Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Λίγα λόγια για τον Παπαδιαμάντη




Είχα διαβάσει μια μελέτη της Φαρίνου για τον Παπαδιαμάντη η οποία αφορούσε το έργο του ¨"Όνειρο στο κύμα". Η μελέτη ήταν κουραστική και καθόλου διαφωτιστική. Γιατί όμως ο Παπαδιαμάντης παραμένει ακόμη αγαπημένος;
 Η γραφή που χρησιμοποιεί είναι η καθαρεύουσα της γραφειοκρατίας με μείξη ιδιωμάτων της ντοπολαλιάς του, αυτό και μόνο θα μπορούσε να είναι αποτρεπτικό.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο λόγος του είναι ποιητικός δηλαδή έχει ρυθμό θυμίζει σε κάποια σημεία υπερρεαλιστική γραφή. 
Ένας άλλος λόγος είναι οι καθαρές εικόνες τις οποίες παρεμβάλλει στο κείμενο με λιτές περιγραφές αλλά πάρα πολύ ντελικάτες.
 Ο ερωτισμός στον Παπαδιαμάντη είναι διάχυτος σε κάθε λέξη και σε κάθε υπαινιγμό νοηματικό ή ηχητικό. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο απόγονος μιας μεγάλης κληρονομιάς που πολλοί επιμένουν να παραμερίζουν, της βυζαντινής υμνογραφίας και μελωδίας. Αυτό καθόρισε την γραφή του.
Η αφηγηματική τεχνική της αναδρομής μας βάζει μέσα στην ιστορία και τον ιστορικό χρόνο ενώ βιώνουμε την αφήγηση ως παρόν. Πριν καλά καλά καταλάβουμε έχουμε φτάσει στο τέλος της ιστορίας διαγράφοντας έναν κύκλο. Ο χρόνος είναι μια φευγαλέα ερωτική ματιά. Η ζωή συμπυκνώνεται σε ένα όνειρο!
Επίσης, η ηθογραφία, ένα είδος που κατακρίθηκε με την έλευση του μυθιστορήματος , άδικα σε κάποιες περιπτώσεις, μας συνδέει με τις ρίζες της παράδοσής μας και ένα άλλο σημαντικό είδος την βουκολική ποίηση και μυθιστορία. Ο Παπαδιαμάντης πάτησε στην παράδοση για να μιλήσει για την εποχή του. Δεν χρειάστηκε να την αρνηθεί για να δημιουργήσει το δικό του ύφος. Αυτό για εμένα τον κάνει μεγάλο και σπουδαίο λογοτέχνη.


Νότα Χρυσίνα

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Έκθεση ζωγραφικής του Δημήτρη Σκουρτέλη 24-30 Νοεμβρίου



Έκθεση ζωγραφικής του 
Δημήτρη Σκουρτέλη
με θέμα:
"ΑΚΡΙΤΕΣ"

Στον πολυχώρο "Δίαυλο", 
Αδριανού 1, Θησείο, 
στην αίθουσα του εργαστηρίου θεατρικού παιχνιδιού "Πλειάδες" 
της εταιρείας PLENTERTAINMENT. 
Από 24 έως 30 Νοεμβρίου, ώρες 18-21.
Πληροφορίες: 6972096525-6978795199


Σούτσος Παναγιώτης O Οδοιπόρος (απόσπασμα)



Το έργο με το όποιο εισάγεται στην Ελλάδα ο ρομαντισμός είναι Ο Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου (1806-1868), «δραματικόν ποίημα», όπως τιτλοφορείται στην πρώτη έκδοση. Ο ποιητής, ο νεώτερος από τρεις αδερφούς, είναι Φαναριώτης, από οικογένεια ηγεμονική· γεννήθηκε στην Πόλη και μορφώθηκε στη Σχολή της Χίου, και ύστερα στο Παρίσι. Ο μεγαλύτερος αδερφός πολέμησε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και σκοτώθηκε στο Δραγατσάνι, ο άλλος είναι ο Αλέξανδρος, για τον όποιο θα μιλήσουμε παρακάτω. Τον Οδοιπόρο τον εμπνεύστηκε, όπως γράφει ο ποιητής, σε ηλικία δεκαοχτώ ετών «εις τους νεφελώδεις ορίζοντας της αρκτώας Ευρώπης», και τον έγραψε το 1827 στην Ελλάδα· η έκδοση έγινε το 1831 στο Ναύπλιο. Οι δύο ήρωες, ο Οδοιπόρος και η Ραλού, συναντιούνται πάλι, αλλά δεν αναγνωρίζονται, λιποθυμούν, χάνουν τα λογικά τους, βλέπουν οράματα, παραληρούν, και στο τέλος αυτοκτονούν και ξεψυχώντας ανταλλάσσουν τα πιο σπαρακτικά ερωτικά λόγια.
Είναι ο Οδοιπόρος γνήσιο πρωτοπαίδι του ρομαντισμού, γι' αυτό και είχε αμέσως μεγάλη ανταπόκριση και επιτυχία —σαν ν' αποζητούσε η εποχή τις απίθανες αυτές καταστάσεις, τη φυγή από την πραγματικότητα. Άλλωστε το έργο έχει θετικές αρετές: το ρομαντικό πάθος είναι γνησιότατο στην έκφρασή του, με μια αναμφισβήτητη λυρική ευγένεια, ενώ η γλώσσα, στα καλύτερα μέρη, έχει θερμότητα και δύναμη εκφραστική. Τουλάχιστο στην πρώτη έκδοση· γιατί, παρασυρμένος από την αρχαϊστική τάση της εποχής, ο Σούτσος στις κατοπινές εκδόσεις καθιστά ολοένα και πιο ψυχρή και αντιποιητική τη γλώσσα του Οδοιπόρου. Και το 1853 γράφει το πιο περίεργο ντοκουμέντο του ποιητικού εξαρχαϊσμού, τη Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου, όπου θεωρητικά θεμελιώνεται το ιδανικό της πλησίστιας επιστροφής στην αρχαία. Την απάντηση, δείγμα σπάνιας νηφαλιότητας και οξύνοιας, θα δώσει με Τα Σούτσεια ο Κ. Ασώπιος, καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στην Ιόνιο Ακαδημία πρώτα, στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών ύστερα· είναι ο πρώτος που θα χτυπήσει ανεπιφύλακτα τις ρομαντικές και τις γλωσσικές υπερβολές και θ' αναφέρει ως δείγμα πραγματικής ποίησης το Σολωμό και τον Ερωτόκριτο.
Πριν από τον Οδοιπόρο ο Π. Σούτσος είχε γράψει μικρά, ερωτικά τα περισσότερα, λυρικά ποιήματα, στη γραμμή των «αρκαδικών» ποιητών και του Χριστόπουλου (που τον αναγνώριζαν γενάρχη όλοι αυτοί οι νεώτεροι Φαναριώτες). Στη δεκαετία 1830-40 εκδίδει και ένα μυθιστόρημα, σε μορφή επιστολική, φανερά επηρεασμένο από τις Επιστολές του Όρτις του Φόσκολου, τον Λέανδρο (1834), το πεζό αντίστοιχο του Οδοιπόρου· και ακόμα την ποιητική συλλογή Η Κιθάρα (1835). Εδώ, δίπλα σε ερωτικά και «βακχικά» συνυπάρχουν πατριωτικά και πολιτικά-σατιρικά, του τύπου που περισσότερο καλλιέργησε ο αδερφός του ο Αλέξανδρος· η κυρίως ρομαντική γραμμή φανερώνεται περιορισμένη, η ποιητική δύναμη αισθητά μειωμένη. Ό,τι έγραψε υστερότερα (τραγωδίες, λυρικά δράματα και μυθιστορήματα) δεν αξίζει να μας απασχολήσουν. Τις στιγμές της γνήσιας ποιητικής έμπνευσης του νεανικού του Οδοιπόρου δεν μπόρεσε πια να τις ξαναβρεί ο Παναγιώτης Σούτσος· άλλωστε η ολοένα και πιο αρχαΐζουσα γλώσσα του χύνει παντού την παγερή της ψυχρότητα και μαραίνει ως και την έμπνευση την ποιητική.

Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Αθήνα 2003. Σσ. 171 - 172

Πηγή:

Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ

ΤΡΑΓῼΔΙΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΕΝΤΕ


ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓῼΔΙΑΣ

Ὁ Ὁδοιπόρος.
Ραλοῦ, ἡγεμονόπαις.
Εὐφροσύνη, τροφός της.
Παΐσιος ὁ Καραπατᾶς, σοφὸς ἱεροκήρυξ τῆς μονῆς τῶν Ἰβήρων.
Θεοδόσιος, μοναχός.

Ἡ σκηνὴ εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος


ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ


ΣΚΗΝΗ Α΄.

(Φαίνονται παραθαλάσσια του Ἁγίου Ὄρους περιτριγυρισμένα ἀπὸ βράχους χιονοσκεπάστους. Ἡ σελήνη λάμπουσα βαίνει πρὸς τὴν δύσιν της).


Θεοδόσιος καὶ Παΐσιος.


ΘΕΟΔ. Ποῦ εἶναι ὁ νεόφερτος, ὁ ξένος Ὁδοιπόρος;
Ὡς ἔξαφνον μετέωρον ἐσκέπασε τὸ Ὄρος.
Καλόγηρος παράδοξος… Τί φεύγει τοὺς ἀνθρώπους,
Κ' εἰς τῶν σπηλαίων κρύπτεται τοὺς ἀφωτίστους τόπους.
ΠΑΪΣ. Τὰ πνεύματα τὰ ἔξοχα ζητοῦν τὴν ἐρημίαν
Καὶ φεύγουν τὴν μετὰ κοινῶν ἀνθρώπων κοινωνίαν,
Καθὼς ὁ μέγας πλάτανος τὰς ρίζας του δὲν βάλλει,
Παρ' ὅπου πλατανόκορμοι δὲν τὸν ἐγγίζουν ἄλλοι.
ΘΕΟΔ. Τὸν εἶδα χθές… Ἐτρόμαξα… Μ' ἐπάγωσαν τὸ αἷμα
Τὸ σιγαλό του πάτημα, τὸ σκοτεινό του βλέμμα
Κ' αἱ ὠρθωμέναι καὶ λευκαὶ τῆς κεφαλῆς του τρίχες.
Ἰδιαιτέραν μετ' αὐτοῦ συνομιλίαν εἶχες;
Τί θέλει; πόθεν ἔρχεται; Σὲ εἶπε τ' ὄνομά του;
Τίς εἶναι ἡ θρησκεία του, καὶ τίς ἡ γενεά του;
ΠΑΪΣ. Ἡμέρας τρεῖς εἰς τὸ αὐτὸ συγκατοικοῦμεν δῶμα·
Τρεῖς λέξεις μόνον ἔφυγαν ἀπὸ τ' ὠχρόν του στόμα.
Αὐτὴν τὴν ὥραν, τέκνον μου, ἐν ᾧ γλυκοχαράζει,
Ἐν ᾧ κτυπᾷ τὸ σήμαντρο, ὁ πετεινὸς φωνάζει,
Σ' αὐτὰ τὰ ὄρη ἔρχεται, τοὺς θρήνους του ἀρχίζει
Καὶ εἰς τὰς λιτανείας των τοὺς μοναχοὺς συγχύζει.
ΘΕΟΔ. Τὴν νύκτα προχθὲς ἄστραπτεν ἐκεῖθεν τοῦ δρυμῶνος·
Εἰς τοῦτον τὸν αἰγιαλὸν ἐπεριπάτει μόνος.
Παρατηρήσας γύρω του καὶ σκάψας βαθὺν λάκκον,
Ὑπὸ τὴν ἄμμον ἔθαψε κοκκάλων βαρὺν σάκκον,
Ἀπὸ μαγείας, μυστικὰ καὶ κρίματα γεμᾶτος…
Ἀκούω κρότον… ἔρχεται, εἶν' ἡ φωνή του… νάτος.

ΣΚΗΝΗ Β΄.

(Οἱ ἀνωτέρω καὶ ὁ Ὁδοιπόρος, καθήμενος ἐπὶ βράχου καὶ στηρίζων τὸ μέτωπον εἰς τὴν χεῖρα. Ἀρχίζουσι τὰ χαράγματα καὶ ἀκούεται ἐκ διαλειμμάτων ἦχος σημάντρων).


ΟΔΟΙΠ. Αὐτὸ βλέπεις τὸ ποτάμι
Ὅπου τρέχει θολωμένο;
Αὐτὸ βλέπεις τὸ καλάμι
Τὸ ξερό, τὸ κυρτωμένο;
Ἐγὼ εἶμαι τὸ καλάμι,
Τὸ ποτάμ' εἶν' ἡ ζωή μου.
Καὶ τὸ μέλλον μου, αἱ ἄμμοι
Τῆς ξερῆς αὐτῆς ἐρήμου.
Θόλωσε, καὶ μαύρη τρέχει, Ὁδοιπόρε! ἡ ζωή σου.
Τὰ βουνά, τὰ σύννεφά των, νὰ οἱ μόνοι σύντροφοί σου.
Εἰς ἐρήμους πεδιάδας σὲ παραίτησαν οἱ φίλοι.
Τῆς πιστῆς σου ἐρωμένης νεκροκλείσθηκαν τὰ χείλη·
Τὸ πᾶν ἄλλαξε, κ' ἡ φύσις, καὶ οἱ ἄνθρωποι, κι' ὁ χρόνος.
Πλὴν δὲν ἄλλαξεν ὁ πλάστης· δὲν ἀλλάζει αὐτὸς μόνος.
Ὅλοι σ' ἔστησαν δολίως
Τὴν παγίδα τῆς ἀπάτης,
Πλὴν αὐτὸς εἶν' αἰωνίως
Καὶ πατήρ σου καὶ προστάτης.
Ὡς θυμίαμα λιβάνου, καθαρὸς ἐνώπιόν του.
Ζῆσ' ἐν μέσῳ ἀρωμάτων εἰς τὸν ἅγιον ναόν του.
Ὁ ἐρημοψάλτης φοίνιξ πρὶν ἰδῇ πῶς ἀποθνήσκει,
'Στὰ βουνὰ τῆς Ἀραβίας γῆν ἀπάτητον εὑρίσκει.
Κελαδεῖ τὴν τελευτήν του,
Κ' εἰς εὐώδη ξερὰ δάση ἑτοιμάζει τὴν ταφήν του.
ΘΕΟΔ. Τοῦ σκυθρωποῦ προσώπου του ἡ θλῖψις μὲ ἀρέσει.
ΠΑΪΣ. Εἰς τὸν βαθύκολπον κρημνὸν φοβοῦμαι μήπως πέσῃ.
(Μετὰ δυνατῆς φωνῆς εἰς τὸν Ὁδοιπόρον).
Μὴν κλίνῃς εἰς τὴν χάσκουσαν κοιλάδα τὰ πλευρά σου.
ΘΕΟΔ. (Ὁμοίως πρὸς τὸν Ὁδοιπόρον).
Τί βλέπεις πρὸς τοὺς οὐρανούς; δὲν βλέπεις ἐμπροστά σου;
ΟΔΟΙΠ. (Βεβυθισμένος εἰς συλλογισμούς).
Κρυσταλλωμένε Ἄθωνα! τὸ ὕψος σου θαυμάζω,
Καὶ βλέπων σὲ τὴν δεξιὰν του πλάστου σου δοξάζω.
Τὸ φῶς λαμβάνει τ' οὐρανοῦ ἡ κορυφή σου πρώτη,
Καὶ εἰς τοῦ ᾍδου φθάνουσιν οἱ πόδες σου τὰ σκότη.
Διάδημ' ἀδαμάντινο τὸ μέτωπόν σου στέφει·
Τὰ δάση ἔχεις ζώνην σου καὶ κόμην σου τὰ νέφη.
Καθὼς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τῆς κτίσεως ἀρχαῖος,
Σὺ πρῶτος ἔλαβες ζωὴν καὶ θέλεις τελευταῖος
Προσφέρει τὸν αὐχένα σου 'ς τὸν αἱμοβόρον χρόνον.
Νὰ τρέχῃ βλέπεις ὑπὸ σὲ ἡ κόνις τῶν αἰώνων·
Κατακλυσμὸς δὲν ἔλουσε τὸ μέγα μέτωπόν σου·
Ἀσπάζεται ἡ θάλασσα τὰς ἄκρας τῶν ποδῶν σου.
(Στέκει ὀλίγας στιγμὰς ἄφωνος καὶ ἔπειτα ἐξακολουθεῖ
δείχνων τοὺς βράχους)
Ὦ φύσις! τόσα τέκνα σου, χωρὶς ψυχὴν κ' αἰσθήσεις,
Αἰῶνας ζώσι καθὼς σύ, ὦ αἰωνία φύσις!
Κ' ἐν ᾧ τῶν μυστηρίων σου τὸ αἴνιγμα εὑρίσκει
Τῆς γῆς αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος… πῶς ζῇ! πῶς ἀποθνήσκει!
(Ὁ ἥλιος ἀναβαίνει ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ περιχρυσοῖ
τὰς ἀκρωρείας τοῦ Ἄθωνος).
ΘΕΟΔ. (Ἀποχωρῶν)
Ὁ οὐρανὸς ἀνοίγεται καὶ χρῶμα μεταβάλλει.
Τὸ σήμαντρο τῆς προσευχῆς εἰς τὸν αἰθέρα πάλλει.
Τὰ ποίμνια ἐξύπνησαν· σκιρτῶσι τὰ μικρά των·
Ἀκούω τοὺς κωδωνισμοὺς καὶ τὰ βελάσματά των.

ΣΚΗΝΗ Γ΄.

(Ὁ Ὁδοιπόρος καταβαίνων ἀπὸ τοῦ βράχου, καὶ ὁ Παΐσιος)


ΠΑΪΣ. (Προχωρῶν πρὸς τὸν Ὁδοιπόρον).
Καλῶς σὲ ηὗρα, Μοναχέ! Μὲ φαίνεσαι κλαμμένος,
καὶ ἥλιος μὲ φαίνεσαι εἰς σύννεφα θαμμένος.
ΟΔΟΙΠ. Τῶν συννέφων ὁμοιάζω ταὶς μαυρόμορφαις σκιαίς,
Ὅταν τρέχουν ἀφημένα 'ς τῶν ἀνέμων ταὶς πνοαίς.
ΠΑΪΣ. Τοῦ κόσμου πάθη, ἀσκητή! τὸ ράσον σου μὴ κρύπτῃ;
Ὡσὰν τὸ θειάφ' εἶσαι χλωμός… Τὸ συνειδὸς σὲ τύπτει;
Ἀπὸ ψυχῆς ἰατρικὰ κρατῶ βαρὺν τὸν σάκκον·
Εἰπέ με, τοῦ πλησίον σου μὴν ἔσκαψες τὸν λάκκον;
Ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος τοῦ κρίματος σὲ τρώγει;
ΟΔΟΙΠ. Αὐτὸ τὸ ἑκατόκομπον μακρύ σου κομπολόγι
Τὰ κρίματά μου δύναται νὰ τ' ἀκριβομετρήση;
ΠΑΪΣ. Πῶς ἡ ψυχή μου ἀπ' ἀρχῆς τὸ εἶχε προνοήσει!
Ἔχει μακρὺν ὁρίζοντα ὁ γέρος ὀφθαλμός μου·
Ἡ ράβδος ἡ πολύπειρος τοῦ κρύου γήρατός μου…
ΟΔΟΙΠ. Ἔπαρέ της ὁδηγόν σου, χιονόφρυδέ μου γέρε!
Καὶ ἀλλοῦ τὰ βότανά σου καὶ τὰς συμβουλάς σου φέρε.
ΠΑΪΣ. Ἂν ἔνδον μου τὸ βλέμμα σου ἠμπόρει νὰ εἰσδύσῃ,
Τοιούτους λόγους ἤθελες ποτὲ ψυχροὺς ἐκχύσει;
(Πλησιάζων πρὸς τὸν Ὁδοιπόρον)
Ἀκτίνας ρίπτει εὐγενεῖς τὸ ἄγριόν σου βλέμμα.
Τὸ βλέπω, εἰς τὰς φλέβας σου κοινὸν δὲν τρέχει αἷμα.
Ἢ μ' ἀπατᾷς, ἢ μοναχὸς νὰ εἶσαι δὲν ἐπλάσθης.
Εἰς τὴν μονὴν τὰ πάθη σου νὰ κλείσῃς ἐβιάσθης.
Τίς εἶσαι; Τίς σ' ἐγέννησε; τί θρήσκευμα πρεσβεύεις;
ΟΔΟΙΠ. Τίς εἶμαι; Τίς μ' ἐγένησε; τί τὰ πολυγυρεύεις;
Τὰ περασμένα πέρασαν… μὴν τ' ἀνεμοταράττῃς.
'Σ τὸ πανδοχεῖον ἔτυχα τοῦ κόσμου διαβάτης.
Ἀπὸ ἀνθρώπους, τῆς ζωῆς πολύπυκνος ὁ δρόμος.
ΠΑΪΣ. Τὸ πρόσωπόν σου γήρασε, καὶ εἶσαι νέος ὅμως.
ΟΔΟΙΠ. Τὸν ἄνθρωπον γηράσκουσιν αἱ λύπαι, ὄχ' οἱ χρόνοι.
ΠΑΪΣ. Τὸ σῶμά σου ἐκύρτωσαν οἱ ψυχικοί σου πόνοι;
ΟΔΟΙΠ. Εἰς τὸ τραπέζι τῆς ζωῆς τὸν τάπητα πρὶν στρώσω,
'Σ ἕνα ποτῆρι θέλησα τὸ χέρι μου ν' ἁπλώσω.
Φαρμακεμένο καὶ αὐτὸ μ' ἐπρόσφερεν ἡ μοῖρα·
Τὸ ἔγγισαν τὰ χείλη μου; τὸν θάνατον ἐπῆρα.
ΠΑΪΣ. Καὶ τί κακὰ ὑπέφερες;
ΟΔΟΙΠ.         Ὁ κόσμος τί δὲν ἔχει;
ΠΑΪΣ. Ὁ φρόνιμος εἰς τὰ δεινὰ τοῦ βίου του ἀντέχει.
ΟΔΟΙΠ. Καλήτερα ὁ ἄνθρωπος νὰ ἦταν κρύα πέτρα
Παρὰ νὰ ἔχῃ αἴσθησιν καὶ φρόνησιν καὶ μέτρα!
Ὦ πάτερ μου! ἐγήρασες καὶ τὸ ψυχρόν σου γῆρας
Ψυχρὰ προφέρει ὡς αὐτὸ μαθήματα τῆς πείρας.
Ἀλλὰ γνωρίζεις ἔνδον μου τίς ὄφις ἐμφωλεύει;
Γνωρίζεις ὅτι νὰ σβυσθῇ ὁ νοῦς μου κινδυνεύει;
Γνωρίζεις ὅτι φάντασμα μὲ κυνηγᾷ 'ς τὰ σκότη;
Προχθὲς ἡ ὥρα τῆς νυκτὸς ἐσήμαινεν ἡ πρώτη·
Σιωπηλὸς ἐκάθουμουν 'ς αὐτὸ τὸ κρύον μνῆμα·
Τοῦ καταρράκτου ἔβλεπα τὸ μελανόχρουν κῦμα
Καὶ ἔλεγα, καθὼς αὐτὸς ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου
Διέτρεξ' ἡ ζωή μου.
Φωνὴ ἐξαίφνης κλαυθμηρὰ ἠκούσθ' εἰς τοὺς ἀέρας·
Τοὺς ὀφθαλμούς μου ἔστρεψα 'ς τὰ σκότη τῆς ἑσπέρας.
Τὴν εἶδα· κυτρινόλευκη ὡσὰν τ' ὠχρὸ φεγγάρι·
Δακρύων ἐσυχνόπιπτε λευκὸ μαργαριτάρι
Ἀπὸ τὰ βλέφαρά της.
Καὶ μαύρη αἵματος ρανὶς ἀπὸ τὰ βήματά της·
Εἰς κύκνου ἐγὼ τράχηλον καὶ εἰς ὡραῖα στήθη
Ἁλύσων εἶδα στίγματα, τραυμάτων εἶδα πλήθη.
Ἡ μία χείρ της μ' ἔδειχνε τὸ πυκνοστάζον αἷμα·
Ἡ ἄλλη μ' ἐφοβέριζε κ' ἐπάνω μου τὸ βλέμμα
Ἐκείνη θυμομέθυσον ἐκάρφωσεν… ἐστάθην
Καὶ σχίζουσαν τὰ σπλάγχνα μου ᾐσθάνθην κρύαν σπάθην.
(Σείων τὴν χεῖρα τοῦ Παϊσίου),
Τί πταίω καὶ μὲ κυνηγᾷ ἡ ἄγρια σκιά της;
Σκιὰ σκληρή; τί σ' ἔκαμα καὶ μὲ σκληροσπαράττεις;
Σκιὰ τῆς ἐρωμένης μου! τί σ' ἔκαμ'; ἀποκρίσου.
Ἐβάρυνε τὰ στήθη μου ἡ ἄκαμπτος ὀργή σου,
Ἰδέ με καθὼς σὺ σκιά! κατήντησα νὰ μένω·
Κοκκάλων σάκκος καὶ παθῶν κατήντησα νὰ γένω·
Δὲν ἔχω αἵματος λεπτὴν 'ς τὰς φλέβας μου ρανίδα,
Ἆ! διὰ σὲ παραίτησα καὶ φίλους καὶ πατρίδα,
Καὶ ὡς αὐτὰ τὰ ὄρη ζῶ τ' ἀποσκελεθρωμένα
Εἰς τὰς ἐρήμους ἔρημος καὶ ξένος εἰς τὰ ξένα.
(Ἐναγκαλίζεται τὴν πέτραν τοῦ τάφου ὃν
Ἔσκαψε τὴν προτεραίαν).
ΠΑΪΣ. Μὲ ἀποσπᾷς τὰ δάκρυα.
ΟΔΟΙΠ.         Μαρμάρινόν της στρῶμα!
Σ' ἀφίνω τὸ κατάξερον καὶ ἀσθενές μου σῶμα.
Ραλοῦ μου! δέξου με 'ς αὐτὴν τὴν κλίνην ὅπου κεῖσαι.
Τί θέλω τὴν ζωήν, ἀφ' οὗ εἰς τὴν ζωὴν δὲν εἶσαι;
Τὸ παρελθὸν πληγὰς πικρὰς καὶ λύπας μ' ἐνθυμίζει·
Μὲ φαρμακεύει τὸ παρόν· τὸ μέλλον μὲ φοβίζει.
ΠΑΪΣ. Υἱέ μου! ἀπὸ σίδηρον ἢ πέτραν ἐργασμένος
Ὁ μένων εἰς τὰς λύπας σου ἀναίσθητος καὶ ξένος.
ΟΔΟΙΠ. Μὲ κρύπτει ράσου σήμερον ἡ σαρκοβόρος σκέπη
Καὶ ἀσκητὴν φιλήσυχον ὁ Ἄθως σου μὲ βλέπει.
Πλὴν πολιπόρθιν ἄλλοτε ἀνύψωσα σημαίαν
Καὶ θώρακα ἐφόρεσα καὶ περικεφαλαίαν,
Κ' ἐπτέρνισα πτερόποδας χρυσοχαλκίνους ἵππους·
'Σ τῆς Ἑπταλόφου πόλεως γεννήθηκα τοὺς κήπους,
Καθ' ἣν εἰς τῆς Ἁγίας της Σοφίας τὰ τεμένη
Πατρῴας δόξης ἴχνος τι καὶ πίστεως δὲν μένει.
Ἐκεῖ ἐν μέσῳ μυρσινῶν καὶ τριανταφυλλώνων
Τὴν θείαν μου εἶδα Ραλοῦν, τὴν κόρην ἡγεμόνων.
Τοῦ ὑμεναίου ἔμελλον ν' ἀνάψουν αἱ λαμπάδες,
Ἐν ᾧ αἱ Μαραθώνειαι ἀρχαῖαι πεδιάδες
Ἀπ' αἰφνιδίαν ἅρπαξαν πυρκαϊὰν πολέμου·
Ἐκεῖ ἐρρίφθην πάνοπλος εἰς πτέρυγας ἀνέμου
Τῆς νέας μελλονύμφου μου τὸν ἔρωτα προδώσας·
Τὰς νίκας καὶ σὺ ἔμαθες τοῦ Ἕλληνος τὰς τόσας.
Καμμία κοίτη ποταμοῦ, κανεὶς κρημνὸς καὶ βράχος,
Ποτὲ δὲν ἐσταμάτησαν τοῦ Ἕλληνος τὸ τάχος·
Ἀλλ' ὅταν τὴν πατρίδα μου ἐκτὸς κινδύνου εἶδα,
Πιστὸς 'ς τὴν ἐρωμένην μου ἀφῆκα τὴν πατρίδα·
Πατῶν τὴν ἐρυθρόφυλλον στολὴν τοῦ φθινοπώρου
Διῆλθα τὴν καλλίκολπον καθέδραν τοῦ Βοσπόρου·
Τί πένθος μ' ἐκυρίευσε; 'ς τ' ἀνάκτορα ἐκείνης,
Τὰ κείμενα εἰς τὴν στενὴν ἀκτὴν τῆς Ξηρᾶς Κρήνης,
Τὰ ὄνειρα ἐζήτησα τῶν παιδικῶν μου χρόνων,
Πλὴν ἀντ' αὐτῆς τοῦ τάφου της τὴν πέτραν ηὗρα μόνον.
ΠΑΪΣ. Ἀπέθανεν;
ΟΔΟΙΠ.         Ἀφ' οὗ αὐτὴ ἀπὸ σκληροὺς τυράννους
Ὑπέμεινε πολυετεῖς καθείρξεις καὶ βασάνους.
Οἱ Τοῦρκοι ὡς μὲ ἤκουσαν μετὰ στρατοῦ μεγάλου
Κυκλοῦντα τὴν Τριπολιτσὰν ἐπάνω τοῦ Μαινάλου,
Εἰς Γράναν, εἰς Λεβίδιον καὶ εἰς Βαλτέτσην ἅμα
Τελοῦντα τὸ ἡρωικὸν τῶν Τρικορύφων δρᾶμα,
Τὸν γηραιὸν πατέρα της, Αὐθέντην τῆς Δακίας,
Πλησίον τῆς κεδρίνης του ἐκρέμασαν οἰκίας,
Καὶ τὴν νεκρὰν μητέρα της ἐναγκαλιζομένη
Ἐκείνη ἐτελεύτησεν ἐμὲ καταρωμένη.
(Γίνεται σιωπὴ ἀμφοτέρων).
ΟΔΟΙΠ. (Δακρύων).
Πρὶν ἀποθάνω, πάτερ μου! τὴν γῆν ᾐσθάνθην ὅπου
Ὁ Ἰησοῦς ἐφόρεσε τὴν σάρκα τοῦ ἀνθρώπου,
Καὶ τὸν σταυρόν μου ἔστησα μετὰ κλαυθμοῦ καὶ θρήνου
Εἰς τὸν θρηνώδη Γολγοθᾶν, εἰς τὴν πλευρὰν ἐκείνου,
Ἁμαρτωλὸς καθὼς ὁ εἷς τῶν συνεσταυρωμένων,
Καὶ ὡς ἐκεῖνος ἐξεμῶν φωνὰς τῶν κολασμένων.
ΠΑΪΣ. Ὣς πότε κλαῖς;
ΟΔΟΙΠ.         Ὀκτὼ φοραὶς λουλούδισεν ἡ φύσις
Ἀφ' οὗ δακρύων ἔγειναν οἱ ὀφθαλμοί μου βρύσεις·
Μὲ εἶδαν μελαγχολικὸν καὶ μόνον εἰς τὰ ξένα
Ὁ παχνωμένος Τάμεσις καὶ ἡ ἀμμώδης Σένα.
Εἰς τὸ Σινά, 'ς τὸ Ἀραράτ, καὶ εἰς τὰ Πυρηναῖα
Ἐγήρασα… ἡ λύπη μου διατηρεῖται νέα.
ΠΑΪΣ. Τῶν καρδιῶν μας τὰς πληγὰς ὁ χρόνος βαλσαμώνει·
'Σ τοῦ χρόνου τὰ πτερὰ πετοῦν οἱ ψυχικοί μας πόνοι·
Ὁ ἄνθρωπος γλυκογελᾷ, θρηνεῖ καὶ πάλιν χαίρει·
Αἰώνια αἰσθήματα τὸ στῆθός του δὲν φέρει.
ΟΔΟΙΠ. Τοῦ ἔαρός μου πέρασαν οἱ ἀνθισμένοι χρόνοι·
'Σ τὸ μέτωπόν μου ἔπεσε τοῦ γήρατος τὸ χιόνι·
Μ' ἀφῆκαν τῆς νεότητος ἐλπίδες, πλάναι, πόθοι·
Τὰ πάθη μου σιώπησαν· τὸ σῶμά μου κυρτώθη.
Πλὴν 'ς τὰ καμμένα φύλλα της τοῦ ἔρωτος τὰ ἴχνη
Διατηρ' ἡ καρδία μου ἐγχαραγμέν' ἀκόμα·
Ὡσὰν τ' ὁλόγραφο χαρτὶ ὅπου καμμένο δείχνει
Τὰ ξένα χειροστίγματα 'ς τὸ στάκτινό του σῶμα.
(Μετὰ μεγάλης συγκινήσεως)
Τὸ φῶς σου ὅταν ἔσβυνε, Ραλοῦ μου, δὲν μὲ εἶδες·
Μᾶς χώριζαν ὠκεανοί, βουνὰ κρυσταλλωμένα,
Πλὴν ὅλοι μου οἱ στοχασμοὶ καὶ ὅλαι μ' ᾑ ἐλπίδες
Σκοπόν των εἶχον ἕνα.
Ποσάκις εἰς τοῦ Πειραιῶς τὴν σιωπὴν τὸ βράδυ,
Ἀνήσυχος ἐκύτταζα τὸ ἥσυχο σκοτάδι,
Καὶ ὅτε γέλωτα γλυκὺν ἐγέλα ἡ σελήνη,
«Τὴν βλέπει τώρα ἔλεγα 'ς τὸν Βόσπορον κ' ἐκείνη!»
Ποσάκις ὑπὸ τ' οὐρανοῦ ἀγρύπνησα τὸ δῶμα
Ἐλπίζων ὅτι ἀγρυπνεῖ καὶ τὸ γλυκύ σου ὄμμα!
Ὡς ὁ μαγνήτης πάντοτε γυρίζει πρὸς τὸν πόλον
Ἐνατενίζετο εἰς σὲ τὸ λογικόν μου ὅλον.
(Πρὸς τὸν Παΐσιον)
Ὁπόταν τὴν αὐγὴν ξυπνᾷς καὶ κάμῃς τὸν σταυρόν σου,
Εἰς τὴν χρυσῆν ἀνατολὴν γυρνᾷς τὸ πρόσωπόν σου.
Κ' ἐγὼ 'ς αὐτὸ τὸ ἄστρον μου, 'ς αὐτὸν τὸν ἥλιόν μου,
Ἀδιακόπως ἔστρεφα τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου.
ΠΑΪΣ. Λησμόνησε τὸ παρελθόν· δὲν φέρει ἄλλο πόνον
Δριμύτερον εἰς τὴν ψυχὴν
Παρ' ὅσον ἡ ἐνθύμησις τῶν εὐδαιμόνων χρόνων
Εἰς δυστυχίας ἐποχήν.
ΟΔΟΙΠ. Καὶ τὸ ἡλιοτρόπιον ἀδιακόπως στρέφει
Τὰ φύλλα πρὸς τὸν ἥλιον, καὶ ἥλιος τὸ τρέφει.
Κ' ἐγὼ ἀπὸ τὴν λάμψιν ζῶ τῶν περασμένων χρόνων.
Τὰ περασμένα, λέγεις σύ, μὲ φέρουν λύπας μόνον,
Καὶ λέγεις ἡ καρδία μου πρὸς τί τ' ἀναμοχλεύει;
Τὴν χρυσαλλίδα τῆς νυκτὸς εἰπὲ πρὸς τί γυρεύει
Τὸν λύχνον ὅπου καίονται τὰ ἐλαφρὰ πτερά της;
ΠΑΪΣ. Τί μένεις εἰς τὴν ἔρημον; δὲν φεύγεις; τί φυλάττεις;
Εἰς τὴν βοὴν τῶν πόλεων τὰ πάθη σιωπῶσι
Κ' εἰς τῶν ἐρημικῶν μονῶν τὴν σιωπὴν βοῶσι.
Θαυμάζω πῶς δεχόμενος νὰ ζῇς εἰς τὸ κελλεῖον
Τοῦ μεταξίνου σκώληκος ἀνέχεσαι τὸν βίον;
Εἰς τὴν μικρὰν κογχύλην σου μὴν κρύπτῃς τὰ πτερά σου,
Γίνου πτηνὸν καθὼς αὐτὸς καὶ θραῦσε τὰ δεσμά σου.
ΟΔΟΙΠ. Ἄγνωστη νὰ μένῃ θέλω ἡ ταλαίπωρη ζωή μου·
Ἡ ψυχή μου πλοῦτον, δόξαν οὔτε θέλει οὔτε ἐλπίζει.
Ἓν κ' ἐγὼ νὰ ἤμουν δένδρον τῆς ξηρᾶς αὐτῆς ἐρήμου
Ὅπου ζῇ καὶ ἀποθνήσκει καὶ κανεὶς δὲν τὸ γνωρίζει!
ΠΑΪΣ. Ἐγκλείει κόσμους ἰδεῶν τὸ μέγα μέτωπόν σου·
Τὸ ἦθός σου τὸ ἄγριον καὶ μελαγχολικόν σου
Μ' ἀνακαλεῖ τὸν Βύρωνα, ὁπόταν τοῦ Ὑψίστου
Τὸ βλέμμα φεύγων μ' ἄνοιγε τὸν ᾍδην τῆς ψυχῆς του.
Τῆς δόξης πῶς, καθὼς αὐτός, πῶς δὲν κτυπᾶς τὰς θύρας;
ΟΔΟΙΠ. Καθὼς ὁπόταν αἱ χορδαὶ χαλαρωθοῦν τῆς λύρας
Καμμίαν ἔρρυθμον φωνὴν ἡ λύρα δὲν ἀφίνει,
Ἀλλὰ βοὴν καὶ γογγυσμὸν ἀτάκτων ἤχων χύνει,
Ὁμοίως πᾶσα δύναμις ἐλύθη τοῦ νοός μου,
Εἶν' ἄτακτος καὶ ἄρρυθμος καθεὶς συλλογισμός μου.
ΠΑΪΣ. Ὁ ἥλιος τὸ βῆμά του 'ς τὴν δύσιν ὅταν στρέφῃ
Ὀπίσω εἰς τοὺς οὐρανοὺς χαράττει χρυσᾶ νέφη,
Καὶ ὁ φιλότιμος θνητὸς πρὶν εἰς τὸν κόσμον δύσῃ,
Φῶς χρεωστεῖ ἀθάνατον ὀπίσω του ν' ἀφήσῃ.
ΟΔΟΙΠ. Εἰς τῆς αἰωνιότητος τὰς ἀχανεῖς ἐκτάσεις
Σημεῖα διαβάσεως τί κέρδος ἂν ἀφήσω;
Κερδίζ' ἡ ναῦς ἡ τρέχουσα εἰς κύματα θαλάσσης,
Ἐὰν ἀφίν' ὑδραύλακας ἡ πρύμνη της ὀπίσω;
ΠΑΪΣ. Τὴν στωικὴν ἀπάθειαν τοῦ ἤθους σου ἐκδύσου,
Νὰ ρεύσῃ ρύαξ ἥσυχος ἂν θέλῃς ἡ ζωή σου.
ΟΔΟΙΠ. Πάρα πολὺ ἀγάπησα· πάρα πολὺ ᾐσθάνθην·
Ὡς ἄνθος εἰς τὸν ἥλιον ἀφέθην κ' ἐμαράνθην.
Αἱ πόλεις αἱ πρωτεύουσαι τῆς οἰκουμένης ὅλης
Μὲ φαίνονται ὑπόγειαι μικραὶ μυρμηγκοπόλεις.
ΠΑΪΣ. Ἡ γῆ σὲ φαίνεται στενή; 'ς τὸν οὐρανὸν ὑψώσου·
Οἱ ἄνθρωποι σ' ἀδίκησαν; 'ς τὸν πλάστην προσηλώσου.
Ἡ χήνα ἡ βαρύπτερη τὰ χαμηλὰ γυρεύει·
Τοῦ Ἄθωνος ὁ ἀετὸς στὰ νέφη ταξειδεύει.
ΟΔΟΙΠ. (Ἀποχωρῶν).
Ματαίως εἰς τὴν ἔρημον ἐφυλακίσθην νέος·
Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πλάστου μου ἐπρόστρεξα ματαίως·
Ματαίως ἡ νεότης μου εἰς τὰ βουνὰ μονάζει·
Ἡ χιονώδης κόμη μου Αἴτναν παθῶν σκεπάζει.

ΣΚΗΝΗ Δ΄.

Θεοδόσιος καὶ Παΐσιος


ΘΕΟΔ. Ὁ ὄρθρος, πάτερ! ἤρχισεν, ἀλλ' ἄγνωστός τις νέα
Ἐλλιμενίσθη, τὴν στολήν, τὸ σχῆμα καλογραῖα·
Πελαγοδρόμοι ἔφεραν αὐτὴν πνοαὶ ἀνέμων
Καὶ βῆμα φέρ' ἡ τάλαινα εἰς τὰ κελλεία τρέμον.
ΠΑΪΣ. Μακράν, μακρὰν τῶν ἱερῶν μονῶν μακρὰν ἡ νέα·
Τοιαύτη ἐπεκράτησε διάταξις ἀρχαία.
Ὑπάγομεν μετὰ χαρᾶς ἠμεῖς ἀνεκλαλήτου
Νὰ κλίνωμεν τὸ γόνυ
Ἐνώπιον τοῦ δυνατοῦ καὶ τοῦ ἀναμαρτήτου,
Εἰς ὃν ὑπείκουσι τῆς γῆς οἱ ἐπῃρμένοι θρόνοι.
(Ἀποχωροῦσι).

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΚΙΛΙ

 «Η Ελλάδα με έχει κάνει πιο πλούσιο»

Ο 82χρονος αμερικανός πανεπιστημιακός, μεταφραστής και μυθιστοριογράφος που γνώρισε στους συμπατριώτες του τους μεγάλους έλληνες ποιητές μιλάει στο «Βήμα» για την Ελλάδα που ερωτεύτηκε και έκανε δεύτερη πατρίδα του
ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΚΙΛΙ  «Η Ελλάδα με έχει κάνει πιο πλούσιο»
«Με ενοχλούν ο κυνισμός και η απαξίωση που παρατηρώ τελευταίως για τους θεσμούς και την πολιτική» σχολιάζει για τη σημερινή Ελλάδα ο Εντμουντ Κίλι (Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ)


Με τις μεταφράσεις του έκανε γνωστό τον Καβάφη , τον Σεφέρη, τον Ρίτσο  και άλλους έλληνες ποιητές στο αγγλόφωνο κοινό. Η πρώτη φορά που βρέθηκε στην Ελλάδα ήταν το 1936, σε ηλικία οκτώ ετών, μαζί με τον πατέρα του, τον αμερικανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη. Εζησαν στη Γεωργική Σχολή ως το 1939 και για εκείνον η Ελλάδα του Μεταξάήταν τότε παράδεισος. Εμαθε ελληνικά παίζοντας με τα άλλα παιδιά στις αλάνες. Τα ξαναθυμήθηκε το καλοκαίρι του 1947. Από το 1949, που επέστρεψε ως δάσκαλος αγγλικών στη Γεωργική Σχολή, έρχεται στην Ελλάδα κάθε χρόνο αδιαλείπτως.

Ο Εντμουντ Κίλι σπούδασε στο Πρίνστον και πήγε στην Οξφόρδη για να μελετήσει τον ποιητή Γ. Μπ. Γέιτς, αναζητώντας τις ιρλανδικές ρίζες του. Η εκεί γνωριμία του με τονΚωνσταντίνο Τρυπάνη τον έστρεψε στη νεοελληνική λογοτεχνία και κατέληξε να ετοιμάζει μια διατριβή για τον Καβάφη και τον Σεφέρη . Στο Πρίνστον δίδαξε λογοτεχνία επί 40 χρόνια ενώ υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του αμερικανικού Συνδέσμου Νεοελληνικών Σπουδών. Οι φίλοι τον αποκαλούν «Μάικ».

«Οι γονείς μου με φώναζαν έτσι και έμεινε. Μη με ρωτάς γιατί. Ισως επειδή έτσι αποκαλούσαν τους Ιρλανδούς στην Αμερική» λέει. Γεννημένος το 1928 στη Δαμασκό, για τον Σεφέρη ήταν ο «Μιχαλάκης ο Δαμασκηνός». Τον συναντήσαμε μαζί με την αλεξανδρινής καταγωγής σύζυγό του Μαίρη Σταθάτου-Κύρη στο σπίτι τους στην οδό Λουκιανού. Γνωρίστηκαν ως φοιτητές στην Οξφόρδη και του χρόνου κλείνουν 60 χρόνια κοινής ζωής. Γι΄ αυτό και οι απαντήσεις του δίνονται συχνά στον πληθυντικό, αφού συμπεριλαμβάνουν και τη Μαίρη.

Οικείος, χαλαρός, ο Εντμουντ Κίλι κάνει χιούμορ και αστειεύεται με τον φωτογράφο μας. Βρίσκεται για μόλις δύο ημέρες στην Αθήνα και το τηλέφωνο χτυπά διαρκώς. Φίλοι για να τον καλωσορίσουν και να συναντηθούν, δημοσιογράφοι για συνεντεύξεις. Μας μίλησε στα ελληνικά, με άψογη προφορά και πολλούς τρέχοντες ιδιωματισμούς, παρεμβάλλοντας λέξεις στα αγγλικά και ρωτώντας πάντα για τη σωστή απόδοσή τους στα ελληνικά. Ενας μεταφραστής δεν είναι ποτέ εκτός υπηρεσίας.

- Με τον Φίλιπ Σέραρντ ήσασταν το μεταφραστικό ζευγάρι που έκανε γνωστούς στο αγγλόφωνο κοινό τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τόσους μείζονες έλληνες ποιητές. Εκείνος ζούσε στη Βρετανία και εσείς στην Αμερική. Πώς ξεκίνησε ησυνεργασία σας;«Ως διδάκτορας έπρεπε να κάνω δημοσιεύσεις και σκέφτηκα να αξιοποιήσω τα ποιήματα που είχα μεταφράσει για τη διατριβή μου και να τα συμπεριλάβω σε μια ανθολογία ελληνικής ποίησης. Την ίδια εποχή έκανε διατριβή στη νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ο Σέραρντήμασταν οι μόνοι τότε που κάναμε διατριβή στη νεοελληνική λογοτεχνία. Είχα διαβάσει κάτι εξαιρετικές μεταφράσεις του Καβάφη που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό “Εncounter” και το καλοκαίρι του 1956 αποφάσισα να πάω να τον βρω για να συνεργαστούμε στην ανθολογία».

- Πήγατε στο Λονδίνο να τον βρείτε;«Οχι. Είχα μάθει ότι ο Σέραρντ έκανε διακοπές στη Θάσο. Οταν φθάσαμε στο νησί εκείνος με την παρέα του ξεκινούσαν για ένα ξωκλήσι στο βουνό που είχε πανηγύρι. “Ελα μαζί μας αν θέλεις” μου είπε και τους πήρα στο κατόπι. Ημουνα ο νεότερος, αλλά δεν είχα τις αντοχές τους, κάθε λίγο σταματούσα. Εκείνο το βράδυ στο χωριό, μπροστά σε ένα μπουκάλι ρακί, σφραγίσαμε τη συνεργασία μας. Εκείνος θα έβαζε τις μεταφράσεις του Καβάφη και του Σικελιανού που είχε, εγώ του Σεφέρη και του Ελύτη και θα μοιραζόμασταν ό,τι άλλο πιστεύαμε ότι άξιζε να μεταφραστεί. Δουλεύαμε χωριστά όλο τον χειμώνα, ανταλλάσσαμε τις μεταφράσεις μας και σημειώσεις με το ταχυδρομείο και τα καλοκαίρια συναντιόμασταν, λύναμε τα προβλήματα και καταλήγαμε στο τελικό κείμενο. Πηγαίναμε για μπάνιο και συζητούσαμε πώς έπρεπε να αποδοθεί τούτο και τ΄ άλλο. Το πρώτο διάστημα η διπλωματία επιβλήθηκε στην κριτική και έτσι λίγο άλλαζε ο ένας τη δουλειά του άλλου. Εν τέλει οι αγγλισμοί του και οι αμερικανισμοί μου, που τώρα τους βλέπω, αποτέλεσαν στοιχεία της φωνής των ποιητών που μεταφράζαμε. Οταν η συνεργασία μας προχώρησε, διαφωνούσαμε επίμονα ώσπου να καταλήξουμε στην απόδοση μιας λέξης, ακόμη και όταν πηγαίναμε για μπάνιο ή για φαγητό στην ταβέρνα».

- Πόσο διαφέρει η Ελλάδα που πρωτογνωρίσατε από τη σύγχρονη;

«Μου κάνουν συνέχεια αυτή την ερώτηση, αλλά δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Αισθάνομαι μισός Ελληνας, έχω ζήσει τη χώρα σε όλες τις ιστορικές περιόδους της, δεν στέκομαι παρατηρητής και βέβαια δεν μπορώ να τη συγκρίνω με τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας».

- Αισθάνεστε να σας πληγώνει κάτι στην Ελλάδα σήμερα;«Με ενοχλούν ο κυνισμός και η απαξίωση που παρατηρώ τελευταίως για τους θεσμούς και την πολιτική».

- Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θέλετε να κάνετε όταν έρχεστε στην Αθήνα;«Να βλέπουμε τους αγαπημένους μας φίλους, που μας μένουν πιστοί. Να ανταλλάσσουμε νέα, να συζητάμε για πολιτική και για λογοτεχνία. Η φιλία έχει άλλη ποιότητα στην Ελλάδα. Το κακό είναι ότι σε αυτή την ηλικία οι φίλοι φεύγουν σιγά σιγά, και αυτό μας μελαγχολεί».

- Υπάρχει κάτι που εύχεστε να είχατε κάνει;«Δύσκολο να απαντήσω. Στην ηλικία μου έχω κάνει πολλά και είμαι ευχαριστημένος. Και οι δυο μας είχαμε μια πολύ καλή ζωή και η Ελλάδα έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Το ότι ερχόμασταν εδώ κάθε χρόνο, αυτή η διπλή ζωή, μας πλούτισε πολύ. Οχι μόνο το έργο μου αλλά και την καθημερινότητά μας».

«Δεν υπάρχει αμερικανός ποιητής που να μην ξέρει τον Καβάφη» 

Ο Εντμουντ Κίλι και η επί 60 χρόνια σύζυγός του Μαίρη Σταθάτου- Κύρη
- Υπάρχει ενδιαφέρον για την ελληνική λογοτεχνία στην Αμερική σήμερα;«Οταν ξεκίνησα, το 1968 που ιδρύσαμε το Μodern Greek Studies Αssociation, ήμασταν μονάχα πέντε άνθρωποι που ενδιαφερόμασταν για τη νεοελληνική λογοτεχνία και ιστορία. Τώρα προγράμματα νεοελληνικού πολιτισμού υπάρχουν σε πολλά πανεπιστήμια και έχουν δημιουργηθεί θέσεις για μελετητές, γιατί το θέμα είναι όσοι ενδιαφέρονται για το αντικείμενο να μπορούν να βρουν μετά αντίστοιχη δουλειά. Η λογοτεχνία μόνη της δεν μπορεί να σταθεί, αλλά μαζί με τη γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό ή στο πλαίσιο συγκριτικών σπουδών επιβιώνει. Από την άλλη έχει αυξηθεί πολύ το ενδιαφέρον για τις κλασικές σπουδές και σε κάποιες έδρες γίνεται ένα άνοιγμα και προς τον βυζαντινό και τον νεοελληνικό πολιτισμό ως συνέχεια του αρχαίου».

- Ποιοι έλληνες ποιητές είναι πιο δημοφιλείς στην Αμερική;

«Ο Καβάφης, με διαφορά. Μόνο από το 2000 έχουν εκδοθεί επτά νέες μεταφράσεις του συνόλου των ποιημάτων του και ετοιμάζεται ακόμη μία. Δεν υπάρχει αμερικανός ποιητής που να μην τον γνωρίζει. Ο Σεφέρης είναι βασικός, αλλά δεν έχει μεταφραστεί πολύ. Ο Ρίτσος είναι πολύ γνωστός. Ο Ελύτης λιγότερο. Μεταξύ των συγγραφέων, αυτά. Το ευρύ κοινό των 50 Πολιτειών των ΗΠΑ δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται για την ελληνική λογοτεχνία».


ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ, ΣΤΑ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, ΕDMUND ΚEELEY

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο


Ελεγα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (25 Μαΐου) ότι η αμφισβήτηση της οργανικής μορφής ως αναγκαίου όρου του λογοτεχνικού κειμένου, προέκυψε ως φυσική συνέπεια της θεωρίας του άπειρου ερμηνευτικού ανοίγματος, ως ετέρα όψη του ίδιου - του μεταμοντέρνου - θεωρητικού νομίσματος που υποστηρίζει ότι η παραγωγή νοήματος είναι έργο αποκλειστικά των παντοδύναμων βουλήσεων της γλώσσας (θεωρία του «θανάτου του Συγγραφέα», Αποδόμηση) ή του αναγνώστη (Νεοπραγματιστικές θεωρίες) και όχι και του συγγραφέα. Για να ολοκληρώσω την κριτική μου αυτών των απόψεων, πριν επιχειρήσω να ανιχνεύσω τα πραγματικά τους αίτια, θα σχολιάσω τις ιδέες που πρεσβεύουν οι φορείς τους για το συναφές με την έννοια της οργανικότητας πρόσωπο του συγγραφέα. Διότι, αν οι σχέσεις των στοιχείων που απαρτίζουν τη γλώσσα είναι, όπως λέει η γλωσσολογία, συμβατικές, και αν η γλώσσα της λογοτεχνίας ως οργανικής μορφής ανατρέπει αυτή τη συμβατικότητα, τότε εκείνος που γράφει ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να είναι αμέτοχος στη σύνθεσή του.
Ωστόσο, παρ' ότι οι ιδέες για τον «θάνατο του Συγγραφέα» και για το ατελεύτητο παιχνίδι του αναγνώστη με το σημαίνον έχουν δεχθεί καταλυτική κριτική, εκλαμβάνεται ακόμη από πολλούς ως σοβαρή η βεβαιότητα ότι ο «αποθανών» συγγραφέας έζησε βίο βραχύ γιατί υπήρξε σχετικά πρόσφατο κατασκεύασμα. Αυτός είναι ένας άλλος μύθος, παράγωγο των ίδιων ιδεών που αμφισβητούν, ως επινόημα του Ρομαντισμού, την οργανικότητα του λογοτεχνικού κειμένου και την ουμανιστική λειτουργία της. Παραθέτω την πεμπτουσία αυτού του μύθου όπως τη βίωνε ο Ρολάν Μπαρτ στο «Ο θάνατος του Συγγραφέα»:
«Στις εθνογραφικές κοινωνίες την αφήγηση δεν την αναλαμβάνει ποτέ ένα πρόσωπο αλλά ένας διαμεσολαβητής, ένας σαμάνος ή απαγγέλλων, του οποίου μπορούμε το πολύ πολύ να θαυμάσουμε την "εκτέλεση" (δηλαδή, τον έλεγχο του αφηγηματικού κώδικα), ποτέ όμως τη "μεγαλοφυΐα". Ο συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο νεότερο που έχει, χωρίς αμφιβολία,παραχθεί από την κοινωνία μας στον βαθμό που, βγαίνοντας από τον Μεσαίωνα, με τον αγγλικό εμπειρισμό, τον γαλλικό ορθολογισμό και την προσωπική πίστη της Μεταρρύθμισης,η κοινωνία αυτή ανακαλύπτει τη γοητεία του ατόμου ή, όπως λέγεται με μεγαλύτερη επισημότητα, του "ανθρώπινου προσώπου"».
Από τη διατύπωσή του είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ως ποιαν εποχή ο Μπαρτ πιστεύει ότι οι κοινωνίες παρέμεναν εθνογραφικές ή κατά πόσο φρονεί ότι ο Σοφοκλής, ο Οράτιος ή ο Κάτουλλος ήταν οι μάγοι της φυλής τους, ωστόσο είναι φανερό ότι τους θεωρεί «χωρίς αμφιβολία» γραφείς χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο· όπως το ίδιο θεωρεί τον Ομηρο ή τον Αρχίλοχο, κι ας ζητούσε ο Ηράκλειτος μόνο αυτοί από τους ποιητές να ραπιστούν και να εκδιωχθούν από τους ποιητικούς αγώνες. Ο Μπαρτ δεν φαίνεται να υποπτευόταν ότι, όταν ο Αριστοφάνης στους Βατράχους επέλεγε να επαναφέρει στη ζωή τον Αισχύλο και όχι τον Ευριπίδη, δεν το έκανε επειδή έκρινε ότι ο Αισχύλος έλεγχε καλύτερα τον αφηγηματικό κώδικα. Η λογοτεχνική κριτική που περιέχεται σε αυτό το έργο, η οποία σε τίποτε δεν υπολείπεται από τη λογοτεχνική κριτική του 20ού αιώνα, δεν τελείται γύρω από μια φωτιά υπό τον ήχο ταμ ταμ αλλά σε ένα θέατρο ενώπιον χιλιάδων ακροατών, ο μέσος όρος του δείκτη κριτικής ικανότητας των οποίων ήταν αναμφίβολα υψηλότερος από τον μέσο όρο του δείκτη των σημερινών φιλόμουσων. Ο Αριστοτέλης πριν από το Περί ποιητικής είχε γράψει το Περί ποιητών, στο οποίο εξέταζε συγκεκριμένα τον ποιητή, το έργο του, τις αρετές και τα ελαττώματά του. Και βέβαια ο αρχαίος κριτικός που κωδικοποίησε τις απόψεις της εποχής του για το πρόσωπο του συγγραφέα, ο Λογγίνος, ορίζει το ύψος (την υψηλότερη μορφή της λογοτεχνικότητας) ως «μεγαλοφροσύνης απήχημα»: μεγαλοφροσύνης του συγγραφέα, όχι του κειμένου. Οι όροι μεγαλοφυής και μεγαλοφυΐα - και η έννοιά τους - για το πρόσωπο (το ανθρώπινο πρόσωπο) του συγγραφέα και ο χαρακτηρισμός «μέγας συγγραφεύς», παρά την προφανή βεβαιότητα του Μπαρτ ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν, είναι βασικοί στο Περί ύψους(«το δ' εν υπεροχή, μεγαλοφυΐας εστί»: «Η [συγγραφική] υπεροχή είναι έργο της μεγαλοφυΐας»). Οταν ο Λογγίνος παρατηρεί ότι, επειδή είναι έργο δραματικό, η Ιλιάδαγράφτηκε «εν ακμή πνεύματος» του Ομήρου και ότι η Οδύσσεια είναι έργο γεροντικό επειδή είναι περισσότερο αφηγηματική και επειδή η τάση για αφήγηση είναι χαρακτηριστική της γεροντικής ηλικίας («διηγηματικόν ίδιον γήρως»), κάνει προσωποβιογραφική κριτική.
Αυτά δειγματοληπτικώς (και μόνο από την αρχαιότητα) για το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα πριν από τη νεότερη εποχή. Τα ίδια θα έλεγα και για την εξαρτώμενη από το πρόσωπο αυτό έννοια της λογοτεχνικής πρωτοτυπίας, την εμφάνιση της οποίας οι θιασώτες των μεταμοντέρνων θεωριών, καθώς πιστεύουν (και σωστά) ότι απέρρεε από το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα (πριν αυτός πεθάνει), τοποθετούν (λανθασμένα) στη νεότερη εποχή: ένας ακόμη μύθος συναφής με την προσπάθεια αμφισβήτησης της οργανικής μορφής, για τον οποίο θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πού πάμε;Πωλ Γκωγκέν

Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε; είναι ο τίτλος ενός από τους γνωστότερους ζωγραφικούς πίνακες του Γάλλου ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν. Ο Γκωγκέν ενέγραψε τον τίτλο αυτό - στα γαλλικά - στην άνω αριστερή γωνία του πίνακα: D'où Venons Nous / Que Sommes Nous / Où Allons Nous. Στην άνω δεξιά γωνία υπέγραψε και έβαλε την ημερομηνία του πίνακα: P. Gauguin / 1897.
Δημιουργημένος στην Ταϊτή, ο πίνακας βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, στηΜασαχουσέτη των ΗΠΑ.
Woher_kommen_wir_Wer_sind_wir_Wohin_gehen_wir
Προέλευση και ιστορικό
Ο Γκωγκέν έφυγε για την Ταϊτή το 1891, αναζητώντας μια πιο απλή και στοιχειώδη κοινωνία από αυτήν της γενέτειράς του Γαλλίας. Παράλληλα με διάφορους άλλους πίνακες που δημιούργησε και οι οποίοι εκφράζουν μία υψηλά ατομιστική μυθολογία, ξεκίνησε τον πίνακα αυτό το 1897 και τον ολοκλήρωσε το 1898, θεωρώντας τον αριστούργημα και αποκορύφωμα των σκέψεών του.
Οι έφοροι του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης όπου βρίσκεται σήμερα ο πίνακας, συνεχώς ανανεώνουν τη λίστα του ιστορικού ιδιοκτησίας του πίνακα, θεωρώντας πως ο κατάλογός τους δεν είναι πλήρης. Σε κάθε περίπτωση το 1898 ο Γκωγκέν έστειλε τον πίνακα στο ζωγράφο και συλλέκτη Ζωρζ-Ντανιέλ ντε Μονφρίντ  στο Παρίσι. Ακολούθως, πωλήθηκε σε διάφορους άλλους Παριζιάνους και Ευρωπαίους εμπόρους και συλλέκτες μέχρι την αγορά του από την Γκαλερί Μαρί Χάρριμαν στη Νέα Υόρκη το 1936. Το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης τον απέκτησε από τη Γκαλερί Μαρί Χάρριμαν στις 16 Απριλίου 1936.
Where_are_we_going
Ο πίνακας εκτίθετο στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου στην έκθεση "Από τον Σεζάν στον Πικάσο" από τις 17 Φεβρουαρίου μέχρι τις 12 Μαΐου 2007. Από τότε έχει επιστραφεί στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Έχει περίπου 1,5 μ. ύψος και πάνω από 3,60 μ. μήκος.
Gauguin_-_Tahitianer_001
Τεχνοτροπία και ανάλυση
Ο Γκωγκέν -αφού είχε ορκιστεί πως θα αυτοκτονούσε μετά την ολοκλήρωση του πίνακα, κάτι που είχε επιχειρήσει νωρίτερα- υπέδειξε πως ο πίνακας πρέπει να "διαβαστεί" από δεξιά προς αριστερά, με τις τρεις μείζονες ομάδες προσώπων να απεικονίζουν τα ερωτήματα που θέτει ο τίτλος. Οι τρεις γυναίκες με το παιδί αντιπροσωπεύουν το ξεκίνημα της ζωής. Η μεσαία ομάδα συμβολίζει την καθημερινή εμπειρία της νεαρής ενήλικης ζωής. Στην τελευταία ομάδα, σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, βλέπουμε "μια γριά γυναίκα η οποία καθώς προσεγγίζει το θάνατο εμφανίζεται συμφιλιωμένη και παραιτημένη στις σκέψεις της"· στα πόδια της "ένα περίεργο άσπρο πουλί... αναπαριστά τη ματαιότητα των λέξεων." Το μπλε είδωλο στο υπόβαθρο προφανώς απεικονίζει ό,τι ο Γκωγκέν περιέγραφε ως "το Επέκεινα". Για το σύνολο της απεικόνισης είπε, "Πιστεύω πως αυτός ο πίνακας όχι μόνο ξεπερνά όλους τους προηγούμενούς μου, αλλά κι ότι δεν θα ξανακάνω κάτι καλύτερο - ή τουλάχιστον όμοιο του."
Gauguin_-_Tahitianer
Ο πίνακας αποτελεί επίταση της πρωτοποριακής μεταϊμπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας του Γκωγκέν. Η τέχνη του τόνισε τη ζωντανή χρήση χρωμάτων και πυκνών πινελιών με τη βούρτσα, που αποτελούν αρχές των ιμπρεσιονιστών, ενώ αποσκοπούσε στη διαβίβαση συναισθηματικού και εκφραστικού σφρίγους. Αναδύθηκε σε συνδυασμό με άλλα αβάν γκαρντ κινήματα του εικοστού αιώνα, συμπεριλαμβανομένων του κυβισμού και του φωβισμού.
Gauguin_-_Tahitischer_Mann_mit_erhobenen_Armen_-_1897
Υπόβαθρο
Ο Γκωγκέν υπήρξε μαθητής στο Petit Séminaire de La Chapelle-Saint-Mesmin, έξω από την Ορλεάνη, από την ηλικία των έντεκα ως δεκάξι. Τα μαθήματά του εκεί περιελάμβαναν μία τάξη Καθολικής λειτουργίας. Ο δάσκαλος της τάξης αυτής ήταν ο Επίσκοπος της Ορλεάνης Φελίξ-Αντουάν-Φιλιμπέρ Ντυπανλού . Ο Ντυπανλού είχε καταστρώσει τη δική του κατήχηση για να εδραιωθεί στα μυαλά των νέων μαθητών, και για να τους οδηγήσει προς πρέποντες πνευματικούς αναλογισμούς για τη φύση της ζωής. Τα τρία θεμελιώδη ερωτήματα της κατήχησης ήταν: "Από πού έρχεται η ανθρωπότητα;", "Πού πηγαίνει;". "Πώς προχωρά η ανθρωπότητα;". Αν και στη μετέπειτα ζωή του ο Γκωγκέν υπήρξε κραυγαλέα αντικληρικός, αυτά τα ερωτήματα από την κατήχηση του Ντουπανλούπ είχαν προφανώς αποτυπωθεί στο μυαλό του.
Πηγή: wikipedia

Αριστούλα Γεωργιάδου