Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Ενας ποιητής «ούτε λυρικός, ούτε ελεγειακός»


Του Ανδρεα Παναγοπουλου*
Μη σκεπάζεις το ποτάμι Πηγή:http://www.kathimerini.gr/315246/article/politismos/arxeio-politismoy/enas-poihths-oyte-lyrikos-oyte-elegeiakos


Γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951, αλλά από το 1965 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες.
Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1996 τιμήθηκε με το "Βραβείο Καβάφη" στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1999 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του "Μη σκεπάζεις το ποτάμι", η οποία, στη συνέχεια, ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του 2000. Σε μετάφραση Michel Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο "Ne recouvre pas la riviere" (εκδ. Desmos/ "Cahiers grecs", Paris 2000). Το 2011 τιμήθηκε και πάλι με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή του "Κρυφός κυνηγός", και με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982, ενώ στο διάστημα 1984-1986 διετέλεσε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014)Ποιήματα 1968-2010, Κέδρος
(2010)Κρυφός κυνηγός, Κέδρος
(2009)Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, Εκάτη
(2006)Εντός και εκτός έδρας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005)Ιστορικό κέντρο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000)Ποιήματα, Νεφέλη
(1998)Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Κέδρος
(1994)Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, Νεφέλη
(1991)Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, Ύψιλον
Η φοβερή πατρίδα μου, Νέο Επίπεδο / Χειροκίνητο
Οι πυροτεχνουργοί, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Στίχοι στο καβαλέτο, Εκδόσεις Τέχνης "Οίστρος"
(2010)Κίτρινο και μαύρο, ΠεριΤεχνών
(2008)Τάσος Λειβαδίτης, Κέδρος
(2007)Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006)Περί σχεδίου ο λόγος, Κάκτος
(2001)Μια πόλη, ένας συγγραφέας, Μίνωας
(1996)Για τον Αναγνωστάκη, Αιγαίον
(1995)Φρίντα Λιάππα, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Λοιποί τίτλοι
(2009)Ποιήματα που αγαπήσαμε, Εκάτη [ανθολόγηση]
(2009)Συλλογικό έργο, Τα ποιήματα του 2008, Κοινωνία των (δε)κάτων [ανθολόγηση]
(1999)Ιερόπαις, Λευτέρης, 1920-1945, Λευτέρης Ιερόπαις, Γαβριηλίδης [επιμέλεια]
(1999)Καρατζάς, Διονύσης Α., Ποιήματα, Διάττων [ανθολόγηση, επιμέλεια]
(1971)Πολυζωίδης, Αναστάσιος, Ανέκδοτα κείμενα [επιμέλεια]
Κριτικογραφία
Το σεπτόν αλλά και το αιθέριον, "Η Αυγή", 11.11.2014

Όφις οικουρός [Νίκος ΚατσαλίδαςΌφις οικουρός], diastixo.gr, 22.10.2013

Γιώτα Αργυροπούλου: επί συνόλου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013

Κώστας Καναβούρης. Περιήγηση στο έργο του με τα μάτια ποιητή, www.e-poema.eu, τχ. 19, Ιούνιος 2013

Μιχάλης Κατσαρός: Κατά Σαδδουκαίων, "Η Αυγή", 3.3.2013

Κύβος [Πάνος ΚαπώνηςΚύβος], Περιοδικό "Τα Ποιητικά", τχ. 8, Δεκέμβριος 2012

Ιστορίες της αθωότητας [Κωστής ΓκιμοσούληςΓια να μάθεις να πετάς], "Η Αυγή", 23.9.2012

Σκέψεις που προκλήθηκαν ξαναδιαβάζοντας τα "Ποιήματα 1975-1996" του Γιάννη Βαρβέρη, Περιοδικό "Τα Ποιητικά", τχ. 4, Δεκέμβριος 2011

Ποδόσφαιρο: μια αναπαράσταση της κοινωνίας [Ηλίας ΚαφάογλουΣημειώσεις στο ημίχρονο], "Η Αυγή", 20.6.2010

Αναμοχλεύοντας αγωνίες [Σωτήρης ΠαστάκαςΧόρχε], "Η Αυγή", 7.4.2009

Γιώργος Μαρκόπουλος, (α) «Μη σκεπάζεις το ποτάμι», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1983, (β) «Ποιήματα» (1978-1987), εκδόσεις «Νεφέλη», Αθήνα 2002, (γ) «Ιστορικό κέντρο», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 2000.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, πολυβραβευμένος πρωτοπόρος ποιητής του ήσσονος τόνου, ανήκει στην πολλά υποσχεθείσα «Γενιά του '70». Στην εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος ταξινομείται στη χορεία των ποιητών (όπως οι Μ. Γκανάς, Π. Κυπαρίσσης, Η. Γκρης, Χρ. Μπράβος, Γ. Καρατζόγλου, Γ. Παναγιώτου και Κ. Χριστοφιλόπουλος), στους οποίους «η παλαιότερη ελεγεία της ήττας διευρύνεται τώρα στο απεριόριστο και μεταμορφώνεται σε οιμωγή για ένα βαθύτερο, υπαρξιακό τραύμα» (σελ. 15) και οι οποίοι κινούνται «πάντοτε, αν και σπασμωδικά, ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό». Προσωπικά πιστεύω ότι ο Γ. Μαρκόπουλος δεν μπορεί να προσδιοριστεί θετικά, μόνο αρνητικά: δεν είναι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος, δεν είναι ούτε λυρικός ούτε ελεγειακός (ούτε και δραματικός), δεν είναι ούτε πεισιθάνατος ούτε θανατολάγνος, ούτε ελιτίστας ούτε λαϊκίστικος, ούτε εγκεφαλικός ούτε ανυποψίαστος. Εχει, μόνιμα σχεδόν, δύο ψυχικές καταστάσεις, όπως ο πατέρας του Ουίλιαμ Σαρόγιαν, «ή είναι λυπημένος ή πολύ λυπημένος», αλλά έχει άφθονο χιούμορ, κάποτε αυτοσαρκαστικό και όχι σπάνια δείχνει μια αγέρωχη ανεμελιά, που θυμίζει την αμερικανική beat και το σπινθηροβόλο πνεύμα ανάτασης των Λ. Πούλιου, Κατ. Αγγελάκη - Rook και Γ. Βέη. Ενώ συχνά αξιοποιεί διδάγματα της σύγχρονης τέχνης (όπως «και ρουφούσε και ρουφούσε τρυφερά η μανούλα μου» - «Διαβάσεις πεζών», που παραπέμπει στο «La Luna» του Μπερτολούτσι), δεν φαίνεται να τον έχει επηρεάσει η ποιητική παράδοση και σχεδόν καθόλου η κλασική, με εξαίρεση την «Αλκηστιν» (σελ. 16). Αλλωστε, με λίγες μόνο εξαιρέσεις (π. χ. της Τζ. Μαστοράκη, του Γ. Κουβαρά, του ιδανικού αυτόχειρα Ν. Β. Λαδά, του Π. Μπουκάλα, της Δ. Χριστοδούλου κ. ά.), οι ποιητές της «Γενιάς του '70» λες και εγκολπώθηκαν όλοι και όλες τα φληναφήματα του «Η αγωνία της επίδρασης» του Harold Bloom, με το οποίο θέλησε, ο τάλας, να αναμετρηθεί με το «Παράδοση και ατομικό ταλέντο» του T. S. Eliot. Η κλασική παράδοση για τους ποιητές δεν είναι «βαρύδια» (όπως νόμιζε στα νιάτα του ο Ελύτης. Ευτυχώς βρήκε τον δρόμο του αργότερα), αλλά φτερά και σε μυθοπλασία και σε παλίμψηστες εμπνεύσεις.
(α) «Τα ποιήματα» περιλαμβάνουν τις συλλογές «Εβδομη συμφωνία» («Ερωτικό»), «Η κλεφτουριά του Κάτω Κόσμου», «Η θλίψις του προαστίου» (η «θλίψις» τριτόκλιτο είναι αυτό που ο Μ. Μερακλής αποκαλεί ποιητική καθαρεύουσα και μνημονεύει τους -μείζονες- προδρόμους του Γ. Μαρκόπουλου, Α. Εμπειρίκο και Ν. Εγγονόπουλο).
(β) Για το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» ο Γιώργος Μαρκόπουλος βραβεύτηκε το 1999 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, αφού τρία χρόνια νωρίτερα είχε βραβευτεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με το Βραβείο Καβάφη. Και το 2000 από τον «Δεσμό / Ελληνικά τετράδια» εκδόθηκε στα γαλλικά στο Παρίσι μια επιλογή του μέχρι τότε συνόλου του έργου σε μετάφραση Michel Volkovitz με τίτλο πάλι το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι». Εδώ, εκτός από το αριστούργημα «Η φοβερή πατρίδα μου» (που, φαντάζομαι, θα άρεσε και στον Γιώργο Σεφέρη, αν όχι και στο alter ego του τον T. S. Eliot), δεσπόζουν οι τρεις επιστολές του Δ. Π. Παπαδίτσα.
γ) Για το πεζό (οιονεί αυτοβιογραφικό) «Ιστορικό κέντρο» (εννοείται της Αθήνας), τα ουσιώδη και καίρια τα έγραψε ο Μ. Μερακλής. Πράγματι, τα πεζά των ποιητών, ιδιαίτερα τα (έστω οιονεί) αυτοβιογραφικά και κυρίως τα ημερολόγια λειτουργούν ως (ανα) βατήρες της ποίησής τους, σχεδόν ως ποιητική του έργου τους. Και βέβαια «πλεονάζουν οι αναφορές σε θανάτους, φίλων κατεξοχήν» (σελ. 128). Να «πώς γίνεται οι νεκροί να ορίζουν τη ζωή μας» (Γιάννης Ρίτσος, Μονόχορδα 134). Είναι σαν να μας γνέφουν από την απέναντι όχθη της Αχερουσίας Λίμνης να κάνουμε κουράγιο μέχρι να φτάσουμε κολυμπώντας αλώβητοι κοντά τους, με αξιοπρέπεια, απαντοχή και ηρωικό πεσιμισμό. Αν στην ποίηση συγγενεύει, θαρρώ, με τον Παπαδίτσα και τον Πούλιο, στο πεζό τον συνδέει εκλεκτική συγγένεια με τον Μάριο Χάκα και τον Γιώργο Ιωάννου.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος ξεκίνησε ποιητικά με τον στίχο «Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή της πλημμύρας» από το «Ερωτικό»  της «Εβδομης Συμφωνίας», συνέχισε με τους στίχους «Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου», από την «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» (από εδώ πέρασαν και ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Νάσος Βαγενάς κ. ά.) της προτελευταίας συλλογής και έφθασε στους «miserabiles legendo» στίχους «Γιατί κάθε γυναίκα, την πρώτη νύχτα του γάμου της, ξυπνά / πάντα χήρα του άντρα που ονειρεύτηκε» από το ποίημα «Νατάσα Πανδή» της τελευταίας μέχρι τώρα δημοσιευμένης συλλογής του. Τα καλύτερα, όμως, έρχονται, ελπίζω.
Ιδού ένας καλός ποιητής, που γεννήθηκε στη δις ψευδώνυμη Μεσσήνη (γιατί η πραγματική Μεσσήνη ανασκάφηκε πλάι στο σημερινό Μαυρομάτι Ιθώμης, ούτε Νησί είναι, γιατί ο Πάμμισος και η θάλασσα έβρεχαν εν μέρει, αλλά δεν περιέρρεαν τους Βουκόλους των βάλτων με τους ορυζώνες) και σπούδασε οικονομικά για να «οικονομεί» τον λόγο στα γραπτά του και να κερδίζει επάξια το ψωμί του στην ποίησή μας - γι' αυτόν και για μας.
*Ο κ. Ανδρέας Παναγόπουλος είναι συγγραφέας και ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου στην Κλασική Φιλολογία
Έντυπη

Φερνάντο Πεσσόα. Με πόσους εαυτούς άραγε γραφόμαστε;

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
FERNANDO PESSOA
Γράμματα στην Οφέλια
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
σελ. 280
Ένα πολύ πρωτότυπο δείπνο
Του Αλεξάντερ Σερτς
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αρμάος
σελ. 176
Ηρόστρατος. H αναζήτηση της αθανασίας
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
σελ. 208
Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο
μετάφραση: Mαρία Παπαδήμα
σελ. 248
Όλα από τις εκδόσεις Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2014


«Φαίνεται λοιπόν ότι η έρευνα του Εγώ, η διερεύνηση της φύσης και της ενδοχώρας της ψυχής προέρχονται από το αίσθημα μοναξιάς μέσα σ' έναν κόσμο όπου επίκεντρο γίνεται αίφνης ο άνθρωπος».
Ραβίνος Αdin Steinsaltz

Η πρόνοια του εκδότη να συστεγάσει αυτές τις διεξοδικές μεταφραστικές δοκιμές έχει ήδη αποσπάσει, μεταξύ άλλων, επαίνους κι δικαιολογημένες ευχαριστίες από όσους και όσες εκτιμούν σε βάθος την ποιητική τέχνη του λίαν παράδοξου, αλλά εξ ίσου συναρπαστικού αυτού δημιουργού αποκαλυπτικού λόγου. Με τα δε Γράμματα στην Οφέλια, αποτυπώματα, ισχυρά και δίσημα ταυτοχρόνως, μιας απόπειρας Έρωτα, ερχόμαστε κατ' ανάγκην σε πολύ μικρή απόσταση από τον εσώτερο κόσμο του, τη σύνθετη κοσμοθεωρία του, την ευαίσθητη ζώνη του (όποιου) εγώ, με ό,τι εν γένει καλούμε ψυχικό μωσαϊκό. Η ομολογούμενη απαράμιλλη δεξιότητα του Φερνάντο Πεσσόα, να υποδύεται εν γένει τον Άλλο, επώνυμο ή και ανώνυμο, αρχετυπικό, αλλά και, ευκαιρίας δοθείσης, απλώς σύγχρονό του, τον καθιστά έναν από τους αυθεντικότερους υποστηρικτές της χαμαιλεόντιας κειμενικής στρατηγικής. Αυτό δηλαδή που διαβάζουμε είναι και δεν είναι περίβλημα Εαυτού, είναι και δεν είναι λαλίστατο κοίτασμα - απόσπασμα της δράσης ενός υπερτροφικού, υπερμεγέθους Ναρκίσσου, είναι και δεν είναι το δείνα ή το τάδε υποκείμενο εκφοράς ατέρμονος ρήματος.
Γράφει, εν ολίγοις, αυτός που μίλησε για το ίδιο θέμα μόλις προ ολίγου ή κάποιος έτερος σφετερίζεται τη λέξη του; Εξ ου και η έλξη, η αυτομάτως σχεδόν προκαλούμενη, η οποία χειραγωγεί την ανάγνωση: το διηγητικό πρόσωπο είναι ή ενδέχεται να είναι ο πλανητικός Homo, η φωνή ενός πλάσματος, το οποίο συναιρεί πολλά πλάσματα, μεταγράφοντας ομιλήματα, κωδικοποιώντας συμπεριφορές, συναιρώντας χαρακτηριολογικές αποκλίσεις. Κι αυτό θαρρώ προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από μια δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση των Ποιημάτων του Αλμπέρτο Καέιρο, στην υποδειγματική μεταφορά τους στη γλώσσα μας. Βρισκόμαστε, φρονώ, στο κλίμα εκείνο, στο οποίο εντάσσεται φυσιολογικά και η πολλαπλότητα του προσώπου που επικαλείται με σημασιολογική βαρύτητα η σοφία του Θαλασσινού Κοιμητηρίου. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Σου είπα πως εγεννήθηκα πολλοί άνθρωποι και πέθανα ένας μόνο. Το παιδί που γεννιέται είναι ένα πλήθος αμέτρητο, και η ζωή το περιορίζει αρκετά νωρίς σ' ένα άτομο μοναχά, αυτό που εκδηλώνεται και πεθαίνει. Ένα πλήθος Σωκράτες εγεννήθηκε μαζί μου, κι απ' αυτό σιγά σιγά ξεχώρισε ο Σωκράτης εκείνος, που ήταν ταμένος στους δικαστές για το κώνειο» (Βλ. Paul ValéryΕυπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, Πρόλογος, Άγγελου Σικελιανού, μετάφραση Έλλης Λαμπρίδη, εκδόσεις Άγρα 1988). Αν μάλιστα εξαιρέσουμε τον Αντίνοο και το Επιθαλάμιο, τα οποία κατά σαφέστατη δήλωσή του συνθέτη του Ηρόστρατου, είναι τα μόνα έργα του, που ίσως θα μπορούσαν να θεωρηθούν «άσεμνα» - αν βεβαίως πιστώσουμε την εξομολόγηση αυτή στις όποιες εξ αντικειμένου αληθείς καταθέσεις του - τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο εν λόγω ξέρει πώς ν' αυτοδεσμεύεται ή να δεσμεύει εξ ίσου τις περσόνες του εκτός ενός τουλάχιστον σημασιοσυντακτικού χώρου, εννοώ εδώ το λεκτικά σεξουαλικό πεδίο αναφορών και αυτοαναφορών. Είναι μια δέσμευση, η οποία βεβαίως συμβάλλει κατά πολύ από την πλευρά του στη περαιτέρω προώθηση, αλλά και στην αδιάπτωτη συντήρηση αυτού του ιδιότυπου, εξεχόντως ατομικού κλίματος, της ρευστής ατμόσφαιρας των πολυσήμων συνδηλώσεων και των αλυσιδωτών εννοιολογικών αμφισημιών: η θηλύτητα του σημαινόμενου συναντά την αδρότητα του σημαίνοντος.
Προς τα τέλη του δύσκολου 19ου αιώνα, το 1888, γεννιέται στη Λισαβόνα ο Φερνάντο Πεσσόα, πενήντα τέσσερα χρόνια, ας συγκρατήσουμε, ακριβώς μετά την έκδοση του εμβληματικού έργου του Νικολάι Γκόγκολ Το Ημερολόγιο ενός τρελού (βλ. τη μετάφρασή του από τον Γιώργο Τσακνιά, στις εκδόσεις Πατάκη 2009), το οποίο «συνιστά έναν στοχασμό πάνω στη βιογραφία, εννοημένη ως συγκεκριμένο πλάνο μέσα στον ορίζοντα πιθανών αφηγηματικών τύπων: πιο συγκεκριμένα αποτελεί ένα πείραμα πάνω στην αυτοβιογραφία, ένας εαυτός σε αναζήτηση μιας γραφής που θα μπορούσε να είναι ο βίος του [...] Μ' άλλα λόγια ο Γκόγκολ πειραματίζεται με τις αναλογίες νοήματος που εγκλείονται στα περισσότερο συμβολικά ονόματα [...] Η έννοια λοιπόν του επωνύμιου, πρώτα απ' όλα οργανώνει την ανάγνωσή μας για Το Ημερολόγιο ενός τρελού, επειδή εφιστά μαχητικά την προσοχή μας σε ερωτήματα που αφορούν στη σχέση ανάμεσα στο όνομα και την ταυτότητα του προσώπου που, όπως με τόση ακρίβεια λέμε και στα ελληνικά, φέρει αυτό το όνομα, όταν αυτό το τελευταίο γίνεται αντιληπτό ως ένα οποιοδήποτε σημείο» (Βλ. Michael Holquist, Διαλογικότητα - ο Μπαχτίν και ο κόσμος του, μετάφραση: Ιωάννα Σταματάκη, εκδόσεις Gutenberg, 2014, η υπογράμμιση δική μου).
Κατά συνεπή και ασφαλή ειδολογική προέκταση, ο Φερνάντο Πεσσόα ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των συγγραφέων εκείνων, οι οποίοι, κατανοώντας σε βάθος ή μη ό,τι εντέλει διατυπώθηκε αργότερα συλλήβδην ως εξής: «ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο από το σώμα του, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να γνωρίσει τίποτα παραπάνω για το είναι του», δόθηκαν κυριολεκτικά στην πλέον επικίνδυνη Οδύσσεια, στη μείζονα δηλαδή περιπέτεια της ανακάλυψης του Εαυτού ή, παραδόξως καταρχήν, των εαυτών εντός ενός μόνον, βιολογικά προκαθορισμένου υποκειμένου. Από την άποψη αυτή, ο Φερνάντο Πεσσόα είναι ιδεώδης διεκδικητής της υπεραναπτυγμένης αλήθειας ενός εμφανώς διευρυμένου χωροχρόνου. Μάλιστα στο βαθμό που ισχύει εκείνο, το οποίο τονίζει ιδιαζόντως ο Ζακ Λακάν στο περιλάλητο 20ό Σεμινάριό του, υπό την επωνυμία ακόμη (βλ. την ελληνική του απόδοση στις εκδόσεις Ψυχογιός, 2011), ότι δηλαδή «αν το ασυνείδητο μας έμαθε κάτι, είναι πρώτα-πρώτα το εξής: ότι κάπου, μέσα στον Άλλο, υπάρχει κάτι που γνωρίζει. Γνωρίζει, διότι στηρίζεται ακριβώς από εκείνα τα σημαίνοντα που στοιχειοθετούν το υποκείμενο», τότε το εγχείρημα του Πορτογάλου ποιητή να επινοήσει ή να ιδιοποιηθεί καταχρηστικά αυτόν ακριβώς τον Άλλο και μάλιστα εξ ολοκλήρου και μάλιστα απολύτως συνειδητά συνιστά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση όχι απλού φιλολογικού σκανδάλου, αλλά εξέχουσας δημιουργικής υπέρβασης ορίων.
Στο σύνολό τους οι Πορτογάλοι, τους οποίους συναντώ στο εξωτερικό, στο πλαίσιο των επαγγελματικών μου δραστηριοτήτων, αναφέρονται με ανυπόκριτη θαρρώ ευλάβεια πρωτίστως στον εθνικό τους ποιητή, πανευρωπαϊκής και όχι μόνον ακτινοβολίας, εννοώ ασφαλώς τον ευγενή ένοπλο Λουίς δε Καμόες ή Καμόενς (Luίs de Camoes ή Camoens). Γεννήθηκε το 1524 ή κατ' άλλους το 1525 και πέθανε το 1580. Για τον Φερνάντο Πεσσόα ομολογώ ότι είναι συνήθως πιο συγκρατημένοι... Τον εκτιμούν βεβαίως κι αυτόν ιδιαιτέρως, αλλά τον θεωρούν, όπως ανέφερα και σε προηγούμενη κρίση μου για τον αποστολέα των Γραμμάτων στην Οφέλια, περισσότερο τέκνο της εθνικής τους παρακμής, του μάλλον αναμενόμενου κοινωνικού τους μαρασμού, της φυσιολογικής εντέλει συρρίκνωσης τους, παρά παιδί των λαμπρών Υπερωκεάνιων Φώτων. Στον πρώτο αναγνωρίζουν τον εμβληματικό ποιητή - ποταμό, τον ταυτισμένο απολύτως με τη μείζονα Πορτογαλία των πολλών Θαλασσών, των ατερμόνων νησιωτικών συμπλεγμάτων και των άλλων τόσων υπέροχων Ηπείρων, οι οποίες τροφοδοτούσαν αφειδώς και αδαπάνως με τα αγαθά τους την ευτυχεστάτη, μακαρία Γενέτειρα. Το έπος του Καμόες Λουσιάδες, Os Lusiadas στο πρωτότυπο, ολοκληρώθηκε το 1572. Λίγο αργότερα η χώρα του υπήχθη στο ισπανικό στέμμα.
Εμείς, για πολλούς λόγους, έχουμε έρθει πιο κοντά στον Φερνάντο Πεσσόα με τα ογδόντα ένα ή εκατό προσώρας ετερώνυμά του, μάρτυρες αδιάψευστοι μιας προσπάθειας δια βίου να υπάρξει ως φασματικός-φαντασιακός Έτερος. Από την άποψη αυτή ο Ηρόστρατος είναι το πλέον «ελληνοκεντρικό» έργο από το όλο γνωστό ως τώρα καταπίστευμα. Η πολυεδρικότητά του, οι ατελεύτητοι λαβύρινθοι των συλλογισμών, από τους οποίους κατά κανόνα βγαίνουμε σώοι, μας ελκύουν διότι εντοπίζουμε εύκολα εκεί τις σκιές της ζωής μας, τις ποικίλες εμμονές, τις αυταπάτες και τις χρόνιες, καταλυτικές ψευδαισθήσεις μας. Ο λόγος αφορά στην ανάκτηση του ζωτικού εκείνου χώρου, όπου το είναι θα διαλάμπει, εφευρίσκοντας Καλό, επινοώντας Παράδεισο. Εκτιμώ φέρ' ειπείν, mutatis mutandis, ότι ο έκδηλος διδακτισμός του ανεπιτήδευτου και γι' αυτό ακριβώς σοφού βουκόλου στα Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο απηχεί ευθέως μια βαθύτερη πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του ποιητή από τη Λισαβόνα, η οποία ίσως ν' αναζήτησε κάποτε πληρέστερη ανάπτυξη ή βελτίωσή της και δεν την ολοκλήρωσε για διάφορους λόγους. Εννοώ εκείνη δηλαδή την πτυχή της φιλοσοφικής ενασχόλησης σε μόνιμη, επαγγελματική δηλαδή βάση. Από αυτή τη γωνία θέασης των πραγμάτων και των χαρακτήρων ο Αλμπέρτο Καέιρο αποτελεί μιαν εκτεταμένη ωδή στο απότομα σταματημένο όνειρο του σκέπτεσθαι. Η θυμοσοφία λοιπόν εκλαμβάνεται εδώ όχι ως επιστέγασμα βίου, αλλά ως απώτερη επιθυμία κεκαλυμμένη. Διακρίνω μεταξύ πολλών τα εξής άριστα συγκερασμένα: «Αυτή είναι η μοναδική αποστολή στον Κόσμο, / αυτή - να υπάρχεις καθαρά / και να ξέρεις να το κάνεις χωρίς να το σκέφτεσαι [...]Αξίζει περισσότερο να βλέπεις ένα πράγμα πάντα για πρώτη φορά παρά να το γνωρίζεις [...] Είναι σαν την αύρα που περνάει και μόλις αγγίζει τα λουλούδια / και ξέρουμε απλώς πως περνάει / γιατί κάτι γίνεται ελαφρύτερο μέσα μας / και δέχεται τα πάντα καθαρότερα».
Από το προαναφερόμενο Ημερολόγιο ενός τρελού συγκρατείται εύκολα η αγωνία του ασίγαστου κι άλλου τόσο απονενοημένου διηγητικού εγώ να μάθει ποιος εν τέλει είναι στην αδήριτη καθημερινή πράξη. Το 1918, σ' ένα του σονέτο, ο Φερνάντο Πεσσόα, ως άλλη μια ηχώ μέσα στη χοάνη του Είναι, ογδόντα τέσσερα μάλιστα χρόνια μετά την εμφάνιση του Ημερολογίου ενός τρελού, θα αναρωτηθεί με απροκάλυπτη αθωότητα: «Πόσα προσωπεία φοράμε, και άλλα τόσα κάτω απ' αυτά / στην όψη πάνω της ψυχής μας;». (Βλ. τον πρόλογο στον Ηρόστρατο). Η δαψίλεια των πολλών λογοτεχνικών εαυτών, οι οποίοι αλληλοδιαδέχονται ακωλύτως αλλήλους, προσδίδει στην ανάγνωση την εξέχουσα καλειδοσκοπική αίσθηση, ικανή και αναγκαία να αναβαθμίσει την όλη διαδικασία της πρόσληψης. Ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ως γνωστόν, κατοίκησε ακόμη και μέσα στα μουχλιασμένα από τους ατλαντικούς αιώνες υπόγεια της πόλης όπου γεννήθηκε. Ένας έμπειρος τρωγλοδύτης του Όντος, ένας ούτις του ατομικού του σύμπαντος, ίσως να πίστεψε ότι είναι εντέλει ο πολυπόθητος εαυτός - άλλος, η άλως της θέασης του κόσμου. Άλλωστε, το κήρυγμα μιας ραγδαίας αποδέσμευσης της γραφής από ένα συμβατικό, εν πολλοίς προκαθορισμένο τομέα λεκτικής εφαρμογής, όπως το διετύπωσε ο Χένρι Τζέιμς το 1884, τέσσερα ακριβώς χρόνια πριν από τη γέννησή του Φερνάντο Πεσσόα, κρίνεται ότι υποστηρίχθηκε με σθένος, σαφώς και συνεχώς διευρυνόμενος ας τονισθεί, και στο χώρο των απαιτητικών συγγραφικών εμπεδώσεων του τελευταίου, ο οποίος υπήρξε, ως γνωστόν, απολύτως και διαρκώς ενήμερος και για τα τεκταινόμενα στη λογοτεχνική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας, άριστος χρήστης της γλώσσας που βλάστησε εκεί. Ας θυμίσω εν προκειμένω: «Η υγεία ενός έργου τέχνης που καταπιάνεται τόσο άμεσα με την αναπαραγωγή της ζωής απαιτεί να είναι τελείως ελεύθερο. Ζει και αναπνέει με την άσκηση, και έννοια της άσκησης αυτής είναι η ελευθερία. Η μοναδική υποχρέωση με την οποία μπορούμε εκ των προτέρων να δεσμεύσουμε ένα μυθιστόρημα, χωρίς να αυθαιρετήσουμε, είναι να είναι ενδιαφέρον [...] Οι τρόποι [...] ποικίλουν τόσο όσο και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και είναι επιτυχημένοι αν αποκαλύπτουν ένα ιδιαίτερο τρόπο σκέψης, διαφορετικό από τους άλλους [...] Η φόρμα, μου φαίνεται, πρέπει να εκτιμάται μετά το γεγονός: τότε που έχει ολοκληρωθεί η επιλογή του συγγραφέα, κι έχουν κατατεθεί οι αξίες του [...] Το πλεονέκτημα, η πολυτέλεια, καθώς και το βάσανο και η ευθύνη του συγγραφέα είναι ότι δεν υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να προσπαθήσει κατά την εκτέλεση του έργου του - κανένα όριο στα πιθανά πειράματά του, στις προσπάθειες, ανακαλύψεις και επιτυχίες του». (Βλ. Η Τέχνη της μυθοπλασίας, στο Henry James, H δεύτερη ευκαιρία, μετάφραση: Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδόσεις Μελάνι, 2014).
Εξ ου και η σαφήνεια της ορμής του εν πολλοίς απρόβλεπτου, πάντως ισοπεδωτικού τύπου, ονόματι Πρόζιτ, στο Ένα πολύ πρωτότυπο δείπνο, το οποίο υπογράφει ένας επιτήδειος εστέτ της αστυνομικής γραφής, ένας δήθεν Αλέξανδρος Σερτς (βλ., μεταξύ άλλων, τη συναφή, πρόσφατη ανάλυση από την Ανθούλα Δανιήλ στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Διάστιχο»). Πρόκειται θαρρώ για την ορμή ενός απελεύθερου εγώ, το οποίο απολαμβάνει μέχρις εσχάτων την πλήρη αυτονομία του, έτοιμο, μέσα στην έξαρση της αυτονομίας του, να φτάσει ακόμη και στις απαρχές του Hominis sapientis ή μάλλον αρκετά προτού κατασταλάξει στη μορφή του Hominis sapientis και να βιώσει εκεί ό,τι αιώνες αργότερα θεσπίστηκε εκασταχού εκάστοτε ως αμαρτία.

* Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Με φόντο ρεαλιστικό απ' όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο








Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *

Kaneis
«Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» της Κατερίνας Μαλακατέ, Εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις», σελ. 136

Θα μπορούσαμε άραγε λίγο πριν το θάνατό μας, μ’ ένα μαγικό τρόπο-εν προκειμένω μέσω ενός μενταγιόν με μυστηριακές ιδιότητες που έρχεται από τα βάθη των αιώνων -να αλλάξουμε σώμα; Να πάρουμε παράταση ζωής; Εμείς, ο καθένας μας, ένας αέναος ρους ενέργειας –κατά τον Ηράκλειτο- θα μπορούσαμε άραγε να μεταμορφωθούμε και να κατοικήσουμε σ’ ένα πολύ νεώτερο σαρκίο, σ’ ένα νέο, ζουμερό κορμί με προοπτικές ικανής επιβίωσης, αντί να’ ρθούμε αντιμέτωποι με τον τρόμο του θανάτου, την οριστική φυγή από τα γήινα, την προδιαγεγραμμένη πορεία προς το άγνωστο…Να ξαναγυρίσουμε στη μαύρη μήτρα του τίποτα, όπως πριν από τη γέννησή μας; (Κατά τον Επίκουρο, τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη).
Η ευφυέστατη αυτή ιδέα και σύλληψη παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την σφιχτοδεμένη νουβέλα της φαρμακοποιού, αγαπημένης Blogger και βραβευμένης συγγραφέα της νέας γενιάς Κατερίνας Μαλακατέ «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις».
Το βιβλίο θέτει προαιώνια ερωτήματα, ανατρέπει κεκτημένα, φλερτάροντας με την αθανασία και την φθαρτότητα αντίστοιχα, μέσα από ένα πυκνό κείμενο παραληρηματικής δράσης με εναλλασσόμενα πλάνα που διαρκώς εξελίσσεται.
Πατώντας πάνω σε μύθο και πραγματικότητα, η χαρισματική δημιουργός σκιαγραφεί με σιγουριά και ευφυΐα τη μια σκηνή πίσω από την άλλη διατρέχοντας μια τελματωμένη, γκρίζα μεγαλούπολη ευνουχισμένη από την κρίση (εν προκειμένω την Αθήνα), ενώ διακτινίζεται στη Μαύρη Ήπειρο και την Γηραιά Αλβιόνα, παραδίδοντάς μας ένα έργο πολύπλευρο με κεντρικό θέμα την υπαρξιακή αγωνία, με αλλεπάλληλες προεκτάσεις σε μόλις εκατόν τριάντα πέντε σελίδες.
Διαβάζουμε την περίληψη του έργου στο οπισθόφυλλο:
Μια ογδοντάχρονη Αγγλίδα, σε κώμα θα αλλάξει μια νύχτα κορμί με την τριαντάχρονη Ουκρανή που την προσέχει. Μεθυσμένη από την ξαφνική παράταση της ζωής, θα παραστρατήσει στα σοκάκια των Αθηνών, θα νιώσει κυνηγημένη, μόνη, θα φτάσει ως το τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης. Παράλληλα ένας μαύρος άντρας που δουλεύει στα φανάρια θα δει την πράσινη λάμψη που σκίζει τον ουρανό και θα ενεργοποιηθεί. Κι η δεκαοκτάχρονη εγγονή της Αγγλίδας με το κορμί που τόσο μοιάζει στη γιαγιά της θα φτάσει ως την τρέλα. Τι τους ενώνει; Ένα πράσινο αφρικανικό μενταγιόν, ένας Ινδός θεός εγκατεστημένος σε μια μονοκατοικία κάπου στις παρυφές της Αττικής και η πεποίθηση πως κανείς δεν θέλει να πεθάνει.
Μια νουβέλα που πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο, την ύπαρξη του θεού ή και την ανυπαρξία, το τι θα έκανες την αθανασία αν στην χάριζαν έτσι ξαφνικά. Θέτει ένα σωρό ερωτήματα και φυσικά δεν απαντάει σε κανένα.
Η Κατερίνα Μαλακατέ χτίζει σταθερά το οικοδόμημα της αφήγησης, κρατώντας γερές ισορροπίες ανάμεσα στη σοφία και την αθωότητα, στη γνώση και την αφέλεια, στην υποστήριξη αλλά και παράλληλα την απομυθοποίηση των κοινωνικών αξιών, με κυρίαρχο το πρόταγμα της αναζήτησης της αθανασίας, της παράτασης της ομορφιάς, της ατομικότητας έστω και μέσα σε ξένο, μετενσαρκωμένο σώμα, αλλά και της ισότητας ανάμεσα από την ιστορία του Αδάμ και της Λίλιθ, της πρώτης γυναίκας ίσης με τον άντρα, αυτής που υποστήριξε την ελεύθερη βούληση και πλήρωσε με το μεγαλύτερο κόστος, συμπαρασύροντας άθελά της-με τα αλλεπάλληλα τεκταινόμενα στη συνέχεια- το ανθρώπινο γένος σε διαρκή αγωνία θανάτου.
Η πένα της διαπλέκει μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, με την αληθοφάνεια του σήμερα, με φόντο ρεαλιστικό απ” όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο, δημιουργώντας ένα ιδιοφυές μεταμοντέρνο μείγμα , χαρακτηριστικό της πολυπολιτισμικότητας της εποχής μας.
Οι ήρωες που κινούνται και αναπνέουν δίπλα μας, ταυτοποιούνται στα πρόσωπα πέντε γυναικών: Της ογδοντάχρονης ετοιμοθάνατης Αγγλίδας της Ελίζας που αρνείται να πεθάνει και βρίσκει έναν έξοχο τρόπο διαφυγής μέσα στο σώμα της Τάνια, της τριαντάχρονης Ουκρανής αποκλειστικής της νοσοκόμας, η οποία μπαίνει στον πειρασμό να κλέψει ένα πράσινο σμαραγδένιο μενταγιόν,- προφανώς αμύθητης αξίας- που κρέμεται από το λαιμό της γηραιάς ασθενούς που προσέχει. Το μενταγιόν αυτό έρχεται από τα βάθη του χρόνου και είναι το κέντρο γύρω από το οποίο άγεται και φέρεται η πλοκή, αφού μέσω αυτού γίνονται οι μετενσαρκώσεις της ίδιας ψυχής σε διαφορετικά σώματα.
Τα άλλα πρόσωπα του μύθου είναι η δεκαοχτάχρονη εγγονή η Λένα- και ακριβές αντίγραφό της Ελίζας στα νιάτα της-, η πενηντάχρονη άχρωμη και άοσμη Ρούλα, μητέρα της Λένας και η σαραντάχρονη πόρνη Άννα, που θα αποτελέσει την τελευταία και μοιραία μετενσάρκωση.
Οι ανδρικοί χαρακτήρες είναι : ο Αφρικανός Γουικιτάκα, που καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων, για τον δουλέμπορα Κώστα, όμως ο ίδιος δεν είναι αυτό που φαίνεται(είναι πρίγκιπας της φυλής του, με βαριά κληρονομιά και αναζητά το κλεμμένο μενταγιόν), ο μυστηριώδης Ινδός Γκόπαλ, ένας σκληρός θεός που αλλάζει πρόσωπα και εμφανίζεται απρόσμενα κεντρίζοντας το μεταφυσικό ενδιαφέρον, ο Γερμανός Πέτερ, εραστής της Ελίζας στα χρόνια της ατίθασης νεότητάς της (πρόσωπο που ανακαλείται μέσα από φλας μπακ), ο Γιώργος γιός του Πέτερ και πρώτος εραστής της νεαρής Λένας, και τέλος ο αγαθός, καλόψυχος Νίκος, γιός της ηλικιωμένης Ελίζας και πατέρας της Λένας, που προσπαθεί ολοένα να αμβλύνει τα κακώς κείμενα που συνεχώς προκύπτουν μέσα στην οικογένεια. Όλοι τους μπορεί κάλλιστα να είναι άτομα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, στο μεγάλο αχανές στόμα των μεγαλουπόλεων, που όλα τα αλέθει.
Άνθρωποι με ή χωρίς παρελθόν, είναι αναγκασμένοι να προσαρμοστούν, να δοκιμάσουν τις αντοχές τους, να καταλάβουν γιατί βρίσκονται εκεί και να ανακαλύψουν ή να επινοήσουν το νόημα της καινούριας ζωής τους. Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και η απόπειρα χαρτογράφησης του σκοτεινού κόσμου του μύθου, εισβάλλει και επηρεάζει την πραγματικότητα. Ανάμεσα στα πάμπολλα ερωτήματα που εγείρει η παρούσα νουβέλα είναι η στυγερή ανθρώπινη εκμετάλλευση, η ηθική συγκρότηση και το χτίσιμο της ατομικής ταυτότητας, τα ήθη και οι καταπιεσμένες επιθυμίες. Το θέμα της ηθικής, της ελευθερίας και δη του σεξ – κυρίαρχο και αναπόσπαστο μέρος της πλοκής-παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές και αντικρουόμενες ερμηνείες.
Το «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» διαθέτει πυκνότητα, απόρροια της ενασχόλησης της συγγραφέως με το διήγημα, ενώ η γραφή της χαρακτηρίζεται από την παντελή απουσία γλαφυρότητας και λυρισμού , είναι σταθερή, στακάτη, με την ελευθερία του λόγου των νέων δημιουργών-οι επιρροές από τους Κάφκα, Πωλ Όστερ, Ντε Λίλο είναι εμφανείς, αλλά και από Λατινοαμερικάνους συγγραφείς π.χ. τον Κάρλος Φουέντες και την Ιζαμπέλ Αλλιέντε-ιδιαίτερα οι αναπαραστάσεις του τρόπου ζωής και των μυστηριακών τελετών των ιθαγενών φέρνουν στο νου εικόνες από την «Πόλη των θηρίων»-, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, καταιγιστική και δεν εξαντλείται σε μια ανάγνωση.
Οι διάλογοι μπαίνουν μόνο όπου χρειάζονται, λειτουργεί περισσότερο η εσωτερική αφήγηση-αναδίφηση, υπάρχει δράση παράλληλα με αναστοχασμό, οι εικόνες είναι πότε μαγικές και με έντονο στο στοιχείο του ονειρικού σε οτιδήποτε ανάγεται πίσω στο παρελθόν, με σαφή στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, αλλά κυρίως σκληρές και αδυσώπητες, ιδιαίτερα όταν η Κατερίνα Μαλακατέ περιγράφει με κοφτές, αλλεπάλληλες πινελιές το συμπαγές περίγραμμα της ζωής των ηρώων της (Τράφικινγκ, εμπόριο λευκής σαρκός, φυλακές, ζωώδη ένστικτα, μετανάστες- γκρίζα περιστέρια των φαναριών-, διαφθορά του συστήματος, αναλγησία αστυνομίας αλλά και από την άλλη διαπροσωπικές σχέσεις σε τέλμα, ανάγκη για τρυφερότητα και αποδοχή, κοινωνικό στάτους σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Γλωσσική ενάργεια, ύφος λεπτοδουλεμένο στην υπηρεσία ενός καυτού θέματος που άπτεται κοινωνικών, ψυχαναλυτικών και φιλοσοφικών ζητημάτων, ενταγμένων με μαστοριά στην πλοκή.
Ο τίτλος λειτουργεί ως σηματοδότης και ως αποτέλεσμα που είναι τελικά η επιτομή της ιστορίας . Η κάθαρση έρχεται τέλος με αιφνίδια ανατροπή, όπως ταιριάζει στους ψαγμένους δημιουργούς, σφραγίζοντας ένα αφάνταστα επίκαιρο έργο και μια από τις πιο ευφάνταστες και καλοδουλεμένες ιστορίες της σύγχρονης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Εύχομαι από καρδιάς, καλή συνέχεια σε μια πολλά υποσχόμενη πένα…

* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Διατηρεί το ιστολόγιοhttp://renapetropoulou.blogspot.gr

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Το blog cantus firmus εύχεται "Χρόνια Πολλά!"

Μια ευχή σαν σύνθημα "Και του χρόνου να                        ξαναβρούμε 
                        το αθώο μας βλέμμα"


Δημοσθένης Κορδοπάτης: Μεταφράζοντας τον Chaucer

Συνέντευξη στη Βίκυ Βασιλάτου. (στη φωτό ο Παζολίνι ως Τσόσερ)
 tsoser
Θα μπορούσα να γράψω μα κυρίως να επαναλάβω αυτά που έχουν ήδη γραφτεί τόσο για τον Geoffrey Chaucer όσο και για τιςΙστορίες του Καντέρμπερυ. Προτίμησα όμως να δώσω τον λόγο στον αξιόλογο μεταφραστή του, Δημοσθένη Κορδοπάτη, με τον οποίο συζητήσαμε για το λογοτεχνικό του τόλμημα, χωρίς να στρουθοκαμηλίζει απέναντι στις μεταφραστικές δυσκολίες και χωρίς να προσπαθεί ν’ αδράξει δάφνες.

Κύριε Κορδοπάτη, πώς νιώσατε ερχόμενος μεταφραστικά αντιμέτωπος μ’ ένα μεσαιωνικό κείμενο, που θεωρείται ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά αριστουργήματα της Αγγλίας;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί ανάγεται σε βάθος χρόνου πενήντα ετών. Δεν ήρθα μεταφραστικά αντιμέτωπος ξαφνικά με το μεσαιωνικό κείμενο των Ιστοριών του Chaucer. Τη δεκαετία του ’60, απέκτησα ένα πρώτο στερεότυπο κείμενό του, το The Knights Tale (εκδόσεις George G.Harrap & Co. Ltd), με εισαγωγή, σημειώσεις, παραρτήματα και λεξιλόγιο του J.A.W. Bennet, το οποίο κι άρχισα να διαβάζω σιγά σιγά, προς δική μου τέρψη και μόρφωση. (Όσοι αγαπούν τα κλασικά κείμενα μπορούν να με καταλάβουν.) Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, διάβασα αρκετά κείμενα για τον βίο και τα έργα του Chaucer, κι απέκτησα δύο εκδόσεις τωνΙστοριών: της Wordsworth Poetry Library και των Penguin Classics, με εισαγωγή, σημειώσεις και λεξιλόγιο των Dr Lesley A.Coote (η πρώτη) και Jill Mann (η δεύτερη). Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής, μεταφράζω για δική μου αποκλειστικά ευχαρίστηση και μόνο κείμενα που μου ταιριάζουν και αγαπώ.

Χωρίς λοιπόν να θεωρείτε εαυτόν επαγγελματία μεταφραστή, και με εφόδιο την αγάπη σας για τον Chaucer, αποφασίσατε να καταπιαστείτε με ένα πολύ απαιτητικό κείμενο. 
Ναι, περίμενα πενήντα χρόνια να βρεθεί κάποιος να μεταφράσει τον Chaucer για να τον διαβάσω στα ελληνικά. Απελπίστηκα να περιμένω και το έκανα, στο μέτρο των δυνάμεών μου. Δεν με βοήθησε και δεν γνώριζα κανέναν για να με βοηθήσει, και προτίμησα ν’ αναλάβω τον κίνδυνο τυχόν παρανοήσεων ή λαθών, παρά να καταφύγω σε κάποια μετάφραση των Ιστοριών στα σύγχρονα Αγγλικά. Στο διαδίκτυο, τις βρίσκει κανείς όλες μεταφρασμένες, όποιος έχει την υπομονή ας συγκρίνει και ας βγάλει τα συμπεράσματά του…

Οι  μελετητές υποστηρίζουν ότι βοηθάει στην κατανόηση της μεσαιωνικής γλώσσας εάν διαβαστεί δυνατά. Εσείς, ακολουθήσατε τη συμβουλή τους; 
Αυτό υποστηρίζουν οι ερευνητές ότι έκαναν οι αντιγραφείς. Γι’ αυτό και υπάρχουν διαφορές μεταξύ των 84 χειρογράφων και πρώιμων εκδόσεων των Ιστοριών, που έχουν περισωθεί. Αν και η αγγλική γλώσσα είναι πολύ δύσκολη στην προφορά της, όπου θεωρούσα να προφέρω σωστά τις μεσαιωνικές λέξεις, μερικές φορές, ναι, το έκανα κι εγώ. Εκείνο, όμως, το οποίο έκανα πάντα, όταν βρισκόμουν προ ενός δύσκολου στίχου, ήταν να τον αποστηθίζω και να τον κρατώ στη μνήμη μου, κάνοντας μιαν άλλη δουλειά ή έναν περίπατο. Και τελικά, μέσα από την ήρεμη αυτή πνευματική εγρήγορση, ερχόταν η στιγμή που εύρισκα -ή νόμιζα ότι εύρισκα- τη σωστή ελληνική απόδοση του στίχου.

Πόσο χρόνο σας πήρε για να κάνετε κτήμα σας τα κείμενα του Chaucer και να τα αποδώσετε στα ελληνικά;
Μου πήρε περισσότερο από τρία χρόνια, με καθημερινή εργασία τουλάχιστον τεσσάρων ωρών, για να καταγράψω, σε μια πρώτη μορφή, τη μετάφραση των Ιστοριών. Εάν κατόρθωνα να μεταφράσω 20-25 στίχους τη μέρα, ήμουν ευτυχής. Τελικά, για να πάρει η μετάφραση τη σημερινή μορφή της έκδοσής της, έγραψα τα κείμενα των Ιστοριών, εξαρχής, άλλες δυο φορές. Ο σκοπός μου ήταν, αποκλειστικά, να συντάξω ένα ευχάριστο στην ανάγνωσή του κείμενο για τον μέσο Έλληνα αναγνώστη, που να μπορεί να το διαβάσει τις ώρες της ανάπαυλάς του, χωρίς προβληματισμούς ή γραμματολογικές παρατηρήσεις.

Ποιες δυσκολίες συναντήσατε στο έργο ενός καινοτόμου και γλωσσοπλάστη συγγραφέα όπως ο Chaucer;
Ήταν όντως καινοτόμος και γλωσσοπλάστης και οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια ξένη γλώσσα. Χρειάστηκε να καταβάλω πολύ κόπο και μόχθο, να επιστρατεύσω όλες τις δυνατότητές μου στα Αγγλικά και Ελληνικά, τη μνήμη μου (για να μη ξαναγυρίζω πάλι να ξαναβρίσκω την  έννοια λέξεων ή εκφράσεων που είχα ήδη συναντήσει και ερμηνεύσει) και κυρίως να εξοικειωθώ με το ρυθμό του λόγου του Chaucer, που έμοιαζε -συγχωρήστε μου την παρομοίωση- με καλπασμό αλόγου, με τον οποίο έπρεπε να συντονιστώ. Δυσκολεύτηκα πολύ με την «Ιστορία του Ιππότη», επειδή ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη σ’ έκταση. Ύστερα απ’ αυτήν, προχώρησα κάπως πιο άνετα στις άλλες.

Θα μπορούσατε να μας πείτε γιατί επιλέξατε η μετάφρασή σας να γίνει σε πεζό και όχι σε έμμετρο λόγο, όπως είναι το πρωτότυπο κείμενο. 
Πραγματοποίησα τη μετάφραση σε πεζό λόγο, διότι οι Ιστορίες είναι διηγήσεις και, ως τέτοιες, θεωρώ πως έτσι μπορούν να λειτουργήσουν σήμερα.

Επιλέξατε, επίσης, να προβείτε σε περίληψη και όχι σε μετάφραση του «Μελιμπέα», ιστορία που αφηγείται ο ίδιος ο Chaucer ως χαρακτήρας του βιβλίου του, καθώς και της «Ιστορίας του Πάστορα». Προς τι αυτή η επιλογή;
Δεν μετέφρασα, αλλά έθεσα απλώς μια περίληψη του «Μελιμπέα» και της «Ιστορίας του Πάστορα» όχι τόσο λόγω της δυσκολίας και της έκτασης τους (140 περίπου σελίδες και οι δύο μαζί) όσο για το ότι, η μεν εξ αυτών πρώτη είναι μια ηθική διδαχή για το θέμα της εκδίκησης, η δε δεύτερη, μια θεολογική πραγματεία για τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα και τη σωτηρία της ψυχής. Θέματα αναμφισβήτητα σοβαρά και ενδιαφέροντα, διαπνεόμενα όμως κατά τρόπον ασφυκτικά αφόρητο από τη σχολαστική φιλοσοφία, λογική και ηθική του Μεσαίωνα, και κατάλληλα για αξιοποίηση από τους σημερινούς θεολόγους, κοινωνιολόγους και φιλοσόφους.

Θα λέγατε λοιπόν πως οι Ιστορίες είναι ένα κοινωνικο-ιστορικό ντοκουμέντο, μια συλλογή κειμένων φιλοσοφικής χροιάς, μια σωρεία ιστοριών που ακολουθούν τη λογοτεχνική -ας μου επιτραπεί ο όρος- μόδα της εποχής, ένας ύμνος στην ηθική, τον έρωτα, τη θρησκεία… Πώς θα τις χαρακτηρίζατε;
Είναι ένα λογοτεχνικό έργο μεγάλης αξίας, μια πινακοθήκη των ανθρώπων της τότε εποχής. Ο Chaucer τους περιγράφει τόσο αδρά, ώστε μας δίνει την εντύπωση ότι τους έχουμε ζωντανούς μπροστά μας και το σπουδαιότερο, μας κάνει να τους δούμε, όχι απλώς με ενδιαφέρον ή περιέργεια, αλλά και με συμπάθεια -ιδίως την πληθωρική, αθυρόστομη και ελευθέρια στις απόψεις της για τις σχέσεις των δύο φύλων, Κυρά από το Μπαθ- ή ακόμα κι αυτόν τον παραδόπιστο και κυνικό Πωλητή Συγχωροχαρτιών. Πάντως, το σύνολο του έργου του δίνει την εντύπωση ότι οι προσκυνητές κινούνται σε μια ευημερούσα και ευτυχισμένη Αγγλία. Αυτό, κάθε άλλο παρά είναι αληθές: διαρκούσε ακόμα ο Εκατονταετής Πόλεμος με τη Γαλλία, οι άνθρωποι είχαν βιώσει τη φρίκη και το θάνατο από την επιδημία της πανώλης και είχαν ζήσει τον τρόμο από την Επανάσταση των Χωρικών, οι οποίοι επί τρεις εβδομάδες έγιναν κύριοι του Λονδίνου, πυρπόλησαν μέγαρα και πύργους και έσφαξαν σχεδόν όλους τους Φλαμανδούς. Επιπλέον, είχαν αρχίσει και οι αντιρρήσεις και οι διενέξεις αναφορικά με το Δόγμα και την Πίστη, με την ύπαρξη δύο εκλεγμένων Παπών στη Ρώμη και την Αβινιόν κάτι που, μοιραίως, είχε προκαλέσει αναταραχή και στην Εκκλησία της Αγγλίας. Ο Chaucer, έχοντας αντιληφθεί τη δύσκολη αυτή κατάσταση και τα οξυμένα πνεύματα, επέλεξε τη φαινόμενη αμεριμνησία των προσκυνητών, που κυριαρχεί καθ’ όλο το διάστημα της οδοιπορίας, ως ένα τέχνασμα για να ξεχαστούν λίγο οι συμπατριώτες του. Κρίμα που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις Ιστορίες του, όπως ασφαλώς θα τις είχε σχεδιάσει στο μυαλό του.

Πώς θα περιγράφατε τον Chaucer;
Ο Chaucer είναι διδακτικός, χωρίς να γίνεται φορτικός ή κουραστικός. Διατυπώνει με τέτοια μαεστρία τις διδαχές του, οι οποίες εμπεριέχουν τόσο ακράδαντες αλήθειες, ώστε ο αναγνώστης, όχι μόνο τις αποδέχεται αμέσως (σε όλα τα επίπεδα: ηθικής, έρωτα, θρησκείας, συζυγικής πίστης κτλ.), αλλά νιώθει κι ευγνωμοσύνη προς τον συγγραφέα, ο οποίος με απλά, κατανοητά λόγια μπορεί συνεχώς να συνοψίζει -σε μορφή γνωμικού, θα έλεγα- κάτι που κι ο ίδιος το έχει συναισθανθεί, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να το διατυπώσει με τόσο χειροπιαστό τρόπο. Πάντως, ο Chaucer έχει το χάρισμα να μην παρουσιάζει σκοτεινά νοήματα, η σύνταξη του λόγου του και πολλές λέξεις του κειμένου του είναι όμοιες με τις σημερινές Αγγλικές, άλλες τις υποψιάζεται κανείς εύκολα από τα συμφραζόμενα, ενώ για την έννοια των λοιπών μεσαιωνικών λέξεων χρησιμοποίησα τα λεξιλόγια των ανωτέρω τριών εκδόσεων που ανέφερα και το Α Glossary for theworks of Geoffrey Chaucer (the Riverside Edition), η πρόσβαση στο οποίο είναι ελεύθερη στο διαδίκτυο.

Στις Ιστορίες του, ο Chaucer καταπιάνεται με διάφορα λογοτεχνικά είδη. Πείτε μας δυο λόγια..
Η γκάμα των Ιστοριών του είναι αρκετά μεγάλη. Ο κάθε προσκυνητής, αναλόγως της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει και της μόρφωσής του, αφηγείται και την ιστορία που του ταιριάζει. Έτσι, το βιβλίο αρχίζει με μιαν ηρωική ιστορία (chanson de geste) που αφηγείται ο Ιππότης, για ν’ ακολουθήσουν, από τους άλλους προσκυνητές, ερωτικές φάρσες (fabliaux), μεσαιωνικά ρομάντζα, αυλικοί έρωτες (amours courtois), μύθοι, νεραϊδοϊστορίες, ιεροί θρύλοι, αλχημιστικές απάτες, ιστορίες εγκλημάτων (όπου τελικά η αδυσώπητη θεά της Δικαιοσύνης, Νέμεσις, τιμωρεί τους δράστες), για να καταλήξει, με την «Ιστορία του Πάστορα», περί της σωτηρίας της ψυχής, προς εξαγνισμό και προετοιμασία των οδοιπόρων για το ιερό τους  προσκύνημα στον τάφο του Αρχιεπισκόπου αγίου και μάρτυρα, Τόμας Μπέκετ. Είναι αδύνατον να γίνω πιο σαφής, επ’ αυτού, στο περιορισμένο πλαίσιο μιας συνέντευξης. Τόσο απέραντος είναι ο κόσμος του Chaucer!

Υποπτεύομαι πως, ως θετός τους πατέρας, θα μου απαντούσατε ότι εκτιμάτε εξίσου όλες τις ιστορίες. Ως αναγνώστης όμως, κι όχι ως μεταφραστής τού Chaucer, ποια ή ποιες θα λέγατε πως σας άγγιξαν περισσότερο;
Θα επέλεγα την ιστορία που διηγείται ο Διαχειριστής για τον Απόλλωνα (την εποχή που αυτός ζούσε στη Γη) και το λευκό κοράκι του, που είχε και το χάρισμα της ομιλίας, εξαιτίας του ηθικού διδάγματος της Ιστορίας αυτής: ότι οι άνθρωποι (ίσως ίσως και οι Θεοί), σε πολύ σοβαρά θέματα, δεν αντέχουν την αλήθεια κι ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να «σκοτώσει» τον άλλον εν ονόματί αυτής. Και για να μη θεωρήσετε ότι, εξαιτίας αυτής της επιλογής μου, θέλω να παραστήσω τον υπέρμετρα σοβαρό, συμπληρώνω ότι μου άρεσε επίσης πολύ και η ερωτική φάρσα του Επιστάτη για το πώς οι δύο παράτολμοι φοιτητές του Κέιμπριτζ, που πηγαίνουν στον αδίστακτο κλέφτη αλέσματος μυλωνά να αλέσουν το σιτάρι της σχολής τους, παίρνουν από αυτόν την εκδίκησή τους, κάνοντάς του μια τεράστια προσβολή, σε βάρος της τιμής του ως πατέρα θυγατέρας και ως συζύγου (έστω και με τη συναίνεση ή την άγνοια, λόγω σκότους, των δύο γυναικών, αντιστοίχως), ξυλοφορτώνοντάς τον και αποσπώντας του επιπλέον το κλεμμένο  άλεσμά τους, υπό τη μορφή του κέικ, το οποίο ο άπληστος μυλωνάς είχε σπεύσει, ήδη, να παρασκευάσει.

Σας ευχαριστώ, κύριε Κορδοπάτη.
Κι εγώ, κυρία Βασιλάτου.


Στοιχεία βιβλίου:
Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ
Geoffrey Chaucer
Μετάφραση από τα μεσαιωνικά αγγλικά και εισαγωγή: Δημοσθένης Κορδοπάτης
Εκδόσεις Μελάνι, 2014