Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Ο Δον Κιχώτης στην Ευρωπαϊκή γραμματεία



Το εξώφυλλο του πρωτότυπου του βιβλίου (1605)


Φίλιππος Δρακονταειδής











Καθώς φαίνεται ότι ζούμε την ύστερη περίοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, πληθαίνουν οι αποτιμήσεις των ιστορικών περιόδων του. Έτσι, εμφανίζονται "κανόνες" της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παραγωγής κατά τους λεγόμενους Νέους Χρόνους, δηλαδή από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) ή την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο (1492) ως τις μέρες μας ή τουλάχιστον ως το 1989, οπότε κατέρρευσε το τείχος του Βερολίνου και μαζί του ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ανοίγοντας το κεφάλαιο της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της επιβολής της μονοκρατορίας των ΗΠΑ. Σε όλους αυτούς τους "κανόνες", ο Δον Κιχώτης του Μιγκέλ δε Θερβάντες κατέχει την πρώτη θέση ή μια από τις πρώτες θέσεις. 



Προς επιβεβαίωση της αντικειμενικότητας αυτής της αξιολόγησης, έγκυρες εφημερίδες και περιοδικά έχουν ζητήσει από τους αναγνώστες τους να υποβάλλουν τον δικό τους -προσωπικό- "κανόνα". Έκπληξη φαίνεται πως αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και σε τέτοιους καταλόγους, ο Δον Κιχώτης βρίσκεται στις πρώτες θέσεις. 



Η αλήθεια είναι ότι υπό το πνεύμα ενός είδους ευρωπαϊκής "αλεξανδρινής βιβλιοθήκης", υπό το πνεύμα της δημιουργίας ενός "μουσείου", όπως κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Δον Κιχώτης δεν μπορεί να λείψει από τέτοια παρακαταθήκη, της οποίας αποτελεί συστατικό στοιχείο. Τώρα, που έχουμε την άνεση να κοιτάζουμε πέντε τουλάχιστον αιώνες πίσω, μπορούμε να διακρίνουμε πως ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, δηλαδή το πνεύμα που τον κατέστησε μέγιστη κατάκτηση του ανθρώπου και ανυπέρβλητο όριο της συνέχειας από την Αρχαία Ελλάδα στην Αρχαία Ρώμη και στο Χριστιανισμό, έχει διακριτούς γεννήτορες. Στη λογοτεχνία, αυτοί δεν είναι άλλοι από τον Δάντη, που στα όρια μεταξύ Μεσαίωνα και Αναγέννησης κατέθεσε το όραμα ενός κόσμου ικανού να οδεύσει από την Κόλαση στον Παράδεισο, τον Ραμπελαί που απέδωσε τη λατρεία και την έκρηξη της ζωής ως ένα παιχνίδι γιορτής και περιέργειας με κολοφώνα το γέλιο, τον Τσώσερ και τον Βοκκάκιο που έφεραν αυτό το παιχνίδι στην περιοχή της αξίας του σώματος και της απόλαυσης, ικανής να εκδηλώνεται στην πράξη, αλλά και να κατέχει το θησαυρό του λόγου για να αφηγείται αυτή την πανδαισία, όπου η φυσικότητα της "αμαρτίας" ανάγεται σε αξεπέραστο και καλόδεχτο αμάρτημα της "φύσης". 




Αυτή είναι μάλλον η πρώτη περίοδος του ευρωπαϊκού πνεύματος. Είναι η περίοδος της αισιοδοξίας, της βεβαιότητας ότι τα πράγματα είναι καλύτερα όταν, εγκαταλείποντας την υπερβατικότητα και τη μεταφυσική, την με κάθε τρόπο αναζήτηση μιας βασανιστικής αγιοσύνης, τη φενάκη και υπερβολή της εποποιίας των ιπποτών, ο άνθρωπος αφήνεται στην καθημερινότητά του και στη λογική της σκέψης του, που δεν καταδυναστεύεται από τις αυθεντίες και τους σχολαστικισμούς. Συνέπεια αυτής της αντίληψης υπήρξαν οι διαμαρτυρίες του Λούθηρου, που εντάσσονται στη γενικότερη θεώρηση αυτής της κίνησης, η οποία αποκλήθηκε Ανθρωπισμός και Μεταρρύθμιση, όπου η ιατρική, η κοσμογραφία, η αστρονομία, η φυσική μεταβάλλονται σε επιστήμες, σε διαρκή αναζήτηση δια της έρευνας και του πειράματος, της μελέτης και της συναγωγής πρακτικών συμπερασμάτων, εγκαταλείποντας τις θεωρητικές και συχνά παράλογες προσεγγίσεις με σφραγίδα το κύρος του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. 



Είναι φυσικό ότι αυτές οι καινοτομίες μετέτρεψαν τη σταθερότητα το κόσμου, δηλαδή της Γης, που ως τότε ήταν το κέντρο του Σύμπαντος, σε μια διαρκώς εντονότερη αστάθεια, απέναντι στην οποία υψώθηκε η αντίδραση της εξουσίας και της θρησκείας, γνωστή ως Αντιμεταρρύθμιση. Τα εργαλεία της Αντιμεταρρύθμισης είχαν σαφή συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με όσα προσπαθούσε να επιβάλει η Μεταρρύθμιση. Το κυριότερο συγκριτικό πλεονέκτημα ήταν η συγκροτημένη αντίδραση σε σώματα επίθεσης προς υποστήριξη του δόγματος, με εμπροσθοφυλακή τα μοναστικά τάγματα και κυρίως την Κοινωνία του Ιησού -τους γνωστούς μας Ιησουΐτες- έργο του Ισπανού Ιγνάσιο δε Λογιόλα. Ποιος μπορούσε να αντισταθεί σε τέτοιο πλήθος, στην Ιερά Εξέταση που το ακολουθούσε, στην πυρά που εξολόθρευε μέσω τέτοιου εξαγνισμού τους ανθρώπους και τα έργα τους, στις παπικές εντολές, που υπερέβαιναν προ πολλού τον Μακιαβέλι; Ποια μπορούσε να είναι η προσωπικότητα, που μόνη και απροστάτευτη, θα ανέτρεπε αυτή την ισχύ, διαρκώς διευρυνόμενη με την ελέω Θεού Μοναρχία, την Αριστοκρατία, τη συμπαράταξη των αστών; Η συνθήκη του Τρέντο μπορεί να διήρκεσε μερικές δεκαετίες, στο τέλος όμως έψαλε τον θάνατο της Μεταρρύθμισης. Μετά την πρώτη περίοδο της αισιοδοξίας (1450-1530), μετά τη δεύτερη περίοδο της Μεταρρύθμισης (1500-1570), η τρίτη περίοδος, αυτή της επιβολής της Αντιμεταρρύθμισης (1550-1600), που συμπίπτει με την εγκαθίδρυση και στερέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού είχε καταλήξει σε αυτό που θα ήταν η συνέχειά του: αγώνας μονάδων ή μικρών ομάδων κατά οργανωμένων συνόλων. Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης ως την αυγή του 17ου αιώνα, δηλαδή σε εκατόν πενήντα χρόνια, η ανατροπή που είχε ευαγγελιστεί η Αναγέννηση είχε μεταμορφωθεί σε συντηρητισμό, επιβεβαιώνοντας για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ευρώπης πως η επανάσταση καταλήγει να ωφελεί και να ενισχύει την τάξη, εναντίον της οποίας είχε στραφεί. 



Η Αντιμεταρρύθμιση είχε επιβληθεί, όταν ο Δον Κιχώτης κυκλοφόρησε το 1605. Καθώς η αισιόδοξη περίοδος του Ραμπελαί και των συγχρόνων του είχε παρέλθει, καθώς η επόμενη περίοδος της αναταραχής λόγω του Λούθηρου και των συνοδοιπόρων του είχε λήξει και ο κόσμος της Ευρώπης είχε επιστρέψει στην προτέρα αυτού κατάσταση της εμπέδωσης της τάξης, της πίστης και του δόγματος, ο Θερβάντες φέρνει στο φως την ηθική και το μεγαλείο της αποτυχίας. Δίνει ουσιαστικά την πλέον ανθρώπινη απάντηση στον σύγχρονό του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, που βάζει τον ήρωά του Άμλετ, στο διεφθαρμένο βασίλειο της Δανιμακρίας, να αναρωτιέται "να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού το ερώτημα". Και το μεγαλείο του Θερβάντες βρίσκεται ακριβώς στην αναγνώριση ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν θα είναι παρά εξάρσεις δημιουργίας που θα καταπνίγονται από μια αμετακίνητη καθεστηκυία τάξη και ότι ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος παρά όταν εμπλέκεται στις εξάρσεις του, μαθαίνοντας στο πετσί του πως εξαιτίας αυτών των εξάρσεων στο τέλος θα ηττηθεί, περιμένοντας όμως πως άλλος θα παραλάβει τη σκυτάλη για να συνεχίζεται αυτός ο μαραθώνιος που οι αποστάσεις του διαρκώς μεταβάλλονται και οι δρομείς του -περιέργως- διαρκώς είναι παρόντες. 



Ίσως επειδή η εποχή μας έχει χάσει κάθε επαφή με αυτή την πραγματικότητα, αναγνωρίζει στον Δον Κιχώτη την αποκάλυψη αυτής της ανθρώπινης διάστασης, η οποία είναι η μόνη στα μέτρα του Ανθρώπου, αφού πρόκειται για ένα είδος αρετής, που ούτε ο Σωκράτης καν ούτε ο Πρωταγόρας μπόρεσαν να αποδείξουν “εἰ διδακτέον ἀρετή”. 



Την αποτυχία ως μονίμως αιωρούμενη παράμετρο, την έκπληξη αυτού του κινδύνου, προσπάθησε να οριοθετήσει, να περιγράψει και να εντάξει στην ανθρώπινη φύση ο Γάλλος Μισέλ ντε Μονταίνι στα Δοκίμιά του, έργο μιας ζωής, που δεν έπαψε να συμπληρώνει επί μία τουλάχιστον εικοσαετία (1572-1593), ομολογώντας πως του ήταν δύσκολο να καταλήξει σε συμπεράσματα και συμβουλές, ορίζοντας πως έμβλημά του ήταν το ερώτημα "τι ξέρω;", που βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από το σωκρατικό "εν οίδα ότι ουδέν οίδα"(γιατί σημασία έχει το ερώτημα και όχι η απάντηση) και ταυτοχρόνως καταργεί το ερώτημα του Άμλετ, γιατί εντέλει η απάντηση είναι μία: να ζει κανείς. Μερικές δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοση του Δον Κιχώτη, ο Ισπανός Μπαλτασάρ Γκρασιάν (1601-1658) θα προσπαθήσει να υπερβεί τις αμφιβολίες του Μονταίνι και να κωδικοποιήσει τις αναγκαίες μορφές του κόσμου της τάξης, έτσι που να στέκονται στα ακραία της όρια, παραδείγματα προς μίμηση δια της συνεχούς άσκησης, αλλά και έτοιμες να γείρουν στην πλευρά της αμφισβήτησης. Τέτοιες αναγκαίες μορφές είναι ο Ήρωας, ο Πολιτικός, αλλά και ο Φρόνιμος (στον οποίο ο Γκρασιάν προσφέρει "την τέχνη της Φρόνησης") και ο Οξύνους (στον οποίο εξίσου διδάσκεται "η τέχνη της Έκφρασης" με γνώμονα τη Φρόνηση). Αν σκεφτεί κανείς πως ο Γκρασιάν ανήκε στην Κοινωνία του Ιησού και ότι οι ανώτεροί του πάσχισαν να τον κάμουν να σωπάσει, φτάνοντας στο σημείο να τον φυλακίσουν και, σύμφωνα με τον μύθο, να του πάρουν την πένα του, μπορεί να καταλάβει κανείς πως το μεγαλείο της αποτυχίας, όπως το εκφράζει ο Δον Κιχώτης, ήταν πια το χαρακτηριστικό ενός κόσμου που χωρίς την αποτυχία δεν είχε μέλλον. Τι θα ήταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αν ο Τζορντάνο Μπρούνο δεν είχε καεί, αν ο Γαλιλαίος δεν είχε υποκύψει στους Ιεροεξεταστές, αν ο Κοπέρνικος δεν είχε καταδικαστεί ως "γελοίος Πολωνός", αν τα Δοκίμια του Μονταίνι δεν είχαν περάσει στον κατάλογο των απαγορευμένων από το Βατικανό βιβλίων, στον περίφημο Index, αν αμέτρητοι ανώνυμοι δεν είχαν υποστεί βασανιστήρια, δεν είχαν εντοιχιστεί για να πεθάνουν από ασφυξία, δεν είχαν υποβληθεί σε δημόσιες εκτελέσεις προς φρονηματισμό μιας τάξης πληβείων, που τα όριά της παρέμεναν δυσδιάκριτα και που έπρεπε πάντα να γέρνει προς την πλευρά της τάξης, την ώρα που η τάξη την υποψιαζόταν για κάθε είδους ανατροπές. Αυτή η τρίτη περίοδος του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι εκείνη που ολοκλήρωσε την ενηλικίωσή του. 



Αν αυτός υπήρξε ο περίγυρος που κατέστησε τον Δον Κιχώτη απαραίτητο, έτσι που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αν δεν τον είχε γράψει ο Θερβάντες, κάποιος άλλος θα τον είχε γράψει, το στοιχείο που καθιστά τον Δον Κιχώτη δημιούργημα του Θερβάντες και μόνο είναι ότι τα πρόσωπα του βιβλίου είναι τρία: ο Δον Κιχώτης, ο Σάντσο Πάντσα και ο ίδιος ο Θερβάντες, που δεν εμφανίζεται απλώς ως ο αφηγητής, χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο και κατευθύνοντας τον αναγνώστη, αλλά και ως εκείνος που ξέρει περί ποίου πράγματος ο λόγος, αφού η ζωή του υπήρξε αρκούντως δονκιχωτική. 



Είναι βεβαιωμένο πως έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου όπου τραυματίστηκε, στα είκοσι πέντε χρόνια του έμεινε ανάπηρος από το αριστερό του χέρι, λίγο αργότερα πιάστηκε από πειρατές και πέρασε πέντε χρόνια αιχμαλωσίας στο Αλγέρι, όπου επανειλημμένα προσπάθησε να δραπετεύσει, εργάστηκε ως κατάσκοπος της Ισπανίας στην Πορτογαλία και στο Οράν της Μπαρμπαριάς (που τότε ανήκε στην Ισπανία), επέστρεψε στη Μαδρίτη, όπου δοκίμασε την τύχη του ως θεατρικός συγγραφέας, δεν πέτυχε τίποτα σε αυτόν τον τομέα παρ' όλο που έγραψε είκοσι ή τριάντα θεατρικά έργα, απελπισμένος μετατράπηκε σε φοροεισπράκτορα για να καταλήξει αδίκως στη φυλακή για κακοδιαχείριση και ιδιοποίηση δημόσιου χρήματος το 1597. Λέγεται πως στη φυλακή καταπιάστηκε να γράφει τον Δον Κιχώτη, δεν είναι όμως βέβαιο αν η συγγραφή άρχισε σε εκείνο τον εγκλεισμό ή ολοκληρώθηκε κατά την επόμενη φυλάκιση, το έτος 1605 ακριβώς, όταν το πρώτο μέρος του Δον Κιχώτη τέθηκε σε κυκλοφορία. Το δεύτερο μέρος του Δον Κιχώτη κυκλοφόρησε το 1615, ενώ είχε προηγηθεί ένα άλλο δεύτερο μέρος, γραμμένο από κάποιον Αβεγιανέδα. Στερημένος κάθε πνευματικού δικαιώματος από τον εκδότη του πρώτου μέρους του Δον Κιχώτη, ο Θερβάντες θα πέθαινε από πείνα αν δεν τύχαινε της προσοχής ενός μαικήνα αριστοκράτη. Πέθανε λίγο αργότερα ενδεδυμένος το ράσο μοναχού, αλλά παρά το γεγονός ότι είναι γνωστός ο τόπος της ταφής του, ο τάφος του δεν έχει βρεθεί. 



Μερικούς μήνες μετά το θάνατο του Θερβάντες πέθανε ο Σαίξπηρ (σε ηλικία πενήντα δύο ετών και από άγνωστη αιτία). Πολλοί είναι εκείνοι που αρέσκονται να σημειώνουν ότι ενώ η ζωή του Θερβάντες και ο ίδιος βρίσκονται μέσα στον Δον Κιχώτη, ο Σαίξπηρ πέρασε μια ήρεμη ζωή, εισπράττοντας τα δικαιώματά από τα έργα του που παίζονταν με μεγάλη πάντα επιτυχία στο Globe Theater, αποφεύγοντας τις επαφές με τις αρχές, που είχαν μεριμνήσει για τη δολοφονία του Κρίστοφερ Μάρλοου, τα βασανιστήρια του Τόμας Κυντ, το στιγματισμό του Μπεν Τζόνσον, επιλέγοντας μιαν ανωνυμία, που του επέτρεπε να οικοδομεί τα τερατώδη και τα απύθμενα ενός Μάκβεθ και ενός Ληρ, διατηρώντας το δικαίωμα να διασκεδάζει με έναν Φάλσταφ ή μια Καλοκαιριάτικη Νύχτα. Αυτή η σύγκριση αποδίδει δύο όψεις της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας: εκείνη που ορμάται από τα του βίου και εκείνη που αποδίδει βίους. Ο Τόμας Μαν, που ανήκει στην πρώτη κατηγορία, λέγεται πως ταξιδεύοντας με το υπερωκεάνιο προς τη Νέα Υόρκη, είδε στον ύπνο του τον Δον Κιχώτη, ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του Νίτσε-Ζαρατούστρα. Και ο Γουίλιαμ Φώκνερ, που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, έλεγε πως διάβαζε κάθε χρόνο τον Δον Κιχώτη, όπως άλλοι διαβάζουν τη Βίβλο. Με άλλα λόγια, είτε από εδώ, είτε από εκεί, ο Θερβάντες -και δια του Θερβάντες ο Δον Κιχώτης- δεν αποφεύγεται. 



Είναι περιττό να πούμε ποιες ερμηνείες δόθηκαν σε αυτό το έργο, ποια μυθολογία δημιούργησε, ποιους ενέπνευσε. Η βιβλιογραφία είναι απέραντη, οι απόψεις πάμπολλες και συχνότατα αντικρουόμενες. Να όμως μερικές που έχουν τύχει αποδοχής: ο Μιγκέλ δε Ουναμούνο είπε πως ολάκερη η Ισπανία είναι δονκιχωτική, οι ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές ανέλυσαν τον Δον Κιχώτη, τον Σάντσο Πάντσα, την Δουλσινέα και έκαναν λόγο για οιδιπόδεια συμπλέγματα, φαλλικές αναζητήσεις, λογιών υπερβάσεις (sublimations), ο Μίνκους έγραψε το μπαλέτο Δον Κιχώτης, ο κινηματογράφος βρήκε διάφορους τρόπους να αποδώσει τα κύρια κεφάλαια του έργου, λογής μιούζικαλ έχουν ήρωα τον Ιππότη της Μάντσα. Εκτός αυτών, οι ειδικοί (όπως ο Χάρολντ Μπλουμ, πατέρας εξάλλου του πρώτου "κανόνα" της παγκόσμιας λογοτεχνίας) υποστηρίζουν πως ο Δον Κιχώτης βρίσκεται στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας του 19ου και 20ου αιώνα, είτε πρόκειται για τον Άχαμπ στον Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, είτε για τον κάθε Κ. στα γραπτά του Κάφκα, είτε -παίρνω το θάρρος να προσθέσω- στον Τσέχοφ και στον Παπαδιαμάντη (Βαρδιάνος στα Σπόρκα, Ρόδινα Ακρογιάλια), με την δονκιχωτική ιπποτική ματιά και χωρίς τη βία και τους σωματικούς εξευτελισμούς που υφίσταται ο Δον Κιχώτης. Είναι πιθανό πως εκεί όπου μπορεί κανείς να εντοπίσει τα πρώτα δείγματα του περάσματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην ύστερη φάση του, η προσοχή στην ηθική της αποτυχίας συναντάει στον Δον Κιχώτη τον πρώτο εκφραστή της, επιβεβαιώνοντας τον Κάρολο Μαρξ, που είχε τη σοφία να παρατηρήσει πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως κωμωδία, πράγμα που σημαίνει πως η πρώτη εμφάνισή της ήταν μια τραγωδία. Πράγματι: ο Δον Κιχώτης είναι τραγικός. Τραγικός είναι και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ως αυτήν εδώ την ύστερη φάση του, Αυτό εξηγεί ίσως γιατί ο Θερβάντες και ο Δον Κιχώτης του βρίσκονται στην πρώτη ή στις πρώτες θέσεις των "κανόνων" της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κάθε ύστερη φάση νομίζει πως ο προ των θυρών θάνατός της είναι μια τραγική τιμωρία. Οι επιγενόμενοι, αν υπάρξουν, θα δουν το κωμικό ενός γνωστού τέλους. 



Ποιος είναι όμως ο Δον Κιχώτης; Ένας μοναχικός θιασώτης και οπαδός του κόσμου της ιπποσύνης, ο οποίος, μέσα από τα διαβάσματά του -έπη και βίους ιπποτών- πιστεύει με απόλυτη ειλικρίνεια πως τα κακά του κόσμου (αυτά που εκείνος θεωρεί πως είναι τα κακά του κόσμου) διορθώνονται με την αυταπάρνηση, την προσωπική θυσία, τη μεταμόρφωση της πραγματικότητας σε όνειρο και τη μεταμόρφωση του ονείρου σε πραγματικότητα, στοιχεία που αναδύονται από έναν κόσμο αρετής, από έναν κόσμο Οδύσσειας (ο Δον Κιχώτης περιπλανάται ή μάλλον έχει βγει "στον πηγαιμό για την Ιθάκη"), που έχει να αντιμετωπίσει φυσικά και ψυχικά μαρτύρια, τα οποία δεν είναι άλλο από επιβεβαιώσεις αυτού του ταξιδιού, που η κατάληξή του είναι ο θάνατος. Τέσσερις αιώνες πριν από τον Καβάφη, ο Δον Κιχώτης λέει "οι Ιθάκες τι σημαίνουν". Έτσι μάλλον θα πρέπει να δούμε τον Δον Κιχώτη σήμερα. Όταν ο Θερβάντες έγραφε το έργο του, δεν θα φανταζόταν βεβαίως πως έτσι θα μπορούσαμε να δούμε τον ήρωά του. Η ισπανική λογοτεχνία είχε προ πολλού αναπτύξει τη θεματολογία του κατεργάρη, του επιτήδειου, του μασκαρά, του καταφερτζή, του αξιοθαύμαστου λαϊκού ήρωα. Ο Λασαρίγιο δε Τόρμες, έργο άγνωστου συγγραφέα, ο Ρουϊ Μπλας, που ενέπνευσε τον Γάλλο συγγραφέα Λε Σαζ, τα χρονικά των conquistadores, οι διάλογοι που απέδιδαν τη ζωή κάθε Εβραίας πόρνης (ισπανικής καταγωγής) στην Ιταλία, είχαν διαμορφώσει μια λογοτεχνία, όπου το περίεργο, το πρωτοφανές, το απίστευτο και το παράλογο είχαν τη θέση τους. Αυτή η λογοτεχνία θα είχε πεθάνει άδοξα, αν ο Θερβάντες δεν την είχε συμπυκνώσει και δεν της είχε προσφέρει το δώρο της αθανασίας, χάρη στον Δον Κιχώτη, όπου όλα τα περίεργα είναι φυσικά, όπου όλα τα παράλογα είναι πιστευτά, όπου όλα τα ανάποδα έχουν το ίσο τους. 



Αυτό το εύρημα δεν θα είχε το αντίκρισμα που του αποδίδουμε αν απέναντι στον Δον Κιχώτη δεν υπήρχε ο Σάντσο Πάντσα, η φωνή της αναπότρεπτης πραγματικότητας, η επίδειξη της κοινής λογικής, αλλά και της καχυποψίας και της προσδοκίας της ευκαιρίας με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Λιπόσαρκος ο Δον Κιχώτης, στρουμπουλός ο Σάντσο, καβάλα στον ετοιμόρροπο Ροσινάντε ο Δον Κιχώτης, σε γάιδαρο ο Σάντσο, οπλισμένος και θωρακοφόρος ο Δον Κιχώτης, άοπλος ο Σάντσο, επιθετικός και αιθεροβάμων ο Δον Κιχώτης, διαλλακτικός και προσγειωμένος ο Σάντσο, ο Δον Κιχώτης αποκτά περιεχόμενο, επειδή το αντλεί από τον Σάντσο, που απλόχερα του το προσφέρει. Με άλλα λόγια, ο Δον Κιχώτης δεν θα ενδιέφερε αν ο Σάντσο Πάντσα δεν υπήρχε να μας δείχνει πόσο ενδιαφέρων είναι. 


Ηλεκτρονικός «Δον Κιχώτης» για ισπανόφωνους

Πηγή: http://www.eanagnosis.gr

Η πρώτη έκδοση του αριστουργήματος του Μιγκέλ Θερβάντες «Δον Κιχώτης» είναι πια προσιτή σε ηλεκτρονική μορφή μέσα από μοντέρνα εφαρμογή της Εθνικής Βιβλιοθήκη της Ισπανίας (Biblioteca Nacional de España). 

Ο «Δον Κιχώτης», ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). 

Ο ήρωας του έργου, ο Αλόνσο Κιχάνο, ένας ονειροπόλος μεσήλικας ευγενής από ένα χωριό τη Λα Μάντσα, στην Ισπανία, παρασύρεται από τις ιδέες που πρεσβεύουν τα ιπποτικά διηγήματα που διαβάζει και παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει την ανιαρή ζωή του και να γίνει ένας περιπλανώμενος ιππότης, συνοδευόμενος από τον ιπποκόμο του Σάντσο Πάντσα. 

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η πρώτη έκδοση του πρώτου μέρους τυπώθηκε το 1605 σε 400 αντίτυπα, τα περισσότερα από τα οποία στάλθηκαν στις ισπανικές αποικίες του Νέου Κόσμου, καθώς ο εκδότης Φρανσίσκο ντε Ρόμπλες πίστευε ότι θα πωληθούν σε καλύτερη τιμή στην Αμερική. Όμως το πλοίο που τα μετέφερε ναυάγησε έξω από την Αβάνα της Κούβας, έτσι σώθηκαν περίπου 70 αντίτυπα που μεταφέρθηκαν με άλλο πλοίο στη Λίμα του Περού. Το δεύτερο μέρος πρωτοεκδόθηκε το 1615 από τον ίδιο εκδότη. Τα δύο μέρη των πρώτων εκδόσεων αριθμούν συνολικά 1.282 σελίδες, οι οποίες είναι πια προσιτές μέσα από την εφαρμογή "Quijote interactivo". 

Η πρόσβαση είναι απλή για το χρήστη που γνωρίζει ισπανικά και γίνεται μέσω της διεύθυνσης http://quijote.bne.es/libro.html. Η εφαρμογή δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να περιπλανηθεί στις 1.282 σελίδες των πρώτων εκδόσεων των δύο μερών του "Don Quijote de la Mancha", μέσω του ψηφιακού αρχείο της. Μέσα από την εφαρμογή ο αναγνώστης μπορεί να δει το πρωτότυπο τυπωμένο κείμενο αλλά και το κείμενο σε σύγχρονη γραφή. Σε ξεχωριστά link υπάρχουν γκραβούρες παλαιών εκδόσεων αλλά και χάρτες της διαδρομής του Δον Κιχώτη, επιπλέον πληροφορίες για τους ιππότες του Μεσαίωνα καθώς και για την καθημερινή ζωή κατά το 16ο αιώνα. Ο αναγνώστης μπορεί επίσης να ακούσει παραδοσιακές μελωδίες της εποχής και να δει τα στοιχεία όλων των ισπανικών εκδόσεων του «Δον Κιχώτη» από το 1605 έως το 1927. 


Βράβευση νεοελληνικής μετάφρασης της κυρίας Σ. Παπαιωάννου




Η Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας ύστερα από εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής Βραβείων αποφάσισε ομόφωνα τη βράβευση της νεοελληνικής απόδοσης του έργου του Πλαύτου "Ο Καυχησιάρης Στρατιώτης" από την κ. Σοφία Παπαϊωάννου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Λατινικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Η βράβευση θα γίνει σε τελετή την Τρίτη 2 Δεκεμβρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

Έκθεση Ζωγραφικής «Ημερολόγιο 2015» με έργα του Κωνσταντίνου Παπατριανταφυλλόπουλου & του Γιώργου Καραμαλέγκου

---

Τα έργα που θα παρουσιαστούν (πορτραίτα, σκηνές από καφενεία, υπαίθρια τοπία, αλλά και θρησκευτικά θέματα σε διάφορες τεχνικές) χαρακτηρίζονται από μια 
αφοπλιστική αμεσότητα και
 απλότητα που δηλώνουν τρυφερότητα, αγάπη έως και 
"αθώο συναίσθημα" προς το θέμα τους. 
---
Εξάλλου ο Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος σημειώνει: "Πάντα θαύμαζα την παιδική ζωγραφική, αλλά δεν ήξερα γιατί. Τα έργα αυτού του ημερολογίου είναι η απάντηση σ' αυτό το «γιατί»".

Ο Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος γεννήθηκε στα Βραχναίικα Πατρών το 1951. Σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. από το 1975 ως το 1980 με δάσκαλο τον Γ. Μαυροϊδη και αγιογραφία με δάσκαλο τον Κ. Ξυνόπουλο. Συνέχισε τις σπουδές Ecole des Beaux Arts στο Παρίσι, από το 1981 έως το 1984, στο εργαστήριο του Pierre Carron με υποτροφία του Γαλλικού Κράτους. Στην ίδια σχολή παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής.
Ο Γιώργος Καραμαλέγκος γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. με δασκάλους τον Β. Βλαχόπουλο, τον Γ. Μαυροϊδη και τον Κ. Ξυνόπουλο. Διδάσκει καλλιτεχνικά μαθήματα στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.

                                         Διάρκεια έκθεσης: 2/12 – 14/12/2014

               Το «Ημερολόγιο 2015»  θα διατίθεται και μετά τη λήξη της έκθεσης
από το art shop των kaplanon galleries  (Βαλαωρίτου 9γ΄).



Ώρες λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη & Παρασκευή: 11:00 έως 21:00
Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή: 11:00 έως 18:00

---



Gallery Kaplanon 5 | Αίθουσα Τέχνης Καπλανών 5 | Καπλανών 5 & Μασσαλίας | Κολωνάκι


Ένας φιλολογικός καβγάς στην Αθήνα του 1939 και μια συνάντηση που δεν πραγματοποιήθηκε

Πηγήhttp://www.sarantakos.com



Στο κυριολεκτικά τελευταίο τεύχος του Αντί (τ. 919, 11.4.2008), εννοώ το τεύχος με το οποίο έκλεισε την σχεδόν 35χρονη πορεία του το περιοδικό του Χρ. Παπουτσάκη που σημάδεψε τη μεταπολιτευτική περίοδο, η Άντεια Φραντζή δημοσιεύει ένα ενδιαφέρον άρθρο με θέμα μια ιδιότυπη συνάντηση Λαπαθιώτη – Καραγάτση· στην πραγματικότητα, το θέμα ξεκίνησε από έναν φιλολογικό καβγά ανάμεσα στον Καραγάτση και στον Κώστα Φριλίγγο από τις στήλες ενός περιοδικού, όπου θεώρησε σκόπιμο να παρέμβει ένας αναγνώστης και ύστερα ο Λαπαθιώτης.

Με δυο λόγια η ιστορία έχει ως εξής: ο Μ. Καραγάτσης δημοσιεύει στο περιοδικό ένα διήγημα στο οποίο περιλαμβάνει κι έναν εξορκισμό. Από παραδρομή, αποδίδει το κείμενο του εξορκισμού στον «εκκλησιαστή». Ο Κώστας Φριλίγγος, εβραϊστής δεινός, που κατά σύμπτωση πριν από λίγους μήνες είχε παρουσιάσει από το ίδιο περιοδικό μια μετάφραση του βιβλικού Εκκλησιαστή, επισημαίνει την αβλεψία. Ο Καραγάτσης αντιδρά με ειρωνική επίθεση στον Φριλίγγο, ο οποίος ανταπαντά –και ταυτόχρονα, δύο αναγνώστες του περιοδικού, ο νεαρότατος και ακόμα άγνωστος Στ. Γιαννακόπουλος και ο πασίγνωστος τότε Ναπολέων Λαπαθιώτης, στέλνουν επιστολές με τις οποίες συντάσσονται με τον Φριλίγγο και επικρίνουν τον Καραγάτση για την απρέπειά του. Ο Καραγάτσης επανέρχεται διαλλακτικός, αλλά αποκλειστικά και μόνο προς τον Λαπαθιώτη. Ακολουθεί ιδιωτική αλληλογραφία Λαπαθιώτη-Καραγάτση· τις επιστολές Λαπαθιώτη τις φέρνει στο φως η Άντεια Φραντζή. Απ' ό,τι φαίνεται, η μεταξύ τους συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι πρωταγωνιστές του επεισοδίου ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές ηλικιακά και βρίσκονται σε διαφορετικές φάσεις της ζωής: ο Φριλίγγος είναι 57 χρονών, και βρίσκει «αράθυμο παιδί» τον Καραγάτση που δεν είναι παρά 31 –ανάμεσά τους, αλλά πιο κοντά στον Φριλίγγο, βρίσκεται ο Λαπαθιώτης, στα 51 του. Ο Σταύρος Γιαννακόπουλος, που παρεμβαίνει στο επεισόδιο υπέρ Φριλίγγου, είναι ο νεότερος απ’ όλους μια και δεν έχει ακόμα κλείσει τα 20 του χρόνια.

Φυσικά, ο περιορισμένος χώρος του περιοδικού δεν αρκούσε για την παράθεση όλων των κειμένων. Μια και τυχαίνει να έχω στα χέρια μου τις περισσότερες πηγές,  πρόσθεσα τα πλήρη κείμενα (προς το παρόν όχι όλα· επιφυλάσσομαι) για να έχουμε πληρέστερη εικόνα. Βάζω επίσης και κάποια δικά μου σχόλια, με κόκκινο για να ξεχωρίζουν.

Ενημέρωση, 16 Ιουνίου 2008: Στην πρώτη γραφή των σχολίων μου, αγνοούσα ποιος ήταν ο νεαρός Στ. Γιαννακόπουλος που πήρε μέρος στον φιλολογικό αυτόν καβγά, όπως άλλωστε φαίνεται να το αγνοεί και η Άντεια Φραντζή που έγραψε το άρθρο. Όταν όμως αφηγήθηκα το επεισόδιο στον πατέρα μου, τον Δημήτρη Σαραντάκο, τον άκουσα να μου λέει με απόλυτη φυσικότητα, «δηλαδή ο Πέτρος Ανταίος». Πράγματι, ο μυτιληνιός Σταύρος Γιαννακόπουλος (1920-2002), φοιτητής τότε της Ανωτάτης Εμπορικής, ως πολιτικός πρόσφυγας χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Πέτρος Ανταίος με το οποίο υπέγραψε τα λογοτεχνικά του έργα και τις μεταφράσεις του και με το οποίο έχει μείνει στην ιστορία των γραμμάτων μας και του αριστερού κινήματος.



Λαπαθιώτης - Καραγάτσης: Μια ιδιότυπη συνάντηση

της Άντειας Φραντζή από το Αντί τ. 919 (11.4.2008), με επιπλέον σχόλια του Νίκου Σαραντάκου

Το Νοέμβριο του 1939 ο Καραγά­τσης δημοσιεύει στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα [Ν.Γ. 156 (25.11.1939) 1-3] το διήγημα του «Ο άνθρωπος με το κανελί πανω­φόρι»· το γνωστό διήγημά του, που ανα­φέρεται στον Παπαδιαμάντη. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών στο ίδιο πε­ριοδικό με αντικείμενο μια συγκεκριμέ­νη και λανθασμένη παραπομπή του Καραγάτση[1]. Στην πρώτη αυτή δημοσίευ­ση του διηγήματος αυτού ο Καραγά­τσης, προς το τέλος της αφήγησης του, μνημόνευε το ακόλουθο παράθεμα, το οποίο απέδιδε στον Εκκλησιαστή: «Επιτιμά σοι, Κύριος, πνεύμα πονηρόν, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαι­μόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον (...) ή αυτός ή ο Βεελζεβούλ, ή καταπείων, ή δρακοντοειδής, ή θηριοπρόσωπος (...) ή ως ερπετόν, ή ως πετεινόν, ή νυκτόλαλον, ή κωφόν, ή άλαλον, ή λάγνον, ή δυσώδες, ή φαρμακόφιλον, ή ερωτο­μανές, ή αστρομαγικόν (...) φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε (...)».

Για τους σημερινούς αναγνώστες ο εξορκισμός ίσως δεν είναι τόσο οικείος, αλλά το 1939 ήταν σαφώς γνωστότερος, οπότε το λάθος του Καραγάτση, που σήμερα φαίνεται ασήμαντο ίσως ήταν πιο εντυπωσιακό με τα μέτρα της εποχής. Ωστόσο, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση που δεν την επισημαίνει ούτε ο Φριλίγγος, ούτε η Άντεια Φραντζή.

Ο συγκεκριμένος εξορκισμός έχει χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον άλλη μια φορά σε λογοτεχνικό κείμενο (δεν υπολογίζουμε την παρωδία του από τον Σκαρίμπα στο Θείο Τραγί). Κατά σύμπτωση, σε διήγημα του Παπαδιαμάντη –και συγκεκριμένα στο διήγημα «Της δασκάλας τα μάγια», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1909 στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας και στη συνέχεια στον τόμο «Η νοσταλγός» των εκδόσεων Φέξη. Δεν είναι από τα πολύ γνωστά διηγήματα του Ππδ, ίσως επειδή δεν ανήκει σε κάποιον δημοφιλή κύκλο (πασχαλινά, θαλασσινά, χριστουγεννιάτικα), ίσως επειδή άλλα είναι πολύ καλύτερα. Και εκεί, εμφανίζεται ο παπα-Γληγόρης, παίρνει το Ευχολόγιο και διαβάζει τον εξορκισμό (το διήγημα μπορείτε να το βρείτε εδώ, η σκηνή του εξορκισμού είναι προς το τέλος).
Ισχυρίζομαι ότι ο Καραγάτσης δεν αποκλείεται να πήρε τον εξορκισμό από το διήγημα του Παπαδιαμάντη· και το λέω αυτό επειδή το διήγημα του Παπαδιαμάντη έχει κάμποσες παραλλαγές σε σχέση με το επίσημο εκκλησιαστικό κείμενο (προφανώς ο Ππδ. παρέθετε από μνήμης) όπως: καταπείων αντί κατασείων, νυκτόλαλον αντί νυκτολάλον, ορθρινόν αντί εωθινόν, και επίσης παραλείπει κάποιες λέξεις. Ε, το κείμενο του Καραγάτση έχει ακριβώς τις ίδιες παραλλαγές και παραλείπει τις ίδιες λέξεις! Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση –εκτός βέβαια αν κι οι δυο τους άντλησαν από κάποια άλλη πηγή, ενδεχομένως μια ελαττωματική εκκλησιαστική έκδοση.

Να προσεχτεί πάντως και κάτι άλλο, ότι ο Καραγάτσης το παράθεμα δεν το αποδίδει στον Εκκλησιαστή (με κεφαλαίο Ε) αλλά στον εκκλησιαστή (με μικρό ε): «Σηκώνοντας τα χέρια μου, τα έκανα σταυρό, και τον εξόρκισα με τα φοβερά λόγια του εκκλησιαστή: ‘Επιτιμά σοι, Κύριος, πνεύμα πονηρόν…’».

Η πρώτη αντίδραση στη λανθασμένη παραπομπή του Καραγάτση προήλθε από τον ποιητή, θεολόγο και ιατρό Κώστα Φριλίγγο, μεταφραστή του Άσματος Ασμάτων και του Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης. Η επιστολή του δημοσιεύθηκε σε επόμενο τεύχος του ίδιου περιοδι­κού [Ν.Γ. 158 (9.12.1939) 3]. Ο Φριλίγγος, εξαίρετος γνώστης της σχετικής πε­ρικοπής, με κάποια ελαφρά ειρωνεία εξηγεί πως αυτή προέρχεται, από τους «εξορκισμούς του Μεγ. Βασιλείου» και ότι βρίσκεται ολόκληρη μέσα στο «Ευχολόγιον», το γνωστό λειτουργικό βι­βλίο της εκκλησίας.

Ολόκληρη η επιστολή Φριλίγγου εδώ. Να σημειώσω πως ο Φριλίγγος παινεύει το διήγημα του Καραγάτση και κρατάει την κριτική του για τον ανώνυμο φίλο του (υπαρκτό πρόσωπο ή εύρημα, δεν ξέρουμε).

Ο μυτιληνιός ποιητής Κώστας Φριλίγγος (1882-1950), ήταν εβραϊστής και είχε μεταφράσει στη δημοτική τον Ιώβ, τους Ψαλμούς και το Άσμα Ασμάτων. Ήταν από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού, με αξιόλογο ποιητικό έργο· επίσης εξέδωσε περιοδικά στη Σμύρνη και τη Μυτιλήνη. Διετέλεσε νομάρχης Μυτιλήνης το 1944 με το ΕΑΜ.
Όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω με την κ. Φραντζή όταν χαρακτηρίζει τον Φριλίγγο «εξαίρετο γνώστη» της περικοπής του εξορκισμού. Αντίθετα, ήταν εξαίρετος γνώστης του Εκκλησιαστή· κατά σύμπτωση μάλιστα, όπως αναφέρει και στην πρώτη επιστολή του, πριν από μερικούς μήνες (συγκεκριμένα στο φ. της 5ης Αυγούστου 1939) ο Φριλίγγος είχε δημοσιεύσει, ακριβώς στα Νεοελληνικά Γράμματα πρωτοσέλιδη εκτενή μελέτη του με εισαγωγή και μετάφραση –από τα εβραϊκά– του Εκκλησιαστή. Αντίθετα, για την εξορκιστική περικοπή μιλάει στη δεύτερη επιστολή του μάλλον με περιφρόνηση, αφού δεν της αναγνωρίζει καμιά λογοτεχνική αξία.
Να επισημάνω πάντως ότι στο διήγημα του Καραγάτση υπάρχει κι άλλο ένα λαθάκι, μάλλον τυπογραφικό, που δεν το επισήμανε ή δεν το σχολίασε κανείς από τους παρεμβαίνοντες. Παρατίθεται λαθεμένο το όνομα ενός βασικού παπαδιαμαντικού ήρωα· γίνεται λόγος για τον βαυαρό γιατρό Βιλς, ενώ βέβαια ο Παπαδιαμάντης, και στονΒαρδιάνο στα σπόρκα και αλλού, γράφει για τον Βίλχελμ Βουδ· ο γιατρός ήταν υπαρκτό πρόσωπο που ζούσε στη Σκιάθο εκείνα τα χρόνια και το πραγματικό του όνομα ήταν Βιλδ (δηλαδή Wild ήταν μάλλον, αλλά με τις συμβάσεις της εποχής έτσι μεταγραφόταν). Στην έκδοση του διηγήματος σε βιβλίο, το όνομα δίνεται Βιλδ.

Ο Καραγάτσης δεν αργεί να απαντή­σει με ύφος εξόχως ειρωνικό που ωστό­σο φανερώνει εξίσου και τη συγγραφική του δεινότητα. Στο επόμενο τεύχος των Νεοελληνικών Γραμμάτων [Ν.Γ. 159 (16.12.1939) 3] γράφει:


ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Αθήνα 13.12.1939
Φίλε κ. Διευθυντά,

«Διάβασα μ’ εξαιρετική προσοχή, ή κα­λύτερα μελέτησα από πολλές πλευρές το γράμμα του κ. Φριλίγγου. Θα μπορούσα να δικαιολογηθώ, ότι, γράφοντας «εκκλησιαστή» δεν εννοούσα τον εκκλησια­στή του κ. Φριλίγγου, μα τον εκκλησια­στικό συγγραφέα που έγραψε τον ξορ­κισμό. Lapsus mani ή κιόλας lapsus memoriae... Τίποτα το σοβαρό, λαθάκι τυπικό, μικρό, που κατανοήθηκε από τους με αντίληψη ανθρώπους, και πέρασε απαρατήρητο. Τέτοιαν αξίωση δεν έχω, βέβαια, από τον κ. Φριλίγγο.
Θα μπορούσα, όπως είπα, να δικαιολο­γηθώ. Μα δεν το κάνω. Γιατί βαριέμαι. Γιατί είναι ανιαρό να παριστάνω τον κα­τηγορούμενο για ψύλλου πήδημα μπρο­στά σε αυτόκλητους και μη σοβαρούς ει­σαγγελείς. Παραδέχουμαι λοιπόν, ότι ο «εκκλησιαστής» μου είναι μαργαρίτης, δείγμα αμορφωσιάς κι αγραμματοσύνης μου. Έτσι, ο λίαν περί τα κοντάκια μορφωμένος κ. Φριλίγγος, θα έχει την ικανο­ποίηση πως μ’ εξευτέλισε.
Οπωσδήποτε ευχαριστώ θερμότατα τον κ. Φριλίγγο γιατί με την ανεκδιήγη­τα σχολαστική παρέμβασή του μου ’δωσε θέμα για ένα διηγηματάκι.
Θα πάρω για κύριο πρόσωπο ένα βο­τανολόγο, πολύ καλά μορφωμένο στον κλάδο τον, άνθρωπο όμως με περιορι­σμένη διανοητικότητα και στενή αντίλη­ψη, που θαρρεί πως όλος ο κόσμος κλεί­νεται μέσα στα gnetales, τα cycadales, τα pandales, τα umbelliflorae, τα curcubitales κι άλλα παρόμοια κολοκυνθικά φυτά της συνομοταξίας του. Το μεγάλο έργο της ζωής του ήταν μια μελέτη «περί της οικογενείας των χεδροπών», βραβευμέ­νη από την Εταιρία Φυσικών Επιστη­μών Κυνουρίας.
Μια μέρα έτυχε να διαβάσει σε κάποιο περιοδικό ένα διήγημα γνωστού πεζογράφου, για τον οποίο του είχαν πει καλά λόγια. Όταν έξαφνα τον πιάνει ιερό μένος.  Κι είχε δίκιο ο άνθρωπος!… Ακούστε τι τρομακτικές ανακρίβειες έγραφε ο  «γνωστός» πεζογράφος: Τα υγρά λιβάδια του κάμπου ήταν γεμάτα τριφύλλι με μεγάλο ανθό». Επιστημονικός πυρετός πιάνει τον βοτανολόγο. Κάθεται, λοιπόν και γράφει μακροσκελές γράμμα στο περιοδικό και εξηγεί πως το «τριφύλλιον» (trifolium) όπερ έχει ευμέγεθες άνθος είναι του είδους των λειμωνίων (ενός εκ των 290 ειδών τριφυλλίου) όπερ, όμως, μολονότι λειμώνιον ονομάζεται, φύεται μόνον εις ορεινάς περιοχάς και τόπους ξηρούς και ου­χί εις πεδινάς υγράς εκτάσεις, ως γράφει ο αδαής περί την φυτολογίαν διηγηματογράφος...».
Ταχυδρομεί το γράμμα και περιμένει με ανυπομονησία το ερχό­μενο Σάββατο ν’ αγοράσει το φύλλο του περιοδικού. Φτάνει η ποθητή μέρα και τι χαρά, το γράμμα του δημοσιεύτηκε στην τρίτη σελίδα!
Ακτινοβόλος από ευδαιμονία κραδαίνοντας το φύλλο του περιοδικού, ορμάει στο καφενείο όπου τον περιμένει η παρέα της πρέφας, ανήσυχη για την αργοπορία του. Αυτός, κά­θεται στην τιμητική θέση κι εξηγεί στους φίλους του «πώς έβαλε εις την θέσιν του ένα αγράμματον λογοτέχνην, στηλιτεύσας αυτόν δημόσια». Κι οι απλοϊκοί θα­μώνες τού καφενέ κουνάν με οικτιρμό τα κεφάλια τους επιδοκιμάζοντας και θαυμάζοντας τα λόγια και τις γνώσεις του βοτανολόγου. Όσο γι’ αυτόν, θριαμβεύει γεμάτος ευδαιμονία, γιατί θαρρεί πως έκανε κάτι πολύ-πολύ σπουδαίο!             
Μόλις τελειώσω το παραπάνω διήγημα, που θα το αφιερώσω στον κ. Φριλίγγο, δεν θα παραλείψω να σας το στείλω. Κι ελπίζω πως θα μου κάνετε την τιμή να το δημοσιεύσετε. Θα μου πείτε πως το θέμα το εξάντλησε ο Φλωμπέρ στο Bouvard et Pécuchet, στο αριστουργημα­τικό αυτό αρχείο της «ανθρώπινης ανοησίας εν τη γνώσει». Οπωσδήποτε προτιμώ που είμαι αγράμματος Καραγάτσης κι όχι φωστήρας περί την ταλμουδική Φριλίγγος».
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Η Α. Φραντζή παραθέτει ολόκληρη την απάντηση του Καραγάτση, εκτός από την προσφώνηση και το κλείσιμο. Όμως σε δυο σημεία που ο Καραγάτσης έχει αποσιωπητικά, στο άρθρο εμφανίζονται αποσιωπητικά σε παρένθεση, δηλ. (…), δίνοντας τη λαθεμένη εντύπωση πως παραλείπεται κάποιο απόσπασμα. Αποκατάστησα τα κανονικά αποσιωπητικά.

Δεν αργεί η ανταπάντηση του Φριλίγγου, ο οποίος στο επόμενο τεύχος του ίδιου περιοδικού [Ν.Γ. 160 (23.12.1939) 3-4] σχολιάζει με σκληρούς χαρακτηρι­σμούς την αντίδραση του Καραγάτση. Αναφέρεται στην «ανάγωγη απάντη­σή» του, που «αντίς σα λογοτέχνης με την πιο στοιχειώδη μόρφωση κι ανατρο­φή να κάνει μιαν εύσχημη υποχώρηση, βγήκε χωρίς συναίσθηση να ειρωνευτεί με την παθολογικά εγωιστική κι υπερ­βολικά μικρομέγαλη απάντησή του» και συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως «ο κ. Καραγάτσης φαίνεται πως είναι υπερ­βολικά αράθυμο παιδί και μολονότι πά­τησε, όπως μαθαίνω, γιατί δεν τον γνω­ρίζω προσωπικά, τα τριάντα πέντε, ακό­μα δεν μπόρεσε να τα καταλάβει αυτά τα πράματα. Τα διάφορα «lapsus mani» (lapsus manus, παρακαλώ. Το manus κά­νει και στη γενική manus κι όχι mani, για­τί είναι της Α’ κι όχι της Β’ λατινικής κλίσης) κι όλες οι Βοτανολογικές και Φλωμπαίρειες γαλλικούρες δε σωτηρεύουν σε τέτοιες ώρες».

Να σημειωθεί πάντως πως ο Καραγάτσης δεν είχε «πατήσει τα τριανταπέντε», όπως γράφει ο Φριλίγγος, αλλά μόνο τα 31 (γεννημένος το 1908). Μοιραία, η αιχμηρή απάντηση του Καραγάτση προκαλεί εξίσου σκληρή ανταπάντηση από τον Φριλίγγο.

Παράλληλα, και στο ίδιο τεύχος [Ν.Γ. 160 (23.12.1939) 11], έρ­χεται ενισχυτικά στην απάντηση του Φριλίγγου επιστολή του Στ. Γιαννακόπουλου (θυμίζω ότι ο Σταύρος Γιαννακόπουλος, νεαρός φοιτητής τότε, έμελλε αργότερα να γίνει πασίγνωστος ως συγγραφέας και μεταφραστής με το ψευδώνυμο Πέτρος Ανταίος) με τον τίτλο «Μια γνώμη», στην οποία επικρίνει τον Καραγάτση για τον τρόπο που αντιδρά στην παρατήρηση που του έγινε. Θεωρεί ότι η αντίδραση του Καραγάτση δείχνει ότι «είναι πολύ κακοπροαίρετος» και αναλαμβάνοντας την υποστήριξη του Φριλίγγου ισχυρίζε­ται ότι πρόθεση του Καραγάτση ήταν «η ταπείνωση και η ένδειξη περιφρόνησης στο αθόρυβο έργο του "ποιητή" μεταφραστή των βιβλικών αριστουργημά­των (...)». Η επιστολή του Γιαννακόπουλου γενικεύει το θέμα, υποστηρίζο­ντας πως «οι σημερινοί καλλιτέχνες απογοητεύουν σαν πλησιάσεις τη συνεί­δησή τους, την ψυχή τους» και θέτει κυρίως το ζήτημα του ήθους της νέας γε­νιάς, που κατατρίβεται σε μικροπρέπει­ες και κρίνει αρνητικά τη στάση της απέ­ναντι στους παλαιότερους.

Ολόκληρη η επιστολή του Στ. Γιαννακόπουλου (του μετέπειτα Π. Ανταίου) βρίσκεται εδώ. Κατά πάσα πιθανότητα, η Άντεια Φραντζή δεν συσχέτισε τον νεαρό επιστολογράφο του 1939 με τον γνωστό συγγραφέα· φαντάζομαι πως αν είχε υπόψη της ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, θα το είχε επισημάνει.

Στο σημείο αυτό αρχίζει η εμπλοκή του Λαπαθιώτη, ο οποίος στέλνει μια σύντο­μη, σχετικά, επιστολή στο επόμενο τεύ­χος του ίδιου περιοδικού [Ν.Γ. 161 (30.12.1939) 3]. Γράφει, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης τα ακόλουθα και ενώ παρακά­μπτει την αξιολόγηση του συγγραφικού ταλέντου του Καραγάτση, με τρόπο που αφήνει αμφιβολίες για το κατά πόσον εκτιμά το λογοτεχνικό του έργο, αναφέ­ρεται επικριτικά στο ήθος του, κάνο­ντας, μάλιστα, μνεία παλαιότερης ανάρ­μοστης συμπεριφοράς του:
«Διαβάζω σ’ ένα τελευταίο φύλλο σας, ένα πικρότατο –και δικαιότατο–γράμμα του κ. Στ. Γιαννακοπούλου, σχετικό με μια ορθή παρατήρηση, που έκαμε σε κάποιο διήγημα του κ. Καραγάτση ο κ. Φριλίγγος, -και με την απάντηση του διηγηματογράφου αυτού, χολωμένου για την παρατήρηση.
Μήπως, όμως, ο κ. Γιαννακόπουλος έχει την αφέλεια να πιστεύει ότι εκείνο που διακρίνει κάποιους «μοντέρνους» διηγηματογράφους μας, είναι το ήθος και η ευπρέπεια;... Έτσι θα έπρεπε να ήταν, βέβαια! Αλλά, μεταξύ του «είναι» και του «πρέπει» υπάρχει μια τρομαχτι­κή απόσταση!...
Ειδικά, μάλιστα, στην περίπτωση του παραπάνω διηγηματογράφου, η απρέπεια και το κόρδωμα είναι ο κανόνας! Δεν πάει πολύς καιρός που, παίρνο­ντας αφορμή από κάποιο ανώνυμο γράμμα, που είχε λάβει (γράμμα κάπως άτοπο, ίσως, αλλά και με πολλές-πολλές αλήθειες κατά βάθος), ο κύριος αυτός σήκωσε στο περιοδικό Νέα Εστία ολόκληρη δονκιχωτική εκστρατεία εναντίον του φτωχού ανωνυμογράφου εκστρατεία, που δε δικαιολογούσε τί­ποτε, και που δεν αποσκοπούσε παρά σε μια κοινότατη αυτοδιαφημιστική υποκίνηση θορύβου[2]
Δεν είναι, φυσικά, εδώ η θέση για να επιχειρήσουμε να κρίνουμε, αν, και κα­τά πόσο, ο κύριος αυτός θα είχε το δι­καίωμα να διεκδικεί, πραγματικά, τον τίτλο του λογογράφου. Αυτό είναι άλλο κεφάλαιο, που κάποτε μπορεί να επα­νέλθουμε, αλλά που δε μπορεί ν’ αποτε­λέσει αντικείμενο μιας τόσο σύντομης επιστολής. Εκείνο που προέχει, εδώ, εί­ναι αν έχει το δικαίωμα να διεκδικεί τον τίτλο του σεμνού και καλοαναθρεμμένου ανθρώπου! Κι απ' αυτό τον τίτλο απέχει πολύ...
Το γράμμα μου αυτό, κινημένο από την πιο ειλικρινή και ζωηρή αγανάκτηση, έχει σκοπό να κάμει γνωστό ότι αν η απρέπεια ορισμένων ατόμων, που, μην έχοντας, ίσως, άλλον τρόπο, επιχειρούν έτσι ν’ αποκτήσουν φήμη, αποκαρδιώνει, και δίκαια, τους νέους -δεν παύει, η απρέπεια αυτή ν’ αποκαρδιώνει και τους παλαιότερους -ένας απ' τους οποί­ους υπογράφεται,
Μ’ αγάπη
 Ναπολέων Λαπα­θιώτης».

Ο Καραγάτσης, ίσως κι εξαιτίας της δημοσίευσης αυτής της επιστολής του Λαπαθιώτη, συναισθάνεται την ανάγκη να χαμηλώσει την ένταση της αντιπαρά­θεσης, πράγμα που φαίνεται και από τον μετρημένο τρόπο με τον οποίο απα­ντά στο επόμενο φύλλο του ίδιου περιο­δικού [Ν.Γ.162 (6.1.1940) 3]. Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη, σιωπηρά, έχει, αποδεχθεί τη διόρθωση του Φριλίγγου: Στη συγκέντρωση των διηγη­μάτων του Η λιτανεία των ασεβών, που κυκλοφορεί ωστόσο χωρίς χρονολογική ένδειξη έκδοσης αλλά περιλαμβάνει χρονολογημένα διηγήματα από το 1935 έως το 1939[3] ο Καραγάτσης μετατρέπει τον «Εκκλησιαστή» της πρώτης δημοσί­ευσης σε «καλόγερο ποιητή». Ανάλογες παρεμβάσεις και στη μεταγενέστερη έκ­δοση διηγημάτων του[4], αυτή τη φορά με τη μέθοδο της παράλειψης. (Αυτό που εννοεί η Α.Φ. είναι ότι στην μεταγενέστερη έκδοση, που είναι κι αυτή που μπορεί να βρει ο σημερινός αναγνώστης στα βιβλιοπωλεία, το επίμαχο απόσπασμα είναι: Σηκώνοντας τα χέρια τα ’κανα σταυρό· και τον ξόρκισα, με τα λόγια τα φοβερά)

Η σύντομη επιστολή του Καραγάτση είναι:

Φίλε κ. Διευθυντά,
Κάποια παρεξήγηση υπάρχει στις σχέσεις μου με τον κ. Ν. Λαπαθιώτη, που θα ήθελα να την λύσω οπωσδήποτε.
Θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος, αν ο κ. Ναπ. Λαπαθιώτης μού τηλεφωνούσε κανένα μεσημεράκι (αρ. τηλεφώνου 70.712), να παίρναμε ένα ραντεβού, να γνωριστούμε προσωπικώς, να τα μιλήσουμε δια ζώσης. Κ’ είμαι βέβαιος πως θα συνεννοηθούμε, γιατί καθόσο με αφορά, είμαι αποφασισμένος να το κανονίσω φιλικά το ζήτημα του κ. Λαπαθιώτη.
            Με φιλικούς χαιρετισμούς
            Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Βλέπουμε δηλαδή πως ο Καραγάτσης αδιαφορεί πλήρως (και επιδεικτικά) για τον Φριλίγγο, αλλά και για τον αναγνώστη Στ. Γιαννακόπουλο, και η διάθεσή του για συνδιαλλαγή επικεντρώνεται αποκλειστικά (και επιδεικτικά) στον Λαπαθιώτη. Με τα σημερινά μέτρα, ίσως προκαλεί εντύπωση η δημόσια ανακοίνωση της επιθυμίας για συνάντηση, με επίσης δημόσια αναφορά του αριθμού τηλεφώνου.
Ωστόσο, η αλληλογραφία Καραγάτση - Λαπαθιώτη συνεχίζεται ιδιωτικά. Από το αρχείο Καραγάτση σας μεταφέρω αυτούσια την επιστολή του Λαπαθιώτη, που έρχεται ως απάντηση στον Καραγάτση, ο οποίος είχε ζητήσει να συνα­ντηθεί μαζί του, όπως συνάγεται από τη σχετική απάντηση του Λαπαθιώτη. Γρά­φει, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης στις 8 Ιανου­αρίου του 1940 την ακόλουθη επιστολή, στην οποία διακρίνουμε το προσωπικό του ύφος και, λαμβάνοντας υπόψη την ερωτική ιδιαιτερότητά του, θα μπορού­σαμε να εντοπίσουμε, ως ένα βαθμό, και ένα διφορούμενο τόνο:

8.Ι.40
Φίλε κ. Καραγάτση,

Δε θά 'χη, ίσως, φτάσει ώς την ακοή σας, πως είμ' ένα πραγματικό ζωύφιο της νύχτας (είχα διακόψει αυτή την τα­κτική, για ένα χρόνο, μα ξαναγύρισα στις συνήθειές μου, λογαριάζοντας το πείραμα αποτυχημένο), —κι' έτσι, θα μου ήταν δύσκολο πολύ ν' ανταποκρι­θώ στην επιθυμία σας -που είναι κι έντονη δική μου–, να συναντηθούμε «κάποιο μεσημεράκι», να τα πούμε!—
Υπάρχουν, μολαταύτα, κι' άλλες ώρες, προσιτές και λογικές, όπως το βραδάκι, ή, πιο καλύτερα, η ωραία μας η νύχτα, έστω κι η προχωρημένη... Δεν ξαίρω, πάντως, αν και οι δικές σας... ικανότη­τες φτάνουν ώς εκεί!-
Προς το παρόν, κατακρυολογημένος, ούτε και σ' αυτό θα τα καταφέρω να φα­νώ, εγώ, ικανός! Θα σας παρακαλούσα να κάμετε μια στάλα υπομονή,-
Η ευγενική σας απάντηση με υποχρε­ώνει να βρεθώ σε αντιφάσεις με τα λεγό­μενα τού ίσως κάπως βιαστικού εκείνου διαβήματός μου ... Μακάρι! Το επιθυ­μώ, και το ελπίζω, άλλωστε, ειλικρινά, βεβαιωθήτε!-
Ας αναβάλουμε, λοιπόν, αυτό το... κο­σμοϊστορικό γεγονός, για λίγο!-
Πρόθυμος,
Ναπολέων Λαπαθιώτης
οδός Κουντουριώτη, 23

Κάτι που δεν επισημαίνεται επαρκώς στο άρθρο είναι η ταχύτητα της απάντησης του Λαπαθιώτη: η επιστολή Καραγάτση που δηλώνει την επιθυμία για ραντεβού δημοσιεύεται στο φύλλο των Νεοελληνικών Γραμμάτων της 6.1.1940 και ο Λαπαθιώτης απαντά αμέσως, δυο μέρες αργότερα.

Είναι βέβαιο πως η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, τουλάχιστον ως τις 28 Μαρτίου 1940, που μία δεύτερη επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Καραγάτση το επιβεβαιώνει. Οι επιστολές τού Καραγάτση προς τον Λαπαθιώτη, τουλάχιστον δύο, προσώρας λανθά­νουν.[5] Έτσι, υποχρεωτικά, αντιλαμβανό­μαστε τα ερωτήματα που θέτει ο Καραγάτσης προς τον Λαπαθιώτη, μέσα από την ανάγνωση της απάντησής του. Είναι φανερό πως ο Καραγάτσης έχει εκφρά­σει την ανησυχία του για τις όποιες επι­φυλάξεις για το έργο του έχει αφήσει ο Λαπαθιώτης να διαφανούν. Παράλλη­λα, αντιλαμβανόμαστε πως ο Λαπαθιώ­της έχει διάθεση να συνεχίσει αυτή η μορφή επικοινωνίας και επιδιώκει μέσα από τη συστηματική (έως σχολαστική) ενασχόληση του με το έργο του Καραγάτση, (που δηλώνει ότι αγνοεί στο σύνολό του), να δοκιμάσει την ενδεχόμενη ανα­θεώρηση των επιφυλάξεών του.
Γράφει, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης την πα­ρακάτω επιστολή:
28.ΙΙΙ.40.
Αγαπητέ μου κ. Καραγάτση,
Επειδή μ' αρέσει να είμαι τίμιος (ένα βίτσιο μου, κι' αυτό,- και κάπως démodé!), με το σημερινό μου γράμμα, δε θα κάνω τίποτ' άλλο, παρά να προ­σπαθήσω, να σας εξηγήσω, γιατί έγρα­ψα εκείνη τη φράση, την επιφυλακτική για το ταλέντο σας ... -Είμαι βέβαιος πως σας ενδιαφέρει.'-
Στο «Γυρισμό του Γιούγκερμαν» (που κι ο τίτλος του, μου θυμίζει το «Γυρισμό του Silbermann», ακατανίκητα!), το μό­νο σας που μπορώ να πω πως ξαίρω, και που σεις -αντίθετα προς άλλους, που προτιμούν τη "Χίμαιρα", που εγώ, δεν ξαίρω-, λέτε για το καλύτερό σας, βρή­κα πολύ-πολύ στοιχείο εκείνου που λένε «pour épater le bourgeois». Λέτε να φταίνε τα δικά μου μάτια;...-
«Ο γυρισμός του Γιούγκερμαν» ήταν νουβέλα, συνέχεια του «Γιούγκερμαν»,  που μαζί με τη νουβέλα «Το βουνό των λύκων» περιλαμβάνονται σήμερα στον τόμο «Τα στερνά του Γιούγκερμαν». Ο Λαπαθιώτης υπονοεί το μυθιστόρημα Le retour de Silbermann, του Γάλλου Jacques de la Cretelle (1888-1985) που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1929 και κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά ο ίδιος, άριστα ενημερωμένος στη γαλλική λογοτεχνία, ασφαλώς θα το ήξερε. Το μυθιστόρημα αυτό είναι συνέχεια του παλαιότερου (1922) βραβευμένου μυθιστορήματος Silbermann του ίδιου συγγραφέα.
Βέβαια, όλ' αυτά, είναι πολύ ελαστικά κι απροσδιόριστα, κι ούτε μπορεί ν' αναλυθούν, με συγκεκριμένα λόγια, κι ακριβή, —μα τέτια ήταν η εντύπωσή μου. Και σύμφωνα μ' αυτή μου την εντύπω­ση, είχα ετοιμάσει, για περίπτωση που ο... πόλεμός μας θα κηρυσσότανε ορι­στικά και μια «συνταγή του πώς να γρά­φεται ένα ρομάντσο à la Καραγάτση»! Τη συνταγή αυτή, θα σας τη δείξω, άμα θα γίνουμε πιο φίλοι, -μόνο τότε!—
Δεν είμαι τόσο μακρυά απ' την πραγ­ματικότητα, φυσικά, ώστε να ξαίρω πως με λίγη... κακή θέληση, και με λίγο χιού­μορ τεχνικό, μπορεί να γελοιοποιήσει κανένας τα πάντα (κι ίσως, μάλιστα, τ' αριστουργήματα, να δίνουν πιο πολλή λαβή, σε τέτια πονηρή γελοιογράφηση!), -αλλά, σ’ αυτή τη «συνταγή», κα­θώς σ' όλες τις γελοιογραφίες, υπάρχει κι αρκετή δόση αλήθειας!-
Κι αν είν’ ένας λόγος που να θέλω να σας γνωρίσω περισσότερο, είναι, ίσα-ίσα, γιατί αισθάνομαι πως πιθανόν και να σας άρπαξα μονόπλευρα, -και με κά­ποια «κακή» θέληση, το ξαναλέω...-
Συμπέρασμα: θέλω τα βιβλία σας, au tout complet, για να είμ’ εν τάξει με τη συ­νείδησή μου, αφού, καθώς το είπα ήδη, εξακολουθώ να έχω, στα 1940, αυτό το βίτσιο το σχολαστικό!
Και σας το ζητώ, αυτό, ακόμα, κι εν ονόματι του ανθρώπου που έχει μια κα­λή βιβλιοθήκη, με κομπλεταρισμένες τις σειρές των έργων των κυριότερων λογογράφων, ξένων και δικών μας.
Και τώρα που σας γνωστοποίησα όλ' αυτά, είμαι πιο ήσυχος, και καθαρός, απέναντι σας...
Κι επιμένω να τα περιμένω!

Μ’ αγάπη
Ναπολέων Λαπαθιώτης

            Ο τόνος της επιστολής του Λαπαθιώτη αφήνει να εννοηθεί μια πιθανή προοπτι­κή φιλίας ως ενδεχόμενο, αλλά και μια διάθεση να ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του Καραγάτση και να επανεξε­τάσει τη θέση του.
            Αν και λείπουν τα στοιχεία που θα επι­βεβαίωναν την πραγμάτωση αυτής της σχέσης, διαθέτουμε με έμμεσο τρόπο τη βεβαιότητα ότι η ουσιαστική αυτή επικοινωνία δεν συνετελέσθη. Ένα κείμενο του Λαπαθιώτη που δημοσιεύεται λί­γους μήνες αργότερα στα Νεοελληνικά Γράμματα [Ν.Γ. 184 (8.6.1940) 1-2] και φέρει τον τίτλο «Μιλώ για κάποιους αυτοθαυμασμούς» [ίσως την προσθέσω αργότερα, πάντως τo έχω] , φανερώνει ότι ο Λαπαθιώτης επιμένει στην παρουσίαση στοι­χείων καταγγελτικών όχι πια ονομαστι­κά του Καραγάτση, αλλά γενικότερα αναφέρεται στην επίδειξη, τον κομπα­σμό και τον αυτοθαυμασμό των νέων συγγραφέων. Η παράθεση μιας φράσης από συνέντευξη νέου συγγραφέα, που θυμίζει Καραγάτση, χωρίς ωστόσο να τον μνημονεύει, δημιουργεί μια πρώτη ένδειξη. Το απόσπασμα που παραθέτει και σχολιάζει αρνητικά ο Λαπαθιώτης είναι το εξής: «Στις λογοτεχνικές μου ικανότητες (δε ντρέπουμαι να το πω»), έχω απόλυτη βεβαιότητα, όσο κι αν έχουν μερικοί αντίθετη γνώμη!...».
Αλλά αν στην περίπτωση αυτής της αναφοράς θα μπορούσε κανείς να εκφράσει τις επιφυλάξεις του για το κατά πόσον ο Λαπαθιώτης παραπέμπει στον Καραγάτση, ένα δημοσίευμα που πα­ρουσιάζεται πολύ αργότερα δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, τις προϋποθέσεις για να αναγνωρίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τη συνάρτηση του με τον Κα­ραγάτση. Στα Καλλιτεχνικά Νέα [(23,10,1943) 5-6], το περιοδικό που εξέ­διδε ο Μεραναίος, ο Λαπαθιώτης, σε ένα από τα τελευταία του δημοσιεύματα, διόμισι μήνες πριν από την αυτοκτονία του, επανέρχεται στο ίδιο θέμα. Αυτή τη φορά με τίτλο «Περί αυτοδιαφημίσεως, και άλλων» ο Λαπαθιώτης περιγράφει καθαρότερα, κατά τη γνώμη μου, τον Καραγάτση, καθώς μνημονεύει την πρόθεση του να συντάξει αυτή τη φορά έναν «Οδηγό συνοπτικό, του πώς μπο­ρεί κανένας ν’ αυτοδιαφημίζεται», «λα­βαίνοντας», όπως λέει, «αφορμή απ' την περίπτωση, την αρκετά χαρακτηριστι­κή, ενός από τους νέους λογογράφους μας, με αρκετό ταλέντο, που προσπαθεί να κάνη τον ιδιότυπο... (και ο οποίος, όπως μας λέει) επιμένει να μεταχειρίζε­ται τους πιο ασυμπαθείς τρόπους, ανοί­γοντας καβγάδες, όλως άκαιρους και διαπληκτιζόμενος με άλλους συναδέλ­φους τον, με ύφος αγοραίο, κουτσαβάκικο!». Κλείνοντας αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενό του ο Λαπαθιώτης, αφού προηγουμένως απονέμει στον εν λόγω νέο λογογράφο τους χαρακτηρι­σμούς της απρέπειας και αμετροέπειας, καταλήγει ότι αυτόν τον «Οδηγό» ...θα τον γράψει ειδικά γι’ αυτόν, και μάλιστα (όπως λέει) θα του τον αφιερώσ(ει).[6] Και καταλήγει: «Κι ας είναι βέβαιος ότι αυτή η αφιέρωση μου, που θα φροντίσω να την κάνω παταγώδη, θα του κάνη πε­ρισσότερο καλό -από απόψεως "καλής" διαφημίσεως, πράγμα που πολύ επιθυμώ- απ' όλες του τις άκαιρες, κι ανάρμο­στές του πράξεις, κι απ’ όλα του, απ' όλα του, μαζί, τα τωρινά ή περασμένα ατο­πήματα...».
Κλείνοντας, θα ήθελα να θέσω ένα ερώ­τημα που ωστόσο εύλογα προκύπτει. Για­τί, άραγε, ο Λαπαθιώτης ασχολείται τόσο επιτακτικά με τον Καραγάτση; Ποιος, άραγε, να είναι ο λόγος ή οι λόγοι, που τον ωθούν σ' αυτή την εμμονή;
Θα αποπειραθώ να δώσω μια πρώτη απάντηση, που ωστόσο δεν είναι υπο­χρεωτικά και η μόνη. Κάνοντας μιαν αναδρομή στο παρελθόν του Λαπαθιώ­τη και αναζητώντας μιαν απάντηση που να αιτιολογεί την εμμονή του στο πρό­σωπο του Καραγάτση, βρήκα μια ενδια­φέρουσα αναφορά του στο κείμενό του που τιτλοφορείται Η ζωή μου[7], κείμενο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο σε συνέχειες από 28 Απριλίου έως 14 Νοεμβρίου του 1940 και στο οποίο ο Λαπαθιώτης αναφέρε­ται στη ζωή του από τη γέννηση του (31.10.1888) έως τις αρχές του 1917.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα που αποκαλύπτει τις οικογενειακές και πο­λιτικές σχέσεις των οικογενειών τους:
«Είμαστε τώρα στο σωτήριον χιλιοστόν εννεακοσιοστόν τρίτον έτος! Την εποχή εκείνη ο πατέρας μου, έπειτα από μερικές αποτυχίες, εξελέγη βουλευτής Τυρνάβου, σε συνδυασμό με τον Γεώρ­γιο Ροδόπουλο, το δικηγόρο. (...) Και συνεχίζει μια θαυμάσια περιγραφή της περιπλάνησής τους από τη Λάρισα στον Τύρναβο και την εξαίσια εμπειρία της διαδρομής των Τεμπών.
Το 1903, βέβαια, δεν είχε γεννηθεί ο Καραγάτσης, ωστόσο η οικογενειακή αυτή αναφορά που συνέδεε τις δύο οι­κογένειες έδινε, πιστεύω, στον Λαπα­θιώτη το δικαίωμα να θεωρεί πως ο νεα­ρός Καραγάτσης θα έπρεπε να έχει ανά­λογους τρόπους που να φανερώνουν την καλή οικογενειακή του καταγωγή.
Παρά τις ιδιορρυθμίες του και τις προ­κλήσεις του, ο Λαπαθιώτης δεν αποδε­χόταν τις απρέπειες, τον κομπασμό ή αυτό που χαρακτηριστικά ονομάζει «ύφος κουτσαβάκικο».
Ο Καραγάτσης, επεδίωξε, από πολύ νωρίς να διαχωρίσει τη θέση του από την οικογενειακή παράδοση. Παρά το γεγονός ότι κράτησε τη θερμή σχέση με τον τόπο των παιδικών του χρόνων και των καλοκαιρινών του διακοπών, τη Θεσσαλία και κυρίως τη Ραψάνη, φρό­ντισε να «κατασκευάσει» τον συγγρα­φέα Καραγάτση, ένα ξεχωριστό πρόσω­πο διαφορετικό από την οικογένειά του, που οι προδιαγραφές της δεν άντεχαν, καταρχήν τουλάχιστον, να έχουν γόνο ένα λογοτέχνη. Η ζωή, βέβαια, διέψευσε τους Ροδόπουλους και τις επιφυλάξεις που είχαν. Ο Καραγάτσης εξακολουθεί, ως τις μέρες μας, με το έργο του να τιμά. κατά τον καλύτερο τρόπο τον τόπο που τον γαλούχησε. Η κριτική πρόσληψη του έργου του Καραγάτση συχνά κατέ­φυγε στη χαρακτηρολογία για να κρύ­ψει την αμηχανία της μπρος στο φαινό­μενο της αναγνωστικής αντοχής του. Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο: ο Καραγά­τσης είναι, ως τις μέρες μας, ο ανθεκτι­κότερος πεζογράφος της γενιάς του '30.

Άντεια Φραντζή





[1] 1. Βλ. Κ.Α. Δημάδης, Δικτατορία, Πόλεμος και Πεζογραφία (1936-1944), Αθήνα, Εστίας, 2004, σ. 207-208.
[2] Εδώ ο Λαπαθιώτης μνημονεύει μια υπόθεση που εξελίχθηκε στις στήλες της Νέας Εστίας αλλά και άλλων εντύπων, που έναρξή της υπήρξε η παρουσίαση και ο σχολιασμός από τον ίδιο τον Καραγάτση ανώνυμης επιστολής, Βλ. Νέα Εστία 262 (15.11.1937) 1745-1746.
[3] Στην έκδοση των διηγημάτων Η λιτανεία των ασεβών, Αθήνα, Γκοβόστης, χ.χ.έ., περιλαμβάνονται τα εξής διηγήματα: «Μοναχικό ταξείδι. στα Κύθηρα» (1935), «Το αφεντικό» (1935), «Tynebridge» (1937), «S/S Cruz de Sur» (1938), «Τα κόκκινα τζαγγία» (1937), «Χριστούγεννα του 1748» (1938), «Ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι» (1939).
[4] Η μεγάλη λιτανεία, Αθήνα, Εστία, 1955. Βλ. Σχετική αναφορά στο βιβλίο του Κ.Α. Δημάδη, ο.π. σ. 208, σημ. 11.
[5] Στο μέρος του αρχείου Λαπαθιώτη που ανήκει στο ΕΛΙΑ δεν  εντοπίστηκε καμία επιστολή Καραγάτση προς Λαπαθιώτη.
[6] Βλ. και τη δεύτερη επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Καραγάτση που δημοσιεύεται παραπάνω, στην οποία αναφέρει ότι είχε ετοιμάσει «συνταγή του πώς να γράφεται ένα ρομάντσο à la Καραγάτση».
[7] Βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης Η ζωή μου. Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, Αθήνα, Στιγμή, 1986.