Photo: Laura Makabresku
Το φως της ποίησης, το φως
το φως της ποίησης, το φως
η χαραμάδα στην πραγματικότητα
η μαθηματική εξίσωση που χαίνει πολλαπλώς
κι εκείνη που δε λύνεται, διότι έτσι
είναι η ζωή―αποσπασματική
κι η ποίηση ο προβολέας που γδέρνει
τις μάσκες των ανθρώπων να φανεί
και να υμνηθεί η από κάτω τους κακία
και η ομορφιά που ξεγλιστράει ανάμεσά της
η χαραμάδα στην πραγματικότητα
η μαθηματική εξίσωση που χαίνει πολλαπλώς
κι εκείνη που δε λύνεται, διότι έτσι
είναι η ζωή―αποσπασματική
κι η ποίηση ο προβολέας που γδέρνει
τις μάσκες των ανθρώπων να φανεί
και να υμνηθεί η από κάτω τους κακία
και η ομορφιά που ξεγλιστράει ανάμεσά της
το φως, τη ποίησης το φως
είναι ο αντιχρονισμός της μουσικής
είναι η αλήθεια εκεί που δεν την περιμένεις
μια άλλη γλώσσα που άξαφνα καταλαβαίνεις
ένα απόκοσμο και άγριο μεσημέρι
που καίει κι ανοίγει τον ορίζοντα
κι έχει γεμίσει η πλάση κίτρινο
είναι ο αντιχρονισμός της μουσικής
είναι η αλήθεια εκεί που δεν την περιμένεις
μια άλλη γλώσσα που άξαφνα καταλαβαίνεις
ένα απόκοσμο και άγριο μεσημέρι
που καίει κι ανοίγει τον ορίζοντα
κι έχει γεμίσει η πλάση κίτρινο
να εκτίθεσαι
στης ποίησης το φως
να εκτίθεσαι και στο σκοτάδι της ζωής σου
γιατί δεν έχει άλλο νόημα η ύπαρξή σου
παρά να γδύνεσαι στον κόσμο εμπρός
και να κρατάς τη μάσκα της κακίας
και να φωνάζεις: εγώ τη ντύθηκα, εγώ!
μα ίδρωσε η ομορφιά από κάτω
και δεν μπορούσα άλλο φόβο να φοράω
στης ποίησης το φως
να εκτίθεσαι και στο σκοτάδι της ζωής σου
γιατί δεν έχει άλλο νόημα η ύπαρξή σου
παρά να γδύνεσαι στον κόσμο εμπρός
και να κρατάς τη μάσκα της κακίας
και να φωνάζεις: εγώ τη ντύθηκα, εγώ!
μα ίδρωσε η ομορφιά από κάτω
και δεν μπορούσα άλλο φόβο να φοράω
ήθελα ν' αναπνεύσω φως
ν' ακούσω τους αταίριαστους τους φθόγγους
να δραπετεύουν, να το σκάνε
όχι για να πω πως νίκησα―ποτέ δε θα νικήσω
μια για να πω πως τη γνωρίζω
τη μάσκα της κακίας· μου ανήκει.
Κι αν θέλω τη φορώ σαν μετωπίδα―
κι αν θέλω την εκδέρομαι
και μες τα αίματα, λούζομαι στο λευκό.
ν' ακούσω τους αταίριαστους τους φθόγγους
να δραπετεύουν, να το σκάνε
όχι για να πω πως νίκησα―ποτέ δε θα νικήσω
μια για να πω πως τη γνωρίζω
τη μάσκα της κακίας· μου ανήκει.
Κι αν θέλω τη φορώ σαν μετωπίδα―
κι αν θέλω την εκδέρομαι
και μες τα αίματα, λούζομαι στο λευκό.