Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

"Ο Φιλοκτήτης" του Ρίτσου

της Νότας Χρυσίνα




Διαβάζω τον "Φιλοκτήτη" του Ρίτσου και στέκομαι σε μια ερμηνεία- ανάλυση γνωστού φιλολόγου με περγαμηνές. Ο Φιλοκτήτης, πρόσωπο βουβό, μετά από την σκηνοθετική οδηγία του Ρίτσου, τόσο με την σιωπή του όσο και με την δήθεν προηγούμενη ομιλία του, στέκει στην "σκηνή" του ποιήματος όπως τα βουβά πρόσωπα στις τραγωδίες του Σοφοκλή. -Ο ρόλος τους ήταν σημαντικότατος καθώς προχωρούσαν την δράση στο έργο. Να προσθέσω την πληροφορία ότι ο Ρίτσος είχε εργασθεί ως ηθοποιός και είχε γράψει θεατρικά έργα.- Εδώ, η φαντασία παραστέκει στο βουβό πρόσωπο και με την συνέργεια του ποιητικού λόγου, σκηνοθετικά τοποθετημένου σε έναν χρόνο απροσδιόριστο, μεταξύ παρελθόντος -παρόντος,  σπρώχνει την δράση στο παρόν.
Ας πάρουμε το θέμα από την αρχή ή σχεδόν από την αρχή κι ας ξετυλίξουμε τον νέο μύθο που δημιούργησε ο Ρίτσος με πρόφαση τον παλιό του Σοφοκλή. 
Καθώς στο υπό εξέταση πο'ιημά μας ο Νεοπτόλεμος μιλάει προς τον Φιλοκτήτη με μια εξομολογητική διάθεση, ο Φιλοκτήτης ακούει βουβός όπως ένας ψυχαναλυτής οφείλει να ακούει τον ασθενή του σε μια επώδυνη αναδρομή του στο παρελθόν. Συγκεκριμένα στην παιδική του ηλικία με τις εικόνες του πατέρα και της μητέρας προσώπων που κυριαρχούν στο ψυχικό σύμπαν του παιδιού. Ο Νεοπτόλεμος νεαρό παιδί και ο Φιλοκτήτης ώριμος και γεμάτος κατανόηση άνδρας.
Αυτή η ψυχαναλυτικού τύπου προσέγγιση θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον "Φιλοκτήτη" του Ρίτσου. Μα εμένα φανερώθηκε καθαρά στα μάτια μου μια άλλη προσέγγιση του ποιήματος πολύ περισσότερο ουσιαστική.
Ο Ρίτσος εκεί μπροστά μου με την πρόφαση του μύθου του Φιλοκτήτη του Σοφοκλή ξεδιπλώνει τον εαυτό του. Φοράει το προσωπείο του Νεοπτόλεμου και κάνει αναδρομή στην ζωή του μπροστά στον Φιλοκτήτη το δεύτερο δικό του προσωπείο που είναι ο Ρίτσος την στιγμή αποφασίζει να δει τον νέο εαυτό του μέσα από τον παλιό εαυτό του και να αποδεχθεί τον ίδιο του εαυτό παρατηρώντας τον από μέσα ως ο ποιητής Ρίτσος και ακόμη πιο βαθειά ως ο Φιλοκτήτης Ρίτσος ώστε να μπορέσει να κοιτάξει αυτό που τον διαμόρφωσε σε Φιλοκτήτη- Ρίτσο δηλαδή το προσωπείο του ως Νεοπτόλεμος.
Με λίγα λόγια ο Φιλοκτήτης και ο Νεοπτόλεμος είναι το ίδιο πρόσωπο και μάλιστα ταυτίζεται με το πρόσωπο του ποιητή Ρίτσου.
Ο Ρίτσος δεν αλλοίωσε τον μύθο αλλά τον χρησιμοποίησε ως ένα καλούπι για να χύσει μέσα του την ποιητική ύλη που είχε ως πηγή τον προσωπικό του μύθο.
Ο ατομικός μύθος μέσα στον μύθο. Μυθοποιώντας το δικό του παρελθόν το κάνει αντικείμενο "δόξας" το αποκαθαίρει από τον προσωπικό πόνο και αλήθεια και τον ανυψώνει σε μια ιερή διάσταση που του επιτρέπει να τον αντικρίζει από απόσταση πετυχαίνοντας έτσι την αποδοχή άρα και την εσωτερική ειρήνη.
Η "ανάλυσή " μου αυτή είναι πρόχειρη και έγινε μέσα στα πλαίσια του ελεύθερου συνειρμού ώστε έχει ανάγκη και μελέτης αλλά και σωστής διατύπωσης. Ζητώ συγνώμη για τυχόν λάθη ή "σκοτεινά" σημεία. Υπόσχομαι να επανέλθω σύντομα.

Ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή εδώ

Ο Φιλοκτήτης του Ρίτσου 

Γιάννης Ρίτσος, Φιλοκτήτης (απόσπασμα)

[...]

Σεβάσμιε φίλε, είμουνα βέβαιος για τη βαθειά σου κατανόηση. Εμείς οι νεότεροι
που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα
τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα,
με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο,
γνωρίζουμε κ' εμείς κι αναγνωρίζουμε, κ' έχουμε, ναι, κ' εμείς τις πληγές μας
σ' άλλο σημείο τού σώματος — πληγές αθώρητες,
χωρίς το αντίβαρο της περηφάνειας και του αξιοσέβαστου αίματος
του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα.

Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε∙ — ποιος τους την ζήτησε;
Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας
τα χρέη και τις υποθήκες άλλων. Μήτε καν προφτάσαμε
να δούμε μιαν αυγή ένα ήσυχο χέρι ν' ανοίγει το παράθυρο απέναντι
και να κρεμάει απ' έξω, στην πρόκα τού τοίχοι, ένα κλουβί καναρίνια
με τη σεμνότητα μιας περιττής κι αναγκαίας χειρονομίας.

Όλες οι ομιλίες των μεγάλων, για νεκρούς και για ήρωες.
Παράξενες λέξεις, τρομερές, μας κυνηγούσαν ως μέσα στον ύπνο μας
κερνώντας κάτω απ' τις κλεισμένες πόρτες, απ' την αίθουσα των συμποσίων
όπου άστραφταν ποτήρια και φωνές, κ' ένας πέπλος
αόρατης χορεύτριας κυμάτιζε αθόρυβα
σαν ένα διάφανο, στροβιλιζόμενο χώρισμα
ρυθμική διαφάνεια του πέπλου, παρηγορούσε κάπως
τις παιδικές μας νύχτες, αραιώνοντας τις σκιές των ασπίδων
που γράφονταν στους άσπρους τοίχους με τ' αργό φεγγαρόφωτο.

Μαζί με τη δική σας τροφή ετοιμάζανε
και την τροφή των νεκρών. Την ώρα τού γεύματος
έπαιρναν πάνω απ' το τραπέζι υδρίες με μέλι και με λάδι
και τις μετέφεραν σ' άγνωστους τάφους. Δεν ξεχωρίζαμε
τους αμφορείς τού κρασιού απ' τις νεκρικές ληκύθους. Δε γνωρίζαμε
ποιο το δικό μας και ποιο των νεκρών. Ένας χτύπος
του κουταλιού μες στο πιάτο, είταν ένα άξαφνο δάχτυλο
επιτιμητικό, που μας χτυπούσε στον ώμο. Στρέφαμε να δούμε. Τίποτα.

Απ' έξω απ' τις κρεββατοκάμαρές μας τύμπανα και σάλπιγγες,
κόκκινες σπίθες και μουγγές σφυριές σε μυστικά σιδηρουργεία
όπου νυχτοήμερα σφυρηλατούσαν ασπίδες κι ακόντια,
κι άλλες σφυριές σε υπόγεια εργαστήρια
για προτομές κι ανδριάντες πολεμικών θεών, πολεμικών ανθρώπων, κι όχι διόλου
αθλητών και ποιητών∙ μαζί κ' εκατοντάδες επιτύμβιες στήλες
με ωραίους, γυμνούς εφήβους, πάντοτε όρθιους,
μεταμφιέζοντας, με την κάθετη στάση τους,
το αιώνιο οριζόντιο της νεκρότητας. Μονάχα, πότε - πότε,
έγερναν το κεφάλι, καμπυλώνοντας ελαφρά τον αυχένα,
σαν άνθος σε χείλος γκρεμού∙ κι ο γκρεμός δε φαινόταν∙ — οι τεχνίτες
είχαν μάθει (ή μήπως τάχα τους το επέβαλλαν;)
να παραλείπουν γκρεμούς και κάτι τέτοια.

Είταν ένας μακρύς, λευκός διάδρομος (κι απόμεινε έτσι)
ντυμένος όλος μ' επιτύμβιες στήλες. Κι ούτε επιτρεπόταν
ν' αργοπορήσουμε για λίγο το βλέμμα στα εύγραμμα μέλη τους
ή στους μαρμάρινους βοστρύχους που έπεφταν κάποτε στο μέτωπό τους
σαν φυσημένοι απ' τα χείλη ενός αιφνίδιου, μυροφόρου ανέμου
σ' ένα πάγχρυσο, θερινό μεσημέρι, — θαρρώ, ναι, πως ευώδιαζε
λεμονανθούς και ζεσταμένη απ' τον ήλιο λυγαριά. Μεγάλα πρότυπα
μας κληροδότησαν∙ — ποιος τους τα ζήτησε; — ας μας άφηναν
μέσα στο ελάχιστο, στο δικό μας ελάχιστο∙ δε θέλουμε
να μετρηθούμε μ' αυτά∙ — τι κερδίσατε άλλωστε; τι κερδίσαμε;

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)


Διαβάστε και εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου