Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Ο Δράκος της «παιδαγωγικής δουλοσύνης» και τα κάλαντα με τις κάλτσες: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Δημοσθένης Βουτυράς

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο της Πόλυ Χατζημανωλάκη


«Ολόγυρα στη λίμνη» ή αναμνήσεις προς φίλον του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  είναι ένας βιότοπος  αναμνήσεων, στην κυριολεξία. Ο αφηγητής  έρχεται και επανέρχεται ανά επταετίαν και η Πολύμνια, η κυρά της Λίμνης, η Χαρίκλεια, η Μούσα του, του ζητά ίτσια, κρατώντας χαριτωμένα  μια κόκκινη ομπρέλα και όπου εκείνος, μικρός, περίπου δώδεκα ετών, προσπαθεί να κερδίσει την εύνοιά της μαζεύοντας τα άνθη της όχθης – που ποτέ δεν τα καταφέρνει να μαζέψει αρκετά – ή βιώνοντας την επώδυνη ματαίωση παρατηρώντας τον Άλλο, τον φίλο του τον Χριστοδουλή να της τα προσφέρει αγκαλιές, αγκαλιές, χωρίς να νοιάζεται και πολύ για το πώς τα ξεριζώνει, να φιλεύει με όστρακα και μικρά μαλάκια τον αδελφό της και να  αφήνει τον ίδιο  στο περιθώριο…



Η ματαίωση αυτή, που φτάνει στα όρια της εξαπάτησης, στο τέλος αφομοιώνεται από τον διηγηματογράφο σαν απαραίτητο βήμα στην ενηλικίωσή του:
«Αλλά πώς δύναταί τις να γίνει ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν’ απατηθεί» γράφει στο τέλος του διηγήματος…


Στα φαντάσματα λοιπόν του παρελθόντος, της παιδικής ηλικίας και της  εφηβείας  που σχηματίζονται λες από την υγρασία της λίμνης, υπάρχει φυσικά και η επώδυνη για τον αφηγητή  περιγραφή του εαυτού του, που τα παρατηρεί, παρατηρεί τα παιχνίδια και τα δρώμενα, παραμένοντας αποκλεισμένος, δέσμιος της γονεϊκής φροντίδας, των γονεϊκών δεσμών…

Ο μικρός Αλέξανδρος δεν μπορεί να παίξει, δεν μπορεί να πετύχει τις επιδόσεις των άλλων παιδιών, εν κατακλείδι  δεν μπορεί να κερδίσει την εύνοια της Πολύμνιας γιατί η μητέρα του, τον περιορίζει, η συνθήκη του να είσαι παπαδοπαίδι και η αυστηρότητα της ανατροφής, εκφράζεται τελικά  και στο ότι του επιβάλει να φορά κάλτσες…

«Και η μήτηρ σου η φιλότεκνος όχι μόνον δεν σου επέτρεπε να τρέχεις, όπως άλλοι, ανυπόδητος και συ, αλλ’ απήτει να φορείς και κάλτσες. Οποία δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης! Ευτυχώς είχες πλησίον σου τον φίλον σου, τον Χριστοδουλήν, όστις, ομήλιξ με σε, ήτο ευτυχέστερος κατά τούτο, ότι ήτο πάντοτε ξυπόλυτος, και ουδ’ εφόρει ποτέ κάλτσες. Φιλότιμον παιδίον! Έτρεχε δι’ όλης της ημέρας από γιαλόν εις γιαλόν, έβγαζε γρινιάτσες, πορφύρες και πεταλίδες διά δύο, καβούρια διά τρεις, οκταπόδια διά τέσσαρες…»

Αυτή η μητρική φροντίδα, εκφράζεται και αλλού – αν διαβάσουμε το πώς ο μικρός Λαμπράκης, ο  γιος του παπά ντύνεται σαν κρεμμύδι για την επικίνδυνη αποστολή στο Χριστό στο Κάστρο,  όπου μια ομάδα νησιωτών μαζί με τον ιερέα, αποφασίζουν να ταξιδέψουν με βάρκα χειμωνιάτικα στη δυσπρόσιτη εκκλησία του Χριστού, στο βράχου του  Κάστρου, για να τελέσουν με τους εκεί αποκλεισμένους τη λειτουργία των Χριστουγέννων.

Η μητέρα του τότε: 

«Τὸν ἀπεσπασεν ἀποτόμως τῆς κλίνης, τὸν ἔνιψε καὶ τὸν ἐνέδυσε μὲ διπλά ὑποκάμισα, δυὸ φανέλλας, χονδρὸν μάλλινον γελέκιον, διπλοῦν σακκάκι κι ἐπανωφόρι, καὶ περιετύλιξε τὸν λαιμόν του μὲ χνοωδες ὅλομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν καὶ ραβδωτόν, μακρὸν καταπῖπτον ἐπὶ τὸ στερνὸν καὶ τὰ νῶτα.»


Επιστρέφουμε όμως στην τραυματική εμπειρία της κάλτσας, μέσα από το πέδιλο που οφείλουμε να της αναγνωρίσουμε ως αναγνώστες τη βαρύτητα που της αποδίδει ο συγγραφέας. Όχι  μόνο για να κατανοήσουμε την μελλοντική πηγή των καταπιεσμένων αλλά «βρυχώντων συναισθημάτων» του, όταν ως Μαθιός αποβληθείς από το Γυμνάσιο της Χαλκίδας κωπηλατεί σύμφωνα με τις προφορικές οδηγίες της Λαλιώς,  αλλά και γενικώς όταν παρέμεινε πάντα ήρως του έρωτος, υπομένοντας και περιγράφοντας και άλλες ματαιώσεις….


Τα παπούτσια και ο κάλτσες, συμβολικά δεσμά, υπεύθυνα για την τραυματική εμπειρία του παιδιού που οι γονείς του το υποχρεώνουν να τα  φορά και  το  δένουν ανεπανόρθωτα στη γονεϊκή θέληση, από όπου ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να απελευθερωθεί εντελώς.


Την απελευθέρωση από τα γονεϊκά παπούτσια,  επιτυγχάνει συμβολικά ο Δημοσθένης Βουτυράς στο διήγημά του «Παραμονή Πρωτοχρονιάς στον Πειραιά», όταν αποφασίζει, ενώ οι γονείς του του έχουν κρύψει τα παπούτσια, να τολμήσει και να πει τα κάλαντα με τις κάλτσες:

«Έρχεται η μεγάλη μέρα που θα βγουν για τα κάλαντα.

Πετάχτηκα τότε από το κρεβάτι να ντυθώ. Για να πιω καφέ ή γάλα δεν ήθελα. Ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη και δρόμο. Μια χοντρή υπηρέτρια που είχαμε, την είδα να περνά βιαστική από την γαλαρία. Οι άλλοι κοιμόντουσαν.
Ντύθηκα. Ζήτησα τα παπούτσια μου αλλά δεν τα βρήκα. Κοιτάζω κάτω από το κρεβάτι, στο βάθος, ούτε εκεί. Τίποτα.
Μια σκέψη με τάραξε. Μου τα κρύψανε!...Πώς χάθηκαν;
Θυμόμουνα καλά ότι τάχα βάλει μέσα στο δωμάτιο και κοντά στο κρεβάτι μου.
Τρέχω και ρωτώ την υπηρέτρια, μήπως τα είχε δει τα παπούτσια μου…«Δεν ξέρω γω, δεν τά ’δα!» μου απάντησε και χασμουρήθηκε.
Πήγα πάλι στο δωμάτιό μου. Το καράβι σημαιοστόλιστο ήταν εκεί και σαν να μου’ λεγε: «Ακόμα ; η ώρα περνά».
Έψαξα πάλι εκεί και έπειτα στην τραπεζαρία, στη σάλα και όπου αλλού μπορούσα. Τα παπούτσια μου είχαν χαθεί.
έτρεμα. Πήγαινα απ’ εδώ, πήγαινα απ’ εκεί.
Ξαφνικά ακούω σουραύλια…Θα ΄ταν οι φίλοι μου και με ειδοποιούσαν…Χωρίς να χάσω καιρό, αρπάζω το καραβάκι και παίρνω δρόμο με τις κάλτσες.
«Τι, με τις κάλτσες;…» ακούω την υπηρέτρια να μου λέει.
Δεν της έδωσα καμιάν απάντηση. Κατάβηκα τη σκάλα, βρέθηκα στο δρόμο. Είδα τότε λίγο πέρα τους φίλους μου.
«έλα λοιπόν!» φώναξε η Αγία Ζώνη και χτύπησε το τύμπανο δυνατά.
Βούιξε ο τόπος και κεφάλια φάνηκαν στα παράθυρα.
«Μα τα παπούτσια σου;» με ρώτησαν οι άλλοι.
«Δε βαριέσαι», είπε η Αγία Ζώνη, «Τι θα πει παπούτσια.!... εγώ δεν φόρεσα ποτές μου! Τι να΄χω ανάγκη από τσαγκάρηδες;»Ξεκινήσαμε πανηγυρικά. Το τύμπανο βούιζε, το σουραύλι, το τρίγωνο έπαιζαν, χτυπούσαν.
Απ΄το να σπίτι στ’ άλλο. Παντού μας δέχονταν να τους πούμε τον Αγιοβασίλη.
Αλλά αυτή τη φορά το τύμπανο της Αγίας Ζώνης δεν έκανε καμίαν εντύπωση όταν μπαίναμε σε σπίτι ή αυλή να τα πουμε. Ούτε ο ξυπόλητος στραβομούτσουνος που το κρατούσε και σχεδόν ήταν ίσα με αυτόν. ΄Ολοι και όλες, γυναίκες και κορίτσια προ πάντων,. Μόλις έβλεπαν εμένα, φώναζαν:
«Ελένη, Μαριγώ, ελάτε γρήγορα να δείτε ένα παιδί με τις κάλτσες του μόνο, που τα λέει…» κι έτρεχαν να με δουν ενώ εγώ υπερήφανα  κρατούσα  το καράβι, που δεν ήταν καράβι, του Αγιοβασίλη.
Κι ο κιτρινιάρης Αυγουλάς, που χτυπούσε το τρίγωνο και μάζευε τα λεφτά που μας έδιναν, έλεγε στις γυναίκες και τα κορίτσια τι συνέβαινε και ήμουν με τις κάλτσες τις κόκκινες:
«Ξέρετε γιατί είναι ξυπόλητος; Να γιατί του κρύψανε τα παπούτσια του ο πατέρας του κι η μάνα του…» «Βρε, βρε» έκαναν οι γυναίκεςΆλλες πάλι λέγανε: «Βρε το παλιόπαιδο, ακούς εκει να βγει στους δρόμους μόνο με τις κάλτσες και χωρίς παπουτσια!»
και κάποιος κοιλαράς, που ξεφύτρωσε από κάτω, με κάτι παντουφλάρες και πεσμένα βρακιά, είπε κι αυτός:«Αν το χα γω παιδί θα το’ δενα…»



Εικόνες από το διαδίκτυο:
Το απόσπασμα από το Ολόγυρα στη λίμνη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι από την ιστοσελίδα του Νίκου Σαραντάκου, http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_ologura.html
Η παράγραφος από το "Στο Χριστό, στο Κάστρο" είναι από την ιστοσελίδα του Νεκτάριου Μαμαλούγκου, εδώ (με διορθώσεις στον τονισμό δικές μου): http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/sto_xristo_sto_kastro.htm


Το απόσπασμα από το Παραμονή Πρωτοχρονιάς του Δημοσθένη Βουτυρά, είναι από την ανθολογία Χριστουγενιάτικες Ιστορίες, Επιλογή - Επιμέλεια Δημ. Ποσαντζή, των εκδόσεων Καστανιώτη. 

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Λουίς ντε Καμόενς 1524 – 1580


Λουίς ντε Καμόενς 
1524 – 1580

Λουίς ντε Καμόενς
Ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας και ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές της Ευρώπης. Με το επικό του ποίημα «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που ολοκλήρωσε το 1572, συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των Πορτογάλων.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς (Luís Vaz de Camões) γεννήθηκε το 1524 ή 1525 στην Λισαβώνα ή στην Κοίμπρα και ήταν γιος ενός ξεπεσμένου αριστοκράτη, του Σιμάο Βαζ ντε Καμόενς. Απέκτησε ευρεία μόρφωση, σπουδάζοντας αρχικά σε μοναστήρια με Ιησουίτες μοναχούς και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο της Κοίμπρα, από το οποίο δεν φαίνεται να έλαβε πτυχίο. Γνώριζε πολύ καλά και από το πρωτότυπο τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς.
Ως χαρακτήρας ήταν ευθύς, οξύθυμος, ενθουσιώδης και εχθρός της αδικίας, την οποία καυτηρίαζε. Οι ιδιότητές του αυτές του στοίχισαν πολλές περιπέτειες, καταδιώξεις και δυστυχίες. Υπηρετώντας τον βασιλιά Ζοάο Γ' (Ιωάννη Γ') φαίνεται ότι μπλέχτηκε σε ερωτικές περιπέτειες με την κυρία επί των τιμών Αικατερίνη και την αδελφή του βασιλιά Μαρία, με αποτέλεσμα να βρεθεί να πολεμά του μουσουλμάνους στη Θέουτα του σημερινού Μαρόκου. Το 1549 σε μία μάχη έχασε το δεξί του μάτι.
Χάρις στις ισχυρές του διασυνδέσεις στο παλάτι, επανήλθε στην πατρίδα και άρχισε να ασχολείται με την ποίηση. Το 1551 φυλακίστηκε επί οκτάμηνο, επειδή τραυμάτισε έναν ευγενή σε μονομαχία εν μέση οδώ. Το 1553 συνελήφθη για συμμετοχή σε ταραχές κατά του βασιλιά. Κατόπιν παρακλήσεων της μητέρας του, ο Ιωάννης του έδωσε χάρη, με την προϋπόθεση να υπηρετήσει το στέμμα για τρία χρόνια στο εξωτερικό.
Τον ίδιο χρόνο αναχώρησε για την Γκόα της Ινδίας, που ήταν αποικία της Πορτογαλίας. Κατά την εκεί παραμονή του συμμετείχε σε διάφορες μάχες με τον στρατό του βασιλιά, ενώ φυλακίστηκε για λίγο λόγω χρεών. Μετά το τέλος της αναγκαστικής του υπηρεσίας τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στο Μακάο, αποικία των Πορτογάλων στη νότια Κίνα. Ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή των πολύτιμων αντικειμένων των νεκρών στρατιωτών, αλλά βρέθηκε κατηγορούμενος για ατασθαλίες, μάλλον από διαβολή. Επιστρέφοντας στην Γκόα για να υπερασπίσει τον εαυτό έπεσε σε τρικυμία στον ποταμό Μεκόνγκ της Καμπότζης. Μόλις που κατόρθωσε να σώσει τα χειρόγραφα των «Λουσιάδων», αλλά έχασε την Κινέζα ερωμένη του, η οποία πνίγηκε.
Τελικά, αθωώθηκε και στη συνέχεια περιπλανήθηκε στη Μοζαμβίκη. Εκεί γνωρίστηκε με τον ιστορικό Ντιόγο ντε Κόουτο, ο οποίος τον βοήθησε να επιστρέψει στην πατρίδα. Μετά την επιστροφή του στην Πορτογαλία, το 1570, του παρασχέθηκε μία μικρή χορηγία για τις υπηρεσίες του από τον βασιλιά Σεμπαστιάο (Σεβαστιανό).
Το 1572 εξέδωσε το μνημειώδες ποίημά του «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που είναι το αφετηριακό έργο της πορτογαλικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από 10 άσματα (cantos), με συνολικά 1.102 οκτάστιχες ομοιοκαταληκτικές στροφές. Θέμα του, ένα ιστορικό γεγονός: το ταξίδι του Βάσκο ντα Γκάμα προς την Ινδία με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, στα τέλη του 15ου αιώνα.
Η πλοκή του ποιήματος κινείται τόσο σε ιστορικό, όσο και μυθολογικό επίπεδο, με τη συμμετοχή των θεών του Ολύμπου, που συσκέπτονται για να καθορίσουν την τύχη της αποστολής. Η Αφροδίτη είναι θερμή συμπαραστάτιδα των Πορτογάλων, ενώ ο Βάκχος είναι εναντίον τους. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με διάφορα επεισόδια (έρωτες, μάχες, θύελλες, τρικυμίες), που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι «Λουσιάδες» είναι το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Καμόενς εν ζωή και το αφιέρωσε στον ευεργέτη του, βασιλιά Σεβαστιανό, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας αντιμουσουλμανικής σταυροφορίας στο Μαρόκο το 1578.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς πέθανε στις 10 Ιουνίου 1580 στη Λισαβώνα, εξαιτίας της κλονισμένης του υγείας από τις κακουχίες. Μετά τον θάνατό του είδαν το φως της δημοσιότητας τρία θεατρικά έργα του - «Anfitrioes» («Αμφιτρύονες»),  «Filodemo» («Φιλόδημος»), «El Rei Seleuco» («Ο βασιλιάς Σέλευκος») - και σκόρπια ποιήματα του, που συγκεντρώθηκαν σ' ένα τόμο υπό τον τίτλο «Rimas» («Ρίμες»).
Η στιχουργική του συγκρίνεται με αυτή του Ομήρου, του Βιργιλίου, του Σέξπιρ και του Δάντη. Στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως οι Τορκουάτο Τάσο, Λόπε ντε Βέγκα, Μίλτον, Γκέτε, Μπάιρον και Χέρμαν Μέλβιλ.
Στα ελληνικά, το επικό ποίημα του Καμόενς μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1902 από τη Σοφία Γιώτη, σύμφωνα με το σχετικό λήμμα της εγκυκλοπαίδειας «Ήλιος» (τ. 10, σελ.163). Σήμερα γνωρίζουμε μόνο τη μετάφραση του α' άσματος από τον Ηπειρώτη λογοτέχνη Χρήστο Χρηστοβασίλη (1861-1937). Δημοσιεύτηκε το 1905 στο περιοδικό τέχνης «Πινακοθήκη».

Σχετικά...

  • Λουζιτανοί αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους οι Πορτογάλοι και η χώρα τους ως ρωμαϊκή επαρχία Ισπανία Λουζιτανική, επειδή πίστευαν ότι γενάρχης τους ήταν ο κέλτης Λούσος (Luso).​
  • H 10η Ιουνίου, ημερομηνία θανάτου του Καμόενς, έχει καθιερωθεί ως Εθνική Εορτή στην Πορτογαλία.




Βασίλης Ρούβαλης "Διήγημα"


Η Φωτό Μου
Πηγή:http://vassilisrouvalis.blogspot.gr/2014/12/blog-post.html

(γραφέας)


ΗΞΕΡΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ απ’ έξω, θυμόταν τους παλιούς ποιητές, ανέπνεε τη μυρωδιά από τις πιο παράδοξες εικόνες, σκαριφημένες στον καμβά της φαντασίας του.

Αυτό το πρωινό ήταν μουντό. Την ώρα που κατέφθασα ο ήλιος έμπαινε βραχνά στο καφενείο. Η μυρωδιά ψημένου καφέ και τσιγάρων αγκομαχούσαν τα αισθητήριά μου. Ακάθεκτος εκείνος, σημείωνε λέξεις στο κιτρινισμένο χαρτί μ’ ένα μολύβι μασημένο στην άκρη.

Με κοίταξε με ύφος που μαρτυρούσε την απόγνωση της έμπνευσης: ποιος καταλήγει στην ιδανική γύμνωση του εαυτού του μέσα από το ρίσκο μιας καταστροφικής εμμονής και μόνον; Αξίζει στην τέχνη αυτή η απέλπιδη αφοσίωση; 

Η διάρκεια της στιγμής μοιάζει πολύ με τη βιωμένη παιδική βεβαιότητα για την αποκλειστική αιωνιότητά της, μονολόγησε με αμυδρό χαμόγελο. Ο χρόνος απέναντι στη θέληση του δημιουργού, στο σπινθήρισμα που υπόσχεται τη λάβρα, στο γέννημα του κάλλους, υπολείπεται˙ ένα ασπόνδυλο σύνολο γίνεται, μια βασανιστική λεπτομέρεια στη ροή των πραγμάτων που νικιέται κατά κράτος αλλ’ όμως υφίσταται, ως τελεία, ανάμεσα σε φράσεις της ανθρώπινης τυχαιότητας.

Έβηξα αμήχανος. Τα χαρτιά είχαν γεμίσει από άτσαλα γραμμένες λέξεις που αναπηδούσαν πάνω στο τραπέζι. Η αναστάτωση αυτή θα γινόταν σε λίγο εμφανής. Πανικοβλήθηκα πια, ντρεπόμουν. Θα χαθούν άμα φυσήξει αέρας εδώ μέσα, θα πέσουν στο πάτωμα και θα ποδοπατηθούν από τους θαμώνες… Στράφηκα προς εκείνον. Ήταν ήσυχος, καταπραϋντικός. Έπιασε μια σελίδα και με τον δείκτη του χεριού του καθοδήγησε τη ματιά μου. Όλες οι λέξεις ήταν γραμμένες με τον δικό μου γραφικό χαρακτήρα.


[Διήγημα από τη συλλογή Οι αλλόκοτες ιστορίες - ανολοκλήρωτη, σ' επεξεργασία]



Ο χαμένος κρίκος στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης γράφει για την έκδοση των ποιημάτων του έλληνα υπερρεαλιστή, αυτών που βρίσκονται ανάμεσα στα «παλαιά» και στην «Υψικάμινο» και τα οποία βρέθηκαν σχετικά πρόσφατα. Μόνο τώρα μπορούμε να δούμε καθαρά όλες τις φάσεις της πορείας του
  
Ο χαμένος κρίκος στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ 
1934 
Προϊστορία ή Καταγωγή 
Εκδόσεις Αγρα, 2014, 
σελ. 192, τιμή 15 ευρώ

Ο Εμπειρίκος εμφανίστηκε στα γράμματά μας αιφνιδίως τον Μάρτιο του 1935 με την αιρετική Υψικάμινο. Η έκδοση αυτή ήταν, όπως μπορούμε να κρίνουμε σήμερα, ένα είδος λογοτεχνικού και πολιτικοκοινωνικού happening, πράξη επαναστατική, υπαγορευμένη εν πολλοίς από την υπερρεαλιστική ομάδα της παρισινής Place Blanche στην οποία ο ποιητής μαθήτευσε «με πάθος νεοφωτίστου». Είχε προηγηθεί, τέλος Ιανουαρίου 1935, η διάλεξη του ιδίου για τον σουρεαλισμό, γεγονός που ξάφνιασε τους λίγους ακροατές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν «εναντίον», όπως μαρτυρεί  ο  Ελύτης. Τον Μάρτιο του 1935, ταυτόχρονα σχεδόν με την Υψικάμινο, κυκλοφορεί επίσης ένα μείζον νεοελληνικό νεωτερικό κείμενο, τοΜυθιστόρημα του Σεφέρη, που (αρχικά τουλάχιστον) έφερε σε αμηχανία τους θαυμαστές της Στροφής και της Στέρνας. Ωστόσο γρήγορα, καθώς αναγνωρίστηκαν τα κύρια στρώματα του Μυθιστορήματος, δηλαδή η Μικρασιατική Καταστροφή και η αρχαιοελληνική μυθολογία, η συλλογή κατανοήθηκε κάπως και τα πράγματα ηρέμησαν. Αντίθετα, ηΥψικάμινος παρέμενε terra incognita, τόπος απροσδιόριστος και «εχθρικός» για  αναγνώστες και κριτικούς. Οπως πιστεύουμε, ένας λόγος που συνετέλεσε στη διαπόμπευση της Υψικαμίνου από κριτικούς της τάξεως του Μυριβήλη ήταν και το γεγονός ότι τα 63 πεζόμορφα ποιήματά της  δεν είχαν κανέναν εθνικό, ελληνοκεντρικό ή μυθολογικό χρωματισμό. Επιπλέον το λογοτεχνικό παρελθόν του Εμπειρίκου, σε αντίθεση με το παρελθόν του Σεφέρη, ήταν ολωσδιόλου άγνωστο. Η καταγωγή του Μυθιστορήματοςμπορούσε να εντοπισθεί, ενώ η Υψικάμινος, με αδιάγνωστο το  παρελθόν του δημιουργού της και χωρίς ερμηνευτικά κλειδιά, χλευάστηκε. Ομοια και χειρότερα χλευάστηκε και ο Νίκος Εγγονόπουλος, όμως αυτός έζησε να δει την αναγνώριση του έργου του. Αντίθετα ήρθαν τα πράγματα για τον Εμπειρίκο. Παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της  Γενιάς του Τριάντα αναγνώριζαν και ομολογούσαν την αξία του Εμπειρίκου, ο ίδιος ούτε τιμήθηκε ούτε επιβραβεύτηκε ενόσω ζούσε. Η ελληνική Πολιτεία ουδέποτε τον τίμησε. Ισως καλύτερα!

Καθαρότερη και ισχυρότερη

Σήμερα και μετά την έκδοση πολλών σημαντικότατων έργων του Εμπειρίκου η θέση του μέσα στη νεοελληνική λογοτεχνία είναι καθαρότερη και ισχυρότερη. Ωστόσο το λογοτεχνικό παρελθόν του  τον Μάρτιο του 1935 (όταν και πρωτοεμφανίζεται) ήταν αδιάγνωστο. Πώς και από πού εμφανίστηκε αυτός ο «Υψικάμινος»; Αργότερα ο ίδιος κάνει λόγο για την επαφή του με τον υπερρεαλισμό, για τη χρήση της αυτόματης γραφής (όσο αυτό μπορεί και ισχύει), για τη φύση των ποιημάτων που παράγονται μετά την Υψικάμινο. Τα ποιήματα αυτά, λέει, τα μετά την Υψικάμινο, δεν τα παρήγαγε η αυτόματη γραφή, όλα τους όμως είναι λουσμένα στο φως του υπερρεαλισμού. Αυτά τα κείμενα (Αι Γενεαί Πάσαι, η Οκτάνα κ.ά.)  συνιστούν μιαν άλλη κατηγορία ποιημάτων του Εμπειρίκου, την τέταρτη, την τελευταία. Η πρώτη κατηγορία της παραγωγής του Εμπειρίκου συστήνεται από κείμενα που βρίσκονται στιςΕπιστολές του (2009) ή έχουν παρουσιασθεί σποραδικά αλλού (βλ., λ.χ., «Το Βήμα», 3.12.2001). Εχουν συνταχθεί κυρίως στη δεκαετία του Είκοσι και είναι, θα λέγαμε, ποιήματα παλαμικής τάξεως. Υπάρχουν όμως ανάμεσά τους και χαριτωμένα σονέτα που απηχούν παλαιότερες φωνές (Σολωμό, Μαβίλη, Λαπαθιώτη, Καρυωτάκη κ.ά.). Τέλος, ο Εμπειρίκος (και είναι αυτό που σήμερα μας ενδιαφέρει) πολύ συχνά αναφέρεται σε μια άλλη κατηγορία ποιημάτων, γραμμένων πριν από την Υψικάμινο, που ο ίδιος χαρακτηρίζει προ-υπερρεαλιστικά ή μη-υπερρεαλιστικά. Παράγονται με βάση τον ελεύθερο συνειρμό (όχι με την αυτόματη γραφή), κατ' αναλογία με το θέαμα που προσφέρει η ροή του διάσημου καταρράκτη της Ελβετίας! Ο Εμπειρίκος δείχνει υπερήφανος γι' αυτά τα ποιήματα, αλλά δεν φαίνεται να τον ικανοποιούν αρκετά. «Καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δεν με ικανοποιούσαν. (...) Ενώ διέφεραν από τα άλλα στη μορφή, δεν διέφεραν αρκετά στην ουσία ("Αμούρ-Αμούρ")». Αυτά είναι τα ποιήματα που εκδίδουμε σήμερα, τα ευρισκόμενα ανάμεσα στα «παλαιά» ποιήματα της δεκαετίας του Είκοσι και στηνΥψικάμινο. Είναι ο χαμένος κρίκος της εξελικτικής πορείας του Εμπειρίκου. Βρέθηκαν μαζί με άλλα κείμενα μόλις πριν από λίγα χρόνια.

Σε τρεις φάσεις

Η παρούσα συλλογή που φέρει τον διπλό τίτλο 1934 και Προϊστορία ή Καταγωγή γράφεται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη (1933) περιλαμβάνει 23 ποιήματα, ανάμεσα στα οποία το ήδη δημοσιευμένο «Θέαμα του Μπογιατιού»,  το οποίο σε ανύποπτο χρόνο έχει εκθειάσει ο Ελύτης. Το 1933 είναι πολύ σημαντικό έτος για τον Εμπειρίκο. Συναντά για πρώτη φορά τον Μπρετόν, αρχίζει ψυχανάλυση, έρχεται σε ρήξη με τον πατέρα του, παραιτείται από τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Συντάσσει τη (λανθάνουσα)  συλλογή «Σκηνές μελλοντικών γεγονότων ή ο θρίαμβος του ιστορικού μας υλισμού», ποιήματα της οποίας υπάρχουν και στις φάσεις του 1933 και του 1934. Συντάσσει δύο κομμουνιστικά μανιφέστα και, το σημαντικότερο, γνωρίζεται με τον Ν. Καλαμάρη. Του αφιερώνει δύο ποιήματα και τον μυεί στον υπερρεαλισμό. Ο  Νίκης, που έχει ήδη  έντονη παρουσία στα γράμματα και έχει ασχοληθεί με τον Καβάφη, είναι αυτός που πιθανότατα συστήνει τον Αλεξανδρινό στον Εμπειρίκο. Ο Νίκης διαβάζει τα ποιήματα του  φίλου του και μοιάζει να τα εγκρίνει σημειώνοντας  στο τέλος κάθε ποιήματος ένα «Ν»!


Η εκδοχή του 1934 περιλαμβάνει 39 ποιήματα, από τα οποία επτά (7) προέρχονται από το corpus του 1933. Το 1934 συμβαίνει η ρήξη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας με τον υπερρεαλισμό, γεγονός που επηρεάζει τον Εμπειρίκο. Ωστόσο και στη συλλογή του 1934, όπως την ονομάζει, ανευρίσκονται  επαναστατικά ποιήματα. Αυτή είναι η κεντρική συλλογή που ήταν έτοιμη να εκδοθεί το 1934 (εξ ου και ο τίτλος), όπως δείχνουν και τα χρονολογημένα το 1934 σχέδια του Γουναρόπουλου τα ετοιμασμένα για αυτόν τον σκοπό. Η έκδοση των προ-υπερρεαλιστικών ποιημάτων ματαιώνεται από την ορμητική εμφάνιση τηςΥψικαμίνου, η οποία, όπως συνάγεται, θα πρέπει να γράφεται (παράλληλα με τα  πρώτα μέρη της Ενδοχώρας) στο τέλος του 1934. Ενδεχομένως αυτό να γίνεται στο Παρίσι, με την άμεση επίδραση της υπερρεαλιστικής ομάδας στην οποία εντάσσεται τώρα ο ως τότε μοναχικός επαναστάτης Εμπειρίκος. Τέλος, το 1971 ο ποιητής δοκιμάζει να ανασυστήσει τη συλλογή του 1934 με τον τίτλο Προϊστορία ή Καταγωγή. Από τα 15 ποιήματα της τα 13 προέρχονται από τα ποιήματα του 1934. Η νέα απόπειρα παραμένει ημιτελής - ο ποιητής είχε απολέσει, στο μεταξύ, μεγάλο μέρος από το corpus των παλαιών προ-υπερρεαλιστικών ποιημάτων.


Διαβάζοντας σήμερα αυτά τα ποιήματα σκεφτόμαστε  πως, αν αυτή η συλλογή (ο χαμένος κρίκος) είχε δημοσιευθεί το 1934, η εικόνα του Εμπειρίκου θα ήταν διαφορετική. ΗΥψικάμινος θα είχε την προϊστορία της. Ο ποιητής, όμως, καλώς κατά τη γνώμη μας, έπραξε διαφορετικά και ακολούθησε αυτόν τον δρόμο.  Επίσης, αντιπαραβαλλόμενα τα επαναστατικά ποιήματα του Εμπειρίκου, τα συνταγμένα το 1933/34, με τα δημοσιευμένα τότε ανάλογα ποιήματα του Ν. Κάλας, που εξακολουθούν να θαμπώνουν πολλούς, κάνουν τα ποιήματα του τελευταίου να φαίνονται απλοϊκά και «δασκαλίστικα». Και ως προς αυτό το σημείο η ιστορία γράφηκε διαφορετικά και ενδεχομένως καλύτερα που γράφηκε έτσι. Γεγονός παραμένει πως μπορούμε σήμερα πια να δούμε καθαρά τις τέσσερις φάσεις της καθόλου ποιητικής πορείας του Εμπειρίκου και να μελετήσουμε το όλον Σχέδιο.



Καβαφική καταγωγή
Ορισμένα θέματα του Εμπειρίκου που θα εμφανιστούν μετά την Υψικάμινο ευρίσκονται εν σπέρματι στα ποιήματα του 1933 και 1934. Παράδειγμα, το παρακάτω ποίημα που γράφεται και αφιερώνεται στη μνήμη του Κ. Π. Καβάφη έναν χρόνο μετά τον θάνατό του.

Υπερωκεάνειος πλους 
ή Πλους υπερωκεανείου

Εις μνήμην του Κ.Π. Καβάφη που πήγε πέρσι για πάντα στην Ιθάκη

Από σταβέντο φάνηκε τ' ωραίο νησί
Μα το βαπόρι μας δεν πόντισε. Θα πάμε
πολύ μακρύτερα. Γι'αυτό μια νάρκη
χαρακτηρίζει την ώρα αυτή.

Κι όταν εξαντληθούνε τα βιβλία
Και μάθουμε τους χάρτες της πορείας
Οταν εξαντληθούν οι ψίθυροι και το φεγγάρι
Και φτάσουμε στον τόπο της προσέγγισης
Θα κατεβούμε να χαρούμε το λιμάνι
Θα κατεβούμε ν' αγοράσουμε gold flakes
«Και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής»
Διά την συνέχεια του πηγαιμού μας.
Κι ελπίζω να 'ναι το ταξίδι μακρινό
«Γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις»
«Τώρα που μάθαμε  και μεις οι Νέες Υόρκες τι σημαίνουν».
Αθήνα, 14.8.1934

Η γνωστή σύνθεση της Ενδοχώρας «Στροφές στροφάλων», συνταγμένη στη διετία 1935-1936, δείχνει με ποιον τρόπο μετασχηματίστηκε και ενσωματώθηκε  στο ποίημα αυτό η ιδέα της «Ιθάκης». «Χαίρε που δεν αφέθηκες να γοητευθής απ' τις σειρήνες / Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το ποίημα του 1934, με τους ενσωματωμένους και πειραγμένους καβαφικούς στίχους, μοιάζει να προοιωνίζεται τον μεγάλο υπερωκεάνιο πλου, τον Μεγάλο Ανατολικό. Κοντολογίς, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο ηδονικός Μέγας Ανατολικός έχει καταγωγή καβαφική!

«Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις» του Ούγου Φώσκολου

Μυθιστόρημα που έθρεψε γενιές ρομαντικών και επηρέασε πολλούς έλληνες συγγραφείς του 19ου αιώνα, «Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις» του Ούγου Φώσκολου δικαιώνονται μεταφραστικά.

Στη σκιά του έρωτα

Στη σκιά του έρωτα


Το μυθιστόρημα Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις (Le ultime lettere di Jacopo Ortis) ­ χρόνος γραφής 1798-1802 και χρόνος έκδοσης της οριστικής και πλήρους μορφής 1802 ­ του Ugo Foscolo (1778-1827) είναι ένα από τα γνωστότερα και καλύτερα τελευταία δείγματα του ευρωπαϊκού επιστολικού μυθιστορήματος, το οποίο γνώρισε την περίοδο της ακμής του τον 18ο αιώνα, ενώ οι επιβιώσεις του έφθασαν στον 19ο, ακόμη και στον 20ό αιώνα. Μέσα από τις επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις προς τον φίλο του Λορέντσο Αλντεράνι, ο αναγνώστης παρακολουθεί τον παθιασμένο αλλά και αγνό έρωτα του Τζιάκοπο για την Τερέζα. Ο έρωτας αυτός εξελίσσεται για τον ήρωα σε δραματική πορεία προς την πολιτική και συναισθηματική απόγνωση. Η αδυναμία του να ζήσει την εκπλήρωση του γήινου έρωτά του, καθώς η Τερέζα είναι λογοδοσμένη με άλλο άνδρα, τον οποίο τελικά παντρεύεται, και η οδύνη που βιώνει για την κατάκτηση της πατρίδας του τον οδηγούν στην αυτοκτονία. Η αυτοχειρία προβάλλεται ως πράξη λύτρωσης από τα ανυπέρβλητα ανθρώπινα πάθη αλλά και κατάκτησης της μεταφυσικής ελευθερίας, καθώς ο ήρωας τρέφει βαθιά θρησκευτική πίστη. Αυτή όμως η ατελέσφορη και μάλλον κοινότοπη, λόγω των ρομαντικών υπερβολών της, ερωτική ιστορία αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο επειδή πίσω της λανθάνει το αυτοβιογραφικό στοιχείο αλλά και επειδή τοποθετείται στο σύγχρονο της γραφής ιστορικό πλαίσιο, γεγονός που προσδίδει στο μυθιστόρημα ιδεολογικοπολιτική διάσταση. Γραμμένες οι Τελευταίες επιστολές μετά την κατάλυση από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη της Βενετικής Δημοκρατίας και την παράδοσή της στους Αυστριακούς, διασπέρονται από τα οργισμένα αισθήματα και τις ρηξικέλευθες ιδέες ενός ανθρώπου που εκδιώκεται από την πατρίδα του και περιφέρεται στην κατεχόμενη Ιταλία αποκομμένος από τις φυσικές και συναισθηματικές ρίζες του. Ετσι το ερωτικό συνδυάζεται με το πατριωτικό συναίσθημα, το ψυχικό αδιέξοδο του ιδιωτικού βίου αντανακλάται στον συλλογικό καημό της εθνικής κοινότητας που διεκδικεί την ανεξαρτησία της. Η απόλυτη αναζήτηση του έρωτα και της ελευθερίας συνυπάρχει με την προβολή των τότε επίκαιρων ιδεωδών της λαϊκής κυριαρχίας, έτσι όπως αυτή σφυρηλατήθηκε με τους αγώνες της Γαλλικής Επανάστασης, και της ενότητας της Ιταλίας. Το νεανικό μυθιστόρημα του Foscolo στάθηκε μαρτυρία μιας οριακής στιγμής για τη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη. Ισορροπώντας στο μεταίχμιο ανάμεσα στο νεοκλασικιστικό και στο αναδυόμενο ρομαντικό πνεύμα, ανάμεσα στον ορθό λόγο και στην απελευθερωμένη δύναμη της φαντασίας και του πάθους, αποτέλεσε έργο-σταθμό και αρχή της ιταλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Η επίδραση που άσκησε στην εποχή του, και ιδίως στους νέους, διαμόρφωσε ένα ισχυρό λογοτεχνικό και πνευματικό ρεύμα, τον ορτισισμό, με κυρίαρχα χαρακτηριστικά του τον άκρατο υποκειμενισμό, την αναζήτηση του απόλυτου ιδανικού, την πεσιμιστική και πεισιθάνατη ψυχική διάθεση.

Η μεταφραστική τύχη του φωσκολιανού μυθιστορήματος στην Ελλάδα και η επίδρασή του στην ελληνική ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, επτανησιακή και αθηναϊκή, δεν στάθηκαν τόσο αισθητές όσο εκείνες, π.χ., ενός άλλου, ομοιόθεμου σχεδόν ρομαντικού επιστολικού μυθιστορήματος, του περίφημου Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (1774) του Γκαίτε, έργου που γνώρισε πολυάριθμες ελληνικές αποδόσεις. Πιθανόν η παλαιότερη μετάφραση του Οι τελευταίες επιστολές οφείλεται στον Γεώργιο Κ. Σφήκα (1846-1921), τον συστηματικότερο επτανήσιο μεταφραστή στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, γνωστό και από τη συμμετοχή του στη διεύθυνση λογοτεχνικών περιοδικών. Η μετάφραση του Σφήκα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε όλα σχεδόν τα 52 τεύχη του ζακυνθινού περιοδικού Ποιητικός Ανθών (1886-1887). Πάντως η διάδοση του μυθιστορήματος στον επτανησιακό χώρο ήταν δυσανάλογα μικρή, συγκρινόμενη με τη μεγάλη μεταφραστική επιτυχία που γνώρισε στα Επτάνησα το κορυφαίο ποιητικό έργο του Foscolo Οι Τάφοι (Sepolcri) (1807). Οι Τάφοι είναι το περισσότερο μεταφρασμένο από Επτανήσιους ιταλικό ποίημα, αφού αποδόθηκε στα ελληνικά οκτώ φορές από το 1841 ως το 1924. Ωστόσο το έντονο ενδιαφέρον να γίνουν οιΤάφοι γνωστοί στο ελληνικό κοινό οφείλεται λιγότερο στην εκτίμηση για το ποίημα και περισσότερο στη σθεναρή προσπάθεια των Επτανησίων να αποδείξουν την ελληνικότητα του ποιητή. Η προσπάθεια αυτή στηρίχθηκε στη διάκριση της ιταλικής γλωσσικής μορφής, ως εξωτερικού ενδύματος, από το ελληνοπρεπές περιεχόμενο του ποιήματος, που προσκομίζεται ως αδιάψευστη απόδειξη του κατά βάθος ελληνικού φρονήματος του γεννημένου στη Ζάκυνθο Foscolo. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, το 1859, απάντησε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο στο φλέγον ερώτημα «ποτέρα η πατρίς του Φωσκόλου, η Ελλάς ή η Ιταλία;»: «Ναι, πέφυκεν Ελλην την ποιητικήν διάθεσιν, ως εκ της πρωτοτυπίας και γλαφυρότητος της Λυρικής του, αίτινες οφείλονται κατά μέγα μέρος προς το ελεγειακόν εκείνο και πένθιμον του ελληνικού φυράματος» (Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως, 1859, σ. 56). Ειδικά μάλιστα για το Τάφοι ο Ζαμπέλιος πίστευε ότι το βασικό μεταφραστικό κίνητρο των Επτανησίων είναι να αποδώσουν πίσω στον Ελληνισμό το ποίημα που ο ιταλισμός τούς άρπαξε (βλ. ό.π., σ. 58-59).
Για την αθηναϊκή ρομαντική πεζογραφία Οι τελευταίες επιστολές διαδραμάτισαν τον ρόλο ενός ισχυρού προτύπου, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλα ομοιόθεμα ευρωπαϊκά κείμενα. Σε επιστολικά μυθιστορήματα όπως Ο Λέανδρος (1834) του Παναγιώτη Σούτσου, Ο Μεγακλής ή ο ατυχής έρως (1840) του Γεώργιου Δ. Ροδοκανάκη και Ο Θέρσανδρος (1847) του Επαμεινώνδα Ι. Φραγκούδη οι κεντρικοί ήρωες αυτοκτονούν, όπως ο Ορτις, κυριαρχημένοι από το απόλυτο ερωτικό πάθος. Μια διεξοδική γραμματολογική έρευνα πιθανόν να αποκαλύψει αρκετά ακόμη, άγνωστα σήμερα, αθηναϊκά επιστολικά μυθιστορήματα, πολύ δύσκολα όμως θα ανατρέψει την κυρίαρχη αισθητική εικόνα αυτών των έργων. Πρόκειται, στη συντριπτική πλειονότητά τους, για ισχνά και καθυστερημένα αντίγραφα. Ενας όψιμος σταθμός της αθηναϊκής τύχης του μυθιστορήματος του Foscolo (η πρώτη αθηναϊκή μετάφραση εκδόθηκε το 1838) εντοπίζεται το 1927, όταν δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο λαϊκό αθηναϊκό περιοδικό Μπουκέτο μια ελεύθερη ανάπλασή του από ανώνυμο «μεταφραστή». Η μετατροπή ενός βαθυστόχαστου έργου γύρω από το νόημα της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας και του έρωτα σε λαϊκό, σπαραξικάρδιο ανάγνωσμα φανερώνει ότι οι επιβιώσεις του αθηναϊκού ρομαντικού πνεύματος τροφοδότησαν για καιρό την πρωτότυπη και μεταφρασμένη αφηγηματική παραλογοτεχνία.
Η πρόσφατη έκδοση του Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Ορτις δεν έχει σχέση με την παραπάνω μάλλον πλημμελή μεταφραστική τύχη του έργου. Κατ' αρχήν, η τυπογραφική καλαισθησία της μονοτυπίας, σταθερής επιλογής του εκδοτικού τυπογραφείου του «Ιδεογράμματος», προσφέρει στον αναγνώστη ένα βιβλίο εφάμιλλο της υψηλής αξίας του λογοτεχνικού περιεχομένου του. Η μετάφραση, έπειτα, της Εφης Καλλιφατίδη, δόκιμης μεταφράστριας της ιταλικής λογοτεχνίας, στάθηκε στο ύψος της περίστασης. Γλαφυρή και διαυγής, μεταδίδει την ολοένα κορυφούμενη ψυχική ένταση του περιπαθούς επιστολογράφου. Μάλιστα η ενίσχυση του κειμένου με επεξηγηματικές υποσημειώσεις της μεταφράστριας διευκολύνει τον σημερινό αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα τόσο την άμεση συσχέτιση του φωσκολιανού μυθιστορήματος με την τότε πολιτικοκοινωνική συγκυρία όσο και το βάθος και το πλάτος των κρυπτικών διακειμενικών αναφορών. Τέλος, το βιβλίο διανθίζεται από πρόλογο του Στέφανου Ροζάνη, γνωστού μελετητή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, και από σύντομο επίμετρο της μεταφράστριας με πληροφορίες για τη ζωή και κρίσεις για το έργο του Foscolo.
Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι φιλόλογος, ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Οι δεσμοί με τους οργισμένους ποιητές του ''70

Πηγή:http://www.tovima.gr/

ΑΦΙΕΡΩΜΑ : Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Οι δεσμοί με τους οργισμένους ποιητές του ''70


Στον βαθμό που η ποίηση κάθε εποχής προσδιορίζεται από την ειδική ποιότητα της σχέσης της με το ποιητικό παρελθόν, στην περίπτωση της γενιάς του 1970 θα χαρακτήριζα την εν λόγω σχέση ιδιόρρυθμη, σε σύγκριση με τη σχέση που είχαν παλαιότερες γενιές του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού με την ποιητική παράδοση. Σε τι ακριβώς έγκειται η ιδιορρυθμία; Κατά τη γνώμη μου, πηγή της ιδιορρυθμίας είναι ότι στους περισσότερους ποιητές της γενιάς του 1970 δεν ασκούν έλξη τόσο τα ίδια τα κείμενα παλαιότερων μειζόνων ποιητών, όπως ο Καρυωτάκης, ο Σολωμός ή ο Καβάφης, όσο οι μορφές των συγγραφέων, οι οποίοι ανάγονται σε μυθιστορηματικούς ήρωες μέσω της παρανάγνωσης των κειμένων τους, παρανάγνωσης η οποία στηρίζεται στην εστίαση της προσοχής στη συναρπαστική σύνδεση βίου και έργου. Με άλλα λόγια, η πρόσληψη της ποιητικής παράδοσης εδώ ισοδυναμεί με τη μυθοποίηση των εξεχουσών μορφών της. Η μυθοποίηση αυτή εδράζεται αφενός στη θεώρηση του έργου του παλαιού ποιητή ως καθρέφτη του βίου, αφετέρου στην ανάπλαση και προβολή στάσεων του βίου ως τρόπων ερμηνείας του έργου. Το γεγονός ότι η γενιά του 1970 καλλιέργησε προσωπολατρικούς μύθους, με κυρίαρχο αυτόν του Καρυωτάκη, είχε ως αποτέλεσμα το κέντρο βάρους της πρόσληψης να μετατεθεί από το λογοτεχνικό έργο στα μυθοποιημένα πρόσωπα των ποιητών-συμβόλων. Πρόκειται για μια νέου τύπου, διαφορετική από το παρελθόν, ποιητική μυθολογία, με βασικά κέντρα της τους ποιητές-σύμβολα της ιδεολογίας και της αισθητικής της γενιάς.
«Πάνω απ' όλα Φίλος»
Σε σχέση με τον παραπάνω κανόνα, η πρόσληψη του έργου του Σεφέρη από τη γενιά του 1970 ήταν αισθητά διαφορετική. Ο Σεφέρης ούτε μυθοποιήθηκε ούτε εξιδανικεύτηκε. Τα ευθέως αναφερόμενα στους Καρυωτάκη ή Σολωμό μυθοποιητικά ποιήματα της γενιάς είναι δεκάδες, ενώ τα ποιήματα που αναφέρονται ρητά στον Σεφέρη, αναγνωρίζοντάς τον ως βασικό ποιητικό πρόγονο και ως κύριο συντελεστή της πικρίας με την οποία οι νεότεροι ποιητές αντικρίζουν τη σύγχρονή τους ελληνική πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, είναι ελάχιστα, όπως π.χ. τα ποιήματα «Λήθαργος κόσμος, Β» του Ηλία Γκρη (Λήθαργος κόσμος 1977-1985, 1987) και «Προσευχή» του Νίκου Β. Λαδά (Αστροβατεί, 1986). Στην «Προσευχή» διασκευάζεται το σεφερικό ποίημα «Υστερόγραφο» (1941), με τρόπο τέτοιο ώστε να καταγγέλλεται η πολιτικοκοινωνική συγχρονία της εποχής του Λαδά: οι φασίστες του σεφερικού ποιήματος αντικαθίστανται από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών τον καιρό της δικτατορίας. Από την άλλη μεριά επίσης ελάχιστα είναι τα ποιήματα που προσέγγισαν τον Σεφέρη μέσα από σατιρική ή ειρωνική προοπτική, όπως π.χ. το ποίημα του Νάσου Βαγενά «Η αίθουσα» (Βιογραφία, 1978), όπου ο Σεφέρης λανθάνει πίσω από την αναφορά σε έναν «παχύ διπλωμάτη με τριχωτό χέρι» που κλείνει το στόμα του αφηγητή μη αφήνοντάς τον να φωνάξει, ή το ποίημα του Πάνου Θεοδωρίδη «Το εξηνταένα» (Προσπέκτους, 1977), όπου η ανάμνηση της αναγνωστικής γνωριμίας και σχέσης με την ποίηση του Σεφέρη οδηγεί σε ευθεία σάτιρα των συνηθειών του αβροδίαιτου αθηναίου αστού, διανοούμενου του Μεσοπολέμου.
Τη δεκαετία του 1960, χρόνο της πνευματικής διαμόρφωσης για τους περισσότερους ποιητές της γενιάς του 1970, ο Σεφέρης καθιερώνεται ποιητικά (με τη βράβευσή του με το βραβείο Νομπέλ το 1963), γνωρίζει ευρεία λαϊκή απήχηση (χάρη στις μελοποιήσεις ποιημάτων του από τον Θεοδωράκη) και αποκαθαίρεται ιδεολογικά (με τη γνωστή δήλωσή του κατά της δικτατορίας τον Μάρτιο του 1969). Ετσι αφενός αναδείχθηκε στη συνείδηση των νέων ποιητών ως ο πρωτεργάτης του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, της απώτερης μήτρας και της δικής τους εκφραστικής, αφετέρου απετράπη η αισθητική ή ιδεολογική αμφισβήτησή του. Το γεγονός ότι ο Σεφέρης αντιμετωπίστηκε από τους «οργισμένους» νέους ποιητές της δεκαετίας του 1970 με διακριτικότητα και σεβασμό, επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του, με τη δημοσίευση δύο επιμνημόσυνων κειμένων από τους ποιητές Στέφανο Κ. Μπεκατώρο και Θανάση Θ. Νιάρχο (τα κείμενα αυτά περιελήφθησαν στον τόμο Στήλη 20-9-71. β' Εξι μήνες, 1972). Μια φράση του δοκιμίου του Μπεκατώρου συμπυκνώνει το τι αντιπροσώπευε ο Σεφέρης για την τότε εκκολαπτόμενη γενιά του '70: «Ηταν πάνω απ' όλα ο Φίλος. Η ζεστή, χαμηλότονη, κουβεντιαστή, απλή, συντροφική, αγαπημένη φωνή». Ακριβώς επειδή ο Σεφέρης εξέφρασε το αίσθημα της συντριβής και του κενού, αίσθημα που σημάδεψε γενικότερα τους μεταπολεμικούς ανθρώπους και παρέμενε ενεργό στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70 λόγω της δικτατορίας, σύμφωνα με τον Μπεκατώρο, «είπε τον λόγο εκείνο που εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να τον επαναλαμβάνουμε συνέχεια, μονότονα, χάνοντας πολλές φορές μέσα σ' αυτόν το πρόσωπό μας, αντικαθιστώντας το πρόσωπό μας μ' αυτόν τον λόγο».
Παιδιά πολλών ανθρώπων...
Η λογοτεχνική κριτική γενικά απέδωσε τη διασπορά θεμάτων και εκφραστικών τρόπων, τη γλωσσοκεντρική τάση, την ερμητικότητα ή και την αυτοαναφορικότητα, δηλαδή τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της νεανικής ποιητικής παραγωγής στη δεκαετία του 1970, στην επίδραση της σεφερικής ποιητικής ως της «κυρίως ορίζουσα(ς) το πρότυπο έκφρασης των νεωτέρων» (Αλέξης Ζήρας). Υπό αυτή την έννοια, καθώς πηγή διαμόρφωσης του εκφραστικού στίγματος της γενιάς του 1970 στάθηκε ο ελληνικός ποιητικός μοντερνισμός και καθώς η μία κυρίαρχη εκδοχή του ήταν αυτή που κυρίως μορφοποίησε η σεφερική ποίηση, εγκλιματίζοντας στην Ελλάδα την ποιητική του γαλλικού συμβολισμού και του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, όλοι οι ποιητές της γενιάς του '70 κατάγονται, λιγότερο ή περισσότερο, από τον Σεφέρη. Υπάρχουν βέβαια ορισμένοι ποιητές, όπως οι Αναστάσης Βιστωνίτης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Δημήτρης Μίγγας, Στέφανος Μπεκατώρος και Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, στους οποίους αναγνωρίζεται μια πιο απτή εκλεκτική συγγένεια με τη σεφερική ποίηση. Η συγγένεια αυτή εμφανίζεται με ποικίλους τρόπους. Κάποτε εντοπίζεται στο κουβεντιαστό και απέριττο, ακριβολόγο ύφος· άλλοτε στον γενικώς απαισιόδοξο ψυχικό ή συναισθηματικό τροπισμό· ενίοτε στη διαμόρφωση μιας μυθολογίας που τροφοδοτείται από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τα κείμενά του· τέλος, στην προσπάθεια για την εξεύρεση μιας συλλογικής αίσθησης, μέσα από την οικείωση της πολιτιστικής παράδοσης. Τα σημεία δημιουργικού διαλόγου με τη σεφερική ποίηση ήταν και παραμένουν πολλά. Π.χ., η ενασχόληση ορισμένων ποιητών, όπως ο Μιχάλης Γκανάς, ο Πάνος Θεοδωρίδης και ο Δημήτρης Ποταμίτης, με το θέμα της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας διαλέγεται κατά βάθος με την ομόλογη εντατική δοκιμή του Σεφέρη πάνω στο ζήτημα της ελληνικότητας και της σχέσης της με την τέχνη. Ενδεικτική αυτού του διαλόγου είναι η δήλωση του Ποταμίτη ότι ο Σεφέρης στάθηκε για τον ίδιο «ένα βαθύ μάθημα πατριδογνωσίας». Με άλλα λόγια, ήταν εκείνος που δίδαξε και μετέδωσε μια ιδιάζουσα, πικρή αίσθηση σε όσους ποιητές είχαν την τάση να αντιμετωπίζουν κριτικά τον σύγχρονό τους κοινωνικό χώρο. Επίσης ο Σεφέρης άφησε το στίγμα του τόσο ενεργά και σε τέτοιο βάθος στον μεταγενέστερό του ποιητικό λόγο, ώστε η επίδρασή του στους νεότερους διαμεσολαβήθηκε και από ποιητές των ενδιάμεσων γενεών, όπως π.χ. ο Τάκης Σινόπουλος. Παραφράζοντας έναν γνωστό σεφερικό στίχο, θα λέγαμε ότι τα λόγια των ποιητών της γενιάς του '70 είναι παιδιά πολλών ανθρώπων.
Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

δημήτρης καλοκύρης – παρασάγγες. τόμος α΄. ονομαστικόν

c1Το λεξικό με την συναρπαστική πλοκή και η τεχνική να λες οτιδήποτε
«…δηλαδή εικονόγραπτο ευρετήριο προσωπικών εικόνων και όρων», και από κάτω, με ακόμα μικρότερα γράμματα «ή, μήπως, [υδατ] άνθρακες ο εγκύκλιος θησαυρός;».
Θυμάμαι ένα κείμενο του συγγραφέα που επέμενε με συντριπτικά επιχειρήματα για τις αναγνωστικές χάρες των λεξικών, μια εκ των οποίων και η συναρπαστική πλοκή. Το αποκαλυπτήριο αυτό σημείωμα δεν το κράτησα απλώς ως ευαγγέλιο στην λεξικογραφική μου τετραετία στην Ακαδημία Αθηνών, στο υπό έκδοση Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, αλλά και με έκανε πραγματικά να δω την εμπειρία εκείνη διαφορετικά: ως θητεία στην τέχνη του λόγου. Έτσι, καθώς θεωρώ τον Καλοκύρη ούτως ή άλλως ως έναν εκ των κορυφαίων μαϊστόρων της συγγραφικής τέχνης, η ιδέα ενός λεξικογραφικού βιβλίου προφανώς αποτελεί μέγιστη αναγνωστική πρό[σ]κληση.
DSC_4263Στην λογοτεχνία εθεωρείτο ότι ο λόγος αρκεί και επομένως η εικόνα περιττεύει, γράφει ο Καλοκύρης, αλλά η τέχνη της εικονοπλασίας γίνεται πολύτιμο εργαλείο εδώ, στον πρώτο αυτόν τόμο των προσώπων με τους οποία συναντήθηκε και «συναντήθηκε» σε όλα τα σταυροδρόμια των δημιουργιών του. Με τον ίδιο τρόπο ο πολυπράγμων χειριστής του λόγου ασκεί όλες τις τέχνες που γνωρίζει και δεν γνωρίζει· άλλωστε στο αυτοπροσωπογραφικό του λήμμα αντιμετωπίζει ακριβώς αυτό που ασκούν οι ζηλόφθονες των διαφόρων καταστημάτων του λόγου: σε όλους τους τομείς με τους οποίους καταπιάστηκε τον υποδέχονταν ως προερχόμενο από άλλο χώρο με τις πανομοιότυπες (μάλλον φωτοτυπημένες θα έλεγα) φράσεις τύπου: Για λογοτέχνης, έχει ενδιαφέρον αυτό που σχεδιάζει ή για τυπογράφος δεν γράφει άσχημα, ειπωμένα φυσικά από εικαστικούς και συγγραφείς αντίστοιχα…
Εδώ λοιπόνΔ.Κ. ο συγγραφέας γράφει για πρώτη φορά ή αντιγράφει για δεύτερη αποσπάσματα από μυθοπλαστικά και μη κείμενά του, εισαγωγές και αφιερώματα, επιλογικά σημειώματα και συνεδριακές προσφωνήσεις, μεταφράσεις και δακτυλογραφήσεις, βιβλιοκρισίες και ανακοινώσεις, ομιλίες και χαιρετισμούς, απομαγνητοφωνήματα και αντιφωνήσεις, ιντερμέδια και σημειώματα θεατρικών προγραμμάτων, λευκώματα και Φωτορομάντσα. Εικονογραφεί με τον λόγο και κινηματογραφεί με τις λέξεις: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης του σφίγγει δυνατά το χέρι καθώς ο συγγραφέας μετά τη καταδίκη για το Τραμ περνάει από δίπλα του για προφυλάκιση στο Μεταγωγών, ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου μιλάει στο μαγνητόφωνο περί της περίφημης Σχολής της Θεσσαλονίκης και περί της ποίησης «που δεν είναι μια καθημερινή ομιλία διατυπωμένη στιχουργικά, αλλά μια γλώσσα υπαινικτική, μια γλώσσα υποβολής και συμβόλων», ο Τηλέμαχος Αλαβέρας παραχωρεί λίγες σελίδες στην Νέα Πορεία για τους μελλοντικούς οδηγούς του Τραμ, που παραλίγο να ονομαστεί Όχημα, Αερόστατο, Ιπποκάμισο.
DSC_4343Σε αυτό το λεξικό έχουν τα λήμματά τους λογοτέχνες από τον Ιούλιο Βερν, που έμελε να έχει την τιμητική του στο τελευταίο (διπλό) τεύχος του Τραμ (3/79) με μια βιογραφή του από τον Μάνο Χατζηδάκι, αναδημοσιευόμενη εδώ, μέχρι τον Πάνο Θεοδωρίδη που ορθώς όπως γράφει ο Δ.Κ. δεν είναι φυσικό πρόσωπο αλλά διακριτική επωνυμία, δηλαδή «το συνοπτικό όνομα μιας αστικής εταιρείας η οποία συγκροτείται από διάφορες προσωπικότητες των ελληνικών αγραμμάτων και τεχνών». Εδώ έχουν θέση μια άγνωστη και σπαρταριστή φάρσα της ομάδας «Μπλούσμπερυ» με την εκλεκτή Βιρτζίνια Γουλφ, μια εισαγωγή στην Αφήγηση ενός ναυαγού του Γκαρσία Μαρκές, και απολαυστικές κριτικές βιβλίων (όπως του άγνωστού του Αντώνη Καλαϊτζάκη – Ένας Έλληνας στη χαμένη Αφρική, που ερμηνεύει μεθοδικά την εμπειρία πάνω στη λυδία λίθο της στοχαστικής πρακτικής).
DSC_4305Στο λήμμα Θαρραλούκι συγκινούμαι – γιατί όλα τα βιβλία που αγαπήσαμε και ξεχάσαμε, όπως Ο Υπεύθυνος των Βατράχων[Pedro Zarraluki, El responsable de las ranas, 1990 / εκδ. Σέλας, 1995, μτφ. Βιβή Φωτοπούλου], αξίζουν μια επάξια θέση σε λεξικά σαν κι αυτό. Εδώ ο ένας συγγραφέας διαπιστώνει τα κοινά του με τον άλλον συγγραφέα: αμφότεροι διαβάζουν τη ζωή μέσα από το γράψιμο, πιστεύουν στο μεγαλείο της εγκυκλοπαίδειας ως κύριας πηγής διανοητικής εμπειρίας κι έχουν το χιούμορ ως αντικλείδι παντός καιρού απέναντι στην πολιτική και καθημερινή γελοιότητα. Τόσο ο ήρωας που διορίζεται ως υπεύθυνος κάποιου επαπειλούμενου είδους γαλάζιων βατράχων μέσα σ’ έναν σκουπιδότοπο όπου καταλήγουν τα λύματα ενός εργοστασίου όσο και η γραφή που δεν σ’ αφήνει να χάνεις ούτε λέξη, έκαναν και σ’ εμένα επαρκή συντροφιά στις στρατιωτικές μου ώρες. Βλέπω στο αντίτυπό μου, την τιμή στο εσώφυλλο (1310 από 1872 δρχ.), την έναρξη της ανάγνωσης (16.2.97, στον τέταρτο μήνα της θητείας μου), την ολοκλήρωσή της ένα μήνα μετά.
DSC_4285Στα ίδια συναισθήματα, μια σπονδή για τον Νάσο Θεοφίλου και το βιβλίο του Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, για το θάρρος του συγγραφέα να κρυφτεί μέσα στο φως, για την έμπρακτή του αγάπη προς το αόρατο ιχνοστοιχείο του συνειρμού, για εκείνον που κυριολέκτησε αυτό που λέμε «το κάτω κάτω της γραφής» και που επέλεξε ως πεδίο φιλολογικής δράσης το περιθώριο το εαυτού του, χωρίς να υποδύεται τον καταραμένο, τον αδικημένο ή τον ντεσπεράντο. Λημματογραφούμενοι και Πεντζίκης, Πετρόπουλος, Ταχτσής, Σουλιώτης, Χατζηδάκης και Χειμωνάς, Πάβιτς και Πόπα, Πρεβέρ και τα τραγελαφικά μιας [μη] έκδοσης, ο Ρίλκε ως ερωτομανής και ο Εγγονόπουλος ως αναγνώστης της … Εστίας (με επαρκή, μπορώ να πω, αιτιολόγηση), Κάλας, Κάρρολ, Μπέκετ, Λόρκα και φυσικά ο Κορτάσαρ – το αριστουργηματικό κυκλικότατο Αλληλουχία των Κήπων, δημοσιευμένη σ’ έναν Χάρτη ήταν το πρώτο κείμενό του που διάβασα, προτού Κουτσαθώ, και ακόμα πιο φυσικά ο Μπόρχες και η περίφημη τυχαία συνάντηση στην Αθήνα, κείμενο που τόσες φορές διαβάσαμε στον δικό του αφιερωματικό Χάρτη.
DSC_4308Το λήμμα για τον Νίκο Καζαντζάκη θα ήταν το πλέον μυθοπλαστικό αν δεν ήταν απόλυτα μη μυθοπλαστικό, καθώς σε μια ψηφιδωτή σύνδεση συμβάντων ζωής ο συγγραφέας προσέρχεται στο έργο του εν μέσω αναστήλωσης βυζαντινού ναού, αντίστροφης περιφοράς στο Ηράκλειο της Κρήτης και ιδιόχειρου σημειώματος του Καζαντζάκη. Το λήμμα για τον Γιώργο Ιωάννου, με τον οποίο συνεργάστηκε στα εξώφυλλα των περισσότερων βιβλίων, περιλαμβάνει το πλέον ευπρόσδεκτο κείμενο: το αυτοβιογραφικό [1979]. Αυτοβιογραφούμενος και ο Ίταλο Καλβίνο – πάντα για τον Χάρτη – και ήταν εκείνο το κείμενό του που είχε την περίφημη φράση ιδεώδη τόπο θεωρώ αυτόν που είναι πιο φυσικό να ζεις σαν ξένος.
Και φυσικά πεDSC_4358ρίοπτη θέση έχει και η …θέση του περί της μεταγραφής των κειμένων της καθαρεύουσας – θυμίζουμε το εγχείρημα με Βιζυηνό, Ροΐδη και Παπαδιαμάντη – σε σχέση με το θέμα της ο συγγραφέας επιμένει (και με βρίσκει απολύτως σύμφωνο): Αν θέλουμε να επιτελούν τον σκοπό τους, εν προκειμένω να διαβάζονται, είμαστε υποχρεωμένοι να τα διατηρούμε σε μια ρέουσα γλωσσική μορφή. Με τι εφόδια μπορεί πια κανείς να διαβάσει – πόσο μάλλον να χαρεί τη γλώσσα των παλαιότερων συγγραφέων; Και εκείνοι που αντεπιχειρηματολογούν δεν έχουν υποψιαστεί ότι αν όλα αυτά τα κείμενα αφεθούν στην τύχη τους σε ελάχιστα χρόνια δεν θα διαβάζονται από κανέναν;
ΗTO NHMA THS EPOYRANIAS STA8MHS ενδογλωσσική μετάφραση αντλεί από άλλες τέχνες, τη μουσική, τον κινηματογράφο κλπ. Πρόκειται για διαφορετικές ενορχηστρώσεις, για διαφορετικά κουρντίσματα, ριμέικ ίσως. αλλάζουμε την τονικότητα για να φέρουμε τη μελωδία στο ύψος της φωνής μας. Δεν καταργούμε την αρχική γραφή ούτε την παραβιάζουμε: παίζουμε μαζί της γιατί και Λογοτεχνία, όπως κάθε Τέχνη, εξελίσσεται με όρους παιχνιδιού.
… άλλωστε, καμία Γραφή δεν υπήρξε ποτέ «αγία» παρά μόνο στα ορυχεία των εκάστοτε «οπαδών» της. Σωστά μιλάς, τεχνίτη λογοτεχνίτη, εικαστικότατε καλλιτέχνη, λογοπλάστη. Άλλωστε, εκτός των άλλων, Λογοτεχνία είναι η τεχνική να λες οτιδήποτε [σ. 128]. Γρήγορα τον Δεύτερο Τόμο, το «Ευρετήριο Προσωπικών Χρόνων»!
Εκδ. Άγρ, 2014, σελ. 209, με τρισέλιδο περί των πρώτων δημοσιεύσεων. Στις εικόνες, έργα του συγγραφέα.