«Άναψε για σένα ένα φως»,
είπε ο Βούδας,
πριν πεθάνει.
Το σκέφτομαι κάθε πρωί
καθώς ξεκινά η ανατολή
να σκίζει τα πολλυάριθμα σύννεφα
του σκότους, να στείλει το πρώτο
σινιάλο – μια λευκή πεταλούδα
με ροζ και βιολετί πιτσιλιές,
ακόμα και πράσινες.
Ηλικιωμένος, ξάπλωσε κάτω
από δυο δένδρα Σάλα (3),
και θα μπορούσε να είχε πει ο,τιδήποτε,
γνωρίζοντας πως ήταν η έσχατη στιγμή του.
Το φως καίει προς τα πάνω
συμπυκνώνεται και σταθεροποιείται πάνω από τους αγρούς.
Γύρω του, μαζεύτηκαν οι χωρικοί
και τεντώθηκαν ν' ακούσουν.
Πριν καλά-καλά βγει ο ήλιος,
μετέωρος, στον κυανό αέρα,
Έχω αγγιχτεί παντού
από τον ωκεανό των κίτρινων κυμάτων του.
Χωρίς αμφιβολία, τα σκέφτηκε όλα
όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δύσκολης ζωής του.
Κι έπειτα αισθάνομαι τον ήλιο τον ίδιο,
καθώς φλέγεται πάνω από τους λόφους,
σαν ένα εκατομμύριο πύρινα άνθη –
σαφώς δεν είμαι αναγκαία,
ωστόσο αισθάνομαι τον εαυτό μου να
μετατρέπεται σε κάτι ανεκτίμητο.
Αργά, κάτω από τα κλαδιά,
Ύψωσε το κεφάλι του.
Κοίταξε τα πρόσωπα αυτού του φοβισμένου πλήθους.
Μετάφραση: Μαρία Κατσοπούλου
Αναδημοσίευση από: https://www.vakxikon.gr/μέρι-όλιβερ-έξι-ποιήματα/