Πηγή:http://www.kathimerini.gr/315246/article/politismos/arxeio-politismoy/enas-poihths-oyte-lyrikos-oyte-elegeiakos
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κριτικογραφία | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το σεπτόν αλλά και το αιθέριον, "Η Αυγή", 11.11.2014 Όφις οικουρός [Νίκος Κατσαλίδας, Όφις οικουρός], diastixo.gr, 22.10.2013 Γιώτα Αργυροπούλου: επί συνόλου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 6, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2013 Κώστας Καναβούρης. Περιήγηση στο έργο του με τα μάτια ποιητή, www.e-poema.eu, τχ. 19, Ιούνιος 2013 Μιχάλης Κατσαρός: Κατά Σαδδουκαίων, "Η Αυγή", 3.3.2013 Κύβος [Πάνος Καπώνης, Κύβος], Περιοδικό "Τα Ποιητικά", τχ. 8, Δεκέμβριος 2012 Ιστορίες της αθωότητας [Κωστής Γκιμοσούλης, Για να μάθεις να πετάς], "Η Αυγή", 23.9.2012 Σκέψεις που προκλήθηκαν ξαναδιαβάζοντας τα "Ποιήματα 1975-1996" του Γιάννη Βαρβέρη, Περιοδικό "Τα Ποιητικά", τχ. 4, Δεκέμβριος 2011 Ποδόσφαιρο: μια αναπαράσταση της κοινωνίας [Ηλίας Καφάογλου, Σημειώσεις στο ημίχρονο], "Η Αυγή", 20.6.2010 Αναμοχλεύοντας αγωνίες [Σωτήρης Παστάκας, Χόρχε], "Η Αυγή", 7.4.2009 |
Γιώργος Μαρκόπουλος, (α) «Μη σκεπάζεις το ποτάμι», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1983, (β) «Ποιήματα» (1978-1987), εκδόσεις «Νεφέλη», Αθήνα 2002, (γ) «Ιστορικό κέντρο», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 2000.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, πολυβραβευμένος πρωτοπόρος ποιητής του ήσσονος τόνου, ανήκει στην πολλά υποσχεθείσα «Γενιά του '70». Στην εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος ταξινομείται στη χορεία των ποιητών (όπως οι Μ. Γκανάς, Π. Κυπαρίσσης, Η. Γκρης, Χρ. Μπράβος, Γ. Καρατζόγλου, Γ. Παναγιώτου και Κ. Χριστοφιλόπουλος), στους οποίους «η παλαιότερη ελεγεία της ήττας διευρύνεται τώρα στο απεριόριστο και μεταμορφώνεται σε οιμωγή για ένα βαθύτερο, υπαρξιακό τραύμα» (σελ. 15) και οι οποίοι κινούνται «πάντοτε, αν και σπασμωδικά, ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό». Προσωπικά πιστεύω ότι ο Γ. Μαρκόπουλος δεν μπορεί να προσδιοριστεί θετικά, μόνο αρνητικά: δεν είναι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος, δεν είναι ούτε λυρικός ούτε ελεγειακός (ούτε και δραματικός), δεν είναι ούτε πεισιθάνατος ούτε θανατολάγνος, ούτε ελιτίστας ούτε λαϊκίστικος, ούτε εγκεφαλικός ούτε ανυποψίαστος. Εχει, μόνιμα σχεδόν, δύο ψυχικές καταστάσεις, όπως ο πατέρας του Ουίλιαμ Σαρόγιαν, «ή είναι λυπημένος ή πολύ λυπημένος», αλλά έχει άφθονο χιούμορ, κάποτε αυτοσαρκαστικό και όχι σπάνια δείχνει μια αγέρωχη ανεμελιά, που θυμίζει την αμερικανική beat και το σπινθηροβόλο πνεύμα ανάτασης των Λ. Πούλιου, Κατ. Αγγελάκη - Rook και Γ. Βέη. Ενώ συχνά αξιοποιεί διδάγματα της σύγχρονης τέχνης (όπως «και ρουφούσε και ρουφούσε τρυφερά η μανούλα μου» - «Διαβάσεις πεζών», που παραπέμπει στο «La Luna» του Μπερτολούτσι), δεν φαίνεται να τον έχει επηρεάσει η ποιητική παράδοση και σχεδόν καθόλου η κλασική, με εξαίρεση την «Αλκηστιν» (σελ. 16). Αλλωστε, με λίγες μόνο εξαιρέσεις (π. χ. της Τζ. Μαστοράκη, του Γ. Κουβαρά, του ιδανικού αυτόχειρα Ν. Β. Λαδά, του Π. Μπουκάλα, της Δ. Χριστοδούλου κ. ά.), οι ποιητές της «Γενιάς του '70» λες και εγκολπώθηκαν όλοι και όλες τα φληναφήματα του «Η αγωνία της επίδρασης» του Harold Bloom, με το οποίο θέλησε, ο τάλας, να αναμετρηθεί με το «Παράδοση και ατομικό ταλέντο» του T. S. Eliot. Η κλασική παράδοση για τους ποιητές δεν είναι «βαρύδια» (όπως νόμιζε στα νιάτα του ο Ελύτης. Ευτυχώς βρήκε τον δρόμο του αργότερα), αλλά φτερά και σε μυθοπλασία και σε παλίμψηστες εμπνεύσεις.
(α) «Τα ποιήματα» περιλαμβάνουν τις συλλογές «Εβδομη συμφωνία» («Ερωτικό»), «Η κλεφτουριά του Κάτω Κόσμου», «Η θλίψις του προαστίου» (η «θλίψις» τριτόκλιτο είναι αυτό που ο Μ. Μερακλής αποκαλεί ποιητική καθαρεύουσα και μνημονεύει τους -μείζονες- προδρόμους του Γ. Μαρκόπουλου, Α. Εμπειρίκο και Ν. Εγγονόπουλο).
(β) Για το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» ο Γιώργος Μαρκόπουλος βραβεύτηκε το 1999 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, αφού τρία χρόνια νωρίτερα είχε βραβευτεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με το Βραβείο Καβάφη. Και το 2000 από τον «Δεσμό / Ελληνικά τετράδια» εκδόθηκε στα γαλλικά στο Παρίσι μια επιλογή του μέχρι τότε συνόλου του έργου σε μετάφραση Michel Volkovitz με τίτλο πάλι το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι». Εδώ, εκτός από το αριστούργημα «Η φοβερή πατρίδα μου» (που, φαντάζομαι, θα άρεσε και στον Γιώργο Σεφέρη, αν όχι και στο alter ego του τον T. S. Eliot), δεσπόζουν οι τρεις επιστολές του Δ. Π. Παπαδίτσα.
γ) Για το πεζό (οιονεί αυτοβιογραφικό) «Ιστορικό κέντρο» (εννοείται της Αθήνας), τα ουσιώδη και καίρια τα έγραψε ο Μ. Μερακλής. Πράγματι, τα πεζά των ποιητών, ιδιαίτερα τα (έστω οιονεί) αυτοβιογραφικά και κυρίως τα ημερολόγια λειτουργούν ως (ανα) βατήρες της ποίησής τους, σχεδόν ως ποιητική του έργου τους. Και βέβαια «πλεονάζουν οι αναφορές σε θανάτους, φίλων κατεξοχήν» (σελ. 128). Να «πώς γίνεται οι νεκροί να ορίζουν τη ζωή μας» (Γιάννης Ρίτσος, Μονόχορδα 134). Είναι σαν να μας γνέφουν από την απέναντι όχθη της Αχερουσίας Λίμνης να κάνουμε κουράγιο μέχρι να φτάσουμε κολυμπώντας αλώβητοι κοντά τους, με αξιοπρέπεια, απαντοχή και ηρωικό πεσιμισμό. Αν στην ποίηση συγγενεύει, θαρρώ, με τον Παπαδίτσα και τον Πούλιο, στο πεζό τον συνδέει εκλεκτική συγγένεια με τον Μάριο Χάκα και τον Γιώργο Ιωάννου.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος ξεκίνησε ποιητικά με τον στίχο «Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή της πλημμύρας» από το «Ερωτικό» της «Εβδομης Συμφωνίας», συνέχισε με τους στίχους «Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου», από την «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» (από εδώ πέρασαν και ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Νάσος Βαγενάς κ. ά.) της προτελευταίας συλλογής και έφθασε στους «miserabiles legendo» στίχους «Γιατί κάθε γυναίκα, την πρώτη νύχτα του γάμου της, ξυπνά / πάντα χήρα του άντρα που ονειρεύτηκε» από το ποίημα «Νατάσα Πανδή» της τελευταίας μέχρι τώρα δημοσιευμένης συλλογής του. Τα καλύτερα, όμως, έρχονται, ελπίζω.
Ιδού ένας καλός ποιητής, που γεννήθηκε στη δις ψευδώνυμη Μεσσήνη (γιατί η πραγματική Μεσσήνη ανασκάφηκε πλάι στο σημερινό Μαυρομάτι Ιθώμης, ούτε Νησί είναι, γιατί ο Πάμμισος και η θάλασσα έβρεχαν εν μέρει, αλλά δεν περιέρρεαν τους Βουκόλους των βάλτων με τους ορυζώνες) και σπούδασε οικονομικά για να «οικονομεί» τον λόγο στα γραπτά του και να κερδίζει επάξια το ψωμί του στην ποίησή μας - γι' αυτόν και για μας.
*Ο κ. Ανδρέας Παναγόπουλος είναι συγγραφέας και ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου στην Κλασική Φιλολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου