Το cantus firmus φιλοξενεί τον ποιητή του έρωτα και της αγάπης, Τόλη Νικηφόρου. Ο ποιητής μιλάει στην Νότα Χρυσίνα για την ζωή του, την ποίηση αλλά και για την αγάπη του για την πόλη του την Θεσσαλονίκη. Στην συνομιλία που είχα μαζί του διαπίστωσα πως είναι ένας άνθρωπος που θα χαρακτηρίζαμε honnete homme.
δεν γράφονται ποτέ
τα πιο ωραία ποιήματα
γράφονται χωρίς λέξεις
οι πιο μεγάλοι έρωτες
δεν γράφονται ποτέ
(από την
συλλογή Φωτεινά παράθυρα)
-Μπορεί
ο λόγος εκφράσει τον πλούτο των ανθρώπινων συναισθημάτων;
Μερικές φορές το κάνει με
αξιοθαύμαστη δύναμη και χάρη. Ακόμη και στις καλύτερες του στιγμές όμως,
υπάρχει κάτι το άρρητο που αναπόφευκτα του διαφεύγει. Η αναπαράσταση δεν είναι
το γεγονός, οι λέξεις δεν είναι το συναίσθημα. Ο ποιητής αποπειράται να προσεγγίσει
το απρόσιτο, να αγγίσει το ανέγγιχτο, να εκφράσει το ανέκφραστο, και στην
προσπάθεια αυτή αναλώνεται η ζωή του. Στο μονοπάτι
προς μια κορυφή που δεν υπάρχει.
-Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας, για τις δυσκολίες που
έχετε αντιμετωπίσει και πώς αυτό επέδρασε στην ποίησή σας;
Η ζωή μου υπήρξε μια
απίστευτη περιπέτεια για την οποία έχω γράψει τέσσερα καθαρά αυτοβιογραφικά
βιβλία πεζογραφίας και εκατοντάδες ποιήματα. Οι γονείς μου χώρισαν στα έξι μου
χρόνια και ξαναείδα τη μητέρα μου στα δεκαπέντε, όταν είχε πτωχεύσει ο έμπορος
πατέρας μου και αναγκάστηκα να πάω να ζήσω με την καινούρια οικογένειά της.
Ταγμένος στη λογοτεχνία από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, υποχρεώθηκα να κάνω
διάφορες βιοποριστικές εργασίες, ελκυστικές για άλλους αλλά, και στην καλύτερη
περίπτωση, εντελώς αδιάφορες, αν όχι απεχθείς για μένα. Με 42 χρόνια βιοποριστικής εργασίας πλήρωσα
το δικαίωμα να φανώ συνεπής στη δωρεά μου. Άλλαξα δέκα μόνιμες κατοικίες στη
Θεσσαλονίκη και άλλες δέκα στην Αθήνα, το Λονδίνο και ανά την Ελλάδα. Υπέφερα
επί δεκαετίες από άγχος και κατάθλιψη και έφτασα στα χείλος της αυτοκτονίας.
Στη ζωή με κράτησε το πάθος μου για ζωή και δημιουργία και το συντροφικό χέρι
της Σοφίας.
Η ποίηση μου είναι εγώ,
το απόσταγμα των βιωμάτων μου. Άρχισε με μια καθολική άρνηση και πεισιθάνατη
θεώρηση του κόσμου, συνέχισε με πολιτική και κοινωνική στράτευση και κατέληξε
στην πηγή της και το αιώνια αναπάντητο υπαρξιακό ερώτημα. Γράφω με το αίμα μου
για να απλώσω ένα χέρι, να ανάψω ένα φως.
-Πιστεύετε στην Ειμαρμένη;
Πιστεύω ότι είμαστε σε
πολύ μεγάλο βαθμό προκαθορισμένοι από την κληρονομικότητα και το περιβάλλον των
πρώτων παιδικών και εφηβικών μας χρόνων. Και οι δύο αυτοί παράγοντες είναι
εντελώς εκτός του δικού μας ελέγχου και συνεπώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για
ελευθερία στις επιλογές μας και τις πράξεις μας. Γεννήθηκα με ένα μολύβι στο
χέρι και στα 14 μου χρόνια αναγνώρισα την πατρίδα μου όταν μπήκα στη μεγάλη
βιβλιοθήκη του Ανατόλια. Αποφάσισα τότε να διαβάσω όλα (!!!) τα βιβλία της και
μετά να γράψω κι εγώ ένα ράφι βιβλία !
-Από
πού εμπνέεται και γράφει ο ποιητής;
Εμπνέομαι από την
αθωότητα και την ομορφιά του κόσμου, από τον πόνο και την αγωνία του και από
την τραγική μοίρα του ανθρώπου. Από την προσωπική μου περιπέτεια, από τους
ανθρώπους που αγάπησα αλλά και από τις κοινωνικές συνθήκες.
- Στην αρχή της ποιητικής σας συλλογής «Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα»
έχετε επιλέξει τους γνωστούς στίχους του Ηράκλειτου «Ποταµῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐµβῆναι
δὶς τῷ αὐτῷ». Ποια είναι η σχέση σας με
τον χρόνο;
Μου θυμίζετε τους πρώτους
στίχους στα Τέσσερα Κουαρτέτα του T.S. Eliot.
Καταρχήν, θεωρώ ότι οι
προσωκρατικοί φιλόσοφοι υπήρξαν οι μέγιστοι ποιητές της ανθρωπότητας. Κανείς
άλλος δεν έχει μιλήσει με τόσο βάθος, πυκνότητα, δύναμη, αλήθεια, συντομία και
μουσικότητα.
Ο χρόνος περνάει για
όλους μας με την ίδια ταχύτητα, η ταχύτητα όμως αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με τη
δική μας προσωπική θεώρηση και πράξη στην καθημερινή ζωή. Πριν πέντε χρόνια
περίπου είδα κυριολεκτικά τον θάνατο στα μάτια. Όταν γύρισα στο φως στο δωμάτιο
του νοσοκομείου, τα πάντα είχαν προσλάβει μια διαφορετική διάσταση για μένα.
Ποτέ άλλοτε το πράσινο δεν ήταν τόσο πράσινο, το γαλάζιο τόσο γαλάζιο. Η κάθε
στιγμή, η κάθε ώρα και μέρα είχαν γίνει πολύτιμες, πολύχρωμες, συναρπαστικές.
Με κυρίευσε μια ανεξάντλητη δημιουργικότητα. Και μια βαθύτατη αίσθηση
συντροφικότητας για τους ανθρώπους τριγύρω μου.
-Εάν η παιδεία είναι ένας φωτεινός ήλιος όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, ποιοι
είναι οι άλλοι;
Μα, φυσικά, η αγάπη.
Τίποτα άξιο λόγου δεν μπορεί να υπάρξει
χωρίς την αγάπη. Όλη η καλλιτεχνική δημιουργία από την αυγή της ανθρωπότητας
είναι έργο αγάπης. Όλα τα επιστημονικά επιτεύγματα, γενικά ό,τι ωραίο και ευεργετικό
έχει επιτύχει η ανθρωπότητα είναι έργο αγάπης.
Θα πρόσθετα τη μαγευτική
αθωότητα των παιδιών και κάθε μορφής αθωότητα. Σε τελική ανάλυση, όλοι αθώοι
είμαστε, αθώοι και αδαείς σαν τα μαθητούδια του νηπιαγωγείου. Αν το είχαμε
συνειδητοποιήσει, η στάση μας στη ζωή θα ήταν διαφορετική.
-Πιστεύετε πως ο τόπος καθορίζει τον χαρακτήρα του ανθρώπου; Η
Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που η γεωγραφική της θέση και ιστορία ένωσε πολλούς
λαούς. Έχετε αφιερώσει ποιήματά σας στην
πόλη στην ποιητική συλλογή «Ν’ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα…». Μιλήστε
μας γι’αυτήν την σχέση.
Τα πρώτα χρόνια είχα μια
σχέση αγάπης και μίσους με την πόλη που με γέννησε και με μεγάλωσε. Τη θεωρούσα
άκρως συντηρητική και καταπιεστική. Στο πρώτο μου βιβλίο, το μεγάλο ποίημα Οι
Άταφοι, 1966, έβλεπα τους ανθρώπους ως πεθαμένους που συνεχίζουν να περπατάνε
στον δρόμο. Με την απουσία μου πέντε χρόνια στην Αθήνα και κυρίως στο Λονδίνο
(1966-1971), η οπτική αυτή άλλαξε εντελώς. Αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσα να ζήσω
κάπου άλλου, ότι δεν μπορούσα να γράψω κάπου αλλού. Στη Θεσσαλονίκη ήμουν ταγμένος να ζήσω, να
γράψω τα βιβλία μου και να πεθάνω. Η
στάση μου αυτή επισφραγίστηκε με τη συλλογή ποιημάτων Το διπλό άλφα της αγάπης,
1994, έναν ύμνο για τη γενέθλια πόλη.
-Γράψατε 63 ποιήματα για τον έρωτα και
την αγάπη. Είναι ο έρωτας μοναχική πορεία όπως γράφει και ο ομότεχνός σας
Γιάννης Ρίτσος «Μονάχος στην δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα…»;
Αυτή είναι δυστυχώς η
μοίρα του ανθρώπου. Έκανα πολλούς φίλους σε κάθε φάση της ζωής μου, ζω ανάμεσα
σε αγαπημένα πρόσωπα, θεωρώ πάντα ότι το μοναδικό αιώνια αναπάντητο ερώτημα από
τα εφηβικά μας χρόνια είναι ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού
πηγαίνουμε. Το υπαρξιακό ερώτημα, δηλαδή, της ζωής και του θανάτου. Το ίδιο και
στον έρωτα, το άλλο σκέλος στο δίπολο έρωτας-θάνατος. Είμαι ένα καταιγιστικά
ερωτικό άτομο, ίσως αυτό οφείλεται και στο ζώδιο μου του Σκορπιού, το
συγκλονιστικό αυτό όμως συναίσθημα εξακολουθεί πάντα να συνδέει (και προσωρινά
να λυτρώνει) δύο από το πεπρωμένο τους μοναχικούς ανθρώπους. Μόνοι ερχόμαστε
στον κόσμο, μόνοι μας ζούμε και ερωτευόμαστε, μόνοι μας γράφουμε και μόνοι μας
φεύγουμε. Και η μοναδική λύτρωση είναι η ταύτιση μας με τους άλλους ανθρώπους.
-Σε
ποιον απευθύνεται η ποίηση και ο ποιητής σήμερα;
Καταρχήν στον ίδιο του
τον εαυτό (ποιητής είναι εκείνος που θα έγραφε κι αν ακόμη ήξερε ότι κανείς
ποτέ δεν επρόκειτο να διαβάσει τα ποιήματά του) αλλά και σε όλους τους
ανθρώπους με μια ανοιχτή καρδιά.
Πριν μερικούς μήνες είχα
μια συγκλονιστική εμπειρία σε μια μοναδική εκδήλωση από τις πολλές στις οποίες
έχω πάρει μέρος. Η ποιήτρια και φιλόλογος Βικτωρία Καπλάνη με κάλεσε στο
Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, το σχολείο στο οποίο φοιτούν μαθητές από 20-25 έως
65-70 ετών για να πάρουν το απολυτήριο του γυμνασίου. Εκεί λοιπόν 25 μαθητές
κάθε ηλικίας σε ένα ημικύκλιο διάβασαν από ένα επιλεγμένο από τους ίδιους
ποίημα μου μπροστά στο σύνολο των συμμαθητών τους. Το διάβασαν με συγκίνηση,
ακόμη και με δάκρυα στα μάτια. Και ήρθαν μετά να μου σφίξουν το χέρι και να μου
πουν ότι το ποίημα αυτό εξέφραζε τη ζωή τους, ήταν η ίδια η ζωή τους. Να λοιπόν
πώς μιλάει η ποίηση σε ανθρώπους χωρίς καμία προηγούμενη επαφή με τη σύγχρονη
ποίηση, με ανθρώπους όμως με μια ανοιχτή καρδιά.
-Μπορεί η ποίηση να κάνει τον άνθρωπο
«για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή» όπως έλεγε και ο Καβάφης; Ξέρει η ποίηση
από φάρμακα;
Η ποίηση έχει και μια
ιαματική ιδιότητα, όπως βέβαια κάθε μορφής τέχνη. Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί
πρακτικά με τη μουσική και τη ζωγραφική που συντελούν στην ψυχολογική τόνωση
και την ταχύτερη ανάρρωση των ασθενών. Η ποίηση μπορεί να είναι μια λυτρωτική
εμπειρία τόσο για τον ίδιο τον ποιητή, όσο και για τον αναγνώστη της. Μετέχει
κανείς με την ποίηση στα μυστικά και τα θαύματα του κόσμου, στην απόπειρα να τα
προσεγγίσουμε, να τα αγγίσουμε, να τα εξιχνιάσουμε. Ατελέσφορη βέβαια
προσπάθεια αλλά συχνά σε μια κατάσταση έκστασης. Μαι κατάσταση μαγευτική,
ευεργετική, λυτρωτική, ναι ιαματική.
γυμνή ν’ ακούγεται
ακέραια η ψυχή
γράφοντας υποστέλλω μία μία τις λέξεις, τα χρώματα αφαιρώ,
τις μουσικές. στο χάος τον κόσμο απλώνω σαν λευκό χαρτί.
ν’ ακούγεται στο τίποτα ένα σήμαντρο, ν’ ακούγεται ένα φως
μες στην ομίχλη, γυμνή ν’ ακούγεται ακέραια η ψυχή
(από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος
της ουτοπίας, 2007)
σύννεφο εσύ κόκκινο
στον ουρανό
να ξαναγεννηθούμε
με το δικό σου χάραμα ν’ ανθίσει ο κόσμος
να ξαναγεννηθούμε
σύννεφο εσύ κόκκινο στον ουρανό
άγγιγμα και ταξίδι εγώ σαν άνεμος
να ξαναγεννηθούμε
θάλασσα εσύ των τροπικών
κι εγώ νησί μοναχικό στον κόρφο σου
δάσος εσύ, βελούδινο σκοτάδι
κι εγώ τ’ αγρίμι που προφέρει
με το χνώτο του τις μυστικές σου λέξεις
αγνοί, αθώοι,
αθάνατοι
εσύ κι εγώ ψυχή και φως
(από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος
της ουτοπίας, 2007 )
φωτιά μέσα στα χόρτα
που έρπει
μ’ αρέσει αυτό το κάτι στη φωνή σου. ήχος αχνός κι εκστατικός,
ένα φτερούγισμα που απλώνεται τριγύρω, όπως όταν στο βάθος
τ’ ουρανού χαράζει κι όλα τα άλλα φώτα χαμηλώνουν. μ’ αρέσει
αυτό το κόκκινο στις λέξεις σου, θαμπό σαν τη φωτιά μέσα στα
χόρτα που έρπει και φανερώνει ξαφνικά τη λάμψη και το χρώμα
της. δρόμος μακρύς κάτω απ’ τα κάστρα κι είσαι η πλατεία με τις
μουσικές στο τέρμα του
(από τη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο, 2010)
πέρα απ’ τις λέξεις
πώς ονομάζει η γη τον ουρανό
το έρημο νησί τον άδειο ορίζοντα
η νύχτα τη στιγμή που ξημερώνει;
ποια λέξη υπάρχει
για το σούρουπο στα μάτια σου
το μουσικό βελούδο στην αφή σου;
πώς λέγεται
το μονοπάτι στην παλάμη σου
το ουράνιο τόξο
στο χρώμα της φωνής σου
και το καμίνι στην ανάσα σου
μ’ όλα τ’ αρώματα το άγριο μέλι
που αναβλύζει στην επιδερμίδα σου;
πώς είναι ο ήχος
για τη λάμψη εκείνη
πώς τα φωνήεντα
που εκφράζουν το φτερούγισμα
τη μυστική πηγή που κάποτε μας γέννησε
και την ψυχή που έγινε θάλασσα
και μας ενώνει;
ποια είναι η γλώσσα
που μιλάει το φως;
(από τη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο, 2010)
τι
τι σκοτεινό ποτάμι η μνήμη
για να πνιγείς ή ν’ ανασάνεις
ν’ απλώσεις ένα χέρι στο κενό
τι μουσική πάνω στους τάφους
και τι πολύχρωμα φορέματα
τι θρίαμβος της καρδιάς
πικρός
σαν ένα χάραμα με δίχως φως
σαν ένα σούρουπο με δίχως νύχτα
σαν μια ζωή
τι άδειος ουρανός η μνήμη
κόκκινο σύννεφο που πάει να διαλυθεί
και λάμπει
(από τη συλλογή Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, 2012)
να γυρίζεις στο φως
ποτέ άλλοτε το πράσινο
δεν ήταν τόσο πράσινο
τόσο εκθαμβωτικά γαλάζιο το γαλάζιο
να γυρίζεις στο φως
σαν το μικρό παιδί
εκστατικά να ανακαλύπτεις
τα δέντρα και τη θάλασσα
ήχους και αρώματα
ένα χαμόγελο
θαύματα καθημερινά τριγύρω
να γυρίζεις στο φως
πρώτη φορά να είναι ωραίος
τόσο μεθυστικά ωραίος ο κόσμος
(από τη συλλογή Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, 2012)
ύμνος ερωτικός
κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα
δεν χάιδεψα ως τώρα
με την παλάμη μου
με τ’ ακροδάχτυλα
τόσο ανάλαφρα
τόσο θερμά κι ερωτικά
όσο ένα κοινό μολύβι
ένα μολύβι που κουρνιάζει
ανάμεσα στον μέσο και τον δείκτη
και κάτω απ’ τον αντίχειρά μου
έτοιμο
να γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί
ένα μολύβι που ποτέ δεν ζήλεψε
την άψυχη παρέμβαση των πλήκτρων
γνωρίζει πως εμείς οι τρεις
τις ίδιες ρίζες έχουμε
κοινή καταγωγή το δάσος
και φτερουγίζει στο άγγιγμά μου
μέσα στα μάτια μου θυμάται
το δέντρο που ήταν κάποτε
και δακρυσμένο σηκώνει απ’ το χαρτί
τα φύλλα του στον ουρανό
(από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014)
μαθήματα δημιουργικής
γραφής
το πρώτο μάθημα
ονομάζεται απώλεια
που σε σφραγίζει
με πυρωμένο σίδερο
μικρό κι ανυπεράσπιστο
αν είσαι δυνατός και επιβιώσεις
θα συνεχίσεις τις σπουδές σου
διαβάζοντας βιβλία
μα πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές
στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
και στ’ ασημένια φύλλα της ελιάς
κάτω από το μπαλκόνι σου
αυτά και ο έρωτας
θα σε οδηγήσουν
και ίσως κάνουν κάποτε
τα ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίσουν
δεν μένει παρά να κοιτάζεις
το θηρίο στα μάτια
καθώς σου πίνει κάθε μέρα το αίμα
στο μονοπάτι προς μια κορυφή
που δεν υπάρχει
(από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014)
Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938.Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωµυλία.Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος,µεταφραστής-διερµηνέας και αναλυτής συστηµάτων στη Θεσσαλονίκη,στην Αθήνα και στο Λονδίνο.Μετά το τέλος της δικτατορίας,επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το επάγγελµα του µελετητή-συµβούλου οργάνωσης επιχειρήσεων έως το 1999.Τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Νέα Πορεία»από τα µέσα της δεκαετίας του ’70, διετέλεσε επίσης αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραµµάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης ενώ υπήρξε και µέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1966 µε το µεγάλο ποίηµα, «Οι άταφοι». Από τις εκδόσεις της «Νέας Πορείας» έχουν κυκλοφορήσει µεταξύ άλλων οι ποιητικές του συλλογές «Το διπλό άλφα της αγάπης» (1994, επανέκδ. Παρατηρητής, 2002), «Χώμα στον ουρανό» (1998), «Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο» (1999), «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται» (2002),»Ο πλοηγός του απείρου» (συγκεντρωτική έκδοση, ποιήµατα 1966-2002, 2004), τα διηγήµατα «Εγνατία οδός» (1973), «Τα µάτια του πάνθηρα» (1996), «Νόστος» (2000), και το µυθιστόρηµα «Η γοητεία των δευτερολέπτων» (2001). Από τις εκδόσεις του περιοδικού «Μανδραγόρας» έχει εκδοθεί η ποιητική του συλλογή «Μυστικά και θαύματα: ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας» (2007), και από τις εκδόσεις «Νεφέλη» τα μυθιστορήματα «Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα» (2005), «Η εξαίσια ηδονή του βιασμού» (2006), «“Ερημο νησί στην άκρη του κόσμου» (2009) καθώς και η συλλογή διηγημάτων «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη» (2008), η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, από κοινού με το «Οριζόντιο ύψος» του Αργύρη Χιόνη. Έχει επίσης συγγράψει παραµύθια για µεγάλους.Ποιήµατά του έχουν µεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.