Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Ψαλτική Τέχνη


 ΑΫΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΫΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
 ΔΕΛΤΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΑΫΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ (ΑΠΚ)
Η Μεταμόρφωσις Ι.Μ.Μεγίστης Λαύρας, κωδ. Λ 164, Φ. 378ν, 17ος αιώνας

Ι. Σύντομη παρουσίαση του στοιχείου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΑΠΚ)
1.  Όνομα: Ψαλτική. Άλλη/-ες ονομασία/-ες: Βυζαντινή Μουσική, Ψαλμωδία, υμνωδία, καλοφωνία, ψαλτική τέχνη 
2.  Ταυτότητα: Η μνημοτεχνική απόδοση των μελωδιών στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (συντελεστές, λειτουργικό Τυπικό, σχεδιασμός μουσικών δρωμένων, εξοπλισμός βιβλίων, εκπαίδευση) και τα χαρακτηριστικά πολιτιστικά στοιχεία και ιδιώματά της. 
3.   Πεδίο ΑΠΚ
  • Προφορικές παραδόσεις και εκφράσεις Το θεμελιώδες αντικείμενο της ψαλτικής δεσμεύεται από συγκεκριμένες πολυεπίπεδες τεχνικές και θεωρητικές γνώσεις που παρέχονται, αποκλειστικά, στον χώρο των εκκλησιαστικών σκηνικών τελετουργιών. Οι συνιστώσες αυτές απαιτούν μακροχρόνιες σπουδές και συστηματικές ασκήσεις στους εκκλησιαστικούς χορούς, όπου οι εκπαιδευόμενοι εξειδικεύονται σε συγκεκριμένες βαθμίδες και ειδικότητες (Αναγνώστης, Κανονάρχης, Βοηθός, Δομέστικος, Λαμπαδάριος, Πρω-τοψάλτης). Έτσι, οι γνώσεις της ψαλτικής μεταβιβάζονται από τους παλαιότερους στους νεότερους προφορικά. Μνημοτεχνικές, επίσης, πρακτικές μέθοδοι και μελοποιημένες άσημες φράσεις ή λέξεις ή ακόμη στιχουργήματα συνοψίζουν τις βασικές πρακτικές γνώσεις (ερμηνείες, άνανες, νεανές, νανά, άγια κ.λπ.).


  • Οι λειτουργικές τέχνες ως αυτοπροσδιοριστικά πολιτισμικά μέσα Η ψαλτική σε συνδυασμό με την εκκλησιαστική ποίηση (ψαλμούς, ύμνους), είναι η κατ’ εξοχήν λειτουργική τέχνη στο πλαίσιο των ιερών ακολουθιών στους ορθοδόξους ναούς. Χρησιμοποιείται σε μεγάλο αριθμό σταθερών εορτών, τελετών και ιεροπραξιών κατά τη διάρκεια του έτους, τις οποίες καλύπτει σε υψηλό πο-σοστό και με διαφορετικό ρεπερτόριο για κάθε μία από αυτές. Η δυνατή αυτή κοινωνική έκφραση, με τα πρωτότυπα λειτουργικά στοιχεία της, τον απαράμιλλο λυρισμό και τα ποικίλα πολιτισμικά και αυτοπροσδιοριστικά μέσα: γλώσσα, ποίηση, μουσική, ρυθμός, κίνηση, άμφια κ.ά., επαληθεύεται άμεσα, αν ληφθεί υπόψη η αθρόα συμμετοχή του λαού στις λειτουργικές πράξεις. Αυτή ακριβώς είναι και η σημασία του εκκλησιαστικού όρουλειτουργία (λήϊτος-έργο = έργο λαού).


  • Γνώσεις και πρακτικές που αφορούν την προφορική και γραπτή παράδοση της ψαλτικής τέχνης  Η επιτυχία του έργου της ψαλτικής είναι συνυφασμένη με την πολύχρονη θήτευση των ψαλτών στην ιεραρχία του εκκλησιαστικού χορού. Ειδικότερα, οι συγκεκριμένες ειδικές γνώσεις αναφέρονται στο σύστημα των οκτώ ήχων και την οκτάηχη ταξινόμηση και κωδικοποίηση ολόκληρου του μουσικού ρεπερτορίου. Τα τεχνικά αυτά θέματα αφορούν σε οκτώ ανεξάρτητα μεταξύ τους μελικά πρότυπα, τα οποία ακολουθούν συγκεκριμένους τεχνικούς και θεωρητικούς κανόνες. Η τυποποίηση αυτή με ορισμένες και εξειδικευμένες πρακτικές εφαρμογές διαμορφώνει ιδιαίτερες μελωδικές εικόνες, που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά και μόνο το ύφος, το ήθος και τη μορφολογία του μέλους. Ωστόσο, κάθε ένα από τα οκτώ μελικά πρότυπα σχηματίζει σειρές ολόκληρες μελωδικών τραγουδιστικών μοντέλων, τα τροπάρια, παράλληλα με τις βιβλικές και άλλες εξωβιβλικές ωδές. Σε πολλές εκατοντάδες προσμετρώνται οι πρωτότυπες αυτές συνθέσεις των εκκλησιαστικών μελωδών, οι οποίες τόσο ως προς τη μουσική, όσο και την ποίηση εκφράζονται με εξαιρετικά λιτά μέσα, αλλά με ασυνήθη και απαράμιλλη δύναμη. Τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα με τις συχνές και πυκνές επανα-λήψεις των μελωδιών στις εορτές και τελετουργίες του εκκλησιαστικού έτους συγκροτούν τις πιο βάσιμες και αποτελεσματικές γνώσεις και πρακτικές που εξασφαλίζουν την αποστήθιση και τη διάσωσή τους. Αναμφίβολα, η προφορική παράδοση στην ψαλτική, όπως και σε άλλες μουσικές παραδόσεις, συμβάλλει καθοριστικά στο παιδαγωγικό της έργο. Από την άλλη πλευρά, η γραπτή παράδοση φαίνεται πως αποτελεί πλέον αδήριτη ανάγκη, που καλύπτεται με μεγάλη καθυστέρηση κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, με ένα αρχαϊκό τύπο σημειογραφίας περιορισμένων δυνατοτήτων, αλλά με προοπτικές εξέλιξης. Έτσι, με τις μεταγενέστερες σημειογραφίες, αλλά και τις θεωρητικές και πρακτικές πραγματείες οι γνώσεις της ψαλτικής διευρύνονται δημιουργώντας έναν υψηλού επιπέδου αυτόνομο μουσικό πολιτισμό. Χιλιάδες πλέον μουσικά χειρόγραφα και έντυπες εκδόσεις της βυζαντινής, μεταβυζαντινής και σύγχρονης εποχής καταγράφουν τα ψαλμικά, τροπαριακά, αλλά και τα μορφικά κλασικά ψαλτικά μέλη, τα οποία, βέβαια, αποτελούν έναν ασφαλή οδηγό μνήμης της προφορικής παράδοσης που φαίνεται ότι ασκεί μέχρι σήμερα καθοριστικό ρόλο στην εφαρμογή της ψαλτικής πράξης.


  • Τεχνογνωσία που συνδέεται με τα παραδοσιακά μουσικά και ποιητικά σχήματα Η ψαλτική είναι μια ζωντανή τέχνη. Έτσι, η πρακτική εφαρμογή της υφίσταται συγκεκριμένες εξελίξεις και προσαρμογές, δεδομένου ότι ως λόγια παράδοση συνδέεται με διαχρονικά αλλά και μεταβαλλόμενα μουσικά και ποιητικά πρότυπα, μια σύζευξη, δηλαδή, στοιχείων πολλαπλών εμπλουτισμών. Έτσι, η τεχνο-γνωσία που αναπτύσσεται στον χώρο αυτό ανιχνεύεται με την προσέγγιση συγκεκριμένων κριτηρίων και με βάση τις εκάστοτε διαμορφούμενες ιστορικές αναγκαιότητες. Από τις σημαντικότερες, ωστόσο, παραμέτρους μιας συνολικής εικόνας της τεχνογνωσίας, που συνδέεται με το ευρύ πεδίο των ειδικών γνώσεων, αφορά στις συγκεκριμένες ειδικότητες που διαμορφώνουν το συνολικό έργο της ψαλτικής. Ειδικότερα, η ψαλτική είναι αποκλειστικά χορική τέχνη, η οποία διαμορφώ-νεται στις ιερές ακολουθίες και τελετές των ναών στο πλαίσιο μουσικών χορών: Τον Α΄, τον Β΄ (Δεξιός-Αριστερός) και τον χορό του Ιερού Βήματος. Ολόκληρο το έργο κατευθύνεται από τον κορυφαίο του Α΄ Χορού, τον Πρωτοψάλτη, που επι-λέγει και συντονίζει ολόκληρη τη μουσική εξέλιξη. Το κύριο ρεπερτόριο διαμοιράζεται στους δύο χορούς. Ο χορός του Ιερού Βήματος παρεμβαίνει σε τακτές περιπτώσεις εκφωνητικά και ψαλτικά. Οι επιμέρους παραπάνω παρεμβάσεις των τριών μουσικών χορών, καθώς επίσης ολόκληρη η εξέλιξη των ιερών ακολουθιών καταγράφεται λεπτομερώς στις ειδικές εκδόσεις του λειτουργικού Τυπικού. Συμπερασματικά, οι πολύπλοκες γνώσεις και τεχνικές της ψαλτικής, κυρίως δε του μουσικού ρεπερτορίου, εμπεδώνονται στις εκκλησιαστικές τελετουργίες και μεταδίδονται προφορικά κυρίως από τον Πρωτοψάλτη, που αποκα-λείται από τους μαθητευόμενους χορωδούς Δάσκαλος. Κάθε Δάσκαλος διατηρεί τις προσωπικές του επιλογές ανάλογα με τις φωνητικές ιδιομορφίες του. Το ύφος, τέλος, ο χαρακτήρας, η μορφολογία και η ιεροπρέπεια της ψαλτικής συνιστούν τα βασικά γνωρίσματά της, που επηρεάζουν άμεσα την τεχνογνωσία, τις θεωρητικές και πρακτικές ρυθμίσεις της. Με αυτά τα δεδομένα η μαθητεία στους εκκλησιαστικούς χορούς αποτελεί το μόνο διαβαθμισμένο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών που αποκτά, σύμφωνα με την Πατριαρχική παράδοση, για τις μεγαλύτερες βαθμίδες υπηρεσίας του Λαμπαδαρίου και του Πρωτοψάλτου θητεία περίπου τριών δεκαετιών με έναρξη το δέκατο ή δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας για τη θέση του Κανονάρχου.
     
Τόπος: Τα μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας: Πατριαρχικός Ναός    Κωνσταντινουπόλεως, τα καθολικά των Ιερών Ναών Αγίου Όρους, Μητροπολιτικός Ναός Αθηνών. Ναοί άλλων Μητροπόλεων, Ενοριών και Μονών Ελλάδας, Κύπρου.
Λέξεις-κλειδιά: Ψαλτική τέχνη, Ψαλτική, Παπαδική Τέχνη, Ψαλμωδία, Πρωτο-ψάλτης, Λαμπαδάριος, Δομέστικος, Καλοφωνία, Μελουργία, Χορός, Βυζαντινή μουσική, Τυπικά, Αναστασιματάριο, Δοξαστάριο, Ειρμολόγιο.

ΙΙ. Ταυτότητα του φορέα του στοιχείου ΑΠΚ
Φορείς της τέχνης είναι οι διακεκριμένοι Πρωτοψάλτες των μεγάλων κέντρων της Ορθοδοξίας. Πρωτοψάλτες άλλων Μητροπόλεων, Ενοριών, Μονών κ.λπ.
Θεσμοί που αναδεικνύουν και προάγουν το επιστημονικό έργο της ψαλτικής ως καλλιτεχνικής κληρονομιάς, πολιτισμικού αγαθού και λόγιας παράδοσης, που συμβάλλει ουσιαστικά στη μόρφωση και τον αυτοπροσδιορισμό του κοινωνικού συνόλου, είναι:
  • Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Αρχείον Βυζαντινής Μουσικής. Δραστηριότητες: Υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων ψαλτικής: INTERREG, ΕΠΕΑΕΚ (εκθέσεις παλαιτύπων, ψηφιοποιήσεις χειρογράφων, δίσκων βινυλίου, ηχογραφήσεις, βι-ντεοσκοπήσεις Ιερών Ακολουθιών, εκδόσεις). Σειρά εκδόσεων: «Ψαλτικά Βλατάδων». Σεμινάρια: «Πρακτικές Φωνητικής στην ψαλτική τέχνη». Διεύθυνση: Ιερά Μονή Βλατάδων, Επταπυργίου 64, 546 34 Θεσσαλονίκη Τηλ.: 30.2310.203620, 202.302, e-mail: director@pipm.gr


  • Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος-Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας. Δραστηριότητες: Σειρά εκδόσεων: «Μελέται», κατάλογοι χειρογράφων, αυτοτελείς εκδόσεις κ.ά. Ηχογραφήσεις, σειρά δισκογραφίας: «Βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί μελουργοί». Οργάνωση συνεδρίων, λατρευτικών και άλλων χορωδιακών εκδηλώσεων. Ίδρυση χορού ψαλτών: «Μαΐστορες της Ψαλτικής Τέχνης», Συναυλίες. Διεύθυνση: Ιωάννου Γενναδίου 14, 115 21 Αθήνα. Τηλ.: 210-3843545.


Μουσικοί Σύλλογοι και Σύνδεσμοι, Κέντρα που δραστηριοποιούνται για την προστασία του ιεροψαλτικού έργου, την έρευνα και την ανάδειξη χορωδιών.
  • Σύλλογος προς διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής. Δραστηριότητες: Ηχογραφήσεις, εκδόσεις, διαλέξεις, αρχείο, βιβλιοθήκη κ.λπ. Διεύθυνση: Έρσης 9 και Πουλχερίας, Λόφος του Στρέφη, 114 73 Αθήνα.Τηλ.: 210 8237447, Fax: 210 8811930, e-mail: karaskepem@gmail.com
  • Σύνδεσμος Μουσικοφίλων Πέρα 1948.  Δραστηριότητες: Ανάδειξη του ιεροψαλτικού έργου. Προώθηση της έκδοσης παλαιών δίσκων βινυλίου (Ιακώβου Ναυπλιώτου). Διεύθυνση: Istiklal Caddesi Nun Ziya Soc. Ginşi Beyoglu lşmezkezi/Beyoglu Istan-bul. e-mail: sindesmosmousikofilonperan@gmail.com. web.: www.cmperan.org
  •  Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ιεροψαλτών «Ρωμανός ο Μελωδός» και Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Δραστηριότητες: Χορωδιακές εκδόσεις σειράς δίσκων βινυλίου. Χορωδιακές εκδηλώσεις. Συνδικαλιστική προώθηση εργασιακών θεμάτων των Ιεροψαλτών. Διεύθυνση: Ακαδημίας 95, 106 77 Αθήνα, e-mail: pasier@hotmail.gr
  • Κέντρο Εκκλησιαστικής Μουσικής-Βυζαντινή Λειτουργική Σκηνή. Δραστηριότητα: Επιστημονικό και καλλιτεχνικό έργο. Προώθηση επιστημονικού περιοδικού. Χορωδιακές αντιφωνικές εκδηλώσεις δύο χορών. Τηλ.: 2310 429384, e-mail: aealygizos@gmail.com
  • Κέντρο Ερεύνης και Προβολής της Εθνικής Μουσικής. Δραστηριότητες: Ωδείο «Σίμων Καράς». Έρευνα και προβολή της εθνικής μουσικής. Μουσικό, Λαογραφικό και Φιλολογικό Αρχείο Σίμωνος και Αγγελικής Καρά. Διεύθυνση: Έρσης 9 και Πουλχερίας, Λόφος του Στρέφη, 11473 Αθήνα. Τηλ.: 210 8237447, Fax: 210 8811930, e-mail: karaskepem@gmail.com
Χορωδίες με δημοσιευμένο έργο
  • Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία. Δραστηριότητα: Εκδόσεις βιβλίων και CDs. Χορωδιακές εκδηλώσειςΔιεύθυνση: Νικηταρά 2-4 και Εμ. Μπενάκη, Αθήνα. Τηλ.: 210 3603111, 8823923
  • Χορωδία Συνδέσμου Κωνσταντινουπολιτών Δραστηριότητα: Μουσικές εκδηλώσεις. Εκδόσεις CDs.Διεύθυνση: Δημοσθένους 117 Καλλιθέα, 176 72 Αθήνα. Τηλ.: 210 9598967, e-mail: copolitan.gr st: http://www.copolitan.gr/
  • Πανεπιστημιακή Βυζαντινή Χορωδία. Δραστηριότητα: Χορωδιακές εκδηλώσεις. Εκδόσεις CDs. Επιστημονικό και ερευνητικό έργο. Προώθηση επιστημονικού περιοδικού. Διεύθυνση: Κυδωνιών 6, 546 55 Θεσσαλονίκη.Τηλ.: 2310 429384, e-mail: aealygizos@gmail.com
  • Βυζαντινός Χορός Τρόπος. Δραστηριότητα: Μουσικές εκδηλώσεις. Εκδόσεις βιβλίων, CDs.Διεύθυνση: Αιολίς Πικέρμι, Τ.Θ. 1410, Τ.Κ. 19009 Τηλ.: 6977408907, Fax: 210 6035128, e-mail: info@troposchoir.gr


ΙIΙ. Περιγραφή του στοιχείου ΑΠΚ
1. Περιγραφή
Η ψαλτική, ως ζωντανή παραδοσιακή τέχνη, θεωρείται από τα σημαντικότερα πολιτισμικά αγαθά, που συμβάλλουν δυναμικά στον αυτοπροσδιορισμό και την αυτογνωσία του νεότερου ελληνισμού. Τα χαρακτηριστικά της ψαλτικής συνθέτουν ένα ισχυρό κράμα ελληνικού λόγου, ρυθμού και μέλους, συνυφασμένα με ιδιότυπες τεχνοτροπίες και μορφολογικά ιδιώματα, που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα.
Οι πληγές του Φαραώ Ι.Μ.Παντοκράτορος, κωδ. 61, Φ. 107, 9ος αιώνας

2. Αναλυτική περιγραφή
Η ψαλτική τέχνη αναπτύσσεται και αναδεικνύεται στα μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Άγιον Όρος και την Εκκλησία της Ελλάδος. Η κορυφαία αυτή έκφραση του ελληνικού πολιτισμού διαδίδεται σε όλο το εύρος της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και στις σλαβικές περιοχές μεταφερμένη σε πολλές γλώσσες.
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ψαλτική πράξη του Πατριαρχείου ανιχνεύεται σε όλο το μήκος των αρχαίων παραδόσεων με βασικούς σταθμούς το Ασματικό Τυπικό της μεσοβυζαντινής περιόδου, τη θεωρητική και πρακτική ανάπτυξη της μελουργίας κατά την Παλαιολόγεια εποχή και τη μουσική μεταρρύθμιση κατά τον 19ο αιώνα. Η Πατριαρχική ψαλτική παράδοση και το ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας αποτελεί ειδικό προνόμιο των Πατριαρχικών Ψαλτών. Οι έννοιες, ωστόσο, Οικουμενικό Πατριαρχείο και ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας είναι κατηγορίες οντολογικές και υπερβατικές, οι οποίες βιώνονται και υλοποιούνται σχολαστικά σύμφωνα με το Πατριαρχικό Τυπικό στις ιερές ακολουθίες. Την τήρηση του Τυπικού για όλους τους συντελεστές επιτηρεί ο Πρωτοψάλτης. Ο ίδιος με τη συσσωρευμένη εμπειρία του συντάσσει το Τυπικό, το οποίο εγκρίνεται από την Ιερά Σύνοδο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεπώς είναι η κοιτίδα της ψαλτικής παραδόσεως, όπως υλοποιείται με το Πατριαρχικό Τυπικό, οι Διατάξεις του οποίου τυγχάνουν ιδιαιτέρου σεβασμού από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες. Τα μορφολογικά ωστόσο στοιχεία, τα τεχνικά ιδιώματα και οι τυπολογίες της ψαλτικής εκτέλεσης ποικίλλουν κατά εποχή και πρόσωπα Πρωτοψαλτών. Έτσι, διαμορφώνονται οι διάφορες ψαλτικές «Σχολές» με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα, που επηρεάζουν και τις άλλες κατά τόπους τεχνοτροπίες.
Ο Αγιος Τάφος και άλλα κτίσματα, αρχικό γράμμα Κ Ι.Μ.Γρηγορίου, κωδ. 39μ, Φ.2 , 17ος αιώνας

Άγιον Όρος. Η ψαλτική παράδοση του Αγίου Όρους διασώζει διαχρονικά τα περισσότερα και σημαντικότερα μνημεία σε χειρόγραφους κώδικες της ψαλτικής. Διατηρεί ακόμη επί αιώνες τις πιο αυθεντικές μορφές της φωνητικής παράδοσης με τις καθημερινές λειτουργικές συνάξεις. Παρά ταύτα το Άγιον Όρος ευρίσκεται σε συνεχή αλληλεξάρτηση με την Πατριαρχική ψαλτική παράδοση. Το Αγιορειτικό, ωστόσο, ύφος είναι σεμνοπρεπές, λιτό, πράο και υπεργήινο. Αφορμάται από την παλαιά ασκητική παράδοση του Ιεροσολυμιτικού Τυπικού, την οποία επενδύει με μεταγενέστερα στοιχεία. Στη νεότερη αγιορειτική ψαλτική πράξη ξεχωρίζουν τρεις κυρίως μουσικές «Σχολές», η Διονυσιάτικη, η Βατοπεδινή και η Δοχειαριτική με σημαντικές και ενδιαφέρουσες άλλες ψαλτικές δραστη-ριότητες.

Εκκλησία της Ελλάδος. Η ψαλτική παράδοση περιλαμβάνεται με διατάγματα σε μουσικές σχολές που ιδρύονται από τις πρώτες Κυβερνήσεις του ελληνικού κράτους. Παρά το ειδικό αυτό ενδιαφέρον, που εκφράζεται από τον ίδιο τον Ιωάννη Καποδίστρια, οι Σχολές δεν ευδοκιμούν. Η Εκκλησία της Ελλάδος φαίνεται ότι οργανώνει πληρέστερα το θέμα της ψαλτικής. Μετά από σχετικό αίτημά της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρχές του 20ού αιώνα αποστέλλεται στην Αθήνα διακεκριμένος μουσικοδιδάσκαλος από την Κωνσταντινούπολη (Κωνστα-ντίνος Ψάχος), ο οποίος δραστηριοποιείται στο Ωδείο Αθηνών. Η προοπτική που ανοίγεται φαίνεται αρχικά να καρποφορεί. Καλύπτει όμως περισσότερο το επιστημονικό σκέλος. Ιδιωτικές πρωτοβουλίες (Σίμων Καράς) φαίνεται πως καλύπτουν περισσότερο τις πρακτικές μουσικές ανάγκες. Η στροφή, ωστόσο, της Εκκλησίας της Ελλάδος να οργανώσει το εκκλησιαστικό Τυπικό και το ψαλτικό έργο (Επίσκοπος Διονύσιος Ψαριανός-Πρωτοψάλτης Σπυρίδων Περιστέρης) φάνηκε ιδιαίτερα επιτυχής, αναδεικνύοντας τον Καθεδρικό Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών ένα από τα μεγάλα λειτουργικά κέντρα. Οι βασικές παράμετροι της επιτυχίας εντοπίζονται στην ευταξία των ιερών ακολουθιών, την επιλογή των συντελεστών τους (Ιερείς, Διάκονοι, Ψάλτες, Χορωδοί) και την καθιέρωση του κλασικού μουσικού ρεπερτορίου. Έτσι, αποκρυσταλλώνεται ένα υποδειγματικό και ιεροπρεπές λειτουργικό ιδίωμα (στυλ) στη μουσική, την άρθρωση των αναγνωσμάτων, τις εκφωνήσεις, το κήρυγμα, τις κινήσεις, τα λειτουργικά μέσα, που καθιερώνεται μέσω των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών. Αναμφίβολα η συμβολή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην προβολή και ανάδειξη των πολιτιστικών και μορφωτικών μέσων της, όπως είναι η μουσική, η ποίηση, η γλώσσα, το κήρυγμα και η κοινωνική της δράση, σημειώνεται εξαιρετικά αποδοτική από τα μέσα του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα. Το ενδιαφέρον, επίσης, της Εκκλησίας της Ελλάδος για την ψαλτική παράδοση διευρύνεται με την υποδειγματική οργάνω-ση του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας (1970).
Ζώδιο Αυγούστου Ι.Μ.Βατοπεδίου, κωδ. 1199, Φ. 202ν, 14ος αιώνας

3.   Τόπος και μέσα επιτέλεσης ή άσκησης του στοιχείου ΑΠΚ. Χώρος που συν-δέεται με την επιτέλεση/πραγματοποίηση του στοιχείου ΑΠΚ
Ο Ναός. Η ψαλτική παράδοση αποτελεί το ομοούσιο γέννημα του Ορθοδόξου Ναού, στον οποίο τελεσιουργούνται και επιτελούνται οι ιερές ακολουθίες των διαφόρων εορτών του εκκλησιαστικού έτους, όπως και οι διάφορες άλλες τελετές, σύμφωνα με το λειτουργικό Τυπικό. Σημειώνεται ότι η ιερότητα του χώρου δεν είναι αφηρημένη έννοια, γιατί ακολουθεί συγκεκριμένους λογικούς τύπους. Αναλυτικότερα, οι πιστοί στον χώρο του Ναού συγκροτούν την ιερή κοινότητα του Σώματος της Εκκλησίας που μετέχει στο ιερό Δείπνο. Έτσι, η λογική λατρεία, όπως είναι γνωστή, ενοποιεί και συνέχει την κοινωνία που αυτοπροσδιορίζεται και εκφράζεται συλλογικά με τις ιερές τέχνες, τη ναοδομία, τη ζωγραφική, την ποίηση, τη μουσική. Στον Ναό η ψαλτική δεν διεγείρει το συναίσθημα και δεν προκαλεί καμία προσωπική ή συλλογική συγκίνηση. Αντίθετα, «αλλοιώνει» την ύπαρξη, ερμηνεύει το θείο και άρρητο κάλλος και αποκαλύπτει το μυστήριο του Ποτηρίου της Ζωής στο πρόσωπο του Χριστού. Σε τελική ανάλυση, ο Ναός με τη δοξολογική θεώρηση της ψαλμωδίας στο πλαίσιο του εορτολογίου είναι έννοια υπαρξιακή και πανανθρώπινη, που προβάλλει ολόκληρο το μήκος της ιστορίας με την ισχυρή προσδοκία του μέλλοντα αιώνα, της αιωνιότητας. 
Βότανα (κώνειον, κέστρον και κάρω) Ι.Μ.Μεγίστης Λαύρας, κωδ.Ω75,Φ.61, 12ος αιώνας
Τα Αναλόγια. Η ψαλτική τέχνη θεωρείται ως η αμεσότερη έκφραση της λα-τρείας. Για αυτό ακριβώς τον λόγο η θέση των ψαλτών τοποθετείται σε ειδική αλλά και περίοπτη θέση του Ναού. Έτσι, τα Αναλόγια αποτελούν τους ειδικούς χώρους που συγκεντρώνουν τους δύο χορούς των Ψαλτών. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια μετεξέλιξη της αρχαϊκής αταξικής κοινωνίας, κατά την οποία ο λαός χωριζόταν σε δύο μέρη στο κέντρο του Ναού. Ειδικότερα, κατά τη βυζαντινή εποχή καθορίζεται η τάξη του κατώτερου κλήρου των ψαλτών που συγκεντρωνόταν στη Σωλέα, ένα δεύτερο επίπεδο του Ναού, ανάμεσα στον λαό και το τρίτο υψηλότερο επίπεδο του Ιερού Βήματος. Εδώ στη μέση, ορθώνεται ο Άμβωνας, ένα καλλιμάρμαρο υψηλό βήμα με τέσσερις βαθμίδες εκατέρωθεν για τη χρήση ψαλτών και διακόνων. Η αμφιθεατρική αυτή διάταξη αναδείκνυε τον Ναό και εξυπηρετούσε καλύτερα το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα των δρωμένων. Τα Αναλόγια απλοποιούν τα δρώμενα των ψαλτών και των διακόνων που χρησιμοποιούσαν κυρίως τον Άμβωνα. Η ξύλινες κομψές κατασκευές των Αναλογίων λειτουργούν ως προθήκες των λειτουργικών βιβλίων αλλά και ως στηρίγματά τους για την ψαλτική χρήση. Οι προθήκες αυτές, όπως και τα στασίδια των ψαλτών, τοποθετούνταν στα δύο άκρα της Σωλέας, πάνω σε βάθρα σε αντικρινή θέση για την αντιφωνική ψαλμωδία των χορών. 
Το εορτολόγιο. Οι εκκλησιαστικοί ποιητές και υμνογράφοι είναι ταυτόχρονα και οι δημιουργοί των εκκλησιαστικών μελών. Το θεματολόγιό τους είναι καθαρά εορτολογικό. Αντλούν το περιεχόμενό του από τα ιερά κείμενα, το εμπλουτίζουν με τα ποικίλα γεγονότα της εκκλησιαστικής ζωής και το προορίζουν αποκλειστικά για λειτουργική χρήση. Σε τελική ανάλυση η υμνογραφία με την ψαλτική της επένδυση, ως μουσικός λόγος, εκφράζει τα ίδια τα βιώματα της Εκκλησίας και αποτελεί σε συνάρτηση με το λειτουργικό Τυπικό τη σκηνική παράσταση της Αγίας γραφής. Το εορτολόγιο καλύπτει ολόκληρο το εκκλησιαστικό έτος και έχει ως επίκεντρο το πασχάλιο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, η οποία συγκεντρώνει την εκκλησιαστική κοινότητα την Κυριακή, Ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου. Η Κυριακή καθιερώνει τη ριζική καινοτομία της χριστιανικής εορτής, εορτής μοναδικής, που η ακτινοβολία της φωτίζει ολόκληρο το έτος και ο πλούτος της ο δοξολογικός αναπτύσσεται σε έναν εορταστικό κύκλο από τους πιο επιφανείς μελωδούς και υμνογράφους. Έτσι, η πολυποίκιλη ασματογραφία της εορτής του Πάσχα διαμορφώνει τη συλλογή της Οκτωήχου, βιβλίο καθαρά ψαλτικό, προβάλλοντας το βασικό για την ορθόδοξη ομολογία συμβολισμό της Ογδόης Ημέρας, την αιωνιότητα. Την ίδια αφετηρία του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας διατηρεί και ο άλλος εορτολογικός κύκλος που αναφέρεται σε βασικούς σταθμούς του εκκλησιαστικού ιστορικού χρόνου: Δεσποτικές, Θεομητορικές και εορτές των Αγίων. Η υμνογραφία των εορτών αυτών, εξαιρετικά πρωτότυπη, διαμορφώνει δώδεκα τόμους, τις συλλογές κατά μήνα, των Μηναίων, βιβλία και αυτά καθαρά ψαλτικά. Ο πρώτος εορτολογικός κύκλος είναι κινητός και ο δεύτερος ακίνητος. Και οι δύο κύκλοι του λειτουργικού Τυπικού προβάλλουν από κοινού το αναστάσιμο μήνυμα που εισχωρεί πλέον βαθιά στον ιστορικό χρόνο. Και στις δύο, δηλαδή, περιπτώσεις η Εκκλησία ανακεφαλαιώνει την κοινωνία «με το κεφάλαιο της σωτηρίας», όπως ψάλλει ο Υμνωδός, υποστασιάζοντας το μυστήριο της Ανάστασης. Εκατοντάδες πρωτότυποι ύμνοι με ποικίλες μουσικές φόρμες και με απαράμιλλο λυρισμό ερμηνεύουν και αναλύουν τα παραπάνω εορτολογικά θέματα. Από την άλλη πλευρά, χιλιάδες μουσικά χειρόγραφα με ποικίλους μελουργικούς τύπους καταγράφουν τις μουσικές αυτές παραδόσεις. Τα μνημεία αυτά, παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά, προκαλούν επί δεκαετίες έντονα το επιστημονικό ενδιαφέρον.
Τα λειτουργικά βιβλία. Τα μέσα διασφάλισης και προώθησης του ψαλτικού έργου είναι οι ποικίλες λειτουργικές συλλογές της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Τα θέματα αυτά με την ανάπτυξη των βυζαντινών σπουδών είχαν ευρεία διάδοση. Γενικευμένη, επίσης, ήταν η πεποίθηση ότι συνιστούσαν το πιο γνήσιο και σπουδαίο δημιούργημα της βυζαντινής λογοτεχνίας. Μια συνοπτική μάλιστα εκτίμηση της προσφοράς του Βυζαντίου στον παγκόσμιο πολιτισμό αναδεικνύει τέσσερις κυρίως εκφράσεις: Τους Ναούς, τη ζωγραφική, την ποίηση και την ψαλτική, που δεν είναι τυχαίο ότι ταυτίζονται όλες με την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Αυτή η λογοποίηση στη λατρεία των τεχνών που αληθεύουν αποτελεί μοναδικό παγκοσμίως ιδίωμα μόρφωσης και παιδείας διαχρονικής ισχύος. Ειδικότερα, η ψαλτική με τα μνημεία του ποιητικού και μουσικού της λόγου αναδεικνύει και προβάλλει την αυτοσυνειδησία των κοινωνιών, διερμηνεύοντας αξίες οικουμενικών διαστάσεων, όπως είναι η δικαιοσύνη, η ελευθερία, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άλλωστε στη βάση αυτή κτίστηκε το κοσμοσωτήριο μήνυμα του χριστιανισμού και η υπαρξιακή του προοπτική. Από μία άλλη άποψη τα λειτουργικά βιβλία συνιστούν σταθερούς δείκτες της μνημοτεχνικής ψαλτικής μεθόδου σε εκτεταμένα υμνογραφικά κείμενα που ψάλλονται με τη βοήθεια του υποβολέα του χορού, του Κανονάρχου. Με την ευρύτερη έννοια των λειτουργικών βιβλίων, τέτοια θεωρούνται και οι διάφορες μουσικές εκδόσεις, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον, ενώ η βασική πρακτική που υποχρεώνει τον Ιεροψάλτη να ασκεί το έργο του είναι η αποστήθιση των μελών, την οποία συστήνει με Εγκυκλίους του το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα αναφερθέντα παραπάνω βασικά ψαλτικά λειτουργικά βιβλία, όπως επίσης και άλλες βοηθητικές εκδόσεις, εναποτίθενται στα δύο Αναλόγια των χορών.
Οι Ιερές ακολουθίες. Το επίκεντρο των ιερών ακολουθιών είναι η θεία Λειτουργία. Όλες οι άλλες ακολουθίες τελούνται πριν απ’ αυτήν, μετά και γύρω απ’ αυτήν. Η ψαλτική τέχνη ασκεί πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις ακολουθίες και κορυφώνεται κατά τη θεία Λειτουργία. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, διακρίνονται διάφορα είδη και τόποι ακολουθιών, οι οποίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη υπάγονται οι Ιεροπραξίες και τα Μυστήρια (θεία Λειτουργία, Αγιασμός, Βάπτισμα, Γάμος, Ευχέλαιο, Εγκαίνια, Εξόδιος). Στη δεύτερη οι Ακολουθίες του Νυχθημέρου (Όρθρος, Ώρες, Εσπερινός, Απόδειπνο, Μεσονυκτικό). Η θεία Λειτουργία συνδυάζεται με ορισμένα από τα Μυστήρια (Βάπτισμα, Γάμος, Εγκαίνια). Οι ακολουθίες του Νυχθημέρου αποτελούν τους καιρούς της λατρείας, όπως φαίνεται άλλωστε από τις ονομασίες τους. Συνδέονται δηλαδή με συγκεκριμένες ώρες της ημέρας και της νύκτας. Στη μοναστηριακή πράξη τελούνται όλες οι ακολουθίες του νυχθημέρου, ενώ στην ενοριακή οι τρεις βασικές: Εσπερινός, Όρθρος, θεία Λειτουργία, στις οποίες διανέμεται η κατά περίπτωση υμνογραφία, σύμφωνα με το τρέχον εορτολόγιο. Κάθε εορτή δηλαδή πλαισιώνεται με τη δική της υμνογραφία στο πλαίσιο πάντα των διατάξεων του λειτουργικού Τυπικού. Το Τυπικό εξειδικεύει το περιεχόμενό του κατά ενότητες, στις οποίες καθορίζονται τα τελούμενα, σύμφωνα με τις ποικίλες συμπτώσεις του ημερολογίου και του είδους της εορτής, δηλαδή του κινητού και ακίνητου εορτολογίου. Οι συμπτώσεις αυτές είναι εξαιρετικά πολύπλοκες. Σύμφωνα με όσα λέχθηκαν είναι αυτονόητη η ευθύνη όλων των συντελεστών της λατρείας και προπαντός του Πρωτοψάλτου, στον οποίο αντιστοιχεί το μεγαλύτερο ποσοστό των παρεμβάσεών του στις ακολουθίες. Από αυτή την άποψη, είναι αυτονόητο πάλι ότι ο Πρωτοψάλτης πρέπει να διαθέτει μεγάλη μόρφωση και εμπειρία, αυξημένη ευθύνη και ετοιμότητα, γνώσεις δηλαδή και προσόντα για την άσκηση του έργου του. Από άλλη σημαντική άποψη σημειώνεται το μεγάλο και ποικίλο εύρος των ιερών ακολουθιών, αλλά και οι χρονικές διαστάσεις του, σημεία τα οποία απαιτούν εκτός των αναφερθέντων στοιχείων, ειδική προετοιμασία, μελέτη και προπαρασκευή του ρεπερτορίου. Αρκεί να αναφερθεί ο αριθμός των Κυριακών και μεγάλων εορτών, που ανέρχεται στις εκατόν πενήντα περίπου, εκτός των άλλων ιεροπραξιών στις οποίες οι ψάλτες είναι υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται. Η σημαντική, ωστόσο, πτυχή του μεγάλου αριθμού των Ιερών Ακολουθιών που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την ψαλτική τέχνη είναι ότι συνιστούν μια πλήρη διαβαθμισμένη εκπαίδευση. Χωρίς την τακτική συμμετοχή στις Ιερές ακολουθίες και την ιδιαίτερη φροντίδα του Δασκάλου Πρωτοψάλτου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η κατάλληλη διαδοχή προσώπων στο ιεροψαλτικό έργο. Ό,τι γίνεται σήμερα είναι μια μεγάλη παρέκκλιση με πολύ αρνητικά αποτελέσματα, για τα οποία πρέπει να υπάρξει ειδική φροντίδα προστασίας του ση-μαντικού εκκλησιαστικού και πολιτισμικού έργου της ψαλτικής.
4. Διαδικασία μετάδοσης από γενιά σε γενιά του στοιχείου ΑΠΚ
Περιγραφή της διαδικασίας
Η μετάδοση από γενιά σε γενιά της ψαλτικής τέχνης ακολουθεί συγκεκριμένους τρόπους μαθητείας. Ήδη αναφέρθηκε ότι η κύρια και αποτελεσματική μορφή άσκησης και εκπαίδευσης, κάτω από την ιδιαίτερη φροντίδα του Πρωτοψάλτου, είναι η τακτική και ανελλιπής συμμετοχή στο λειτουργικό έργο της Εκκλησίας. Όλες οι άλλες μορφές μαθητείας είναι χρήσιμες, αλλά ανεπαρκείς και περιορισμένες σε όποιο επίπεδο και μορφή των εκπαιδευτηρίων και αν πραγματοποιείται. Θα αποτελούσε πρόοδο και θα ήταν βοηθητικό το έργο των εκπαιδευτηρίων αν αναδιοργάνωναν το έργο τους σε σχέση με τον Ναό.
Τρόποι και διάρκεια εκμάθησης/μαθητείας/μύησης
Το εκπαιδευτικό έργο και οι τρόποι, καθώς και η διάρκεια μαθητείας και εκμάθησης της ψαλτικής μπορούν να κατανοηθούν μόνο εάν γίνει αντιληπτό ότι οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι συνυφασμένες με τη μύηση και τον ειδικό Δάσκαλο, Μύστη. Σημειώνεται ότι στις τέχνες η έννοια της μύησης έχει πολλές παραμέτρους, θετικές και αρνητικές. Περιλαμβάνει, ακόμη, πολλούς εξαιρετικά χρήσιμους κανόνες. Υπάρχουν επίσης πολλά μυστικά που κατά περίπτωση αποκαλύπτονται ή και αποκρύπτονται. Για τη μύηση στην ψαλτική είναι χρήσιμο να αναφερθεί ένας μόνο στίχος από την υπέροχη υμνογραφία της Μ. Εβδομάδος: Μηδείς, ὤ πιστοί, τοῦ Δεσποτικοῦ Δείπνου ἀμύητος. Η βαρύτητα των λέξεων αυτών είναι καθοριστική για όλο το πλήρωμα της λατρείας. Αν συμβεί αυτή η μύηση, τότε όλα εξελίσσονται λογικά και οντολογικά. Σε αντίθετη περίπτωση όλα παρεκκλίνουν. Εάν δηλαδή οι συντελεστές της λατρείας δεν έχουν την επίγνωση του διακονήματός τους, τότε αποχωρεί η ουσία και η ίδια η μύηση. Κοντολογίς, η ψαλτική πρέπει να διαθέτει ιεροπρέπεια, όχι επιφανειακή αλλά ουσιαστική. Και για να συμβεί αυτό, ο ψάλτης πρέπει να κατανοήσει πού απευθύνεται και να μυηθεί πρωτίστως στο Δείπνο. Παρεμφερώς εξελίσσονται και οι τρόποι μαθητείας και εκμάθησης της ψαλτικής τέχνης που εντοπίζονται κυρίως στην προπαρασκευή του μουσικού ρεπερτορίου, για την εννοιολογική και πρακτική κατανόησή του, όπως και στην προσεκτική συμμετοχή του μαθητή στα ψαλλόμενα. Η πρακτική διαδικασία προετοιμασίας των μελών πρέπει να είναι ενδελεχής και να εγγίζει τα όρια της αποστήθισης. Έχει ήδη αναφερθεί ότι η διάρκεια εκμάθησης και μαθητείας είναι πολύχρονη. Τα παρακάτω στοιχεία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (Πρωτοψάλτης Ιάκωβος Ναυπλιώτης 1910-1939) είναι ενδεικτικά της διαβαθμισμένης πολύχρονης εκπαίδευσης στους χορούς της Μεγάλης Εκκλησίας, που διαρκεί για τη βαθμίδα του Β΄ Ψάλτη (Λαμπαδαρίου) περίπου μία εικοσαετία.
ΈτοςΘέσηΗλικίαΧρόνος υπηρεσίας
1879Κανονάρχης15 ετών3 έτη
1882Β΄ Δομέστικος18 ετών6 έτη
1888Α΄ Δομέστικος24 ετών17 έτη
1905Λαμπαδάριος41 ετών5 έτη
1910-1939Πρωτοψάλτης46 ετών29 έτη
Φορείς μετάδοσης
Φορείς μετάδοσης είναι ουσιαστικά όλοι οι ναοί. Η Ενορία, όπως για πολλούς αιώνες ονομαζόταν η επισκοπική περιφέρεια, ως η μικρότερη εκκλησιαστική μονάδα αναδείχθηκε μια από τις ευρωστότερες κοινωνικές υποδιαιρέσεις. Η Ενορία, πέρα από τα αμιγώς εκκλησιαστικά θέματα, οργάνωνε πολλούς τομείς του κοινωνικού βίου, των γραμμάτων και του πολιτισμού. Από τις ενορίες αναδεικνύονται ακόμη και σήμερα πολλά στελέχη της ψαλτικής τέχνης, αλλά και άλλοι ερασιτέχνες που με τον τρόπο τους προάγουν και διαδίδουν με τις διάφορες εργασίες και τις μελέτες τους τη σημασία και τη συμβολή αυτής της παράδοσης στην πνευματική καλλιέργεια του Νεοέλληνα. Παλαιό παράδειγμα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πολλοί από τους παλαιότερους και νεότερους διακεκριμένους Έλληνες μουσικούς και καλλιτέχνες υπήρξαν τακτικά μέλη των εκκλησιαστικών Αναλογίων. Δυστυχώς τα φαινόμενα αυτά στους καιρούς μας αραιώνουν επικίνδυνα, επειδή οι νεότερες γενεές δεν πλαισιώνουν επαρκώς τους εκκλησιαστικούς χορούς. Από την άλλη πλευρά, η πολύπλοκη εκπαίδευση, αλλά και η έλλειψη κινήτρων για εργασιακή καταξίωση στην ψαλτική δεν συμβάλλουν στην προσέλευση νέων σπουδαστών. Σημαντικό, ωστόσο, έργο για την ανάπτυξη και μετάδοση της ψαλτικής παράδοσης προσφέρουν οι διάφοροι Σύλλογοι στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως και οι Σχολές Βυζαντινής Μουσικής που λειτουργούν σε πολλές Μητροπόλεις της Ελλάδος και της Κύπρου.
IV. Ιστορικό και γενεαλογία του στοιχείου ΑΠΚ
Ιστορικές πληροφορίες ή τοπικές διηγήσεις για την εμφάνιση, τη διάρκεια, την παρουσία και τις προσαρμογές ή και τροποποιήσεις του στοιχείου ΑΠΚ
Η  ψαλτική είναι γνωστή σήμερα περισσότερο με τον όρο βυζαντινή μουσική σε τοπικό όσο και διεθνές επίπεδο. Ο όρος με το πλατύ περιεχόμενό του χρησιμοποιήθηκε πριν από έναν περίπου αιώνα περιλαμβάνοντας και την κοσμική μουσική. Από την πλευρά της Εκκλησίας, στα επίσημά της μάλιστα κείμενα των Ιερών Κανόνων, αλλά και από τους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς χρησιμοποιούνται οι όροι ψαλμωδία και υμνωδία, ενώ στο Βυζάντιο παγιώνεται ο όρος ψαλτική τέχνη, που εναλλάσσεται ορισμένες φορές με τον όροπαπαδική τέχνη.
Η Ονομασία, ωστόσο, ψαλτική αντιπροσωπεύει καλύτερα την εκκλησιαστική μουσική παράδοση. Η ιστορία της ψαλτικής μπορεί να χωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους· από τον 1ο αιώνα μέχρι τον 10ο· η βυζαντινή περίοδος ανάπτυξης της ψαλτικής ως τον 15ο αιώνα· και ολόκληρη η μεταβυζαντινή περίοδος μέχρι σήμερα. Για τη μελέτη της ψαλτικής έχουμε έμμεσες και άμεσες πηγές. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι διάφορες πληροφορίες των εκκλησιαστικών Πα-τέρων και συγγραφέων. Την ίδια περίοδο διαμορφώνονται τα διάφορα μουσι-κοποιητικά είδη. Οι πρώτες βέβαια πληροφορίες κατά την παλαιοχριστιανική εποχή αναφέρονται σε πληροφορίες της Καινής Διαθήκης (Απόστολος Παύλος) που περιορίζονται ονομαστικά στα διάφορα είδη των ασμάτων της ευχαριστιακής σύναξης: ψαλμοί, ύμνοι, ωδές πνευματικές. Έτσι, από τα αποστολικά ακόμη χρόνια αναπτύσσεται μια αυτοτελής μουσικοποιητική δραστηριότητα στους κόλπους της Εκκλησίας τόσο στον συροπαλαιστινιακό όσο και στον ελληνικό χώρο, τις οποίες καταγράφουν ακροθιγώς διάφοροι συγγραφείς (Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιοχείας, Πλίνιος έπαρχος της Βιθυνίας). Βασική, ωστόσο, προϋπόθεση για την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής μουσικής ήταν το Ψαλτήριο του Δαβίδ από τη μετάφραση των Ο΄, πράγμα που δείχνει την άμεση χρήση της ελληνικής γλώσσας ακόμη και στα πρώτα χρόνια των λειτουργικών συνάξεων των πιστών. Το Ψαλτήριο γίνεται η βάση ανάπτυξης όλων των μορφών της μουσικής της Εκκλησίας, πράγμα που βεβαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο από την ονομασία ψαλτική που καθιερώνεται κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Η πρώτη ιστορική, ωστόσο, περίοδος (1ος-10ος αιώνα) γρήγορα μας φέρνει δείγματα της πρώιμης σημαντικής ανάπτυξής της με τους λεγόμενους στροφικούς ύμνους. Μέχρι τώρα οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν το Ψαλτήριο. Ένας έψαλε τους στίχους και ο Λαός συμμετείχε στα ακροτελεύτια και στα εφύμνια, που ήταν ένα είδος ρεφρέν. Παρά την απλότητά της η μουσική αυτή εξέφραζε με μεγαλειώδη τρόπο τα λειτουργικά βιώματα και υπεδείκνυε με σεμνότητα, που μόνο η αρχαϊκή αταξική χριστιανική κοινότητα μπορούσε να διατυπώσει, την ενότητα και την αυθεντικότητα του θεσμού πλέον της Εκκλησίας, τη διαχρονική και οικουμενική του διάσταση. Στη συνέχεια οι στροφικοί ύμνοι με εκπροσώπους δημιουργούς τους μεγάλους Μελωδούς, που μόνο με την κλασική αρχαιότητα μπορούν να συγκριθούν (Ρωμανός, Ανδρέας Κρήτης, Ιωάννης Δαμασκηνός, Κοσμάς) απογειώνουν την καλλιτεχνική έκφραση της λατρείας, που την αποζητούσε έντονα, λόγω των μεγάλων αιρέσεων, η Εκκλησία. Αποτέλεσμα η μεγάλη ήττα της θλιβερής Εικονομαχίας.
Ελεύθερη πλέον η Εκκλησία κατά τη δεύτερη περίοδο της ψαλτικής, που μεγαλουργεί στον μελουργικό (συνθετικό) τομέα, έρχεται να αποδείξει ότι η Ορθοδοξία έχει στέρεες δομές που την αναδεικνύουν όχι ως ένα στεγανό και περιθωριακό χώρο, αλλά ως μια δυνατή οικουμενική έκφραση. Έτσι, οι συνθέσεις των μεγάλων Μελουργών της χρυσής παλαιολόγειας εποχής: Ιωάννης Γλυκύς, Ιωάννης Κουκουζέλης, Ιωάννης Κλαδάς, Μανουήλ Χρυσάφης, Ξένος Κορώνης κ.ά., όχι απλώς εμπλουτίζουν την ψαλτική παράδοση, αλλά την εδραιώνουν ως μία από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές παραγωγές και τα πιο εύρωστα αποθέματα της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Την ίδια εποχή αναπτύσσεται και η βυζαντινή σημειογραφία, ένα από τα εξοχότερα δείγματα της βυζαντινής μουσικής πληροφορικής, στα οποία καταγράφονται αναρίθμητες μορφικές μουσικές συνθέσεις που περιλαμβάνονται σε πολλές χιλιάδες χειρογράφων κωδίκων, διεσπαρμένων σε ελληνικές και ξένες βιβλιοθήκες. Η βυζαντινή αυτή μουσική παραγωγή, που δεν ερευνήθηκε ακόμη συνολικά, ονομάστηκε από τους ερευνητές Ars Nova.
Ολόκληρη η μεταβυζαντινή περίοδος έως σήμερα, συνδεδεμένη απόλυτα με τις προγενέστερές της πηγές, εμπλουτίζεται μελουργικά και αναδεικνύει αξιόλογους δημιουργούς (Παναγιώτης Χρυσάφης, Γερμανός Νέων Πατρών, Μπαλάσιος Ιερεύς, Ιωάννης Τραπεζούντιος, Πέτρος Πελοποννήσιος, Ιάκωβος Πρωτοψάλτης, Πέτρος Βυζάντιος κ.ά.).
Σταθμός για την ψαλτική παράδοση αποβαίνει η Μουσική Μεταρρύθμιση των Τριών Διδασκάλων (Χρύσανθος ο Μαδυτινός, Γρηγόριος Πρωτοψάλτης και Χουρμούζιος Χαρτοφύλακας). Το έργο τους (1815) αποτελεί προσπάθεια απλοποίησης της παλαιάς μουσικής σημειογραφίας. Υποστηρίχθηκε δε από το Πατρι-αρχείο με την ίδρυση Μουσικής Σχολής. Τα αποτελέσματα της μουσικής μεταρρύθμισης δεν έχουν ακόμη μελετηθεί συστηματικά. Πέρα από αυτό, οι Τρεις Διδάσκαλοι συγκαταριθμούνται με τα φωτεινότερα πνεύματα του νέου Ελληνισμού. Η πιο βασική ενέργειά τους ήταν η μεταγραφή των μελών της παλαιάς γραφής στη νέα σημειογραφία. Ιδιαίτερο ρόλο για την περαιτέρω ρύθμιση θεμάτων της μουσικής θεωρίας και πράξης ανέλαβε η Πατριαρχική Μουσική Επιτροπή (1881). Η σημερινή μουσική πράξη και θεωρία βρίσκεται ανάμεσα στις επίσημες ρυθμίσεις των Τριών Διδασκάλων και της Πατριαρχικής Επιτροπής.
Η ψαλτική αποτέλεσε το αντικείμενο εκτεταμένων επιστημονικών ερευνών από ξένους και Έλληνες ερευνητές που δραστηριοποιούνται συστηματικά τον 20ό αιώνα. Σημειώνεται η πρωτοβουλία της Ακαδημαϊκής Ένωσης της Κοπεγχάγης (1931), που προώθησε πολλαπλές εκδόσεις με τη σειρά Monumenta Musicae Byzantinae. Στην Ελλάδα το επιστημονικό έργο για τη βυζαντινή μουσική φιλοξενείται στα Πανεπιστήμια, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και το Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Συμπερασματικά, η ψαλτική παράδοση με το μοναδικό και αριστουργηματικό ρεπερτόριό της, αλλά και την πρωτότυπη μνημοτεχνική σημειογραφία της, που έφθασε σε ύψιστο βαθμό τελειότητας, ως σύστημα απομνημόνευσης των μελωδιών από τους Ψάλτες, δεν μπορεί να παραλληλιστεί με τίποτε από τις μου-σικές παραδόσεις του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης στη Δύση (Egon Wellesz). Αναμφισβήτητα, οι βυζαντινές λόγιες μουσικές συνθέσεις αποτελούναριστουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ειδικές πληροφορίες για το στοιχείο
Αντώνιος Ε. Αλυγιζάκης Δρ. Καθηγητής Βυζαντινής Ψαλτικής και Μουσικολογίας Κυδωνιών 6, 546 55 Ντεπώ, Θεσσαλονίκη Τηλ.: 2310 429384 e-mail: aealygizos@gmail.com
Βιβλιογραφία
Αλυγιζάκης Αντώνιος Ε. (1978-2011), Θέματα εκκλησιαστικής μουσικής, Θεσσαλονίκη.
– (1985) Η οκταηχία στην ελληνική λειτουργική υμνογραφία, Θεσσαλονίκη.
– (1996) Μελωδήματα ασκήσεων λειτουργικής, Θεσσαλονίκη.
– (1995) Ο χαρακτήρας της Ορθοδόξου ψαλτικής, Θεσσαλονίκη.
– (1996) The Historical Framework of Byzantine and Post-Byzantine liturgical music, Θεσσαλονίκη.
– (2001) «The philosophical and Theological background of Music», Byzantine Macedonia, Art, Architecture, Music and Hagiography, Melbourne.
– (2008) Byzantine Music in the Arabic and Hellenic Language, Beirut-Thessaloniki, Book+1 CD.
– (2008) Byzantine Music, The Protopsaltis of the Holy Great Church of Christ, Iakovos Nafpliotis, İstanbul Rum Patrikhanesi Başmuganisi, Book+5 CDs.
– (2012) «Η βυζαντινή μουσική στον Άθω», Το Άγιον Όρος στα χρόνια της απελευθέρωσης, Αγιορειτική Εστία, Θεσσαλονίκη, σελ. 353-369.
Σπυράκου Ευαγγελία Χ. (2008), Οι χοροί Ψαλτών κατά τη βυζαντινή παράδοση, Αθήνα.
Στάθης Γρηγόριος Θ. (1979), Οι αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της βυζαντινής μελοποιίαςΑθήνα.
Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (1980)μτφρ., εποπτεία Σάββα Αγγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν, Αθήνα.
Χαλδαιάκης Αχιλλεύς Γ. (2014), Βυζαντινομουσικολογικά, τόμ. Α΄-Δ΄, Αθήνα.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ:
Προϋπάρχουσα τεκμηρίωση
Διαθέσιμη βιβλιογραφία
Διαθέσιμα δεδομένα Φορέας: Είδος έρευνας: Είδος δεδομένων:Εγγραφή του στοιχείου σε άλλα ευρετήρια
Εθνικό Ευρετήριο – Τεχνικό δελτίο του στοιχείου
Τόπος και ημερομηνία σύνταξης: Θεσσαλονίκη, 15 Οκτωβρίου 2014
Συντάκτης Ονοματεπώνυμο: Αντώνιος Ε. Αλυγιζάκης
Ιδιότητα: Δρ. Καθηγητής Βυζαντινής Ψαλτικής και Μουσικολογίας
Συνοδευτικό τεκμηριωτικό υλικό Βιβλιογραφική-αρχειακή έρευνα:
Επιτόπια έρευνα – συνεντεύξεις:
Ηχητική καταγραφή:
Φωτογραφική καταγραφή:
Κινηματογραφική καταγραφή:

V.  Επίλογος Η  ψαλτική ως φωνητική μουσική και συνεπώς ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά, όπως και οι άλλες λειτουργικές τέχνες της Εκκλησίας, έχει χαρακτήρα καθαρά υπερβατικό και οντολογικό, που δεν υπηρετεί την πρόκληση των αισθήσεων, αλλά διερμηνεύει την αληθινή θεώρηση του κόσμου και της ζωής. Συγκεκριμένα, η δέσμευση αυτή προβάλλει ισχυρά κοινωνικά προσδιοριστικά στοιχεία και κίνητρα, όπως η γλώσσα, η αγωγή, η τεχνική και η αισθητική αντίληψη. Τα πολιτιστικά αυτά γνωρίσματα της ψαλτικής, οικουμενικών διαστάσεων, παγιώνονται σε συγκεκριμένους κοινωνικούς και ευρύτερους εθνικούς σχηματισμούς. Έτσι, τα στοιχεία αυτά αποκτούν μια εκτεταμένη Διορθόδοξη ενότητα που τα καθιστά λαοφιλή και βιώσιμα. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις που αφορούν τη συγγένεια της δομής των εκκλησιαστικών τροπαρίων με τα δημοτικά τραγούδια. Από την άλλη πλευρά, η χρήση των λειτουργικών βιβλίων και ιδιαίτερα της Οκτωήχου στην εκπαίδευση, που χρησιμοποιήθηκε κατά την Τουρκοκρατία ως αναγνωστικό εγχειρίδιο με τα γράμματα της αλφαβήτου στην πρώτη σελίδα, αναδεικνύουν τη δυναμική της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ψαλτικής παράδοσης. Πολλά από τα τροπάρια της Εκκλησίας λειτουργούν ακόμη και σήμερα, όπως το θούριο και το δημοτικό τραγούδι, που αναβλύζουν κατευθείαν από τις αστείρευτες πηγές και τα βιώματα του λαού. Ποίηση δηλαδή και μουσική συμπυκνώνουν με έναν μεγαλειώδη τρόπο ιδέες και αντιλήψεις διαχρονικής ισχύος, όπως είναι η πνευματικότητα και οι παραδόσεις της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ζωής. Η δυναμική αυτή της ψαλτικής τέχνης εκφράστηκε ανώνυμα και συντηρήθηκε με ιερή επιμέλεια εδώ και πολλούς αιώνες, μεταφερμένη από στόμα σε στόμα.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε προς την Λου Αντρέας-Σαλομέ





(Ομπερνόιλαντ κοντά στη Βρέμη την 11η Αυγούστου 1903, Τρίτη)

Δεν θέλω να αποσπάσω την τέχνη από τη ζωή. Ξέρω πως κάποτε και κάπου έχουν το ίδιο φρόνημα. Αλλά εγώ είμαι ένας αδέξιος στη ζωή και γι' αυτό, καθώς η ζωή συμμαζεύεται γύρω μου, είναι πολύ συχνά για μένα μια παραμονή, μια αργοπορία, που με κάνει να χάνω πολλά, περίπου όπως κάποτε σε όνειρο, όταν δεν μπορεί κανείς να τελειώσει με το ντύσιμο και παραμελεί για δύο ιδιότροπα κουμπιά παπουτσιών κάτι σπουδαίο, που δεν ξανάρχεται ποτέ. Και είναι αλήθεια σωστό, πως η ζωή περνάει και πράγματι δεν αφήνει πολύ καιρό για παραμέληση και για πολλές απώλειες• ιδιαίτερα γι' αυτόν, που θέλει να έχει μια τέχνη. Γιατί η τέχνη είναι ένα πράγμα πολύ πιο μεγάλο και πιο δύσκολο και πιο μακρό για μια ζωή και αυτοί που βρίσκονται σε μεγάλη ηλικία είναι μόνον αρχάριοι σ' αυτήν. «Στην ηλικία των εβδομηντατριών χρόνων είναι που κατανόησα κάπως τη μορφή και την αληθινή φύση των πουλιών, των ψαριών και των φυτών», έγραψε ό Χοκουσάι και ο Ροντέν αισθάνεται το ίδιο και μπορεί να συλλογίζεται ακόμα τον Λεονάρντο, που έφτασε σε μεγάλη ηλικία. Και όλοι αυτοί ζούσαν πάντα μέσα στην τέχνη τους συγκεντρωμένοι γύρω από το ένα και άφηναν όλα τα άλλα να φουντώσουν από μόνα τους. Πώς όμως είναι δυνατό να μη φοβάται κανείς, που μόνο σπάνια έρχεται στο ιερό του, όταν έξω, στην εξεγειρόμενη ζωή, πέφτει μέσα σ' όλες τις παγίδες και αναίσθητος προσκρούει πάνω σ' όλες τις αντιστάσεις; Γι' αυτό θέλω να βρω με τόση λαχτάρα και τόσο ανυπόμονα την εργασία, την εργάσιμη μέρα, διότι η ζωή μόνον, όταν γίνει πρώτα εργασία, μπορεί να γίνει τέχνη...

Δείξε κατανόηση με μένα, αν σ' αφήνω να περιμένεις• εσύ έφυγες σαν ένας σοφός, εγώ όμως φεύγω όπως τα ζώα, όταν περάσει ή εποχή της απαγόρευσης του κυνηγιού

Rainer Maria Rilkeμετάφραση: Norgard Pechermeyer-Michaelides


από το περιοδικό Ευθύνη, τχ. 234
Ιούνιος 1991

-πρωτότυπη εικόνα εξωφύλλου: brainpickings.org-
-πρωτότυπη φωτογραφία Ρίλκε-Σαλομέ: picture-poems.com-

«Μανόλης Αναγνωστάκης: Ο ποιητής και η πολιτεία του»




MEGARON PLUS
Ένα αφιέρωμα στο έργο και την πολιτεία του Μανόλη Αναγνωστάκη, με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από το θάνατό του.
Θα μιλήσουν, για την ποίηση του Αναγνωστάκη, ο Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευριπίδης Γαραντούδης, με θέμα "Ο σατιρικός Αναγνωστάκης", για τη λογοτεχνική κριτική του, ο ποιητής και κριτικός Νάσος Βαγενάς, με θέμα "Ο κριτικός Αναγνωστάκης", για την υπόλοιπη συγγραφική δραστηριότητά του, ο μελετητής λογοτεχνίας Γιώργος Ζεβελάκης, με θέμα "Ο ποιητής της συνέχειας", ενώ για τις συνεντεύξεις που είχε δώσει, ο σκηνοθέτης και πεζογράφος Λάκης Παπαστάθης, με θέμα "Ο Αναγνωστάκης και η κινηματογράφησή του".

Εισαγωγή, παρουσίαση: Χριστίνα Ντουνιά, Καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Με την επιμέλεια του Νάσου Βαγενά
Προβολή αποσπάσματος από την εκπομπή "ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ", αφιερωμένη στον ποιητή.






Αρβανίτες



Η κάθοδος των αρβανίτικων φύλων στον ελλαδικό χώρο ξεκινά στα τέλη του 13ου αιώνα και σταματάει περίπου το 1600,[6] έχοντας ως αρχική κοιτίδα την περιοχή Άρβανον στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην κεντρική περιοχή της σημερινής Αλβανίας[7] και ως τόπο αρχικής εγκατάστασης την Θεσσαλία γύρω στο 1325. Μία άποψη ως προς τον δρόμο που ακολούθησαν είναι ότι διέσχισαν την άνω λεκάνη τουΑλιάκμονα και διαμέσου ΚορυτσάςΚαστοριάς και Γρεβενών έφτασαν στον θεσσαλικό κάμπο. Άλλη άποψη υποστηρίζει την κάθοδό τους μέσω των Ιωαννίνων στην Αιτωλοακαρνανία και τη μετακίνησή τους από εκεί στην Θεσσαλία.
Επίσης δεκάδες χιλιάδες Αρβανίτες βρέθηκαν μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης και της Κορυτσάς (Β.Ήπειρος) τον 17ο αιώνα στην Ανατολική Θράκη. Σήμερα, μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 οι απόγονοι τους βρίσκονται στα δεκάδες αρβανιτοχώρια του νομού Έβρου, στην Νέα Ορεστιάδα, στην Αλεξανδρούπολη, στην Θεσσαλονίκη και στην Γερμανία (κυρίως στο Ντύσελντορφ).
Έχοντας εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Σπερχειού από το 1380-81, οι Αρβανίτες παίρνουν άδεια από τον Πέτρο Δ΄ της Αραγωνίας να εγκατασταθούν στο Δουκάτο των Αθηνών το 1382, για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του δουκάτου απέναντι στις ξένες επιδρομές. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν την εμφάνιση 10.000 Αρβανιτών στον Ισθμό της Κορίνθου το 1404-05, των οποίων την εγκατάσταση στο Δεσποτάτο του Μυστρά επέτρεψε ο δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος, παρά την καχυποψία των συμβούλων του. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή αυτός ο πληθυσμός προερχόταν από την Θεσσαλία, μετά την κατάληψή της από τους Τούρκουςτο 1393. Περί το 1425, οι Βενετοί με υποσχέσεις για φοροαπαλλακτικά μέτρα προσελκύουν αρβανίτικους πληθυσμούς στη νότια Εύβοια που παρουσίαζε δημογραφική πτώση εξαιτίας της πανώλης, η θέση της οποίας ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή αφού γειτνίαζε με την ηπειρωτική Ελλάδα. Η περιοχή εγκατάστασης των Αρβανιτών στην Εύβοια οριοθετήθηκε από τους Βενετούς αυστηρά στις ορεινές περιοχές της Καρυστίας, ώστε να λειτουργούν και ως προπύργιο σε εχθρικές επιθέσεις εναντίον της Αττικής.
Οι Αρβανίτες ήταν αρχικά νομαδικό φύλο με έντονο πολεμικό χαρακτήρα, οι οποίοι μετακινούνταν συνεχώς βασιζόμενοι για την επιβίωσή τους στην υποτυπώδη κτηνοτροφία τους. Η εξάρτησή τους από γεωργικά προϊόντα προκαλούσε τη λεηλασία της καλλιεργημένης γης γύρω από τις πόλεις, τις οποίες στερούσαν από τα παραγωγικά τους αγαθά. Η γενικότερη έλλειψη όμως αγροτικών προϊόντων τους ανάγκασε να μετατραπούν σε ημινομάδες και μετακινούμενους κτηνοτρόφους και σταδιακά να ασχοληθούν με τη γεωργία, αποκτώντας έτσι μόνιμη εγκατάσταση.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους Αρβανίτες στην μετανάστευση ήταν κοινωνικο-πολιτικοί. Όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αρχές του 13ου αιώνα, οι Αλβανοί μισθοφόροι στρατιώτες πολεμούσαν με το μέρος της Ηπείρου εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αλβανοί κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η αλβανική αριστοκρατία μόνο πήρε σημαντικούς αυλικούς τίτλους. Αυτοί οι Αλβανοί αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι σταδιακά το παλιό βυζαντινό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχηγοί μεταλλάσσονταν σε άρχοντες. Το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν οι άρχοντες αυτοί στη γη, αποστερούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν και την ελευθερία τους πωλούμενοι ως σκλάβοι.
Νεαρός Αρβανίτης. Έργο του Louis Dupré (1819)
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την νέα αυτή κατάσταση, οι Αρβανίτες υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν νομαδικές συνήθειες. Βλέπανε τη μετανάστευση ως μοναδική λύση στα προβλήματα που δημιουργούσε η μονοπώληση των αλβανικών εδαφών από τους Αλβανούς άρχοντες που γίνονταν όλο και πιο βίαιοι. Πέρα όμως από τις μεταβολές αυτές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον η οθωμανική εισβολή. Ατομικά ή συλλογικά, η αρβανίτικη αυτή μετανάστευση εμφανίζεται ως αντίδραση φυγής σε μία κοινωνική καταπίεση που είχε γίνει αφόρητη.
Οι αρβανίτικες φατρίες ήταν και έμειναν πιστές στην Ελληνική Ορθοδοξία, ενώ οι Αλβανοί ασπάστηκαν θρησκείες όπως ο Μουσουλμανισμός και ο Ρωμαιοκαθολικισμός ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα. Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν στο Βυζαντινό στρατό και η Δυναστεία των Παλαιολόγων τους χρησιμοποίησε συχνά σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες. Σε μια περίπτωση, 6.000 Αρβανίτες από την Γλαρέντζα εστάλησαν στο πεδίο μάχης. Στα μέσα του 1454, ένας ηγέτης που ονομαζόταν Πέτρος Μπούας είχε περίπου 30.000 Αρβανίτες υπό την εντολή του.[8]
Επίσης, οι Βενετοί μίσθωσαν πολυάριθμους Αρβανίτες για να υπηρετήσουν ως Stradioti. Με βάση τους υπολογισμούς ενός Γάλλου αυτόπτη μάρτυρα, του Philippe de Commines (1447 - 1511), οι Αρβανίτες επιτήρησαν τις ενετικές περιοχές όπως το Ναύπλιο, ως πεζοί και έφιπποι. Επιπλέον, οι Αρβανίτες αυτοχαρακτηρίζονταν ως Έλληνες.[9]
Από το σύνολο των μεταναστών, όσοι έφτασαν στην Πελοπόννησο και είχαν εγκατασταθεί σε δυσπρόσιτες ορεινές ζώνες, σχημάτιζαν συμπαγείς ομάδες. Καθώς συχνά δεν είχαν ενδοιασμό να τεθούν υπό τις διαταγές ενός ελληνόφωνου άρχοντα, που ήταν απευθείας απόγονος της παλαιάς αυτοκρατορικής δυναστείας, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αποτέλεσαν βασική εστία αντίστασης στους Οθωμανούς. Με την υιοθέτηση κοινής στάσης, οι ελληνο-αρβανίτικες ενώσεις, διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, πολλοί Αρβανίτες συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα (1903), όπως ο Βαγγέλης Κοροπούλης από τη Μάνδρα Αττικής.[10]
Οι Αρβανίτες είναι στην πλειονότητα τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και ανέκαθεν ήταν δίγλωσσοι. Η γλώσσα τους, τα Αρβανίτικα, έχει κοινή προέλευση με την επίσημη Αλβανική και έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την Ελληνική γλώσσα με την οποία έχει έρθει σε επαφή, από τα Λατινικά και από τα Σλαβικά. Η γλώσσα πλέον βρίσκεται σε παρακμή, εν μέρει εξαιτίας της μετακίνησης των Αρβανιτών από τα χωριά τους στις ελληνόφωνες πόλεις και εν μέρει λόγω της πλήρους πολιτιστικής ενσωμάτωσης των Αρβανιτών από το ελληνικό περιβάλλον.
Οι περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν και εντοπίζονται αρβανίτικοι πληθυσμοί είναι η Αττική, η Βοιωτία με δυτικότερο άκρο το χωριό Στείρι, η Καρυστία της νότιας Εύβοιας και συγκεκριμένα η περιοχή νοτίως του Αλιβερίου και του Αυλωναρίου εξαιρουμένων των περιοχών της Καρύστου, του Πλατανιστού και του Μαρμαρίου, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, η Κορινθία και η Αργολίδα. Όπως ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός, οι Αρβανίτες τις τελευταίες δεκαετίες μεταναστεύουν από τα χωριά τους στις μεγάλες πόλεις, και ειδικά στην Αθήνα, στην οποία ζούσε σημαντικός αριθμός Αρβανιτών στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν αυτή γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Η ανάμειξη των Αρβανιτών με τους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους γηγενείς του ελλαδικού χώρου, είχε ως αποτέλεσμα με το πέρασμα των αιώνων, μεγάλο μέρος τους να αφομοιωθεί πλήρως γενετικά και πολιτισμικά, αφήνοντας απογόνους με κάποια μακρινή αρβανίτικη καταγωγή. Έτσι ο πληθυσμός των σημερινών Αρβανιτών, που διατηρήθηκε με ενδογαμίες και την συνέχιση της αρβανίτικης κουλτούρας, είναι πολύ μικρός και κυρίως σε ορισμένα σχετικά απομονωμένα χωριά. Παρατηρείται πως σε πολλά μέρη εγκατάστασής τους οι Αρβανίτες μετέδωσαν την γλώσσα τους και στους ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής για τις καθημερινές συνδιαλλαγές τους, αυξάνοντας τον αριθμό των αρβανιτοφώνων.
Ο σημερινός πληθυσμός των Ελλήνων Αρβανιτών δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Κατά μία εκδοχή, φτάνει τις 150.000.[1] Η τελευταία απογραφή στην οποία καταμετρήθηκαν οι ομιλούντες τη γλώσσα έγινε το 1951 και αναφέρει 23.000 ομιλητές, αριθμός που κατά τους μελετητές είναι υπερβολικά μικρός για να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.[2] Νεότερες επιτόπιες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των ομιλούντων αρβανίτικα σε 30.000 για την Αττική και τη Βοιωτία (1977) και 50.000 για όλη την Ελλάδα (1993).[2]
Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη (1960), από το 1350 μ.Χ. έως το 1418 μ.Χ., 81.200 Αρβανίτες, μισθοφόροι στρατιώτες και οι οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές, μετά από προσκλήσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων (Δυναστεία Παλαιολόγων), των Καταλανών και των Βενετών. Ωστόσο στις αυθεντικές πηγές, απ' όπου αντλούν ειδικοί και μή ιστοριογράφοι, "αρβανίτης" (ή Αρναβούτ) σήμαινε γενικά "μισθοφόρος από τα Βαλκάνια", που εκτός από Αλβανούς περιλάμβανε και Έλληνες, Σέρβους, Βλάχους κλπ.[11][12]
Οι Αρβανίτες πρωτοαναφέρονται στις Βυζαντινές πηγές από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη[13] και αργότερα – ως Αρβανίτες από το Άρβανον – στο βιβλίο της Άννας Κομνηνής, "Αλεξιάδα". Το βιβλίο ασχολείται με τις ταραχές στην περιοχή του Αρβάνου που προκάλεσαν οι Νορμανδοί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της, Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1081 – 1118). Στην «Ιστορία» (1079 – 1080 μ.Χ.), ο Βυζαντινός ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης ήταν ο πρώτος που ανέφερε τους Αλβανούς ως έχοντες λάβει μέρος σε εξέγερση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1043 μ.Χ. και τους Αρβανίτες ως υποτελείς του Δούκα του Δυρραχίου και Πρωτοπροέδρου Νικηφόρου του Βασιλάκη (τέλη 1078 ή αρχές 1079). Ωστόσο, μια λεπτομερής ανάλυση του αυθεντικού κειμένου του Ατταλειάτη, όπου αναφέρονται δύο φορές "Αλβανοί" και μία φορά "Αρβανίτες", οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο μεν όρος "Αλβανοί" αναφέρεται σε Νορμανδούς που είχαν κατέλθει πρόσφατα στην Ιταλία από την "πέραν των Άλπεων Γαλατία", ενώ ο όρος "Αρβανίται" στους κατοίκους των Βαλκανίων. Αυτή η αναφορά του Ατταλειάτη σε "Αρβανίτες" είναι και η πρώτη τεκμηριωμένη αναφορά στους Αρβανίτες της Βαλκανικής. H μεταφορά των όρων ως Albani στη Λατινική και λανθασμένα ως Albanais κτλ σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες οδήγησαν ευρωπαίους ιστορικούς στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο "Δουξ του Δυρραχίου" ήταν ο Γεώργιος Μανιάκης και ότι επαναστάτησε το 1043 επικεφαλής Αλβανών.[14]
Ο όρος Αρβανίτικα προέρχεται από τη λέξη Αρβανίται. Η ετυμολογία του ελληνικού επιθέτου Αρβανίτικα προέρχεται από τη ρίζα Αρβανίτ- του ουσιαστικού Αρβανίτης, σύμφωνα με το λεξικό του Γιάννη Κουλάκη.[15] Σύμφωνα με το λεξικό του Γ.Μπαμπινιώτη η λέξη προέρχεται από το τοπωνύμιο Άρβανα>αλβ.Ärbena. Η ονομασία Άρβανα δόθηκε αρχικώς στην οροσειρά που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Mat και Ischmi (δυτικά της Αχρίδας),οι δε κάτοικοι των περιοχών αυτών ονομάστηκαν (από τους υπόλοιπους Έλληνες)Αρβανίται, όνομα που συνδέθηκε εσφαλμένα με τον τύπο Αλβανία, ο οποίος δεν έχει την ίδια ετυμολογική προέλευση.
Οι Αρβανίτες, κυρίως μετά την ανάπτυξη του Αλβανικού εθνικισμού αλλά και λόγω της συμπόρευσής τους με το ελληνικό στοιχείο, απορρίπτουν οιαδήποτε συσχέτιση με τους Αλβανούς. Στη δεκαετία του 1990 ο Αλβανός Πρόεδρος Σαλί Μπερίσα περιέγραψε τους Αρβανίτες ως μια αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των Αρβανιτών στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Σύμφωνα με τον Αριστείδη Κόλλια, μερικοί Αρβανίτες στο βορειοδυτικό τμήμα της Ηπείρου παραδοσιακά αυτοαποκαλούνται και με την ονομασία Shqiptár (Σκιπτάρ), χωρίς να επικαλούνται αλβανική εθνική συνείδηση. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται επίσης σε μερικά χωριά της Θράκης, όπου οι Αρβανίτες μετανάστευσαν από τα βουνά της Πίνδου κατά τον 19ο αιώνα. Από την άλλη μεριά αυτή η λέξη είναι παντελώς άγνωστη στο κύριο σώμα των Αρβανιτών της νότιας Ελλάδας.

Αρβανίτικα τραγούδια

Παρ’όλο που έχουν σχεδόν πλήρως αφομοιωθεί στην ελληνική κοινωνία, κάποια μεμονωμένα αρβανίτικα πολιτιστικά χαρακτηριστικά μπορούν ακόμη να διακριθούν.
Υπάρχουν τέσσερα μουσικά CD με αρβανίτικα τραγούδια, παρ’όλο που οι στίχοι τους είναι συχνά ελληνικοί. Δεν υπάρχουν μέσα ενημέρωσης στα αρβανίτικα, όμως μερικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταδίδουν κατά καιρούς αρβανίτικα τραγούδια. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει προσπάθειες να καταγραφούν τα αρβανίτικα τραγούδια, με πιο πρόσφατη αυτή του Θανάση Μωραΐτη.
Τα αρβανίτικα τραγούδια έχουν ομοιότητες με την Αλβανική και την Ηπειρώτικη μουσική. Ένα από αυτά με την απόδοσή του είναι και αυτό το οποίο είναι γραμμένο για μια νεαρή κοπέλα με μακριά μαλλιά:
Μωρ κοτσίδε δρακολέ
βετ'μ στρώ, βετ'μ φλιέ
Μωρ κοτσίδε ντρέδουρ'
σουμ' τ' καμ μπλιέδουρ'
Ντο τα πρες κοτσίδε τ'
ντο τα βερβιτ ντε σκιντετ
Ντο τα πρες κοτσίδε τ' γκλιάτ'
πω τσε τ'ρμπεμ γκα ιτ τατ'
Απόδοση στα ελληνικά:

Μωρή, κοτσίδα που μοιάζεις με δρακολιά, μόνη σου στρώνεις, μόνη σου κοιμάσαι
Μωρή στριφτοκοτσίδω, πολλά σου έχω μαζεμένα
Θα στις κόψω τις κοτσίδες και στα σκίνα θα της ρίξω
Θα στις κόψω τις κοτσίδες τις μακριές, μόνο φοβάμαι τον πατέρα σου

Αρβανίτικα κάλαντα


Σίν Βασίλη βγιέν,
μπόρα η πιλκιέν.
Βγιέν μ΄ντα νε μές ε νάτες,
δεμάτ τε κα γιάπιν .
Σίν Βασίλη βγιέν,
Γενάρη ντίχετ.
Ζόνιεν περιμένιμ,
τσί βγιέν σίπερ πάρ,
δίπλιετ γκαρκούαρ νε γκομάρ.
Απόδοση στα Ελληνικά.
Ο Άγιος Βασίλης έρχεται,
το χιόνι του αρέσει.
Έρχεται μέσα στη μέση της νύχτας,
δώρα να μας δώσει.
Ο Άγιος Βασίλης έρχεται,
ο Γενάρης προβάλει.
Την κυρά περιμένουμε,
που έρχεται από τον επάνω δρόμο,
δίπλιες( γλυκά) φορτωμένες στο γαϊδούρι.

( δίπλιες = παραδοσιακό πρωτοχρονιάτικο γλυκό )

Ελληνικές μελέτες και βιβλία για τους Αρβανίτες


Κώστας Μπίρης
Ο Μπίρης ήταν λαογράφος και αρχιτέκτονας. Το βιβλίο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του σύγχρονου Ελληνισμού, ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών» (1960) αποτελεί μια σχολαστική μελέτη για τους Αρβανίτες και είναι το έργο στο οποίο αναφέρονται πιο συχνά οι άλλοι επιστήμονες που μελέτησαν τους Αρβανίτες.
Μαρία Μιχαήλ-Δέδε
Η Μαρία Μιχαήλ-Δέδε είναι λογοτέχνις και εθνολόγος. Έχει γράψει δύο βιβλία για τα αρβανίτικα τραγούδια (1978) και το βιβλίο «Οι Έλληνες Αρβανίτες» (1997).
Αριστείδης Κόλλιας
Ο Κόλλιας, δικηγόρος στο επάγγελμα, διεξήγαγε εθνολογικές μελέτες για τους Αρβανίτες. Στο βιβλίο του «Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων» (1983), ο Κόλλιας υποστηρίζει την θεωρία η οποία ταυτίζει τους αρχαίους Πελασγούς με τους Αρβανίτες. Ο Κόλλιας λέει ότι ο ελληνικός και ο αλβανικός λαός ήταν πιο κοντά στο παρελθόν απ’ ότι τους δύο τελευταίους αιώνες και ότι είναι και οι δύο απόγονοι των Πελασγών. Η απόρριψη από μέρους του της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας και η θεωρία του ότι τα αρβανίτικα μοιάζουν πολύ (αν δεν είναι ταυτόσημα) με τα ελληνικά του Ομήρου έχει κατακριθεί, όμως το έργο του για τον αρβανίτικο πολιτισμό είναι γενικά αποδεκτό.
Θανάσης Μωραΐτης
Ο Μωραΐτης δούλεψε για αρκετό καιρό με τον Κόλλια και έκανε εκτεταμένη έρευνα πάνω στην αρβανίτικη μουσική. Στο βιβλίο του «Αρβανίτικα τραγούδια» καταγράφει περίπου 150 τραγούδια, αναλύει τη μουσική δομή τους και επίσης έχει κείμενα από γλωσσολόγους και ιστορικούς για την αρβανίτικη ιστορία, τον πολιτισμό και τη γλώσσα.
Σαράντος Ι. Καργάκος

Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Μελέτες) «[1]» ISBN 960-08-0172-X

Κώστας Μπίρης
Ο Μπίρης ήταν λαογράφος και αρχιτέκτονας. Το βιβλίο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του σύγχρονου Ελληνισμού, ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών» (1960) αποτελεί μια σχολαστική μελέτη για τους Αρβανίτες και είναι το έργο στο οποίο αναφέρονται πιο συχνά οι άλλοι επιστήμονες που μελέτησαν τους Αρβανίτες.
Μαρία Μιχαήλ-Δέδε
Η Μαρία Μιχαήλ-Δέδε είναι λογοτέχνις και εθνολόγος. Έχει γράψει δύο βιβλία για τα αρβανίτικα τραγούδια (1978) και το βιβλίο «Οι Έλληνες Αρβανίτες» (1997).
Αριστείδης Κόλλιας
Ο Κόλλιας, δικηγόρος στο επάγγελμα, διεξήγαγε εθνολογικές μελέτες για τους Αρβανίτες. Στο βιβλίο του «Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων» (1983), ο Κόλλιας υποστηρίζει την θεωρία η οποία ταυτίζει τους αρχαίους Πελασγούς με τους Αρβανίτες. Ο Κόλλιας λέει ότι ο ελληνικός και ο αλβανικός λαός ήταν πιο κοντά στο παρελθόν απ’ ότι τους δύο τελευταίους αιώνες και ότι είναι και οι δύο απόγονοι των Πελασγών. Η απόρριψη από μέρους του της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας και η θεωρία του ότι τα αρβανίτικα μοιάζουν πολύ (αν δεν είναι ταυτόσημα) με τα ελληνικά του Ομήρου έχει κατακριθεί, όμως το έργο του για τον αρβανίτικο πολιτισμό είναι γενικά αποδεκτό.
Θανάσης Μωραΐτης
Ο Μωραΐτης δούλεψε για αρκετό καιρό με τον Κόλλια και έκανε εκτεταμένη έρευνα πάνω στην αρβανίτικη μουσική. Στο βιβλίο του «Αρβανίτικα τραγούδια» καταγράφει περίπου 150 τραγούδια, αναλύει τη μουσική δομή τους και επίσης έχει κείμενα από γλωσσολόγους και ιστορικούς για την αρβανίτικη ιστορία, τον πολιτισμό και τη γλώσσα.
Σαράντος Ι. Καργάκος
Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Μελέτες) «[1]» ISBN 960-08-0172-X

Κώστας Μπίρης
Ο Μπίρης ήταν λαογράφος και αρχιτέκτονας. Το βιβλίο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του σύγχρονου Ελληνισμού, ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών» (1960) αποτελεί μια σχολαστική μελέτη για τους Αρβανίτες και είναι το έργο στο οποίο αναφέρονται πιο συχνά οι άλλοι επιστήμονες που μελέτησαν τους Αρβανίτες.
Μαρία Μιχαήλ-Δέδε
Η Μαρία Μιχαήλ-Δέδε είναι λογοτέχνις και εθνολόγος. Έχει γράψει δύο βιβλία για τα αρβανίτικα τραγούδια (1978) και το βιβλίο «Οι Έλληνες Αρβανίτες» (1997).
Αριστείδης Κόλλιας
Ο Κόλλιας, δικηγόρος στο επάγγελμα, διεξήγαγε εθνολογικές μελέτες για τους Αρβανίτες. Στο βιβλίο του «Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων» (1983), ο Κόλλιας υποστηρίζει την θεωρία η οποία ταυτίζει τους αρχαίους Πελασγούς με τους Αρβανίτες. Ο Κόλλιας λέει ότι ο ελληνικός και ο αλβανικός λαός ήταν πιο κοντά στο παρελθόν απ’ ότι τους δύο τελευταίους αιώνες και ότι είναι και οι δύο απόγονοι των Πελασγών. Η απόρριψη από μέρους του της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας και η θεωρία του ότι τα αρβανίτικα μοιάζουν πολύ (αν δεν είναι ταυτόσημα) με τα ελληνικά του Ομήρου έχει κατακριθεί, όμως το έργο του για τον αρβανίτικο πολιτισμό είναι γενικά αποδεκτό.
Θανάσης Μωραΐτης
Ο Μωραΐτης δούλεψε για αρκετό καιρό με τον Κόλλια και έκανε εκτεταμένη έρευνα πάνω στην αρβανίτικη μουσική. Στο βιβλίο του «Αρβανίτικα τραγούδια» καταγράφει περίπου 150 τραγούδια, αναλύει τη μουσική δομή τους και επίσης έχει κείμενα από γλωσσολόγους και ιστορικούς για την αρβανίτικη ιστορία, τον πολιτισμό και τη γλώσσα.
Σαράντος Ι. Καργάκος
Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Μελέτες) «[1]» ISBN 960-08-0172-X


ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ


«Παιδιόθεν καί εξ απαλών ονύχων,ού μην αλλά καί πατρόθεν καί από πάππου καί των άλλων προγόνων,την Αλβανίαν εμάθομεν να θεωρούμε επαρχία ελληνικήν...τούς δε Αλβανούς Έλληνας γνησιωτάτους καί ελληνικωτάτους»(Λουκάς Μπέλλος)

«Η διαίρεσις ημών Αλβανών καί Ελλήνων διευκολύνει το κράτος άλλων.Μίαν ημέραν εξυπνήσαντες,θα ίδωμεν αίφνης ότι απωλέσθημεν,νομίσαντες ότι αναγεννώμεθα»(εφημερίς «Νεολόγος» αριθ.φ.617,Κων/πολη 1870)

«Ελλάς άνευ Αλβανίας καί Αλβανία άνευ Ελλάδος ουδέν γενναίον δύνανται να επιτελέσωσιν εν τη Χερσονήσω τού Αίμου»(Νεοκλής Καζάζης)

«...Οί Έλληνες είνε Αλβανοί καί οί Αλβανοί είνε Έλληνες»(Βλάσης Γαβριηλίδης,ιδρυτής καί διευθυντής της εφημερίδος «Ακρόπολις»,1883)

«Όπου υπήρχον Αλβανοί άποικοι,έμειναν καί ζώσι σήμερον άθικτοι,αμόλυντοι,αδελφοί Έλληνες πάντες,υπερήφανοι διά τούτο..»(Αντώνιος Δ.Κεραμόπουλος)

«Ευγνωμοσύνης καθήκον,πολιτισμού υποχρέωσις ήτο,οί νεώτεροι Έλληνες ελευθερωθέντες τού τυρρανικού ζυγού καί ανεξάρτητον έθνος αποτελέσαντες να στρέψωσιν το βλέμμα των περί τα περί εαυτούς ομογενή φύλα καί τον εκπολιτισμόν τούτων,αν όχι την απελευθέρωσιν,μία των κυρίων ενασχολιών των να έχωσιν.Εκείνο δε, πέριξ τού οποίου πάσα μέριμνα Κυβερνητική καί ιδιωτική έπρεπε να περιστραφεί,είναι η Αλβανία,ο ιπποτικός εκείνος τόπος όστις διά των ανδρείων τέκνων του,τα μάλα συνετέλεσεν είς την απελευθέρωσιν τού τμήματος τούτου της Ελλάδος..»(Κων/νος Χ.Βάμβας)

«Επί των οροπεδίων της Αλβανίας απαντώνται πλείστοι νομάδες καί ποιμένες λαοί,παρ' οίς ανευρίσκονται Ομηρικά έθη καί ήθη καί έθιμα.Εν τη Αλβανία πολλαί σκηναί της Ιλιάδος καί της Οδυσσείας αλλά καί της Αινειάδος διαδραματίζονται πολλά ολίγον αυταίς παραλάσσουσαι»(ελληνική εφημερίς της Ρουμανίας «Δεκέβαλος» 1874,αρ.2 καί 7)