Λάμπρος Πορφύρας είναι το «απαστράπτον ψευδώνυμον» που «περιεβλήθη ως μανδύαν βύσσου» ο ποιητής Δημήτριος Σύψωμος από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα γράμματα, τον Σεπτέμβριο του 1894, και με το οποίο καθιερώθηκε έκτοτε στον ελληνικό Παρνασσό. Το ψευδώνυμο αυτό, χωρίς να υποδηλώνει καθόλου ότι ο δεκαπενταετής μόλις τότε φέρελπις ποιητής είχε ζηλώσει δόξα «λαμπράς πορφύρας», φιλοδοξία που θα αποδεικνυόταν άλλωστε ασυμβίβαστη με την ταπεινοφροσύνη και την απλότητα όλης της μετέπειτα ζωής του, παραπέμπει στα έργα του Σολωμού Λάμπρος και Πόρφυρας και φαίνεται έτσι να αποτελεί έγκαιρη αναγνώριση και τιμή προς τη σολωμική ποίηση.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 13-14 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
Ἡ Θαμπωμένη Χώρα
Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.
Τὰ σπίτια της εἶναι κλειστὰ κι εἶναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς φτωχὲς αὐλές, τὶς ρημαγμένες,
στοὺς τοίχους, στὰ κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οἱ στέγες μὲς στὴν πράσινη τὴ μούχλα εἶναι ντυμένες.
Ἔτσι εἶναι. Κι ἄλλα τά ῾χω δεῖ -θαρρῶ- στὰ μαῦρα ξένα,
ἄλλα ἐδῶ πέρα στὸ χωριό, καὶ κάποια στὸ νησί μου,
κάποια στὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, σὲ χρόνια εὐτυχισμένα,
κι ὅλα τους, κι ὅλη ἡ χώρ᾿ αὐτὴ μοῦ λέει γιὰ τὴ ζωή μου.
Ἄ! Καθὼς μπαίνω στ᾿ ἄχαρα τὰ βραδινὰ στενά της,
κανένας δὲν ὑπάρχει πιὰ νὰ βγεῖ νὰ μ᾿ ἀπαντήσει,
ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος κι ὁ στερνὸς ποὺ τὰ περνῶ διαβάτης·
θυμᾶμαι ἀγάπες· σβήνεται τὸ λίγο φῶς στὴ δύση·
Σβήνεται ἀγάλια ὁλότελα. Κι ἡ χώρα ἡ θαμπωμένη
μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνο σιωπηλὴ βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός. Κι ἀλλοίμονο! τριγύρω μου δὲ μένει
παρὰ ἡ νυχτιά, κι ἡ σκοτεινιὰ κι ἡ ἀτέλειωτη ἐρημιά μου.
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.
Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.
Ἐπίγραμμα
Ἐδῶ στὴν ἔρημη πηγὴ
ποῦ ἴσκιος ἐπλανήθη
μιᾶς ὀμορφιᾶς ἀνέγγιχτης,
στὰ κρουσταλένια βύθη,
γιὰ τὶς νυφοῦλες τοῦ νεροῦ
καὶ στῆς ἰτιᾶς τὸν κλῶνο
στεφάνι ἀγριολούλουδα
κρεμῶ κι ἀφιερώνω.
Παρακαλῶ τὶς καλαμιὲς
μὲ τοὺς αὐλοὺς θλιμένα
νὰ κελαδοῦν τ᾿ ἀμίλητα
λογάκια τὰ σβησμένα.
Καὶ τὴ πηγὴ στὸ κοίλωμα
τοῦ βράχου, κεῖ στὴν ἄκρια
νὰ χύνει σὰ σὲ λήκυθο
τὰ μουσικά της δάκρυα.
Τὸ θέατρο
Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ,
μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει.
Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ᾿ ἀνάριο τὸ σκοτάδι
καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι.
Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα
ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα,
κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ᾿ ἀλλόκοτό τους δράμα,
κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα.
Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν
κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία.
Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν,
κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία.