Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Οδυσσέα Ελύτη, «Τέχνη – Τύχη – Τόλμη» (απόσπασμα)

Α΄
ΤΕΧΝΗ – ΤΥΧΗ – ΤΟΛΜΗ, δεν είναι άλλες, είναι οι τρεις αυτές περίφημες λέξεις που μου 'ρχονται κάθε φορά στο νου, όταν ετοιμάζομαι ν' ανοίξω ένα γράμμα, κι αργοπορώ, κοιτάζοντας τη μεγάλη και τυπική σφραγίδα των Τ.Τ.Τ. Τη δικιά μου σφραγίδα είναι καιρός τώρα που την κουβαλώ με αδικαιολόγητην υπερηφάνεια χαραγμένη επάνω στο δέρμα μου και συνήθισα πάντα να τη διαβάζω σύμφωνα και μόνο με τα αισθήματα που μου την εμπνεύσανε.
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, οι τρεις αυτές λέξεις, συνοδεύοντας πεισματικά το περιεχόμενό τους, γίνανε αμέσως-αμέσως δορυφόροι άσβηστοι γύρω από την πρώτη μου εφηβεία, γύρω από την πρώτη μου αντίληψη του κόσμου, δορυφόροι που ακόμη κι ως τα σήμερα, με αποκορυφωμένη ένταση, δεν παύουν να μου είναι πιστοί. Ωστόσο, ανάμεσα σ' όλα τα κυματιστά, μονά ή ζυγά, χρόνια που μας φέρνουν πιο κοντά ή πιο μακριά σ' εκείνα που αγαπούμε, δεν είναι —ας τ' ομολογήσουμε— και μερικά που, σάμπως ν' ανάβει άξαφνα μέσα τους ένας λαμπτήρας από ισχυρότατο φως, ανεβαίνουνε μονομιάς πάνω από την επιφάνεια και ξεχωρίζουνε αποφασιστικά; Δεν είναι αυτά που, χάρη στο πυκνό τους περιεχόμενο, αποχτούνε μια σμαραγδένια λάμψη και στερεότητα και περνιούνται σα δαχτυλίδια θύμησης δημιουργικής στα δάχτυλα όσων ανθρώπων θέλησαν μια μέρα να βαδίσουν έξω από την κοινή γραμμή — πιο ψηλά ή πιο χαμηλά, αδιάφορο, πάντα όμως προς κάποιαν εφικτήν ή ανέφικτη κατάκτηση;
Για μένα, σήμερα, τη στιγμή τούτη που γράφω, η χρονιά του 1935, σημαδεμένη από την πρώτη μου επαφή με την ελληνική φύση, την πρώτη μου γνωριμία κι εφαρμογή του Υπερρεαλισμού, την ανακάλυψη του ζωγράφου Θεόφιλου, την έκδοση δύο σημαντικών βιβλίων φίλων μου ποιητών, και το φανέρωμα ενός τολμηρού για την Ελλάδα περιοδικού όπως τα Νέα Γράμματα, σβήνει και ξανανάβει σα φαροφόρα σημαδούρα στο μικρό πέλαγος όπου αγαπώ παντοτινά μου να ταξιδεύω. Θέλω να φαντάζομαι ότι κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα δει τ' ασήμαντα αυτά γεγονότα σα σημαντικά, μια που δεν αποτελούν τις πτυχές ενός ιδιωτικού βίου αλλά τους πυρήνες μιας κατάστασης πέρα για πέρα αντικειμενικής.
Υπάρχουνε στη ζωή του ανθρώπου στιγμές που μ' ένα τους βιαστικό και ασύλληπτο ανοιγοσφάλισμα δείχνουν λουσμένο σε φως παράξενο το γύρω του κόσμο, γυμνωμένο από την καθημερινή του σημασία και φανερωμένο με μιαν άλλη, μια πρωτοείδωτη —την αληθινή του άραγε;— φυσιογνωμία. Υπάρχουν στιγμές όπου τα πράγματα και τα γεγονότα, όσα μοιάζουν να ορίζουν στεγνά κι αδυσώπητα το δρόμο του, βγαίνουνε από την τροχιά τους για να λάμψουνε μ' ένα άλλο νόημα και μ' έναν άλλο προορισμό στιγμές όπου ο άνθρωπος βλέπει άξαφνα τον εαυτό του να βαδίζει σε μονοπάτια που ποτέ του δε διάλεξε, κάτω από δεντροστοιχίες που του είναι αδύνατον ν' αναγνωρίσει, πλάι σε ανθρώπους που ορθώνονται στο ανάστημα των ολοφάνερων αισθημάτων του, για να γίνουν οι φίλοι, οι φίλοι του, όπως θα ήθελε πάντοτε να υπάρχουν και να τον προσμένουν εκεί, σε μια πικρή γωνιά της ζωής του. Κανένα ξένο στοιχείο, καμιά υπεραισθητή παρουσία δεν έρχεται να δικαιολογήσει την παράξενη ετούτη τροπή που παίρνει, σε παρόμοιες στιγμές, ο κόσμος. Απλά, γήινα, ανθρώπινα, είναι τα ίδια πράγματα, οι ίδιες πράξεις που παρουσιάζονται σε μια δεύτερη κατάσταση, πιο αληθινή απ' την πρώτη, μια κατάσταση που, για να την ξεχωρίσουμε, θα 'πρεπε να την ονομάσουμε «υπερπραγματική».
Α μα γιατί λοιπόν ως τώρα είχαμε δώσει μια γλώσσα μονάχα στον κόσμο, γιατί του 'χαμε δώσει ένα μονάχα τρόπο να εκφραστεί; Γιατί του 'χαμε καταλογίσει μιαν όψη μονάχα, κι εκείνη κομματιασμένη, ανάπηρη, μετρημένη αποκλειστικά πάνω στη λογική μας, και την είχαμε ονομάσει ωραία-ωραία «πραγματικότητα»; Και γιατί, στο όνομα της πραγματικότητας αυτής, δεν επιτρέπαμε τίποτα που να την υπερβαίνει;
Να μια διαπίστωση, που όσες φορές αναγκάζομαι να την κάνω, μια στεναχώρια συνοδεύει, σαν ίσκιος μεγάλου ρολογιού του ήλιου, την άκρη της πένας μου.
Μόνος στα σύνορα του πανικού και της γοητείας ο ποιητής, χτυπημένος από μια τέτοια φευγαλέα αποκάλυψη, παθαίνεται να ταιριάσει την ανάσα του στο καινούριο κλίμα που του αποκαλύφτηκε· ματώνεται να δώσει έκφραση σ' αυτή τη μυστική γεύση, την απροσδιόριστην ουσία, την αθάνατη χροιά που μονομιάς είδε να παίρνουνε τα στοιχεία του κόσμου μέσα του. Αποτιμώντας από κει και πέρα με διαφορετικό τρόπο τη ζωή, αναμετράει με οδύνη την απόσταση που τον χωρίζει από τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Βλέπει την πλειοψηφία τούτη, περιχαρακωμένη σ' ένα χώρο συμβατικό, ν' απωθεί τόσο απελπιστικά, τόσο λυσσαλέα ό,τι θα μπορούσε να τη φέρει αντιμέτωπη στα πιο ουσιαστικά της προβλήματα, που καταλαβαίνει πως είναι γραφτό του να φορτωθεί μαζί με τον καημό της έκφρασης κι έναν άλλον ακόμη — τον καημό της κατανόησης, ανίσως όχι τη μοίρα της μοναξιάς. Έτσι συμβαίνει πάντοτε: ο ποιητής ριψοκινδυνεύει, ενώ πίσω του άνθρωποι παραπλανημένοι επιμένουν να κρατάνε καλά κλειστή μια πόρτα που από καιρό τώρα έχει χάσει τη δικαιολογία της κλειδαριάς της. Όμως αν από την εποχή του Ηράκλειτου δεν έσβησε ποτέ η συνείδηση της διαμάχης ανάμεσα στη συντήρηση και στη μεταβολή, ανάμεσα στη φυσιολογική και τη μη φυσιολογική ζωική εξέλιξη, πρέπει να ομολογηθεί ότι η διαμάχη τούτη σήμανε πρώτη φορά στον αιώνα μας μ' όλο το βάρος της σημασίας της, επιβάλλοντας στους σύγχρονους καλλιτέχνες να τοποθετήσουμε το αιώνιο στοιχείο της ομορφιάς στο αεί μεταμορφούμενο σημείο της ανθρώπινής της ροής, να νιώσουνε, με άλλα λόγια, πόσο η αλήθεια ετούτη ήταν και της ίδιας της υπόστασης τους ο αιώνιος νόμος. Ανάγκη, και μάλιστα σκληρή, οδήγησε τους ίδιους αυτούς, μ' επαναστατική σημαία στο χέρι, ν' αναθεωρήσουνε την κληρονομιά τους, και ν' αναλάβουν μια ριζική ανακατάταξη των αξιών. Ας χαρακτηρίστηκε από μερικούς σα δίψα της απερίσκεπτης νεότητας ν' ανοίξει, όπως-όπως, ένα δρόμο μπροστά της. Η αλήθεια είναι ότι τόσο στις χώρες των πρώτων εποχών, ή των παραμελημένων περιοχών της Τέχνης, όσο και στις λησμονημένες από τη σεμνοτυφία μεταγενέστερων γενεών σελίδες της Λογοτεχνίας και της Ποίησης οι «μοντέρνοι» πράξανε κείνο που τους έλεγε η γνώση τους κι η καρδιά τους· κι είτε ανασύρανε από την αφάνεια πολλά έργα με αξία ουσιαστική είτε με φανατισμό δικαιολογημένο ποδοπατήσανε μερικά αξιοθρήνητα κατασκευάσματα που είχανε καταφέρει, πρόσκαιρα, να βασιλέψουν.
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, ε ναι λοιπόν! Τέχνη, αφού, καλά ή κακά, θέλουμε να δώσουμε μια διέξοδο στην πυθική σπίθα, που δεν κοιτάει την ώρα να γίνει Λόγος και να μπει επικεφαλής μιας καινούριας αποτίμησης του κόσμου· και Τύχη, αφού είναι αυτή που θα σμίξει τα χρώματα και τα σχήματα, τις ευωδιές και τους ήχους, την καρδιά μας και την καρδιά του Σύμπαντος σ' ένα σημείο, το λυρικό σημείο που ονειρευόμαστε· και Τόλμη, αφού κάθε βήμα σωστό μέσα στην κοινωνία αυτή γραφτό είναι ν' αφήνει πίσω του αίματα, καπνούς, και δάκρυα…
Μίλησα για το 1935. Να που ήρθε λοιπόν η ώρα να γυρίσω στο «γράμμα» και στο «πνεύμα» του, να ξαναφέρω την αίγλη της πρωτοχρονιάς του εδώ, στη στιγμή τούτη που, με τη σειρά της κι αυτή, ετοιμάζεται να πηδήσει πιο μπροστά σαν ακρίδα – κι ας φαντάζει στο βάθος ο κάμπος σκοταδερός και γεμάτος λογής κινδύνους. Είναι φορές που, μα την αλήθεια, η ζωή δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει την ανυπομονησία της, είτε με το πέταλο ενός αλόγου επάνω στο λιθόστρωτο είτε με το βλέμμα ενός αμούστακου ακόμη παιδιού επάνω στις μορφές των αινιγματικών γυναικών και των φρεσκοτυπωμένων βιβλίων.
Θυμούμαι ότι με τον ίδιο τρόπο που μια ωραία μέρα οι αρχαίοι λυρικοί, από τη μια, ο Κάλβος και ο Καβάφης, από την άλλη, ξύπνησαν πρώτη φορά το ενδιαφέρον μου για την ποίηση, δύο Γάλλοι σύγχρονοι ποιητές, όχι από τους πιο μεγάλους, ο Paul Eluard και ο Pierre-Jean Jouve —ποιητές που από τότε έταξα στον εαυτό μου (κι αργότερα επέτυχα πρώτος) να παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό—, μ' ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση.
Δεν είχα φτάσει ακόμη στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου όταν, σπρωγμένος έν' απόγεμα από την απροσανατόλιστη βιβλιοφιλία μου, είχα χωθεί στο παλιό και σκοτεινό μαγαζάκι του Κάουφμαν, ξεφυλλίζοντας λογής περιοδικά και βιβλία, όμως αποφεύγοντας μ' επιδειχτική περιφρόνηση τα ποιητικά, που —το θυμάμαι σα σήμερα— τα σφιγμένα στις ρίμες των τετραστίχων τους περιεχόμενα μου 'διναν την εντύπωση μιας δεσμευτικής, κι ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενης, αισθηματολογίας, ασυμβίβαστης ολότελα με τις τότε ανταρτικές διαθέσεις μου. Ο πειρασμός, παρ' όλ' αυτά, της πολυτέλειας, κι ακόμη η παράξενη γοητεία που έπνεε πίσω από τα μαύρα και κόκκινα κεφαλαία μερικών εξωφύλλων, κατανικήσανε τους στερνούς μου δισταγμούς: Capitale de la Douleur, Défense de Savoir, Les Noces… ναι, άρχισα να τα φυλλομετρώ ένα-ένα… και…
Την πολυτέλεια, δεν είναι ανάγκη να το πω, παραμέρισαν αμέσως ο ανάλαφρος ίλιγγος και η πρωτοδοκίμαστη σαγήνη που αναπηδούσανε από κάθε διάβασμα μερικών, στην τύχη παρμένων, στίχων που με συνέπαιρναν, όχι πια χάρη στο ρυθμικό ισόμακρό τους λίκνισμα, αλλά —κι αυτό ήταν το σπουδαίο— χάρη στη μαγική κι αιφνιδιαστική κατακύρωση ενός άλλου κόσμου, κόσμου διαφορετικού, που ζούσε γύρω μου ή μέσα μου και δε ζητούσε παρά με ποιο τρόπο να εκδηλώσει καλύτερα την πραγματικότητά του. Κι αυτός ο τρόπος είχε βρεθεί. Μονομιάς οι άνθρωποι αυτοί, που κυκλοφορούσανε κάθε μέρα γύρω μου, οι πραχτικοί και ικανοποιημένοι, άρχισαν να γίνονται στα μάτια μου ξόανα, ξόανα που κανένας Θεός δεν όριζε να μιμηθώ ή να εξυπηρετήσω. Τι διάβολο γιατρός, μηχανικός ή δικηγόρος θα γινόμουνα μεθαύριο, νιώθοντας πως μια και μόνο εμπνευσμένη φράση μπορούσε να ξαναεμπνεύσει χιλιάδες άλλες, που χωρίς τελειωμό ν' αστράφτουν μες στη διάρκεια; Le poéte doit être beaucoup plus celui qui inspire que celui qui est inspiré. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν είδα τον Éluard να μιλάει με τόση αυτοπεποίθηση, θυμήθηκα τη στιγμήν εκείνη που, όρθιος, μέσα στο βιβλιοπωλείο, διάβαζα:
Si tu t' en vas la porte s' ouvre sur le jour
Si tu t' en vas la porte s' ouvre sur moi-même.
Ήμουν ακατατόπιστος αλλά δεν ήμουν κακόπιστος. Δε μου πέρασε ποτέ από το νου να πάρω υποδεκάμετρο και να λογαριάσω πόση έπρεπε να 'ταν η πόρτα που θ' άνοιγε πάνω στη μέρα ούτε αν μπορούσε ποτέ της να κατασκευαστεί μα τέτοια πόρτα· για μένα, η πόρτα αυτή υπήρχε, κι εγώ, με τις μικρές μου δυνάμεις, όφειλα να βοηθήσω ν' ανοιχτεί. Από τη χαραμάδα της κιόλας ξεχυνόταν ένα μελτέμι αισθήματα, που ριχνόταν κατάστηθα.
Ένας κόσμος αληθινός αλλά καταδικασμένος να μένει στην αφάνεια· για τους περισσότερους, ανυποψίαστος· και για μερικούς, ορατός μια στιγμή μονάχα, εκεί, στην κορυφή του έρωτα ή της απελπισίας. Ένας κόσμος αρμονισμένος στα πιο κρυφά, στα πιο άγρια, στα πιο ελεύθερα αισθήματά του, μα, ωστόσο, κλεισμένος πίσω από πελώριες τάφρους μοναξιάς, η τρελή θέληση του ανθρώπου να μη σκύψει ποτέ του κεφάλι, αλλά να μπει στην ψυχή του διπλανού του, και μαζί να παλινορθώσουνε τα τρομερότερά τους όνειρα· να του δώσουνε σάρκα κι αίμα από τη σάρκα τους και το αίμα τους. Η συνεννόηση των καρδιών. Θα τη φτάναμε; δε θα τη φτάναμε;
Η ιδανική επικοινωνία, εκείνη που ακολουθεί το συντομότερο δρόμο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, εννοώ μια επικοινωνία που να νιώθεται ολοκληρωτικά όπως η ζεστασιά ή το κρύο, συγκλονιστικά όπως ο έρωτας ή ο τρόμος, μυστηριακά όπως η βουή του δάσους ή της θάλασσας, θα μπορούσε ποτέ να γίνει όργανο και σκοπός της λυρικής ποίησης;
[...]
Γ΄
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1935, με τη βοήθεια του Ανδρέα Εμπειρίκου —που είχε βάλει πρόθυμα στη διάθεσή μου και τη μεγάλη του βιβλιοθήκη—, άρχισα, κάπως αδέξια στην αρχή, να γίνομαι ο κατάπληκτος θεατής ενός παράξενου κόσμου που αναπηδούσε, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω κι ο ίδιος, από μέσα μου. Πόσες φορές, καθισμένοι στο συμπαθητικό διαμέρισμα της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, καπνίζοντας αναρίθμητα τσιγάρα και τριγυρισμένοι από πίνακες του Max Ernst, του Oscar Dominguez και του Yves Tanguy, ή, πάλι, σε μια συγγενική έπαυλη στη Λέσβο, με το πέλαγο και τα βουνά της Ανατολής αντίκρυ, δε γράψαμε πλήθος ποιήματα και κείμενα μέσα σε πέντε ή δέκα λεπτά της ώρας, ποιήματα και κείμενα που ένα σωρό λογοτέχνες και κριτικοί κατηγορήσανε αργότερα ότι μας στοίχισαν πολυήμερες, τάχα, και κοπιαστικές διανοητικές προσπάθειες! Λίγες μέρες νωρίτερα, μ' ένα φίλο μου νέο ζωγράφο, είχαμε πρωτοδοκιμάσει την επίσκεψη του απροσδόκητου κάτω από τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας ο ένας στον άλλον ερωτήσεις και αποκρίσεις που αγνοούσαμε αμοιβαία το περιεχόμενό τους. Στη βάση του παιχνιδιού τούτου κρυβότανε όχι μονάχα ο ίδιος μηχανισμός, αλλά και κάτι άλλο που εξαιρετικά ευκόλυνε —λύνοντάς του τις αντιστάσεις— τον πρωτόπειρο. Θυμούμαι ότι πολλές φορές το αποτέλεσμα ήταν εύστοχο στη συνειρμική του αλληλουχία και στην εικονοπλαστική του πρωτοπορία.
Ε. — Τι είναι το κόκκινο χρώμα;
Α. — Ένα χαστούκι από παπαρούνες!
Ε. — Τι είναι η δόξα;
Α. — Ένα βουνό για να το βλέπουν οι αιώνες!
Ε. — Τι είναι το χρυσάνθεμο;
Α. — Μια καλόκαρδη μέρα στο ποτήρι.
Ε. — Τι είναι η Πούλια;
Α. — Μυστική κρύπτη των ποιητών.
Ε. — Τι είναι η Ποίηση;
Α. — Συνουσία επ' άπειρον.
Ε. — Τι είναι ο αετός;
Α. — Εκείνο που βάζουμε πολύ πιο πάνω απ' το κεφάλι μας.
Ε. — Τι είναι οι τέσσερις εποχές του έτους;
Α. — Ένα παγόνι, μια γαλιάντρα και δυο μεγάλες θάλασσες.
Ή, πάλι, σε μιαν άλλη παραλλαγή του ίδιου παιχνιδιού:
— Όταν λύνονται οι φιόγκοι της ημέρας
— Τα κούμαρα φωνάζουν τ' όνομά τους.
— Όταν ο κοκκωβιός θολώνει τα νερά του
— Η σημαία του γάτου αλλάζει τρία χρόνια.
— Όταν η κορασίδα πιάνει μια χρυσόμυγα
— Η σβούρα του μεσημεριού λάμπει μες το κεφάλι της.
— Αν δεν είχαμε μικρά παιδιά
— Τα λιβάδια μας θα 'τανε ορφανά.
— Αν μας έφτανε η βοή της κερασιάς
— Το ΄να το δύο το τρία θα μας δρόσιζαν.
— Αν η Τύχη ξεφόρτωνε χαρούπια
— Χίλια ιστιοφόρα θα 'σκιζαν τις θάλασσες.
Κανείς δεν είναι δικαιολογημένος αν γελάσει, αν πει πως αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα, είναι παιχνίδια. Εξόν από το ότι δεν είναι άσχημο να παίζει κανείς από καιρό σε καιρό, η αλήθεια είναι πως τα παιχνίδια τούτα κρύβουνε βαθιά τους μια σοβαρότατη αρχή: χτυπούνε την πόρτα του Αγνώστου, εμπιστεύονται στην αξία της Τύχης, δημιουργούνε μια καινούρια προοπτική, λύνουν τα δάχτυλα του ποιητή που τόσους αιώνες κρατήθηκαν μακριά απ' τον πλούτο του κόσμου των παρομοιώσεων. Ξαναγυρίζοντας τώρα στα ξεχασμένα τετράδιά μου, που κλείνουν καμιά εκατοστή ποιήματα, χωρισμένα σε σειρές, χάνομαι σ' ένα σωρό τίτλους, που τους χαίρομαι ακόμα και σήμερα για τη χρωματική τους ποιότητα και —γιατί όχι;— για την ασυδοσία τους. Σε μερικούς, η εικόνα παίρνει μιαν αξία αντικειμενική: Απογοήτευσις υπό το μηδένΟ κολπίσκος κι ο παλμός τουΞεκρέμασμα καλοκαιρινής ώραςΟ γειτονικός φάρος σα μακρόθυμη βουτιάΜε τη βοήθεια των ασφοδέλωνΕξοχικό τόξο.Στα ενδότερα του ρίγουςΖεστή πτυχή χτίσιμο της γυναίκαςΑντικατάστασις του πεπρωμένουΚυανή σπατάλη.Σα φυλλωσιά κοντά τηςΗ δεσποινίς ΑπριλίουΑγγελούσαΕπί κεφαλής μαΐστρου. Αλλού ξεχωρίζω τίτλους γεμάτους χιούμορ και ειρωνική ή γελοιογραφική διάθεση: Οι φωτοσκιασμένοι σύζυγοιΤο ρ της παροιμίαςΤο περιττόν του καθ' ημέραν βίουΕις το κυλικείον της παρανόμου ευφροσύνης. Τέλος, είναι άλλοι τίτλοι, όπου μέσα τους το απρόοπτο, το μαγικό, παίζουνε το πρώτο ρόλο: 789 π.Χ. ΑεροδυναμικόνΟι πέτρες του θορύβου.Τα ιστορικά δεκανίκιαΕις το επίνειον των μικρών μας πόθωνΗμερολόγιον απλουστάτης μεσημβρίαςΤο δίκορφο τεφτέριΠερισυλλογή χρωμάτωνΈξυπνη διέξοδος φτερό της ύληςAlsing.
Μέσα σ' ένα τέτοιο περιβόλι δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα σταματήσουν κυριευμένοι από το αίσθημα του κωμικού ή του μάταιου. «Εις το κυλικείον της παρανόμου ευφροσύνης» — τι κουτός, αλήθεια, τίτλος για όλους αυτούς τους κουτούς που δεν αξιωθήκανε να το επισκεφτούνε ποτέ και να γευτούνε τα δυνατά πιοτά του! Τι ανόητοι τίτλοι για όλους αυτούς τους ανόητους που δεν έχουν το θάρρος να μπούνε στα ενδότερα του ρίγους, να περάσουνε από τα εξοχικά τόξα επί κεφαλής μαΐστρου ή συνοδεύοντας τη δεσποινίδα Απριλίου για να καταφέρουν, χάρη σε μια κυανή σπατάλη ή ξεκρεμάζοντας μια καλοκαιρινήν ώρα, να δοθούνε στην περισυλλογή των χρωμάτων και, με τη βοήθεια των ασφοδέλων, να γίνουν οι φωτοσκιασμένοι σύζυγοι που θα πετάξουν τα ιστορικά δεκανίκια, θα ρίξουνε τις πέτρες του θορύβου, γράφοντας ένα ημερολόγιο — το ημερολόγιο της απλουστάτης μεσημβρίας!
Ε λοιπόν, όσοι ντρέπονται να μπούνε σ' έναν κόσμο που αναπαριστάνει το μυστήριο της δημιουργίας τους με μια καθαρά ποιητική, δηλαδή, ζωική πράξη, ας μην προχωρήσουνε σε κείμενα, όπου η αισθητική μέριμνα έχει εξοβελιστεί κι όπου η ως τα σήμερα παιδεία τους θα δοκιμαστεί και θα κακοπάθει. Τα πρώτα μου κείμενα θυμίζουνε πολύ τα κείμενα του Εμπειρίκου. Σε τούτο φταίει όχι μόνον η καθαρεύουσα, που ήτανε φυσικό ν' απλώνεται σε μια περιοχή ήρεμη από βούληση, αλλά και η δυσκολία που συναντούσα ν' αποκρούσω κάθε εισδοχή εξωτερικών εντυπώσεων, θέλω να πω, ν' αφήσω τον εαυτό μου στο γνήσιο κύλισμα των συνειρμικών φράσεων. Ιδού ένα παράδειγμα:
Μες τον πυθμένα των κλαυθμυρισμών μεγαλώνουν οι ακρογιαλιές και γίνονται κρημνοί ολέθριοι όπου ακροβατούν παρθένες από τη μέση κι επάνω γυμνές. Πώς βουτηχτήκαμε σ' αυτές τις γαλανές τολύπες, πώς διαβήκαμε μέσ' από τις βαθύχρωμες αυτές ταινίες, πώς δρέψαμε τα κεφάλια με τα εορταστικά κουνήματα, δεν ξέρουμε, δεν ξέρει κανείς, ίσως το ξέρει ο κεφαλόπονος του πελαργού που ανατράφηκε απ' τις άλλες θάλασσες. Πάλι μετά τη σιωπή έρχεται η σιωπή. Κολοσσοί δέντρων σμικρύνουν την όραση που εμφωλεύει σα ζεστό ζώο στις διχάλες των παραμυθιών τους. Ιπτάμενες αστραπές και άλματα που αστροπελεκίζουν μας γεμίζουν την παλάμη από βροχερήν όσφρηση.
Λαχάνιασαν οι κόμποι των χαρών κι απ' τους λαιμούς της καθεμιάς ξετυλίγεται μια ψευτιά κατάξανθη.
(«Ο γειτονικός φάρος σαν μακρόθυμη βουτιά»)
[...]
Ωστόσο δεν είναι μόνο η επίδραση του Ανδρέα Εμπειρίκου αλλά και του Νικήτα Ράντου που φανερώνεται στις πρώτες μου δοκιμές. Από τη σειρά 14 ευκίνητα ποιήματα δεν είναι άσκοπο ν' αντιγράψω εδώ μερικά.
IV
Η μέρα έστρεψε το πρόσωπο της υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο
Κι αίφνης ευρέθηκα στα νώτα τόσων οριζόντων
Θα 'θελα να 'μαι όπως αυτή καύχημα του φωτός
Να μην ενδίδω πια στους οινοχόους των επιθυμιών
Θα επιθυμούσα εξόχως κάθε νυχτεγέρτην ως αντίπαλο
Μα η συμμαχία του ήδη με αφοπλίζει
Μ' αναγκάζει να φαντάζομαι πολύχρωμα φιαλίδια
Εν είδει στόματος υγρών κορασίδων έναν στέφανο
Καμωμένο από τις νίκες και τις ήττες του δεσμώτου χρόνου.
[...]
Τέχνη – Τύχη – Τόλμη, δεν είναι άλλες, είναι οι τρεις αυτές περίφημες λέξεις (μα είναι λέξεις;) που με το βαθυπράσινο μελάνι της χλώρης, το βαθυκόκκινο του έρωτα, και το βαθυγάλαζο της θάλασσας, κοσμήσανε τις σελίδες μιας χρονιάς, ανίσως όχι τα εγκαίνια μιας νεότητας. Η αναγωγή της αλήθειας σ' ένα απλό, σ' ένα βαθύ σκίρτημα ζωντανού οργανισμού, στάθηκε η μοναδική της φιλοσοφία. Πραγματικά, για τίποτε άλλο καταμεσής του '35 δε γνοιάστηκα παρά για μιαν ύπαρξη γερή, φυσιολογική, που να μπορεί ν' απλώνεται με άνεση ως τ' ακρότατα όρια μιας καθολικής ελευθερίας. Ό,τι άλλο έμελλε να' ρθει, βέβαια, ήρθε πιο αργά…
Μα όταν, το καλοκαίρι εκείνο, ευνοϊκές συνθήκες μ' έφεραν σε βουνά και γιαλούς του Μοριά, των Νησιών, της Εύβοιας και της Στερεάς, μ' έβαλαν να τριγυρίζω μ' ένα παλιοπαντέλονο κι ένα κοντό άσπρο πουκάμισο από τις πιο βαθιές ρεματιές ως τους πιο αφροκάπνιστους κάβους, συλλογίστηκα, πολύ συχνά, «παλεύοντας στήθος με στήθος προς τον άνεμο», πόσο βαθιά ήταν η ενότητα της αγάπης μου σ' αυτή την ποίηση και σ' αυτή τη γη.
Ο ήλιος, που εδωπέρα έστηνε τον μαρμάρινο κορμό μιας Υγείας, εκειπέρα τη θερμή γαλήνη μιας Παναγίας, ο ίδιος ο ήλιος έμπαινε κι έτρεχε καθώς χλωροφύλλη στις ίνες του πλατανόφυλλου της Τέχνης, τέτοιου που το φανταζόμουνα πάντα κι ήθελα ν' αντιπροσωπεύει για μένα την πιο μεγάλη, την πιο αφιλοκερδή εκδήλωση του ανθρώπου.
Στην εξοχή της ποίησης δεν έχουνε πια στέγες τα σπίτια! Είναι ξεσκέπαστα, και τα τζιτζίκια, σφηνωμένα στα μαλλιά τη γης, ψάλλουν ερωτικά, ψάλλουν τ' αγριοπούλια χωμένα στις γλαυκές κόχες των έρημων όρμων. Εκεί, σε τέτοιες ώρες, περνάει, πάντοτε αγκαλιασμένο, ένα ζευγάρι. Ο έρωτας —ας προσκυνήσουμε— λειτουργεί σ' όλη την έκταση και σ' όλο του το βάθος τη ζωή, ενώ οι δείχτες της καρδιάς δείχνουν το πιο λαμπρό τους μεσημέρι… Ω να βαδίσει κανείς στο πλάι ενός συντρόφου φωνάζοντας ολούθε τα αισθήματά του… να ενωθεί πάλι με τα στοιχεία που τον έκαναν μια για πάντα να ζήσει!
1943. —
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 1987 (τρίτη έκδοση οριστική), σ. 115-122 & 142-153]

Υπερρεαλισμός

Α. Εμπειρίκος
Ο Υπερρεαλισμός ή Σουρρεαλισμός (από τη γαλλική λέξη surréalisme) ήταν ένα πρωτοποριακό κίνημα που δεν περιορίστηκε μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες μορφές τέχνης (εικαστικές τέχνες, κινηματογράφος, μουσική κλπ.) λαμβάνοντας και πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Γεννήθηκε τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα στη Γαλλία με κύριο εκφραστή τον Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος το 1924 διακήρυξε με το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού τις αρχές του νέου κινήματος.
Για τις συνθήκες γέννησης του κινήματος του υπερρεαλισμού και την εμφάνισή του στην Ελλάδα, μπορείτε να παρακολουθήσετε δύο σύντομα αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης «Ελληνικός υπερρεαλισμός. Εμπειρίκος-Εγγονόπουλος»: Το κίνημα του υπερρεαλισμού στην Ευρώπη (διάρκεια: 2΄19΄΄) και Ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα: Ανδρέα Εμπειρίκου, Υψικάμινος (διάρκεια: 1΄30΄΄). Μπορείτε, επίσης, να συμβουλευτείτε το αφιέρωμα της εφημερίδας Η Καθημερινή με τίτλο «Ελληνικός Υπερρεαλισμός» (ένθετο: Επτά Ημέρες, 7 Ιουλ. 2002).
Παράλληλα, μπορείτε να διαβάσετε πώς όριζε τον υπερρεαλισμό ο ίδιος ο Α. Μπρετόν στο Μανιφέστο του το 1924, αλλά και με ποιο τρόπο εξηγούσαν τη δική τους σχέση με το κίνημα ο Α. Εμπειρίκος («Αμούρ-Αμούρ») και ο Οδ. Ελύτης («Τέχνη – Τύχη – Τόλμη»).
* * *
Δείτε δύο εξώφυλλα τευχών του περιοδικού La Révolution Surréaliste [= Η Υπερρεαλιστική Επανάσταση]. Εκδόθηκε λίγο μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου του Υπερρεαλισμού του Α. Μπρετόν. Συνολικά κυκλοφόρησαν 12 τεύχη από το 1924 έως το 1929. Στο εξώφυλλο του τεύχους 1 διαβάζουμε κάτω από την κεντρική φωτογραφία: «Πρέπει να καταλήξουμε σε μια νέα διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου», ενώ στο τεύχος 3 δεσπόζει πάνω από τον πίνακα περιεχομένων το σύνθημα «1925. Το τέλος της χριστιανικής εποχής». Η φωτογραφία στη μέση προέρχεται από το τεύχος 12 του περιοδικού και περιλαμβάνει την πρώτη σελίδα της δημοσίευσης του Δεύτερου Μανιφέστου του Υπερρεαλισμού (1929) του Μπρετόν.
Κάντε κλικ στα εικονίδια για μεγέθυνση
eikona
Διαβάστε χαρακτηριστικά έργα Ελλήνων και ξένων υπερρεαλιστών συγγραφέων:
Α. Εμπειρίκος, «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο», [Τρία αποσπάσματα], «Ηχώ», «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», «Μία ριξιά ζαριών δεν καταργεί ποτέ την τύχη»
Ν. Εγγονόπουλος, «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε», «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Ι», «Το γλωσσάριον των ανθέων», «Μπολιβάρ», «Ποίηση 1948»
Οδ. Ελύτης, «Πίνοντας ήλιο κορινθιακό», «Η τρελή ροδιά», «Η Μαρίνα των βράχων»
Ν. Ράντος [= Νικόλαος Κάλας], [Το τριακόσια τριάντα τρία δεν απαντά...]
Μ. Χατζηλαζάρου, «Χαμόγελα»
Μ. Σαχτούρης, «Τα δώρα», «Η Αποκριά», «Ο στρατιώτης ποιητής», «Ο Ελεγκτής»
Έ. Κακναβάτος, «Ώρα δειλινή», «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο»
Δ.Π. Παπαδίτσας, «Βλαδίμηρε»
Ν. Βαλαωρίτης, «Κάθε λέξη που γεννάω», «Μικρός θρήνος», «Με πλοίο»
Ε.Χ. Γονατάς, «Ο σκαντζόχερος», «Η Άνοιξη»
Πωλ Ελυάρ, «Να κοιμάσαι»
Αντρέ Μπρετόν, «Τα γραπτά φεύγουν»
Τριστάν Τζαρά, «Ο κύριος ΑΑ, αντιφιλόσοφος»

Ανδρέα Εμπειρίκου, «Αμούρ-Αμούρ»








(αποσπάσματα)

Στη Βιβίκα
Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδον εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μιαν ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα το δρόμο τους, σκέφτηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός ή κάποιο αίσθημα ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθορισμένου.
Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή αθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, συλλογιζόμουν, θα είχαμε ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στην θέσι μιας αλληλουχίας στατικών περιγραφών ωρισμένων γεγονότων, ή συναισθημάτων περιγραφομένων διά της άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας.
Από την ημέρα που μου γεννήθηκε η ιδέα αυτή, θέλησα να την εφαρμόσω, και άρχισα να γράφω νέα ποιήματα, προσπαθών να επιτύχω αυτό που επιζητούσα. Τα ποιήματα αυτά, παρουσίαζαν, βέβαια, μια μεγάλη εξέλιξι και μια πολύ αισθητή διαφορά, αλλά και αυτά, καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δεν με ικανοποιούσαν ως προς τις νέες μου επιδιώξεις. Ενώ διέφεραν από τα άλλα στην μορφή, δεν διέφεραν αρκετά στην ουσία. Είταν φανερό πως εκείνο που μου έλειπε ήτο ένα μέσον ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σκέφτηκα όμως, πως ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθω σε όλες τις δυσκολίες, είταν να μη παραιτηθώ, μα να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου, και εξηκολούθησα να γράφω, με την βεβαιότητα πως η ιδέα ήτο καλή και πως αργά ή γρήγορα, θα εύρισκα τον τρόπο να την κάνω να καρποφορήση. Ποιος ξέρει, ίσως να έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό δεν μου άνοιγε τα μάτια. Από την ημέρα εκείνη, μπορώ να πω, πως μονομιάς σχεδόν, διέκρινα πού βρισκόταν ο δρόμος και ρίχθηκα με ενθουσιασμό, με αληθινή αγαλλίασι, στο ρεύμα του ιστορικού κινήματος. Είχα ακούσει το κάλεσμά του και το δέχθηκα. Είχα ακούσει την φωνή του, την φωνή εκείνη, που τόσο σωστά είπε ο Μπρετόν, στο πρώτο του μανιφέστο, πως εξακολουθεί να ψάλλη και στις παραμονές του θανάτου και επάνω από τις καταιγίδες.
[...]
Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μάς έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά.
Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστα σε μια γυναίκα. 'Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι. Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή· και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον ή γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.
[...]
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ο καταρράκτης, περί του οποίου μίλησα στη αρχή, δεν εσταμάτησε στην Ελβετία. Τα νερά του πέφτουν από μεγάλο ύψος, κυλούν και εξακολουθούν να ρέουν. Επάνω και μέσα στον αφρό των αλλεπαλλήλων πτώσεων, βλέπω να παίζουν μεγάλες και διάφανες σαν από κρύσταλλο σφαίρες, που τις κρατούν στα χέρια τους αφροντυμένες μπαλλερίνες. Τις βλέπω να παίζουν και να πηδούν και να συγκρούωνται, πότε παρασυρόμενες από τα ορμητικά νερά και πότε ξεφεύγοντας και ανεβαίνοντας, καθώς μπαλόνια που ξεγλυστρούν μέσα από χέρια παιδιών εκστατικών σε κήπους ή πλατείες. Και τις βλέπω να ξαναπιάνωνται απ' τα νερά και να χοροπηδούν πάλι στον αφρό, που άσπρος σαν γάλα, αγάλλεται στο κύλισμά του, ραντίζοντας τον θεατή και τα πέριξ κλαριά, με τη δροσιά του υγρού ψιμυθίου που σκορπά, σαν σύννεφο ελαφράς βροχής, στην βοερή καταβαράθρωσί της, η πτώσις των υδάτων.
Και είναι η δόξα του καταρράκτη αυτού, η δόξα του Ρίο Μπογκότα. Και είναι η μαγεία του, η μαγεία του τριπλού άλματος της κοιλάδος Υοσεμίτα. Και είναι η γοητεία του, η γοητεία όλων των νεροσυρμών των άλπεων, των Πυρρηναίων και των Απεννίνων. Η δε βοή του, είναι φωνή αγγέλου που πίπτει αεί και εσαεί εντός χαοτικής αβύσσου. Τα τσακισμένα του φτερά συγχέονται και συνυφαίνονται με τους αφρούς της πτώσεως, και ένας αετός ζυγιάζεται ψηλά και ακούει το ασώπαστο τραγούδι της βοής, που αχολογά παντοτεινά και λέει: «Αχά-αχά», καθώς ηχώ που αναπέμπεται από σπήλαια και βαραθρώδη βάθη.
Και έτσι, εκ του ύψους προς το βάθος, πέφτει και πέφτει το νερό κυλώντας την βροντή του, και ως πέφτει, σχηματίζεται μπροστά στον μελανό γρανίτη, μια σκάλα ατέρμων από αφρό, που χάνεται μεσ’ στο γαλάζιο επάνω.
Ο καταρράκτης ηδονίζεται στην μεταμόρφωσί του και μεταβάλλεται από ραγδαίο νερό, σε ρεύμα ανέμπορο, που χύνεται πρώτα σε κοίτη στενή χειμάρρου και έπειτα εξελίσσεται και ελίσσεται στην λαγκαδιά και πέρα απ' την κοιλάδα, σε ρεύμα ταχύ που βρέχει παχιές όχθες, και όσο φαρδαίνει γαληνεύει και κρύβει την δύναμί του, σιωπηλά, στην ανοιχτή του άπλα — την όμοια με αυτήν που εκτείνεται από τα τωρινά στα παιδικά μου χρόνια, τότε που γνώρισα και εγώ τον Δούναβι και τα πλατιά ποτάμια. [...]
[...] Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνηπάρχη με μίαν άλλην, μπορεί να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη, χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών.
Οι εικόνες αυτές, μπορούν βεβαίως να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό, που να αποτελή τρόπον τινά ένα θέμα. Όμως, σε αυτό το θέμα, δεν αποκλείεται να παρεισφρύση και κάποιος άλλος ειρμός συσχετίσεως, που εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ξένο ή παράσιτο στοιχείο, ενώ κατά βάθος είναι σχετικό. Κατ' αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκύψη ένα αμάλγαμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων, που να αποτελή μια νέα σύνθεσι, ανάλογη με εκείνη που θα παρουσίαζε μία εικών θεατρικού έργου, εις την οποίαν θα εισήρχετο και θα ελάμβανε μέρος οργανικόν εις την εκτυλισσομένη δράσι, ένα πρόσωπο άλλου θεατρικού έργου, ή ένα άλλως πως ξένο πρόσωπο π.χ. ο Οθέλλος στην σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρος, ή εγώ στη σκηνή του μπαλκονιού, εις τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. Τούτο δεν συμβαίνει συχνά εις την υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίησι ή τέχνη, συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα και στις φαντασιώσεις μας. Και θα συμβαίνη τούτο πάντοτε, όχι προς ζημίαν, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς μέγιστον πλουτισμόν και όφελος της ποιήσεως και των τεχνών, κάθε φορά που ένας ποιητής ή καλλιτέχνης, θα δέχεται να χρησιμοποιήση ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την υπόστασι, όχι μόνο της ποιήσεως μα και της ζωής εν γένει.
[...]
Και ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέη, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει [...], μα και ολόκληρη την ενδοχώρα εις την οποίαν εισεχώρησε και που ένα μικρό της μόνον μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.
Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως.
Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύωνται, θα θρηνούν και θα αγάλλωνται, θα διψούν και θα δροσίζονται, όσοι από μας λέγουν το ναι, και όσοι από μας λέγουν το όχι.
Είπα πάντοτε. Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέη ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμη των πνευμόνων μου:
«Αμούρ! Αμούρ!»
[1939]
[πηγή: Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (1936-1946), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 52004, σ. 9-14, 16-17, 20-22 & 28-29]

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Σαρλ Μπωντλαίρ: Σχέδιο προλόγου για τα Άνθη του Κακού



Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *

BAUDELAIRE

«Ο εκδότης μου ισχυρίζεται ότι θα “ταν καλό και για μένα και για κείνον να εξηγήσω γιατί και πώς έγραψα αυτό το βιβλίο, ποιος ήταν ο σκοπός και ποια τα μέσα μου, ο στόχος μου και η μέθοδός μου… Αλλά αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα πράγματα, δεν είναι φανερό ότι πρόκειται για μια άσκοπη εργασία; Φοβάμαι μήπως γελοιοποιηθώ θέλοντας να κάνω τον λαό να καταλάβει ένα έργο τέχνης, και φοβάμαι ακόμα μήπως σ” αυτό το πεδίο φανώ όμοιος μ” αυτούς τους ουτοπιστές, που θέλουν μ” ένα διάταγμα να κάνουν μεμιάς όλους τους Γάλλους πλούσιους κι ενάρετους… Οδηγεί κανείς τα πλήθη στο εργαστήρι της ράφτρας ή του διακοσμητή ή στο καμαρίνι του ηθοποιού; Δείχνει κανείς στο κοινό, ξετρελαμένο σήμερα, αδιάφορο αύριο, τον μηχανισμό των τεχνασμάτων; Του εξηγεί κανείς τις τελειοποιήσεις και τις απρόβλεπτες παραλλαγές στις πρόβες, και σε ποια αναλογία το ένστικτο και η ειλικρίνεια είναι ανακατεμένα με το κοκκινάδι και τον απαραίτητο τσαρλατανισμό στο κράμα της παράστασης; Του δείχνουν τα κουρέλια, τα φτιασίδια, τις τροχαλίες, τις αλυσίδες, τις διορθώσεις, τα μουντζουρωμένα χειρόγραφα, με δυο λόγια όλες τις ασχήμιες που συνθέτουν το άδυτο της τέχνης;
Αυτό το βιβλίο, ουσιαστικά άχρηστο και τέλεια αθώο, έγινε με μοναδικό σκοπό να με διασκεδάσει και ν” ασκήσει το πάθος μου για τη δυσκολία.
Κάποιοι μου είπαν πως αυτά τα ποιήματα μπορούσαν να κάνουν κακό. Αυτό δεν με χαροποίησε. Άλλοι, καλόψυχοι, μου είπαν ότι μπορούσαν να κάνουν καλό. Κι αυτό δεν με πίκρανε. Ο φόβος των πρώτων κι η ελπίδα των δεύτερων με ξάφνιασαν το ίδιο και ήταν μια ακόμη απόδειξη για μένα ότι αυτός ο αιώνας είχε ξεχάσει όλες τις κλασικές έννοιες που αφορούν τη λογοτεχνία.»

Ήταν δυο μικρά αποσπάσματα από τον Πρόλογο στα Άνθη του Κακού, δια χειρός Μπωντλαίρ.
Ο Σαρλ Μπωντλαίρ, πρώτος τη τάξει στη χορεία των «καταραμένων» ποιητών, ο πρόδρομος και γενάρχης της νέας ποίησης-μιας «αίρεσης» λογοτεχνικής κι αισθητικής, ωστόσο αναγνωρισμένης και από τους θιασώτες όσο και από τους πολέμιούς της- ο εκφραστής της καταπονημένης και αντιφατικής, της διεφθαρμένης και εκλεπτυσμένης ψυχής του ανθρώπου των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, συνέδεσε τον εαυτό του με την πιο καθοριστική στιγμή της νεωτερικότητας στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης.
Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 9 Απριλίου του 1821και πρόλαβε να ζήσει μόνο μέχρι τα 46 του χρόνια, αφού πέθανε στις 31 Αυγούστου του 1867, από εγκεφαλική παράλυση.
fleurs
Δημοσιεύοντας εν έτει 1857 τα «Άνθη του κακού» («Fleurs du mal»)-52 αδημοσίευτα ποιήματα- ο Μπωντλαίρ τινάζει στον αέρα, όχι μόνο την παράδοση, αλλά και οτιδήποτε γίνεται αποδεκτό στα μέσα του 19ου αιώνα ως πολιτική, κοινωνική, ηθική και θρησκευτική αξία. Ο ποιητής δημοσιεύει κατά τη διάρκεια της σύντομης όσο και άκρως περιπετειώδους ζωής του κι άλλα έργα: πριν από τα «Άνθη του κακού» κυκλοφορεί η νουβέλα του «Η Φανφαρλό» (1847), ενώ λίγο μετά την έκδοσή των Ανθέων, τυπώνονται τα δοκίμιά του «Οι τεχνητοί παράδεισοι» (1860), που αναδεικνύουν τις κριτικές, τεχνοκριτικές και μουσικοκριτικές του επιδόσεις, η β’ έκδοση των Ανθέων το 1861 με 35 νέα ποιήματα, όπως και η συλλογή του «Μικρά πεζά ποιήματα» (1862), που θυμίζει πως ο εμπνευστής της είναι, μεταξύ άλλων, και ο εισηγητής ενός καινούργιου, όπως και αδιανόητου για την εποχή του λογοτεχνικού είδους: της πολυχρησιμοποιημένης στις ημέρες μας ποιητικής πρόζας, που θα γνωρίσει στη γραφίδα του ορισμένες από τις ευτυχέστερες ώρες της.

Ενόσω κυοφορεί τα «Άνθη του κακού», ο Μπωντλαίρ αρχίζει να μεταφράζει με προθυμία και θέρμη (προθυμία και θέρμη που θα σπεύσει να υιοθετήσει λίγο αργότερα και ο Μαλαρμέ) ποιήματα και διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Ο ίδιος ο Μπωντλαίρ προσδιορίζει την πνευματική του συγγένεια με τον κορυφαίο Αμερικανό poete maudit( καταραμένο ποιητή,)δανειζόμενος ορισμένα στοιχεία ως θεωρήματα από τον Πόε, που ενσωματώνει στη συνέχεια στην ποίησή του, με πρωτοτυπία, τόλμη και γλώσσα γυμνής ειλικρίνειας ξεπερνώντας ακόμα και τον αρχικό εμπνευστή τους, οδηγώντας τις επόμενες γενιές στην αποκρυστάλλωση ενός νέου ποιητικού κανόνα.
Τα Άνθη του Κακού,το βιβλίο των έσχατων ημερών κατά τον δημιουργό του, το έργο που εκόμισε στην τέχνη αυτό το «καινούριο ρίγος» για να θυμηθούμε μια σχετική φράση του Ουγκώ, πριν ο εκδότης Poulet-Malassis τα παρουσιάσει το 1857, είχαν τον τίτλο Les Limbes -που σημαίνει τόπος κάθαρσης, προθάλαμος για τον Παράδεισο ή την Κόλαση- . Είναι το ποιητικό βιβλίο που συγκέντρωσε πάνω του όσο κανένα απ” τα ομοειδή του, την προσοχή τόσο των ερασιτεχνών όσο και των πιο υποδειγματικών ποιητών που υποκλίθηκαν μεμιάς μπροστά στην πρωτοτυπία του.
Μεταφράσεις, ποιητικά πεζά, κριτικές και πρόζα ωχριούν μπροστά στο μέγεθος της έκρηξης την οποία θα προκαλέσουν, από την πρώτη κιόλας ημέρα της κυκλοφορίας τους, τα «Άνθη του κακού». Τα πάντα θα γκρεμιστούν εδώ σε ένα εκτυφλωτικό χάος: η τάξη και η ευνομία των αστών, τα υψηλά αισθήματα και τα πολιτικά ιδανικά των ρομαντικών, οι ηθικές απαγορεύσεις των χριστιανών, οι γλωσσικές σεμνοτυφίες και οι πολυπληθείς συμβάσεις των ποιητών (παλαιοτέρων, αλλά και συγχρόνων).
Ο Μπωντλαίρ, τεχνίτης παθιασμένος με τη φόρμα και τη στιχουργική, θα τιμήσει τον στίχο του με την επίμονη προβολή της παρακμής, του άκρατου ερωτισμού και της υψηλής δαιμονολογίας (ο Σατανάς απαντά στην απόσυρση του θείου ως προδομένος θεός και ως πρίγκιπας της εξορίας), θα εξυμνήσει την τρέλα των παραισθητικών ουσιών, θα αποθεώσει τη βία, θα λατρέψει τη δύναμη του σκοταδιού και της Κόλασης, θα ταυτίσει την αγριότητα της έκφρασης με την επίτευξη του ωραίου, θα υποκλιθεί μπροστά στον θάνατο, θα διακηρύξει στα πέρατα της οικουμένης τη χαρά της λησμονιάς και της παραίτησης και θα δαφνοστεφανώσει ως αγαπημένη του μούσα την πλήξη.
Η μελαγχολία του spleen,(η επιλογή της αγγλικής λέξης spleen είναι η αντίστοιχη της μελαγχολίας αφού ορίζει τη σπλήνα, έδρα της χολής, την κακή διάθεση και άρα την μελαγχολία),Το spleen του Παρισιού λοιπόν,( πεζά ποιήματα που δημοσιεύονται το 1864) προσεγγίζει το αίσθημα της ματαιότητας, της οδύνης, της παραίτησης ενός έμπλεου αγωνίας πνεύματος, το αίσθημα ενός οντολογικού κακού κατά τον Πασκάλ. Αυτός ο τόπος που αναζητά η ψυχή για να ξεφύγει από το spleen, ο Μπωντλαίρ γνωρίζει ότι βρίσκεται σε μια ουτοπία και α-χρονία, ‘’οπουδήποτε στον κόσμο’’ κι αυτό το οπουδήποτε αποτελεί το μόνο αντικείμενο της επιθυμίας του.
Πώς αντλείς το αιώνιο μέσα από το εφήμερο; Ο ποιητής ξέρει πως ο κόσμος τον οποίο φτιάχνει με τα «Άνθη του κακού» δεν ανήκει στη φύση. Αποτελεί ένα πέρα για πέρα κατασκευασμένο, τεχνητό σύμπαν με απρόβλεπτους ήρωες: πόρνες, εγκληματίες, ρακοσυλλέκτες, πλάνητες, φιλήδονους εστέτ, αποτυχημένους καλλιτέχνες, πρόσωπα εκκεντρικά ή παραβατικά, αποκλεισμένα από το αστικό κατεστημένο που αποτελούν όμως οργανικό μέρος της πολύβουης καθημερινότητας στη σύγχρονη μεγαλούπολη και μάλιστα εμπλουτίζουν το νυχτερινό της τοπίο• ο ερωτισμός, με εμβληματική την παρουσία της γυναίκας, είναι διάχυτος στα ποιήματα αυτά που αιφνιδιάζουν (ενίοτε και απωθούν) με την επιθετική τόλμη τους: οι μούσες εδώ είναι νοσηρές, απροκάλυπτα αισθησιακές με καινοφανή ελευθεριότητα. Ωστόσο, όσο ανατρεπτικός είναι στη θεματική του ο ποιητής τόσο παραδοσιακός είναι στη στιχουργική του.
Λόγος έμμετρος, προσεκτικές ομοιοκαταληξίες, άψογα σονέτα, επωδοί, στροφικά συστήματα, στοιχειοθετούν με τελειοθηρία ένα οικείο, αναγνωρίσιμο εξωτερικά συγκρότημα το οποίο έχει καταληφθεί από αυτό το ετερόκλητο μοντέρνο πλήθος, τα ζιζάνια, τα βλαβερά άνθη, τα «παράξενα ωραία», κατά τον δημιουργό τους. Αυτή η αισθητική του εφήμερου, η συμφιλίωση του τετριμμένου και αγοραίου με το διηνεκές και άφθαρτο, η ανυπακοή σε άμεση γειτνίαση με την πειθαρχία δίνει τον αέρα της δυναμικής πρωτοτυπίας των Ανθέων του κακού.
Η εκδοτική εμφάνιση της συλλογής σκανδαλίζει και ο Μπωντλαίρ σύρεται στα δικαστήρια όχι τόσο γιατί οι «σατανικοί στίχοι» του θίγουν το θρησκευτικό φρόνημα όσο γιατί ο ερωτικός ρεαλισμός του προσβάλλει τη δημόσια αιδώ και τα «χρηστά ήθη». Η καταδίκη θα πλήξει έξι συγκεκριμένα ποιήματα.
(«Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες – Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμιας»), τα οποία θα χρειαστούν σχεδόν μία εκατονταετία για να ξαναδούν το φως της δημοσιότητας. Αυτά αποσύρονται, η συλλογή κυκλοφορεί λογοκριμένη, συγγραφέας και εκδότες υποχρεούνται να καταβάλουν σημαντικό πρόστιμο. Η (δικαστική)
αποκατάσταση θα γίνει 92 χρόνια αργότερα, το 1949.

Στο μεταξύ, η αύρα της προγραφής απαθανατίζει τα επίμαχα ποιήματα: ο Μπωντλαίρ, αυτοεξόριστος στο Βέλγιο θα τα τυπώσει σε αυτόνομη έκδοση το 1866 ως Αδέσποτα (Les Εpaves)- κάτι που έκτοτε θα επαναληφθεί συχνά.
Η Αφροδίτη και η Σαπφώ δεσπόζουν αναμφίβολα σε αυτά τα ερωτικά ποιήματα, που έχουν άλλωστε εμπνεύσει σειρά απεικονιστικών προσεγγίσεων, ενώ με το διάλογο της Δελφίνης και της Ιππολύτης, πρωταγωνιστικές φιγούρες στις «Κολασμένες γυναίκες», στήνεται ένα μικρό σκηνικό δράμα εσωτερικού χώρου: οι δύο ερωμένες καταδικάζουν τη σκαιότητα των ανδρικών χαδιών και τονίζουν την προνομιακή (μολονότι καταραμένη) σχέση μεταξύ γυναικών.
Στο διευρυμένο ερωτικό σύμπαν του μπωντλαιρισμού ο πανηδονισμός της γυναίκας όχι μόνον αναγνωρίζεται, αλλά εξυμνείται τόσο ως διακριτική γοητεία του φύλου της όσο και ως σημάδι των μοντέρνων καιρών. Τα «απαγορευμένα» ποιήματα έχουν σωρεύσει γύρω τους σμήνη σχολίων, προσεγγίσεων, εικασιών και ερμηνευτικών προτάσεων. Σίγουρα μπορεί κανείς να σημειώσει αυτοβιογραφικούς υπαινιγμούς ή έκδηλες παραπομπές στην προσωπική ζωή του Μπωντλαίρ (η σκουρόχρωμη καλλονή της οποίας «το μπρούντζινο, στιλπνό κορμί», «το κεχριμπαρένιο σώμα» εξυμνείται εδώ είναι κατά πάσα πιθανότητα η σχεδόν μόνιμη σύντροφός του από το 1845 Ζαν Ντιβάλ, αναγόμενη σε γενικότερο πρότυπο πλαστικής, εξωτικής ομορφιάς• πολλοί μελετητές ταυτίζουν την «Πρόσχαρη» του σχετικού ποιήματος με την Απολλωνία Σαμπατιέ, άλλο μεγάλο ίνδαλμα του ποιητή επί μακρόν). Ωστόσο, δεν διαβάζουμε τα Άνθη για να ξεκλειδώσουμε τις ερωτικές εμμονές, νευρώσεις ή φαντασιώσεις του Μπωντλαίρ• τα απολαμβάνουμε ως ποίηση, ως έργο τέχνης που δύσκολα εκχυδαΐζεται.
Το καινούριο στοιχείο που κλείνει μέσα του την παθιασμένη τρικυμία του ρομαντισμού ως μόδας του αχαλίνωτου και του εξωλογικού, είναι η εξαιρετική ποιότητα της νέας τέχνης που ευαγγελίζεται ο Μπωντλαίρ. Πολλοί είπαν ότι η περίφημη ικανότητά του ως κριτικού της ρομαντικής τέχνης, και ιδιαίτερα της ζωγραφικής και της μουσικής, τον βοήθησε ν” αντιληφθεί εγκαίρως τις συμβατικότητες του ρομαντικού κινήματος, ωστόσο στην κατακραυγή που προκάλεσε η τέχνη του στους συγχρόνους του, δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο τις κατηγορίες του σατανιστή ή του άθεου που εκτόξευσαν οι εφημερίδες και τα λαϊκά περιοδικά, αλλά και τη λανθασμένη εκτίμηση των πρωτοκλασάτων της εποχής που οι προβλέψεις τους διαψεύστηκαν.
Ακόμα και ο Θεόφιλος Γκωτιέ στον οποίο ο ποιητής αφιέρωσε τα επίτηδες ρυπαρά και φτιασιδωμένα λουλούδια του, τ” αντιμετώπισε με επιφύλαξη, ακόμα και ο Φλωμπέρ, που με τη «Μαντάμ Μποβαρύ» γνώρισε τον ίδιο διωγμό με τον Μπωντλαίρ, στάθηκε απέναντί του αδιάφορος, ενώ οι μέγιστοι πρίγκηπες της κριτικής Σαιντ Μπεβ και Ρενάν έκριναν άψυχα και επιδερμικά έναν πρωτοφανή καλλιτέχνη με απαράμιλλη ποιότητα και αλήθεια.
Το αν μερικοί έφτασαν στο σημείο να δουν πάνω στην ασκητική, λιπόσαρκη φιγούρα της ωριμότητός του κορυφαίου Μπωντλαίρ τη μάσκα της διαφθοράς και του μίσους, αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη πώς η ίδια η Τέχνη και οτιδήποτε αλλότριο και καινοτόμο αυτή κομίζει, κατατρύχεται και λιθοβολείται σε όλες τις εποχές.
Ότι κι αν είναι εντέλει τα «Άνθη του κακού», εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι πως η πυκνότητα και η αιχμηρότητά τους παραμένουν στο ακέραιο μέχρι και σήμερα. Στην πορεία των χρόνων, οι μελέτες του έργου του πολλαπλασιάζονται και οι διεπιστημονικές αναλύσεις αναδεικνύουν διαρκώς νέες πλευρές του.
Αν σήμερα λοιπόν μπορούμε να διαβάζουμε τα Άνθη του Κακού όχι τόσο πλαστά κι επιπόλαια όσο διαβάστηκαν από τους συγχρόνους του, προσπερνώντας σαν φυσικά όλα εκείνα τα καινούρια πράγματα που για πρώτη φορά μπήκαν πάνω στο ποιητικό τραπέζι, το όπιο, τα όνειρα των φωτεινών παραδείσων και τα παραισθησιογόνα, τον ερωτισμό και την αγωνία, την ανάπαυση και την αγάπη των μακρινών τόπων, την ελπίδα, τη συγγνώμη και την καταδίκη, αυτό το οφείλουμε σ” αυτόν τον τεχνίτη του ιερατικού ύφους, στον Μπωντλαίρ. Τα Άνθη του Κακού είναι μαύρα στην πολυχρωμία τους, όχι γιατί μετέρχονται το ύφος μιας ακόμα τέχνης προς κατανάλωση απ” τους φιλότεχνους, αλλά γιατί είναι πανανθρώπινα. Ποτέ η ποίηση δεν θα ξαναγίνει τόσο σύνθετη, τόσο λίγο ακηλίδωτη και καθαρή, τόσο υπνοβατούσα κι εκστατική, τόσο μη ποιητικίζουσα όσο στα Άνθη του Κακού.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ότι, σε ότι αναφύεται κάθε τόσο στην περιοχή της τέχνης, ακόμα και σήμερα υποφώσκει Μπωντλαίρ…

Πηγές:
«Στην άκρη της κόλασης» Βαγγ. Χατζηβασιλείου, Εφημ. Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 12/2/10
«Ένας ποιητής διαπιστευμένος στην κόλαση» Χάρης Μεγαλυνός, Οδός Πανός, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2010
«Των ανθισμένων κοριτσιών το μυστικό» Λίζυ Τσιριμώκου, εφημ. Τα Νέα, 3/7/10


* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Η Μάχρια της Λήθης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη.

b

Κωστής Παπαγιώργης


Η χολή ενός κοτζάμπαση [Κωστή Παπαγιώργη: Κανέλλος Δεληγιάννης]


1CA04264E6502F83330EA152C38659A7
Μυστακοφόρος και φουστανελοφόρος ο Κανέλλος Δεληγιάννης, με φέσι και περήφανα θλιμμένο βλέμμα, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει έκπληξη και απορία  στο εξώφυλλο μιας έκδοσης που φέρει όλα τα διακριτικά των βιβλίων τού Κωστή Παπαγιώργη. Έχει περάσει βέβαια αρκετός καιρός από τότε που στα εξώφυλλα των ιδιότυπων δοκιμίων του φιγουράριζαν, απόλυτα ταιριασμένες με το περιεχόμενό τους, οι βασανισμένες ζωγραφιές του Φράνσις Μπαίηκον, παρόλα αυτά μια μορφή της εθνικής επανάστασης του εικοσιένα, ακόμη κι αν δεν είναι έκδηλα ηρωική, δύσκολα εφαρμόζει στο παζλ που συνθέτουν όλα μαζί τα έργα του Παπαγιώργη. Τι δουλειά έχει αυτός ο κοτζάμπασης του Μοριά, αυτός ο συντηρητικός το δίχως άλλο άρχοντας της Γορτυνίας μες σ’ ένα σύνολο που περιλαμβάνει προσωπικότητες, όπως ο Χέγκελ και ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης και ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Σωκράτης και ο Χάιντεγκερ, και πάθη σαν τη ζηλοτυπία και την οργή, τη μέθη και τη μισανθρωπία, ή καταστάσεις, όπως ο πόλεμος και ο θάνατος;
Κι όμως, σ’ αυτό το καινούριο του βιβλίο ο Παπαγιώργης, αν με το ένα του πόδι πατάει στην ιστοριογραφία, με το άλλο πατάει γερά στο γνωστό του, εδώ κι είκοσι σχεδόν χρόνια, έδαφος. Χωρίς καθόλου να υποτιμά την ιστορική έρευνα και αφήγηση, ποτέ άλλωστε δεν το έκανε, το αντίθετο μάλιστα, όπως θα δούμε, για άλλη μια φορά καταπιάνεται με τα ανθρώπινα πάθη και, βέβαια, με τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο αγαπημένα του από αυτά, όσα δηλαδή κατάγονται ή οδηγούνε ασφαλέστατα στη συντριβή και στον ξεπεσμό, στην αυτοκαταστροφή και τη μνησικακία. Τέτοια ήταν ως σήμερα τα θέματα με τα οποία, ως επί το πλείστον, ασχολήθηκε με επιμονή και μεθοδικότητα ο Κωστής Παπαγιώργης και, παρόλο που μετά τα Μυστικά της συμπάθειας υποσχέθηκε ότι θα ακολουθήσει ένας νέος κύκλος αισθητικών προβλημάτων, με πρώτο και καλύτερο τη μεταφορά, τον βρίσκουμε πάλι να επιστρέφει στα ηθικά ζητήματα που τόσο τον ερεθίζουν. Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται.
Για άλλη μια φορά ο Παπαγιώργης καταδύεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής για να ανασύρει από εκεί, με εξομολογητική, όπως αναγνωρίζει, εν πολλοίς διάθεση, ό,τι ανθρωπινότερο μπορεί να βρει. Και βρίσκει αυτή τη φορά το αφόρητο αίσθημα ξεπεσμού και το θηριώδες μίσος, την κακεντρέχεια και την καταρράκωση, την ηθική ευτέλεια, τη διάθεση για εκδίκηση και τη μνησικακία. Γνώριμο, χωρίς αμφιβολία, έδαφος, και ειδικά για τον αναγνώστη του Παπαγιώργη, μα και για όποιον έφαγε μερικά στραπάτσα στη ζωή του. Η διαφορά ίσως από τις προηγούμενες μελέτες του συγγραφέα εντοπίζεται στο υλικό που διάλεξε να πατήσει: δεν πρόκειται αυτή τη φορά για πρόσωπα της λογοτεχνίας, για μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, για πλάσματα της φαντασίας, όπως σε παλαιότερα δοκίμιά του, αλλά για έναν άρχοντα του Μοριά, για ένα πραγματικό πρόσωπο, με σάρκα και οστά, με αίμα και χολή (κυρίως αυτό!) που εν τέταρτον του αιώνος μετά το πέρας της επανάστασης δεν έχει ακόμη συγχωρήσει ή έστω ξεπεράσει το παρελθόν και γυρίζει με οργή και κακοφορμισμένη μανία να λάβει εκδίκηση απ’ όσους τον αδικήσανε και ν’ αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειας και της κοινωνικής του τάξεως.
Το 1854, σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών, το μόνο μέσο που έχει απομείνει στα χέρια του Κανέλλου Δεληγιάννη, για να χύσει τη χολή του και να πάρει πίσω το αίμα του, είναι η συγγραφή και η συκοφαντία, της οποίας κάνει αδίστακτα χρήση. Γεμίζει δεκατρία χειρόγραφα τετράδια με εμπαθείς λοιδορίες κατά των κλεφτών και των καπεταναίων της επαναστατημένης Πελοποννήσου και ιδίως εναντίον του Κολοκοτρώνη, αλλά και εναντίον των ξενόφερτων τυχοδιωκτών που έφθασαν στην πατρίδα μόλις μυρίστηκαν ψαχνό, δηλαδή εξουσία και χρήμα, τα δύο πολύτιμα αγαθά που ίσαμε τότε μοιράζονταν σε αγαστή συνεργασία (χωρίς να λείπουν πάντως συχνά πυκνά και τα πισώπλατα μαχαιρώματα) οι προεστοί, οι ντόπιες αρχοντικές οικογένειες, με τους Οθωμανούς. Και το χειρότερο; Με την επανάσταση, που αυτοί ακριβώς οι κοτζαμπάσηδες κυρίως χρηματοδότησαν και  στήριξαν, έχασαν όχι μόνο τα ποικίλα προνόμιά τους και τη θέση τους στην ιεραρχία της εξουσίας, αλλά δεν έτυχαν και καμίας τιμητικής έστω αναγνώρισης από τη νέα τάξη πραγμάτων που τελικά επικράτησε στο νεοπαγές κρατίδιο. Αντιθέτως όλη η δόξα πήγε στους ξυπόλυτους κλεφτοκαπεταναίους, όλη η εξουσία στους άκαπνους και φερέοικους πολιτικούς, ενώ στους ίδιους τους Δεληγιανναίους και τους ομοίους τους έμεινε μόνο και κόλλησε για τα καλά η ρετσινιά των αντιδραστικών που διαδραμάτισαν ανασχετικό ρόλο στον αγώνα για την απελευθέρωση του γένους.
Για άλλη μια φορά ο Κωστής Παπαγιώργης ακολουθεί από κοντά και μεθοδικά τα χνάρια ενός βιβλίου, προκειμένου να διερευνήσει το  θέμα του, μόνο που αυτή τη φορά πρόκειται για μια ηθική μελέτη που δεν εδράζεται στον χώρο της λογοτεχνίας ούτε καν στις παρυφές της πραγματικότητας, μα στο κέντρο της ιστορίας, αν ωστόσο αυτό που περιμένουμε είναι να διαβάσουμε την ιστορική αλήθεια ή έστω μια κατά το δυνατόν αντικειμενική προσέγγισή της, δεν θα τη συναντήσουμε σε αυτό το βιβλίο. Ο μπούσουλας του Παπαγιώργη, τα τρίτομα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη δηλαδή, πολύ απέχουν από το να αποτελούν υπόδειγμα ιστοριογραφίας. «Ωστόσο», σημειώνει ο δοκιμιογράφος, «η απόκρυψη της αλήθειας, η παραφθορά και η παραμόρφωσή της, όχι μόνο  αποτελεί μέρος της ιστορικής αλήθειας, αλλά ενίοτε είναι πιο χαρακτηριστική κι από την τελική της αποκατάσταση».
Ποια όψη της ιστορικής αλήθειας για την ιδρυτική επανάσταση του νέου ελληνικού κράτους και για τους πρωταγωνιστές της βρίσκουμε σε αυτές τις σελίδες το δηλώνει με σαφήνεια ο Παπαγιώργης σε μια συνολική κρίση του για το συγγραφικό έργο του Δεληγιάννη με το οποίο αποφάσισε να καταπιαστεί: «το απομνημόνευμα του Κανέλλου, γραμμένο με υποβολέα τη χαλασμένη καρδιά ενός νικημένου άρχοντα, αντλεί την αλήθεια του από τη μνησικακία και τη χολερική εκδίκηση παρά από την υπερηφάνεια για τα εθνικά κατορθώματα. Οι «Έλληνες» μπορεί να κέρδισαν τελικά τον πόλεμο, αλλά οι Μοραΐτες άρχοντες έχασαν την «πατρίδα» τους από τους ίδιους τους νεο-Έλληνες. […] Το βιβλίο του αποτελεί μέγα επιχείρημα για να καταλάβουμε πόσο σημαντική ήταν η τάξη του για τον Αγώνα και πόσο «επαναστατική» εντέλει αποδείχτηκε».
Με υπαρκτές άλλ’ όχι αξεπέραστες δυσκολίες, ιδιαίτερα στα σημεία που πραγματεύονται τις πολύπλοκες σχέσεις των κοτζαμπάσηδων με τους Οθωμανούς κατακτητές, καθώς και στο τέταρτο μέρος, όπου γίνεται λόγος για τον εμφύλιο στην Πελοπόννησο, ο αναγνώστης θα διαβάσει μια επαρκώς τεκμηριωμένη εξιστόρηση και ανάλυση του ρόλου που έπαιξαν στην ελληνική επανάσταση οι προεστοί του Μοριά, θα ενημερωθεί σωστά και για τη συμβολή και την πραγματική κατάσταση των κλεφτών, θα παρακολουθήσει τους φατριασμούς και τις ίντριγκες των πολιτικών και των στρατιωτικών, που σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν τη μορφή και την πορεία του νέου ελληνικού κράτους, θα σταθεί με ενδιαφέρον, όπως κάνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, στις θηριωδίες και στα βασανιστήρια που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα (με μεγάλο ενδιαφέρον θα υποδεχόμασταν ένα δοκίμιο από τον Παπαγιώργη σχετικό με αυτό το θέμα), θα αντικρίσει μια συνολική εικόνα του ’21 που απέχει από τα συνήθη στερεότυπα (οι καλοί κλέφτες, οι κακοί κοτζαμπάσηδες, ο καταπιεσμένος λαός, ο ταξικά συνειδητοποιημένος Φιλικός κλπ) και σίγουρα θα βρει μια καθ’ όλα ενδιαφέρουσα και ερεθιστική ανάλυση ανθρωπίνων παθών, που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν μας αδιάφορο, γιατί δεν μας είναι καθόλου ξένα.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος [2001]
 001

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Κωμικοί Έρωτες", Μίλαν Κούντερα




«- Έπειτα λοιπόν απ΄όλα αυτά τα ψέματα, τι σε πειράζει να πεις άλλη μια φορά ψέματα και να γράψεις ένα θετικό σχόλιο για το άρθρο του; Είναι ο μόνος τρόπος να τακτοποιηθούν όλα.
- Κοίτα, Κλάρα, εσύ νομίζεις πως όλα τα ψέματα είναι ίδια, αλλά δεν έχεις δίκιο. Μπορώ να σκαρφιστώ οτιδήποτε, να κοροϊδεύω τους πάντες, να σκαρώνω φάρσες, να κάνω κάθε λογής αστεία, αλλά δεν έχω την αίσθηση πως είμαι ψεύτης· αυτά τα ψέματα, αν θες να τα πούμε ψέματα, είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι στην πραγματικότητα· με τα ψέματα αυτά δεν κρύβω τίποτα, με τα ψέματα αυτά λέω εν τέλει την αλήθεια. Για μερικά όμως πράγματα δεν μπορώ να πω ψέματα. Για μερικά πράγματα που τα γνωρίζω σε βάθος, που έχω συλλάβει το νόημα τους, που τα αγαπώ. Με αυτά δεν κάνω αστεία. Αν έλεγα ψέματα για αυτά θα ξέπεφτα στα ίδια μου τα μάτια, κι αυτό δεν γίνεται, μην μου το ζητάς, δεν θα το κάνω».
(«Κανείς δεν θα γελάσει»)
«Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν και πάλι αυτήν την αιωνίως άπληστη λάμψή τους· εκείνη τη στιγμή ένοιωσα πόσο τον αγαπούσα τον Μάρτιν, πόσο αγαπούσα την σημαία με την οποία είχε παρελάσει όλη του τη ζωή: τη σημαία του αιώνιου κυνηγιού των γυναικών ... Σκεφτόμουν πως με το πέρασμα του χρόνου το θέμα σ' αυτό το κυνήγι των γυναικών ήταν όλο και λιγότερο οι γυναίκες και όλο και περισσότερο το ίδιο το κυνήγι. Αν δεχτούμε ότι πρόκειται για κυνήγι εξ ορισμού ανώφελο, μπορεί κανείς να κυνηγάει κάθε μέρα αναρίθμητες γυναίκες και να μετατρέψει έτσι το κυνήγι σε απόλυτο κυνήγι».
(«Το χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου»)
«Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της· το χέρι της άγγιξε το χέρι του με μια δειλή, παιδιάστικη κίνηση· τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα απ' τ΄αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον φώναζε με τ΄όνομά του κι έλεγε: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ ...».
Ο νεαρός σώπαινε, έμενε ακίνητος και συνειδητοποιούσε την θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσής της κοπέλας του, όπου το άγνωστο οριζόταν δια του αγνώστου.
Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σ' ένα ηχηρό κλάμα· η κοπέλα επαναλάμβανε συνέχεια αυτήν τη συγκινητική κενολογία: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ, είμαι εγώ ...».
Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συμπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δεν βρισκόταν πουθενά εκεί κοντά), για να μπορέσει να παρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρείς μέρες διακοπές μπροστά τους».
(«Το παιχνίδι του οτοστόπ»)
«Με την ευκαιρία αυτή αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι του Φλάισμαν του συνέβαινε πολύ συχνά, αν όχι διαρκώς, να βλέπει τον εαυτό του· οπότε συνοδευόταν μονίμως από ένα αντίγραφο, κι έτσι η μοναξιά του γινόταν φοβερά διασκεδαστική. Απόψε, λόγου χάρη, όχι μόνο ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε, αλλά παρατηρούσε ταυτόχρονα με απόλαυση αυτόν τον (όμορφο και νεαρό) άντρα που ήταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' έναν πλάτανο και κάπνιζε νωχελικά».
(«Το συμπόσιο»)
«Δεν είχαν ακόμα χωρίσει εκείνο το βράδυ, κι εκείνος επιστράτευε ήδη την μνήμη του· προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) πρόσωπό της και το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) κορμί της λίγο πριν, όταν έκαναν έρωτα. Μάταια· εκείνη ξεγλιστρούσε συνέχεια από την φαντασία του.
Αποφάσισε πως την επόμενη φορά θα κάνουν έρωτα με αναμμένο φως. Μα δεν υπήρξε επόμενη φορά».
(«Οι παλιοί νεκροί να παραχωρήσουν τη θέση τους στους νέους»)
«Γιατί ο Χάβελ τιμωρούσε ανέκαθεν τις απείθαρχες, τις αυθάδεις ή τις κακομαθημένες γυναίκες, οδηγώντας τες ψυχρά, χωρίς ίχνος τρυφερότητας και σχεδόν σιωπηλά, στο κρεβάτι του, απ΄όπου τις απέπεμπε ύστερα εξίσου ψυχρά. Μόνο που έπειτα από μία στιγμή συνειδητοποίησε ότι και βέβαια απευθύνθηκε στην μασέζ με την κατάλληλη ψυχρότητα και χωρίς ίχνος τρυφερότητας, αλλά ούτε την οδήγησε και ούτε θα την οδηγούσε ποτέ στο κρεβάτι του».
(«Ο γιατρός Χάβελ είκοσι χρόνια μετά»)
«Ο Θεός είναι η ίδια η ουσία, ενώ ο Έντουαρντ δε βρήκε ποτέ τίποτα ουσιαστικό ούτε στους έρωτές του, ούτε στη δουλειά του, ούτε στις ιδέες του. Αλλά είναι τόσο έντιμος, που δεν μπορεί να ισχυριστεί πως βρίσκει το ουσιαστικό στο μη ουσιαστικό και τόσο αδύναμος, που λαχταράει κρυφά το ουσιαστικό ...
Έτσι, ο Έντουαρντ πάει καμιά φορά και κάθεται μέσα στην εκκλησία και σηκώνει ψηλά στο θόλο τα ονειροπόλα μάτια του. Σε μια τέτοια στιγμή θα τον αποχαιρετήσουμε κι εμείς: αργά το απόγευμα, η εκκλησία είναι σιωπηλή και άδεια, ο Έντουαρντ κάθεται σ' έναν ξύλινο πάγκο και νιώθει θλίψη στη σκέψη πως δεν υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τέτοια η θλίψη του εκείνη τη στιγμή, που βλέπει ξαφνικά να αναδύεται από τα βάθη της το πραγματικό, ζωντανό πρόσωπο του Θεού. Κοιτάξτε! Είναι αλήθεια! Ο Έντουαρντ χαμογελάει! Χαμογελάει, και το χαμόγελό του είναι ευτυχισμένο.
Κρατήστε τον, σας παρακαλώ, στη μνήμη σας μ΄αυτό το χαμόγελο».
(«Ο Έντουαρντ και ο Θεός»)
Αποσπάσματα από τα επτά διηγήματα της συλλογής διηγημάτων του Μίλαν Κούντερα «Κωμικοί Έρωτες», που επανακυκλοφόρησε , σε μετάφραση Γιάννη Χάρη. 

Διονύσης Καψάλης


Ποιήματα για τον έρωτα (ή για τον χρόνο που φεύγει)


upl535a33e0e2939
Διονύσης Καψάλης, Μια υπόθεση ευδαιμονίας [ποιήματα], εκδ. Άγρα
Ο Δάντης για να διασχίσει την Κόλαση και το Καθαρτήριο και να αξιωθεί τον Παράδεισο, όπου θ’ αντίκριζε επιτέλους τη Βεατρίκη του, είχε για οδηγό του τον Βιργίλιο. Για να φτάσει όμως στον επίγειο παράδεισο, ένα βήμα πριν από την απόλυτη ευτυχία, ήταν υποχρεωτικό να περάσει μέσα από φλόγες που θα κατέκαιαν, όπως φοβήθηκε, τη ζωντανή του σάρκα. Ο Βιργίλιος τού απευθύνει τότε λόγια ενθαρρυντικά: «Αυτός ο τοίχος στέκει ανάμεσα σ’ εσένα και τη Βεατρίκη». Τον στίχο αυτόν από τη «Θεία κωμωδία» έχει επιλέξει ο Διονύσης Καψάλης ως γενικό motto στη νέα του ποιητική συλλογή «Μια υπόθεση ευδαιμονίας» ορίζοντας την περιοχή στην οποία κινείται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου: την αναζήτηση της αιώνιας ερωμένης, την ανάκληση της παλιάς αγάπης ή την επαφή με τη γυναίκα που βρίσκεται δίπλα, εμπόδιο για την οποία είναι άλλοτε η υπαρξιακή κούραση, άλλοτε ο αδυσώπητος χρόνος και άλλοτε η πραγματική ή συναισθηματική απόσταση: «Το ξέρω, δεν χωράει μαυσωλείο / εκεί όπου ακόμα κυριαρχεί // ο πόνος της σαρκός ούτε βιβλίο· / απόψε που είναι νύχτα και βροχή, / στης σάρκας σου τη μνήμη καταλύω.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις σπονδυλωτές ποιητικές ενότητες. Η πρώτη αποτελείται από επτά ποιήματα, γραμμένα σε ποικίλες στιχουργικές μορφές, στα οποία αναπτύσσεται μια «Μικρή νυχτερινή ιστορία», όπως δηλώνει και ο τίτλος της. Στα ποιήματα, που διαβάζονται σαν ένα, κυριαρχούν τα συναισθήματα της ακηδίας, της πλήξης, της διάψευσης και του τρόμου για τον θάνατο, όπως αυτά βιώνονται από έναν άντρα: «Τον κούρασε πια τόσος κόπος, / ο δρόμος που δεν έχει βρει, / οι έγνοιες, ο καιρός, ο τόπος, / κι η θέλησή του, τόσο αβρή». Κι όμως από τέτοια φθαρμένα και μελαγχολικά υλικά είναι πλασμένη η επιθυμία, μας λέει το ποίημα και καταλήγει στην κουρασμένη και παρηγορητική τελετή του έρωτα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα και στην (απατηλή;) υπόσχεση πως το τέλος θα τους βρει μαζί.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου (επτά δεκατετράστιχα ποιήματα σε οκτασύλλαβες και επτασύλλαβες στροφές των δύο στίχων) έχει τον τίτλο «Ιωβηλαίο» και συντάσσεται γύρω από τα εξήντα χρόνια του Διονύση Καψάλη: «και να γυρνάς εδώ που γέρνει / χλωρό απόγευμα και φέρνει // δροσιά με λύπη και συμπόνια· / μα πώς να πεις: εξήντα χρόνια;», ανακαλώντας εικόνες και αναμνήσεις από το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», τη νεανική διαμονή του ποιητή στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, την ποπ και ροκ μουσική της δεκαετίας του ’60, κάποιον έρωτα ανάμεσα σ’ ένα κορίτσι κι ένα αγόρι που «παίζουν ανώδυνα το φύλο / με το κυρτό και με το κοίλο // σε τέλεια εφαρμογή», μα ο χρόνος που έχει περάσει πέφτει σαν χιόνι αθόρυβα πάνω στο καθετί και το σκεπάζει.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τα είκοσι τέσσερα σονέτα που αποτελούν την ποιητική ενότητα «Μέσα κι έξω», στην οποία αναπτύσσεται πιο καθαρά και ολοκληρωμένα το θέμα της ερωτικής αναζήτησης, της ερωτικής απουσίας και της ερωτικής συνομιλίας – το σονέτο εξάλλου από συστάσεώς του τρέπεται προς την ερωτική θεματική. Ο ποιητής καλεί ένα αεράκι να φυσήξει μέσα και έξω του, για να διώξει τη μελαγχολία και τα φαντάσματα που τον πλακώνουν, «η μέρα μου σκοτάδια μού αραδιάζει / κι όπου κοιτάξω μέσα μου βραδιάζει», και να του φέρει τη λύτρωση: έναν κόσμο πλασμένο γι’ αυτόν και για εκείνη στην οποία απευθύνεται, ένα νησί που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη. Και προσπαθεί με τον στίχο του να συλλάβει τη μορφή και τη σημασία εκείνης που αναζητά. «Και ποια να πω ότι είσαι εσύ; Μια λύπη / με τα φτερά ανοιγμένα στη βροχή, / μια λάμψη, ένα φύσημα, μια ευχή, / κάτι που πρέπει οριστικά να λείπει // απ’ τη ζωή για να σταθεί μια ρίμα / στ’ αληθινά, / η αιώνια ερωμένη, / ο ίσκιος ενός πόθου που επιμένει».
Όσο για τον ίδιο τον ποιητή, όπως παρουσιάζεται στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, δεν είναι παρά κάποιος «που κάποτε ανηφόριζε τη Σίνα / και σκέφτονταν, ποιος ξέρει τι, το χρόνο // που έφευγε ή κάποιον έρωτά του / (μάλλον αυτό), και μια σκιά θανάτου / βάραινε πίσω του». Αυτά τα δύο –ο έρωτας και ο χρόνος που περνάει (και οδηγεί στον θάνατο)– είναι τα βασικά θέματα που απασχολούν τον Διονύση Καψάλη στα πιο πρόσφατα βιβλία του. Και αποτυπώνονται σε μια σπουδαία και σημαντική ποίηση, η οποία χρησιμοποιεί και ανανεώνει με τον καλύτερο τρόπο τα μέσα που η ποίηση αιώνες τώρα μετέρχεται: τον λυρισμό και την αφηγηματικότητα, τη διακειμενικότητα (χωνεμένη σε κάθε σχεδόν ποίημα του ποιητή) και τη μορφική αυστηρότητα σε ποιήματα που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η χάρη, την εκφραστική τόλμη χωρίς ακρότητες, τη νοηματική απλότητα και τη βαθιά στοχαστικότητα.
[Πρώτη δημοσίευση στο Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των συντακτών, 27 Ιουλίου 2014]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος   
008