποία επιμελήθηκε ο  Νάσος Βαγενάς, συντόνισε  η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, Χριστίνα Ντουνιά.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ενώ χαρακτηρίστηκε ο «ποιητής της ήττας» αφού οι στίχοι του αποτύπωσαν τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. «Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή», έλεγε ο ίδιος. «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει». 

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Την διετία 1943-1944 διετέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα», του εκπολιτιστικού ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα του γραπτά στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». 
Το 1948 φυλακίστηκε για την έντονη δράση του στο φοιτητικό κίνημα. Το επόμενο έτος καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, όμως απελευθερώθηκε με την γενική αμνηστία το 1951. Τα χρόνια 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στην Βιέννη και στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στην Θεσσαλονίκη. Την περίοδο 1959 - 1961 εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973). Το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το «Κρατικό Βραβείο Ποίησης» (1986) και το «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» (2002), ενώ αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 2005, στην Αθήνα. Άφησε πίσω του 88 δημοσιευμένα ποιήματα που γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Το 1979 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και το 1983 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» σε ιδιωτική έκδοση. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.