Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Ένας φιλολογικός καβγάς στην Αθήνα του 1939 και μια συνάντηση που δεν πραγματοποιήθηκε

Πηγήhttp://www.sarantakos.com



Στο κυριολεκτικά τελευταίο τεύχος του Αντί (τ. 919, 11.4.2008), εννοώ το τεύχος με το οποίο έκλεισε την σχεδόν 35χρονη πορεία του το περιοδικό του Χρ. Παπουτσάκη που σημάδεψε τη μεταπολιτευτική περίοδο, η Άντεια Φραντζή δημοσιεύει ένα ενδιαφέρον άρθρο με θέμα μια ιδιότυπη συνάντηση Λαπαθιώτη – Καραγάτση· στην πραγματικότητα, το θέμα ξεκίνησε από έναν φιλολογικό καβγά ανάμεσα στον Καραγάτση και στον Κώστα Φριλίγγο από τις στήλες ενός περιοδικού, όπου θεώρησε σκόπιμο να παρέμβει ένας αναγνώστης και ύστερα ο Λαπαθιώτης.

Με δυο λόγια η ιστορία έχει ως εξής: ο Μ. Καραγάτσης δημοσιεύει στο περιοδικό ένα διήγημα στο οποίο περιλαμβάνει κι έναν εξορκισμό. Από παραδρομή, αποδίδει το κείμενο του εξορκισμού στον «εκκλησιαστή». Ο Κώστας Φριλίγγος, εβραϊστής δεινός, που κατά σύμπτωση πριν από λίγους μήνες είχε παρουσιάσει από το ίδιο περιοδικό μια μετάφραση του βιβλικού Εκκλησιαστή, επισημαίνει την αβλεψία. Ο Καραγάτσης αντιδρά με ειρωνική επίθεση στον Φριλίγγο, ο οποίος ανταπαντά –και ταυτόχρονα, δύο αναγνώστες του περιοδικού, ο νεαρότατος και ακόμα άγνωστος Στ. Γιαννακόπουλος και ο πασίγνωστος τότε Ναπολέων Λαπαθιώτης, στέλνουν επιστολές με τις οποίες συντάσσονται με τον Φριλίγγο και επικρίνουν τον Καραγάτση για την απρέπειά του. Ο Καραγάτσης επανέρχεται διαλλακτικός, αλλά αποκλειστικά και μόνο προς τον Λαπαθιώτη. Ακολουθεί ιδιωτική αλληλογραφία Λαπαθιώτη-Καραγάτση· τις επιστολές Λαπαθιώτη τις φέρνει στο φως η Άντεια Φραντζή. Απ' ό,τι φαίνεται, η μεταξύ τους συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι πρωταγωνιστές του επεισοδίου ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές ηλικιακά και βρίσκονται σε διαφορετικές φάσεις της ζωής: ο Φριλίγγος είναι 57 χρονών, και βρίσκει «αράθυμο παιδί» τον Καραγάτση που δεν είναι παρά 31 –ανάμεσά τους, αλλά πιο κοντά στον Φριλίγγο, βρίσκεται ο Λαπαθιώτης, στα 51 του. Ο Σταύρος Γιαννακόπουλος, που παρεμβαίνει στο επεισόδιο υπέρ Φριλίγγου, είναι ο νεότερος απ’ όλους μια και δεν έχει ακόμα κλείσει τα 20 του χρόνια.

Φυσικά, ο περιορισμένος χώρος του περιοδικού δεν αρκούσε για την παράθεση όλων των κειμένων. Μια και τυχαίνει να έχω στα χέρια μου τις περισσότερες πηγές,  πρόσθεσα τα πλήρη κείμενα (προς το παρόν όχι όλα· επιφυλάσσομαι) για να έχουμε πληρέστερη εικόνα. Βάζω επίσης και κάποια δικά μου σχόλια, με κόκκινο για να ξεχωρίζουν.

Ενημέρωση, 16 Ιουνίου 2008: Στην πρώτη γραφή των σχολίων μου, αγνοούσα ποιος ήταν ο νεαρός Στ. Γιαννακόπουλος που πήρε μέρος στον φιλολογικό αυτόν καβγά, όπως άλλωστε φαίνεται να το αγνοεί και η Άντεια Φραντζή που έγραψε το άρθρο. Όταν όμως αφηγήθηκα το επεισόδιο στον πατέρα μου, τον Δημήτρη Σαραντάκο, τον άκουσα να μου λέει με απόλυτη φυσικότητα, «δηλαδή ο Πέτρος Ανταίος». Πράγματι, ο μυτιληνιός Σταύρος Γιαννακόπουλος (1920-2002), φοιτητής τότε της Ανωτάτης Εμπορικής, ως πολιτικός πρόσφυγας χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Πέτρος Ανταίος με το οποίο υπέγραψε τα λογοτεχνικά του έργα και τις μεταφράσεις του και με το οποίο έχει μείνει στην ιστορία των γραμμάτων μας και του αριστερού κινήματος.



Λαπαθιώτης - Καραγάτσης: Μια ιδιότυπη συνάντηση

της Άντειας Φραντζή από το Αντί τ. 919 (11.4.2008), με επιπλέον σχόλια του Νίκου Σαραντάκου

Το Νοέμβριο του 1939 ο Καραγά­τσης δημοσιεύει στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα [Ν.Γ. 156 (25.11.1939) 1-3] το διήγημα του «Ο άνθρωπος με το κανελί πανω­φόρι»· το γνωστό διήγημά του, που ανα­φέρεται στον Παπαδιαμάντη. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών στο ίδιο πε­ριοδικό με αντικείμενο μια συγκεκριμέ­νη και λανθασμένη παραπομπή του Καραγάτση[1]. Στην πρώτη αυτή δημοσίευ­ση του διηγήματος αυτού ο Καραγά­τσης, προς το τέλος της αφήγησης του, μνημόνευε το ακόλουθο παράθεμα, το οποίο απέδιδε στον Εκκλησιαστή: «Επιτιμά σοι, Κύριος, πνεύμα πονηρόν, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαι­μόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον (...) ή αυτός ή ο Βεελζεβούλ, ή καταπείων, ή δρακοντοειδής, ή θηριοπρόσωπος (...) ή ως ερπετόν, ή ως πετεινόν, ή νυκτόλαλον, ή κωφόν, ή άλαλον, ή λάγνον, ή δυσώδες, ή φαρμακόφιλον, ή ερωτο­μανές, ή αστρομαγικόν (...) φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε (...)».

Για τους σημερινούς αναγνώστες ο εξορκισμός ίσως δεν είναι τόσο οικείος, αλλά το 1939 ήταν σαφώς γνωστότερος, οπότε το λάθος του Καραγάτση, που σήμερα φαίνεται ασήμαντο ίσως ήταν πιο εντυπωσιακό με τα μέτρα της εποχής. Ωστόσο, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση που δεν την επισημαίνει ούτε ο Φριλίγγος, ούτε η Άντεια Φραντζή.

Ο συγκεκριμένος εξορκισμός έχει χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον άλλη μια φορά σε λογοτεχνικό κείμενο (δεν υπολογίζουμε την παρωδία του από τον Σκαρίμπα στο Θείο Τραγί). Κατά σύμπτωση, σε διήγημα του Παπαδιαμάντη –και συγκεκριμένα στο διήγημα «Της δασκάλας τα μάγια», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1909 στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας και στη συνέχεια στον τόμο «Η νοσταλγός» των εκδόσεων Φέξη. Δεν είναι από τα πολύ γνωστά διηγήματα του Ππδ, ίσως επειδή δεν ανήκει σε κάποιον δημοφιλή κύκλο (πασχαλινά, θαλασσινά, χριστουγεννιάτικα), ίσως επειδή άλλα είναι πολύ καλύτερα. Και εκεί, εμφανίζεται ο παπα-Γληγόρης, παίρνει το Ευχολόγιο και διαβάζει τον εξορκισμό (το διήγημα μπορείτε να το βρείτε εδώ, η σκηνή του εξορκισμού είναι προς το τέλος).
Ισχυρίζομαι ότι ο Καραγάτσης δεν αποκλείεται να πήρε τον εξορκισμό από το διήγημα του Παπαδιαμάντη· και το λέω αυτό επειδή το διήγημα του Παπαδιαμάντη έχει κάμποσες παραλλαγές σε σχέση με το επίσημο εκκλησιαστικό κείμενο (προφανώς ο Ππδ. παρέθετε από μνήμης) όπως: καταπείων αντί κατασείων, νυκτόλαλον αντί νυκτολάλον, ορθρινόν αντί εωθινόν, και επίσης παραλείπει κάποιες λέξεις. Ε, το κείμενο του Καραγάτση έχει ακριβώς τις ίδιες παραλλαγές και παραλείπει τις ίδιες λέξεις! Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση –εκτός βέβαια αν κι οι δυο τους άντλησαν από κάποια άλλη πηγή, ενδεχομένως μια ελαττωματική εκκλησιαστική έκδοση.

Να προσεχτεί πάντως και κάτι άλλο, ότι ο Καραγάτσης το παράθεμα δεν το αποδίδει στον Εκκλησιαστή (με κεφαλαίο Ε) αλλά στον εκκλησιαστή (με μικρό ε): «Σηκώνοντας τα χέρια μου, τα έκανα σταυρό, και τον εξόρκισα με τα φοβερά λόγια του εκκλησιαστή: ‘Επιτιμά σοι, Κύριος, πνεύμα πονηρόν…’».

Η πρώτη αντίδραση στη λανθασμένη παραπομπή του Καραγάτση προήλθε από τον ποιητή, θεολόγο και ιατρό Κώστα Φριλίγγο, μεταφραστή του Άσματος Ασμάτων και του Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης. Η επιστολή του δημοσιεύθηκε σε επόμενο τεύχος του ίδιου περιοδι­κού [Ν.Γ. 158 (9.12.1939) 3]. Ο Φριλίγγος, εξαίρετος γνώστης της σχετικής πε­ρικοπής, με κάποια ελαφρά ειρωνεία εξηγεί πως αυτή προέρχεται, από τους «εξορκισμούς του Μεγ. Βασιλείου» και ότι βρίσκεται ολόκληρη μέσα στο «Ευχολόγιον», το γνωστό λειτουργικό βι­βλίο της εκκλησίας.

Ολόκληρη η επιστολή Φριλίγγου εδώ. Να σημειώσω πως ο Φριλίγγος παινεύει το διήγημα του Καραγάτση και κρατάει την κριτική του για τον ανώνυμο φίλο του (υπαρκτό πρόσωπο ή εύρημα, δεν ξέρουμε).

Ο μυτιληνιός ποιητής Κώστας Φριλίγγος (1882-1950), ήταν εβραϊστής και είχε μεταφράσει στη δημοτική τον Ιώβ, τους Ψαλμούς και το Άσμα Ασμάτων. Ήταν από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού, με αξιόλογο ποιητικό έργο· επίσης εξέδωσε περιοδικά στη Σμύρνη και τη Μυτιλήνη. Διετέλεσε νομάρχης Μυτιλήνης το 1944 με το ΕΑΜ.
Όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω με την κ. Φραντζή όταν χαρακτηρίζει τον Φριλίγγο «εξαίρετο γνώστη» της περικοπής του εξορκισμού. Αντίθετα, ήταν εξαίρετος γνώστης του Εκκλησιαστή· κατά σύμπτωση μάλιστα, όπως αναφέρει και στην πρώτη επιστολή του, πριν από μερικούς μήνες (συγκεκριμένα στο φ. της 5ης Αυγούστου 1939) ο Φριλίγγος είχε δημοσιεύσει, ακριβώς στα Νεοελληνικά Γράμματα πρωτοσέλιδη εκτενή μελέτη του με εισαγωγή και μετάφραση –από τα εβραϊκά– του Εκκλησιαστή. Αντίθετα, για την εξορκιστική περικοπή μιλάει στη δεύτερη επιστολή του μάλλον με περιφρόνηση, αφού δεν της αναγνωρίζει καμιά λογοτεχνική αξία.
Να επισημάνω πάντως ότι στο διήγημα του Καραγάτση υπάρχει κι άλλο ένα λαθάκι, μάλλον τυπογραφικό, που δεν το επισήμανε ή δεν το σχολίασε κανείς από τους παρεμβαίνοντες. Παρατίθεται λαθεμένο το όνομα ενός βασικού παπαδιαμαντικού ήρωα· γίνεται λόγος για τον βαυαρό γιατρό Βιλς, ενώ βέβαια ο Παπαδιαμάντης, και στονΒαρδιάνο στα σπόρκα και αλλού, γράφει για τον Βίλχελμ Βουδ· ο γιατρός ήταν υπαρκτό πρόσωπο που ζούσε στη Σκιάθο εκείνα τα χρόνια και το πραγματικό του όνομα ήταν Βιλδ (δηλαδή Wild ήταν μάλλον, αλλά με τις συμβάσεις της εποχής έτσι μεταγραφόταν). Στην έκδοση του διηγήματος σε βιβλίο, το όνομα δίνεται Βιλδ.

Ο Καραγάτσης δεν αργεί να απαντή­σει με ύφος εξόχως ειρωνικό που ωστό­σο φανερώνει εξίσου και τη συγγραφική του δεινότητα. Στο επόμενο τεύχος των Νεοελληνικών Γραμμάτων [Ν.Γ. 159 (16.12.1939) 3] γράφει:


ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Αθήνα 13.12.1939
Φίλε κ. Διευθυντά,

«Διάβασα μ’ εξαιρετική προσοχή, ή κα­λύτερα μελέτησα από πολλές πλευρές το γράμμα του κ. Φριλίγγου. Θα μπορούσα να δικαιολογηθώ, ότι, γράφοντας «εκκλησιαστή» δεν εννοούσα τον εκκλησια­στή του κ. Φριλίγγου, μα τον εκκλησια­στικό συγγραφέα που έγραψε τον ξορ­κισμό. Lapsus mani ή κιόλας lapsus memoriae... Τίποτα το σοβαρό, λαθάκι τυπικό, μικρό, που κατανοήθηκε από τους με αντίληψη ανθρώπους, και πέρασε απαρατήρητο. Τέτοιαν αξίωση δεν έχω, βέβαια, από τον κ. Φριλίγγο.
Θα μπορούσα, όπως είπα, να δικαιολο­γηθώ. Μα δεν το κάνω. Γιατί βαριέμαι. Γιατί είναι ανιαρό να παριστάνω τον κα­τηγορούμενο για ψύλλου πήδημα μπρο­στά σε αυτόκλητους και μη σοβαρούς ει­σαγγελείς. Παραδέχουμαι λοιπόν, ότι ο «εκκλησιαστής» μου είναι μαργαρίτης, δείγμα αμορφωσιάς κι αγραμματοσύνης μου. Έτσι, ο λίαν περί τα κοντάκια μορφωμένος κ. Φριλίγγος, θα έχει την ικανο­ποίηση πως μ’ εξευτέλισε.
Οπωσδήποτε ευχαριστώ θερμότατα τον κ. Φριλίγγο γιατί με την ανεκδιήγη­τα σχολαστική παρέμβασή του μου ’δωσε θέμα για ένα διηγηματάκι.
Θα πάρω για κύριο πρόσωπο ένα βο­τανολόγο, πολύ καλά μορφωμένο στον κλάδο τον, άνθρωπο όμως με περιορι­σμένη διανοητικότητα και στενή αντίλη­ψη, που θαρρεί πως όλος ο κόσμος κλεί­νεται μέσα στα gnetales, τα cycadales, τα pandales, τα umbelliflorae, τα curcubitales κι άλλα παρόμοια κολοκυνθικά φυτά της συνομοταξίας του. Το μεγάλο έργο της ζωής του ήταν μια μελέτη «περί της οικογενείας των χεδροπών», βραβευμέ­νη από την Εταιρία Φυσικών Επιστη­μών Κυνουρίας.
Μια μέρα έτυχε να διαβάσει σε κάποιο περιοδικό ένα διήγημα γνωστού πεζογράφου, για τον οποίο του είχαν πει καλά λόγια. Όταν έξαφνα τον πιάνει ιερό μένος.  Κι είχε δίκιο ο άνθρωπος!… Ακούστε τι τρομακτικές ανακρίβειες έγραφε ο  «γνωστός» πεζογράφος: Τα υγρά λιβάδια του κάμπου ήταν γεμάτα τριφύλλι με μεγάλο ανθό». Επιστημονικός πυρετός πιάνει τον βοτανολόγο. Κάθεται, λοιπόν και γράφει μακροσκελές γράμμα στο περιοδικό και εξηγεί πως το «τριφύλλιον» (trifolium) όπερ έχει ευμέγεθες άνθος είναι του είδους των λειμωνίων (ενός εκ των 290 ειδών τριφυλλίου) όπερ, όμως, μολονότι λειμώνιον ονομάζεται, φύεται μόνον εις ορεινάς περιοχάς και τόπους ξηρούς και ου­χί εις πεδινάς υγράς εκτάσεις, ως γράφει ο αδαής περί την φυτολογίαν διηγηματογράφος...».
Ταχυδρομεί το γράμμα και περιμένει με ανυπομονησία το ερχό­μενο Σάββατο ν’ αγοράσει το φύλλο του περιοδικού. Φτάνει η ποθητή μέρα και τι χαρά, το γράμμα του δημοσιεύτηκε στην τρίτη σελίδα!
Ακτινοβόλος από ευδαιμονία κραδαίνοντας το φύλλο του περιοδικού, ορμάει στο καφενείο όπου τον περιμένει η παρέα της πρέφας, ανήσυχη για την αργοπορία του. Αυτός, κά­θεται στην τιμητική θέση κι εξηγεί στους φίλους του «πώς έβαλε εις την θέσιν του ένα αγράμματον λογοτέχνην, στηλιτεύσας αυτόν δημόσια». Κι οι απλοϊκοί θα­μώνες τού καφενέ κουνάν με οικτιρμό τα κεφάλια τους επιδοκιμάζοντας και θαυμάζοντας τα λόγια και τις γνώσεις του βοτανολόγου. Όσο γι’ αυτόν, θριαμβεύει γεμάτος ευδαιμονία, γιατί θαρρεί πως έκανε κάτι πολύ-πολύ σπουδαίο!             
Μόλις τελειώσω το παραπάνω διήγημα, που θα το αφιερώσω στον κ. Φριλίγγο, δεν θα παραλείψω να σας το στείλω. Κι ελπίζω πως θα μου κάνετε την τιμή να το δημοσιεύσετε. Θα μου πείτε πως το θέμα το εξάντλησε ο Φλωμπέρ στο Bouvard et Pécuchet, στο αριστουργημα­τικό αυτό αρχείο της «ανθρώπινης ανοησίας εν τη γνώσει». Οπωσδήποτε προτιμώ που είμαι αγράμματος Καραγάτσης κι όχι φωστήρας περί την ταλμουδική Φριλίγγος».
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Η Α. Φραντζή παραθέτει ολόκληρη την απάντηση του Καραγάτση, εκτός από την προσφώνηση και το κλείσιμο. Όμως σε δυο σημεία που ο Καραγάτσης έχει αποσιωπητικά, στο άρθρο εμφανίζονται αποσιωπητικά σε παρένθεση, δηλ. (…), δίνοντας τη λαθεμένη εντύπωση πως παραλείπεται κάποιο απόσπασμα. Αποκατάστησα τα κανονικά αποσιωπητικά.

Δεν αργεί η ανταπάντηση του Φριλίγγου, ο οποίος στο επόμενο τεύχος του ίδιου περιοδικού [Ν.Γ. 160 (23.12.1939) 3-4] σχολιάζει με σκληρούς χαρακτηρι­σμούς την αντίδραση του Καραγάτση. Αναφέρεται στην «ανάγωγη απάντη­σή» του, που «αντίς σα λογοτέχνης με την πιο στοιχειώδη μόρφωση κι ανατρο­φή να κάνει μιαν εύσχημη υποχώρηση, βγήκε χωρίς συναίσθηση να ειρωνευτεί με την παθολογικά εγωιστική κι υπερ­βολικά μικρομέγαλη απάντησή του» και συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως «ο κ. Καραγάτσης φαίνεται πως είναι υπερ­βολικά αράθυμο παιδί και μολονότι πά­τησε, όπως μαθαίνω, γιατί δεν τον γνω­ρίζω προσωπικά, τα τριάντα πέντε, ακό­μα δεν μπόρεσε να τα καταλάβει αυτά τα πράματα. Τα διάφορα «lapsus mani» (lapsus manus, παρακαλώ. Το manus κά­νει και στη γενική manus κι όχι mani, για­τί είναι της Α’ κι όχι της Β’ λατινικής κλίσης) κι όλες οι Βοτανολογικές και Φλωμπαίρειες γαλλικούρες δε σωτηρεύουν σε τέτοιες ώρες».

Να σημειωθεί πάντως πως ο Καραγάτσης δεν είχε «πατήσει τα τριανταπέντε», όπως γράφει ο Φριλίγγος, αλλά μόνο τα 31 (γεννημένος το 1908). Μοιραία, η αιχμηρή απάντηση του Καραγάτση προκαλεί εξίσου σκληρή ανταπάντηση από τον Φριλίγγο.

Παράλληλα, και στο ίδιο τεύχος [Ν.Γ. 160 (23.12.1939) 11], έρ­χεται ενισχυτικά στην απάντηση του Φριλίγγου επιστολή του Στ. Γιαννακόπουλου (θυμίζω ότι ο Σταύρος Γιαννακόπουλος, νεαρός φοιτητής τότε, έμελλε αργότερα να γίνει πασίγνωστος ως συγγραφέας και μεταφραστής με το ψευδώνυμο Πέτρος Ανταίος) με τον τίτλο «Μια γνώμη», στην οποία επικρίνει τον Καραγάτση για τον τρόπο που αντιδρά στην παρατήρηση που του έγινε. Θεωρεί ότι η αντίδραση του Καραγάτση δείχνει ότι «είναι πολύ κακοπροαίρετος» και αναλαμβάνοντας την υποστήριξη του Φριλίγγου ισχυρίζε­ται ότι πρόθεση του Καραγάτση ήταν «η ταπείνωση και η ένδειξη περιφρόνησης στο αθόρυβο έργο του "ποιητή" μεταφραστή των βιβλικών αριστουργημά­των (...)». Η επιστολή του Γιαννακόπουλου γενικεύει το θέμα, υποστηρίζο­ντας πως «οι σημερινοί καλλιτέχνες απογοητεύουν σαν πλησιάσεις τη συνεί­δησή τους, την ψυχή τους» και θέτει κυρίως το ζήτημα του ήθους της νέας γε­νιάς, που κατατρίβεται σε μικροπρέπει­ες και κρίνει αρνητικά τη στάση της απέ­ναντι στους παλαιότερους.

Ολόκληρη η επιστολή του Στ. Γιαννακόπουλου (του μετέπειτα Π. Ανταίου) βρίσκεται εδώ. Κατά πάσα πιθανότητα, η Άντεια Φραντζή δεν συσχέτισε τον νεαρό επιστολογράφο του 1939 με τον γνωστό συγγραφέα· φαντάζομαι πως αν είχε υπόψη της ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, θα το είχε επισημάνει.

Στο σημείο αυτό αρχίζει η εμπλοκή του Λαπαθιώτη, ο οποίος στέλνει μια σύντο­μη, σχετικά, επιστολή στο επόμενο τεύ­χος του ίδιου περιοδικού [Ν.Γ. 161 (30.12.1939) 3]. Γράφει, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης τα ακόλουθα και ενώ παρακά­μπτει την αξιολόγηση του συγγραφικού ταλέντου του Καραγάτση, με τρόπο που αφήνει αμφιβολίες για το κατά πόσον εκτιμά το λογοτεχνικό του έργο, αναφέ­ρεται επικριτικά στο ήθος του, κάνο­ντας, μάλιστα, μνεία παλαιότερης ανάρ­μοστης συμπεριφοράς του:
«Διαβάζω σ’ ένα τελευταίο φύλλο σας, ένα πικρότατο –και δικαιότατο–γράμμα του κ. Στ. Γιαννακοπούλου, σχετικό με μια ορθή παρατήρηση, που έκαμε σε κάποιο διήγημα του κ. Καραγάτση ο κ. Φριλίγγος, -και με την απάντηση του διηγηματογράφου αυτού, χολωμένου για την παρατήρηση.
Μήπως, όμως, ο κ. Γιαννακόπουλος έχει την αφέλεια να πιστεύει ότι εκείνο που διακρίνει κάποιους «μοντέρνους» διηγηματογράφους μας, είναι το ήθος και η ευπρέπεια;... Έτσι θα έπρεπε να ήταν, βέβαια! Αλλά, μεταξύ του «είναι» και του «πρέπει» υπάρχει μια τρομαχτι­κή απόσταση!...
Ειδικά, μάλιστα, στην περίπτωση του παραπάνω διηγηματογράφου, η απρέπεια και το κόρδωμα είναι ο κανόνας! Δεν πάει πολύς καιρός που, παίρνο­ντας αφορμή από κάποιο ανώνυμο γράμμα, που είχε λάβει (γράμμα κάπως άτοπο, ίσως, αλλά και με πολλές-πολλές αλήθειες κατά βάθος), ο κύριος αυτός σήκωσε στο περιοδικό Νέα Εστία ολόκληρη δονκιχωτική εκστρατεία εναντίον του φτωχού ανωνυμογράφου εκστρατεία, που δε δικαιολογούσε τί­ποτε, και που δεν αποσκοπούσε παρά σε μια κοινότατη αυτοδιαφημιστική υποκίνηση θορύβου[2]
Δεν είναι, φυσικά, εδώ η θέση για να επιχειρήσουμε να κρίνουμε, αν, και κα­τά πόσο, ο κύριος αυτός θα είχε το δι­καίωμα να διεκδικεί, πραγματικά, τον τίτλο του λογογράφου. Αυτό είναι άλλο κεφάλαιο, που κάποτε μπορεί να επα­νέλθουμε, αλλά που δε μπορεί ν’ αποτε­λέσει αντικείμενο μιας τόσο σύντομης επιστολής. Εκείνο που προέχει, εδώ, εί­ναι αν έχει το δικαίωμα να διεκδικεί τον τίτλο του σεμνού και καλοαναθρεμμένου ανθρώπου! Κι απ' αυτό τον τίτλο απέχει πολύ...
Το γράμμα μου αυτό, κινημένο από την πιο ειλικρινή και ζωηρή αγανάκτηση, έχει σκοπό να κάμει γνωστό ότι αν η απρέπεια ορισμένων ατόμων, που, μην έχοντας, ίσως, άλλον τρόπο, επιχειρούν έτσι ν’ αποκτήσουν φήμη, αποκαρδιώνει, και δίκαια, τους νέους -δεν παύει, η απρέπεια αυτή ν’ αποκαρδιώνει και τους παλαιότερους -ένας απ' τους οποί­ους υπογράφεται,
Μ’ αγάπη
 Ναπολέων Λαπα­θιώτης».

Ο Καραγάτσης, ίσως κι εξαιτίας της δημοσίευσης αυτής της επιστολής του Λαπαθιώτη, συναισθάνεται την ανάγκη να χαμηλώσει την ένταση της αντιπαρά­θεσης, πράγμα που φαίνεται και από τον μετρημένο τρόπο με τον οποίο απα­ντά στο επόμενο φύλλο του ίδιου περιο­δικού [Ν.Γ.162 (6.1.1940) 3]. Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη, σιωπηρά, έχει, αποδεχθεί τη διόρθωση του Φριλίγγου: Στη συγκέντρωση των διηγη­μάτων του Η λιτανεία των ασεβών, που κυκλοφορεί ωστόσο χωρίς χρονολογική ένδειξη έκδοσης αλλά περιλαμβάνει χρονολογημένα διηγήματα από το 1935 έως το 1939[3] ο Καραγάτσης μετατρέπει τον «Εκκλησιαστή» της πρώτης δημοσί­ευσης σε «καλόγερο ποιητή». Ανάλογες παρεμβάσεις και στη μεταγενέστερη έκ­δοση διηγημάτων του[4], αυτή τη φορά με τη μέθοδο της παράλειψης. (Αυτό που εννοεί η Α.Φ. είναι ότι στην μεταγενέστερη έκδοση, που είναι κι αυτή που μπορεί να βρει ο σημερινός αναγνώστης στα βιβλιοπωλεία, το επίμαχο απόσπασμα είναι: Σηκώνοντας τα χέρια τα ’κανα σταυρό· και τον ξόρκισα, με τα λόγια τα φοβερά)

Η σύντομη επιστολή του Καραγάτση είναι:

Φίλε κ. Διευθυντά,
Κάποια παρεξήγηση υπάρχει στις σχέσεις μου με τον κ. Ν. Λαπαθιώτη, που θα ήθελα να την λύσω οπωσδήποτε.
Θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος, αν ο κ. Ναπ. Λαπαθιώτης μού τηλεφωνούσε κανένα μεσημεράκι (αρ. τηλεφώνου 70.712), να παίρναμε ένα ραντεβού, να γνωριστούμε προσωπικώς, να τα μιλήσουμε δια ζώσης. Κ’ είμαι βέβαιος πως θα συνεννοηθούμε, γιατί καθόσο με αφορά, είμαι αποφασισμένος να το κανονίσω φιλικά το ζήτημα του κ. Λαπαθιώτη.
            Με φιλικούς χαιρετισμούς
            Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Βλέπουμε δηλαδή πως ο Καραγάτσης αδιαφορεί πλήρως (και επιδεικτικά) για τον Φριλίγγο, αλλά και για τον αναγνώστη Στ. Γιαννακόπουλο, και η διάθεσή του για συνδιαλλαγή επικεντρώνεται αποκλειστικά (και επιδεικτικά) στον Λαπαθιώτη. Με τα σημερινά μέτρα, ίσως προκαλεί εντύπωση η δημόσια ανακοίνωση της επιθυμίας για συνάντηση, με επίσης δημόσια αναφορά του αριθμού τηλεφώνου.
Ωστόσο, η αλληλογραφία Καραγάτση - Λαπαθιώτη συνεχίζεται ιδιωτικά. Από το αρχείο Καραγάτση σας μεταφέρω αυτούσια την επιστολή του Λαπαθιώτη, που έρχεται ως απάντηση στον Καραγάτση, ο οποίος είχε ζητήσει να συνα­ντηθεί μαζί του, όπως συνάγεται από τη σχετική απάντηση του Λαπαθιώτη. Γρά­φει, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης στις 8 Ιανου­αρίου του 1940 την ακόλουθη επιστολή, στην οποία διακρίνουμε το προσωπικό του ύφος και, λαμβάνοντας υπόψη την ερωτική ιδιαιτερότητά του, θα μπορού­σαμε να εντοπίσουμε, ως ένα βαθμό, και ένα διφορούμενο τόνο:

8.Ι.40
Φίλε κ. Καραγάτση,

Δε θά 'χη, ίσως, φτάσει ώς την ακοή σας, πως είμ' ένα πραγματικό ζωύφιο της νύχτας (είχα διακόψει αυτή την τα­κτική, για ένα χρόνο, μα ξαναγύρισα στις συνήθειές μου, λογαριάζοντας το πείραμα αποτυχημένο), —κι' έτσι, θα μου ήταν δύσκολο πολύ ν' ανταποκρι­θώ στην επιθυμία σας -που είναι κι έντονη δική μου–, να συναντηθούμε «κάποιο μεσημεράκι», να τα πούμε!—
Υπάρχουν, μολαταύτα, κι' άλλες ώρες, προσιτές και λογικές, όπως το βραδάκι, ή, πιο καλύτερα, η ωραία μας η νύχτα, έστω κι η προχωρημένη... Δεν ξαίρω, πάντως, αν και οι δικές σας... ικανότη­τες φτάνουν ώς εκεί!-
Προς το παρόν, κατακρυολογημένος, ούτε και σ' αυτό θα τα καταφέρω να φα­νώ, εγώ, ικανός! Θα σας παρακαλούσα να κάμετε μια στάλα υπομονή,-
Η ευγενική σας απάντηση με υποχρε­ώνει να βρεθώ σε αντιφάσεις με τα λεγό­μενα τού ίσως κάπως βιαστικού εκείνου διαβήματός μου ... Μακάρι! Το επιθυ­μώ, και το ελπίζω, άλλωστε, ειλικρινά, βεβαιωθήτε!-
Ας αναβάλουμε, λοιπόν, αυτό το... κο­σμοϊστορικό γεγονός, για λίγο!-
Πρόθυμος,
Ναπολέων Λαπαθιώτης
οδός Κουντουριώτη, 23

Κάτι που δεν επισημαίνεται επαρκώς στο άρθρο είναι η ταχύτητα της απάντησης του Λαπαθιώτη: η επιστολή Καραγάτση που δηλώνει την επιθυμία για ραντεβού δημοσιεύεται στο φύλλο των Νεοελληνικών Γραμμάτων της 6.1.1940 και ο Λαπαθιώτης απαντά αμέσως, δυο μέρες αργότερα.

Είναι βέβαιο πως η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, τουλάχιστον ως τις 28 Μαρτίου 1940, που μία δεύτερη επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Καραγάτση το επιβεβαιώνει. Οι επιστολές τού Καραγάτση προς τον Λαπαθιώτη, τουλάχιστον δύο, προσώρας λανθά­νουν.[5] Έτσι, υποχρεωτικά, αντιλαμβανό­μαστε τα ερωτήματα που θέτει ο Καραγάτσης προς τον Λαπαθιώτη, μέσα από την ανάγνωση της απάντησής του. Είναι φανερό πως ο Καραγάτσης έχει εκφρά­σει την ανησυχία του για τις όποιες επι­φυλάξεις για το έργο του έχει αφήσει ο Λαπαθιώτης να διαφανούν. Παράλλη­λα, αντιλαμβανόμαστε πως ο Λαπαθιώ­της έχει διάθεση να συνεχίσει αυτή η μορφή επικοινωνίας και επιδιώκει μέσα από τη συστηματική (έως σχολαστική) ενασχόληση του με το έργο του Καραγάτση, (που δηλώνει ότι αγνοεί στο σύνολό του), να δοκιμάσει την ενδεχόμενη ανα­θεώρηση των επιφυλάξεών του.
Γράφει, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης την πα­ρακάτω επιστολή:
28.ΙΙΙ.40.
Αγαπητέ μου κ. Καραγάτση,
Επειδή μ' αρέσει να είμαι τίμιος (ένα βίτσιο μου, κι' αυτό,- και κάπως démodé!), με το σημερινό μου γράμμα, δε θα κάνω τίποτ' άλλο, παρά να προ­σπαθήσω, να σας εξηγήσω, γιατί έγρα­ψα εκείνη τη φράση, την επιφυλακτική για το ταλέντο σας ... -Είμαι βέβαιος πως σας ενδιαφέρει.'-
Στο «Γυρισμό του Γιούγκερμαν» (που κι ο τίτλος του, μου θυμίζει το «Γυρισμό του Silbermann», ακατανίκητα!), το μό­νο σας που μπορώ να πω πως ξαίρω, και που σεις -αντίθετα προς άλλους, που προτιμούν τη "Χίμαιρα", που εγώ, δεν ξαίρω-, λέτε για το καλύτερό σας, βρή­κα πολύ-πολύ στοιχείο εκείνου που λένε «pour épater le bourgeois». Λέτε να φταίνε τα δικά μου μάτια;...-
«Ο γυρισμός του Γιούγκερμαν» ήταν νουβέλα, συνέχεια του «Γιούγκερμαν»,  που μαζί με τη νουβέλα «Το βουνό των λύκων» περιλαμβάνονται σήμερα στον τόμο «Τα στερνά του Γιούγκερμαν». Ο Λαπαθιώτης υπονοεί το μυθιστόρημα Le retour de Silbermann, του Γάλλου Jacques de la Cretelle (1888-1985) που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1929 και κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά ο ίδιος, άριστα ενημερωμένος στη γαλλική λογοτεχνία, ασφαλώς θα το ήξερε. Το μυθιστόρημα αυτό είναι συνέχεια του παλαιότερου (1922) βραβευμένου μυθιστορήματος Silbermann του ίδιου συγγραφέα.
Βέβαια, όλ' αυτά, είναι πολύ ελαστικά κι απροσδιόριστα, κι ούτε μπορεί ν' αναλυθούν, με συγκεκριμένα λόγια, κι ακριβή, —μα τέτια ήταν η εντύπωσή μου. Και σύμφωνα μ' αυτή μου την εντύπω­ση, είχα ετοιμάσει, για περίπτωση που ο... πόλεμός μας θα κηρυσσότανε ορι­στικά και μια «συνταγή του πώς να γρά­φεται ένα ρομάντσο à la Καραγάτση»! Τη συνταγή αυτή, θα σας τη δείξω, άμα θα γίνουμε πιο φίλοι, -μόνο τότε!—
Δεν είμαι τόσο μακρυά απ' την πραγ­ματικότητα, φυσικά, ώστε να ξαίρω πως με λίγη... κακή θέληση, και με λίγο χιού­μορ τεχνικό, μπορεί να γελοιοποιήσει κανένας τα πάντα (κι ίσως, μάλιστα, τ' αριστουργήματα, να δίνουν πιο πολλή λαβή, σε τέτια πονηρή γελοιογράφηση!), -αλλά, σ’ αυτή τη «συνταγή», κα­θώς σ' όλες τις γελοιογραφίες, υπάρχει κι αρκετή δόση αλήθειας!-
Κι αν είν’ ένας λόγος που να θέλω να σας γνωρίσω περισσότερο, είναι, ίσα-ίσα, γιατί αισθάνομαι πως πιθανόν και να σας άρπαξα μονόπλευρα, -και με κά­ποια «κακή» θέληση, το ξαναλέω...-
Συμπέρασμα: θέλω τα βιβλία σας, au tout complet, για να είμ’ εν τάξει με τη συ­νείδησή μου, αφού, καθώς το είπα ήδη, εξακολουθώ να έχω, στα 1940, αυτό το βίτσιο το σχολαστικό!
Και σας το ζητώ, αυτό, ακόμα, κι εν ονόματι του ανθρώπου που έχει μια κα­λή βιβλιοθήκη, με κομπλεταρισμένες τις σειρές των έργων των κυριότερων λογογράφων, ξένων και δικών μας.
Και τώρα που σας γνωστοποίησα όλ' αυτά, είμαι πιο ήσυχος, και καθαρός, απέναντι σας...
Κι επιμένω να τα περιμένω!

Μ’ αγάπη
Ναπολέων Λαπαθιώτης

            Ο τόνος της επιστολής του Λαπαθιώτη αφήνει να εννοηθεί μια πιθανή προοπτι­κή φιλίας ως ενδεχόμενο, αλλά και μια διάθεση να ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του Καραγάτση και να επανεξε­τάσει τη θέση του.
            Αν και λείπουν τα στοιχεία που θα επι­βεβαίωναν την πραγμάτωση αυτής της σχέσης, διαθέτουμε με έμμεσο τρόπο τη βεβαιότητα ότι η ουσιαστική αυτή επικοινωνία δεν συνετελέσθη. Ένα κείμενο του Λαπαθιώτη που δημοσιεύεται λί­γους μήνες αργότερα στα Νεοελληνικά Γράμματα [Ν.Γ. 184 (8.6.1940) 1-2] και φέρει τον τίτλο «Μιλώ για κάποιους αυτοθαυμασμούς» [ίσως την προσθέσω αργότερα, πάντως τo έχω] , φανερώνει ότι ο Λαπαθιώτης επιμένει στην παρουσίαση στοι­χείων καταγγελτικών όχι πια ονομαστι­κά του Καραγάτση, αλλά γενικότερα αναφέρεται στην επίδειξη, τον κομπα­σμό και τον αυτοθαυμασμό των νέων συγγραφέων. Η παράθεση μιας φράσης από συνέντευξη νέου συγγραφέα, που θυμίζει Καραγάτση, χωρίς ωστόσο να τον μνημονεύει, δημιουργεί μια πρώτη ένδειξη. Το απόσπασμα που παραθέτει και σχολιάζει αρνητικά ο Λαπαθιώτης είναι το εξής: «Στις λογοτεχνικές μου ικανότητες (δε ντρέπουμαι να το πω»), έχω απόλυτη βεβαιότητα, όσο κι αν έχουν μερικοί αντίθετη γνώμη!...».
Αλλά αν στην περίπτωση αυτής της αναφοράς θα μπορούσε κανείς να εκφράσει τις επιφυλάξεις του για το κατά πόσον ο Λαπαθιώτης παραπέμπει στον Καραγάτση, ένα δημοσίευμα που πα­ρουσιάζεται πολύ αργότερα δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, τις προϋποθέσεις για να αναγνωρίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τη συνάρτηση του με τον Κα­ραγάτση. Στα Καλλιτεχνικά Νέα [(23,10,1943) 5-6], το περιοδικό που εξέ­διδε ο Μεραναίος, ο Λαπαθιώτης, σε ένα από τα τελευταία του δημοσιεύματα, διόμισι μήνες πριν από την αυτοκτονία του, επανέρχεται στο ίδιο θέμα. Αυτή τη φορά με τίτλο «Περί αυτοδιαφημίσεως, και άλλων» ο Λαπαθιώτης περιγράφει καθαρότερα, κατά τη γνώμη μου, τον Καραγάτση, καθώς μνημονεύει την πρόθεση του να συντάξει αυτή τη φορά έναν «Οδηγό συνοπτικό, του πώς μπο­ρεί κανένας ν’ αυτοδιαφημίζεται», «λα­βαίνοντας», όπως λέει, «αφορμή απ' την περίπτωση, την αρκετά χαρακτηριστι­κή, ενός από τους νέους λογογράφους μας, με αρκετό ταλέντο, που προσπαθεί να κάνη τον ιδιότυπο... (και ο οποίος, όπως μας λέει) επιμένει να μεταχειρίζε­ται τους πιο ασυμπαθείς τρόπους, ανοί­γοντας καβγάδες, όλως άκαιρους και διαπληκτιζόμενος με άλλους συναδέλ­φους τον, με ύφος αγοραίο, κουτσαβάκικο!». Κλείνοντας αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενό του ο Λαπαθιώτης, αφού προηγουμένως απονέμει στον εν λόγω νέο λογογράφο τους χαρακτηρι­σμούς της απρέπειας και αμετροέπειας, καταλήγει ότι αυτόν τον «Οδηγό» ...θα τον γράψει ειδικά γι’ αυτόν, και μάλιστα (όπως λέει) θα του τον αφιερώσ(ει).[6] Και καταλήγει: «Κι ας είναι βέβαιος ότι αυτή η αφιέρωση μου, που θα φροντίσω να την κάνω παταγώδη, θα του κάνη πε­ρισσότερο καλό -από απόψεως "καλής" διαφημίσεως, πράγμα που πολύ επιθυμώ- απ' όλες του τις άκαιρες, κι ανάρμο­στές του πράξεις, κι απ’ όλα του, απ' όλα του, μαζί, τα τωρινά ή περασμένα ατο­πήματα...».
Κλείνοντας, θα ήθελα να θέσω ένα ερώ­τημα που ωστόσο εύλογα προκύπτει. Για­τί, άραγε, ο Λαπαθιώτης ασχολείται τόσο επιτακτικά με τον Καραγάτση; Ποιος, άραγε, να είναι ο λόγος ή οι λόγοι, που τον ωθούν σ' αυτή την εμμονή;
Θα αποπειραθώ να δώσω μια πρώτη απάντηση, που ωστόσο δεν είναι υπο­χρεωτικά και η μόνη. Κάνοντας μιαν αναδρομή στο παρελθόν του Λαπαθιώ­τη και αναζητώντας μιαν απάντηση που να αιτιολογεί την εμμονή του στο πρό­σωπο του Καραγάτση, βρήκα μια ενδια­φέρουσα αναφορά του στο κείμενό του που τιτλοφορείται Η ζωή μου[7], κείμενο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο σε συνέχειες από 28 Απριλίου έως 14 Νοεμβρίου του 1940 και στο οποίο ο Λαπαθιώτης αναφέρε­ται στη ζωή του από τη γέννηση του (31.10.1888) έως τις αρχές του 1917.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα που αποκαλύπτει τις οικογενειακές και πο­λιτικές σχέσεις των οικογενειών τους:
«Είμαστε τώρα στο σωτήριον χιλιοστόν εννεακοσιοστόν τρίτον έτος! Την εποχή εκείνη ο πατέρας μου, έπειτα από μερικές αποτυχίες, εξελέγη βουλευτής Τυρνάβου, σε συνδυασμό με τον Γεώρ­γιο Ροδόπουλο, το δικηγόρο. (...) Και συνεχίζει μια θαυμάσια περιγραφή της περιπλάνησής τους από τη Λάρισα στον Τύρναβο και την εξαίσια εμπειρία της διαδρομής των Τεμπών.
Το 1903, βέβαια, δεν είχε γεννηθεί ο Καραγάτσης, ωστόσο η οικογενειακή αυτή αναφορά που συνέδεε τις δύο οι­κογένειες έδινε, πιστεύω, στον Λαπα­θιώτη το δικαίωμα να θεωρεί πως ο νεα­ρός Καραγάτσης θα έπρεπε να έχει ανά­λογους τρόπους που να φανερώνουν την καλή οικογενειακή του καταγωγή.
Παρά τις ιδιορρυθμίες του και τις προ­κλήσεις του, ο Λαπαθιώτης δεν αποδε­χόταν τις απρέπειες, τον κομπασμό ή αυτό που χαρακτηριστικά ονομάζει «ύφος κουτσαβάκικο».
Ο Καραγάτσης, επεδίωξε, από πολύ νωρίς να διαχωρίσει τη θέση του από την οικογενειακή παράδοση. Παρά το γεγονός ότι κράτησε τη θερμή σχέση με τον τόπο των παιδικών του χρόνων και των καλοκαιρινών του διακοπών, τη Θεσσαλία και κυρίως τη Ραψάνη, φρό­ντισε να «κατασκευάσει» τον συγγρα­φέα Καραγάτση, ένα ξεχωριστό πρόσω­πο διαφορετικό από την οικογένειά του, που οι προδιαγραφές της δεν άντεχαν, καταρχήν τουλάχιστον, να έχουν γόνο ένα λογοτέχνη. Η ζωή, βέβαια, διέψευσε τους Ροδόπουλους και τις επιφυλάξεις που είχαν. Ο Καραγάτσης εξακολουθεί, ως τις μέρες μας, με το έργο του να τιμά. κατά τον καλύτερο τρόπο τον τόπο που τον γαλούχησε. Η κριτική πρόσληψη του έργου του Καραγάτση συχνά κατέ­φυγε στη χαρακτηρολογία για να κρύ­ψει την αμηχανία της μπρος στο φαινό­μενο της αναγνωστικής αντοχής του. Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο: ο Καραγά­τσης είναι, ως τις μέρες μας, ο ανθεκτι­κότερος πεζογράφος της γενιάς του '30.

Άντεια Φραντζή





[1] 1. Βλ. Κ.Α. Δημάδης, Δικτατορία, Πόλεμος και Πεζογραφία (1936-1944), Αθήνα, Εστίας, 2004, σ. 207-208.
[2] Εδώ ο Λαπαθιώτης μνημονεύει μια υπόθεση που εξελίχθηκε στις στήλες της Νέας Εστίας αλλά και άλλων εντύπων, που έναρξή της υπήρξε η παρουσίαση και ο σχολιασμός από τον ίδιο τον Καραγάτση ανώνυμης επιστολής, Βλ. Νέα Εστία 262 (15.11.1937) 1745-1746.
[3] Στην έκδοση των διηγημάτων Η λιτανεία των ασεβών, Αθήνα, Γκοβόστης, χ.χ.έ., περιλαμβάνονται τα εξής διηγήματα: «Μοναχικό ταξείδι. στα Κύθηρα» (1935), «Το αφεντικό» (1935), «Tynebridge» (1937), «S/S Cruz de Sur» (1938), «Τα κόκκινα τζαγγία» (1937), «Χριστούγεννα του 1748» (1938), «Ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι» (1939).
[4] Η μεγάλη λιτανεία, Αθήνα, Εστία, 1955. Βλ. Σχετική αναφορά στο βιβλίο του Κ.Α. Δημάδη, ο.π. σ. 208, σημ. 11.
[5] Στο μέρος του αρχείου Λαπαθιώτη που ανήκει στο ΕΛΙΑ δεν  εντοπίστηκε καμία επιστολή Καραγάτση προς Λαπαθιώτη.
[6] Βλ. και τη δεύτερη επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Καραγάτση που δημοσιεύεται παραπάνω, στην οποία αναφέρει ότι είχε ετοιμάσει «συνταγή του πώς να γράφεται ένα ρομάντσο à la Καραγάτση».
[7] Βλ. Ναπολέων Λαπαθιώτης Η ζωή μου. Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, Αθήνα, Στιγμή, 1986.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου