Γιώργος Θεοτοκάς
[…] Η Ευρώπη είναι ένα σύμπλεγμα από άπειρες αντιθέσεις. Διαφορετικές και πολύ συχνά αντίθετες ψυχικές διαθέσεις γεννιούνται στο Βορρά και στη μεσημβρία, στη Δύση και στην Ανατολή. Διαφορετικούς τρόπους του αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι εκδηλώνουν οι Λατίνοι, οι Αγγλοσάξονες, οι Γερμανοί, οι Σλαύοι. Δεν ακούει κανείς την ίδια μουσική στις όχθες του Δούναβη, του Σηκουάνα, του Τάμεση. Κάθε νότα της ευρωπαϊκής συναυλίας μοιάζει να είναι μια παραφωνία και κάθε παραφωνία περιέχει νέες αντιθέσεις. Στα Βρετανικά νησιά παραφωνεί η Ιρλανδία. Η Αυστρία παραφωνεί ανάμεσα στους γερμανικούς λαούς. Στη Γαλλία ο Νότος διαψεύδει το Βορρά. Στη Βαλκανική, που υπήρξε ολόκληρους αιώνες μια χώρα με πολιτισμό σχεδόν ενιαίο, παραφωνεί σήμερα η Ελλάδα που πετά μονομιάς στη θάλασσα όλες τις βυζαντινές και βαλκανικές παραδόσεις της και γυρεύει ένα δρόμο καινούργιο. […]
[…] Αυτός ο σχολαστικισμός των τοπικών σχολών δείχνει καλά τη στενότητα των οριζόντων μας. Έχουμε διανοούμενους γερμανομαθείς, γαλλομανείς, αγγλομανείς, μοσχοβίτες, όπως έχουμε και αγνούς εντόπιους διαννοούμενους, προσκολλημένους στις στενά τοπικές παραδόσεις μας (προγονολατρεία, βυζαντινή παράδοση, δημοτικό τραγούδι) μα δεν έχουμε πολλούς αληθινούς Ευρωπαίους. […]
[…] Μεσ’ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλουνται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πώς δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χτηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μες στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά. […]
[…] Πολύς κόσμος διδάσκει στην Ελλάδα, από τις έδρες, τις επίσημες και τις ανεπίσημες, από τα μπαλκόνια, από τα πεζοδρόμια, από παντού. Πολλοί, πάρα πολλοί σοβαρότατοι και κατσουφιασμένοι άνθρωποι ιδρύουν σχολές και απειλούν το σύμπαν με κοινωνικά, φιλοσοφικά, αισθητικά συστήματα, αρχαϊκά ή νεογέννητα, σε μια εποχή που η Ευρώπη αμφισβητεί την αξία όλων, συλλήβδην και αθρόως, των συστημάτων και γυρεύει το δρόμο της έξω απ’ αυτά. Σεβόμαστε βέβαια όπως ταιριάζει τους ανθρώπους που διδάσκουν με αξιωματικό ύφος και τα βιβλία τα φορτωμένα με παραπομπές, μα προκοπή δεν βλέπουμε. Αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος των θεωριών που μας έχουν πλημμυρίσει, δεν κατορθώνει να μας δώσει δυνάμεις. Παρά την τόση σοφία, παρά τις ογκώδεις βιβλιογραφίες που κουβαλά το εξπρές στο σταθμό Λαρίσης από τα πανεπιστήμια της Εσπερίας, η πνευματική ζωή στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι τρομερά φτωχή και στείρα. Είμαστε σαν ένας άρρωστος που τον έχουν σκεπάσει οι γιατροί με συνταγές, που στερείται όμως τις φυσικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης, τον ήλιο, τον καθαρό αέρα, την υγιεινή τροφή. Λησμονήσαμε στην Ελλάδα πως οι φυσικές προϋποθέσεις της πνευματικής ανάπτυξης δεν είναι οι βαρείς οπλισμοί αυτού του ξερού, στενού και αδιάλλαχτου επιστημονισμού που σκεπάζει τα πάντα με φίσες και με σκόνη, αλλά η ελεύθερη σκέψη, οι πλατείς ορίζοντες, ο πλούτος κι η γενναιότητα της καρδιάς. Όταν δεν χτυπούν οι καρδιές, όταν ο νους δεν έχει τη δύναμη να απλωθεί ελεύθερα και πλατιά στους κόσμους των ιδεών, οι πιο επιβλητικές θεωρίες, οι πιο περισπούδαστες βιβλιογραφίες, είναι γράμμα κενό. […]
[…] Δυστυχώς λείπουν από τους Έλληνες οι πνευματικοί ορίζοντες, η παράδοση μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, η ελεύθερη σκέψη, και δεν μπορούν να συζητήσουν χωρίς να ριχτούν μεσ’ στο δόγμα. Δεν έχουν ακόμα οι ελληνικοί εγκέφαλοι τη δύναμη να απλωθούν ελεύθερα στον κόσμο των ιδεών και σε κάθε βήμα, στη φιλοσοφία, στην αισθητική, στην ιστορία, στις κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και στη γλωσσολογία, γυρεύουν την απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή. Αυτή η μανία του απόλυτου, του οριστικού, του ασάλευτου, που εκδηλώνεται σε όλες τις ελληνικές συζητήσεις, φανερώνει καλά το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξης μας. […]
[…] Είναι θλιβερό το θέαμα που παρουσιάζει σήμερα η ελληνική κριτική, ή μάλλον αυτό το πράμα που ονομάζουμε συνήθως στην Ελλάδα κριτική και που μοιάζει με την αληθινή κριτική όσο ο βαυαρικός στρατώνας της πλατείας Συντάγματος μοιάζει με τον Παρθενώνα. Οι άνθρωποι που διευθύνουν τη συζήτηση των ιδεών πασχίζουν να χωρέσουν το σύμπαν σ’ ένα σχήμα, να λύσουν οριστικά όλα τα προβλήματα με μια απλοϊκή φόρμουλα, για να σταματήσουν την έρευνα τους και να πάψουν να βασανίζουν τη σκέψη τους. Την έλλειψη αληθινής πνευματικής ανάπτυξης φανερώνει καλά κι η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία η πρώτη δουλειά των ελλήνων διανοούμενων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πώς μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας. Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο. Είναι φαύλος και κακόπιστος. Είναι κουτός. Είναι παλαβός. Είναι αίσχος για την Ελλάδα να υπάρχει τέτοιος άνθρωπος. Είναι δημόσιος κίνδυνος. Πρέπει να εκλείψει οπωσδήποτε, να εξολοθρευτεί, να καταργηθεί, να μη μείνει κανένα ίχνος του στο πρόσωπο της Γης. Δεν κατορθώνουν να πιστέψουν οι Έλληνες διανοούμενοι ότι ένας άνθρωπος που σκέπτεται διαφορετικά απ’ αυτούς μπορεί να είναι πολύ άξιος, πολύ έντιμος και πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Άξιοι, έντιμοι, χρήσιμοι είναι μονάχα αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Οι άλλοι όλοι: φωτιά και τσεκούρι! […]
[…] Εθνικιστές και μαρξιστές φιλονικούν βέβαια με αμοιβαίο μίσος, μα είναι κατά βάθος πνεύματα της ίδιας οικογένειας. Άλλωστε συνεννοούνται πολύ καλά, ακόμα και μεσ’ στους μεγαλύτερους αναβρασμούς της μάχης, γιατί μιλούν την ίδια γλώσσα και την ίδια στάση κρατούν εμπρός στον κόσμο. Έλυσαν οριστικά όλα τα προβλήματα, σταμάτησαν κάθε πνευματική έρευνα, κλείστηκαν μέσα σε μια απόλυτη αλήθεια που την επαναλαμβάνουν μηχανικά σ’ όλη τους τη ζωή αλύγιστοι σαν απολιθωμένοι, ανίκανοι να υποπτευθούν πως υπάρχουν και διαφορετικές προοπτικές των πραγμάτων. Μισούν και χλευάζουν με τον ίδιο τρόπο την ελεύθερη σκέψη και τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων. Και για τις δυο αυτές παρατάξεις η ελευθερία της σκέψης είναι μια σατανική επιχείρηση που αποβλέπει στο θόλωμα των ζητημάτων και στην παραπλάνηση των πνευμάτων, η ανεξάρτητη κριτική είναι προιόν δόλου, αβουλίας, ντιλετταντισμού ή σκεπτικισμού, οι άνθρωποι που στέκουνται υψηλότερα από τα τυφλά πάθη της εποχής μας είναι καθυστερημένοι ονειροπόλοι, δειλοί φυγάδες της μάχης ή φαύλοι οππορτουνιστές. Οι δύο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή: Πίστευε και μη ερεύνα. […]
[…] Ο στοχασμός οδηγεί τους ανθρώπους στη συνείδηση της ατέλειας και της αδυναμίας του πνεύματος τους και στη διανοητική μετριοφροσύνη. Όσο περισσότερο σκέπτεται κανείς, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τις κοσμοθεωρίες και τις απόλυτες αρχές. Οι δογματικοί μικραίνουν τα ζητήματα για να τα χωρέσουν μεσ’ στο δόγμα. […]
[…] Θέλω να αποφύγω μια παρεξήγηση που τη βλέπω να έρχεται. Δεν λέω: η τέχνη για την τέχνη. Τουναντίο, πιστεύω πως η τέχνη γίνεται για τους άλλους, πως ο ποιητής δημιουργεί για να δοθεί. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η δημοσίευση, εξόν βέβαια από το κερδοσκοπικό νόημά της, μα εδώ συζητούμε για τους δημιουργούς κι όχι για τους καλλιτεχνικούς βιομηχάνους. Η τέχνη είναι μια προσφορά. Χαρίζει στους άλλους ό,τι πολυτιμότερο έχει ο δημιουργός μέσα του, τους βοηθεί να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, τους κάνει να συναισθανθούν την αξία της ζωής, τους εξυψώνει. Ίσως η διάθεση αυτή του ποιητή να δοθεί, κατά βάθος δεν είναι άλλο τίποτα παρά μια ανάγκη να αγαπηθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα και βαθύτερα, μια ανάγκη του έρωτα ασυγκρίτως πιο εντατική παρά στους κοινούς ανθρώπους. Γιατί ο ποιητής δεν δίνεται μονάχα σ’ ένα ορισμένο πλάσμα αλλά στην απέραντη και άγνωστη ανθρώπινη μάζα, και σ’ εκείνους που δεν γεννήθηκαν ακόμα, κι η μεγαλύτερη λαχτάρα της ζωής του (αυτή η διαβολική διάθεση που τη λένε φιλοδοξία) είναι να εξακολουθήσει να δίνεται μετά το θάνατό του. Σκοπός κοινωνικός, αν θέλετε, γιατί αυτή η ανώνυμη μάζα αποτελεί μια κοινωνία, και μπορεί να πει κανείς ότι ο ποιητής δίνεται στην κοινωνία. Εκείνο που αρνούμαι είναι η κοινωνική αντίληψη της τέχνης με την τρέχουσα έννοια αυτής της λέξης κοινωνική. Δεν μπορώ να θέσω κοινωνικούς ωφελιμιστικούς σκοπούς σ’ αυτό το ξεχείλισμα εσωτερικών δυνάμεων που κάνει την αληθινή δημιουργία. Και δεν μπορώ να υποτάξω σε εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες το Δαιμόνιο, που είναι Δαιμόνιο γιατί δεν υποτάσσεται σε τίποτα, γιατί αναγνωρίζει μονάχα τη δική του λογική και υπακούει μονάχα στο δικό του νόμο. […]
[…] Τη φωτιά της δημιουργίας δεν την συντηρούν οι φυλακισμένοι φύλακες της κληρονομιάς των νεκρών, ούτε οι λογικοί και πραχτικοί που περπατούν πάντα στα σίγουρα και αποφεύγουν να κάνουν ένα βήμα εκεί που το έδαφος κουνιέται κάτω από τα πόδια τους, ούτε οι ήρεμοι επιστήμονες οι φορτωμένοι σοφία μα χωρίς μακρινά οράματα και καμιά ανησυχία στην ψυχή, ούτε οι μικροί φιλόδοξοι, που έταξαν ως σκοπούς της ζωής τους τους επαίνους των πρεσβύτερων, την κοινωνική υπόληψη κι ένα τιμητικό αξίωμα. Είναι γεμάτοι τέτοιους ανθρώπους οι δρόμοι της Αθήνας κι ωστόσο η Ελλάδα δεν δημιουργεί, η Ελλάδα δεν πραγματοποιεί τίποτα το όμορφο. Η Ελλάδα – ας πω την τρομερή λέξη – δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά τη συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και τους πνεύματος, οι άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των δυνάμεών τους πιο μακριά από τους ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός. Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε δεν θα αξίζει πολλά.
Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικός τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμιά αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμιά τρέλα, καμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατόν να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα; […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου