Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Πίνδαρος (518/522 – 438 π.Χ.)


Προτομή του Πινδάρου. Μουσείο Καπιτολίνι, Ρώμη.
Ο μεγαλύτερος και πιο φημισμένος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές της Βοιωτίας (ένα χωριό κοντά στη Θήβα), μεταξύ των ετών 522 – 518 π.χ.  και πέθανε στο Άργος, μετά το 446 π.Χ. ίσως γύρω στα 438.  Ο πατέρας του ονομαζόταν Δαΐδαντος, η μητέρα του Λαοδίκη (κατά άλλους Κλεοδίκη ή Κλευδίκη ή Κλειδίκη), και είχε έναν αδερφό τον Ερμότιμο (Ερείτιμος ή Ερωτιώνας). Με τη σύζυγό του Μεγακλεία (ή Τιμοξένη) απέκτησε τρία παιδιά, δύο κόρες την Εύμητιν ( ή Πολύμητιν)  και την Πρωτομάχην και έναν γιο τον Δαΐφαντο. Ο Πίνδαρος καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και αυτό τον οφέλησε τόσο στη μόρφωσή του, όσο και σε διάφορες κρίσιμες καταστάσεις της ζωής του, όπως ήταν οι Μηδικοί πόλεμοι.
Τα πρώτα βήματά του στη μουσική και την ποιητική σύνθεση τα έκανε στο πλευρό του θείου του του Σκοπελίνου, ο οποίος τον δίδαξε την αυλητική και την  εγχώρια ποίηση. Στη συνέχεια, ο Πίνδαρος διψώντας για περισσότερη μόρφωση και καλλιέργεια της ποιητικής του τέχνης κατέφυγε στην Αθήνα, δεδομένο ότι η Θήβα δεν μπορούσε να του προσφέρει πολλά πνευματικά εφόδια. Ως δάσκαλοί του  αναφέρονται οι Αγαθοκλής ή ο Απολλόδωρος˙πιθανή φαίνεται και η μαθητεία του κοντά στον Λάσο τον Ερμιονέα.  
Σημαντικό υπήρξε το γεγονός ότι μελέτησε παλιούς ποιητές, επικούς και λυρικούς (όπως τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αλκμάνα, τον Στησίχορο) και διδάχτηκε την Πυθαγορική φιλοσοφία και την τεχνική της χορικής σύνθεσης(στην οποία και ξεχώρισε) εφόσον οι Αθηναίοι καλλιεργούσαν τον διθύραμβο και την τεχνική της τραγωδίας και των θεατρικών παραστάσεων. Στην Αθήνα πέρα από τη μόρφωσή του δε δέχτηκε καμία άλλη παρέμβαση όσον αφορά την ιδεολογία του. Οι δημοκρατικές κινήσεις, που άρχιζαν να επικρατούν εκεί δεν είχαν καμία απήχηση στο νεαρό τότε Πίνδαρο, ίσως εξαιτίας της πιθανής καταγωγής από το αρχαίο και ένδοξο γένος των Αιγειδών. Εξάλλου, η χορική ποίηση ανήκε στο αριστοκρατικό ιδεώδες και είχε απήχηση στον αριστοκρατικό κόσμο.


Η γέννηση του Πινδάρου 1848. Ανρί Πιέρ Πικού (Henri Pierre Picou 1824-1895), Musée d' Orsay.


Κομβική υπήρξε η θέση του την περίοδο των Μηδικών Πολέμων. Τους δύσκολους αυτούς χρόνους η Θήβα παίρνει το μέρος του Ξέρξη. Σίγουρα, η αριστοκρατία κινδυνεύει. Τα αριστοκρατικά και ολιγαρχικά κινήματα στρέφονται και στηρίζουν τις δυνάμεις τους προς το δεσποτισμό, εφόσον απειλούνται άμεσα πλέον από τα δημοκρατικά κινήματα.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο Θηβαίος ποιητής, ο οποίος επιθυμεί μέσα από την ποίησή του να αναχαιτίσει ένα μέρος του λαού της Θήβας που τίθεται εναντίον των Περσών. Επικαλείται τους κινδύνους και τις συνέπειες που επιφέρει ένας πόλεμος και τους συμβουλεύει να στραφούν προς την ειρήνη και να αποφύγουν την αντιαριστοκρατική πολιτική.
Τα γεγονότα δεν είναι θετικά για τον Πίνδαρο. Οι Πέρσες χάνουν τον πόλεμο και οι Θηβαίοι – κυρίως οι αριστοκράτες – υπέστησαν κυρώσεις. Ο Πίνδαρος απογοητεύτηκε με την κατάληξη και καταστράφηκε τόσο υλικά όσο και ηθικά. Εγκαταλείπει τη Θήβα και επιβάλλει στον εαυτό του ένα είδος εξορίας στο νησί της Αίγινας – την οποία θεωρεί δεύτερή του πατρίδα. Η φήμη του δε χάνεται εξαιτίας της φιλομηδικής στάσης του, αντίθετα ενισχύεται , επικυρώνεται και συνδέεται με το περίφημο εγκώμιο των Αθηνών, το οποίο συνθέτει μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα.
Μετά τους Μηδικούς πολέμους, ο ίδιος και η τέχνη του αρχίζουν να γίνονται γνωστοί. Η περίοδος 480-460π.Χ. ήταν η πιο γόνιμη και δημιουργική. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Βοιωτίας και απλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Σελίδα από τον πρώτο ολυμπιόνικο του Πινδάρου. Αφιερώνεται στον Iέρωνα, τύραννο των Συρακουσών, ο οποίος νίκησε στους Oλυμπιακούς Aγώνες στην ιπποδρομία κελήτων.
Το 476 οι τύραννοι των Συρακουσών και του Ακράγαντος, Ιέρων και Θήρων αντίστοιχα τον καλούν στις βασιλικές αυλές και του ζητούν να συνθέσει ύμνους κατά παραγγελία. Η περίοδος αυτή εγκαινιάζει την αρχή μιας σειράς συγγραφών από υμνητικές ωδές για διάφορες αξιοσημείωτες προσωπικότητες. Τύραννοι, βασιλείς, θρησκευτικοί άρχοντες, πλούσιοι πολίτες του ζητούν συνεχώς χορικές συνθέσεις για διάφορα γεγονότα της ζωής τους και της πολιτείας, προσφέροντάς του για τις υπηρεσίες του χρυσό, ανάλογα την περίσταση.
Ο χορικός αυτός ποιητής είναι ταυτόχρονα ικανός επαγγελματίας και κάτοχος της ιερής σοφίας των Δελφών. Όλοι τιμούν και σέβονται το έργο και την προσφορά του στην πολιτεία και αυτό φαίνεται από τις ενέργειες των Αθηναίων, οι οποίοι του αφιερώνουν χάλκινο ανδριάντα και του απονέμουν το τίτλο το προξένου.
Ο Πίνδαρος έγραψε ποιήματα σ’ όλα τα είδη της λυρικής ποίησης: ύμνους (ποιήματα προς τιμή των θεών), παιάνες (άσματα προς τιμή του Απόλλωνα), διθυράμβους (αποτελούν μέρος λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμή του Διόνυσου), προσόδια (άσματα ικεσίας ή ευχαριστίας, που τελούνταν κατά την πορεία μιας πομπής σε ιερό), παρθένια (εκτελούνταν από χορούς κοριτσιών σε δωρικές περιοχές), υπορχήματα (χορικά άσματα, με κύριο χαρακτηριστικό το ορχηστικό στοιχείο) εγκώμια (δοξαστικοί ύμνοι) και θρήνους (επιτάφια άσματα), υμνώντας θεούς, ήρωες και ανθρώπους.
Ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης Βυζάντιος διαίρεσε το έργο του σε17 βιβλία τα οποία χωρίζονται σε:
 Ύμνοι (1 βιβλίο)
Παιάνες (1 βιβλίο)
Διθύραμβοι (2 βιβλία)
Προσωδία (1 βιβλίο)
Παρθένια (3 βιβλία)
Υπορχήματα (1 βιβλίο)
Εγκώμια (1 βιβλίο)
Θρήνοι (1 βιβλίο)
Επινίκια (4 βιβλία).
Από αυτό το εκτενές σώμα συνθέσεων έχουν διασωθεί πλήρεις μόνο οι επινίκιες ωδές (πρόκειται για χορικά ποιήματα που σκοπό είχαν να υμνήσουν το πανηγυρισμό για τη νίκη στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες. Επίσης, συντελούσαν στο να μείνει το όνομα του νικητή γνωστό στους αιώνες και να αποκτήσει μια θέση στον ανώτερο και άφθαρτο κόσμο των ημιθέων. Τέλος αποτελούσε ένδειξη σωματικής και ψυχικής δύναμης).
Συγκεκριμένα, κάθε βιβλίο επινίκιων ωδών αναφέρεται σ’ έναν από τους τέσσερις πανελλήνιους αγώνες, έτσι έχουμε : 14 επίνικους σε ολυμπιονίκες12 επίνικους σε πυθιονίκες11 επίνικους σε νεμεονίκες, και 8 επίνικους σε ισθμιονίκες. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά από παραπομπές άλλων συγγραφέων ή σπαράγματα παπύρων.

Πίνδαρος – Αγγλική έκδοση
   
Τα είδη της χορικής ποίησης του Πινδάρου περιλαμβάνουν κάποια κύρια χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, ως προς τη μορφή των ωδών χρησιμοποιούσε άλλοτε όμοιες μετρικά στροφές και άλλοτε σειρές από στροφή, αντιστροφή και επωδό.
Ως προς το περιεχόμενο έχουν τέσσερα συστατικά, δηλαδή αρχίζουν με επίκληση σε κάποιο θεό ή τις μούσες, ακολουθούν πληροφορίες για το πρόσωπο του νικητή, την οικογένειά του ή τη νίκη του σε άλλες γιορτές, στη συνέχεια δίνουν κάποια μυθική αφήγηση προσαρμοσμένη στη συγκεκριμένη περίσταση και συνήθως κλείνουν με διατύπωση ηθικών αποφθεγμάτων που αποτελούσαν τον απώτερο σκοπό του. Δεν περιέγραφε τις λεπτομέρειες των αγώνων.
Πίνδαρος, J.W. Cook.
Η γλώσσα του Πινδάρου είναι η λογοτεχνική δωρική, αναμειγνύει όμως αιολικά και επικά γλωσσικά στοιχεία, είναι η γλώσσα του έπους. Δεν πρόκειται για μία ομιλούμενη διάλεκτο, αλλά για ένα καλλιτεχνικό κατασκεύασμα με έντονο προσωπικό ύφος. Ακόμη, η επιλογή σύνθετων λέξεων αντί απλών, η υπερβολική χρήση των περιφράσεων, ο πλούτος των εικόνων, τα τολμηρά υπερβατά, οι θαυμαστές μεταφορές που κρύβουν ένα βαθύτερο συμβολισμό, η απότομη μετάβαση από τη μια εικόνα στην άλλη και η συχνή αλλαγή του υποκειμένου καθιστούν την ποίησή του περίπλοκη, δυσνόητη και σκοτεινή. Η ενότητα διασφαλίζεται από τη σύνδεση των ιδεών με τις ηθικές και θρησκευτικές αξίες.
Επιπλέον, πρόκειται για ποίηση έντονα θρησκευτική, γεμάτη μουσική, αυστηρά αρμονική, με ευθύτητα, σεμνότητα, επιτηδευμένη και κομψή μέχρις ορισμένου σημείου. Διαποτίζεται από δωρικές αντιλήψεις και κυριαρχείται από αριστοκρατικές ιδέες. Τέλος, είναι έντονος και φανερός ο διαχωρισμός ανάμεσα στους άρχοντες και το λαό. Αναμφισβήτητα, η πινδαρική ωδή – κυρίως η φόρμα της -, αποτέλεσε το παράδειγμα για πολλούς νεότερους ποιητές, όπως ο Κάλβος.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά της ποίησής του φαίνονται καθαρά στην περίφημηδέκατη επινίκια ωδή, η οποία είναι αφιερωμένη στον επιφανή Αργείο αθλητή,Θεαίο. Με τη συγκεκριμένη ωδή εξυμνεί ταυτόχρονα το πρόσωπο του παλαιστή, τη γενιά του και τη πόλη που τον ανέθρεψε. Αναλυτικά, διαβάζουμε :
  
Θεαίω, Αργείω, Παλαιστή
1
« Υμνείστε, ω Χάριτες, του Δαναού την πόλη
και τις πενήντα τις λαμπρόθρονες τις κόρες του.
Υμνείστε το Άργος, όπου η Ήρα έχει το λαμπρό το δώμα
αντάξιο της θείας καταγωγής της.
Από δόξα άφθιτη το Άργος απασπράπτει,
χάρις στα επιτεύγματα των πάντολμων των τέκνων της.
Θα παρέτεινα τον ύμνο, ανιστορώντας
τους άθλους του Περσέα, που δάμασε
τη Μέδουσα – Γοργόνα. Πολυάριθμες είναι οι πόλεις,
που το Άργος έκτισε κι εποίκισε στην Αίγυπτο
με τα χέρια του Επάφου.
Και να ιστορήσω για την Υπερμήστρα,
που μόνη αυτή, ατάραχη,
το ξίφος δεν απέσυρε απ’ τη θήκη;
2
Άλλοτε η ξανθή θεά, η θεά η γλαυκώπις,
έκαμε αθάνατο το Διομήδη.
Κοντά στις Θήβες, με κεραυνό του Δία,
έθαψε κάτω απ’ τη γη, τον μάντη, γιο του Οϊκλέους,
που τρομερός ήταν στον πόλεμο, ωσάν θύελλα.
Και με τις γυναίκες τις καλλίκομες το Άργος
κρατά κι εδώ την πρώτη θέση.
Εδώ ο Δίας ήλθε για την Αλκμήνη, την Δανάη,
αξιόπιστο, λοιπόν, αυτό που είπα. Το Άργος έδωσε
στου Αδράστου τον πατέρα και στον Λυγκέα
το γόνιμο το πνεύμα και της δικαιοσύνης την αγάπη.
3
Την γενναιότητα του Αμφυτρίωνα το Άργος
έχει θρέψει. Ο υπέρτατος θεός εισέδυσε
στο γένος του ήρωα αυτού, όταν τα χαλκά τα όπλα του
φορώντας, τους Τηλεβόες εξολόθρευσε.
Ο βασιλέας των αθανάτων τη μορφή του πήρε
κι εισόρμησε στο δώμα του κι έσπειρε τότε
το ατρόμητο του Ηρακλέους γένος.
Κι αυτός τώρα, ο Ηρακλής, έχει στον Όλυμπο
ως σύζυγο, την πλέον ωραία απ’ τις θεές, την Ήβη,
σύντροφο της Ήρας, της μητέρας της,
του γάμου αυτού εγγύηση ιερή.
4
Ωστόσο η πνοή μου είναι αδύνατη
Όλες τις δόξες του Άργους ν’ αριθμήσω.
Άλλωστε και ορθό δεν είναι
να προκαλώ των ακροατών τον κόρο.
Και τώρα, ω Μούσα, ας αφυπνίσεις
της λύρας τις μελίρρυτες χορδές
και ας στραφούμε προς τους ανδρείους αθλητές.
Ιδού οι αγώνες, που έχουν ως βραβείο το χαλκό
και καλούν τα πλήθη στις λαμπρές της Ήρας
τις εκατόμβες. Εκεί ο Θεαίος, ο γιος του Ουλία,
απέσπασε τη λήθη των μόχθων και των πόνων του
με την περίλαμπρη τη νίκη του.
5
Ανάμεσα σε όλο το έθνος των Ελλήνων
στην Πυθώνα εθριάμβευσε
και από την τύχη οδηγούμενος,
ενίκησε και στον Ισθμό και στη Νεμέα.
Έδωσε το έναυσμα να καλλιεργήσουν
οι Μούσες τον αγρό τους,
με τρεις νίκες στης θάλασσας
τις θύρες και τρεις φορές στη σεβάσμια κοιλάδα,
όπου την εορτή τελούν, που ο Άδραστος εθέσπισε.
Ω Δία, ω πατέρα, αυτό που ονειρευόταν
δεν το ξεστόμισαν τα χείλη του,
αφού από σένα η κάθε επιτυχία είναι εξαρτημένη.
Ωστόσο δεν τολμά η φιλοδοξία να τον εγγίσει,
αν δεν την υπερασπίσει και η καρδιά του.
Εύνοια άδικη αυτός δεν σου ζητεί.
6
Δεν ψάλλω τίποτε, που του Θεού τη συγκατάβαση δεν έχει
και όλων αυτών, που τη μεγάλη νίκη διεκδικούν
στους πλέον ένδοξους αγώνες. Δεν είναι η Πίσα,
που τελεί τους ανώτερους απ’ όλους, αυτούς που
καθιέρωσε και θέσπισε ο Ηρακλής;
Ωστόσο, δύο φορές ήδη – ωραίο προοίμιο! –
οι Αθηναίοι, στις εορτές τους τις επίσημες,
με αλαλαγμούς τον υποδέχτηκαν και εκόμισε
στον θαρραλέο της Ήρας το λαό,
τους καρπούς της ελιάς, σε αμφορείς που διακοσμούσαν
με ποικίλματα από πηλό, ψημένο από τις φλόγες.
7
Έτσι, ω Θεαίε, συνεχίζονται
των μητριών προγόνων σου
τα κλέη – πασίγνωστη του γένους σου η φήμη -,
χάρις στην εύνοια των Χαρίτων και των Τυνδαριδών,
που ενωμένοι ήσαν πάντα. Αν ήμουν κι εγώ
από το αίμα του Θρασύκλου και του Αντία,
θα βάδιζα στην πόλη του Άργους
με το μέτωπο ψηλά.
Χάρις σ’ αυτούς με πόσες νίκες δεν δοξάσθηκε
του Προίτου η πόλη, όπου θεωρούν τιμή
να τρέφουν άλογα! Έχουν νικήσει τέσσερες φορές
στον Ισθμό και τέσσερες φορές ακόμη
εδέχθησαν στεφάνια από των Κλεωναίων τα χέρια.
8
Από τη Σικυώνα έχουν επιστρέψει στο Άργος
με φιάλες, από κρασί γεμάτες.
Απ’ την Πελλήνη, με τους ώμους τους κατάφορτους
από Χλαίνες μαλθακές.
Και δεν μπορώ ν’ απαριθμήσω
τα απειράριθμα από χαλκό βραβεία.
Ανάπαυλα είναι απαραίτητη εδώ. Δεν έχω το χρόνο
να μετρήσω όσα ο Κλείτωρ και η Τεγέα
και το Λύκαιο, στου Δία τον ιππόδρομο, κατέκτησαν.
Και των Αχαιών οι πόλεις είχαν εκθέσει
ως έπαθλο αυτών,
που χάρις στη γοργάδα των κνημών
και στων χεριών τη δύναμη, κατέκτησαν
μια περίδοξη, μια νίκη θριαμβική! »[2]
[….....................................]
( Στις στροφές 9-15, οι οποίες δεν καταχωρούνται εδώ, εγκωμιάζονται οι ήρωες Διό­σκουροι, που είχαν επισκεφθεί το Άργος και είχαν φιλοξενηθεί από τον Παμφάο, πρόγονο του Θεαίου. Χρονολογία, 500 π.χ. περίπου.)
Όσον αφορά τον χαρακτήρα του, ο Πίνδαρος υπήρξε βαθειά ηθικολόγος και θρησκευόμενος άνθρωπος. Τις ιδέες του τις εμφανίζει όχι θεωρητικά, αλλά ως βιωμένη σοφία. Αξίες του αποτελούσαν το κάλλος, η ομορφιά, η ειλικρίνεια και η αποστροφή από την κολακεία. Κύρια αρετή γι’ αυτόν είναι η ευσέβεια και η σωφροσύνη.
Οι αρετές που οδηγούσαν στην επιτυχία δεν ήταν επίκτητες , αλλά κληρονομικές. Πίστευε ότι ένας θνητός δεν είχε το δικαίωμα σύγκρισης ή υπεροχής απέναντι σ’ ένα θεό. Ούτε οι πλούσιοι, ούτε οι φτωχοί μπορούσαν να είναι ισότιμοι με τους θεούς. Οι θεοί είναι οι υπέρτατοι ρυθμιστές της τάξης και των νόμων, είναι αλάνθαστοι και παντοδύναμοι – τη σημαντικότερη θέση στο Πάνθεό του κατέχουν ο Δίας, ο οποίος διαθέτει απεριόριστη δύναμη και ο Απόλλωνας, ο οποίος είναι προστάτης των αριστοκρατικών ιδεών.
Καθήκον και υποχρέωση του ενάρετου και σεμνού ανθρώπου είναι η ευγνωμοσύνη και η αιδώς. Ακόμη, ο άνθρωπος οφείλει να είναι δίκαιος και να εκπληρώνει τις επιθυμίες που επιβάλλουν οι θρησκευτικοί, οι πολιτικοί, οι κοινωνικοί και οι ηθικοί θεσμοί. Ο κόσμος στον οποίο πιστεύει είναι ο αιώνιος, ο αμετάβλητος, που εμπνέεται από την παράδοση. Στην ποίησή του την υψηλότερη θέση κατέχουν οι θεοί, οι ημίθεοι και οι ήρωες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την ομορφιά σε όλους τους τομείς. Κατά γενική ομολογία, ήταν ένας αρκετά συντηρητικός διανοούμενος που η βαθειά πίστη του στη θρησκεία δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με την επιστήμη, τη φιλοσοφία, την πρόοδο, τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της πολιτείας. Σέβεται και τίμα την παράδοση και τη θρησκεία χωρίς υποκρισία.

Η λύρα του Πινδάρου στην Ολυμπία, Linson, Corwin Knapp, b. 1896.

Η περίοδος της ακμής του φτάνει μέχρι το 450 π.Χ. περίπου. Η φήμη του και η δόξα της τέχνης του δε μειώνονται, απλά ο ποιητής δεν είναι ο εαυτός του, έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του, έχει ξεφύγει από τον προορισμό του και έχει καμφθεί εξαιτίας του καινούργιου κόσμου που αρχίζει να διακρίνεται και κυρίως να εγκαθίστανται.
Ένα κύμα από ριζοσπαστικές ιδέες, λαοκρατικά κινήματα, ελευθερόστομους ποιητές και φιλοσόφους αρχίζει να κυριαρχεί. Το όραμά του για πανελλήνια ένωση διαψεύδεται. Ο Πίνδαρος βρίσκεται πλέον σε σύγχυση, αγωνία και αμφισβήτηση για το αν όλα αυτά που πρέσβευε, μέσα από τις χορικές του συνθέσεις, άξιζαν στην πραγματικότητα ή ήταν υπερβολές. Αρχίζει να αμφιβάλει, να αναρωτιέται και να αναιρεί τις αντιλήψεις του παρελθόντος, να κρίνει το παρόν και να βλέπει με σκεπτικισμό και μελαγχολία το μέλλον. Όλα αυτά διακρίνονται στον 8ο  Πυθιόνικο, τον οποίο δημιούργησε το 446π.Χ. και πιθανόν αποτελεί το τελευταίο δημιούργημα του ποιητή, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιο άλλο χρονολογικό στοιχείο.
Κανένας άλλος λυρικός ποιητής δε θεωρείται τόσο μεγάλος όσο ο Πίνδαρος, ο οποίος με τα ποιήματά του εξέφρασε υψηλές ιδέες γεμάτες αρμονία, ποιότητα, ηθικό και θρησκευτικό βάθος.
Ο θάνατός του, σχετίζεται με την παράδοση, η οποία συνδέει το τέλος του με μια μαντεία του Απόλλωνα ή του Άμμωνα, που του υποσχεθήκαν έναν ήρεμο, γαλήνιο και ήσυχο θάνατο. Ο Θηβαίος ποιητής πέθανε σε ηλικία 80 ετών, πάνω στην αγκαλιά του νεαρού ερωμένου του, του Θεόξενου από την Τένεδο, στο αρχαίο θέατρο του Άργους, (κατά άλλους στο στάδιο ή το γυμναστήριο ). Οι κόρες του μετέφεραν και έθαψαν την τέφρα του στη Θήβα.
Μετά από αιώνες οι Θηβαίοι έδειχναν τα ερείπια του οίκου του κοντά στο Ιερό της Μητέρας των Θεών και το τάφο του μέσα στον Ιππόδρομο. Η αξία του και η φήμη του επιβεβαιώνεται και από ένα ιστορικό ανέκδοτο. Συγκεκριμένα, ο Μέγας Αλέξανδρος, αναγνωρίζοντας την προσφορά του στα εγκώμια που συνέθεσε προς τιμή του Αλέξανδρου Α’ της Μακεδονίας, σεβάστηκε και δεν κατεδάφισε το σπίτι του, τη στιγμή που κατέστρεφε και κυρίευε την πόλη της Θήβας (335 π.Χ.).

Ελένη Μουζακιώτη
Φιλόλογος 

Ο ποιητής Γιόαχιμ Σαρτόριους στα βήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη

«Ένας κύκλος Γερμανών Αλεξανδρινών» - Σπύρος Μοσκόβου

Γιόαχιμ Σαρτόριους


«Ο γερμανός ποιητής Γιόαχιμ Σαρτόριους επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αλεξάνδρεια τον Φεβρουάριο του 1986. Η θητεία του στη γερμανική πρεσβεία στη Λευκωσία τελείωνε και είχε έρθει η ώρα για το καίριο ταξίδι. Ηθελε να διαπιστώσει αν ήταν οφθαλμαπάτη ή πραγματικότητα η πολιτεία που φανταζόταν στην άλλη όχθη της θάλασσας, ήθελε να εξερευνήσει τα βήματα του έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη που γνώριζε σε αγγλική μετάφραση. Στην Αλεξάνδρεια κατέλυσε στο ξεπεσμένο πια ξενοδοχείο «Σεσίλ», το οποίο γνώριζε στις δόξες του από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ. Βρήκε τα ίχνη του Καβάφη σβησμένα, τα ονόματα των δρόμων αλλαγμένα, σκόνη και εγκατάλειψη στα παλιά κτίρια της κάποτε κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας. Το ταξίδι τελείωσε σε μία εβδομάδα αλλά η πολιτεία μετασχηματίστηκε βαθμιαία σε εμμονή για τον Σαρτόριους, σε σύμβολο και της δικής του ποίησης: χαμηλόφωνοι στίχοι που ανασκαλεύουν στα αποκαΐδια της φθοράς για να κρατήσουν ό,τι απομένει στο πέρασμα του χρόνου. Πέρασαν έκτοτε 15 χρόνια αλλά αυτή η εμμονή διαρκώς καρποφορεί. Μετά τον ποιητικό κύκλο Αλεξάνδρεια (1996) ο Σαρτόριους παρουσιάζει αυτές τις ημέρες το καινούργιο βιβλίο του με τίτλο Αλεξάνδρεια. Φάτα Μοργκάνα, έναν συλλογικό τόμο με κείμενα και ποιήματα παλιών και νέων συγγραφέων. Τα αποσπάσματα αυτά αποδεικνύουν με τον τρόπο τους ότι η Αλεξάνδρεια είναι πρωτίστως ένας λογοτεχνικός μύθος που επιβιώνει ανεξάρτητα από τα πάθη της πραγματικής πολιτείας, τις ιστορικές καταστροφές και τις άσημες περιόδους της.
Η πτολεμαϊκή περίοδος επρόκειτο να αναδείξει την πρώτη μεγαλειώδη Αλεξάνδρεια με 600.000 κατοίκους και ισάριθμους παπύρους στην περίφημη Βιβλιοθήκη. Κατά τον Στράβωνα η πόλη ήταν τότε το μεγαλύτερο εμπορείο της οικουμένης. Οι πάπυροι επρόκειτο να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, η πόλη πατήθηκε από αλλεπάλληλους κατακτητές και τελικά μαράζωσε μετά την αραβική κατάληψη το 642. Η ελληνορωμαϊκή ατμόσφαιρά της και ο συγκρητισμός των ιδεών δεν άρεσαν στον χαλίφη και έτσι ο πορθητής Αμρ ιμπν αλ Ας ίδρυσε άλλη πρωτεύουσα, πιο μακριά, το σημερινό Κάιρο. Τα ερείπια της αρχαίας Αλεξάνδρειας πρέπει να βρίσκονται θαμμένα στις ρίζες της σημερινής αραβικής μεγαλούπολης και η καινούργια Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη, που ανεγέρθηκε πρόσφατα, με την τεράστια δισκοειδή οροφή της από ατσάλι και γυαλί, τεκμηριώνει τη μεγαλεπήβολη φιλοτιμία της Unesco, αλλά το αρχαίο κλέος είναι αδύνατον πια να αναστηθεί. Στον τόμο του Σαρτόριους η περικλεής Αλεξάνδρεια της αρχαιότητας αναβιώνει στη φαντασία του αναγνώστη με στίχους του Καλλιμάχου ή το θεοκρίτειο απόσπασμα Συρακόσιαι ή Αδωνιάζουσαι, με την ομιλία του Δίωνος του Χρυσοστόμου προς τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας ή ένα δείγμα από το μυθιστόρημα του Αχιλλέως Τατίου Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα.
Η δεύτερη σημαντική περίοδος στην ιστορία της πόλης είναι αυτή που συμπίπτει χρονικά με τη ζωή και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, μια εποχή που ξεκίνησε τον προπερασμένο αιώνα με το όραμα του πασά Μοχάμετ Αλι να μετατρέψει την Αίγυπτο σε μεγάλη εμπορική και ναυτική δύναμη και εξέπνευσε στις αρχές της δεκαετίας του '60 τον περασμένο αιώνα, με την παναραβική πολιτική του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Ηταν η εποχή του λεβαντίνικου κοσμοπολιτισμού, των ξένων κολεγίων και των χοροεσπερίδων, της ανέμελης συμβίωσης διαφορετικών θρησκευμάτων και εθνοτήτων. Σε εκείνη την Αλεξάνδρεια δεν γεννήθηκε μόνο ο Καβάφης αλλά και οι ιταλοί λογοτέχνες Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι και Φιλίπο Μαρινέτι. Η Αλεξάνδρεια του Ουνγκαρέτι αποτυπώνεται στον τόμο του Σαρτόριους με έξι ποιήματα και αυτοβιογραφικές σημειώσεις του 1953. Είναι μια «πόλη φτιαγμένη από παροδικότητα», με το «σκιάχτρο του ήλιου» να απολιθώνει τα σπίτια και να διαλύει τα πάντα, ακόμη και τους τάφους. «Αλλοι τόποι της Ανατολής» σημειώνει ο Ουνγκαρέτι «μπορεί να διαθέτουν τις Χίλιες και μία νύχτες, η Αλεξάνδρεια έχει την έρημο, τη νύχτα και το τίποτα».
Αν η παιδική ηλικία του Ουνγκαρέτι σημαδεύτηκε από την πρώιμη απώλεια του πατέρα και τη διάχυτη θλίψη, οι αναμνήσεις του Μαρινέτι είναι περισσότερο αισθησιακές: οι ανεμόμυλοι της Ελ Μεκς, η αυλή στο κολέγιο των ιησουιτών, μάγουλα ξαναμμένων κοριτσιών, η μυρωδιά γλυκερής μούχλας που ανέδιδαν οι μουρτζιές στους περίφρακτους κήπους της οικογενείας Αντωνιάδη. Οι αναμνήσεις αυτές διαποτίζουν τα κείμενα για την Αλεξάνδρεια που δημοσίευσε ο Μαρινέτι στην εφημερίδα του Τουρίνου Gazzetta del Popolo από τον Μάρτιο του 1930 ως τον Δεκέμβριο του 1931. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα αναφέρεται στην επίσκεψή του στο σπίτι του Καβάφη. «Αυτός είναι λοιπόν ο Καβάφης» σημειώνει ο Μαρινέτι. «Μικρό γκριζωπό κεφάλι μιας πράας ευφυέστατης χελώνας,αδύναμα χέρια που λάμνουν βγαίνοντας απ' το τεράστιο καβούκι της ελληνορωμαϊκής λογιοσύνης του. Ο χώρος γεμάτος σκούρο κόκκινο βελούδο και πίνακες που αποπνέουν τον κονιορτό αιώνων». Συζητούν για τον φουτουρισμό και τη νεοελληνική ποίηση, για τον Ψυχάρη και τη δημοτική. Ο Καβάφης μάλιστα αποδεικνύει με παραδείγματα ότι ο αντίπαλός του Παλαμάς είναι ένα μείγμα της ευγλωττίας του Ουγκό και του σπαραξικάρδιου ύφους του Λαμαρτίνου. Οι παρευρισκόμενοι επιμένουν να ακούσουν ανέκδοτους στίχους του και ο Καβάφης τούς απαγγέλλει το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», ενώ με το χέρι γράφει αραβουργήματα στον αέρα. Ο Μαρινέτι καταλήγει: «Μία ώρα μετά η επίσκεψη έχει τελειώσει. Τρέχω με το αυτοκίνητο. Πανσέληνος. Αηδόνια. Το κανάλι Μαχμουντία είναι γεμάτο ρευστά φεγγάρια, νοσταλγικά σαν τους υπερσύγχρονους και ταυτόχρονα παμπάλαιους ελεύθερους στίχους του έλληνα ποιητή της Αλεξάνδρειας Κωνσταντίνου Καβάφη».
Η Αλεξάνδρεια και ο καβαφισμός εξακολουθούν να εμβολιάζουν το έργο πολλών νεότερων συγγραφέων και ο τόμος του Σαρτόριους περιλαμβάνει μια σειρά τέτοια, γνωστά αλλά και αδημοσίευτα ως σήμερα, ποιήματα και πεζά. Για τους αποθησαυριστές των καβαφογενών ποιημάτων σίγουρα δεν συνιστά έκπληξη το, έστω και ανέκδοτο ως χθες, ποίημα του βρετανού καβαφικού Κρίστοφερ Μίντλτον με τίτλο «Ενα υδρόβιο έντομο», σχόλιο σε μια αλεξανδρινή καρτ-ποστάλ. Το νέο στοιχείο είναι ότι στον γερμανόφωνο χώρο υπάρχει ένας κύκλος αλεξανδρινών, το εύρος του οποίου δεν υποψιάζεται κανένας, αν περιοριστεί στον τόμο Συνομιλώντας με τον Καβάφη που εξέδωσε πέρυσι το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Το ποίημα «Bibliotheque Nationale» του Γερμανού Αρμιν Ζένζερ π.χ. είναι αφιερωμένο στον Καβάφη. Ο Ζένζερ ήταν ακόμη μαθητής όταν ένας δάσκαλός του τού συνέστησε να διαβάσει καβαφικά ποιήματα, παρήγγειλε μια γερμανική μετάφραση, εντρύφησε και γοητεύθηκε. «Σε μια εποχή» μας είπε «όπου οι γερμανοί ποιητές έγραφαν ακόμη μπαρόκ ο Καβάφης είχε πετύχει την εκκοσμίκευση της γλώσσας, την προσέγγισή της δηλαδή στην καθημερινότητα. Είχε δώσει, με άλλα λόγια, λύση στο μεγάλο αίτημα της μοντέρνας ποίησης με τρόπο λιτό και απέριττο». Ο ήδη βραβευμένος γερμανόφωνος ποιητής Χοσέ Ολιβερ ανήκει στην ίδια χορεία. Γνώρισε το καβαφικό έργο τη δεκαετία του '80 και τον εντυπωσίασε η «νοσταλγία της τρυφερότητας» που το διακρίνει. Η «εμπειρία της μειονότητας» εξάλλου τον βοήθησε να διαισθανθεί καλύτερα τους όρους της ποιητικής παραγωγής ενός Ελληνα μέσα σε ένα αραβικό περιβάλλον. Ο Ολιβερ είναι γόνος μιας οικογενείας από την Ανδαλουσία που εγκαταστάθηκε γύρω στο 1970 στο χωριουδάκι Χάουζαχ στον Μέλανα Δρυμό. Σημειωτέον ότι και οι δύο αυτοί νεαροί λογοτέχνες έχουν γράψει και ερωτικά ποιήματα με τον τρόπο του Καβάφη. Ο Ζένζερ τα κρατά κρυμμένα ενώ ο Ολιβερ θα τα εκδώσει του χρόνου στον οίκο Ζούρκαμπ.
Υπάρχουν επίσης στον γερμανόφωνο χώρο αλεξανδρινίζοντες ποιητές χωρίς καβαφικές προσμείξεις αλλά και πεζογράφοι αλεξανδρινής καταγωγής. Το ποίημα του Αυστριακού Ραούλ Σροτ με τίτλο «Μορφές Ι» είναι γραμμένο σε ένα μπαλκόνι του ξενοδοχείου «Σεσίλ»: το αριστοτεχνικό σύμπλεγμα μιας γυναικείας και μιας ανδρικής μορφής στον καθρέφτη του δωματίου 109. Ο Σροτ προτιμά τον Σεφέρη και πιστεύει ότι ο Καβάφης είναι «ρητορικός και ξηρός, χωρίς μουσικότητα πίσω από την αφαίρεση των στίχων του». Λατρεύει όμως την Αλεξάνδρεια που μαζί με το Κάδιξ και τη Νάπολι είναι τα τρία μεσογειακά λιμάνια όπου επικρατεί«μια ιδιαίτερη σύνθεση του χάους, ένα πρωτότυπο συνονθύλευμα διαφορετικών επιπέδων φτώχειας και ανθρώπινης δράσης». Οι σημειώσεις του γερμανόφωνου πεζογράφου Περικλή Μονιούδη από την πρώτη επίσκεψή του στην Αλεξάνδρεια, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στον τόμο του Σαρτόριους, είναι ταυτόχρονα η αναζήτηση μιας χαμένης καταγωγής. Ο Μονιούδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελβετία, όπου μετοίκησε η οικογένειά του από την Αλεξάνδρεια το 1963. Μετά τις ευμενείς κριτικές που συνόδευσαν τα πρώτα πεζά του ο Μονιούδης έχει αρχίσει να γράφει το προσωπικό αλεξανδρινό μυθιστόρημά του, μια κατάδυση στην ατμόσφαιρα της πόλης, όπου βρίσκονται οι καταβολές και της δικής του ιστορίας. Οι σημειώσεις από το πρώτο ταξίδι είναι σύντομα στιγμιότυπα που καταγράφει ένας ξένος διαβάτης, ένας ξένος που εντοπίζει ωστόσο ασυναίσθητα ελληνικές μνήμες μέσα σε ένα αδιάφορο αραβικό περιβάλλον.
Δεν μπορεί να ολοκληρώσει κανείς αυτή την περιήγηση στον λογοτεχνικό μύθο της Αλεξάνδρειας χωρίς μία αναφορά στο ποίημα «Στην Αίγυπτο» που γράφτηκε ειδικά για τον τόμο του Σαρτόριους από τον Ντουρς Γκρύνμπαϊν, έναν από τους πιο αξιόλογους ποιητές της σημερινής Γερμανίας. Το ποίημα μιμείται τις σωζόμενες επιστολές του Σενέκα προς τον φίλο του Λουκίλιο και εκμεταλλεύεται ποιητικά ένα από τα ελάχιστα ταξίδια του ρωμαίου ρήτορα, αυτό που τον είχε φέρει στην Αλεξάνδρεια. Ο γηραιός Σενέκας, ο οποίος υπέφερε πάντα από την ασθενική κράση του, θυμάται την πρόσκληση του θείου του, όταν ήταν μικρός, να επισκεφθεί την Αίγυπτο με το θερμό και ιαματικό κλίμα της. Θυμάται την παραμονή στο θεόρατο μέγαρο, τον βήχα που τον βασάνιζε, τα εξωτικά σείστρα και την ξένη γλώσσα γύρω του, τα μελαψά κορίτσια στις νοτισμένες ψάθες, το ευπροσήγορο φάντασμα μιας παλιάς και σύντομης παιδικής ευτυχίας. Και ο Σενέκας γράφει διά χειρός Γκρύνμπαϊν«Ακόμη και η Αλεξάνδρεια, η αδελφή της Ρώμης, δεν είναι παρά ένα κλείσιμο ματιού. Μέσα του χάνονται, Λουκίλιε, οι δεκαετίες. Ολα γκρεμίζονται στα ίδια βάθη, τα απύθμενα».



Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 07-10-2001
Αρθρογράφος: Σπύρος Μοσκόβου (Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Deutsche Welle).

«Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα» του Αχιλλέως Τατίου




Χρόνος συγγραφής: Μεταξύ των ετών 172 και 196 μ.Χ.

Θέμα: Ο έρωτας, ο χωρισμός και η μετά από απίστευτες περιπλανήσεις και περιπέτειες επανένωση δύο νέων.
Κέντρο πλοκής: Η Αίγυπτος, όπου οι δύο νέοι ναυαγούν και χάνονται.
Επιδράσεις: Κυρίως οι πλατωνικές αντιλήψεις περί ψυχής − με το φιλί, εναγώνια αναζήτηση της ένωσης, έρχεται κανείς σε επαφή με την ψυχή του άλλου.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η περιγραφή της εισόδου της Αλεξάνδρειας, η λαμπρότητα της οποίας κάνει τον Κλειτοφώντα να μείνει έκθαμβος.

«Ω μάτια μου, νικημένοι είμαστε!»
Τρεις ημέρες κράτησε το ποτάμιο ταξίδι και φθάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Μπήκα μέσα από τις λεγόμενες Πύλες του Ήλιου και ευθύς μπροστά μου βρέθηκε το αστραφτερό κάλλος της πόλης και τα μάτια μου γέμισαν από ηδονή. Μια διπλή σειρά από κίονες σε ευθεία γραμμή οδηγούσε από τις Πύλες του Ήλιου ως τις Πύλες της Σελήνης – αυτοί είναι οι θεοί που φρουρούν τις εισόδους της πόλεως. Στη μέση περίπου των κιόνων ανοίγεται η πλατεία της πόλεως. Υπάρχουν εκεί δρόμοι πάρα πολλοί, ώστε ενώ μέσα στον δήμο είσαι, θαρρείς πως έχεις αποδημήσει. Ολίγα στάδια περπάτησα μέσα στην πόλη κι έφθασα στο μέρος εκείνο που το όνομά του έχει πάρει από τον Αλέξανδρο. Αντίκρισα εκεί μια δεύτερη πόλη, ωραία, μοιρασμένη σε τετράγωνα. Και τούτο επειδή όσο μήκος τραβούσαν οι κίονες σε ευθεία γραμμή, άλλο τόσο πήγαιναν κι εκείνοι που τους έκοβαν εγκάρσια. Τα μάτια μου έριχνα τότε σε όλους τους δρόμους. Ακόρεστος ήμουν θεατής κι όλη την ομορφιά να παρατηρώ δεν προλάβαινα. Άλλα πράγματα έβλεπα, άλλα ετοιμαζόμουν να δω, κάποια βιαστικά παρατηρούσα κι άλλα να τα προσπεράσω ήθελα. Τα θεώμενα αιχμαλώτιζαν το βλέμμα μου, τα προσδοκώμενα το προσείλκυαν. Έτσι καθώς όλους τους δρόμους περιηγήθηκα και τελικά ήμουν αχόρταγος εραστής της θέας, αποκαμωμένος είπα στον εαυτό μου: «Ω μάτια μου, νικημένοι είμαστε!»
(Αχιλλέως Αλεξανδρέως Τατίου Λευκίππη και Κλειτοφών
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, Γιώργης Γιατρομανωλάκης
Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1990)


Στη Σούδα διαβάζουμε:
Αχιλλεύς Στάτιος (Τάτιος), Αλεξανδρεύς, ο γράψας τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα και άλλα ερωτικά εν βιβλίοις η΄, γέγονεν έσχατον χριστιανός και επίσκοπος, έγραψε δε περί σφαίρας και ετυμολογίας και ιστορίαν σύμμικτον, πολλών και μεγάλων και θαυμασίων ανδρών μνημονεύουσαν, ο δε λόγος αυτού κατά πάντα όμοιος τοις ερωτικοίς.

Σημείωση:
Ο Τάτιος έζησε κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα (κατ’ άλλους κατά τον 5ο ή και τον 6ο ακόμα). Ο Κοραής (Προλεγόμενα) τον θεωρεί μεταγενέστερο του Ηλιοδώρου (πιθανότατα 3ος μ.Χ. αιώνας).

Μια Ιεραπετρίτισσα ταξιδεύει για την Bienalle


Ταξίδευει γαι την Αλεξάνδρεια έχοντας στις αποσκευές τις την τέχνη και τα έργα της... Ο λόγος για τη Σοφία Δατσέρη, την καλλιτέχνιδα από την Ιεράπετρα που μέσα στον Ιούνιο του 2014 θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Bienalle της Αλεξάνδρειας. Ένα γεγονός που γεμίζει όχι μόνο την ίδια, αλλά και τους υπόλοιπους Κρητικούς υπερηφάνεια.


Το έργο της καλλιτέχνιδος "The story is changing (the return of Caryatid)"


Ποια είναι

Η Σοφία Δατσέρη γεννήθηκε στην Ιεράπετρα το 1971. Σπούδασε Ιστορία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής από καλλιτέχνες της Ιεράπετρας. Από το 1995 έως το 1999 ασχολήθηκε με την ξυλογλυπτική, τη λιθογλυπτική και τον κρητικό αργαλειό. Από το 2000 έως σήμερα ασχολείται με τη ζωγραφική. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε ομαδικές. Έργα της βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας.


Το 2013 πραγματοποίησε την πρώτη της έκθεση στο εξωτερικό υπό την αιγίδα της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο.


Εκθέσεις


1998: Έκθεση γλυπτών σε πέτρα στην Ιεράπετρα.


2003-2007: Εκθέσεις ζωγραφικής στα πλαίσια των καλοκαιρινών εκδηλώσεων στην Ιεράπετρα και συμμετοχές στο Φεστιβάλ Touch στον Άγιο Νικόλαο


2007: Συμμετοχή και διάκριση στο διαγωνισμό αφίσας του Πολιτιστικού Οργανισμού Ιθάκης.      


2008: Οικεία πράγματα - Ατομική έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγ. Νικολαου Κρήτης.


2010: Συμμετοχη στην ομαδική έκθεση Samples Of Art, γκαλερι Manifactura, Αθήνα.


2012: Ατομική έκθεση στην Ελούντα, Κρήτη.


2013: Ατομική έκθεση στην Όπερα του Καΐρου, υπό την αιγίδα της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο.


2013: Ομαδική έκθεση "Κρίκος ΙΙ", Ελαιουργείον-Εργοστάσιο Τέχνης, Χανιά.


2013: Ομαδική έκθεση "Αόρατος θίασος", αίθουσα τέχνης "Ιανός", Αθήνα.


2013: Ομαδική έκθεση "Τα οπωροφόρα της Αθήνας", αίθουσα τέχνης "Ιανός", Αθήνα


2013: Ομαδική έκθεση "Το ελληνικό καλοκαίρι", αίθουσα τέχνης "Ιανός", Αθήνα.


2013: Ομαδική έκθεση "Έλλην, Αλεξανδρινός ποιητής", Χανιά Art.  

2013: Ομαδική έκθεση "Aναφορά στον Ν. Καζαντζάκη", Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Ρέθυμνο.


2013: Ατομική έκθεση "EyeLands", Νεώριο Μόρο, Χανιά.


2014:Ομαδική έκθεση "Tέχνη στο πατάρι", "Ιανός", Αθήνα.


2014: Ομαδική έκθεση "Αναφορά στον Καζαντζάκη", Βασιλική Αγ. Μάρκου, Ηράκλειο.


2014: Ομαδική έκθεση "Πνεύμα ζυμούμενον", γκαλερί Πότνια Θηρών, Αθήνα.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ

ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ-ΦΙΓΟΥΡΕΣ Ι


.
Στις φιγούρες του Χρήστου Μαρκίδη η μοντερνιστική επιφάνεια καθορίζεται από ένα κλασικό βάθος, το οποίο συμπυκνώνεται στα γονιμοποιημένα από χαρακτηριστικά των μορφών του Φαγιούμ και άλλων στοιχείων της παράδοσης πρόσωπά του. Ανθρωποκεντρικός ακόμα και στις νεκρές του φύσεις, ο Μαρκίδης  αποτυπώνει την κατάδυσή του στο παρελθόν με μεταεξπρεσιονιστική ένταση που εμφωλεύει σε μια παλλόμενη μνημειακή ακινησία. Αισθάνεται κανείς ότι το βαθύτερο θέμα του είναι ο χρόνος. Όμως η θλίψη των προσώπων του δεν γίνεται συναισθηματισμός, αιωρείται λαμπερή σ’ ένα μεταίχμιο ανάμεσα στη μελαγχολία και τη λύτρωση που προσφέρει η αποδοχή της φθαρτότητας του ανθρώπου.

Νάσος Βαγενάς
Καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας 
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

* * *

Ο Μαρκίδης αφήνει να περάσουν στις φιγούρες του θύελλες και στοχασμοί. Με τόση εικαστική άνεση, που νομίζεις πως είναι ομίχλες και σύννεφα που γεννήθηκαν μέσα τους και εγγράφονται με τη μεγαλύτερη φυσικότητα στα πρόσωπά τους. Η εσωτερική έκφραση του κάθε πορτραίτου είναι προσδιορισμένη, καθαρμένη, ρυθμολογημένη στο γνωσιολογικό δυναμισμό του καλλιτέχνη. Πρέπει να τονιστεί πως ο Χ.Μ. δεν προτίθεται ν’ αφηγηθεί, να περιγράψει, επιδιώκει ν’ αποκαλύψει. Να μετασχηματίσει το οπτικώς ορόμενο σε ενοραματική όραση.  Γνωρίζει καλά πως η τέχνη δεν είναι ιστορία συμβάντων, εξιστόρηση γεγονότων, αλλά αποκάλυψη των αισθημάτων που τα προκάλεσαν.

Νίκος Αλεξίου
Κριτικός Τέχνης 

























































































http://markidis54.blogspot.gr/2009/11/1995_08.html

Αιώρηση

.
.
Aκούγοντας τα Κατά Ματθαίον Πάθη, συλλογίστηκα τον Νίκο Καρούζο. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί συνδέω τον ιδανικό επίγονο της ουτοπικής νεοελληνικής γενιάς με το θεμελιώδες έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Είναι, αν ενθυμούμαι καλά, επειδή ο ποιητής της"Αιώρησης" είχε, σε μια τελευταία παραδοχή, ομολογήσει την ακραία εξάρτησή του από το αναβαπτισμένο στην τρισήλιο Ανατολή, διαχρονικό όσο και ανεπανάληπτο αυτό αριστούργημα της ευρωπαϊκής αντιστικτικής τέχνης.
Ακούω τα Κατά Ματθαίον Πάθη, Ανήμερα Χριστούγεννα. Το φάσμα του ενιαυτού με παραστέκει πάλι. Κι είναι, τούτη την ακριβή φορά, μέσα γαλάζιο.

ΥΓ.: Κλείνοντας την ανάμνηση, παραθέτω τμήμα του Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο (1991), όταν ο Ν.Κ. ξεχρέωνε για λογαριασμό όλων μας το φρικτό νόημα, λίγο πριν αποδράσει, άστεγος, στην αιωνιότητα:

Στον ουρανό οι δυνατότητες 
είναι μόνο συναρπαστικές. 
Καθώς κρεμόμουνα στον αέρα 
κρατημένος από ένα κάτασπρο σύννεφο 
σε μυθική οθόνη της φαντασίας 
παρατηρούσα τις τιμές 
των στοιχείων του αίματός μου
κι άκουγα μιαν εκθαμβωτική μουσική πράξη 
σχεδόν εξωανθρώπινη 
προς τ' αριστερά στο γεωγραφικό χάρτη 
στο σημείο που βρίσκεται το βουνό Τρόμος 
τυλιγμένο πάντοτε μ' αστραπές 
και έκπαγλες καταιγίδες. 
Εκεί ανέβηκα μια φορά. 
Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι 
που έλεγε: ανήκουμε στα νερά. 
Κι απ την άλλη έλαμπε ο Εκκλησιαστής
Από καιρό γνώριζα πως το αίμα 
περιέχει όλο το μυστήριο.