Διάκος
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.
Εκελαδούσαν
πουλιά,πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»
Κανάρης
Κάποιοι δαιμόνοι
τον είχαν στείλει.
Έγινε αχείλι
κόσμου που επόνει.
(Ήρωες χρόνοι!)
Και πώς εμίλει
με το φιτίλι,
με το τρομπόνι!
Το πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.
Κι είχε το θείο
χέρι που φλόγα
κράταε κι ευλόγα.
Byron
Ένιωσεν ότι
του ήσαν οι στίχοι
άχαρη τύχη
και ματαιότη.
Η ορμή του η πρώτη
πια δεν αντήχει,
αλλά, στα τείχη,
ένδοξη νιότη.
Γίνονται οι γέροι
γαύροι. Θα ορμήσει
ανδρών λουλούδι.
Κι ο Μπάιρον ξέρει
πώς να το ζήσει
το θείο Τραγούδι.