Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *
«Ο εκδότης μου ισχυρίζεται ότι θα “ταν καλό και για μένα και για κείνον να εξηγήσω γιατί και πώς έγραψα αυτό το βιβλίο, ποιος ήταν ο σκοπός και ποια τα μέσα μου, ο στόχος μου και η μέθοδός μου… Αλλά αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα πράγματα, δεν είναι φανερό ότι πρόκειται για μια άσκοπη εργασία; Φοβάμαι μήπως γελοιοποιηθώ θέλοντας να κάνω τον λαό να καταλάβει ένα έργο τέχνης, και φοβάμαι ακόμα μήπως σ” αυτό το πεδίο φανώ όμοιος μ” αυτούς τους ουτοπιστές, που θέλουν μ” ένα διάταγμα να κάνουν μεμιάς όλους τους Γάλλους πλούσιους κι ενάρετους… Οδηγεί κανείς τα πλήθη στο εργαστήρι της ράφτρας ή του διακοσμητή ή στο καμαρίνι του ηθοποιού; Δείχνει κανείς στο κοινό, ξετρελαμένο σήμερα, αδιάφορο αύριο, τον μηχανισμό των τεχνασμάτων; Του εξηγεί κανείς τις τελειοποιήσεις και τις απρόβλεπτες παραλλαγές στις πρόβες, και σε ποια αναλογία το ένστικτο και η ειλικρίνεια είναι ανακατεμένα με το κοκκινάδι και τον απαραίτητο τσαρλατανισμό στο κράμα της παράστασης; Του δείχνουν τα κουρέλια, τα φτιασίδια, τις τροχαλίες, τις αλυσίδες, τις διορθώσεις, τα μουντζουρωμένα χειρόγραφα, με δυο λόγια όλες τις ασχήμιες που συνθέτουν το άδυτο της τέχνης;Αυτό το βιβλίο, ουσιαστικά άχρηστο και τέλεια αθώο, έγινε με μοναδικό σκοπό να με διασκεδάσει και ν” ασκήσει το πάθος μου για τη δυσκολία.Κάποιοι μου είπαν πως αυτά τα ποιήματα μπορούσαν να κάνουν κακό. Αυτό δεν με χαροποίησε. Άλλοι, καλόψυχοι, μου είπαν ότι μπορούσαν να κάνουν καλό. Κι αυτό δεν με πίκρανε. Ο φόβος των πρώτων κι η ελπίδα των δεύτερων με ξάφνιασαν το ίδιο και ήταν μια ακόμη απόδειξη για μένα ότι αυτός ο αιώνας είχε ξεχάσει όλες τις κλασικές έννοιες που αφορούν τη λογοτεχνία.»
Ήταν δυο μικρά αποσπάσματα από τον Πρόλογο στα Άνθη του Κακού, δια χειρός Μπωντλαίρ.
Ο Σαρλ Μπωντλαίρ, πρώτος τη τάξει στη χορεία των «καταραμένων» ποιητών, ο πρόδρομος και γενάρχης της νέας ποίησης-μιας «αίρεσης» λογοτεχνικής κι αισθητικής, ωστόσο αναγνωρισμένης και από τους θιασώτες όσο και από τους πολέμιούς της- ο εκφραστής της καταπονημένης και αντιφατικής, της διεφθαρμένης και εκλεπτυσμένης ψυχής του ανθρώπου των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, συνέδεσε τον εαυτό του με την πιο καθοριστική στιγμή της νεωτερικότητας στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης.
Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 9 Απριλίου του 1821και πρόλαβε να ζήσει μόνο μέχρι τα 46 του χρόνια, αφού πέθανε στις 31 Αυγούστου του 1867, από εγκεφαλική παράλυση.
Δημοσιεύοντας εν έτει 1857 τα «Άνθη του κακού» («Fleurs du mal»)-52 αδημοσίευτα ποιήματα- ο Μπωντλαίρ τινάζει στον αέρα, όχι μόνο την παράδοση, αλλά και οτιδήποτε γίνεται αποδεκτό στα μέσα του 19ου αιώνα ως πολιτική, κοινωνική, ηθική και θρησκευτική αξία. Ο ποιητής δημοσιεύει κατά τη διάρκεια της σύντομης όσο και άκρως περιπετειώδους ζωής του κι άλλα έργα: πριν από τα «Άνθη του κακού» κυκλοφορεί η νουβέλα του «Η Φανφαρλό» (1847), ενώ λίγο μετά την έκδοσή των Ανθέων, τυπώνονται τα δοκίμιά του «Οι τεχνητοί παράδεισοι» (1860), που αναδεικνύουν τις κριτικές, τεχνοκριτικές και μουσικοκριτικές του επιδόσεις, η β’ έκδοση των Ανθέων το 1861 με 35 νέα ποιήματα, όπως και η συλλογή του «Μικρά πεζά ποιήματα» (1862), που θυμίζει πως ο εμπνευστής της είναι, μεταξύ άλλων, και ο εισηγητής ενός καινούργιου, όπως και αδιανόητου για την εποχή του λογοτεχνικού είδους: της πολυχρησιμοποιημένης στις ημέρες μας ποιητικής πρόζας, που θα γνωρίσει στη γραφίδα του ορισμένες από τις ευτυχέστερες ώρες της.
Ενόσω κυοφορεί τα «Άνθη του κακού», ο Μπωντλαίρ αρχίζει να μεταφράζει με προθυμία και θέρμη (προθυμία και θέρμη που θα σπεύσει να υιοθετήσει λίγο αργότερα και ο Μαλαρμέ) ποιήματα και διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Ο ίδιος ο Μπωντλαίρ προσδιορίζει την πνευματική του συγγένεια με τον κορυφαίο Αμερικανό poete maudit( καταραμένο ποιητή,)δανειζόμενος ορισμένα στοιχεία ως θεωρήματα από τον Πόε, που ενσωματώνει στη συνέχεια στην ποίησή του, με πρωτοτυπία, τόλμη και γλώσσα γυμνής ειλικρίνειας ξεπερνώντας ακόμα και τον αρχικό εμπνευστή τους, οδηγώντας τις επόμενες γενιές στην αποκρυστάλλωση ενός νέου ποιητικού κανόνα.
Τα Άνθη του Κακού,το βιβλίο των έσχατων ημερών κατά τον δημιουργό του, το έργο που εκόμισε στην τέχνη αυτό το «καινούριο ρίγος» για να θυμηθούμε μια σχετική φράση του Ουγκώ, πριν ο εκδότης Poulet-Malassis τα παρουσιάσει το 1857, είχαν τον τίτλο Les Limbes -που σημαίνει τόπος κάθαρσης, προθάλαμος για τον Παράδεισο ή την Κόλαση- . Είναι το ποιητικό βιβλίο που συγκέντρωσε πάνω του όσο κανένα απ” τα ομοειδή του, την προσοχή τόσο των ερασιτεχνών όσο και των πιο υποδειγματικών ποιητών που υποκλίθηκαν μεμιάς μπροστά στην πρωτοτυπία του.
Μεταφράσεις, ποιητικά πεζά, κριτικές και πρόζα ωχριούν μπροστά στο μέγεθος της έκρηξης την οποία θα προκαλέσουν, από την πρώτη κιόλας ημέρα της κυκλοφορίας τους, τα «Άνθη του κακού». Τα πάντα θα γκρεμιστούν εδώ σε ένα εκτυφλωτικό χάος: η τάξη και η ευνομία των αστών, τα υψηλά αισθήματα και τα πολιτικά ιδανικά των ρομαντικών, οι ηθικές απαγορεύσεις των χριστιανών, οι γλωσσικές σεμνοτυφίες και οι πολυπληθείς συμβάσεις των ποιητών (παλαιοτέρων, αλλά και συγχρόνων).
Ο Μπωντλαίρ, τεχνίτης παθιασμένος με τη φόρμα και τη στιχουργική, θα τιμήσει τον στίχο του με την επίμονη προβολή της παρακμής, του άκρατου ερωτισμού και της υψηλής δαιμονολογίας (ο Σατανάς απαντά στην απόσυρση του θείου ως προδομένος θεός και ως πρίγκιπας της εξορίας), θα εξυμνήσει την τρέλα των παραισθητικών ουσιών, θα αποθεώσει τη βία, θα λατρέψει τη δύναμη του σκοταδιού και της Κόλασης, θα ταυτίσει την αγριότητα της έκφρασης με την επίτευξη του ωραίου, θα υποκλιθεί μπροστά στον θάνατο, θα διακηρύξει στα πέρατα της οικουμένης τη χαρά της λησμονιάς και της παραίτησης και θα δαφνοστεφανώσει ως αγαπημένη του μούσα την πλήξη.
Η μελαγχολία του spleen,(η επιλογή της αγγλικής λέξης spleen είναι η αντίστοιχη της μελαγχολίας αφού ορίζει τη σπλήνα, έδρα της χολής, την κακή διάθεση και άρα την μελαγχολία),Το spleen του Παρισιού λοιπόν,( πεζά ποιήματα που δημοσιεύονται το 1864) προσεγγίζει το αίσθημα της ματαιότητας, της οδύνης, της παραίτησης ενός έμπλεου αγωνίας πνεύματος, το αίσθημα ενός οντολογικού κακού κατά τον Πασκάλ. Αυτός ο τόπος που αναζητά η ψυχή για να ξεφύγει από το spleen, ο Μπωντλαίρ γνωρίζει ότι βρίσκεται σε μια ουτοπία και α-χρονία, ‘’οπουδήποτε στον κόσμο’’ κι αυτό το οπουδήποτε αποτελεί το μόνο αντικείμενο της επιθυμίας του.
Πώς αντλείς το αιώνιο μέσα από το εφήμερο; Ο ποιητής ξέρει πως ο κόσμος τον οποίο φτιάχνει με τα «Άνθη του κακού» δεν ανήκει στη φύση. Αποτελεί ένα πέρα για πέρα κατασκευασμένο, τεχνητό σύμπαν με απρόβλεπτους ήρωες: πόρνες, εγκληματίες, ρακοσυλλέκτες, πλάνητες, φιλήδονους εστέτ, αποτυχημένους καλλιτέχνες, πρόσωπα εκκεντρικά ή παραβατικά, αποκλεισμένα από το αστικό κατεστημένο που αποτελούν όμως οργανικό μέρος της πολύβουης καθημερινότητας στη σύγχρονη μεγαλούπολη και μάλιστα εμπλουτίζουν το νυχτερινό της τοπίο• ο ερωτισμός, με εμβληματική την παρουσία της γυναίκας, είναι διάχυτος στα ποιήματα αυτά που αιφνιδιάζουν (ενίοτε και απωθούν) με την επιθετική τόλμη τους: οι μούσες εδώ είναι νοσηρές, απροκάλυπτα αισθησιακές με καινοφανή ελευθεριότητα. Ωστόσο, όσο ανατρεπτικός είναι στη θεματική του ο ποιητής τόσο παραδοσιακός είναι στη στιχουργική του.
Λόγος έμμετρος, προσεκτικές ομοιοκαταληξίες, άψογα σονέτα, επωδοί, στροφικά συστήματα, στοιχειοθετούν με τελειοθηρία ένα οικείο, αναγνωρίσιμο εξωτερικά συγκρότημα το οποίο έχει καταληφθεί από αυτό το ετερόκλητο μοντέρνο πλήθος, τα ζιζάνια, τα βλαβερά άνθη, τα «παράξενα ωραία», κατά τον δημιουργό τους. Αυτή η αισθητική του εφήμερου, η συμφιλίωση του τετριμμένου και αγοραίου με το διηνεκές και άφθαρτο, η ανυπακοή σε άμεση γειτνίαση με την πειθαρχία δίνει τον αέρα της δυναμικής πρωτοτυπίας των Ανθέων του κακού.
Η εκδοτική εμφάνιση της συλλογής σκανδαλίζει και ο Μπωντλαίρ σύρεται στα δικαστήρια όχι τόσο γιατί οι «σατανικοί στίχοι» του θίγουν το θρησκευτικό φρόνημα όσο γιατί ο ερωτικός ρεαλισμός του προσβάλλει τη δημόσια αιδώ και τα «χρηστά ήθη». Η καταδίκη θα πλήξει έξι συγκεκριμένα ποιήματα.
(«Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες – Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμιας»), τα οποία θα χρειαστούν σχεδόν μία εκατονταετία για να ξαναδούν το φως της δημοσιότητας. Αυτά αποσύρονται, η συλλογή κυκλοφορεί λογοκριμένη, συγγραφέας και εκδότες υποχρεούνται να καταβάλουν σημαντικό πρόστιμο. Η (δικαστική)
αποκατάσταση θα γίνει 92 χρόνια αργότερα, το 1949.
Στο μεταξύ, η αύρα της προγραφής απαθανατίζει τα επίμαχα ποιήματα: ο Μπωντλαίρ, αυτοεξόριστος στο Βέλγιο θα τα τυπώσει σε αυτόνομη έκδοση το 1866 ως Αδέσποτα (Les Εpaves)- κάτι που έκτοτε θα επαναληφθεί συχνά.
Η Αφροδίτη και η Σαπφώ δεσπόζουν αναμφίβολα σε αυτά τα ερωτικά ποιήματα, που έχουν άλλωστε εμπνεύσει σειρά απεικονιστικών προσεγγίσεων, ενώ με το διάλογο της Δελφίνης και της Ιππολύτης, πρωταγωνιστικές φιγούρες στις «Κολασμένες γυναίκες», στήνεται ένα μικρό σκηνικό δράμα εσωτερικού χώρου: οι δύο ερωμένες καταδικάζουν τη σκαιότητα των ανδρικών χαδιών και τονίζουν την προνομιακή (μολονότι καταραμένη) σχέση μεταξύ γυναικών.
Στο διευρυμένο ερωτικό σύμπαν του μπωντλαιρισμού ο πανηδονισμός της γυναίκας όχι μόνον αναγνωρίζεται, αλλά εξυμνείται τόσο ως διακριτική γοητεία του φύλου της όσο και ως σημάδι των μοντέρνων καιρών. Τα «απαγορευμένα» ποιήματα έχουν σωρεύσει γύρω τους σμήνη σχολίων, προσεγγίσεων, εικασιών και ερμηνευτικών προτάσεων. Σίγουρα μπορεί κανείς να σημειώσει αυτοβιογραφικούς υπαινιγμούς ή έκδηλες παραπομπές στην προσωπική ζωή του Μπωντλαίρ (η σκουρόχρωμη καλλονή της οποίας «το μπρούντζινο, στιλπνό κορμί», «το κεχριμπαρένιο σώμα» εξυμνείται εδώ είναι κατά πάσα πιθανότητα η σχεδόν μόνιμη σύντροφός του από το 1845 Ζαν Ντιβάλ, αναγόμενη σε γενικότερο πρότυπο πλαστικής, εξωτικής ομορφιάς• πολλοί μελετητές ταυτίζουν την «Πρόσχαρη» του σχετικού ποιήματος με την Απολλωνία Σαμπατιέ, άλλο μεγάλο ίνδαλμα του ποιητή επί μακρόν). Ωστόσο, δεν διαβάζουμε τα Άνθη για να ξεκλειδώσουμε τις ερωτικές εμμονές, νευρώσεις ή φαντασιώσεις του Μπωντλαίρ• τα απολαμβάνουμε ως ποίηση, ως έργο τέχνης που δύσκολα εκχυδαΐζεται.
Το καινούριο στοιχείο που κλείνει μέσα του την παθιασμένη τρικυμία του ρομαντισμού ως μόδας του αχαλίνωτου και του εξωλογικού, είναι η εξαιρετική ποιότητα της νέας τέχνης που ευαγγελίζεται ο Μπωντλαίρ. Πολλοί είπαν ότι η περίφημη ικανότητά του ως κριτικού της ρομαντικής τέχνης, και ιδιαίτερα της ζωγραφικής και της μουσικής, τον βοήθησε ν” αντιληφθεί εγκαίρως τις συμβατικότητες του ρομαντικού κινήματος, ωστόσο στην κατακραυγή που προκάλεσε η τέχνη του στους συγχρόνους του, δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο τις κατηγορίες του σατανιστή ή του άθεου που εκτόξευσαν οι εφημερίδες και τα λαϊκά περιοδικά, αλλά και τη λανθασμένη εκτίμηση των πρωτοκλασάτων της εποχής που οι προβλέψεις τους διαψεύστηκαν.
Ακόμα και ο Θεόφιλος Γκωτιέ στον οποίο ο ποιητής αφιέρωσε τα επίτηδες ρυπαρά και φτιασιδωμένα λουλούδια του, τ” αντιμετώπισε με επιφύλαξη, ακόμα και ο Φλωμπέρ, που με τη «Μαντάμ Μποβαρύ» γνώρισε τον ίδιο διωγμό με τον Μπωντλαίρ, στάθηκε απέναντί του αδιάφορος, ενώ οι μέγιστοι πρίγκηπες της κριτικής Σαιντ Μπεβ και Ρενάν έκριναν άψυχα και επιδερμικά έναν πρωτοφανή καλλιτέχνη με απαράμιλλη ποιότητα και αλήθεια.
Το αν μερικοί έφτασαν στο σημείο να δουν πάνω στην ασκητική, λιπόσαρκη φιγούρα της ωριμότητός του κορυφαίου Μπωντλαίρ τη μάσκα της διαφθοράς και του μίσους, αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη πώς η ίδια η Τέχνη και οτιδήποτε αλλότριο και καινοτόμο αυτή κομίζει, κατατρύχεται και λιθοβολείται σε όλες τις εποχές.
Ότι κι αν είναι εντέλει τα «Άνθη του κακού», εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι πως η πυκνότητα και η αιχμηρότητά τους παραμένουν στο ακέραιο μέχρι και σήμερα. Στην πορεία των χρόνων, οι μελέτες του έργου του πολλαπλασιάζονται και οι διεπιστημονικές αναλύσεις αναδεικνύουν διαρκώς νέες πλευρές του.
Αν σήμερα λοιπόν μπορούμε να διαβάζουμε τα Άνθη του Κακού όχι τόσο πλαστά κι επιπόλαια όσο διαβάστηκαν από τους συγχρόνους του, προσπερνώντας σαν φυσικά όλα εκείνα τα καινούρια πράγματα που για πρώτη φορά μπήκαν πάνω στο ποιητικό τραπέζι, το όπιο, τα όνειρα των φωτεινών παραδείσων και τα παραισθησιογόνα, τον ερωτισμό και την αγωνία, την ανάπαυση και την αγάπη των μακρινών τόπων, την ελπίδα, τη συγγνώμη και την καταδίκη, αυτό το οφείλουμε σ” αυτόν τον τεχνίτη του ιερατικού ύφους, στον Μπωντλαίρ. Τα Άνθη του Κακού είναι μαύρα στην πολυχρωμία τους, όχι γιατί μετέρχονται το ύφος μιας ακόμα τέχνης προς κατανάλωση απ” τους φιλότεχνους, αλλά γιατί είναι πανανθρώπινα. Ποτέ η ποίηση δεν θα ξαναγίνει τόσο σύνθετη, τόσο λίγο ακηλίδωτη και καθαρή, τόσο υπνοβατούσα κι εκστατική, τόσο μη ποιητικίζουσα όσο στα Άνθη του Κακού.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ότι, σε ότι αναφύεται κάθε τόσο στην περιοχή της τέχνης, ακόμα και σήμερα υποφώσκει Μπωντλαίρ…
Πηγές:
«Στην άκρη της κόλασης» Βαγγ. Χατζηβασιλείου, Εφημ. Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 12/2/10
«Ένας ποιητής διαπιστευμένος στην κόλαση» Χάρης Μεγαλυνός, Οδός Πανός, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2010
«Των ανθισμένων κοριτσιών το μυστικό» Λίζυ Τσιριμώκου, εφημ. Τα Νέα, 3/7/10
* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Η Μάχρια της Λήθης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου