Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΟΣΩΠΑ - ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΩΚΟΣ



O Ζαχαρίας Σώκος, γνωστός από την τηλεόραση και τις πολύ αξιόλογες συνεντεύξεις του με πρόσωπα του πολιτισμού, εμφανίζεται στα γράμματα με την ποιητική συλλογή "Άλλα ρούχα" και βάζει το δικό του στίγμα. Ο ίδιος έχει περάσει σε μια νέα φάση της ζωής του περισσότερο ολοκληρωμένη και φιλοσοσφημένη όπου, χωρίς να αρνείται το παρελθόν του,  θέλει να επικοινωνήσει κυρίως μέσα από την γραφή.  "Όχι μόνο η ποίηση αλλά κάθε ενέργεια του ανθρώπου αντλεί τη γνώση  και την εμπειρία από το παρελθόν αφού το μέλλον στην ουσία δεν υφίσταται. "  λέει στην συνέντευξη που παραχώρησε στο cantus firmus. 








  ΣΤΗ   ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ

Ήταν  μεσάνυχτα  και  μετά, σκοτάδι  αλλόκοτο ,κι  η  θεία  αυγή  αργούσε  ακόμα. Άρρωστη  άπνοια  έγλειφε , σαν  χορτασμένος  σκύλος , τις  ώρες  που  μηρυκάζουν  σκέψεις. Ξάφνου  αεράκι  απόκοσμο  ανασήκωσε  το  φόρεμα  της  μνήμης  και  ένα  ρίγος , ίδιο με  την  ανατριχίλα  στις  απότομες  κατηφοριές  των  βαγονιών  στο  λούνα παρκ ,   ξάμωσε  στο  κορμί  μου.
Ταξίδια  νύχτας  ξεπέζεψαν , γεύση  αόρατης  παρουσίας.

       Πού  πάτε  περασμένα  μεσάνυχτα  παιδιά
        Η  νύχτα  είναι  κόκκινη  μα  οι  χάρες  της  ασπρίσαν
        Κι  έχω  μεγαλώσει  πια  και  δεν  αντέχω  τα  ξενύχτια
Πάμε  μου  γνέφει  ο  Κωστής
Έλα  μου  κάνει  ο  Τάσος
Κι  ακολουθώ
        Σταυροκοπιούνται  οι  οδηγοί
        Ριγούν  οι  φανοστάτες
Γυρνώ
Κι  είμαστε  λέει  στη  Μεσογείων
Πλημμύρα  μαύρο  γάλα
Κι   άλικο  έπεφτε  χιόνι     
         Βλέπω  τον  Κώστα  άλουστο
          Τον  Τάσο  δίχως  δόντια
          Και  μέσα  στα  χεράκια  τους
          Η  αργυρή  τους  κόμη
          Περνά  και  η  μανούλα  μου
          Και  δε  με  αναγνωρίζει


    Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Η       Σ Υ Μ Μ Α Θ Η Τ Ω Ν

Ως  να  ήταν  σε  ταινία   βουβή
Σε  σύθαμπο  του  χρόνου
Κι  ήταν  πληγές  ψιμύθιο  περασμένες
Αλλά  του  χρόνου  τα  σημάδια  δεν  ακούνε

Κι  ένα  αεράκι  άηχο  να  τρεμοπαίζει
Ρούχα  φαρδιά , μαλλιά  αραιά  που  υποχωρούνε
Ευθυτενή  τα  βλέμματα  συμβιβασμένες  υγρασίες

Κατέβαιναν, ανέβαιναν , αποχωρούσαν 
Ήταν  σε   κίνηση αργή  ψαρί  κοπάδι
Με  το  συναίσθημα   μαλλί  ακούρευτων  προβάτων 
Μπλεγμένο    κολλιτσίδες  και  ασπαλάθους  να  βαραίνει

Και  σάμπως  κάτι  τους  συνέδεε
Τόσοι  μαζί  να  προχωράνε , χωρίς  λόγο,  δε  συμβαίνει

Τον  χρόνο  κουβαλούσανε
Σαν  σε  κηδεία.

          ΟΙ    ΜΝΗΜΕΣ

Κρεμαστών  ρολογιών  άηχος  κούκος  οι  μνήμες

 Αμηχανία  σκορπούν

Στο  αίθριο  των  εκκρεμοτήτων

Έπειτα  φυγαδεύονται  ακατάληπτα

Σαν  τραπουλόχαρτα

 Στα  χέρια  δεξιοτέχνη  ταχυδακτυλουργού

Σε  μια  ερεβώδη  αναμονή

Πικρό  οξυγόνο  η  ελπίδα

Που  εξυφαίνει  τη  σκουριά  της  αχρησίας

Τόσους  αθρηνολόγητους   θανάτους

Χωρίς  την  παραμικρή  αίσθηση  της  σφαγής

Δοξολογεί  απειροστούς  η  καθημερινότητα

Το  δάκρυ  λουόμενο  αντανακλαστικό

Ματαιωμένης  κυριαρχίας  επιφώνημα

Μικρής  ή  μεγάλης  ορθοπεταλιάς  του  εγώ


Μέχρι  δακρύων

             ΤΟ   ΜΟΛΥΒΙ

Αχ ,  ενεστώτα  της  βροχής
Με  το  μολύβι  θα  σε  ντύνω
Οι  επιθυμίες  να  λιγοψυχούν
Ζάρια  σαν  παίζουν  με  το  χρόνο

Το  μελάνι  αντέχει  επώδυνα
Αιχμάλωτο    σε  κρατάει
Αν  ίσως  κάποτε  συρθείς
Βορρά  μιας  λύπης , μιας  αιμόπτυσης
Μιας  έστω  ανοίκειας  ομολογίας

Το  μολύβι  μοίρα  χοϊκή
Έρχεται  και  φεύγει
Το  ίχνος  του  μετακλητό
Μια  δίμετρη  μονοκονδυλιά
Μια  υποψία
Που  χάραξε  τη  μαύρη  γης  την  κατακλειδωμένη
Και  τώρα  ανθούνε  λούλουδα
Χορεύουν  πασχαλίτσες
Κόκκινες , κίτρινες ,πορτοκαλί
Με  βούλες  πασχαλίτσες
Κι  ορθοτομούν  τον  έρωτα  

Και  σεις  λέξεις  ανάπηρες   το  τι  ποθώ  δεν  λέτε
Το  τι  θωρώ  δεν  γράφεται  κι  ό,τι  μιλώ  ξεχνιέται.



Η   Β Ρ Ο Χ Η

Άτακτο  ποδοβολητό
Της  βροχής  οι πρώτες  ψιχάλες
Ήχους  ζωγραφίζουν 
Στα  ηχηρά  φύλλα της  μανόλιας
Έτσι  δεν  υποψιάζεσαι την αποστολή  ευεργεσίας
Με  το  φόβο σου αναμετριέσαι
Την   σαγήνη  της  βροχής
Των  δένδρων  τον  ίσκιο  που  ξεγυμνώνει
Στο  σφαγείο  του  έρωτα  να  τα  σύρει

Γιατί  στον  ιερό – όλα  από  πάνω  έρχονται – τον γάμο,
Κι όλα  από  κάτω  αναβλύζουν
Όπως  αυτή  η  πληθυντική  σταγόνα
Ίδια  με  κέρμα  που  διέλαθε  των  δακτύλων
Το  αλευρωμένο  χώμα  του  καλοκαιριού αναταράζει
Καθώς  τη  θωρείς  σε  πλάνο  κοντινό
Αστέρα  μακρινού  το  έδαφος  που  κοχλάζει
Σαν  το  χυλό  σε  δυνατή  φωτιά

Αχ , αυτή  η  αέναη  θερμότητα
Από  τα  μέσα  προς  τα  έξω  πως  εκβάλλει
Και  τρέχουν  τα  παιδιά  στο  ξάγναντο
Τον  άλλο   εαυτό  τους να  ανταμώσουν
Μη  ξέροντας  πως  ο  έρωτας  σελώνει  τ’ άλογό  του._




  Του   Θάμυρη   το   ταξίδι


    "…Θάμυριν τον  Θρήικα  παύσαν  αοιδής…στεύτο  γάρ  ευχόμενος
                                   νικήσεμεν  εί  πέραν αύται  Μούσαι  αείδοιεν…"
                                                                                                  ΙΛΙΑΔΑ     Β  595-598

Του  Αι Γιώργη  θα ήταν,
τρανή  γιορτή
και  εσύ, μακρύ  ταξίδι  Θάμυρη ,
από  τη Θράκη  στα  παλάτια  του  Ευρύτου,
τόσες  μέρες  όσες  η  ζωή  σου  οδοιπορώντας,
δεν  είδες,
μέσα  στα  έλατα  της  Οιχαλίας
τις  δάφνες  τις  εριθηλείς,
θεσπέσιε  αοιδέ,
του Δία  τις  θυγατέρες
κρυμμένες  που ήταν
προσμένοντας  από  εσένα   
το  νεύμα   αναγνώρισης  της  δωρεάς  τους .                                                                                                                                                                                                                                                    
Μα  εσύ 
λησμόνησες  της  οίησης  τα  δώρα
και  παίνεμα  δικό  σου  πρόβαλες
τις  μούσες  να  νικήσεις.

Πώς  τόλμησες τέτοια  αποκοτιά
πού βρήκες  τόσο  θράσος
τα  λέιζερ  θα σε  τύφλωσαν ,τα εφέ,
τα  φώτα  τα αστραφτερά.

Κι  αυτές
 στην  αειπάρθενη  τη  μοναξιά  τους
βλαστήμια  το  εξέλαβαν
κι  όλα  στα  πήραν  πίσω , Θάμυρη ,
 δικά τους  που  ήταν
και  τέχνη  και  φωνή.


Και  τώρα  γυρεύεις,
Εσύ,  ο  άριστος  των  αοιδών,
συμπόνια  σε  ξενυχτάδικα  της  επαρχίας
των  ξεπεσμένων  πια  περίγελως
τυφλός  κι  ατάλαντος
Θάμυρης  ο  επηρμένος.-                                    




ΤO  MΕΛΛΟΝ


Αχ , αστεράκια  σε  ματιού  ψιχάλισμα
Αντεστραμμένο  που  νομίζεις  χελιδόνι
Της  νυχτερίδας  παφλασμός  σε  μελανί  βελούδο
Για  ένα  τρικέρατο  κουνούπι  που δεν είναι –

Μετά  στο   γκρίζο  σούρουπο  χάνεται
Πίσω  απ’ τα  μαύρα  δένδρα
Κι  είναι  αθέατο,  ανύπαρκτο  μάλλον
Σαν  τον απόηχο  του  αόρατου  θιάσου
Την  ανείδωτη  γύμνια
Του  πονηρού  που την  προβάλλει  σαρκασμός
Δαιμονική  συγκίνηση  να  αρπάξει.

Κι  όμως  η  γη  θα  φοράει  ανθούς
Ως  του  θερμοκηπίου  την  εξαΰλωση
Κι  άλλο  τόσο  μετά , ωχ  Θεέ  μου,
Μέχρι  στη  μακαριότητα  του  κόκκινου  γίγαντα  να  αναληφθεί.

Ως  τότε  πολιτικοί, ιερείς, γραμματιζούμενοι  και  μάγοι
Θα  συνωθούνται  παίζοντας  πόκερ  τις  ψυχές  μας
Με  χτύπησε  ένα  αμάξι  στη  γωνία
Ούτε  τσιγάρα  δεν  πρόλαβα  να  πάρω

Ποιο  μέλλον
Τρέχα  γύρευε  που  λέει  κι η  Δημουλά.

με τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο

με τον γλύπτη Βασίλη Παπασάικα

-Τα πρώτα σας ποιήματα είναι ένας διάλογος με τους  γονείς σας.  Είναι η ποίηση μια βουτιά στο ατομικό παρελθόν μας; Χρειάζεται να ξαναδούμε την ζωή με τα παιδικά μας μάτια;
Τα πρώτα ποιήματα σχετίζονται με τη μητέρα  και τον πατέρα  γιατί οι σχέσεις με αυτά τα πρόσωπα είναι μοναδικές και καθοριστικές, για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και όχι με τη διάθεση της οφειλής. Θέλουμε δεν θέλουμε, τα πρόσωπα αυτά, είναι σημεία αναφοράς σε κάθε αναστοχασμό στο παρελθόν, ιδιαιτέρα αφού, πλέον, μόνο με τη μνήμη μπορείς να τα προσεγγίζεις  και δεν έχω κανένα λόγο να αρνούμαι τη σημασία τους στη ζωή μου, έστω και αν αυτό φαντάζει  κοινότυπο. Φοβάμαι ότι στην τανυσμένη  προσπάθεια διαφορετικότητας στο όνομα της νεωτερικότητας, της  μετανεωτερικότητας  και όποιου –ισμού, και προκειμένου να αποφύγουμε τέτοια ‘’στίγματα’’, όπως η παραδοσιακή ιεράρχηση των προσώπων που καθόρισαν την ύπαρξή μας οδηγούμαστε σε τραγελαφικές  συγχύσεις  που για να τις ξεδιαλύνουν αναλαμβάνουν οι περί των νοσημάτων  της ψυχής ασχολούμενοι. Από τέτοιες καταστάσεις έχει γεμίσει η κοινωνία μας πλέον…
  Όχι μόνο η ποίηση αλλά κάθε ενέργεια του ανθρώπου αντλεί τη γνώση  και την εμπειρία από το παρελθόν αφού το μέλλον στην ουσία δεν υφίσταται. Μόνο παρόν υπάρχει που την ίδια στιγμή γίνεται παρελθόν, το μέλλον ποιος το γνωρίζει...;
    Νομίζω ότι είναι και λίγο αυταπάτη να λέμε να δούμε τη ζωή με τα μάτια του παιδιού, γιατί τα παιδικά μάτια δεν υπάρχουν πλέον, ανήκουν στη μνήμη και η μνήμη είναι ο πιο δόλιος οδηγός. Τα μάτια μου είναι αυτά που βλέπω τώρα. Βέβαια λέγεται ότι η πραγματική πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, η εποχή της αθωότητας, όμως τότε ήταν και η εποχή της άγνοιας και των μεγάλων φόβων. Άλλωστε η λέξη νήπιο προέρχεται από το νή- έπος ήτοι το άλαλο… ίσως και λόγω της αλαλίας μια ακατέργαστης αθωότητας..Λίγο μπερδεύονται τα πράγματα δε νομίζετε… μεγάλες οι συγχύσεις στο νεωτερικό άνθρωπο, άρα μεγάλες και οι προκλήσεις…
 -Πολλά ποιήματά σας είναι αφιερωμένα σε φίλους σας : Κωστή Παπαγιώργη, Σταύρο Χατζηθεοδώρου, Γιώργο Μαρκόπουλο, Βασίλη Πασάικα κ.ά. Είναι η φιλία μνήμη;
   Οι φίλοι είναι  συνδεδεμένοι με την ίδια μας τη ζωή. Είναι πρόσωπα οικία και αγαπητά. Αν η ευτυχία υπάρχει ,με την έννοια της καλής τύχης ,τότε ευτυχία είναι να έχεις και καλούς φίλους. Τι ωραία η αίσθηση όταν πας να συναντήσεις έναν καλό φίλο… Βέβαια επειδή στις φιλίες υπάρχει και ένα ορατό ή αόρατο και συνήθως υποσυνείδητο  στοιχείο ερωτισμού και οι φιλίες υπόκεινται στον αντίστοιχο κανόνα. Αυτό σημαίνει ότι κάποτε παραμονεύει και η ματαίωση των προσδοκιών αλλά και ο ανταγωνισμός που οδηγεί ακόμα και στη ζηλοφθονία κ.α… Μεγάλα θέματα μπερδεμένα και πονεμένα...Όμως σε κάθε περίπτωση, ακόμα και του τραύματος, οι φίλοι είναι ευλογία. Αυτή η συλλογή είναι και ένα είδος μοιρολογιού, θρήνου και μνημόσυνου σε αγαπημένους φίλους όπως  ο Κωστής Παπαγιώργης  και ο συμμαθητής μου Τάσος Ρειζόπουλος  που "έφυγαν" την ίδια εβδομάδα παίρνοντας μαζί τους και ένα κομμάτι απ’ τη ζωή μου… Στο ποίημα "Στη Μεσογείων" εμπεριέχονται αλλά και σε άλλα ποιήματα.
-Στο ποίημά σας «ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ» γράφετε «κρεμαστών ρολογιών άηχος κούκος οι    μνήμες…». Οι μνήμες και η ανάκλησή τους  μπορούν να ανανοηματοδοτούν την σχέση μας με τον χρόνο με τρόπο ώστε να μας θυμίζουν πόσο πολύτιμος είναι αλλά και πόσο γρήγορα χάνεται μέσα σε μια αδυσώπητη καθημερινότητα;
Στο ποίημα "Οι μνήμες" όπου γράφω "κρεμαστών ρολογιών άηχος κούκος οι μνήμες" εννοώ ότι, συνήθως ή μάλλον πάντα, οι μνήμες δεν ρωτούν για να σε επισκεφθούν. Αν δε δεχτούμε το φροϋδικό  ότι  διάρκεια έχουν οι ένοχες και ανικανοποίητες καταστάσεις τότε ότι εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία μπορεί να ξεβγαίνει στη μνήμη οποτεδήποτε, σαν τον κούκο των κρεμαστών ρολογιών που ξαφνικά πετάγεται  σου κάνει κου-κου και ξανά στην τρύπα του, τη  μνήμη… Για αυτό πιο κάτω στο ποίημα γράφω για το "αίθριο των εκκρεμοτήτων". Οι εκκρεμότητες είναι καταστάσεις ενοχής και ανικανοποίητου… Και στα όνειρα, υποτίθεται, ότι κάπως έτσι γίνονται τα πράγματα, απλώς αγνοείται ο σκηνοθέτης τους.
-Μπορούμε να αθανατίσουμε τον χρόνο και την ζωή  μέσα από τις λέξεις ή οι λέξεις είναι «ανάπηρες» όπως γράφετε στο ποίημά σας «ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ» «το τι ποθώ δεν λέτε, το τι θωρώ δεν γράφετε κι ό,τι μιλώ ξεχνιέται.»;
    Εδώ έχουμε ένα από τα σημαντικότερα θέματα. Η παροιμία αναφέρει: "λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυρας". Οι λέξεις ποτέ δεν μπορούν να αποδώσουν τις άπειρες όψεις  των  όσων βλέπουμε, των αισθητών δηλαδή. Είναι ανάπηρες λοιπόν αφού αδυνατούν ,σε κάθε περίπτωση, να αποτυπώσουν το αισθητό κι ακόμα το τι πραγματικά νοιώθουμε. Και βέβαια τα λόγια είναι φτερωτά "έπεα πτερόεντα". Αναφορικά με το χρόνο. Με απασχολεί πολύ είναι αλήθεια η έννοια του χρόνου, του χώρου και του χάρου, τα τρία χι δηλαδή, που μάλλον είναι άγνωστα Χ. Η εξίσωση είναι άλυτη. Εγώ δεν έχω τις απαντήσεις κι ούτε σε λυσάρια τις βρήκα, εκτός κι αν είναι σωτηριολογικά. Υπάρχουν προσεγγίσεις από μεγάλους διανοητές, αλλά που να πάρει είναι πολλές και δυσκολεύομαι ποια να διαλέξω. Η καλύτερη είναι να αξιωνόμουν  να αποδεχτώ  και να υιοθετήσω κάποιο λυσάρι, αλλά αυτό είναι όπως θα το πω  "να αξιωθώ να πιστέψω"… Ως τότε, φέξε μου και γλίστρησα… Πάραυτα, είμαι περίπου σίγουρος ότι ο έρωτας ακυρώνει το θάνατο, αλλά- τι κρίμα- πρόκειται για στιγμιαία κατάκτηση..!Τι να πω για τόσο μεγάλα θέματα, έτσι τα νοιώθω έτσι τα λέω και σίγουρα είναι ζητήματα για πάρα πολλούς τόμους, πολλοί μάλιστα είναι ήδη γραμμένοι..!
-Η ποιητική σας συλλογή είναι χωρισμένη σε τρία μέρη με τους εξής τίτλους: «Ανοιχτά συρτάρια», «Ταΐστρες» και «Το δέμα». Τι αντιπροσωπεύει κάθε τίτλος για εσάς;
Ναι, η ενότητα "ανοιχτά συρτάρια" υποδηλώνει ότι άνοιξα τα συρτάρια μου και παρουσίασα, δημόσια, τα ποιηματάκια μου. Είναι δεδομένο, για όσους με γνώριζαν, ότι η ποίηση ήταν για μένα κάτι αγαπητό από την εφηβική ηλικία ακόμα. Τώρα γιατί άργησα, να ανοίξω τα συρτάρια μου ,είναι ένα άλλο θέμα. Με την ενότητα "ταΐστρες" υπονοώ τις μεγάλες δεξαμενές της συλλογικής μας ύπαρξης που είναι ο Όμηρος, ιδιαίτερα η Ιλιάδα και το δημοτικό τραγούδι. Ταΐστρες  είναι τα σκεύη- χώροι όπου τοποθετούνται οι τροφές των ζώων. Όμηρος λοιπόν και ο λόγος των δημοτικών τραγουδιών οι μεγάλες  ταΐστρες των Ελλήνων. Η ενότητα "το δέμα" εμπεριέχει ποιήματα παλιότερα Μάλιστα το ποίημα "το δέμα" είχε αναδειχτεί πρώτο σε πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό, το αναφέρω στις σημειώσεις στο τέλος της συλλογής.
-Στα ποιήματά σας κάνετε πολλές αναφορές σε δημοτικά τραγούδια. Ποια η σχέση σας με την παράδοση; Πιστεύετε πως η γλώσσα διατηρήθηκε ζωντανή μέσα από την συλλογική μνήμη;
Τα δημοτικά τραγούδια παραμένουν ένας εξαίρετος θησαυρός και μια ανεκτίμητη δεξαμενή που σαφέστατα διατήρησαν τη συλλογική μνήμη και το λαϊκό αίσθημα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ο ελληνικός πολιτισμός βρίσκονταν σε αμυντική στάση. Δεν έχω ουσιαστική βιωματική σχέση με την παράδοση καθότι, στην ουσία, είμαι παιδί της πόλης. Απλώς την προσεγγίζω χωρίς συμπλέγματα, μάλλον γιατί όπως είπα δεν έχω βιωματική σχέση, και με συγκινεί βαθύτατα. Το είπα και πριν, είναι μία από τις κύριες τροφούς ή ταΐστρες των Ελλήνων. Για να ορίσουμε το που πάμε πρέπει να γνωρίζουμε από πού ερχόμαστε. Οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας διαμορφώθηκαν και καθορίστηκαν  από το δημοτικό τραγούδι και ακόμα εκφράστηκαν με αυτό, κι ακόμα η παράδοση του Βυζαντίου ,που ενώ σκοντάφτουμε καθημερινά πάνω της σε ένα βαθμό την αγνοούμε ή την αρνούμαστε. Πολλές οι σχιζοειδής καταστάσεις στο είναι των σημερινών Νεοελλήνων, πάλι για πολλούς τόμους… Πιστεύω ότι ο συλλογικός μας ψυχισμός "ακουμπάει" περισσότερο στην Ανατολή  παρά στη Δύση. Δεν μου αρέσει να είμαι δογματικός σε κανένα θέμα. Όμως η άρνηση, για παράδειγμα, της παρηγορητικής ,τουλάχιστον, αξίας της "εξοδίου ακολουθίας" της ορθόδοξης παράδοσης και η αντικατάστασή της με ορθολογικές επιλογές που προέρχονται από ιδεοληψίες ή μη αναχωνευμένο μιμητισμό με προβληματίζει. Ότι παραλάβαμε- ως συλλογικό σώμα – πρέπει με γνώση, σύνεση και σοφία και όχι αστόχαστη βιασύνη να το διαχειριστούμε…
-Τι είναι για εσάς η γλώσσα;
    Η γλώσσα είναι τα πάντα, αφοριστικό αυτό αλλά έτσι νοιώθω… Και τι ευλογία, μάλλον αναξιοποίητη, να μιλάμε αυτή τη μαγική γλώσσα και να πατάμε τα ίδια ακριβώς χώματα που περπάτησε ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και άλλοι γίγαντες της σκέψης… Ο Κ. Παπαγιώργης είχε πει ότι είναι σκάνδαλο της ιστορίας  αυτός ο τεράστιος πολιτισμός έφτασε σήμερα να εκφράζεται  από αυτόν τον οχληρό βαλκάνιο λαό και αυτό το κρατικό μόρφωμα – έτσι το είπε – που λέγεται σημερινή Ελλάδα… Πάλι πολλοί τόμοι, πολλά ερωτηματικά, και πολύ δουλειά για τις ερχόμενες γενιές. Η γλώσσα πάντως η ελληνική είναι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του πολιτισμού του ανθρώπου και θα έχει καθοριστική συμμετοχή σε ότι θετικό πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, όπως είχε και μέχρι τώρα…
-Με τα ποιήματά σας θέτετε προβλήματα που αφορούν την ανθρωπότητα όπως ο χρόνος, η πατρίδα, οι ανθρώπινες επιθυμίες και οι διαψεύσεις τους. Θα χαρακτηρίζατε την ποίησή σας υπαρξιακή;
    Αν υπαρξιακή  ποίηση εννοούμε την ποίηση που δίνει πρωτεύουσα σημασία στα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης τότε ναι είναι… Σίγουρα πάντως δεν είναι μια ποίηση μόνο πολιτική, αλλά με τον τρόπο της την εμπεριέχει  ή μια ποίηση που να στηρίζεται μόνο στη μυθολογία ή την ιστορία αλλά ενίοτε εμπνέεται από πρόσωπα του μύθου ή της ιστορίας… Νομίζω ότι κοινός τόπος είναι οι αγωνίες του ανθρώπου απέναντι στα διαχρονικά  ζητήματα που αφορούν την ύπαρξή του και βεβαίως ο έρωτας και η θνητότητα. Αναφορικά με την τρέχουσα πολιτική, ελπίζω και φοβάμαι ότι μετά 100 χρόνια οι Έλληνες θα αναστοχάζονται ότι συμβαίνει σήμερα και θα κλαίνε και θα γελάνε… Φοβάμαι επίσης με ότι βλέπω να έρχεται και ανησυχώ πολύ. Ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο όπου δεν ορίζεται από πού ακριβώς έρχεται η απειλή, την αισθανόμαστε όμως, και  ποιος είναι ακριβώς  ο εχθρός… Είναι σαν τον παπά, παπάς εδώ, παπάς εκεί, πού είναι ο παπάς..; Υπάρχουν παπατζήδες μάλλον πίσω από τους πολιτικούς και ο κόσμος έχει τρελαθεί… Μπορεί ο εχθρός να κρύβεται και μέσα μας… Πολλά σκέφτομαι… Αλλά να ξέρουν όλοι "…ο θάνατος ο πούστης αυτός ο χαμερπής…" παραμονεύει…  Αυτό είναι από ποίημα μου χα χα χα…
-Στο ποίημά σας « Ω ΕΛΠΗΝΟΡΑ» συνομιλείτε με πολλούς ποιητές που εμπνεύστηκαν από αυτό το ομηρικό πρόσωπο όπως ο Σεφέρης, ο Μακλίς, ο Έζρα Πάουντ, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάκης Σινόπουλος κ.ά. Τι είναι για εσάς ο Ελπήνορας;
     Ναι γνωρίζω ότι ο Ελπήνορας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για όλους αυτούς τους σπουδαίους ποιητές. Ένας αντιήρωας δηλαδή- γιατί τέτοιο πρόσωπο ήταν ο Ελπήνορας- ερέθισε πολλούς. Εμένα με ερέθισε το γιατί όλοι αυτοί ασχολήθηκαν με έναν αντιήρωα  του Ομήρου.  Και βέβαια η συγκλονιστική συνάντηση του πεθαμένου Ελπήνορα με τον καπετάνιο του Οδυσσέα όταν αυτός  πήγε στον κάτω κόσμο για να ρωτήσει τον μάντη αν θα γυρίσει στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας δεν γνώριζε ότι  ο ναύτης του Ελπήνωρ είχε σκοτωθεί. Το συγκλονιστικό όμως είναι ο διάλογος  που έγινε μεταξύ τους. Ο νεκρός Ελπήνορας ρωτάει τον ζωντανό επισκέπτη: "Οδυσσέα άκλαυτος κι αμνημόνευτος τι θες στον κάτω κόσμο;" Δηλαδή  αναγνώρισε ότι δεν είχε πεθάνει γιατί δεν είδε σ’ αυτόν την φροντίδα(= κηδεία )που γίνονταν από τους ζωντανούς σε όσους αποχαιρετούσαν. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό συγκλονίστηκα, αλλά και κατάλαβα την απαράμιλλη  στάση του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στους νεκρούς… Κι ακόμα με ερέθισε το όμορφο όνομά του. Ελπήνορας, τι ωραίο όνομα...και τότε έμαθα ότι ήταν ένας αφελής σύντροφος του Οδυσσέα που τα ήπιε και ανέβηκε μεθυσμένος σε ένα περιστύλιο από όπου έπεσε, σκοτώθηκε και δεν το πήρε πρέφα κανείς…!
 -Κύριε Σώκο, είστε επιτυχημένος δημοσιογράφος με εκπομπές που φιλοξένησαν ανθρώπους του πνεύματος. Ποια ήταν «Τα ΑΛΛΑ ΡΟΥΧΑ» που θα θέλατε να είχατε φορέσει;
Ευχαριστώ για το πετυχημένος αλλά δεν αισθάνομαι να μου περιποιεί τιμή, το αντίθετο μάλιστα θα έλεγα… Αλλά ευτυχώς δεν είμαι πετυχημένος… Μέσα σ’ αυτή την απαιδευσία και ακηδία για τη γνώση, στο χώρο της  δημοσιογραφίας, προσπάθησα να κάνω κάτι που να μου αρέσει και να είναι κοντά στα ενδιαφέροντά μου. Όμως έχω γνωρίσει και αξιόλογους και σοβαρούς ανθρώπους στο δημοσιογραφικό χώρο που δεν είναι γνωστοί, λογικό άλλωστε… Όποιος σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό του προσπαθεί να κρατηθεί μακριά από την αγοραία κατάσταση που επικρατεί στο χώρο… Πολλά τα κύμβαλα τα αλαλάζοντα, οι γανωμένοι τενεκέδες και ως συνήθως "αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάει η κότα", και βέβαια "ώ καιροί ώ ήθη". Η εκπομπή "Απόστροφος" του Τρίτου προγράμματος της ΕΡΑ, την οποία μου εμπιστεύτηκε  ο τότε Γεν. Δ/της της ΕΡΑ συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου, της οποίας ήμουν παραγωγός, έχει καταγράψει φωνές ανθρώπων του πολιτισμού, με όσο πιο πολύ μπορούσα συνεπή τρόπο, και νομίζω ότι θα έχει την αξία της και μετά – ελπίζω- 50 χρόνια.
     Τα άλλα ρούχα που θα ήθελα να είχα φορέσει δεν είναι ούτε ράσα, ούτε στολή αστροναύτη, αλλά τα ρούχα που "γι’ αλλού κινάμε κι αλλού η ζωή μας πάει"… Και βέβαια τα μη δημοσιογραφικά ρούχα με τα οποία με γνώριζαν κάποιοι άνθρωποι… Δυστυχώς, ενώ η δημοσιογραφία και η συν-γραφή έχουν κοινό τόπο τη γραφή είναι εντελώς αντίθετες… Ελπίζω να μην έχω κάψει όλες τις φλάντζες και να μου περίσσεψε ψυχή για ό,τι αγαπάω, τη λογοτεχνία. Έτσι θα πορευτώ από εδώ και πέρα και όπου και ό,τι βγει. Απλώς τής είμαι αφιερωμένος με συνέπεια και σύμβαση αποκλειστικής  απασχόλησης κι ακόμα είμαι έτοιμος για όσες  υπερωρίες απαιτηθούν…! Καλή επιτυχία στην προσπάθειά σας και  ευχαριστώ για τη δυνατότητα που μου δώσατε να φλυαρήσω…


με τον τραγουδοποιό Ορφέα Πιερίδη

με τον πατέρα Φιλόθεο Φάρο






Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος μέλος ΕΣΗΕΑ, π. Διευθυντής Απόδημου Ελληνισμού και Δορυφορικής Τηλεόρασης ΕΡΤ. Αρχισυντάκτης και παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών και παραγωγός της ραδιοφωνικής εκπομπής του "Τρίτου" προγράμματος της ΕΡΑ "ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ". Δ/ντης Σύνταξης του περιοδικού
"ΠΕΡΙΣΤΥΛΟΝ". Εργάστηκε ως αρχισυντάκτης σε εφημερίδες και περιοδικά. Σπούδασε Οικονομία και  Σκηνοθεσία. Ζει στην Αγία Παρασκευή από το 1961.
Η ποιητική συλλογή "Άλλα ρούχα" είναι η πρώτη ποιητική του συλλογή και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.



ΟΛΒΙΑ ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ


Τραγουδάκι (χορικό)

“Όσο θυμάμαι και ξεχνάω, σε θυμάμαι: 
σαν την ηχώ του κοχυλιού και σαν το Μπάτη, 
σαν καραβάκι, σα χρυσόμηλο δραγάτη... 
Μου φέρνεις δάκρυα στα μάτια από μια γλύκα,
που έψαχνα, και στ’ αδειανά σου μάτια βρήκα:
Μου έλεγες “Είμαστε Περηφάνειες”.
Σου απαντούσα “ίσως είμαστε Διαφάνειες...”
Κάποτε, δε μιλούσαν οι φωνές μας,
άλλοτε, φωνασκούσαν οι καρδιές μας.
Μου έδωσες τις αυτοκρατορείες,
τα δώρα των αιώνων μου χαρίζεις:
μην πάψεις να πιστεύεις ή να ελπίζεις!
Πως είσαι μόνος, είναι δεδομένο -
κι εσύ κι εγώ, μαζί κι ο κόσμος όλος:
κι ωστόσο, τί αστείος τέτοιος δόλος -
να μας χωράει ο Ουράνιος ο Θόλος!
Μια λέξη, είναι άλλη, είναι η Άλλη:
τέτοια είναι η μοίρα των ποιημάτων,
τέτοια των ποιητών, των Ασωμάτων...
Για σένα τραγουδάω, που τους μοιάζεις:
που είσαι όπως θέλεις-και-δε-θέλεις -
που είσαι αίνιγμα και είσαι και η λύση,
που είσαι φύση, μέσα από τη φύση...”

Ολβία Παπαηλίου, 2015

"To Μαύρο Τετράγωνο του Καζιμίρ Μαλέβιτς"


Ξαναδιαβάζοντας τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Πηγή:http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=562808

Η επανέκδοση των Απάντων του αργεντινού συγγραφέα στις δοκιμασμένες μεταφράσεις των Δημήτρη Καλοκύρη και Αχιλλέα Κυριακίδη


Σε κάποια γενέθλια, πριν από χρόνια πολλά, σε ξένο τόπο, έλαβα δώρο έναν τόμο με κείμενα του Μπόρχες, διηγήματα και δοκίμια, στην κλασική έκδοση Labyrinths του Penguin. Η συνοδευτική - εκτενής - αφιέρωση έγραφε: «Ελπίζω να απολαύσεις αυτές τις ιστορίες όσο κι εγώ. Δεν ξέρω αν θυμάσαι το Φαρενάιτ 451, όπου, αφότου αρχίζει η καύση των βιβλίων, μια μικρή ομάδα απομνημονεύει έργα για να τα διασώσει. Σκέφτομαι συχνά ότι, αν τύχαινε να βρεθώ σε αυτή την κατάσταση, θα μάθαινα απ' έξω κείμενα του Μπόρχες. Αφενός ποτέ δεν έγραψε μυθιστόρημα όταν πέντε σελίδες αρκούσαν για να πει μια ιστορία και έτσι θα ήταν εύκολο να τα απομνημονεύσω (λυπάμαι τον ταλαίπωρο που θα έπρεπε να αποστηθίσει τους Αδελφούς Καραμαζόφ). Αφετέρου, θα αποκόμιζα την αίσθηση όχι μόνο ότι απομνημονεύω τα κείμενα του Μπόρχες αλλά ότι διασώζω το σύνολο της λογοτεχνίας (όπως μία από τις βιβλιοθήκες του). Οταν διαβάζεις τις ιστορίες του είναι σαν να ανοίγει ένα παράθυρο στον λαμπρό κόσμο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, του μύθου και του θρύλου... Σε κάνει να θέλεις να διαβάσεις. Δεν θα είχα διαβάσει ποτέ τις σκανδιναβικές σάγκα, κέλτικη μυθολογία, το έπος των Νιμπελούνγκεν αν δεν ήταν ο Μπόρχες. Και χάρη σ' αυτόν ανακάλυψα εκ νέου τον Στίβενσον, τον Τσέστερτον, τον Ουέλς...». Θυμάμαι ακόμη αυτή την ενθουσιώδη εξομολόγηση, τη θυμάμαι ως χαρακτηριστική περίπτωση της επενέργειας των αφηγήσεων του Μπόρχες (1899-1986) στους αναγνώστες του.

Ποιητής, δοκιμιογράφος αλλά φημισμένος κυρίως για την πεζογραφία του, ο Μπόρχες δημιούργησε, κατά τον Ιταλο Καλβίνο, «εκείνο το ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος που είναι το μπορχεσιανό διήγημα». Λαβύρινθοι, καθρέφτες, όνειρα, εγκυκλοπαίδειες, βιβλιοθήκες που εκτείνονται στο άπειρο συγκροτούν το σύμπαν του Μπόρχες, ο οποίος αποτυπώνοντας την οικουμενική τάση για φαντασίωση «αντικατέστησε», γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ, «τον Τσέχοφ ως τη μείζονα μορφή επίδρασης στο διήγημα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα».

Για χάρη του ο Δημήτρης Καλοκύρης και ο Αχιλλέας Κυριακίδης, αφότου τον πρωτοδιάβασαν, στα αγγλικά ο πρώτος, στα γαλλικά ο δεύτερος, έμαθαν ισπανικά για να τον μεταφράσουν. Από τους συστηματικούς μεταφραστές του - όπως ήταν και ο Τάσος Δενέγρης - συγκέντρωσαν τις μεταφράσεις τους σε δύο τόμους που πρωτοκυκλοφόρησαν από τα Ελληνικά Γράμματα (Απαντα τα πεζά, 2005 και Ποιήματα, 2006) και επανεκδίδονται τώρα αναθεωρημένες σε τρεις τόμους από τις Εκδόσεις Πατάκη. Θα ακολουθήσουν, εντός του 2014, δύο τόμοι Δοκιμίων σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, ενώ σχεδιάζονται για το μέλλον τόμοι με επιλογές από τα δεκάδες κείμενα που ο Μπόρχες έγραψε σε συνεργασία με άλλους. Η εκδοτική περίσταση ευνοεί την επανεξέταση του Μπόρχες στο πλαίσιο της ελληνικής λογοτεχνίας και των σύγχρονων προβληματισμών.
ΠοιήματαΜετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης. 
Εκδόσεις Πατάκη, 2014, 
σελ. 312, τιμή 16,40 ευρώ

Οι τόμοι συνοδεύονται από εκτενές εργοβιοχρονολόγιο Μπόρχες από τον Καλοκύρη στα Ποιήματα - ο οποίος ανθολογεί και μεταφράζει στην παρούσα έκδοση τρία νέα ποιήματα: «Πείνα», «Σονέτο στο κρασί» και το νεανικό «Μουσικό κουτί» - και ο Κυριακίδης στα Πεζά διευκολύνει την πρόσβαση στο διακειμενικό σώμα των διηγημάτων με χρήσιμα ευρετήρια.  Η βραβευμένη μετάφραση του Κυριακίδη πέρασε από μια επεξεργασία «φινιρίσματος», ενώ ο Καλοκύρης ξαναδούλεψε τις ρίμες του με μια νότα ελευθερίας.

Η προϊστορία της πρόσληψης του αργεντινού συγγραφέα στην Ελλάδα τοποθετείται στο 1947, όταν ο Αρης Δικταίος μεταφράζει στο περιοδικό Κύκλος το ποίημα «Dulcia linquimus arva», στο πλαίσιο μιας τολμηρής πρωτοβουλίας να εισαγάγει στην Ελλάδα ισπανόφωνους συγγραφείς - μια πρωτοβουλία που δεν είχε συνέχεια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 τον μεταφράζει ο Γ. Δ. Χουρμουζιάδης στη Νέα Εστία και ο Νάνος Βαλαωρίτης στο περιοδικό Πάλι. Την έναρξη της συστηματικής ενασχόλησης με τον Μπόρχες σηματοδοτούν τη δεκαετία του 1970 οι πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις έργων του στα ελληνικά Λαβύρινθοι (1974),Η αναφορά του Μπρόντι (1974), Ιστορίες (1975), Ανθολογία (1979), η οποία κορυφώνεται εκδοτικά την επόμενη δεκαετία με την κυκλοφορία μιας νέας μετάφρασης κάθε χρόνο. Το 1982 ο Δημήτρης Καλοκύρης ιδρύει το περιοδικό Χάρτης γύρω από το οποίο συσπειρώνεται μια ομάδα μυημένων στον Μπόρχες και στην ισπανόφωνη λογοτεχνία (Νάσος Βαγενάς, Αχιλλέας Κυριακίδης, Φίλιππος Δρακονταειδής, Γιώργος Χουλιάρας κ.ά.). Στο εκδοτικό σημείωμα παρατίθεται απόσπασμα από το διήγημα «Περί της ακριβείας εν τη επιστήμη» του Μπόρχες για την «Τέχνη της Χαρτογραφίας». Τον επόμενο χρόνο το περιοδικό αφιερώνει το όγδοο τεύχος του στον Μπόρχες, ο οποίος φτάνει στην Κρήτη τον Μάιο του 1984 για να αναγορευθεί διδάκτωρ από τη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου.  

«Πέρασα τη ζωή μου διαβάζοντας και, αλίμονο, γράφοντας ποίηση. Κι όλη η ποίηση έρχεται, όπως ξέρουμε τουλάχιστον εμείς στη Δύση, από την Ελλάδα. Η Ελλάδα μάς έδωσε επίσης τη φιλοσοφία. Και τώρα μπορείτε να διαλέξετε. Μπορείτε να με θεωρήσετε έναν έλληνα εξόριστο στη Νότια Αμερική που επιστρέφει στην πατρίδα του ή να πείτε ότι ήμουν πάντα στην Ελλάδα - εννοώ πνευματικά, όχι σωματικά» είπε στην αντιφώνησή του ο Μπόρχες.
Απαντα τα Πεζά ΙΜετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης.
Εκδόσεις Πατάκη, 2014,
σελ. 608, τιμή 19,70 ευρώ

Τις οφειλές του και τις επιρροές του δεν κρύβει, ιδιαιτέρως προς τον Ηράκλειτο, τον οποίο αναφέρει ρητά σε πολλά ποιήματά του («Το ρολόι της άμμου», «Ποιητική τέχνη», «Κοσμογονία», «Ο Αδάμ είναι η σποδός σου», «Ο δημιουργός», «Είναι τα ποτάμια» κ.ά.), με τον οποίο ανταλλάσσουν θέσεις στο ποίημα «Ηράκλειτος»: «Ο Ηράκλειτος δεν έχει τώρα ή χτες. / Είναι ένα καθαρό τέχνασμα που ονειρεύτηκε / ένας μελαγχολικός άνθρωπος στην όχθη του Κόκκινου Κέδρου, / ένας άνθρωπος που συνδυάζει εντεκασύλλαβους / για να μη σκέφτεται συνέχεια το Μπουένος Αϊρες / και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Κάποιος του λείπει».

Το πάνθεον των ελλήνων φιλοσόφων του Μπόρχες περιλαμβάνει τους Στωικούς («Ιστορίες της νύχτας»), τον Πυθαγόρα («Το φεγγάρι»), τον Σωκράτη («Το παρελθόν»), τον Αριστοτέλη («Ρόντα»), τον Πλωτίνο («Μπέππο»). Αφιερώνει ποιήματα σε βασιλείς και θεότητες της ελληνικής μυθολογίας, στον Ενδυμίωνα («Ο Ενδυμίων στον Λάτμο») και στον Πρωτέα («Ποίημα του τέταρτου στοιχείου», «Πρωτέας»), στον ποιητή Θεόκριτο («Σ' έναν ελάσσονα ποιητή της Ανθολογίας»). Επανερχόμενο μοτίβο στα ποιήματά του είναι η φιγούρα του περιπλανώμενου Οδυσσέα (π.χ., «Ο άλλος», «Οδύσσεια, εικοστή τρίτη ραψωδία») και πίσω από τον (αυτοβιογραφικό) τυφλό των ποιητικών του συνθέσεων, πίσω από τον τυφλό Μπόρχες, βρίσκεται το αρχέτυπο του τυφλού ραψωδού της Ιλιάδας.












Απαντα τα Πεζά ΙΙ
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης.
Εκδόσεις Πατάκη, 2014,
σελ. 488, τιμή 17,60 ευρώ

Περισσότερο διάσημες είναι οι ελληνικές αναφορές στα πεζά του, αρχίζοντας με το περίφημο
«Σπίτι του Αστερίου»
που κλείνει ανατρεπτικά το μάτι στον μύθο του Μινώταυρου. Ο λαβύρινθος στο
«Ο θάνατος και η πυξίδα»
είναι εμπνευσμένος από το σόφισμα του
Ζήνωνα
του Ελεάτη
για την άπειρη διαιρετότητα των πάντων, ενώ στον
«Αθάνατο»
ο αφηγητής διασχίζει λαβυρίνθους, βρίσκεται στην Πολιτεία των Αθανάτων, συναντά τον
Ομηρο
, γίνεται Ομηρος:
«Ημουν ο Ομηρος· σύντομα, θα 'μαι ο Κανένας, όπως ο Οδυσσέας· σύντομα, θα 'μαι όλοι· θα 'μαι νεκρός».

Αναφορές ενδεικτικές, δηλωτικές όμως μιας σταθερής σχέσης με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ας μη γελιόμαστε, όμως, δεν έχουμε προνομιακή μεταχείριση στο μπορχεσιανό σύμπαν. Συγκατοικούμε με ασιάτες συγγραφείς, μυστικούς, καβαλιστές, άγγλους ρομαντικούς, ποιητές του αμερικανικού υπερβατισμού, γερμανούς εξπρεσιονιστές, σκανδιναβικές θεότητες και ιερά κείμενα του ιουδαϊσμού. Η νέα έκδοση όμως δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη της ελληνικής φιλολογίας περί τον Μπόρχες, τόσο σχετικά με τις «φωνές των [Ελλήνων] νεκρών» που «θα του μιλούν για πάντα» όσο και ως προς την ανεύρεση των δικών του επιγόνων στη νέα γενιά συγγραφέων που διδάσκεται συστηματικά τον Μπόρχες στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και οι οποίοι προβλέπονται πολλοί, διότι ο σκεπτικιστής, αλληγορικός, οραματιστής, ειρωνικός, εγκεφαλικός Μπόρχες, ο δημιουργός των λογοτεχνικών λαβυρίνθων, του συμβόλου της χαοτικής εποχής μας, είναι, γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα, ο συγγραφέας «με τη μεγαλύτερη ικανότητα μόλυνσης από κάθε άλλον συγγραφέα». Εννοώντας ότι «αν διαβάζει κανείς τον Μπόρχες πολύ συχνά και προσεκτικά, γίνεται σε κάποιον βαθμό μπορχεσιανός, αφού η ανάγνωσή του ενεργοποιεί μια νέα προσέγγιση της λογοτεχνίας στην οποία έχει προχωρήσει όσο κανείς άλλος».

Ο Δημήτρης Καλοκύρης στην εκπομπή Επί Ασπαλάθων



Με τον Μανόλη Πολέντα



Ποιήματα – του Χάινριχ Χάινε


Μετάφραση: Αντώνης Η. Σακελλαρίου
ΤΑΞΙΔΕΨΑΜΕ ΜΟΝΑΧΟΙ ΟΛΗ ΝΥΧΤΑ
Ταξιδέψαμε μονάχοι όλη νύχτα
στη σκοτεινή την άμαξα,
πλάι πλάι ησυχάσαμε κι οι δυο,
αστειευθήκαμε και γελάσαμε.
Και καθώς το πρωί ξημερώνει,
παιδί μου, πόσο εκπλαγήκαμε!
Τι μεταξύ μας καθόταν ο Έρωτας,
ο λαθρεπιβάτης!
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Νεκρή είναι στο στήθος μου
κάθε του κόσμου φιλάρεσκη χαρά,
κι έχει πεθάνει μέσα μου
το μίσος του κακού, όπως κι η σκέψη
για τη δική μου και των άλλων τη θλίψη –
και μέσα μου μόνο πια ο θάνατος ζη.
Πέφτει η αυλαία, το έργο τέλειωσε,
και με χασμουρητό πορεύεται στο σπίτι τώρα
το αγαπητό μου γερμανικό κοινό,
κουτοί δεν είναι οι καλοί μου άνθρωποι.
Τώρα, τη νύχτα, ολόχαροι τρώνε
και πίνουν το κατοσταράκι τους,
τραγουδούν και γελούν – δίκιο είχε
ο αρχοντικός ο ήρωας,
που μίλησε παλιά στο έργο του Ομήρου:
Ο ελάχιστος ζωντανός Φιλισταίος στη «Στουκάρτη» του Νέκαρ
πολύ πιο ευτυχισμένος νιώθει από μένα, τον Πηλείδη,
βασιλιά των σκιών στον Κάτω Κόσμο.
ΠΟΥ;
Πού θα ’ναι ο τόπος της τελικής μου
απ’ τις περιπλανήσεις της ανάπαυσης;
Κάτω από φοίνικες στο Νότο;
Δίπλα στο Ρήνο οι φλαμουριές;
Θα ’ναι εκεί που σε μιαν έρημο
ξένο θα με σκεπάσει χέρι;
Ή στην ακτή μιας θάλασσας
θ’ αναπαυθώ την άμμο;
Όπως και να ’ναι, κι εκεί κι εδώ
του Θεού θα μ’ αγκαλιάζει ο ουρανός,
και, σαν καντήλια νεκρικά, θα κρέμονται
ολονυχτίς επάνω μου τ’ αστέρια.

Αλέξιος Μάινας "Το δείπνο"


Wassily Kandinsky,Composition v 1911


Το δείπνο
Άλλες αυγές, άλλες μυθολογίες.

Άμα νυχτώσει –σκύβοντας μπλε στις μακρινές τουλίπες–
κι ανάψουν μετά το φρούτο τα πούρα τους
οι καλεσμένοι
θα πέσουν αυτά τα σκοτεινά
απ’ την ομπρέλα των πορτατίφ χρώματα της σάλας
στην πέτσα του ποταμού ως ανταύγειες
θα τα παρασύρει
το κρύο νερό
μαζί με καρβουνόπλοια χωρίς καρίνες
προς βόρεια
       όπου
              προμηθεύουν τις λαμπερές
              ανοιξιάτικες νύχτες
              το εναλλασσόμενο φίδι
              του σέλατος
              και βλέπουν τους κρυστάλλους πορτοκαλείς
              στα χιονοπέδιλά τους
              οι αποστάτες
              που –σαν αυτόματες κάμπιες–
              πορεύονται με την πειθαρχία της προαπόφασης
              για έναν σίγουρα ανέμελο
                     έλκοντα
                            πόλο
                                   να ταφούν
                                           μακριά απ’ την πατρίδα τους
                                                      για να στεριώσει αυτή των γόνων.





Αλέξιος Μάινας,
από την ποιητική συλλογή:
«Το περιεχόμενο του υπόλοιπου», εκδ. Γαβριηλίδης, 2011.

Ο Αλέξιος Μάινας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Ασχολείται με τη μετάφραση, τη διδασκαλία της γλώσσας και την παρουσίαση ποιητών στον γερμανόφωνο χώρο. Γράφει ποίηση και διήγημα.    Η ποιητική συλλογή του «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου» ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα, το αντίστοιχο του περιοδικού «Διαβάζω», και βραβεύτηκε στο Συμπόσιο Ποίησης.  -