Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

"ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ" Οδυσσέας Ελύτης

1991)





ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ
Τώρα, στη βάρκα οπού κι αν μπεις αδεία θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και πού κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και
        Αύγουστος
Τότε πού αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά

        ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω άπ' τη γραμμή του

        ορίζοντα
Όσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Πού από ψηλά

                    κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα
Λάμπει μέσα μου κείνο πού αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει
"Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου ύποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης
        οφθαλμού πού πρωτο-
Είσέρχεται στον ερωτά και τ'άλλο το χρυσό, πού δπου κι αν το

        τοποθετείς ίουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οί στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κεϊ πού

        οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν έγεννήθηκα ν'ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ'ούρανοϋ κει πάλι ζητώ ν'αποκατασταθώ
Στά δίκαια μου. Το λέει κι ό αέρας
^Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος


Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ό Ιούδας
Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και πού

        θ' ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό ή Όξω Πέτρα μέσ'άπό τη μαυρίλα
Θ'αρχίσει ν'αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες

Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι άσημ'ι και με πρασινωπά πτερύγια
        γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε πού κα'ι του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου ο! αγάπες: τόσα
Του βράχου ή τύρφη και του άφραχτου ύ'πνου σου ή φρικαλέα

        ραγισματιά: δυο φορές τόσα

"Ωσπου κάποτε, ό βυθός μ' δλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ'αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι αλλά ως τότε

        άνεκμυστήρευτα
Σάν μέσ'άπό τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων

κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη
Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα ή γη με μια βάρκα μαύρη
        κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.



Ο Οδυσσέας Ελύτης στην Πάρο το 1954.Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου

ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ
"Ιδιος ό βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι άσφόδελοι
Και οί νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους

Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα
Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Πού ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω

Βάσανα μου ίερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
        λεμονόδεντρα

Τόξα, καμάρες οπού έστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Που ν'άγγιξε άγγελος; Τί να 'μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
"Οπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαϋρα του δαιμόνου
Πού μες στη δρόσο του πρωιοϋ

                    σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι δλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ'άγαπώ ευδιάκριτη
        επάνω του
Ό τοίχος! Και της κλίμακας ή κουπαστή κι εκείνη
"Αβαφη κι από τις πολλές απαλές πού πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της ή θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει

"Ισως κάτι πού μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Πού είναι το Ί'διο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.


Γ. Μόραλης, Οδ. Ελύτης, Γ. Τσαρούχης με φράκο πριν από την παρασημοφόρησή τους με το παράσημο Ταξιάρχου του Φοίνικος.1965

«ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»
"Αγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Ή ζωή των άλλων.Ότιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ό Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ως την προκυμαία μ'αναμμένα φώτα
Ή ψυχή πηγαίνει (λένε) των άποθαμένων

"Α τί να 'σαι πού σε λεν «ψυχή» αλλά πού μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στό πέρασμα να σου αποσπάσει
Τί βάλσαμο ή τί δηλητήριο χύνεις έτσι πού

Σέ καιρούς παλιούς ή ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ϋδατα*
"Ωστε κείνοι πού αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Ή γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
"Ομως ξέρει να ομιλεί κι από κει πού ή αλήθεια έκβάλλει
Με κρουστά ύποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
"Ερχεται να σ'τό επιβεβαιώσει. Ποιο; Τί;

Το μόνο πού ισχυρίζεσαι κι ό θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο πού υπάρχει
Παρ' δλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.
Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος
Μες στης "Αρποιας τις άρπαγες πά).ευε
Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: 5ί'ακ1αιΐ£ΐ1ί.


ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΪΙΝΙΝΟΕΝ
Μνήμη Ρή

Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου
Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγετικό ερχόμενα
Οίκόσημα και δέντρα γενεαλογικά πού δωδεκαετής άθελα μου
        ανακάλυπτα

Εκ \ν3Γ άετ εκίε είηζίβε τγ&ιιιή
                    δδίαίιεη μου σένα εννοώ
Σάν να σε βλέπω ακόμη να περιδιαβάζεις κάτω άπ'τίς δεντροστοιχίες
"Η και καμιά φορά στο φως με προσοχή να υψώνεις

Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα πού φαίνονται οί ραβδώσεις του
        οπόταν
"Ολες ίριδωμένες οί ώρες του έτους αρχινούν με βόμβο

Να στροβιλίζονται γύρω άπ'τό κεφάλι σου (Τα μάτια μου
'Λσταμάτητα προσηλωμένα στο φκιτεινό σημείο του κέντρου)
"Ετσι πού πάλι σήμερα να γίνεται και να 'ναι

Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά

Τόλμημα πρώτο αυτό. Και δεύτερο: να σ' άποκαθηλώσω από τους
        αριθμούς της νύχτας


9: έφιππος φτάνει εκείνος πού θα κοιμήσει τον άγγελο στο
    στήθος σου
10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει

    πόρτες και παράθυρα
11: βαρύς, πεσμένος ό ουρανός πιο κάτω κι άπ' τις καπνοδόχους
12: γέρνει από το 'να μέρος το κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα τρίτο ή ειμαρμένη

14: και χωρίς εσένα, ύποχθόνια ή άνοιξη προωθεί τα καρποφόρα της
15: πώς κυνηγιούνται τα νερά κάτω από τα χορτάρια!
16: ακου, άκου ομορφιά! Δες, δες ακόμα κάτι!

17: μέσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα
      ό τάφος
18: δπου να 'ναι φτάνει ό πιο μαύρος δυνατός αέρας των μαλλιών

      της "Ισιδας
19: τόσο μεγάλος ό ουρανός και τόσο ή γης μικρή για δύο ανθρώπους

      μόνον

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη
Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι
Άλλ' εκείνος πού σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς

        αστερισμούς συνθέτει
Νύχτα-μέρα εργάζεται. Και τί ντο φαιά τί σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στόν αέρα. Πού κι οί βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το εύλαβοΰνται
Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης
Όμολογοϋνε/Ότι ό ερωτάς δεν είναι αυτό πού ξέρουμε μήτε αυτό

        πού οί μάγοι διατείνονται
Άλλα ζωή δεύτερη άτραυμάτιστη στον αιώνα


Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τί βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
Καί πώς εκείνος την κοιτάζει! Πώς, υστέρα πού έπάλεψε να βγει
Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μώβ τους άναρπάζει λίγο
        ψηλότερα άπ'τό έδαφος

Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσανε οί θεοί
Κι άλλα πού αγνοώ. Άλλ'αν ατυχής υπήρξε ή φορά των πραγμάτων
Έκτοτε, μέγιστον ήταν το μάθημα. Επειδή
Αφότου δωδεκαετής μόλις σας έγνώρισα για μένα γίνατε

Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές
        με κρήνες κι αετώματα


Ή καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου.

ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ
Μισόβγαινε άπ'τόν ύπνο ή πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στοϋ μικρού παραθύρου σου —πού ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι
                    Ά κει μονάχα να 'ταν
"Ενα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Πού τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Καί τη γνωρίζω
Πάνω σ'άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι άπ'τοϋ Μεσολογγίου
        τις πλάκες


Ναί. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ό Θεός

Και τί μυστήριο να μιλάς κι οί φούχτες σου ν' ανοίγονται
Πού κι ή πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Καί το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν'απομιμηθεί
        το στέρνο σου


"Ομορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς πού πρωτάκουσες
        την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα

Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή πού ή πρώτη
Σέ μια γη μπλε της βιολέτας μ'άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας

Φύση βγάνει περασμένη άπ'δλες του θυμού των θεών τις άστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου

Μισάνοιχτο μείνει το Άκοίταχτο!
Άλλ'ό λέων περνάει σαν ήλιος. Οί άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κείνα πού σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
        άλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Πού και μόνο ή σκέψη σου γινομένη από

        καιρό ουρανός
Και μόνο ή σκέψη σου μου 'καψε δλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά πού ή δεύτερη ψυχή μου

Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ό άγνωστος πού υπήρξα πάλι ό άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι

Ενώ του ήλιου ή λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα οπού
Σφάδαζα

                        μ'αποτελείωνε.

ΕΑ ΡΑΕΕΙΟΑ ΜΟΚΤΕ
"Αοσμος κι όμως πιάνεται
"Οπως άνθος από τα ρουθούνια
Ό θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους άλλ' επίμονα
Ή οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ' δλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
"Υστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ' άμαξίδια

Κι ή παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ'άπ'τόν καθρέφτη

Όπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Πού δπως άγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με υφός ένοχο (σαν να μην ήθελε άλλα πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου."Ιδια ό νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Πού έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται


                    Ώ και αν έχω! 'Αλλά πώς με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
Πού ενώ με τις ίριδες και με τ'άνεμοκλείτια εύλαλοϋν οί Μάιοι
Και με χλόες πάν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή πού κι εκείνη ψιθυριστά κάτι άπ'τ'αρχαία της μυστικά
Όλοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ό άνθρωπος

                    Ή ψυχή μόνον. Αυτή
Σάν μητέρα νεοσσών δπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα πού κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στούς αιθέρες ν'ανοιχτούν κι ας άνοιγοκλειοΰν οί θύρες άδικα
Στά ουράνια κατοικητήρια


Ξέρει ό "Αγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Πού ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ'δλα τα μανουάλια
"Υστερα δλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οί άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια

        σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
"Ομως άπ'αυτούς, ό θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει

Μόνον ό ποιητής. Ό Ιησούς του ήλιου. Ό μετά κάθε Σάββατο
        ανατέλλοντας

Αυτός. Ό Είναι, ό ΤΗταν και ό Ερχόμενος.


ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Περασμένα μεσάνυχτα σ'δλη μου τη ζωή

Σάν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οί άνθρωποι με τ'ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Πού άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ό αέρας μακριά
Στόν κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος δχι
Και υστέρα;
                    "Ισα τερματίζουμε δλοι στερνά μένουν
"Ενα σάλιο πικρό και στο αξύριστο σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά πού το ένα στο άλλο ν'αρμοστούν

        αγωνίζονται ώστε
Ή λέξη της ζωής σου ή μία εάν...


Περασμένα μεσάνυχτα σ'δλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιάν από
        τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε

        ό καπνός. Προεξέχουν μόνον
Ή κόλλα το χαρτί και ή γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ό Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει

                    μια στιγμή φανερώνονται οί άχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μώβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται δτι
Ζω 
για τότε πού Οέν θα υπάρχω


Περασμένα μεσάνυχτα σ'δλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οί άνθρωποι στο 'να τους πλευρό, τ'άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις πού ανεβαίνει κύματα
Κύματα ή ζωή και να 'ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σάν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται ή πρώτη αλήθεια.



ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ


Τι, παλαιότερο άπ'το χρόνο σαν χρυσού κοίτασμα
Μες στην ίλύ του νου σου πιθανόν έλαμψε ώστε
"Ασταλτα κι άπιαστα ορατά γίνονται τώρα
Και χωρίς έτος να έχουν χρώματα ή οσμές

Ή ζωή σου λες αρχίζει, να:
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη


Μα γαλάζιο το πιο συγκινητικό, Τετάρτη Πέμπτη
Φτάνει ό ήχος άπ' τα ζώα πού πίνουν προχωρεμένα μέσα

        στο χρυσάφι
Κει βάλλει Μυκηναίος Θεός
Μια πυρκαγιά ομορφιάς λευκής υστέρα πού οί "Ηρωες έφυγαν
Και οί φθόγγοι άτεγκτοι φθάνουν
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη


Χλωρής της ουράνιας Μέδουσα και Γη
Σάν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών ή αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο πού χάνονται κι άπρακτος μένει ό αέρας
Πριν σε κάμινο ϋσγινη ακουσθεί
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Πλην οί χρησμοί. Τετάρτη Πέμπτη, δρουν με ασήμι της Μαρίας
        και όστρακα

Τις νύχτες πού έχουν το ελεύθερο οί αισθήσεις
"Ιδιες νόμοι του σύμπαντος πιστεύεις είναι

Δω ή εκεί το μεγάλο κεφάλι του Ιερέα και υστέρα
Ή καμπάνα της σελήνης πάνω άπ' τα κιγκλιδώματα
"Ομικρον άλφα κι εψιλον άπ'τα Παντοτεινά.



ΑΣΗΜΟΝ

"Εντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς
Μήτε και σπίτι. Μόνο βοές, βοές και μία
Θάλασσα πεινασμένη πού ορμάει να φάει μαράζι άπ'τα παλιά

        ορυχεία σου
Κείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο

Γάβ ή αγάπη· γάβ ή άπάρνηση· γάβ ή Μαρία και ή
Προσκύνησις των Μάγων γάβ δλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Εν; "Ετος; Θρήσκευμα; Κενό.

                                        Ενώ
Κάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα
Κάθετα τείχη οπού δυό-τρεΐς ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Ούγοι με τις Άουγκουστίνες τους και με τα
        κυνηγετικά τους

                    κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια
Στόν πλαγίαυλο. Και στρατός πολύς υστέρα, μαύρος
Σειρήνες. Το νοσοκομειακό. Και δεξιά στο βάθος ένα
Μέγα πετρελαιοφόρο με δάσος γερανούς
Πού πλέει κατά τα δυτικά και απομακρύνεται


Κάπως έτσι κι εμείς. Κι άλλοι επιστρέφουν. Άλλ'
Οίπ' ενός το άηχο σώμα με τ'αγγίγματα δσα
Γνώρισε να συνωθούνται μέσα του δεν φανερώνεται
Μονομιάς να πέσει

                    όπως πέφτει το κακό
                                        ή αλήθεια

"Ομως φαίνεται δτι σαν αποσπασμένες
Από κοίλα παλαιών νεκρών ακόμη και όταν

Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες
Και ποτέ κανενός (δπως των ερωτευμένων κάποτε πού εγγίζονται
        τα ματοτσίνορα

Μια στιγμή τους έφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου)
Δεν έδόθηκε κάτι να διακρίνει
Όμορφο κι δλο ερείπια δπως ό πρώτος ερωτάς


"Α τι να πεις πού κι έναν μόνον
Αναστεναγμό ν'ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ό άνεμος

Γάβ ή αγάπη· γάβ ό Ιούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του
Γάβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις και οι μακρύτατοι καιροί
Δεν ακούγεται πια τίποτε. Κείνο πού 'θελε ό Θεός
Ή ψυχή μου, ή προς στιγμήν αιώνια, το 'νιωσε
Και ξανά βρήκε το νόημα της ύλακής του ό σκύλος


Να τες τώρα πού σιγά σιγά
Επιστρέφουν οί στεριές. Υπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι
Στήν παλιά του θέση ξαναρχινάει ν'αναβοσβήνει ό φάρος
Και το σπίτι το κόκκινο άργοπορεμένο
Στ'ανοιχτά του κάβου στέκει άρόδο μ'αναμμένα φώτα
Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια
Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες να
Κατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
Ή γυναίκα πού τη λεν Γαλήνη.


Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ

Αλλάζοντας πλευρό μέσα στον ύπνο μου ήχησαν
"Αξαφνα μου έφάνηκε, παράφωνες

Καιρών άλλων σάλπιγγες δπως μέσα στα έργα
Κάποτε του κινηματογράφου πού καλπάζοντας
Ακολουθούν ιππείς άλλοι με δόρατα

Κι άλλοι κραδαίνοντας τριγωνικά σημαιάκια

                                        Μες στις ακαθαρσίες
Του καλοκαιριού τη λάβρα και τις καβαλίνες
"Αγγελοι προ Χριστού

                                        άπιθώνανε πουλιά στοές και φοινικόδεντρα
Πάνω στην άμμο· ξέροντας πώς αυτά δλα ένα όνειρο είναι
Πού θα το δω μια μέρα κουρασμένος και σε άκρα απόγνωση


"Ομως δεν είναι πάντα σε όνειρο πού όλοι μας γυρεύουμε
Από μια σ' άλλη γενεά κείνο το ήλεκτρο

Πού έκανε των ανθρώπων πράους τους δεσμούς
Την άγνωστη φαιά ουσία πού ήξερε
Νόμους διαφανείς να διατυπώνει· ώστε ό ένας του άλλου
Τις κοιλάδες τις μέσα του, εϊτε με νέφη
Καλυμμένες εϊτε σε ήλιο εκτεθειμένες, ασκεπής ν'ατενίζει

Ναί, κανείς δεν ξέρει. Μια υπόθεση δλα καί συγνώμην
Άλλα χρόνους πολλούς μετά πού οί άνθρωποι συνοίκησαν
Είμαστε ακόμη στα δεσμά. Λοξές περνάν οί αχτίδες
Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ' αρμυρό
Το δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων
Κι ή πορεία για κει οπού ή Προσκύνησις άλλο νόημα
Ν' αποκτήσει γίνεται

"Αλλοι ας ψάχνουνε για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε
Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Ή πραγματικότητα

Ωφελεί εάν έπεται. "Ομως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό
Σημαίνεν πού ό χρόνος πάνω του δεν πιάνει


"Α γυναίκες γλιστερές όπως το ψάρι και ασημένιες εάν
Σάς αγαπάν."Εφηβοι με τα ξανθωπά μπουκλάκια πού
Δικαιωματικά τον άλλον χαροποιείτε. Δωμάτια σκιερά
Στή θέση οπού υπήρχανε παρθένα δάση

                                        Πέτρες και άλλα υλικά
Ή ψυχή γίνεται, ωσάν άλλος Ευπαλίνος, μιαν
Επικράτεια μικρή πέραν του πόνου να εδραιώσει
Μικρή δσο κι ή παλαιά Κομμαγηνή. Χαμένη δσο κι εκείνη
Καί απλησίαστη


Προηγούνται οί Μονήρεις καί μαζί τους, πίσω τους
Αιώνες τώρα για το Μη Εφικτό εξορμούν έθνη φυλές
Μ'αντανάκλαση μετάλλου στο τυραγνισμένο μέτωπο
Πού ό ήλιος την τρισμεγεθύνει.Ασταμάτητα τρέχουν
Τρέχουν καί κατευθείαν στο θάνατο εισβάλλουν

Οί ανυπεράσπιστοι
Ξέροντας δτι θα χαθούν αλλά δτι κάπου —

Τότε ακούστηκαν ιππείς."Υστερα σάλπιγγες
Κι όλες μαζί σε μέγα βάθος ήχησαν ήησαν σαν ααν αν αν.


ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΥ
(ΕΝΥΠΝΙΟΝ)

Όλοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Όλοένα οί άχτές απομακρύνονται
Βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους
Καί μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσα


Στερνές πουλιών περιπολίες ελέγχουν τα περάσματα
Φωτεινά φραγκοστάφυλα καί σκοτεινές φυκιότρυπες
"Οπου μόλις άγγιχτος περνώ

                                        αποβάλλοντας έρματα ένα ένα

Κι είναι τόσο ή μουσική αθέατη
Κατασταλαγμένη ευδαιμονία μέσα μου ώστε
Μήτε λύπη καν εϊτε χαρά να δοκιμάζω δεν υπάρχει άλλ'
Ευλογημένος από τα φιλιά πού ακόμη επάνω μου έμειναν
Κι ελαφρύς πιότερο ανεβαίνω
Περιχυμένος κυανό χρυσάφι από τον ρτά Αη^οΐίοο

Κι όπως μέσα στα σκοτεινά του αμίλητου νερού
Περνάει μορφή να τη συλλάβουν μόνον
Οί παρθένες πού μέλλει ν'αγαπήσουν
"Ετσι από μια σ'άλλην εικόνα γης μεταμορφωμένης
Να φανεί γίνεται

Βαθιά μέσα στο πράσινο του αιθέρος
Πώς από το πολύ της πίκρας έσωσε να βγάλω ένα χαμόγελο

Κι άπ'τόν ΐαγουάρο του ήλιου ένα πουλάκι
Πού σαν διάκος άγνωστων θαλασσινών τόπων
Λατρείας νυχτόημερα να κελαηδεί


Όλοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Πέρ'άπ'τά πάθη πέρ'άπ'τά λάθη των ανθρώπων
Λίγο ακόμη λίγο ακόμη
Μ'όλους τους ήχους των ερώτων έτοιμους ν'ανακρουστούν
Το ουράνιο αρχιπέλαγος:

Να ή Κιμμώνη! Να το Λιγινό!
Το Τριαινάκι! Ό Άντύπνος! Ό Άλογάρης!
Ή Εύβλωπούσα! Ή Μάισσα!
Θάμβος! Πού ακούω μώβ και γίνονται δλα
Ρόδινα με κατάσαρκα του αιθέρος το ύφασμα
Θροώντας
                    κλαίω' πού ξανά μου δίνεται
Να πατήσω χώμα υπέροχο καστανό τριγυρισμένο θάλασσα
"Οπως των ελαιώνων της μητέρας μου καθώς
Το βράδυ πέφτει και μια μυρωδιά
Χόρτου πού καίγεται ανεβαίνει αλλά
Φεύγουν κρώζοντας με λίγη
Στό ράμφος τους στρειδόφλουντζα οί άγριοι γλάροι


Στήν κορυφή του λόφου ό "Αγιος Συμεών
Λίγο πιο πάνω οί βάρκες των νεφών

Και ακόμη πιο ψηλά ό Αρχάγγελος με το βαθύ του βλέμμα δλο
        συχώρεση.



ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ


Μετρημένο τόπο έχουν οί άνθρωποι
Και στα πουλιά δοσμένος είναι ό ίδιος άλλ'
Απέραντος!
                    Απέραντος ό κήπος δπου μόλις άπο-
Χωρισμένος άπ'τόν (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί)
Θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα δλα έως την άπαλάμη


Ό ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιούπ το σπάσιμο!
Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων
Ρεύματα! Κι ό πρωραίος ιστός δλο σημαίες!


Τί τώρα μου ήρθαν. Άλλα σαν χθες υπήρξα
Κι υστέρα ή μακριά μακριά ζωή των αγνώστων ή άγνωστη
Έστω. Και μόνο να τα λες ώραϊα ξοδεύεσαι1 δπως του νεροΰ ή ροή
Πού ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς

Ενώ κάτω άπ'τά πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή δχι

"Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.
        Θήλεις άγγελοι
Πού από ψηλά μου ένεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα δλα
Μιας πού κι από το παράθυρο να πέσω, ή θάλασσα
Πάλι θα μου κάνει το άλογο

Το πελώριο καρπούζι δπου κάποτε ανίδεος έκατοίκησα
Κι οί μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό πού
Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από

        τις καμινάδες!
Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά πού αλήθεια να σαστίζεις
Και γραφές πουλιών πού ό άνεμος τις μπάζει άπ'τό παράθυρο
Την ώρα πού κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα

Ξέρει ό ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ'απέξω
Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα ή φύση κατοικεί κι από κει

        εκδικείται
"Οπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή
Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει

                                        πού το λένε Σκέψη
("Αλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί
Πού το κολύμπι μ' έβγαζε άπ' ανέκαθεν)



Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ό ίδιος άλλ'
Απέραντος!

                    Απέραντος ό θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε
Στίς ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
Κρατώντας το τζιτζίκι πού είναι ό Δίας και πάει από 'να
Σ' άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.



ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ

Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, καί Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οί δχι ενήμεροι των ουρανίων να μ'αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Πού χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ'ορφανό πάνω άπ'τα κύματα


"Οπως καί έγινε. "Ομως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης πού αυτή μένει κλειστή καί κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε.Ά
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες πού εμφανιστήκατε κατά

        καιρούς
Μέσ'άπ'τό στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες

Βρύσες πού λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
        κήπους
Μιλήστε μου! "Εχω ανάγκη από γης
Πού αυτή μένει κλειστή καί κλειδωμένη


"Ετσι κι εγώ, μαθημένος οντάς να σμικρύνω τα ιώτα καί να
        μεγεθύνω τα δμικρον
"Ενα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ό διαρρήκτης το αντικλείδι του
"Ενα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω

Κάτι πού να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά έωσότου
Ή άλλη σου φανεΐ.'Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως

Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάπα ή θήτα ή ταυ
Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του "Αδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς καί
πεθαμένους να κατατρομάξεις


Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα δρη ας
Μετατοπίζονται."Ωρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:

        καταρκνθμεύω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
"Υστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Έρμήδες
Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
"Ολο φύκια σχιστά καί ματόκλαδα Κίρκης


"Ωστε λοιπόν, αυτό πού λέγαμε «ουρανός» δεν είναν «αγάπη» δεν
        «αιώνιο» δεν. Δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματα τους. Πλησιέστερα του

        σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ό βραδύς κυνηγός μ'αιθέριου

        θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε —φευ— νωρίς.Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο ύπονομευμένη από θεότητα είναι

Ή γή· τί χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν'αντισταθμίζει
Το κενό πού αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Πού ή σκιά του νου μας αποκρύπτει. "Ας είναι


Φίλε συ πού άκοϋς, άκοΰς της ευωδιάς των κίτρων
Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου οπού
Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ό αέρας; "Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο πού να το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες; "Οχι. Να γιατί καταρκυθμεύω
Πού οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οί μεγάλες θύρες

        ανοίγονται
Στό φως του "Ηλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, ή φύση μας ή τρίτη

        να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στόν κακόν αγέρα ή πού χάνεσαι ή πού επακολουθεί γαλήνη


Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ'άλλες.Άλλ'
Ή αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.



ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ


Σσσς... πια τίποτε1 τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε
Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε1 κανένα φωτισμένο από το πίσω μέρος
Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω
Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, υστέρα πού ή μέρα των Παθών
Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται

Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει
Τόσο δυνατά ό αέρας κι άλλο δεν αντέχω

Σσσς... μέσα στα σκοτεινά κανείς δεν ξέρει1 παρεχτός
Καταπάνου στις κροκάλες, άκου, γδούποι απόκοσμοι δπως των
        
ψαράδων ή

Σωμάτων πού εισχωρούν το ένα στο άλλο ενώ τρέμει όλος ψυχή
Ό αιθέρας

                    κι ένα αστέρι αδόκητα βρίσκει το θάρρος με το μέτωπο σου
                    ν'αγγιχτεί

"Ολος λάθη φεύγω· φιλιά πού επάνω μου έμειναν
Και τί ουραία στο ύψωμα τα κυπαρίσσια


Τί ωραία και πάλι ν' αποχτούν αρχίζουν υπόσταση άλλη
Τα ουράνια γεγονότα. Των άστρων τα διατσέντα, οί λύπες, οί ευωδιές
Κι οί άλλες πού απώλεσες παλαιές αισθήσεις επάνω στ'ουρανού
        την ύλη
Να τες τώρα πού διαγράφονται: ό λίθος και το μνήμα κι ό

        στρατιώτης
Οί λευκές των γυναικών καλύπτρες κι ή μακρά
Συνοδεία των αδικοχαμένων


Καιροί που πριν πολύ από τους γονιούς μου
Μ "ορφανέψατε κι άποκούμπι άλλου δε βρήκα


Σσσς... μα κανείς, κανείς δεν ξέρει. Μήτε αέρας καν
Αν είναι αυτός πού όταν στοχάζεσαι, τρελαίνει. Πιστευτός γίνεσαι

        από μόνου σου
Επειδή

                    τα χέρια σου ήταν μαθημένα σε δεντρόκηπους οπού
Ή θάλασσα εισχωρεί και τραβιέται γεμίζοντας μικρά λουλούδια
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ό κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ό άλλος
1 ό θάνατος ό πόντος ό γλαυκός

        κι ατελεύτητος
Ό θάνατος ό ήλιος ό χωρίς βασιλέματα.



"Ελύτης και Novalis" Νίκος Δήμου




Απ' την σελίδες του Νίκου Δήμου : Ελύτης και Novalis (Από το φως στο σκοτάδι - και πάλι στο φως) Ο σκοτεινός βαρόνος
 Στην σύντομη ζωή του (1772 - 1801, δεν συμπλήρωσε ούτε τα 29 του χρόνια) ο Φρειδερίκος βαρόνος του Χάρντενμπεργκ (πλήρες όνομα: Georg Philipp Friedrich Freiherr von Hardenberg) έγραψε ένα αριστούργημα. Τους "Ύμνους στην Νύχτα" (Hymnen an die Nacht) που τον έκαναν διάσημο με το φιλολογικό του ψευδώνυμο Novalis. 
Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, ο Οδυσσέας Ελύτης αφιερώνει στον Novalis ένα από τα τελευταία του ποιήματα. Πρόκειται για το "Ελεγείο του Grueningen" από την συλλογή "Τα Ελεγεία της Οξώπετρας". (Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό "Συντέλεια" τεύχος 2-3, 1991).
Η αφιέρωση δεν περιορίζεται μόνο στην προμετωπίδα. Είναι ουσιαστική. Το Ελεγείο αυτό του Ελύτη ανακαλεί τόσο τον άνθρωπο Hardenberg στου οποίου την ζωή και τα πάθη αναφέρεται, όσο και τον μυστικόπαθο ποιητή Novalis - με την τόσο βορινή νύκτια κοσμοθεωρία του.
Στο ιστορικό-θεματολογικό επίπεδο πρέπει να αναφερθεί πως το Ελεγείο δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς αρκετές γνώσεις γύρω από τη ζωή του Γερμανού ποιητή. Τα ονόματα και οι ημερομηνίες που αναφέρονται στους στίχους του παραμένουν γρίφοι για τον απληροφόρητο. (Ο Ελύτης, αντίθετα με τον Σεφέρη και άλλους, ποτέ δεν υπομνηματίζει τα ποιήματά του - δουλειά για τους ερευνητές!)
Ωστόσο αυτό που εκπλήσσει κυρίως όσους γνωρίζουν την ποίηση του Novalis είναι η προσέγγιση στο κοσμοθεωρητικό - ή καλύτερα υπερβατικό επίπεδο. Θεωρητικά ο γερμανός ρομαντικός αποτελεί τον ποιητικό αντίποδα του 'Ελληνα ηλιοπότη. Οπαδός του σκότους και της νύχτας, νοσταλγός του θανάτου, συμβολιστής, θρησκευόμενος, πιετιστής, μυστικιστής, πλατωνικός εραστής γυναικείων ειδώλων - τι σχέση μπορεί να έχει με τον ερωτικό μεσογειακό ποιητή που ήδη οι τίτλοι των συλλογών του υμνούν αδιάκοπα το φως;
"Οδός άνω κάτω μία και ωϋτή", έγραψεν ο Εφέσιος. Συμβαίνει άραγε το ίδιο με τους "Υμνους προς την Νύχτα" και το "Φωτόδεντρο"; Κι ο 'Ελληνας που κάποτε διακύρηξε: "Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου" πόσο προσεγγίζει τον Γερμανό που έγραψε: "Δοξασμένη ας είναι για μας η αιώνια νύχτα / δοξασμένος ο αιώνιος ύπνος".

Θα αντιπαραθέσουμε τα δύο ποιήματα - τον τρίτο 'Υμνο του Novalis (από τον οποίο ο Ελύτης παραθέτει και αμετάφραστο απόσπασμα) και το Ελεγείο. Πριν όμως, δύο γενικές παρατηρήσεις (που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή για χωριστές μελέτες.
Φως - σκοτάδι - φώς
Στα τελευταία του κείμενα ο ποιητής του φωτός βλέπει διαφορετικά το σκοτάδι. Και δεν μιλάω μόνο για το σαφώς νυκτερινό (και συννεφιασμένο) τοπίο στο "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου". Και στα άλλα βιβλία υπάρχει μια διαφορετική στάση απέναντι στη νύχτα. Δεν θέλω να κουράσω με παραθέματα.
Νομίζω πως είναι φανερό στον επαρκή αναγνώστη πως με τα χρόνια, ο Ελύτης ξεπέρασε την "ηλιακή μεταφυσική" της "τρίτης περιόδου" του για μια πιο σύνθετη μορφή μυστικής εμπειρίας που εμπεριέχει και το σκότος.
Κάποτε έγραφε: "οι Ευρωπαίοι και οι Δυτικοί βρίσκουν πάντα το μυστήριο στη σκοτεινιά, στη νύχτα, ενώ εμείς οι 'Ελληνες το βρίσκουμε στο φως που είναι κάτι απόλυτο".
Στην τελευταία του περίοδο το πνευματικό τοπίο αλλάζει. Η σκιά δεν είναι μόνο περίγραμμα του φωτός - αλλά παρουσία αυτοδύναμη. Όσο περνάνε τα χρόνια, το σκοτάδι γίνεται πιο υπαρκτό - είναι αδύνατο να το αγνοήσεις. Πρέπει να το υπερβείς.
Έτσι η πορεία δεν είναι πια ευθύγραμμη - προς το φως - είναι παλινδρομική ή μάλλον σπειροειδής. Πάλι προς το φως μέσα από το σκοτάδι. Η εσωστρεφής αυτή εποχή καθιερώνει τον Ελύτη σαν μεγάλο μυστικό και θρησκευτικό ποιητή (με την ευρύτατη έννοια του θρησκεύεσθαι). Σε αυτήν φαίνεται να έχει πια υπερβεί την αντίθεση Φως-Νύχτα. Ακολουθεί την κλασική πορεία του μυστικού που ανεβαίνοντας προς το Ένα ξεπερνάει, αίρει τις φαινομενικές αντιθέσεις.
Η εξιστόρηση αυτής της μετάβασης από το φως στο σκοτάδι (και πάλι στο φως) θα χρειαζόταν πολλή ανάλυση και τεκμηρίωση. Σίγουρα όμως η συνάντηση με τον Novalis είναι ένας σημαντικός σταθμός σε αυτή τη διαδρομή.
Επιρροές
Έχει υπερτονισθεί η σχέση του Ελύτη με Γάλλους ποιητές. Σίγουρα είναι σημαντική (αν και σημαντικότερη επίδραση παραμένουν οι αρχαίοι δικοί μας). Όμως τα τελευταία χρόνια οι Γερμανοί εμφανίζονται όλο και περισσότερο στην ποίησή του. Και σαν ονόματα - αλλά και σαν συνομιλητές.
Υπενθυμίζω ότι στον "Ταξιδιωτικό Σάκκο (ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ)" του "Μικρού Ναυτίλου" ανθολογούνται δύο στίχοι του Novalis (από τον 2ο και 3ο "Υμνους στην Νύχτα") και δύο του Hoelderlin. Ο τελευταίος αυτός κατέχει καίρια θέση στο δοκίμιο του ποιητή "Πρόσω ηρέμα" (από την "Ιδιωτική Οδό"). Εκεί αφηγείται ο Ελύτης πως στο ταξίδι της ζωής του τον "παρακολουθούνε με άγρυπνο μάτι ο Φρειδερίκος Χαίλντερλιν από την μια και ο Διονύσιος Σολωμός από την άλλη". Παρακάτω τους ονομάζει "...αγίους όπως ο Σουηβίας και ο Ζακύνθου".
Στον Hoelderlin, δύο χρόνια πρεσβύτερο του Novalis, ο Ελύτης έχει ανακαλύψει μια άλλη εικόνα της Πινδαρικής Ελλάδας, που πρέπει να του στάθηκε πολύτιμη. Η δομή των τελευταίων ποιημάτων του έχει δανειστεί πολλά από την δωρική λιτότητα των ύμνων του Hoelderlin. Σπασμένα ημιστίχια, κοντές φράσεις με αιφνιδιαστική τελεία, παύσεις - όλα απηχήσεις. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στα "Ελεγεία της Οξόπετρας" ένα ολόκληρο ποίημα ασχολείται με την μοίρα εκείνου που "ευλαβέστατα υπογραφόταν Scardanelli". (Κι ένα άλλο με τον Διονύσιο Σολωμό).
Θα ήταν χρήσιμη μια μελέτη της παρουσίας των Γερμανών ποιητών στο έργο του Ελύτη. Από όσα γνωρίζω ο ποιητής είχε μάθει μικρός μερικά στοιχεία Γερμανικής γλώσσας. Στα δώδεκά του χρόνια έκανε ένα ταξίδι στην Γερμανία (το οποίο και αναφέρεται στο Ελεγείο). Οι γνώσεις του, του παρέχουν την δυνατότητα, παρ'όλο που διαβάζει τους γερμανούς ποιητές σε γαλλική μετάφραση, να ανατρέχει στο πρωτότυπο (οι εκδόσεις είναι συνήθως δίγλωσσες) και να ακούει τον πρωτογενή ήχο.
Η ιστορία της Σοφίας
Μερικά ακόμα στοιχεία από τον βίο του βαρόνου von Hardenberg απαραίτητα για την κατανόηση των δύο ποιημάτων που θα ακολουθήσουν. (Βαρόνο von Hardenberg τον αποκαλεί ο Ελύτης στην αφιέρωση, πράγμα που θα ξένιζε έναν γερμανό. Ο τίτλος Freiherr είναι ο ταπεινότερος τίτλος ευγενείας και οι κάτοχοί του σπάνια τον αναφέρουν. Είτε τον αποσιωπούν, είτε - αν είναι σνομπ - καλύπτονται από το "von" που θα μπορούσε να υποδηλώνει και υψηλότερη βαθμίδα).
Στις 17 Νοεμβρίου 1794, ο Novalis συναντά για πρώτη φορά την δωδεκάχρονη Sophie von Kuehn. ("Σε ένα τέταρτο αποφασίστηκε η ζωή μου"). Η συνάντηση έγινε στον πύργο του Grueningen που ανήκε στην μητέρα της, η οποία είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο τον λοχαγό von Rockenthien. H Sophie ήταν ένα από τα έξη παιδιά της από τον πρώτο γάμο.
Ο φίλος του Νovalis, ποιητής Ludwig Tieck, έγραψε αργότερα: "Η πρώτη ματιά που έριξε σ' αυτή την ωραία και άπειρα γοητευτική μορφή, στάθηκε αποφασιστική για όλη την υπόλοιπη ζωή του".
Αρραβωνιάστηκαν τον Μάρτιο του 1795. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η κόρη αρρωσταίνει βαριά - και μετά από αλλεπάλληλες εγχειρήσεις πεθαίνει, δεκαπέντε χρόνων, στις 19 Μαρτίου 1797.
Στις 13 Μαΐου του ίδιου χρόνου (δεν είμαι σχολαστικός με τις ημερομηνίες - υπάρχουν όλες στο ποίημα του Ελύτη) ο Novalis επισκέπτεται τον τάφο της αγαπημένης του. Σημειώνει στο ημερολόγιό του:
"Το βράδυ επήγα στην Σοφία. Εκεί ήμουν απερίγραπτα χαρούμενος - αστραπιαίες στιγμές ενθουσιασμού - φύσηξα μακριά μπροστά μου τον τάφο, σαν σκόνη - οι αιώνες ήταν σαν στιγμές - ένιωθα την παρουσία της - πίστεψα πως θα 'πρεπε πάντα να προηγείται - ".
Η νεκρή Σοφία έγινε Βεατρίκη για ένα ταξίδι όχι στον Παράδεισο αλλά σε έναν άλλο υπέρ-τόπο. "Υψηλότερο χώρο" τον αποκαλεί ο Novalis, χώρο του "μετά-θανάτου" θα τον ονομάσει ο Ελύτης. Ο νεαρός (μόλις 25 ετών) ποιητής αποστρέφει το πρόσωπο από το φως της μέρας "τον βασιλέα της γήινης φύσης" και απευθύνεται στην νύχτα την "βασίλισσα του κόσμου" ενός "άγιου κόσμου" που δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις της γήινης ύπαρξης. Δεν γνωρίζει την ανάγκη, την φθορά και τον χρόνο.
Δύο σύμβολα κυριαρχούν στους "Ύμνους": Φως και σκότος, ημέρα και νύχτα. Σ' αυτά αντιστοιχούν το εδώ και το επέκεινα, η ζωή και ο θάνατος. ο τελευταίος όμως, ως πλήρωση και λύτρωση. Η νύχτα δεν είναι μόνο "ένα περιεχόμενο του νοείν (κόσμος ή εσώτερος κόσμος) αλλά και ένας τρόπος του νοείν (όργανο)". Γράφει: "Πιο ουράνια από εκείνα τα απαστράπτοντα αστέρια μας φαίνονται τα άπειρα μάτια που ανοίγει μέσα μας η Νύχτα".
Μέσο για την προσέγγιση με το σκότος είναι ο "άγιος ύπνος". Όχι ο φυσικός της κουρασμένης καθημερινότητας αλλά ο ύπνος του κρασιού, του οπίου (αναφέρεται στον δεύτερο ύμνο), του έρωτα, και, τελικά, του θανάτου.
'Έχουν γραφτεί πολλά για την μυστική εμπειρία του Novalis, τις μακρινές πλατωνικές επιδράσεις και τις εγγύτερες των "πιετιστών" (pietismus) που διατείνονταν πως ο άνθρωπος μπορεί να "ξαναγεννηθεί" και να λυτρωθεί. Οι πιετιστές βέβαια ήταν φανατικοί Χριστιανοί. Αλλά και ο Novalis από τον τέταρτο και κυρίως τον πέμπτο "Ύμνο" εισάγει την μορφή του Χριστού. Ο τάφος της Σοφίας οδηγεί στον ’γιο Τάφο και ο Ιησούς παίζει για το πλήθος των ανθρώπων, τον ρόλο που έπαιξε για τον Novalis η αγαπημένη. Γίνεται μεσολαβητής ανάμεσα στους δύο κόσμους. Αυτή η κάπως απρόοπτη μετάλλαξη, έχει προβληματίσει αρκετούς σχολιαστές. (Δεν θα επεκταθώ. Το κείμενό μου αφορά τον Ελύτη κι όχι τον Novalis κι έτσι εδώ σημειώνω μόνο όσα στοιχεία θα βοηθήσουν στην προσέγγιση του Ελεγείου).
Η αναγεννητική εμπειρία της 13ης Μαΐου 1797 κυοφόρησε τους Ύμνους στην Νύχτα". (Δημοσιεύθηκαν το 1800). Η νεκρή Βεατρίκη έγινε ο "ήλιος της νύχτας" που λυτρώνει από τα "δεσμά του φωτός". Το έργο αποτελείται από 6 μέρη. Τα τρία πρώτα είναι σε πεζό λόγο, το τέταρτο και πέμπτο σε μικτό (στίχοι και πεζό) το έκτο (και το μοναδικό που έχει ξεχωριστό τίτλο: "Νοσταλγία για τον Θάνατο") μόνο σε στίχους.
Το ποίημα στο οποίο αναφέρεται ο Ελύτης είναι ο τρίτος Ύμνος, που αποτελεί ποιητική μετάπλαση και ανάπτυξη της ημερολογιακής σημείωσης που αναφέραμε. Οι μελετητές τον αποκάλεσαν Urhymne (πρωταρχικό ύμνο). Ίσως είναι σκόπιμο να δούμε ολόκληρο το κείμενό του σε πρόχειρη μετάφραση.
Τρίτος Ύμνος
’λλοτε που έχυνα δάκρυα πικρά, που η ελπίδα μου έλιωνε, αναλυμένη μέσα στον πόνο κι εγώ στεκόμουν μόνος στο ξερό ύψωμα που έκρυβε σε στενό σκοτεινό χώρο την μορφή της ζωής μου - μόνος όπως κανείς δεν υπήρξε μόνος, κυνηγημένος από φόβο ανείπωτο - αδύναμος, σκέψη μοναχά της αθλιότητας.- Όπως κοιτούσα γύρω για βοήθεια, μπροστά δεν μπορούσα και ούτε πίσω, και κρεμόμουνα με άπειρη νοσταλγία στην ζωή που έφευγε, που έσβηνε: - εκεί ήρθε από το γαλανό μακρινό, από τα ύψη της παλιάς μου ευδαιμονίας ένα δέος λυκαυγούς - και με μιας κόπηκε ο λώρος της γέννας - τα δεσμά του φωτός. Μακριά έφυγε η γήινη μεγαλοπρέπεια και η λύπη μου μαζί της, η μελαγχολία χύθηκε σε νέο ανεξιχνίαστο κόσμο - εσύ ενθουσιασμέ της νύχτας, ελαφρέ ύπνε του ουρανού με εκάλυψες - η περιοχή ανέβηκε απαλά ψηλότερα: πάνω από τον τόπο αιωρείτο το απελευθερωμένο, νεογέννητο πνεύμα μου. Το ύψωμα έγινε σύννεφο σκόνης - μέσα από τα νέφη είδα εκστατικά τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης. Στα μάτια της αναπαυόταν η αιωνιότητα - έπιασα τα χέρια της και τα δάκρυα έγιναν δεσμός, σπινθηροβόλος και αρραγής. Χιλιετηρίδες τραβούσαν, χάνονταν στα βάθη σαν καταιγίδες. Στον λαιμό της έκλαψα γοητευμένα δάκρυα για την καινούργια ζωή. - Ήταν το πρώτο μοναδικό όνειρο - και μόνο από τότε νιώθω αιώνια αμετάβλητη πίστη στον ουρανό της νύχτας και στο φως του, την αγαπημένη.
                                                               *
Αυτά ο Novalis. Νομίζω πως τώρα είναι καιρός να προσεγγίσουμε το "Ελεγείο του Grueningen" του Οδυσσέα Ελύτη (όλα τα παραπάνω ήταν προετοιμασία). Η αρχή του ηχεί σαν πλατειά ρομαντική μελωδία, με κυνηγητικό κέρας και απηχήσεις σκοτεινών δασών - συμφωνία του Schumann ή του ύστερου Schubert.
Όχι εδώ δεν υπάρχει ούτε καν "μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα", ή τελευταία μεσογειακή εικόνα από το ήδη σκοτεινό "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου." Η ατμόσφαιρα είναι ρομαντική, σχεδόν γοτθική (μήπως οι ρομαντικοί δεν μυθοποίησαν το γοτθικό;) και βόρεια.
Η ηρωίδα, Soeffchen (Σοφούλα), παρουσιάζεται στον πέμπτο στίχο, σαν ανταπόκριση στο "μοναδικό όνειρο" (από τον "Τρίτον 'Υμνο", ο στίχος στα γερμανικά). Το "θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα" που υψώνει θυμίζει την ενασχόληση του Novalis με την γεωλογία. Γρήγορα όμως, πριν καν σβήσει η εικόνα της κόρης που "περιδιαβάζει κάτω απ' τις δεντροστοιχίες" εισάγεται η ημερομηνία του θανάτου της. Κι εκεί ο ποιητής αρχίζει μιαν αντίστροφη μέτρηση με σκοπό:
...να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας.
Η πορεία θανάτου της Sophie von Kuhn εικονογραφείται μέρα με τη μέρα από τις εννέα ως τις δεκαεννέα Μαρτίου. Έντεκα ενάριθμοι στίχοι όπου ο Ελύτης προσπαθεί να δώσει μια ποιητική κλίμακα καθόδου στο Μαύρο.
Ωστόσο την αποκαθήλωση ακολουθεί μια εξαίσια παγανιστική αποθέωση, με ερωτιδείς και "μουσική από μακρινούς αστερισμούς". Η μηδενική αρίθμηση δίνει τη θέση της σε μια εικόνα παραδείσια. Που οδηγεί στο συμπέρασμα:
                 Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε
                 αυτό που οι μάγοι διατείνονται
                 Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα.
Στους επόμενους στίχους ανακαλείται το όραμα του Novalis ("καταμεσίς Μαίου"). Η ανάκληση καταλήγει σε δύο ημιστίχια που στην μουσική τους θυμίζουν εντονότατα Hoelderlin:
                                         Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων
'Εκτοτε μέγιστον ήταν το μάθημα.
Το μάθημα ήταν η, μέσω του έρωτα, υπέρβαση του θανάτου.
Σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού ένα ελεγείο είναι "θρηνητικόν άσμα, θρήνος". Όμως αυτό το ελεγείο (όπως και τα περισσότερα "της Οξόπετρας") ενώ εμπεριέχει θρήνο, δεν είναι πένθιμο, δεν αποχαιρετά, ούτε μοιρολογεί. Είναι μια εκπληκτικής ωριμότητας και σοφίας ενατένιση του Τέλους, από έναν μεγάλο δημιουργό, που, ως την τελευταία στιγμή, ακουμπάει επάνω στον έρωτα και το ωραίο. Απέναντι στον θάνατο βρίσκει "πατήματα και κρικέλια" (ας θυμηθούμε τον Διγενή) και αντιπαραθέτει όραμα, ομορφιά και μετα-θάνατο.
Η πρώτη βιαστική ανάγνωση πείθει πως τα "Ελεγεία της Οξόπετρας" είναι έργο-σταθμός στην πορεία του ποιητή. Πρόκειται για το σκοτεινό αντίστοιχο του "Φωτόδεντρου". Αποτελούν μία στοχαστική και σπαρακτικά γυμνή "μελέτη θανάτου" και ίσως γι αυτό (κι όχι μόνο για τον τίτλο) θυμίζουν μεγάλη ποίηση άλλου Γερμανού ποιητή, τα "Ελεγεία του Duino" του Rainer Maria Rilke.
Ο Ελύτης, στα ογδόντα του, άγγιξε το ύψιστο όριο.

Μικρό σχολιαστικό υστερόγραφο: Η ιστορία του Novalis και της Sophie von Kuehn (το υποκοριστικό που της είχε δώσει ο αγαπημένος της ήταν Soeffchen και όχι Sofchen όπως λανθασμένα αναγράφεται στην πρώτη εμφάνιση του Ελεγείου) δεν εκτυλίχθηκε στην Ρηνανία αλλά στην Θουριγγία (και την Σαξωνία), σε περιοχή που μέχρι πριν λίγο ανήκε στην (τέως) Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. Οι αναφορές στην Ρηνανία μάλλον σχετίζονται με το νεανικό ταξίδι του ποιητή.

Απ' την σελίδες του Νίκου Δήμου

"ΕΝ ΣΙΩΠΗ ΦΩΤΟΣ ΕΑΡΙΝΟΥ" Οδυσσέας Ελύτης





 : «Μου δόθηκε, αγαπητοί μου φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνο από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλα αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικό-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου... Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως να αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι το μάκρος 25 αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην Ελληνική γλώσσα. Να το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα Ελληνική ποίηση».Τέλος ο Ελύτης αναφερόμενος στο Διονύσιο Σολωμό και τον Κ. Π . Καβάφη, τους δυο πόλους της Ελληνικής ποίησης, που ακολούθησαν οι μεγάλοι μας ποιητές Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός, Σεφέρης, είπε:« το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε, ήτανε να επωμισθούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τα' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της Ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου - Έλληνα».
Πηγή

Γ. Θεοτοκάς: Αποσπάσματα από το "Ελεύθερο Πνεύμα"

Γιώργος Θεοτοκάς




[…] Η Ευρώπη είναι ένα σύμπλεγμα από άπειρες αντιθέσεις. Διαφορετικές και πολύ συχνά αντίθετες ψυχικές διαθέσεις γεννιούνται στο Βορρά και στη μεσημβρία, στη Δύση και στην Ανατολή. Διαφορετικούς τρόπους του αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι εκδηλώνουν οι Λατίνοι, οι Αγγλοσάξονες, οι Γερμανοί, οι Σλαύοι. Δεν ακούει κανείς την ίδια μουσική στις όχθες του Δούναβη, του Σηκουάνα, του Τάμεση. Κάθε νότα της ευρωπαϊκής συναυλίας μοιάζει να είναι μια παραφωνία και κάθε παραφωνία περιέχει νέες αντιθέσεις. Στα Βρετανικά νησιά παραφωνεί η Ιρλανδία. Η Αυστρία παραφωνεί ανάμεσα στους γερμανικούς λαούς. Στη Γαλλία ο Νότος διαψεύδει το Βορρά. Στη Βαλκανική, που υπήρξε ολόκληρους αιώνες μια χώρα με πολιτισμό σχεδόν ενιαίο, παραφωνεί σήμερα η Ελλάδα που πετά μονομιάς στη θάλασσα όλες τις βυζαντινές και βαλκανικές παραδόσεις της και γυρεύει ένα δρόμο καινούργιο. […]
[…] Αυτός ο σχολαστικισμός των τοπικών σχολών δείχνει καλά τη στενότητα των οριζόντων μας. Έχουμε διανοούμενους γερμανομαθείς, γαλλομανείς, αγγλομανείς, μοσχοβίτες, όπως έχουμε και αγνούς εντόπιους διαννοούμενους, προσκολλημένους στις στενά τοπικές παραδόσεις μας (προγονολατρεία, βυζαντινή παράδοση, δημοτικό τραγούδι) μα δεν έχουμε πολλούς αληθινούς Ευρωπαίους. […]
[…] Μεσ’ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλουνται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πώς δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χτηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μες στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά. […]
[…] Πολύς κόσμος διδάσκει στην Ελλάδα, από τις έδρες, τις επίσημες και τις ανεπίσημες, από τα μπαλκόνια, από τα πεζοδρόμια, από παντού. Πολλοί, πάρα πολλοί σοβαρότατοι και κατσουφιασμένοι άνθρωποι ιδρύουν σχολές και απειλούν το σύμπαν με κοινωνικά, φιλοσοφικά, αισθητικά συστήματα, αρχαϊκά ή νεογέννητα, σε μια εποχή που η Ευρώπη αμφισβητεί την αξία όλων, συλλήβδην και αθρόως, των συστημάτων και γυρεύει το δρόμο της έξω απ’ αυτά. Σεβόμαστε βέβαια όπως ταιριάζει τους ανθρώπους που διδάσκουν με αξιωματικό ύφος και τα βιβλία τα φορτωμένα με παραπομπές, μα προκοπή δεν βλέπουμε. Αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος των θεωριών που μας έχουν πλημμυρίσει, δεν κατορθώνει να μας δώσει δυνάμεις. Παρά την τόση σοφία, παρά τις ογκώδεις βιβλιογραφίες που κουβαλά το εξπρές στο σταθμό Λαρίσης από τα πανεπιστήμια της Εσπερίας, η πνευματική ζωή στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι τρομερά φτωχή και στείρα. Είμαστε σαν ένας άρρωστος που τον έχουν σκεπάσει οι γιατροί με συνταγές, που στερείται όμως τις φυσικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης, τον ήλιο, τον καθαρό αέρα, την υγιεινή τροφή. Λησμονήσαμε στην Ελλάδα πως οι φυσικές προϋποθέσεις της πνευματικής ανάπτυξης δεν είναι οι βαρείς οπλισμοί αυτού του ξερού, στενού και αδιάλλαχτου επιστημονισμού που σκεπάζει τα πάντα με φίσες και με σκόνη, αλλά η ελεύθερη σκέψη, οι πλατείς ορίζοντες, ο πλούτος κι η γενναιότητα της καρδιάς. Όταν δεν χτυπούν οι καρδιές, όταν ο νους δεν έχει τη δύναμη να απλωθεί ελεύθερα και πλατιά στους κόσμους των ιδεών, οι πιο επιβλητικές θεωρίες, οι πιο περισπούδαστες βιβλιογραφίες, είναι γράμμα κενό. […]
[…] Δυστυχώς λείπουν από τους Έλληνες οι πνευματικοί ορίζοντες, η παράδοση μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, η ελεύθερη σκέψη, και δεν μπορούν να συζητήσουν χωρίς να ριχτούν μεσ’ στο δόγμα. Δεν έχουν ακόμα οι ελληνικοί εγκέφαλοι τη δύναμη να απλωθούν ελεύθερα στον κόσμο των ιδεών και σε κάθε βήμα, στη φιλοσοφία, στην αισθητική, στην ιστορία, στις κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και στη γλωσσολογία, γυρεύουν την απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή. Αυτή η μανία του απόλυτου, του οριστικού, του ασάλευτου, που εκδηλώνεται σε όλες τις ελληνικές συζητήσεις, φανερώνει καλά το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξης μας. […]
[…] Είναι θλιβερό το θέαμα που παρουσιάζει σήμερα η ελληνική κριτική, ή μάλλον αυτό το πράμα που ονομάζουμε συνήθως στην Ελλάδα κριτική και που μοιάζει με την αληθινή κριτική όσο ο βαυαρικός στρατώνας της πλατείας Συντάγματος μοιάζει με τον Παρθενώνα. Οι άνθρωποι που διευθύνουν τη συζήτηση των ιδεών πασχίζουν να χωρέσουν το σύμπαν σ’ ένα σχήμα, να λύσουν οριστικά όλα τα προβλήματα με μια απλοϊκή φόρμουλα, για να σταματήσουν την έρευνα τους και να πάψουν να βασανίζουν τη σκέψη τους. Την έλλειψη αληθινής πνευματικής ανάπτυξης φανερώνει καλά κι η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία η πρώτη δουλειά των ελλήνων διανοούμενων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πώς μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας. Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο. Είναι φαύλος και κακόπιστος. Είναι κουτός. Είναι παλαβός. Είναι αίσχος για την Ελλάδα να υπάρχει τέτοιος άνθρωπος. Είναι δημόσιος κίνδυνος. Πρέπει να εκλείψει οπωσδήποτε, να εξολοθρευτεί, να καταργηθεί, να μη μείνει κανένα ίχνος του στο πρόσωπο της Γης. Δεν κατορθώνουν να πιστέψουν οι Έλληνες διανοούμενοι ότι ένας άνθρωπος που σκέπτεται διαφορετικά απ’ αυτούς μπορεί να είναι πολύ άξιος, πολύ έντιμος και πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Άξιοι, έντιμοι, χρήσιμοι είναι μονάχα αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Οι άλλοι όλοι: φωτιά και τσεκούρι! […]
[…] Εθνικιστές και μαρξιστές φιλονικούν βέβαια με αμοιβαίο μίσος, μα είναι κατά βάθος πνεύματα της ίδιας οικογένειας. Άλλωστε συνεννοούνται πολύ καλά, ακόμα και μεσ’ στους μεγαλύτερους αναβρασμούς της μάχης, γιατί μιλούν την ίδια γλώσσα και την ίδια στάση κρατούν εμπρός στον κόσμο. Έλυσαν οριστικά όλα τα προβλήματα, σταμάτησαν κάθε πνευματική έρευνα, κλείστηκαν μέσα σε μια απόλυτη αλήθεια που την επαναλαμβάνουν μηχανικά σ’ όλη τους τη ζωή αλύγιστοι σαν απολιθωμένοι, ανίκανοι να υποπτευθούν πως υπάρχουν και διαφορετικές προοπτικές των πραγμάτων. Μισούν και χλευάζουν με τον ίδιο τρόπο την ελεύθερη σκέψη και τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων. Και για τις δυο αυτές παρατάξεις η ελευθερία της σκέψης είναι μια σατανική επιχείρηση που αποβλέπει στο θόλωμα των ζητημάτων και στην παραπλάνηση των πνευμάτων, η ανεξάρτητη κριτική είναι προιόν δόλου, αβουλίας, ντιλετταντισμού ή σκεπτικισμού, οι άνθρωποι που στέκουνται υψηλότερα από τα τυφλά πάθη της εποχής μας είναι καθυστερημένοι ονειροπόλοι, δειλοί φυγάδες της μάχης ή φαύλοι οππορτουνιστές. Οι δύο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή: Πίστευε και μη ερεύνα. […]
[…] Ο στοχασμός οδηγεί τους ανθρώπους στη συνείδηση της ατέλειας και της αδυναμίας του πνεύματος τους και στη διανοητική μετριοφροσύνη. Όσο περισσότερο σκέπτεται κανείς, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τις κοσμοθεωρίες και τις απόλυτες αρχές. Οι δογματικοί μικραίνουν τα ζητήματα για να τα χωρέσουν μεσ’ στο δόγμα. […]
[…] Θέλω να αποφύγω μια παρεξήγηση που τη βλέπω να έρχεται. Δεν λέω: η τέχνη για την τέχνη. Τουναντίο, πιστεύω πως η τέχνη γίνεται για τους άλλους, πως ο ποιητής δημιουργεί για να δοθεί. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η δημοσίευση, εξόν βέβαια από το κερδοσκοπικό νόημά της, μα εδώ συζητούμε για τους δημιουργούς κι όχι για τους καλλιτεχνικούς βιομηχάνους. Η τέχνη είναι μια προσφορά. Χαρίζει στους άλλους ό,τι πολυτιμότερο έχει ο δημιουργός μέσα του, τους βοηθεί να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, τους κάνει να συναισθανθούν την αξία της ζωής, τους εξυψώνει. Ίσως η διάθεση αυτή του ποιητή να δοθεί, κατά βάθος δεν είναι άλλο τίποτα παρά μια ανάγκη να αγαπηθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα και βαθύτερα, μια ανάγκη του έρωτα ασυγκρίτως πιο εντατική παρά στους κοινούς ανθρώπους. Γιατί ο ποιητής δεν δίνεται μονάχα σ’ ένα ορισμένο πλάσμα αλλά στην απέραντη και άγνωστη ανθρώπινη μάζα, και σ’ εκείνους που δεν γεννήθηκαν ακόμα, κι η μεγαλύτερη λαχτάρα της ζωής του (αυτή η διαβολική διάθεση που τη λένε φιλοδοξία) είναι να εξακολουθήσει να δίνεται μετά το θάνατό του. Σκοπός κοινωνικός, αν θέλετε, γιατί αυτή η ανώνυμη μάζα αποτελεί μια κοινωνία, και μπορεί να πει κανείς ότι ο ποιητής δίνεται στην κοινωνία. Εκείνο που αρνούμαι είναι η κοινωνική αντίληψη της τέχνης με την τρέχουσα έννοια αυτής της λέξης κοινωνική. Δεν μπορώ να θέσω κοινωνικούς ωφελιμιστικούς σκοπούς σ’ αυτό το ξεχείλισμα εσωτερικών δυνάμεων που κάνει την αληθινή δημιουργία. Και δεν μπορώ να υποτάξω σε εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες το Δαιμόνιο, που είναι Δαιμόνιο γιατί δεν υποτάσσεται σε τίποτα, γιατί αναγνωρίζει μονάχα τη δική του λογική και υπακούει μονάχα στο δικό του νόμο. […]
[…] Τη φωτιά της δημιουργίας δεν την συντηρούν οι φυλακισμένοι φύλακες της κληρονομιάς των νεκρών, ούτε οι λογικοί και πραχτικοί που περπατούν πάντα στα σίγουρα και αποφεύγουν να κάνουν ένα βήμα εκεί που το έδαφος κουνιέται κάτω από τα πόδια τους, ούτε οι ήρεμοι επιστήμονες οι φορτωμένοι σοφία μα χωρίς μακρινά οράματα και καμιά ανησυχία στην ψυχή, ούτε οι μικροί φιλόδοξοι, που έταξαν ως σκοπούς της ζωής τους τους επαίνους των πρεσβύτερων, την κοινωνική υπόληψη κι ένα τιμητικό αξίωμα. Είναι γεμάτοι τέτοιους ανθρώπους οι δρόμοι της Αθήνας κι ωστόσο η Ελλάδα δεν δημιουργεί, η Ελλάδα δεν πραγματοποιεί τίποτα το όμορφο. Η Ελλάδα – ας πω την τρομερή λέξη – δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά τη συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και τους πνεύματος, οι άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των δυνάμεών τους πιο μακριά από τους ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός. Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε δεν θα αξίζει πολλά.
Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικός τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμιά αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμιά τρέλα, καμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατόν να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα; […]

Μάριο Βίτι, Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Ρόντρικ Μπίτον μιλούν για τη «γενιά του ΄30»


Έργο του Χαρίτωνα Μπεκιάρη.

Γιατί εξακολουθεί η γενιά του 1930 να έχει κεντρική θέση στους κριτικούς προβληματισμούς; «Το Βήμα» ζήτησε από τέσσερις μελετητές της λογοτεχνίας αυτής της περιώνυμης γενιάς να δώσουν τις απαντήσεις τους. 


«Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Επειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή. Οσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος»σχολιάζει ο MΑΡΙΟ BΙΤΙ,ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Βιτέρμπο, συγγραφέας της μελέτης«Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» (1977) - βασικής για την ιστορία της γενιάς. 


«Τη δεκαετία του 1970, όταν ασχολήθηκα συστηματικά με το θέμα στο βιβλίο μου, μεαπασχολούσε ποιες ήταν οι πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες παρουσιάστηκε το φαινόμενο. Στη συνέχεια άλλοι εμβάθυναν στις πολιτικές συνθήκες, ιδιαίτερα σε σχέση με την εξουσία του Μεταξά. Ο διάλογος συντηρείται γιατί η γενιά εμπνέει προσεγγίσεις από διάφορες προοπτικές» προσθέτει ο ίδιος. 


Για τον NΑΣΟ BΑΓΕΝΑ, καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και συστηματικό μελετητή του Σεφέρη και του ελληνικού μοντερνισμού, «είναι λάθος να μιλάμε για “μύθο της γενιάς του ΄30”, με όποια σημασία και αν εννοούμε τη λέξη “μύθος”, θετική ή αρνητική. Διότι η “γενιά του ΄30” δεν είναι κάτι το παρωχημένο, όπως πιστεύει η κοινωνιολογούσα λογοτεχνική κριτική, ούτε παρελθόν που έχει υψωθεί στην περιοχή του μύθου. Είναι και σήμερα μια ζωντανή πραγματικότητα. Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ΄30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικήςκαι,γενικότερα, της καλλιτεχνικής- ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά- η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα- αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της». 

Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, ομότιμος καθηγητής Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών, μελετητής και επιμελητής του έργου του υπερρεαλιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, πιστεύει ότι δύο είναι οι κύριοι λόγοι που μας αναγκάζουν να δεχτούμε και την ύπαρξη της λεγόμενης “γενιάς του ΄30” και κατ΄ επέκταση την επιρροή της- θετική ή αρνητική, ας διερευνάται: «Ο πρώτος οφείλεται στη βούληση του πονηρού πνεύματος της Ιστορίας:δύο Νομπέλ λογοτεχνίας, δύο μείζονες υπερρεαλιστές ποιητές, ένας διαπρεπής ποιητής της Αριστεράς, πεζογράφοι, κριτικοί, εικαστικοί κ.ά., πώς συνέβη (;) να αναδυθούν μαζικά μέσα σε αυτή τη δεκαετία; Πώς και γιατί τόση ποσότητα και ποιότητα; Ο δεύτερος μοιράζεται ανάμεσα στη βούληση της βιολογίας και στην, κατά συνέπεια, αδιάκοπη παρουσία των εκπροσώπων της γενιάς αυτής, καθώς πολλοί υπήρξαν άκρως δημιουργικοί, πολλαπλώς ενεργοί και επιδεικτικά νεωτερικοί ως και τη δεκαετία του 1990! Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και αν δεν είχε διαπιστωθεί εμπράκτως η ύπαρξη της “γενιάς του ΄30”, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εφευρεθεί ο μύθος της. 

Αρα, υπήρξε ή εφευρέθηκε; Η μία απάντηση ενισχύει κριτικά την άλλη». 

Για τον ΡΟΝΤΡΙΚ ΜΠΙΤΟΝ, καθηγητή Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Κing΄s College του Λονδίνου και συγγραφέα της βιογραφίας «Γιώργος Σεφέρης. 



Περιμένοντας τον Αγγελο» (2003), «η εξήγηση είναι ότι δεν πρόκειται μόνο για “γενιά”, με την κάπως τετριμμένη έννοια των εκάστοτε καλλιτεχνικών γενιών. Αν σκεφτεί κανείς ότι συγκαταλέγονται στη “γενιά του ΄30” ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εμπειρίκος (να μην πούμε και άλλους), καταλαβαίνει αμέσως ότι έχουμε να κάνουμε με τον πιο πυκνοκατοικημένο αστερισμό στο στερέωμα των ελληνικών γραμμάτων. Παρ΄ όλες τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, από κοινού αξιοποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία με νεωτερικό (“μοντέρνο”) τρόπο· έγιναν οι ίδιοι “μύθος”. “Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”, “Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική”, “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις...”. Κατά πόσο όμωςοι ενοράσεις αυτές αντιπροσωπεύουν τον Ελληνα ή τον ελληνισμό του 21ουαιώνα; Οπως και αν είναι, πέρασαν πολύ βαθιά μέσα στη συλλογική συνείδηση του τόπου, και γι΄ αυτόν τον λόγο είναι σωστό να συζητηθούν ακόμη». 

"Η γενιά του ΄30 δεν υπήρξε "Δημήτρης Τζιόβας

Ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας προσεγγίζει με νηφάλια ματιά τον μύθο μιας λογοτεχνικής γενιάς
Η γενιά του ΄30 δεν υπήρξε


  




Λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Μικρασιατικής Καταστροφής εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα μια γενιά η οποία ανέδειξε την ελληνική ιδιαιτερότητα και στάθηκε απέναντι στη Δύση χωρίς αίσθημα μειονεξίας: η γενιά του ΄30, που έφερε στην Ελλάδα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποθεώθηκε και πολεμήθηκε όσο καμία. Είναι για πολλούς η γενιά των αστών, που με υπολογισμένους χειρισμούς του λογοτεχνικού θεσμού φρόντισε για την υστεροφημία της, κατασκεύασε τον μύθο της και επέβαλε μεθοδικά την ηγεμονία της στα νεοελληνικά γράμματα. 


Ηρθε σε ρήξη με το παρελθόν, ευαγγελίστηκε τον μοντερνισμό, πάντρεψε την υψηλή τέχνη του λόγιου Ελιοτ με τη λαϊκή αφήγηση του αγράμματου Μακρυγιάννη,κατηγορήθηκε για φραγκολεβαντίνικο κοσμοπολιτισμό αλλά και για ελληνοκεντρισμό. Είναι η γενιά που επισκιάζει με την πολιτισμική αίγλη της κάθε άλλη «γενιά» στον δημόσιο λόγο, γράφει ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας στη μελέτη του Ο μύθος της γενιάς του τριάντα 


Κατά γενική παραδοχή, είναι μια γενιά ανομοιογενής, μοντερνιστών και ρεαλιστών, που έχει κατά καιρούς χωρέσει τον συντηρητικό Ανδρέα Καραντώνη και τον πρωτοποριακόΝικόλα Κάλα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον κομμουνιστήΚοσμά Πολίτη, μια γενιά που έχει ως ηγετική φυσιογνωμία τον Σεφέρη - αν και εκείνος ελάχιστα την αναφέρει- και περιλαμβάνει απαρέγκλιτα τον Ελύτη, παρ΄ ότι ο ίδιος αρνήθηκε ότι ανήκει σε αυτήν. 


Πρόκειται για μια γενιά διαρκώς παρούσα αλλά απροσδιόριστη και αινιγματική. Εν τέλει,«η γενιά του ΄30 δεν υπήρξε ποτέ» καταλήγει ο Τζιόβας. Την πιο συνεκτική εικόνα της προσφέρει ο μύθος της, τον οποίο συνέθεσαν τόσο οι άνθρωποι του 1930 όσο και οι πολέμιοί τους. 


Τον μύθο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας τον καλλιέργησε η ίδια η γενιά στη δεκαετία του 1930: ήταν εκείνοι που έφεραν την πεζογραφία από την ειδυλλιακή επαρχία στις πόλεις, κοντά στην τρέχουσα πραγματικότητα και στις ανησυχίες του μεταπολεμικού ανθρώπου. «Εγώ πρώτος μεταχειρίστηκα τον όρο γενεά του 1930. Συνειδητά και εκ προθέσεως προσπάθησα από καιρό να δημιουργήσω και να επιβάλω το μύθο του 1930 και τώρα βλέπω ότι κάτι κατόρθωσα» γράφει στις 22 Νοεμβρίου 1947 στο ημερολόγιό του οΓιώργος Θεοτοκάς, δημόσιος εκπρόσωπος της γενιάς και συντάκτης του «μανιφέστου» της Ελεύθερο πνεύμα (1929). Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοί της την περίοδο 1940-1974 προβάλλουν τον αρνητικό μύθο των δυτικοθρεμμένων μεγαλοαστών και αδύναμων πεζογράφων. Εναν μύθο πρόσφορο για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά και εν τέλει ανθεκτικό. 

Πρόσωπο σύγχρονο και εξωστρεφές

Πού καλλιεργείται η μυθολογία της γενιάς του ΄30 και πού οφείλεται η διάρκειά της; Στον χώρο των ιδεών, συμπεραίνει ο κ. Τζιόβας. Τον σκληρό πυρήνα της γενιάς αναζητεί στους στοχαστές και συστηματικούς δοκιμιογράφους Σεφέρη, Ελύτη, Θεοτοκά και Τερζάκη. Στο δοκίμιο, υποστηρίζει, αποκαλύπτεται η πιο συνεκτική εικόνα της: είναι η γενιά που διαμορφώθηκε από την εμπειρία του πολέμου και προβληματίστηκε για μείζονα θέματα, για τον χρόνο και τον τόπο, για την παράδοση, για τη μνήμη και την Ιστορία. Εθεσε το ζήτημα της συνομιλίας με το παρελθόν, αναζήτησε την ισορροπία μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης, αισθητικοποίησε το λαϊκό. 


Στον νέο μεταπολεμικό κόσμο η γενιά του ΄30 διεκδικεί με αυτοπεποίθηση μια ισότιμη σχέση πολιτισμικής ανταλλαγής με την Ευρώπη. Δεν μιμείται δουλικά τη Δύση, δεν επαναπαύεται στο κλασικό της παρελθόν, αλλά εισέρχεται στη διεθνή πολιτισμική επικοινωνία προτείνοντας ένα ελληνικό πρόσωπο σύγχρονο και εξωστρεφές, που αξιοποιεί δημιουργικά τη μυθολογική και ιστορική ελληνική αρχετυπική μήτρα. Με αυτόν τον πολιτισμικό ορισμό του έθνους αναμετρούμαστε κάθε φορά που επαναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας, από τη Μεταπολίτευση ως την παγκοσμιοποίηση, και σε αυτή την όψη του μύθου της, την πολιτισμική, εντοπίζει ο συγγραφέας τη διάρκεια της γενιάς του ΄30. 


Η πρότασή του έχει ενδιαφέρον και συγχρονίζεται με τις σύγχρονες θεωρητικές αναζητήσεις, αναρωτηθήκαμε όμως μήπως αυτή η διευρυμένη οπτική υποδηλώνει υποτίμηση της καλλιτεχνικής σημασίας μιας γενιάς η οποία είναι διάσημη για τους λογοτέχνες της. «Η γενιά αυτή έδωσε σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα αλλά αυτά εξατομικεύονται» απάντησε μιλώντας στο «Βήμα» από το Μπέρμιγχαμ της Βρετανίας όπου ζει και διδάσκει τα τελευταία 30 χρόνια ο κ. Τζιόβας. «Εκείνο που έχει ιδιαίτερησημασία σε συλλογικό επίπεδο είναι ότι αισθητικοποίησε τις βασικές ιδέες του λαϊκού,του χώρου και της Ιστορίας, εισήγαγε μια ελληνικότητα δημιουργική που βοήθησε στη συνομιλία του παρόντος με το παρελθόν και επεξεργάστηκε μια αμφίδρομη σχέση με την Ευρώπη» 


Στις αναλύσεις του σε ζητήματα που έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις, για τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα της γενιάς του ΄30, για την ταύτισή της με τον ελληνικό μοντερνισμό, για την αποτίμηση της αξίας της, ο συγγραφέας τηρεί στάση ίσων αποστάσεων. «Εχω τις απόψεις μου» διευκρίνισε, « φιλοδοξία μου όμως ήταν να δώσω μια προσέγγιση πιο νηφάλια, όχι δοξαστική ή επικριτική,αλλά μια ερμηνευτική πρόταση του πολιτισμικού ρόλου της γενιάς. Ο σκοπός ήταν διπλός:αφενός να προσκομίσω τεκμήρια για ό,τι έχει ειπωθεί ως τώρα και αφετέρου να δώσω ένα νέο αφήγημα για τη γενιάτο οποίο δεν την απομυθοποιεί,αλλά εξετάζει κριτικά τη λειτουργία του μύθου της στο ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο του πολιτισμού,σε μια περίοδο όπου ξεκινά από την εμφάνιση της γενιάς αυτής και φθάνει σχεδόν ως σήμερα»


Η προσέγγισή του προσφέρει μια νέα ερμηνεία, θέτει όμως καινούργια ερωτήματα.«Ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε διεξοδικότερα πότε και πώς χρησιμοποιείται ο όρος“γενιά του ΄30” στις εικαστικές τέχνες,στη μουσική και στην αρχιτεκτονική» λέει ο μελετητής· «ίσως τότε απαντηθούν περισσότερες απορίες μας». Με τα λογοτεχνικά μεγέθη της γενιάς συμπορεύθηκε η ζωγραφική του Εγγονόπουλου, του Κόντογλου, του Τσαρούχη,του Μόραλη, με αυτά συνομιλεί η μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου 


Η γενιά του ΄30, στηριζόμενη σταθερά με το ένα πόδι στις τέχνες και με το άλλο στις ιδέες, καταλήγει η ίδια στοιχείο της ελληνικής ταυτότητάς μας, το οποίο- είτε την επιδοκιμάζουμε είτε την απορρίπτουμε - δεν μπορούμε να το αποχωριστούμε. Και ο τρόπος με τον οποίο το χειριζόμαστε σε κάθε ιστορική συγκυρία σκιαγραφεί την εικόνα των ιδεολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων των καιρών.