Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

"Ο Φιλοκτήτης" του Ρίτσου

της Νότας Χρυσίνα




Διαβάζω τον "Φιλοκτήτη" του Ρίτσου και στέκομαι σε μια ερμηνεία- ανάλυση γνωστού φιλολόγου με περγαμηνές. Ο Φιλοκτήτης, πρόσωπο βουβό, μετά από την σκηνοθετική οδηγία του Ρίτσου, τόσο με την σιωπή του όσο και με την δήθεν προηγούμενη ομιλία του, στέκει στην "σκηνή" του ποιήματος όπως τα βουβά πρόσωπα στις τραγωδίες του Σοφοκλή. -Ο ρόλος τους ήταν σημαντικότατος καθώς προχωρούσαν την δράση στο έργο. Να προσθέσω την πληροφορία ότι ο Ρίτσος είχε εργασθεί ως ηθοποιός και είχε γράψει θεατρικά έργα.- Εδώ, η φαντασία παραστέκει στο βουβό πρόσωπο και με την συνέργεια του ποιητικού λόγου, σκηνοθετικά τοποθετημένου σε έναν χρόνο απροσδιόριστο, μεταξύ παρελθόντος -παρόντος,  σπρώχνει την δράση στο παρόν.
Ας πάρουμε το θέμα από την αρχή ή σχεδόν από την αρχή κι ας ξετυλίξουμε τον νέο μύθο που δημιούργησε ο Ρίτσος με πρόφαση τον παλιό του Σοφοκλή. 
Καθώς στο υπό εξέταση πο'ιημά μας ο Νεοπτόλεμος μιλάει προς τον Φιλοκτήτη με μια εξομολογητική διάθεση, ο Φιλοκτήτης ακούει βουβός όπως ένας ψυχαναλυτής οφείλει να ακούει τον ασθενή του σε μια επώδυνη αναδρομή του στο παρελθόν. Συγκεκριμένα στην παιδική του ηλικία με τις εικόνες του πατέρα και της μητέρας προσώπων που κυριαρχούν στο ψυχικό σύμπαν του παιδιού. Ο Νεοπτόλεμος νεαρό παιδί και ο Φιλοκτήτης ώριμος και γεμάτος κατανόηση άνδρας.
Αυτή η ψυχαναλυτικού τύπου προσέγγιση θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον "Φιλοκτήτη" του Ρίτσου. Μα εμένα φανερώθηκε καθαρά στα μάτια μου μια άλλη προσέγγιση του ποιήματος πολύ περισσότερο ουσιαστική.
Ο Ρίτσος εκεί μπροστά μου με την πρόφαση του μύθου του Φιλοκτήτη του Σοφοκλή ξεδιπλώνει τον εαυτό του. Φοράει το προσωπείο του Νεοπτόλεμου και κάνει αναδρομή στην ζωή του μπροστά στον Φιλοκτήτη το δεύτερο δικό του προσωπείο που είναι ο Ρίτσος την στιγμή αποφασίζει να δει τον νέο εαυτό του μέσα από τον παλιό εαυτό του και να αποδεχθεί τον ίδιο του εαυτό παρατηρώντας τον από μέσα ως ο ποιητής Ρίτσος και ακόμη πιο βαθειά ως ο Φιλοκτήτης Ρίτσος ώστε να μπορέσει να κοιτάξει αυτό που τον διαμόρφωσε σε Φιλοκτήτη- Ρίτσο δηλαδή το προσωπείο του ως Νεοπτόλεμος.
Με λίγα λόγια ο Φιλοκτήτης και ο Νεοπτόλεμος είναι το ίδιο πρόσωπο και μάλιστα ταυτίζεται με το πρόσωπο του ποιητή Ρίτσου.
Ο Ρίτσος δεν αλλοίωσε τον μύθο αλλά τον χρησιμοποίησε ως ένα καλούπι για να χύσει μέσα του την ποιητική ύλη που είχε ως πηγή τον προσωπικό του μύθο.
Ο ατομικός μύθος μέσα στον μύθο. Μυθοποιώντας το δικό του παρελθόν το κάνει αντικείμενο "δόξας" το αποκαθαίρει από τον προσωπικό πόνο και αλήθεια και τον ανυψώνει σε μια ιερή διάσταση που του επιτρέπει να τον αντικρίζει από απόσταση πετυχαίνοντας έτσι την αποδοχή άρα και την εσωτερική ειρήνη.
Η "ανάλυσή " μου αυτή είναι πρόχειρη και έγινε μέσα στα πλαίσια του ελεύθερου συνειρμού ώστε έχει ανάγκη και μελέτης αλλά και σωστής διατύπωσης. Ζητώ συγνώμη για τυχόν λάθη ή "σκοτεινά" σημεία. Υπόσχομαι να επανέλθω σύντομα.

Ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή εδώ

Ο Φιλοκτήτης του Ρίτσου 

Γιάννης Ρίτσος, Φιλοκτήτης (απόσπασμα)

[...]

Σεβάσμιε φίλε, είμουνα βέβαιος για τη βαθειά σου κατανόηση. Εμείς οι νεότεροι
που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα
τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα,
με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο,
γνωρίζουμε κ' εμείς κι αναγνωρίζουμε, κ' έχουμε, ναι, κ' εμείς τις πληγές μας
σ' άλλο σημείο τού σώματος — πληγές αθώρητες,
χωρίς το αντίβαρο της περηφάνειας και του αξιοσέβαστου αίματος
του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα.

Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε∙ — ποιος τους την ζήτησε;
Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας
τα χρέη και τις υποθήκες άλλων. Μήτε καν προφτάσαμε
να δούμε μιαν αυγή ένα ήσυχο χέρι ν' ανοίγει το παράθυρο απέναντι
και να κρεμάει απ' έξω, στην πρόκα τού τοίχοι, ένα κλουβί καναρίνια
με τη σεμνότητα μιας περιττής κι αναγκαίας χειρονομίας.

Όλες οι ομιλίες των μεγάλων, για νεκρούς και για ήρωες.
Παράξενες λέξεις, τρομερές, μας κυνηγούσαν ως μέσα στον ύπνο μας
κερνώντας κάτω απ' τις κλεισμένες πόρτες, απ' την αίθουσα των συμποσίων
όπου άστραφταν ποτήρια και φωνές, κ' ένας πέπλος
αόρατης χορεύτριας κυμάτιζε αθόρυβα
σαν ένα διάφανο, στροβιλιζόμενο χώρισμα
ρυθμική διαφάνεια του πέπλου, παρηγορούσε κάπως
τις παιδικές μας νύχτες, αραιώνοντας τις σκιές των ασπίδων
που γράφονταν στους άσπρους τοίχους με τ' αργό φεγγαρόφωτο.

Μαζί με τη δική σας τροφή ετοιμάζανε
και την τροφή των νεκρών. Την ώρα τού γεύματος
έπαιρναν πάνω απ' το τραπέζι υδρίες με μέλι και με λάδι
και τις μετέφεραν σ' άγνωστους τάφους. Δεν ξεχωρίζαμε
τους αμφορείς τού κρασιού απ' τις νεκρικές ληκύθους. Δε γνωρίζαμε
ποιο το δικό μας και ποιο των νεκρών. Ένας χτύπος
του κουταλιού μες στο πιάτο, είταν ένα άξαφνο δάχτυλο
επιτιμητικό, που μας χτυπούσε στον ώμο. Στρέφαμε να δούμε. Τίποτα.

Απ' έξω απ' τις κρεββατοκάμαρές μας τύμπανα και σάλπιγγες,
κόκκινες σπίθες και μουγγές σφυριές σε μυστικά σιδηρουργεία
όπου νυχτοήμερα σφυρηλατούσαν ασπίδες κι ακόντια,
κι άλλες σφυριές σε υπόγεια εργαστήρια
για προτομές κι ανδριάντες πολεμικών θεών, πολεμικών ανθρώπων, κι όχι διόλου
αθλητών και ποιητών∙ μαζί κ' εκατοντάδες επιτύμβιες στήλες
με ωραίους, γυμνούς εφήβους, πάντοτε όρθιους,
μεταμφιέζοντας, με την κάθετη στάση τους,
το αιώνιο οριζόντιο της νεκρότητας. Μονάχα, πότε - πότε,
έγερναν το κεφάλι, καμπυλώνοντας ελαφρά τον αυχένα,
σαν άνθος σε χείλος γκρεμού∙ κι ο γκρεμός δε φαινόταν∙ — οι τεχνίτες
είχαν μάθει (ή μήπως τάχα τους το επέβαλλαν;)
να παραλείπουν γκρεμούς και κάτι τέτοια.

Είταν ένας μακρύς, λευκός διάδρομος (κι απόμεινε έτσι)
ντυμένος όλος μ' επιτύμβιες στήλες. Κι ούτε επιτρεπόταν
ν' αργοπορήσουμε για λίγο το βλέμμα στα εύγραμμα μέλη τους
ή στους μαρμάρινους βοστρύχους που έπεφταν κάποτε στο μέτωπό τους
σαν φυσημένοι απ' τα χείλη ενός αιφνίδιου, μυροφόρου ανέμου
σ' ένα πάγχρυσο, θερινό μεσημέρι, — θαρρώ, ναι, πως ευώδιαζε
λεμονανθούς και ζεσταμένη απ' τον ήλιο λυγαριά. Μεγάλα πρότυπα
μας κληροδότησαν∙ — ποιος τους τα ζήτησε; — ας μας άφηναν
μέσα στο ελάχιστο, στο δικό μας ελάχιστο∙ δε θέλουμε
να μετρηθούμε μ' αυτά∙ — τι κερδίσατε άλλωστε; τι κερδίσαμε;

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)


Διαβάστε και εδώ

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Άρτεμις η Καρυάτις και ο χορός που έφτασε στην Αμφίπολη


Η θεά Άρτεμις έσυρε τον χορό και οι καρυάτιδες χόρεψαν στην Αμφίπολη προς τιμήν της και προς τέρψη όλων των θαυμαστών των θαμμένων θησαυρών των κρυπτών μυστικών και μυστηρίων.
Ψάχνουμε τον Αλέξανδρο τον Μέγα αλλά κανένας δεν ρωτάει εάν η γοργόνα ζει ή εάν μέσα στις θάλασσες γεμάτες υπερωκεάνεια έφυγε με κάποιον για εξωτικά νησιά και ξέχασε τον μέγα που κάπου έγινε BIG. Η Large ανακάλυψη θα αποτελέσει ένα ακόμη λόγο για να νιώσουμε περήφανοι/ες ως έλληνες για την ιστορία μας ενώ δεν την γνωρίζουμε. Περήφανοι όμως είμαστε...
Η θεά Άρτεμις που υπήρξε συνέχεια των προελληνικών θεοτήτων και με την σειρά της έδωσε ιδιότητες στην Παναγία, καθώς παριστάνεται ως βρεφοκρατούσα, είναι αυτή που παριστάνεται ως Καρυάτις και οι νύμφες που αποτελούσαν τον χορό της κουβαλώντας κάποτε καλάθι στο κεφάλι με τις ιδέες της "ελληνικότητας" κατέληξαν να στηρίζουν ένα Ερέχθειο ίσως και κάποιο άλλο ναό αλλά πάντα πρόθυμες να σηκώνουν την άγνοια του νεοέλληνα για την ιστορία του και αλλοίμονο για την παράδοση που κατάντησε βλασφήμεια στο στόμα των υποστηρικτών της.
Ωστόσο, επειδή εγώ δεν τα καταφέρνω να ειρωνεύομαι καλά παρά μονάχα τον εαυτό μου ας σταματήσω εδώ και ας σας παραδώσω το υλικό που αλίευσα! στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη.
Εύχομαι καλή χώνευση και προσοχή! Η πολλή γνώση βλάπτει σοβαρά την βλακεία.
Χαιρετώ
                   Νότα Χρυσίνα
Εδώ η συνέχεια...

Στις Καρυές λατρευόταν ως Καρυάτις και η θεά ταυτιζόταν με τη Νύμφη Καρύα. Η Καρύα ήταν κόρη του Δίωνα και της Ιφιτέας και συνδεόταν με τον Απόλλωνα. Όταν εκείνη έσμιξε με το Διόνυσο, επειδή οι αδελφές της τη ζήλευαν, ο θεός τη μεταμόρφωσε σε καρυδιά και τις αδελφές της σε βράχους. Κατά τη διάρκεια των τελετών της Καρυάτιδος Άρτεμιδος νεαρές παρθένες της Σπάρτης, οι Καρυάτιδες, χόρευαν προς τιμή της θεάς ένα χορό, τον καλαθίσκον, χορό που είχε πάρει το όνομά του από τον κάλαθον που έφεραν στην κεφαλή τους. Οι Καρυάτιδες θεωρούνταν το καλλιτεχνικό πρότυπο, των Καρυάτιδων του Ερεχθείου στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Η Άρτεμις ως Καρυάτις λατρευόταν από τους αγροτικούς και ποιμενικούς πληθυσμούς της Λακωνίας, με οργιαστικούς χορούς, άσεμνα τραγούδια, τα αστραβικά (αστράβη είναι το σαμάρι του ζώου πάνω στο οποίο μεταφέρονταν οι πιστοί που τραγουδούσαν τα αστραβικά




Η Άρτεμις ήταν μία από τις κυριότερες θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Kόρη του Δία και της Λητούς, δίδυμη αδελφή του Aπόλλωνα.

Η Άρτεμις ήταν προστάτρια του ζωικού και φυτικού κόσμου, της άγριας φύσης, θεά του κυνηγιού, προστάτρια της μητρότητας, της νεότητας, της αγνότητας, του τοκετού και των βρεφών. Oι Oρφικοί τη θεωρούσαν θεά της Σελήνης και ο Όμηρος την αποκαλούσε Πότνια Θηρών και αγροτέρη. Σύμβολά της ήταν το τόξο, η ημισέλινος και το ελάφι.

Θεά της άγριας φύσης

Ως «πότνια θηρών», δηλαδή «Δέσποινα των ζώων», θεά της άγριας φύσης, λατρευόταν ιδιαίτερα σε μέρη ορεινά και δασώδη. Κατοικούσε στις πηγές και στα ποτάμια και προστάτευε τα ζώα εξουσιάζοντάς τα. Η Άρτεμις ταυτίστηκε με τις παλαιότερες θεότητες της φύσης και τελικά της αφομοίωσε κληρονομώντας τους ρόλους και τα χαρακτηριστικά τους.

Στην ιδιότητά της σαν θεά του κυνηγιού ενσωματώθηκαν προηγούμενες θεότητες, όπως η Βριτόμαρτις και η Δίκτυννα, η Καλλιστώ, (Άρτεμις Καλλίστη στην Αρκαδία), ή Θεμιστώ ή Μεγιστώ, η Λαφρία στην Καλυδώνα. Η Κυνηγέτις Άρτεμις κρατούσε τόξο και βέλη, έτρεχε στα βουνά και στα δάση και είχε τα επίθετα αγνή, αγραία, αγροτέρα, ελαφία, ελαφηβόλος, ιοχέαιρα (τοξεύτρια), ποδάγρα, τοξία, τοξόδαμφος, τοξόκλυτος, τοξότις, χρυσηλάκατος (χρυσότοξη). Παριστανόταν να συνοδεύεται από Νύμφες και να τοξεύει αγρίμια. Αγαπημένα της ζώα ήταν η άρκτος, το ελάφι και η αίγα.
Τιμωρός

Τιμωρούσε όσους παραβίαζαν τους νόμους που είχε θεσπίσει ή όσους επιχειρούσαν να προσβάλλουν κάποια από τη συνοδεία της. Για αυτό τιμώρησε τον Ωρίωνα που είχε βιάσει την Ώπη, μία από τις Υπερβόρειες παρθένες και τον Τιτυό που είχε επιχειρήσει να βιάσει τη μητέρα της.

Επίσης τιμωρούσε τις κοπέλες που ενώ της ήταν αφιερωμένες δε διατηρούσαν την αγνότητά τους. Όταν η ιέρειά της, Καλλιστώ, δεν τήρησε τον όρκο της αγνότητας που είχε δώσει κι ενώθηκε με το Δία, έχοντας πάρει μορφή άρκτου, η Άρτεμις τη μεταμόρφωσε στον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου.

Η θεά τιμωρούσε κι όποιον εκδήλωνε ερωτική επιθυμία για την ίδια. Μεταμόρφωσε τον Ακταίωνα σε ελάφι, επειδή την είχε δει γυμνή και άφησε να τον κατασπαράξουν τα σκυλιά του. Τους δίδυμους Αλωάδες γίγαντες, Ώτο και Εφιάλτη, τους έβαλε να αλληλοσκοτωθούν με τα κοντάρια τους, όταν εκείνη μεταμορφωμένη σε ελάφι πέρασε με μεγάλη ταχύτητα ανάμεσά τους.

Επίσης τιμωρούσε κι όσους εκδήλωναν ασέβεια. Έτσι όταν ο Οινέας δεν είχε θυσιάσει προς τιμή της όταν πρόσφερε τις απαρχές από τη συγκομιδή του σε όλες τις θεότητες έστειλε εναντίον της χώρας του τον Καλυδώνιο Κάπρο που προξένησε μεγάλες καταστροφές.
Προστάτης των βρεφών και της μητρότητας

Η Άρτεμις προστάτευε τη μητρότητα και εξασφάλιζε στις γυναίκες αίσιο τοκετό. Σύμφωνα με το μύθο, η Λητώ, έγκυος από το Δία, καταδιωκόταν από την Ήρα και κανένας τόπος δεν τη δεχόταν για να γεννήσει. Τότε εμφανίστηκε το νησί Δήλος και η Λητώ, στους πρόποδες του όρους Κύνθου, κάτω από μία φοινικιά γέννησε πρώτα την Άρτεμη. Στη συνέχεια, επειδή η Ήρα κρατούσε περιορισμένη την Eιλείθυια, θεά του τοκετού, η Άρτεμις παραστάθηκε σαν μαία στη γέννηση του δίδυμου αδελφού της Aπόλλωνα. Για το λόγο αυτό θεωρούσαν την Άρτεμη θεά των τοκετών. Την ιδιότητά της αυτή τη μαρτυρούν επίσης τα επίθετα λεχώ, λοχεία, σωοδίνα.

Ήταν παρούσα στη γέννηση της Αφροδίτης, της Αθηνάς και του Ασκληπιού.

Στη Σπάρτη κατά τη διάρκεια της γιορτής των Τιθηνίδιων, οι πιστοί έφερναν στο ιερό της θεάς τα βρέφη τους για να τα ευλογήσει.Tη θεωρούσαν προστάτη της νεότητας και ιδιαίτερα των κοριτσιών, μέχρι την ημέρα του γάμου τους, γιατί ήταν και η ίδια παρθένος.
Λατρεία

Στα βουνά της Αρκαδίας συνδέθηκε με τη Δήμητρα που έψαχνε την κόρη της και τη συνόδευσε στην αναζήτησή της. Aπό τότε θεσπίστηκαν κοινές γιορτές στην Πελοπόννησο προς τιμή της Δήμητρας Kόρης και της Άρτεμης.

Η Άρτεμις εμφανίζεται και ως προστάτρια της δημόσιας ζωής. Στην Ολυμπία λατρευόταν ως Αγοραία, στην Αθήνα ως Βουλαία και στη Μίλητο ως Βουληφόρος.

Ως Αγροτέρα λατρευόταν σε πολλές περιοχές. Κάθε χρόνο στην Αθήνα ο Πολέμαρχος, θυσίαζε στην Άρτεμη Αγροτέρα. Οι Αθηναίοι είχαν τάξει να θυσιάζουν στην Άρτεμη Αγροτέρα και στον Ενυάλιο τόσες αίγες όσοι θα ήταν και οι Πέρσες που θα σκοτώνονταν στο Μαραθώνα. Επειδή ο αριθμός των θυμάτων ήταν μεγάλος, για να λύσουν το τάμα οι Αθηναίοι ίδρυσαν στη θεά ιερό, στις Άγρες, κοντά στον ποταμό Ιλισσό.

Στην Αμφίπολη λατρευόταν ως Ταυροπόλος (στη θεά είχε θυσιάσει και ο Αλέξανδρος, όταν είχε περάσει από εκεί).

Σύμφωνα με το μύθο της θυσίας της Ιφιγένειας η Άρτεμης έσωσε την Ιφιγένεια και τη μετέφερε στη Θράκη, στην Ταυρίδα. Από εκεί η Ιφιγένεια και ο Ορέστης μετέφεραν το λατρευτικό άγαλμα της θεάς στις Αλές Αραφηνίδες (Ραφήνα), όπου κατά τη διάρκεια της εορτής της Ταυροπόλου Αρτέμιδος γινόταν μια αιματηρή αμυχή στο λαιμό ενός ανθρώπου.

Η θεά είχε ακόμη τα προσωνύμια Ακρία, Αλφειαία, Ελεία, Ηγεμόνη, Θερμία, Ιμβρασία, Κορυφαία, Λευκοφρυηνή, Λιμναία, Λιμνάτιδα, Λουσία, Ορτυγία, Ποταμία, Χησία, που σχετίζονται με τις περιοχές στις οποίες λατρευόταν (σε κορυφές, λίμνες, πηγές, ποτάμια), ενώ στην Μίλητο είχα πάρει την προσωνυμία Χιτώνη από την ενδυμασία της. Tην ονόμαζαν επίσης Λυκεία, Δελφινία, Πυθία, Δαφνία, ως αδελφή του Aπόλλωνα.

Στη θρησκευτική ζωή της Σπάρτης κατείχε τη δεύτερη θέση μετά τον Απόλλωνα. Στο Λιμναίο ή Λίμνες υπήρχε το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος ή Λυγοδέσμας με ξόανό της που είχαν φέρει ο Ορέστης και η Ιφιγένεια από την Ταυρίδα, με τρομερές ιδιότητες. Στο βωμό της θεάς γινόταν η διαμαστίγωσις.

Στις Καρυές λατρευόταν ως Καρυάτις και η θεά ταυτιζόταν με τη Νύμφη Καρύα. Η Καρύα ήταν κόρη του Δίωνα και της Ιφιτέας και συνδεόταν με τον Απόλλωνα. Όταν εκείνη έσμιξε με το Διόνυσο, επειδή οι αδελφές της τη ζήλευαν, ο θεός τη μεταμόρφωσε σε καρυδιά και τις αδελφές της σε βράχους. Κατά τη διάρκεια των τελετών της Καρυάτιδος Άρτεμιδος νεαρές παρθένες της Σπάρτης, οι Καρυάτιδες, χόρευαν προς τιμή της θεάς ένα χορό, τον καλαθίσκον, χορό που είχε πάρει το όνομά του από τον κάλαθον που έφεραν στην κεφαλή τους. Οι Καρυάτιδες θεωρούνταν το καλλιτεχνικό πρότυπο, των Καρυάτιδων του Ερεχθείου στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Η Άρτεμις ως Καρυάτις λατρευόταν από τους αγροτικούς και ποιμενικούς πληθυσμούς της Λακωνίας, με οργιαστικούς χορούς, άσεμνα τραγούδια, τα αστραβικά (αστράβη είναι το σαμάρι του ζώου πάνω στο οποίο μεταφέρονταν οι πιστοί που τραγουδούσαν τα αστραβικά.

Οι Δωριείς της Λακωνίας και της Κάτω Ιταλίας την τιμούσαν ως Κορυθαλία με οργιαστικούς χορούς γυναικών, που είχαν τα πρόσωπα σκεπασμένα με προσωπεία από ξύλο.

Στη Λέσβο ονομαζόταν Αρχίχορος, ενώ Κορδάκα την ονόμαζαν στην Πίσα, όπου άνδρες με γυναικίες κινήσεις χόρευαν τον κόρδακα.

Ο χορός της Αρτέμιδος έδωσε πολλές φορές την ευκαιρία για αρπαγές κοριτσιών. Σε έναν τέτοιο χορό οι Διόσκουροι απήγαγαν τις Λευκιππίδες κι ο Θησέας την Ωραία Ελένη.

Η σχέση της με τη μουσική δηλώνεται με το επίθετο Υμνία.

Στην Αττική λατρευόταν ως Άρτεμις Μουνυχία και θεωρούσαν πως βοήθησε τους Αθηναίους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και της είχε αφιερωθεί ο μήνας Μουνυχιών.

Τα προσωνύμια Νικηφόρος και Εύκλεια φανερώνουν τον πολεμικό χαρακτήρα της θεάς. Στην Ερέτρια γινόταν προς τιμή της παρέλαση τριών χιλιάδων οπλιτών με ξίφη, εξακοσίων ιππέων και δεκάξι αρμάτων.

Ως Βραυρωνία λατρευόταν στη Βραυρώνα και στο ιερό της στην Ακρόπολη των Αθηνών. Στις τελετές που γίνονταν προς τιμή της έπαιρναν μέρος μικρά κορίτσια, οι άρκτοι. Στη θεά, στη Βραυρώνα, αφιερώνονταν τα ενδύματα των γυναικών που πέθαιναν στον τοκετό.

Στενή σχέση είχε και με τις θηλυκές θεότητες της Ανατολής, την Αστάρτη, την Ίσιδα, την Αναΐτιδα, αφού στοιχεία τους επιβίωσαν στην ελληνική λατρεία της θεάς.

Στην Έφεσο θεωρούσαν την Άρτεμη θεά μήτηρ, θεά τροφό, θεά της γονιμότητας, γι' αυτό το άγαλμά της είχε πολλούς μαστούς. Εικονιζόταν ντυμένη με περίπλοκο ένδυμα. Tη λάτρευαν στο ναό, τον οποίο πυρπόλησε ο Hρόστρατος, τη νύχτα της γέννησης του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Πλήθος ιερέων, οι Μεγάβυζοι ή Μεγαλόβυζοι, φρόντιζαν τη λατρεία της σαν θεά των φυσικών δημιουργικών δυνάμεων. Ο Αρτεμίσιος μήνας ήταν αφιερωμένος στις γιορτές της θεάς κατά τη διάρκεια του οποίου τελούνταν θυσίες, αγώνες κα συμπόσια. H μορφή αυτή της Aσιατικής Άρτεμης παρατηρείται ακόμη στη Mαγνησία Mαιάνδρου (Άρτεμις Λευκοφρυνή), στην Παμφυλία (Περγαία Άρτεμις) και στην περιοχή των Σάρδεων (Άρτεμις η Kαλοηνή). Στην Aσία επίσης λατρευόταν και η Άρτεμις της Περσίας, με το όνομα Aναίτις, με την ιδιότητα της θεάς του Oυρανού και της υγρασίας που προέρχεται από αυτόν, συμβολίζοντας τη δύναμη που γονιμοποιεί τη γη. H Περσική Άρτεμις, εικονιζόταν ως αγνή και παρθένος, όπως η ελληνική.

H Άρτεμις θεωρήθηκε ως χθόνια θεότητα, με το όνομα Eκάτη, και δεχόταν νεκρικές θυσίες.

Yπήρχε και η θρακική Άρτεμις, H Bενδίς, που ο Hρόδοτος την ταύτιζε με την ελληνική. Eνώ η Φεραία Άρτεμις, θεότητα καθαρά χθόνια, ταυτιζόταν με την Περσεφόνη.

Προς τιμή της γίνονταν τα Aρτεμίσια. H γιορτή τελούνταν σε όλη την Eλλάδα και τις μικρασιατικές ακτές. H πιο περίφημη γιορτή γινόταν στην Έφεσο. Στη διάρκειά της γίνονταν αγώνες και περιφερόταν με πομπή το άγαλμα της θεάς ντυμένο δέρμα άγριου ζώου. Tην πομπή έκλεινε όμιλος κοριτσιών, μεταμφιεσμένων σε νύμφες που χόρευαν.

Στην Εύβοια γιόρταζαν προς τιμή της τα Αμαρύνθια και στην Αττική τα Αμαρύσια.

Oι ναοί που αφορούσαν τη χθόνια λατρεία της είχαν ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Στους ναούς αυτούς υπήρχε και άδυτο όπου φύλασσαν με ιδιαίτερη μυστικότητα τα ιερά σύμβολα και το άγαλμα της θεάς.
Τέτοιοι ήταν ο ναός της Aυλιδίας Aρτέμιδος, στην παραλία της Xαλκίδας, ο οποίος διέθετε ιερή πηγή, (την αναφέρει ο Όμηρος), ο ναός της Tαυροπόλου Aρτέμιδος, που ανακαλύφθηκε το 1930, στην παραλία της Λούτσας και ο ναός της Bραυρώνας, που αποκαλύφθηκε το 1954, και είχε ιδρυθεί στα τέλη του 6ου αι. π.X.

Πέρα από το πλήθος των αγαλμάτων της θεάς υπήρχαν και ανεικονικές παραστάσεις της. Η Πατρώα Άρτεμις, στην αγορά της Σικυώνας, είχε μορφή πεσσού, ενώ ο Δίας δίπλα της τη μορφή πυραμίδας. Ο γλύπτης Δαίδαλος είχε δημιουργήσει την Άρτεμη Μονογισηνή, που είχε μορφή πέτρας. Στην Ικαρία εικονιζόταν με απλό κομμάτι ξύλου.

Στην Άρτεμη ήταν αφιερωμένη η έκτη μέρα κάθε μήνα και ιδιαίτερα η νύκτα της εαρινής ισημερίας.
Ομηρικός ύμνος

Εἰς Ἄρτεμιν


Ἄρτεμιν ὕμνει Μοῦσα κασιγνήτην Ἑκάτοιο,
παρθένον ἰοχέαιραν, ὁμότροφον Ἀπόλλωνος,
ἥ θ' ἵππους ἄρσασα βαθυσχοίνοιο Μέλητος
ῥίμφα διὰ Σμύρνης παγχρύσεον ἅρμα διώκει

ἐς Κλάρον ἀμπελόεσσαν, ὅθ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν.
Καὶ σὺ μὲν οὕτω χαῖρε θεαί θ' ἅμα πᾶσαι ἀοιδῇ·
αὐτὰρ ἐγώ σε πρῶτα καὶ ἐκ σέθεν ἄρχομ' ἀείδειν,
σεῦ δ' ἐγὼ ἀρξάμενος μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον.
Ομηρικός ύμνος

Εἰς Ἄρτεμιν

Ἄρτεμιν ἀείδω χρυσηλάκατον κελαδεινὴν
παρθένον αἰδοίην ἐλαφηβόλον ἰοχέαιραν
αὐτοκασιγνήτην χρυσαόρου Ἀπόλλωνος,
ἣ κατ' ὄρη σκιόεντα καὶ ἄκριας ἠνεμοέσσας

ἄγρῃ τερπομένη παγχρύσεα τόξα τιταίνει
πέμπουσα στονόεντα βέλη· τρομέει δὲ κάρηνα
ὑψηλῶν ὀρέων, ἰαχεῖ δ' ἔπι δάσκιος ὕλη
δεινὸν ὑπὸ κλαγγῆς θηρῶν, φρίσσει δέ τε γαῖα
πόντος τ' ἰχθυόεις· ἡ δ' ἄλκιμον ἦτορ ἔχουσα

πάντῃ ἐπιστρέφεται θηρῶν ὀλέκουσα γενέθλην.
αὐτὰρ ἐπὴν τερφθῇ θηροσκόπος ἰοχέαιρα
εὐφρήνῃ δὲ νόον χαλάσασ' εὐκαμπέα τόξα,
ἔρχεται ἐς μέγα δῶμα κασιγνήτοιο φίλοιο
Φοίβου Ἀπόλλωνος Δελφῶν ἐς πίονα δῆμον

Μουσῶν καὶ Χαρίτων καλὸν χορὸν ἀρτυνέουσα.
ἔνθα κατακρεμάσασα παλίντονα τόξα καὶ ἰοὺς
ἡγεῖται χαρίεντα περὶ χροῒ κόσμον ἔχουσα,
ἐξάρχουσα χορούς· αἱ δ' ἀμβροσίην ὄπ' ἰεῖσαι ὑμνεῦσιν
Λητὼ καλλίσφυρον ὡς τέκε παῖδας

ἀθανάτων βουλῇ τε καὶ ἔργμασιν ἔξοχ' ἀρίστους,
Χαίρετε τέκνα Διὸς καὶ Λητοῦς ἠϋκόμοιο·
αὐτὰρ ἐγὼν ὑμέων καὶ ἄλλης μνήσομ' ἀοιδῆς.
Βιβλιογραφία - πηγές


Όμηρος, Ιλιάδα, Φ, 470
Ησίοδος, Θεογονία, 918
Ομηρικός Ύμνος στην Άρτεμη
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 4, 1
Παυσανίας, 8, 27, 17
Καλλίμαχος, Ύμνος στην Άρτεμη


Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Γιάννης Ρίτσος - "Χρονικό"


Σταχτής χειμώνας. Το σταχτί δεσπόζει έξω και μέσα

στο τοπίο. Σταχτιά σπίτια, οι δρόμοι, τα βουνά σταχτιά, τα λίγα δέντρα.

Ετούτο το καίκι απορριγμένο στη στεριά - το θυμάμαι από πρόπερσι,
κάποιος αδέξιος παραθεριστής είχε καθήσει στο ένδοξο λιοπύρι
και το ζωγράφιζε- έτσι ξεχασμένο και πράταιρο
στο τότε φως και στα γέλια των λουομένων.

Τώρα βρήκε τη θέση του βολεύτηκε,
κι ας έσπασαν οι ανέμοι τα κατάρτια του,
μες στη σταχτιά ερημιά, στην άφωνη βουή της θάλασσας
που έτσι με το να λέει, να λέει, κανείς δεν τη προσέχει πιά -τη συνήθισαν
όπως ένα παλιό, τεράστιο εκκρεμές που ξεχάστηκε στο άπειρο,
όπως το αίμα που κυλάει αγνοημένο μεσ' στις φλέβες.

Βολεύτηκε δίπλα σ' αυτά τα σπίτια της ακρογιαλιάς,
γδαρμένα απ' τα νύχια του χρόνου και του ανέμου,
της σιωπής και το πόνου,
δίπλα σ' αυτά τα εγκαταλελειμμένα καταστήματα
με τις δυσκολοδιάβαστες επιγραφές,
τα "Γενικόν Εμπόριον" και "Καφενείον η Ρέμβη"


Γιάννης Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου»

Όμως εγώ,
αδελφή μου, αγρυπνώ
μετρώντας τους παλμούς
και την ανάσα σου.
Στυλώνομαι, πύργος νυχτός,
Μες την ακατανόητη βοή
των διασταυρουμένων κεραυνών
κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.
Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν
κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.
Τίποτ’ άλλο δε ζει
έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο
που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου.
...
Θυμάσαι;
Σούχε χαρίσει κάποτε η μητέρα
ένα ρόδινο φόρεμα
και μια μικρή ρόδινη ομπρέλα.
Ανέβαινες την ανθισμένη πλαγιά
το εαρινό πρωινό
ανάλαφρη και διάφανη
- ένα ρόδινο νέφος φωτός.
Κοιτούσες τον ουρανό
σαν κάτι από ψηλά να σε καλούσε.
Μόνο οι θλιμμένες πλεξίδες
των μαύρων μαλλιών σου
βάραιναν τη λεπτή σου ράχη.
Φοβόμουν
μήπως μιαν ώρα χαθείς
όμοια με ρόδινο φως
μέσα στη δύση.
Μάζευα τότε
όστρακα στιλπνά
και πολύχρωμα βότσαλα
απ’ τ’ ακρογιάλι του νησιού μας
για να δω τα μάτια σου
να χαμογελούν
και να μαγέψω την καρδιά σου
που διαλυόταν αθόρυβα
στη θλίψη του κόσμου.
Μα δεν ήξερες να γελάς.
Έκανα φτερά τα δάκρυά σου
κ’ έφευγα μακριά για να σου φέρω
τη γύρη του αιθέρα
να ραντίσω τη σιωπή σου.
Όμως δεν ήξερες να δέχεσαι.
Χάριζες.
Μόνο χάριζες.
Όλα τα δώρα σου
τα μοίρασες
κ’ έμειναν άδειες
οι παλάμες σου.


Ο Γιάννης Ρίτσος πικραμένος από την ψυχική ασθένεια της αδερφής του συνθέτει το συγκλονιστικό Τραγούδι της αδελφής μου, για να εκφράσει την αγάπη του και τον πόνο που αισθάνεται, για την επικίνδυνη περιπέτεια της υγείας της.
Μένει πλάι της, μετρώντας τους παλμούς και την αναπνοή της, ξενυχτά ακλόνητος μπροστά στις ακατάληπτες εντάσεις που βιώνει η αδερφή του, πρόθυμος να δώσει για εκείνη τις δύσκολες μάχες της, αλλά το φως των ματιών της -το φως που σηματοδοτεί την αντίληψη- έχει σβήσει. Κι όμως, ο ποιητής μένει εκεί, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο βρίσκεται πέρα απ’ το δικό της οπτικό πεδίο, πέρα απ’ τη δική της πένθιμη ματιά.
Ο ποιητής, πλάι της, θυμάται στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια που έδειχναν την ευαισθησία της ψυχής της και προμήνυαν τις δύσκολες στιγμές του παρόντος. Θυμάται, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, την αδερφή του να ανεβαίνει μιαν ανθισμένη πλαγιά με το καινούριο της ρόδινο φόρεμα και τη ρόδινη ομπρέλα της, λουσμένη στο φως σαν ένα ρόδινο σύννεφο, κι εκείνος να τη βλέπει να κοιτάζει προς τον ουρανό, σαν κάτι να την καλούσε από ψηλά, και να νιώθει μέσα του το φόβο πως κάποια στιγμή θα τη χάσει στο φως της δύσης.
Πήγαινε τότε και της μάζευε γυαλιστερά κοχύλια και πολύχρωμες πέτρες απ’ το ακρογιάλι, για να τη δει να χαμογελά, για να διασώσει την καρδιά της που χανόταν στη θλίψη του κόσμου. Μα εκείνη δεν ήξερε να γελά.
Έκανε τότε τα δάκρυά της φτερά -ποιητική εικόνα-, και πήγαινε να μαζέψει τη γύρη του ουρανού για να γλυκάνει τη σιωπή της. Μα εκείνη δεν ήξερε να δέχεται δώρα, ήξερε μόνο να χαρίζει. Προσέφερε σ’ όλους τα δώρα της ψυχής της, την αγάπη και την ψυχική της ομορφιά, μέχρι που έμεινε με τα χέρια αδειανά.
Το εξαιρετικό αυτό τραγούδι συνεχίζει, αποκαλύπτοντας την ακατάλυτη αγάπη του ποιητή για την αδερφή του, την οποία αντικρίζει ως μέρος του εαυτού του, ως αναπόσπαστο τμήμα της ψυχής του


Πηγή

Οδυσσέας Ελύτης : Προσανατολισμοί






ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ

Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.

II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του — εκεί.

III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή

Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.

V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες

Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.

VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.

(........................................................)


ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΩΡΙΩΝ
α'
Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη

Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.

β
Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί

Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;

γ΄

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά

Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

δ'

Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία

Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία

Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται

Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
Άϋλο περίβλημα.

ε΄
Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας

Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

Ξαναγεννάει αισθήματα.

ς'

Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!

ζ'
Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.


ΕΠΕΤΕΙΟΣ

...even the wearist river
winds somewhere safe to sea!

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει πού σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
ʼσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιό μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν' ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ' την αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
- Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα-
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ' τα νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Πού γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014