Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ "ΡΩΜΗΟΣ" ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ


το οποίο αποδίδεται στον Γεώργιο Σουρή (1853-1919) και είναι πιο επίκαιρο από ποτέ…
Ωστόσο, το να διαπιστώνεις ότι τα πράγματα έχουν παραμείνει ίδια παρά το γεγονός της παρέλευσης διαστήματος μεγαλύτερο του ενός αιώνα, είναι πραγματικά σοκαριστικό.
Μήπως έχει έρθει η ώρα να προσπαθήσουμε όλοι να αλλάξουμε νοοτροπία, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι στους Έλληνες και τον Ελληνισμό δεν αξίζει να περιγράφονται με αυτό τον τρόπο; Ο καθένας ας κάνει την αυτοκριτική του και την προσωπική του προσπάθεια…
Ακολουθεί το απίστευτο ποίημα:
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου



Λαϊκές αφηγήσεις

Εκτός από τα ιπποτικά-ερωτικά μυθιστορήματα έχουμε την εποχή αυτή και διάφορες διηγήσεις. Μια από αυτές είναι και η Διήγησις Αλεξάνδρου του Μακεδόνος έμμετρη διασκευή του 1388, σε αρχαία γλώσσα, του ελληνιστικού μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη. Της έμμετρης αυτής διασκευής έχουμε μια παραλλαγή στη δημοτική (1529) και μια πεζή διασκευή την ίδια περίπου εποχή. Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου είναι η τελευταία πεζή διασκευή, δημοτικότερη στο ύφος και τη γλώσσα, που κυκλοφορούσε σε φτηνές λαϊκές εκδόσεις από το 1680 περίπου ως τις μέρες μας και έγινε εξαιρετικά αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα. Περιέχει τις πιο περίεργες και θαυμαστές διηγήσεις γύρω από τη μορφή του Μακεδόνα βασιλιά που τα κατορθώματά του πέρασαν στη σφαίρα της λαϊκής μυθολογίας.
«Ο Αλέξανδρος του μύθου αυτού», γράφει ο Α. Α. Πάλλης, «δε μοιάζει πια παρά πολύ αμυδρά με τον Αλέξανδρο της ιστορίας. Τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του πνίγονται μέσα σε πυκνό και φοβερό ρουμάνι φανταστικών άθλων και περιπετειών. Ο στρατηλάτης Αλέξανδρος μεταβάλλεται σ' ένα μυθολογικό ήρωα που συνενώνει τα χαρακτηριστικά πολλών μυθικών προσώπων παλαιότερων και νεοτέρων εποχών».
Περί των τόπων του σκότους
Μισεύοντας δε από το νησί των Μακάρων επερπατούσαν ημέρες δέκα. Και ηύραν έναν κάμπον πλατύν και μέγαν και εις την μέσην του ήτον ένα χάος βαθύ και πλατύ, οπού εκρατούσεν από μίαν άκραν έως την άλλην, και δεν ημπορούσαν να απεράσουν. Και επρόσταξεν ο Αλέξανδρος και έκαμεν ένα γεφύρι πολλά μεγάλον και εδιάβηκεν με ταφουσάτα του, εις την μέσην δε του γεφυριού έγραψεν τα παρόντα γράμματα: «Διά προσταγής Αλεξάνδρου του βασιλέως εκτίσθη το παρόν, και εδιάβη με τα φουσάτα του,όντας εξήλθεν εκ της γης των Μακάρων».



 Ύστερον δε από εκεί επεριπατούσαν ημέρες τέσσαρες και ήλθαν εις την σκοτεινήν γην. Και εκεί όρισεν ο Αλέξανδρος και ήφεραν φοράδες οπού είχαν πουλάρια μικρά. Και άφηκαν τα πουλάρια έξω και εσέβησαν εις το σκότος και επεριπάτησαν έως είκοσι τέσσαρες ώρες. Και εκεί εδιαλάλησαν εις όλον το φουσάτον ότι πας εις να πεζεύσει να πάρει από το χώμα της γης εκείνης. Και όσοι επήραν όταν εξέβησαν έξω, είδαν το χώμα και ήτον όλον χρυσάφι. Και επικράνθηκαν πως δεν επήραν περισσόν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας τεσσάρας. Και εσυναπάντησεν ο Αλέξανδρος δύο πουλία ανθρωποπρόσωπα, κατά πολλά εύμορφα, τα οποία του εμίλησαν με ανθρωπίνην φωνήν και είπαν: Αλέξανδρε, διατί πειράζεις τον Θεόν; Και θέλει σε οργισθεί εις τον έρημον τόπον να χαθείς και εσύ και το φουσάτον σου όλον. Μόνον κάμε ετούτο οπού σου λέγομεν και γύρισε οπίσω δεξιά και σύρε πάλιν να ακολουθήσεις τους συνηθισμένους σου πολέμους, ότι καρτερεί σε και ο βασιλεύς της Ινδίας να πολεμήσετε. Και εγύρισε δεξιά ο Αλέξανδρος και επεριπάτησεν ημέρας οκτώ. Και φθάνοντας εις μίαν λίμνην ετέντωσε να αναπαυθεί. Και οι μάγειροι άρχισαν διά να μαγειρεύσουν και επήραν και έβαλαν στεγνά οψάρια πολλά εις την λίμνην και άφηκάν τα ολίγον να βραχούν και αυτά ανέζησαν και έφυγαν εις την λίμνην.
Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος πως ανέζησαν τα οψάρια, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και όρισε και εκολύμβησαν όλα τα φουσάτα του με τα άλογα τους μέσα εις την λίμνην και εδυναμώθησαν από τον κόπον τον πολύν. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας δύο και ήλθεν εις άλλην λίμνην, οπού είχε το νερόν γλυκύ ωσάν ζάχαρη. Και εσέβη ο Αλέξανδρος να κολυμβήσει και ήλθεν επάνω του ένα οψάρι μέγα. Και αυτός έφυγεν έξω και το οψάριον κυνηγώντας τον εξέβη έξω. Και αυτός το εκαβαλίκευσε και εσκότωσέ το. Και είπε και έσχισάν το και ευρήκεν μέσα του ένα λιθάρι πολύτιμον· και ήτον ωσάν χηνάριον αυγόκαι έλαμπεν ώσπερ τον ήλιον. Και όρισε και έβαλάν το εις το φλάμπουρόν του και εβαστούσαν το εις τον Αλέξανδρον ομπροστά ωσάν φανάρι. Και απ' εκεί ήλθαν εις άλλην λίμνην και έπεσαν να αναπαυθούν. Και όταν εβραδίασεν εξέβησαν από εκείνην την λίμνην γυναίκες και έλεγαν τραγούδια πολλά εύμορφα, εις τόσον οπού ο νους του ανθρώπου επαίρνετο. Και ως ομοιάζει, εκείνες ήτον οι αναράιδες, οπού λέγουν την σήμερον. Και απ' αυτού επεριπάτησαν ημέρας εξ και ήλθον εις έναν τόπον οπού ήτον λόγκος μέγας. Και εκεί εξέβησαν αλογάνθρωποι πολλοί κατεπάνω του φουσάτου, οι οποίοι από την μέσην και απάνω ήτον άνθρωποι, από δε την μέσην και κάτω ήτον άλογα. Και ήτον όλοι τοξότες και το ξιφάρι της σαΐτας ήτον από λίθον αδαμάντινον. Και σίδερον δεν είχαν παντελώς και ήτον πολλά ογλήγοροι ωσάν πετούμενα. Και ως τους είδεν ο Αλέξανδρος, είπε των Μακεδόνων: Ας κάμομεν μίαν πονηρίαν, να πιάσομεν απ' αυτούς να τους πάρομεν εις την Μακεδονίαν δια θαύμα. Και επρόσταξε να κάμουν λάκκους, να τους σκεπάσουν με καλάμι χοντρό. Και απέστειλεν ανθρώπους να τους παρακινήσουν εις πόλεμον, και αυτοί μην ηξεύροντες την πονηρίαν των ανθρώπων έπεσαν εις τους λάκκους. Και εσκότωσαν δώδεκα χιλιάδες και επήραν και ζωντανούς και τους ημέρωσαν άλλες έξι χιλιάδες. Και ηθέλησαν να τους εβγάλουν εις τον κόσμον. Και τόσον ήτον ογλήγοροι, ότι δεν τους εγλίτωνε τίποτας. Και όπου και αν ετόξευαν, δεν αστοχούσαν. Και τους έδωκεν ολωνών άρματα ο Αλέξανδρος και τους ετοίμαζεν, διά να τους έχει βοηθούς εις τους ερχόμενους πολέμους. Οπόταν δε εξέβησαν εις τον κόσμον, κατά τύχην εφύσησεν άνεμος κρύος και απόθαναν όλοι. Μετά δε εξήντα ημέρας ήλθαν εις την Ηλιούπολιν και εσέβηκαν εις ένα ναόν και επροσκύνησαν εις τον οποίον ευρήκεν ο Αλέξανδρος γράμματα οπού έδειχναν τον θάνατον του και ελυπήθη πολλά. Και απ' αυτού εσηκώθησαν και επεριπάτησαν ημέρας δέκα. Και ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους και είχαν ουράν ωσάν πρόβατα. Και επίασαν πολλούς απ' αυτούς και ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον. Και ο Αλέξανδρος τους ερώτησε λέγων: Πώς είστε αυτού; Και αυτοί του είπαν: Αλέξανδρε βασιλεύ, ελεημονήσουκαι άφες μας, ότι διά αδυναμίαν μας ήλθαμεν εδώ και εκρύφθημεν. Και ακούοντας ταύτα τα λόγια ο Αλέξανδρος τους άφησε διά να πηγαίνουν. Και επηδούσαν από λιθάρι εις λιθάρι και άρχισαν να περιγελούν τον Αλέξανδρον και έλεγαν: Ο Αλέξανδρος όλον τον κόσμον επήρε τον με την φρονιμάδα του και ημείς τον εγελάσαμεν και μας άφηκεν, οπού το κρέας μας είναι νοστιμότερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα και το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα και χοντρό μαργαριτάρι και το πετζί μας σίδερον δεν το απερνά. Και ως ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασεν και είπε: Ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του. Και ευθύς όρισε και αρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλαραίοι με λαγωνικά και πάρδους και ζαγάρια. Και ετριγύρισαν όλον το βουνί και απόλυσαν τα ζαγάρια και τους πάρδους και τα λαγωνικά και επίασάν τους και τους ήφεραν όλους εις τον Αλέξανδρον. Και όρισε και έσφαξαν τους. Και τους έγδαραν και εστέγνωσαν τα πετζία τους και ευρήκαν εις το σκάφος τους πλούτον αναρίθμητον από πολύτιμα λιθαρόπουλα και μαργαριτάρι. Και όρισε τους Πέρσας και έφαγαν το κρέας τους. Και έλεγαν ότι να ήτον νοστιμότερον από όλα τα πετεινά και τετράποδα. Και απ' αυτού επεριπάτησεν ημέρας εξ και ήλθεν εις το σύνορον της Ινδίας και εξέβη εις τον κόσμον. Είχε δε μήνας εξ αφού είδεν τα γράμματα εις την Ηλιούπολιν οπού έδειχναν διά τον θάνατον του, και πάντοτε ήτον λυπημένος. Και εκεί εθυμήθη τους μονοποδάρους και εγέλασε. Και είδαν οι Μακεδόνες και εχάρησαν και εγέλασαν και αυτοί. Και την πίκραν οπού είχεν ο Αλέξανδρος δεν την ήξευραν. 'Εμαθεν δε ο Πώρος, ο βασιλεύς της Ινδίας, ότι ήλθεν ο Αλέξανδρος εις το σύνορόν του και του έγραψεν επιστολήν.

φουσάτο: στράτευμα.
όντας: όταν.
πας εις: καθένας.
θέλει σε οργισθεί: θα οργιστεί μαζί σου.
τεντώνω: κατασκηνώνω (για στράτευμα).
χηνάριο αυγό: αυγό χήνας.
ξιφάρι της σαΐτας: η αιχμή του βέλους.
ελεημονήσου μας: λυπήσου μας.
ζαγάρι: κυνηγετικό σκυλί.
πάρδος: λεοπάρδαλη.
σκάφος: κουφάρι.

Το αγαπημένο μυθιστόρημα του Γκαίτε!

Δαφνις και Χλοη , c.1870. Raphael Collin

ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΛΟΓΓΟΥ
ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑ
ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ"
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1921
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του λόγου, στην ποίηση, στο δράμα και στην πεζογραφία, είχε προχωρήσει τόσο, που κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία έργων σαν τα αρχαιότερα έδειχνε περισσότερο τις αδυναμίες των μιμητών, οι σοφιστές στοχαστήκανε να μορφώσουνε καινούργιο είδος λόγου: να διατυπώνουνε δηλαδή ποιητικά νοήματα σε πεζογραφήματα. Και για να εφαρμόσουν το στοχασμό τους αυτόν έπλασαν το μυθιστόρημα ή, όπως έλεγαν τότε την τέτοια πεζογραφία, τους «ερωτικούς λόγους», όπου τα πλάσματα της φαντασίας μπορούσανε να πάρουνε την κάπως ποιητική μορφή του λόγου χωρίς να μένουνε προσηλωμένα στους κανόνες της ποιητικής τέχνης κι ακόμη και στην ιστορική αλήθεια ή και στην παράδοση. Τέτοια, απάνω-κάτω, είναι η γραμματολογική εξήγηση του πώς γεννήθηκε το μυθιστόρημα. Ένα από τα πρώτα-πρώτα δημιουργήματα του καινούργιου αυτού είδους του λόγου είναι και το μυθιστόρημα του Λόγγου «Δάφνης και Χλόη».
Για την εποχή που εγράφηκε το έργο τούτο και για το συγγραφέα του
Αλκίφρονα η εποχή είναι κάπως δυσκολοπροσδιόριστη, επειδή και γι' φιλόλογοι νομίζουν, ότι ο Λόγγος δε μπορεί να έζησε ύστερ' από το Β' αιώνα μ. Χ. στηρίζοντας τη γνώμη τους τούτη πιο πολύ στο ότι τον εμιμήθηκεν ο Αλκίφρονας στις «Επιστολές» του· μα και του
της γνώμης του το ότι ο Αλκίφρονας εμιμήθηκε το Λουκιανό και τον αυτόνε δεν υπάρχει τίποτα θετικό, που να βεβαιώνη τον καιρόν, όπου έζησε κ' έγραψε, δηλαδή το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα 170 και 229 μ. Χ. όπως θέλει π. χ. ο Herman Reich, φέρνοντας γι' απόδειξη Λέσβο· γνώμη ίσως όχι παράλογη κι αδικαιολόγητη. Αλκίφρονα ο Αιλιανός. Πιο θετικά μπορεί να προσδιοριστή η πατρίδα του Λόγγου. Επειδή στο μυθιστόρημά του περιγράφονται ζωηρά και πιστά τοποθεσίες και συνήθειες της Λέσβος και ξεχωριστά της
Μιτυλήνης, πολλοί φιλόλογοι υποστηρίζουν, ότι ο Λόγγος ήταν από τη
σαν αληθινό γέννημα της μούσας του Θεόκριτου. Όλοι οι κριτικοί της Ένα όμως είναι θετικό και βέβαιο: Ότι το μυθιστόρημα «Δάφνης και Χλόη» είναι το καλλίτερο κι ομορφότερο από όσα εγράφηκαν πριν κ' ύστερα απ' αυτό και ότι φαίνεται σαν την πιο ευτυχισμένη εξακολούθηση της βουκολικής ποίησης — αν και σε πεζό λόγο — και αρχαίας φιλολογίας παινεύουν τη αφηγηματική χάρη, τη ζωηρότητα της
μεριά τούτη το μυθιστόρημα του Λόγγου να συγκριθή αζημίωτα με τον περιγραφής, τις ζωντανές εικόνες των τόπων και των προσώπων, τη δροσιά και την απλότητα του ύφους, τη σύντομη φρασεολογία — σαν το πιο όμορφο δείγμα εκείνου, που οι αρχαίοι το έλεγαν «αφελής λέξις» και που ταιριάζει τόσο στα τέτοιου είδους έργα. Μπορεί από τη περίφημο «Ευβοϊκό ή Κυνηγό» του Δίωνα του Χρυσόστομου, αφού του Λόγγου, ότι κι 
αυτό έχει καθέκαστα και περιγραφές μάλιστα έχει και το προτέρημα να μην είναι γεμάτο ουτοπία, όπως είναι το τελευταίο τούτο έργο κι άλλα όμοια του.
Το μυθιστόρημα στην εποχή του Λόγγου το εχαρακτήριζε ο πολύς νεοπλατωνισμός. Μα ο συγγραφέας του «Δάφνη και της Χλόης» μπόρεσε να τον ξεφύγη και να δώση στο έργο του καθαρά βουκολική μορφή, ενώ το εγέμιζε και με λεπτή ερωτική πνοή. Κατηγορήθηκε το μυθιστόρημα
και φυσικότητα, είναι χαριτωμένες ζωγραφιές αγροτικής ζωής και μας ξαδιάντροπες, όπως είναι το επεισόδιο της Λυκαίνιο και το άλλο του Γνάθωνα. Μα όταν θυμηθούμε ποιες ξαδιαντροπιές κλειούνε τα μυθιστορήματα της εποχής εκείνης — εξόν από το «Χαιρέα και Καλλιρρόη» του Χαρίτωνα του Αφροδισιέα — βλέπουμε πόσο μετρημένος εστάθηκε ο Λόγγος στο σημείο τούτο. Οι σκηνές, που ξετυλίγονται σε κάθε κεφάλαιο και παρουσιάζονται με την πιο καλλιτεχνική αφέλεια όλη τη γητεία του μύθου: Ο Δάφνης κ' η Χλόη, παιδιά παραρριγμένα δείχνουν καθαρά πόσο βασιλεύει σ' αυτές το αίσθημα της ομορφιάς και της αλήθειας μαζί. Δεν πλέκονται στο έργο τούτο περιστατικά βγαλμένα από ζωή πολυτάραχη, όπως γίνεται στο νεώτερο μυθιστόρημα. Η υπόθεση είναι απλή, ήρεμη στο μεγαλείτερο μέρος της και δίχως πολύμορφες και πολυσύνθετες σκηνογραφίες. Είναι κάποιο παραμύθι, σαν εκείνα που τ' ακούμε μ' όλη της παρθενιάς τους τη χάρη και μ'
Η ιστορία του Δάφνη και της Χλόης έχει μερικά επεισόδια, που δεν πό τους γονέους τους, είχαν την τύχη να περιμαζευτούν από καλούς κι απλοϊκούς ανθρώπους, που ζούσανε στην εξοχή· τα παιδιά αυτά μεγαλώσανε μαζί, έβοσκαν όλη τη μέρα μαζί, εγνώρισαν ο ένας τον άλλο πολύ και φυσικά αγαπήθηκαν τόσο, που η ζωή του ενός ήτανε ζωή του άλλου. Για τούτο και βασιλεύει τόσο μέσα σ' όλο το μυθιστόρημα
ο έρωτας, ο ανίκητος και βασανιστής, μα και δημιουργός, και τίποτε άλλο.
Δάφνη και στη Χλόη, βρίσκουμε και την αμίμητη εκείνη σκηνή, όπου η τα σηκώνει η σημερινή αίσθησή μας· μα αυτά είναι το παραγέμισμα για να φανερωθή πιο πολύ και πιο έντονα η δύναμη του έρωτα των δυο παιδιών· είναι τα χαριτωμένα κινήματα της φαντασίας του συγγραφέα για να δείξη την αντίθεση της αθωότητας και της πονηριάς. Ο Λόγγος
ζωγραφίζει πιστά τη φύση και τη ζωή· για τούτο δίπλα στη θαυμάσια κάθε τόσο περιγραφή της φύσης, που άνθιζε και γελούσε γύρω στο Λυκαίνιο πρωτομαθαίνει το Δάφνη να νοιώση, ότι είναι άντρας. Η
ο Λόγγος στο νου μας καιρό για να στοχαστή το ξαδιάντροπο, όσο σκηνή τούτη μας λέει κάτι περισσότερο από ό,τι γίνεται αφορμή να διαμαρτυρηθή η νεώτερη σεμνοτυφία· δεν πρέπει να βλέπουμε στο επεισόδιο αυτό μόνο τη σαρκική όρεξη της Λυκαίνιο· περισσότερο πρέπει να ιδούμε με πόση τέχνη θέλησε ο Λόγγος να μπάση τον ήρωά του στα γνωρίσματα της ζωής για να δώση κατόπι ο ίδιος τον ιδεαλισμό στον έρωτά του. Η γυμνή αυτή σκηνή μας προετοιμάζει ν' αντικρύσουμε τον ανώτερο βαθμό της ηθικής ομορφιάς. Μα μήτε αφίνει προχωρούμε στα καθέκαστα του περιστατικού, που έκαμε τον αθώο σε περιγραφές σαν αυτές που μας παρουσιάζουν τα καμώματα του Δάφνη να μάθη τα έργα του έρωτα, επειδή ακολουθούν οι δισταγμοί του, που υψώνουν τον έρωτά του σε ανώτερο κόσμο. Μπορούμε να ειπούμε, ότι και η σκηνή αυτή έχει το μυστήριο της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, που μας αναγκάζει να θαυμάζουμε σε κάθε γυμνό την ομορφιά μονάχα, δίχως να προφταίνη ο νους μας να στοχαστή και το ταπεινό. Το επεισόδιο του Γνάθωνα είναι βέβαια πιο ξαδιάντροπο και μας σκανδαλίζει σήμερα με την αισχρότητά του. Οι αποκρυσταλλωμένες ιδέες μας για κάποιες συνήθειες των αρχαίων εξαγριώνονται εμπρός ομορφιά. Με το αναστάτωμα, που φέρνουνε στο Δάφνη και στον Εύδρομο Γνάθωνα. Μα για το επεισόδιο τούτο χωράει κάποια δικαιολογημένη εξήγηση: Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη ζωή του τόπου του και ίσως και την εποχή του. Ο Γνάθωνας είναι τύπος, που αντιπροσωπεύει ωρισμένη τάξη ανθρώπων του αρχαίου κόσμου και ωρισμένη ελληνική συνήθεια, και μαζί και την προστυχεμένη αντίληψη για το θαυμασμό προς την ομορφιά. Όπως περιγράφει ο Λόγγος το Γνάθωνα και όπως τον κάνει να μιλή, μας δείχνει το συχαμερό τύπο του ακόλαστου άνθρωπου και σοφιστή, που εστρέβλωσε και την πλατωνική ιδέα για την και στην οικογένεια του Λάμωνα τα καμώματα και οι πιθυμιές του
Το μυθιστόρημα του Λόγγου διαβαζότανε πολύ στα κατοπινά χρόνια και Γνάθωνα, μας φανερώνεται καθαρά και του Λόγγου η αποδοκιμασία στις τέτοιες συνήθειες και στους τέτοιους ανθρώπους. Από τα καθέκαστα, που έρχονται κατόπι για να γεννήσουνε στην ψυχή του ακόλαστου Γνάθωνα το φόβο για ό,τι έκαμε, βγαίνει το νόημα — χωρίς να υπάρχη ανάγκη κι από λόγια για να δειχτή — ότι ο συγγραφέας φανερώνει την
αποστροφή του σε κάτι τέτοιες ακολασίες των συγκαιρινών του. Το επεισόδιο έχει φυσικά το ηθικό συμπέρασμά του. Με όλα αυτά θέλω να ειπώ, ότι στο έργο του Λόγγου δεν υπάρχει καμιά — οποιαδήποτε — ασχήμια. *** μάλιστα στην εποχή της «Αναγέννησης.» Και δε θάτανε ίσως
του πρώτου βιβλίου, που το εζημίωνε αρκετά. Όμως ο Γάλλος σοφός παράτολμο, αν έλεγε κανείς, ότι τούτο εστάθηκε το κυριώτερο αχνάρια γραφούν απάνω του τα τόσα και τόσα βουκολικά και ειδυλλιακά μυθιστορήματα, που εφάνηκαν ύστερ' από τα 1500 μ. Χ. στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και που το τελειότερό τους είναι η περίφημη «Αστραία» του Ονώριου ντ' Ουρφέ, ως που παρουσιάστηκε στο τέλος του ΙΗ' αιώνα το έργο του Bernardin de Saint-Pierre «Παύλος και Βιργινία» για να σκεπάση όλα τ' άλλα.
«Ο Δάφνης και η Χλόη» είχε μεταφραστή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες, ύστερα μάλιστα από τη Γαλλική μετάφραση του Αμυό. Μα το αρχαίο κείμενο δεν ήταν ολάκαιρο· έλειπε κάποιο μέρος από την αρχή
«Κυρία, μαζί με το γραμματάκι μου τούτο θα λάβετε κ' ένα φυλλάδιο, και ελληνιστής Paul-Louis Courier είχε την ευτυχία στα 1808, όταν ήτανε στη Φλωρεντία, ν' ανακαλύψη κάποιο χειρόγραφο του μυθιστορήματος του Λόγγου του ΙΓ' αιώνα, όπου βρισκότανε και το μέρος που έλειπε. Κ' έτσι το κείμενο τόχουμε πια σωστό. Στα διάφορα γράμματα, που έστελνε ο Courier (1) σε φίλους του πότε για να τους ειπή για την ανακάλυψι των σελίδων που έλειπαν ως τότε από το Λόγγο και πότε για το τύπωμα των σελίδων τούτων κι όλου του έργου, υπάρχουνε μερικές γνώμες του για το μυθιστόρημα, που είναι σαν χαρακτηρισμοί του. Στην πριγκηπέσσα π. χ. de Salm-Dyck (2) έγραφε από τη Φλωρεντία στις 3 του Μάρτη 1808: όπου υπάρχουνε μερικές σελίδες δικής μου κατασκευής· δηλαδή Clavier (4): «Διαβάστε κυρία, το «Δάφνη και τη Χλόη»· είναι το κατασκευής μεταφραστή. Είναι ένα μυθιστόρημα όχι καινούργιο· απεναντίας μάλιστα πολύ παλαιό και σεβάσμιο. Εξέθαψα κατά τύχη κάποιο κομμάτι του, που είχε χαθή: το μετάφρασα και με την ευκαιρία τούτη εδιόρθωσα και την παλιά μετάφραση, που, καθώς θα ιδήτε, Μέσα στο παλιό της ύφος έχει ακόμη χάρες νέες (3) Εάν σας διασκεδάζη, να μη διστάξετε καθόλου, εξαιτίας μερικών σημείων λίγο απλοϊκών, να εξακολουθήστε το διάβασμα. Ο Αμυό, ο επίσκοπος και ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου είναι ο αληθινός εργάτης της μετάφρασης αυτής, που εγώ την απόσωσα μόνο· δε θα κάμετε αμαρτία, αν διαβάσετε ό,τι έγραψεν εκείνος». Από τη Φλωρεντία πάλι τις 13 του Μάρτη 1808 έγραφε στην κυρία Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να καλλίτερο βουκολικό, που έγραψε ποτέ ένας επίσκοπος. Ο άρχοντας Ιάκωβος (5) το μετάφρασε, όσο μπορούσε καλλίτερα, για τους πιστούς της επισκοπής του· μα ο καλός άνθρωπος έκαμε στην εργασία του τούτη αλλόκοτες απροσεξίες, που εγώ τις αποδίδω στο θέμα και σε μερικά καθέκαστα σπάνιας αφέλειας. Εμένα, καθώς ξέρετε, με κατηγορούν, ότι προσέχω πιο πολύ στις λέξες παρά στα πράγματα· μα σας βεβαιόνω, ότι ζητώντας λέξες για τους δυο μικρούς αυτούς αχρείους, εστοχαζόμουνα συχνά τα πράγματα. Συχωρέστε μου την & αστειότητα& τούτη, όπως έλεγε η Κα Σεβινιέ, και να μην έχετε ποτέ αμφιβολία για το βαθύ σεβασμό μου. Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του κάμουν κάποια όμορφη έκδοση για τις μαθήτριες της κυρίας Campan». διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους». Με το ίδιο νόημα έγραφε και στην κυρία Pigalle τις 30 του Γενάρη 1811 από τη Ρώμη: «Έπρεπε να διαβάστε το «Δάφνη και Χλόη» όταν ήσαστε δέκα πέντε χρονών. Τι δε θα μαθαίνατε τότε! Αν έσμιγαν τα φώτα μου με τη φυσική σας εξυπνάδα θα είχε, θαρρώ, το βιβλίο τούτο λίγα μέρη σκοτεινά για σας· μα ύστερ' από πέντε παιδιά, που εκάματε, τι μπορεί να σας μάθη παρόμοιο έργο; έτσι, το αντίτυπο, που σας στέλνω, είναι για τη διδαχή των κοριτσιών σας. Αλήθεια· δεν υπάρχει καλλίτερο βιβλίο για τις νέες, που δε θέλουνε, να είναι — όταν παντρευτούνε — μεγάλες ανίδεες· και περιμένω να
— Το μέτρο, που κλείνει μέσα του ολάκαιρο το έργο, μου φάνηκε
Την πραγματική όμως ιδέα της αξίας του έργου μας τη δίνει ο Γκαίτε. Στο βιβλίο του Έκερμαν «Συνομιλίες του Έκερμαν με το Γκαίτε» βρίσκουμε την πολύτιμη κρίση του ποιητή του Φάουστ. Την αντιγράφω εδώ: «20 του Μάρτη 1831. Ο Γκαίτε επάνω στο δείπνο μου είπε, πως τις ημέρες αυτές εδιάβασε το βιβλίο «Δάφνης και Χλόη.» — Είναι τόσο όμορφο το ποίημα, είπε, ώστε στους άθλιους καιρούς όπου ζούμε δε μας είναι βολετό να κρατήσουμε την εσωτερική εντύπωση, που μας δίνει· και κάθε φορά, που το ξαναδιαβάζει κανείς, δοκιμάζει και καινούργιο πάντα σάστιμα. Είναι γεμάτο από καθαρότατο φως· θαρρεί κανένας πως ολούθε βλέπει εικόνες του Ερκουλάνου και οι εικόνες αυτές βοηθούνε τη φαντασία μας όταν το διαβάζουμε. θαυμάσιο, είπα· δύσκολα μπορεί κανείς να βρη υπαινιγμό για
γραμμές και με τόση ακρίβεια, ώστε πίσω από τα πρόσωπα βλέπουμε πράγματα έξω από το θέμα, που θα μας έσπρωχναν έξω από τον ευτυχισμένο κύκλο. Οι μόνες θεότητες που ενεργούν είναι ο Πάνας και οι Νύμφες· δεν κάνει λόγο γι' άλλες και βλέπουμε, αλήθεια, ότι οι θεότητες αυτές είναι αρκετές για τις ανάγκες των βοσκών.
— Κι όμως, είπε ο Γκαίτε, μέσα στο αυστηρό αυτό μέτρο ξεδιπλώνεται ολάκαιρος κόσμος! Βλέπουμε κάθε είδους βοσκούς, ζευγολάτες, κηπουρούς, τρυγητάδες, ναύτες, κουρσάρους, στρατιώτες, νοικοκυραίους από την πολιτεία, δυνατούς αφεντάδες, σκλάβους. — Υπάρχουν ακόμη, είπα, όλοι οι βαθμοί της ανθρώπινης ζωής· από τη γέννηση ίσαμε τα γεράματα· κ' οι διάφορες οικιακές εικόνες, που φέρνουνε μαζί τους οι εποχές του χρόνου, περνούνε μία-μία εμπρός από τα μάτια μας. — Κ' οι τοποθεσίες! είπεν ο Γκαίτε, είναι ζωγραφισμένες με λίγες
πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας,στα ψηλά μέρη τα βουναλάκια τα γεμάτα από αμπέλια, τα λιβάδια, τους λαχανόκηπους, και πιο χαμηλά τις βοσκές, το ποτάμι, τα μικρούτσικα δάση και πέρα μακριά την ατέλειωτη θάλασσα. Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση. Όλα έχουνε μετρηθή με ακρίβεια και τα περιστατικά είναι προετοιμασμένα και εξηγούνται θαυμάσια, όπως είναι π. χ. ο θησαυρός που βρέθηκε κοντά σ' ένα δελφίνι σαπισμένο στην ακρογιαλιά. Και ποια καλαισθησία, ποια τελειότητα, ποια ευγένεια αισθήματος, που μπορεί να συγκριθή μονάχα με τα καλλίτερα έργα. Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι
ανακινήση τις πιο αψηλές ιδέες. Πρέπει να γράψη κανένας ολάκαιρο ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα.
— Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά. — Αυτό είναι απόδειξη μεγάλης εξυπνάδας, είπε ο Γκαίτε· ακόμη έκαμε θαυμάσια ο συγγραφέας, που εφύλαξε την παρθενιά της Χλόης ίσαμε το τέλος της ιστορίας, αφού οι ερωτευμένοι δεν ήξεραν τίποτα πιο όμορφο από το να ξαπλώνουνται γυμνοί ο ένας κοντά στον άλλο· η εξήγηση της διαγωγής τούτης δίνει αφορμή στο συγγραφέα να
εκδοτών. Ένα αρχαίο Έλληνα συγγραφέα όχι και τόσο δύσκολο και που βιβλίο για να δείξη όλες τις ομορφιές του έργου αυτού. Καλό είναι να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο· πάντα κάτι μαθαίνουμε και νοιώθουμε όλη τη δροσερή εντύπωση της σπάνιας ομορφιάς του». *** Για τη μετάφραση του Λόγγου ακολούθησα την έκδοση του Μ. Β. G. L. Boden, Λειψία 1777, και του P. L. Courier, Παρίσια 1829. Ο χωρισμός των κεφαλαίων έγινε σύμφωνα με την έκδοση του Courier. Πρέπει να σημειώσω ότι πολλές φορές δεν ακολούθησα στη διόρθωση του κειμένου μήτε τον ένα, μήτε τον άλλο εκδότη, αφίνοντας τη λέξη ή τη φράση όπως είχε από την αρχή, όταν η αρχική γραφή μού εφαίνονταν πιο σωστή και μ' εβοηθούσε καλλίτερα για τη μετάφραση. Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων μιλάει για πράγματα που τα βλέπουμε και τα ζούμε ίδια κι βοσκοί που τα σήκωναν· νέοι που έσμιγαν, ληστάδων διαγούμισμα, απαράλλακτα και οι σημερινοί Έλληνες, μπορούμε, θαρρώ, να τον νοιώθουμε και να τον εξηγούμε εμείς καλλίτερα και σωστότερα από κάθε ξένο ερμηνευτή. Αθήνα Δεκέβρης 1920. Ηλ. Π. Βουτιερίδης Δ Α Φ Ν Η Σ ΚΑΙ Χ Λ Ο Η ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κυνηγώντας στη Λέσβο, μέσα σε δάσος, που ήταν αφιερωμένο στις Νύμφες, είδα το πιο ωραίο πράγμα από όσα έχω ιδή. Ζωγραφιά, εξιστόρηση έρωτα. Όμορφο ήταν και το δάσος, πολύδενδρο, ανθισμένο, καλοποτιζούμενο· μια πηγή τάθρεφε όλα, και τα άνθη και τα δέντρα. Μα η ζωγραφιά ήταν πιο ευχάριστη, επειδή και τύχη είχε παραπανιστή και τέχνη ερωτιάρικη, ως που πολλοί ξένοι, έχοντας ακουστά γι' αυτή, επήγαιναν να παρακαλέσουν τις Νύμφες και να ιδούν την εικόνα. Ήτανε σ' αυτή γυναίκες που εγεννούσαν κι άλλες που ετύλιγαν σε σπάργανα μωρά παραρριγμένα· κοπάδια που τάθρεφαν· εχθρών έμπασμα. Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου
χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη.
Επειδή βέβαια κανένας δεν ξέφυγε τον έρωτα, μήτε θα τον ξεφύγη όσο που υπάρχει ομορφιά και τα μάτια βλέπουν. Κ' εμάς ας μας βοηθήση ο θεός σαν φρόνιμοι να γράψουμε την ιστορία των άλλων. ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Η Μιτυλήνη είναι της Λέσβος πολιτεία, μεγάλη κι' όμορφη, επειδή χωρίζεται από περάματα, γιατί η θάλασσα σιγομπαίνει στην ξηρά, κ' είναι στολισμένη με γεφύρια από πελεκητή και λευκή πέτρα. Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο
3. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν'
σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά. 2. Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό. Παραφυλάει τα περάσματα ο Λάμωνας, επειδή λυπήθηκε το παραμελούμενο κατσικάκι, κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα. Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο.
φωνάζουνε Δάφνη. αδιαφορήση για το μωρό. Μα ύστερα από ντροπή να μη μιμηθή μήτε της γίδας τη φιλανθρωπία, αφού περίμενε να βραδυάση, τα φέρνει όλα στη γυναίκα του τη Μυρτάλη, και τα σημάδια και το παιδί και τη γίδα.
Κ' επειδή εκείνη απορούσε, πώς μπορούν οι γίδες να γεννούνε παιδιά, της τα ιστορεί όλα: πως το βρήκε πεταμένο, πως το είδε να θρέφεται, πως ντράπηκε να το αφίση να πεθάνη. Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να
φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

"Η Ωδή στη Χαρά" Φρήντριχ Σίλερ

BEETHOVEN.ODE TO JOY


Η Ωδή στη Χαρά (στα γερμανικά Ode an die Freude) είναι ωδή που γράφτηκε το 1785 από τον Γερμανό ποιητή και ιστορικό Φρήντριχ Σίλερ την οποία και δημοσίευσε το επόμενο έτος. Η ωδή αυτή που περιλαμβάνει 108 στίχους, στη τελική του μορφή, έγινε ευρύτερα γνωστή όταν μελοποιήθηκε από τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν το 1824, ο οποίος την ενέταξε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της Ενάτης συμφωνίας του, ως χορωδιακή συμφωνία, για τέσσερις σόλο φωνές, χορωδία και ορχήστρα σε ρε μείζονα.
Λιγότερο γνωστές μελοποιήσεις είναι αυτή του Φραντς Σούμπερτ (για φωνή και πιάνο του 1815) και του Πιότρ Τσαϊκόφσκι (για σόλο φωνές, χορωδία και ορχήστρα και στίχους στα ρώσικα, του 1865).
Το 1972, η από τον Μπετόβεν σύνθεση υιοθετήθηκε ως ύμνος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το 1985 οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν ομοίως ως επίσημο ύμνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (χωρίς τους στίχους). Χρησιμοποιείται ομοίως σε επίσημες συνελεύσεις τόσο του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημειώνεται ότι η "Ωδή στη Χαρά" αν και συμπεριλαμβάνεται σήμερα στα ρεπερτόρια των μεγαλυτέρων συμφωνιών του κόσμου επίσημα έχει χρησιμοποιηθεί και ως εμβληματικός ύμνος στον Β' Π.Π. από την Ναζιστική Γερμανία, καθώς και από την Ιαπωνία, στην οποία τον εισήγαγαν (σύμμαχοι τότε) Γερμανοί στρατιώτες στο στρατόπεδο αιχμαλώτων Μπάντο. Έκτοτε χρησιμοποιείται στην Ιαπωνία ως επετειακός ύμνος πρωτοχρονιάς.
Επίσης ως εθνικός ύμνος με αλλαγή στίχων χρησιμοποιήθηκε από την ρατσιστική δημοκρατία της Ροδεσίας την περίοδο 1974-1979 υπό τον τίτλο "Ανατολή: Η φωνή της Ροδεσίας", καθώς επίσης και ως επιφανής ύμνος των εορτασμών της πτώσης του τείχους του Βερολίνου. Ομοίως ως επετειακός ύμνος χρησιμοποιήθηκε και κατά την ανεξαρτησία του Κοσόβου το 2008, λόγω έλλειψης εθνικού ύμνου, ενώ τέθηκε και ως υποψήφιος εθνικός ύμνος του Κοσόβου ένα μήνα μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας.
Εκτός των παραπάνω χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και ως εθνικιστικός ύμνος σε εθνικές εορτές των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής.
Εξετάζοντας εκτενέστατα τις παραπάνω χρήσεις ο Αργεντινός μουσικολόγος Έστεμπαν Μπουχ στο έργο του "Μπετόβεν: "Η 9η Συμφωνία" - Μια πολιτική ιστορία" αναρωτιέται σύμφωνα με το στίχο του Σίλερ αν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να γίνουν αδέλφια, καταλήγοντας στη διαπίστωση: "είτε η μουσική γλώσσα δεν έχει ηθική, είτε εκφράζει μια ηθική που συμπεριλαμβάνει τους τυράννους"!

Φρήντριχ Σίλλερ "ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΠΟΛΥΚΡΑΤΗ"


ΠΗΓΗ: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B125/668/4444,19882/

Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του
και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν,
την κοίταε με καμάρι και χαρά.
«Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω,
παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος».
Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά.
«Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό είν’ αλήθεια·
εκείνους που ίσοι πρώτα ήταν μ’ εσένα
το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό.
Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει·
όσο αγρυπνά του οχτρού σου αυτού το μάτι,
καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;»
Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα
και να, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας
μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά.
«Αφέντη», λέει στον τύραννο, «έλα βάλε
δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι
και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά.
Ο οχτρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι·
ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου,
με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό...»
Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη
ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα,
πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο.
Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας,
με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο
στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ.
Με αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει
στ’ άπιστο κύμα· τι εύκολα, στοχάσου,
τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή!»
Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει·
χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν,
που απ’ το λιμάνι φτάνουν ως εδώ.
Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος
των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος
στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό.
Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει.
«Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της,
μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ.
Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα,
πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει
κι είναι κοντά σε τούτο το νησί».
Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη
χυμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει:
«Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί·
ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει,
τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια
τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί!»
Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος:
«Σε κρίνω — πώς αλλιώς; — ευτυχισμένον,
μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς.
Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι·
ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο
ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς.
Κι εμένα σε καλό μου βγήκαν όλα,
σ’ όλες τις πράξεις που έκαμα ως μονάρχης
οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό,
που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν,
τον είδα, ωιμέ, νεκρό· στην ευτυχία
το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ.
Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις,
να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο
να σου δίνουν μαζί με τη χαρά.
Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν
τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα
και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά.
Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν,
τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος·
άκου με που σα φίλος σου μιλώ·
κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο
και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει
πάρ’ το και ρίχ’ το ο ίδιος στο γιαλό».
Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου
τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο
είναι ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό.
Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν
οι θεές την ευτυχία μου».
Και πετάει στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει
τον Πολυκράτη με όψη γελαστή:
«Δέξου από μένα. αφέντη, αυτό το δώρο·
είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο
ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί».
Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι,
έρχεται βιαστικός και σαστισμένος
και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό:
«Αφέντη, μέσ’ στο ψάρι, στην κοιλιά του,
βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει
σύνορα το καλό σου ριζικό».
Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει.
«Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω
και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς.
Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου.
Φεύγω να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου».
Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς.
μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου
(1886-1979)
ΣΧΟΛΙΟ
Σε αντίθεση με τη βαθιά απλότητα και τη δημιουργική αφέλεια που χαρακτηρίζουν τις μπαλάντες του Γκαίτε, οι μπαλάντες του Σίλλερ εμφανίζονται με τρόπους δραματικότερους και περισσότερο στοχαστικούς. Το ρομαντικό ιπποτικό ιδεώδες είναι σ’ αυτές ζυμωμένο ή εναλλασσόμενο με στοιχεία της αρχαίας ελληνικής σκέψης, η οποία είναι μια από τις πηγές που βοήθησαν τον Σίλλερ να διαμορφώσει την ιδέα του για την έννοια της πνευματικής και πολιτικής ελευθερίας που διατρέχει το έργο του. Τα όρια αυτής της έννοιας δοκιμάζονται στη σύγκρουσή της με μια θεία τάξη του κόσμου, η οποία επιβραβεύει την αρετή και τιμωρεί όσους παραβαίνουν τους υπέρτατους νόμους της. Έτσι οι μπαλάντες του Σίλλερ περιέχουν σχεδόν πάντοτε μια λανθάνουσα ηθική σκέψη που λειτουργεί σαν ένα διακριτικό επιμύθιο.
Το «Δαχτυλίδι του Πολυκράτη» αντλεί το θέμα του από τη γνωστή διήγηση του Ηροδότου. Ο Σίλλερ πραγματεύεται ελεύθερα το ιστορικό επεισόδιο με μια ποιητική ταχύτητα και εκφραστική αντικειμενικότητα που αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της μπαλάντας. Δεν είναι βέβαιο, στο ποίημα, αν αυτό που έχει προκαλέσει τη συνεχώς ογκούμενη απειλή, την οποία υποκρύπτει η σκανδαλώδης εύνοια της τύχης προς τον Πολυκράτη, είναι ο κομπασμός για την ευτυχία του ή κάποια υποδηλούμενη μεγαλύτερη «ύβρις» του (ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι η δίψα του για την εξουσία τον οδήγησε στη δολοφονία του αδερφού του). Όπως και να έχει το πράγμα, η τύχη εδώ (δηλαδή το θείο) φαίνεται να δείχνει ένα υπέρμετρα περιπαικτικό, αν όχι κυνικό, πρόσωπο. Με αίσθηση δραματικής σοφίας ο Σίλλερ αποφεύγει να αναφέρει τον θάνατο του Πολυκράτη, πράγμα που ενισχύει το ειρωνικό στοιχείο του ποιήματος.
Η μπαλάντα μπορεί να διαβαστεί σε σύγκριση με το κείμενο του Ηρόδοτου (Παράρτημα, αρ. 5).

FRIEDRICH SCHILLER (Μάρμπαχ 1759 – Βαϊμάρη 1805). Γερμανός ρομαντικός ποιητής και δραματουργός. Φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Βυρτεμβέργης, όπου σπούδασε αρχικά νομικά και αργότερα ιατρική. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός στρατιωτικού χειρουργού στη Στουτγάρδη και περίπου δύο χρόνια ως δραματουργός στο θέατρο του Μάνχαϊμ. Αργότερα δίδαξε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Ιένας. Πέθανε από φυματίωση.
Έγραψε λυρικά ποιήματα (μπαλάντες, σονέτα κ.λπ.), πολλά από τα οποία μελοποιήθηκαν. Από τα θεατρικά του έργα ξεχωρίζουν τα δράματα: Οι ληστές (1782), Ραδιουργία και έρωτας (1783), η ιστορική τριλογία με γενικό τίτλοΒαλλενστάιν (1793-99), Μαρία Στιούαρτ (1800) και Γουλιέλμος Τέλλος (1804).
Ο Σίλλερ και σκηνές από τα ποιήματά του  Χαρακτικό του 19ου αιώνα
Ο Σίλλερ και σκηνές από τα ποιήματά του
Χαρακτικό του 19ου αιώνα

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ - ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ «ΣΤΑΥΡΟΣΧΗΜΕΣ ΑΝΑΓΩΓΕΣ»


Διάρκεια Έκθεσης: 06/11/2014 έως 29/11/2014
 

Το Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014 η Έκθεση θα είναι επισκέψιμη από τις 11 π.μ. έως τις 6 μ.μ. και την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014 από τη 1 μ.μ. έως τις 6 μ.μ.

Ο καλλιτέχνης δημιουργεί επίτοιχες συνθέσεις κι «εγκαταστάσεις» στον χώρο, 
χρησιμοποιώντας συνδυασμούς υλικών, όπως μέταλλα, ξύλα, χαρτιά, υφάσματα,
 στα οποία επεμβαίνει κατά περίπτωση με τεχνικές της κοπής, πίκμανσης, 
συγκόλλησης, χύτευσης, ξυλογλυπτικής, κεντήματος, αυτοτελών σχεδίων και 
τυπωμάτων. Η επιλογή των υλικών, καθώς και η διαλεκτική τους σχέση αφορά, 
στα έργα του, την υπόδειξη της αντιθετικής συνομιλίας ανάμεσα στην 
ανθεκτικότητα και στην φθαρτότητα, στην μοναδικότητα και στην 
επαναληπτικότητα, στο εφήμερο και στην διάρκεια, στο διαπερατό και
 στο αδιαπέραστο, στο φθεγγόμενο και στο ανείπωτο, όπως επίσης στην 
δομή και στις ποικίλες αναπλαστικές μεταλλαγές, που διαμορφώνουν 
οι «σταυρόσχημες αναγωγές» του.

Επίκεντρο, σε αυτή την ενότητα του Νίκου Τριανταφύλλου, αποτελεί το
 σταυρικό σχήμα, με τη μακραίωνη διαπολιτισμική παράδοση που το συνέχει, 
και την θρησκευτικότητα των παραπομπών του. Το ενδιαφέρον στα 
συγκεκριμένα έργα εστιάζεται στην ανάλυση και στην αποδόμηση, 
στην μεταποίηση και στην ανασυγκρότηση επιπέδων κι επιφανειών, 
που διαμορφώνουν παράδοξους και δικτυωτούς κανάβους, ανάμεσα
 στον «λόγο» και στο «ειδέναι» της εικονοποίησης. Με τελετουργικό 
τρόπο και μέσα από μια εργοτεχνική πρακτική που απαιτεί, όση 
δεξιότητα, άλλη τόση στοχαστικότητα, στα «εννοιακής» αντίληψης 
(conceptual) έργα του, ο καλλιτέχνης δημιουργεί αντιστοιχίες
 ανάμεσα στα αρχέτυπα και στην καθημερινότητα, στον λειτουργικό 
χρόνο και σε εκείνον της βιωτής. Η γλώσσα της επικοινωνίας κι
 εκείνη της δέησης, κατακερματίζονται σε συλλαβές κι αρθρώσεις, 
αποκαλύπτοντάς μας τις μετρικές τους και τονικά φωτογενείς μονάδες,
 των οποίων τα ρυθμικά εποικοδομήματα θυμίζουν καλειδοσκόπιο.

Στα έργα του Νίκου Τριανταφύλλου, το πεπερασμένο, σαν αραχνοϋφαντος
 ιστός συνδιαλέγεται με το εν δυνάμει εφικτό, όπως και το ορατό με το 
αθέατο. Αμφίτροπες σχέσεις αναπτύσσονται ανάμεσα στις δύο και στις τρεις 
διαστάσεις, στο φως και στις σκιές, στην αφή και στην οπτική αίσθηση,
 με έμμεσες αναφορές στην οντολογία και στην φαινομενολογία, όπως 
επίσης στην νόηση και στο συναίσθημα. Εντυπωσιάζει στα έργα αυτά, 
η χωρίς εγκεφαλισμούς αφοσίωση και η προσηλωτική σπουδή του καλλιτέχνη
 στα μεγέθη που «χαρτογραφεί» τον κόσμο του, καθώς και στις ποιότητες
 με τις οποίες αποδίδει την εσωτερική τους δόνηση, ασκούμενος στις 
μονάδες και στα πλέγματα της πολλαπλασιαστικότητάς τους, με το περιέχον
 της ενδοχώρας να απεκδύεται κάθε φορά στα περιεχόμενά του, τα οποία 
προσλαμβάνουν την «σκευή» μιας ρυθμοτεχνικής ποικιλίας και μιας 
πολυμέρειας νοημάτων. Των νοημάτων, που διασταυρώνονται μέσα 
από τις «τάξεις» και τις συλλαβές συμπτώσεων κι ασύμπτωτων 
καταστάσεων του χώρου, εκφράζοντας ουσιαστικά και 
«χρωματίζοντας» εντέλει τις χροιές και τα διανύσματα του απεριχώρητου.

Στην πρόσφατή του έκθεση (με επίτοιχα έργα κι «εγκατάσταση», ο
 Νίκος Τριανταφύλλου αξιοποιεί σχεδιαστικά τις τεμνόμενα κάθετες και
 οριζόντιες γραμμές, καθώς και τις διαγώνιες, όπου σε όλους τους 
συνδυασμούς τους λειτουργεί - ως κάναβος - το σταυρικό πλέγμα,
 δημιουργώντας τρίγωνα κι εξάγωνα, με συνεχόμενες «αλληλοπεριχωρήσεις».
 Ο εικαστικός του διάλογος αναπτύσσεται ανάμεσα σε επιφάνειες κι επίπεδα, 
επανασυστήνοντας την έννοια του χώρου. Ο ένας σχηματισμός γεννιέται
 μέσα από τον άλλον, με την ευρηματική διάταξη μοτίβων, τα οποία 
παραπέμπουν σε τάξεις, αναλογίες, αναδιπλώσεις, αντιστοιχίσεις και 
ρυθμούς των πολλαπλασίων της μικρότερης μετρικής μονάδας που
 διαρκώς ανασχηματίζεται κι αποκτά διαφορετικές νοηματικές, όσο κι 
αισθητικές σχέσεις, στο κάθε «μικροπεριβάλλον» που λειτουργεί. Το 
σχέδιο και το χρώμα, με τις κατάλληλες επικαλύψεις τους, τις συμμετρίες 
και τις αναγωγές τους, δίνουν την εντύπωση μιας ύλης που 
εξαϋλώνεται κι αποκτά πνευματικές διαστάσεις, μέσα από δαντελωτούς
 δαιδάλους, εκεί όπου η ατομικότητα υποχωρεί και μετατρέπεται σε 
έναν «αίνο» της πραγματικότητας, ορατής και αθέατης.

Τα έργα του Νίκου Τριανταφύλλου, χωρίς να αποποιούνται τις χριστιανικές
 τους αναφορές, ανοίγουν παράλληλα έναν διάλογο με κοσμικά κείμενα,
 κυρίως με στίχους του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη. Τα γράμματα των 
φράσεων επιμεριζόμενα και διευθετημένα μέσα στα έργα του,
 διαμορφώνουν ένα είδος puzzle, προσδίδοντας μέσα από τις 
αποδομήσεις κι αναδομήσεις της εννοιοδοσίας τους, μια αίσθηση 
μουσικού ισοκρατήματος και τροπισμών, η οποία προσφέρει 
πρωταγωνιστικό ρόλο στην υφή, στις τονικότητες και στον χαρακτήρα
 των ποιοτικών διαφορών της επαναληπτικότητας, αλλά και των μεγεθών,
 στα υποβλητικά αυτά έργα της προσήλωσης και μετουσίωσης μιας 
«υλικότητας», που ενώ υφίσταται, διαρκώς λανθάνει, αλλάζοντας σε
 κάθε οπτική προσέγγιση, το νοηματικό της και μεταφυσικό πλέον περιεχόμενο.

Αθηνά Σχινά
Ιστορικός Τέχνης
Ενημέρωση: 24-10-2014 13:03

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Μήδεια και Ιάσων: μύθος και ετυμολογία στην αρχαία ελληνική ποίηση



Στο επίκεντρο της παρούσας μελέτης τίθεται η ποιητική ετυμολογία των ονομάτων της Μήδειας και του Ιάσονα, μορφών που πρωταγωνιστούν στον Αργοναυτικό Κύκλο. Στο πλαίσιο μιας παράλληλης διερεύνησης Μύθου και Ετυμολογίας, η ετυμολογική αυτή έρευνα εξετάζει αυτοτελώς τα επιμέρους επεισόδια του μύθου της Μήδειας και του Ιάσονα στο έργο πολυάριθμων ποιητών της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Στόχος είναι να εντοπιστούν οι εμφανείς ή λανθάνουσες ετυμολογικές απόπειρες που ενσωματώνονται περίτεχνα στις ποικίλες παραλλαγές του Αργοναυτικού Μύθου. Από την οπτική του μύθου, οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές προσαρμόζουν τις μορφές της Μήδειας και του Ιάσονα στις συγκεκριμένες απαιτήσεις της εκάστοτε ποιητικής σύνθεσης, υπογραμμίζοντας τα στοιχεία που προωθούν τα ποιητικά τους σχέδια. Δημιουργείται έτσι ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικής παραγωγής, που περιέχει ενίοτε ακόμα και αντικρουόμενες μυθολογικές παραλλαγές. Η σύγχρονη φιλολογική έρευνα διακρίνει τόσο στη Μήδεια όσο και στον Ιάσονα μια προγενέστερη θεϊκή υπόσταση. Η Μήδεια, ίσως μια προ-Ολύμπια θεότητα ανατολικής προέλευσης, εκπίπτει σταδιακά σε μια ηρωίδα με υπερφυσικές διανοητικές και μαγικές ικανότητες. Ο Ιάσων απoγυμνώνεται επίσης από τις πρώιμες, ενδεχομένως ιαματικές, θεϊκές του ιδιότητες και εντάσσεται τελικά στην ευρύτερη κατηγορία των ηρώων της αρχαίας Ελλάδας. Με το πέρασμα των αιώνων, η εικόνα και των δύο ηρώων αμαυρώνεται. Η βάρβαρη και δολοπλόκος μάγισσα Μήδεια ανάγεται σε αιώνιο σύμβολο της παιδοκτόνου μάνας, ενώ ο δειλός και συμφεροντολόγος Ιάσων σκιαγραφείται ακόμα και ως «αντι-ήρωας». Η ελληνική μυθολογία συμπλέκει σε μια κοινή ιστορία δύο διαφορετικούς κόσμους, τη βάρβαρη Ανατολή και την πολιτισμένη Ελλάδα, μέσω δύο μυθικών μορφών που διαθέτουν υπερφυσικές ιδιότητες. Από τη σκοπιά της ετυμολογίας, η σύγχρονη επιστημονική ετυμολογία και η αρχαία ετυμολογία, όπως αποτυπώνεται είτε στα αρχαία ποιητικά κείμενα είτε στο έργο των αρχαίων γραμματικών και λεξικογράφων, επιδεικνύουν εντυπωσιακή ομοφωνία όσον αφορά την ετυμολόγηση των ονομάτων της Μήδειας και του Ιάσονα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι αποτελούν δύο κατεξοχήν «σημαίνοντα ονόματα» της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Οι ποιητές εμπλουτίζουν τις ετυμολογίες των ονομάτων αυτών αξιοποιώντας τους φθόγγους τους και επεξηγώντας τη σημασία τους με γλωσσικούς θύλακες από ομόρριζες και συνώνυμες ή αντώνυμες λέξεις ή ακόμη και με ολόκληρες φράσεις μέσα στα ποιητικά συμφραζόμενα. Μέσω της αρχαίας αυτής πρακτικής οι ποιητές αφηγηματοποιούν την ετυμολογία και διευρύνουν το σημασιακό και ετυμολογικό πεδίο των κυρίων ονομάτων, τα οποία γίνονται πλέον αναπόσπαστο τμήμα της ποιητικής σύνθεσης. Η Μήδεια, αυτή που μήδεται, καθίσταται περίφημη για τα σοφά μήδεα και την πανούργα μῆτιν, δηλαδή τη φρόνηση, τη σύνεση και τη διανοητική της οξύτητα, ταυτόχρονα όμως και για τον δόλο της, τις μηχανορραφίες και τα τεχνάσματα που σοφίζεται. Η μαγεία αποτελεί το κατεξοχήν γνωστικό αντικείμενο και το εργαλείο, με το οποίο η δεινή μάγισσα πραγματοποιεί τις δόλιες σκέψεις της. Ο Ἰάσων λειτουργεί ως ἰατρός είτε κυριολεκτικά, αφού εικάζεται ότι σε μια πρώιμη βαθμίδα εξέλιξης του μύθου εμπλέκεται σε πρακτικές ίασης, είτε μεταφορικά, δηλαδή ως δυνητικά προστάτης και σωτήρας της οικογένειας, των συντρόφων και της πόλης του. Τη σημασιακή και ετυμολογική συσχέτιση των δύο ονομάτων επιτείνουν οι παραπλήσιες φαρμακολογικές γνώσεις και διανοητικές ικανότητες των μυθικών μορφών του «ιατρού» Ιάσονα και της «μάγισσας» Μήδειας, δεδομένου ότι τα όρια μεταξύ μαγείας και ιατρικής κατά την αρχαιότητα είναι ρευστά. 



Όταν ο Ιάσονας, αρχηγός της Αργοναυτικής εκστρατείας, έφτασε στην Κολχίδα, η Μήδεια τον ερωτεύτηκε και έθεσε στην διάθεσή του όλα τα μέσα της τέχνης της, ώσπου ο ήρωας να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας. Ύστερα απ' αυτό ακολούθησε τον εραστή της και για να αργοπορήσει τον Αιήτη, ο οποίος τους καταδίωκε, τεμάχισε τον αδελφό της, Άψυρτο, και σκόρπισε στη θάλασσα τα μέλη του. Ο πατέρας τότε εγκατέλειψε την καταδίωξη και επιδόθηκε στην περισυλλογή των μελών του σφαγμένου παιδιού του. Στην Ιωλκό αργότερα, ο Ιάσονας την παρακάλεσε να εκδικηθεί τον Πελία, φονιά του πατέρα και του αδελφού του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Η Μήδεια τότε έπεισε τις κόρες του Πελία να τεμαχίσουν το σώμα του πατέρα τους και να το βράσουν, γιατί έτσι δήθεν θα κατόρθωναν να τον κάνουν πάλι νέο. Μετά την καταδίωξη του ζεύγους των εραστών από το γιο του Πελία, Άκαστο, κατέφυγαν στην Κόρινθο, όπου έζησαν για ένα διάστημα ευτυχισμένοι, μέχρις ότου ο Ιάσονας εγκατέλειψε τη Μήδεια για να μνηστευτεί την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, Γλαύκη. Η Μήδεια και πάλι χρησιμοποίησε τα μαγικά της φίλτρα για να εκδικηθεί την αντίζηλη της. Της έστειλε δηλητηριασμένο χιτώνα σαν δώρο για το γάμο της, ο οποίος έβγαζε φλόγες και την έκαψε.
Η εκδίκηση της όμως δε σταμάτησε εδώ, αλλά έφτασε στο πιο αποτρόπαιο έγκλημά της. Σκότωσε τα δύο της παιδιά Φέρητα και Μέρμερο, που είχε αποκτήσει με τον Ιάσονα, ανέβηκε μετά σ' ένα άρμα που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες και έφτασε στην Αθήνα, όπου ενώθηκε με τον Αιγέα και απέκτησε το Μήδο. Προσπάθησε όμως να δηλητηριάσει το Θησέα κι έτσι ο Αιγέας την έδιωξε κι εκείνη κατέφυγε κοντά στο γιο της, Μήδο, στην Ασία, στη χώρα που από το όνομα της ονομάστηκε Μηδία.
Προς το τέλος της ζωής της κατέβηκε στα Ηλύσια Πεδία, όπου και έγινε σύζυγος του Αχιλλέα, παραμένοντας αθάνατη.