Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

«O δραματικός μονόλογος» Κατερίνα Καρατάσου

Η άποψη της φιλολόγου: Κατερίνα Καρατάσου
«O δραματικός μονόλογος προσφέρεται για την ερμηνευτική ανάγνωση κορυφαίων ποιημάτων, αλλά και ως εργαλείο ανασύνθεσης της ποιητικής τους»
(.poema..)







Η ιστορία του δραματικού μονολόγου είναι συναρπαστική αφ' ης στιγμής κάποιος εντρυφήσει στην ειδολογική διαμόρφωση ενός "έργου συγγραφικής και κριτικής έμπνευσης, με συγκρούσεις που ανάγονται σε μείζονα θεωρητικά και μεθοδολογικά ερωτήματα της ειδολογίας", κατά πώς σημειώνει η πανεπιστημιακός Κατερίνα Καρατάσου στην εισαγωγή του τόμου που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Λανθάνων Διάλογος. Ο δραματικός μονόλογος στην νεοελληνική ποίηση (Εκδόσεις Gutenberg 2014).

Η μελέτη της αποτελεί υποστήριγμα στην προσέγγιση κυρίαρχων μορφών και έργων της νεοελληνικής ποίησης, ωσάν τους Σολωμό, Βάρναλη, Καβάφη, Ρίτσο, προθέτοντας τον δραματικό μονόλογο ως είδος και τρόπο θεώρησης της ποιητικής τους. Αλλο τόσο μπορεί να λειτουργήσει τόσο ανανεωτικά, σε σχέση με τη δημιουργική διάσταση που ενδιαφέρει τους σύγχρονους ποιητές, όσο και την περαιτέρω μελέτη για τους φιλολόγους εν συνεχεία σε διαλεκτική σχέση με άλλες μορφές μονοδραματικής ποίησης, όπως ο ρητορικός, ο εκφραστικός, ο μεικτός και ο κωμικός μονόλογος.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: www.dardanosnet.gr




Αναφέρεται στην εισαγωγή του τόμου ότι ο δραματικός μονόλογος αποτελεί συνθετικά ένα είδος με συγκεκριμένες αφετηρίες (Μπράουνινγκ και άλλοι βικτωριανοί ποιητές) και με διαρκή εξέλιξη έως σήμερα. Πώς ακριβώς ορίζεται μέσα από την κριτική ή και τα κειμενικά του πρότυπα;
Eχει γραφτεί από μια σημαντική ερευνήτρια στη θεωρία των λογοτεχνικών ειδών, την Adena Rosmarin, ότι η ιστορία του δραματικού μονολόγου χαρακτηρίζεται από το πάθος για τον προσδιορισμό της ειδολογικής του ταυτότητας. Και πραγματικά, στους δύο αιώνες σπουδών του δραματικού μονολόγου ο ζήλος για τον ορισμό του δεν έχει καμφθεί. Μολονότι θα πίστευε κανείς ότι ορισμένα γνωρίσματά του, έστω και εξωτερικά όπως είναι η μονολογική φόρμα, θα αποτελούσαν έναν κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή των σπουδών του δραματικού μονολόγου, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Για να δώσω μια ενδεικτική εικόνα για την ετερογένεια των σχετικών ειδολογικών προτάσεων, θα αναφέρω δύο παραδείγματα ορισμών: έναν πρώτο ορισμό, του Alan Sinfield, που αρκείται στην ιδέα ότι ο δραματικός μονόλογος είναι ποίημα σε α' πρόσωπο, εκφερόμενο στο μεγαλύτερο μέρος του από κάποιον που υποδεικνύεται ότι δεν είναι ο ποιητής. (Το κειμενικό υλικό στο οποίο παραπέμπει αυτή η θεώρηση περίπου συμπίπτει με ό,τι στο βιβλίο ορίζω, με άλλα κριτήρια ασφαλώς, ως μονοδραματική ποίηση. Στο πλαίσιό της προσεγγίζω τον δραματικό μονόλογο και μια σειρά από όμορά του είδη, όπως ο κωμικός, ο εκφραστικός, ο ρητορικός και ο μεικτός μονόλογος). Και έναν δεύτερο ορισμό, του Robert Langbaum, που απαιτεί από το ποίημα να προκαλεί μια ειδική αναγνωστική αντίδραση για να το αναγνωρίσει ως δραματικό μονόλογο -τη σύγκρουση ανάμεσα στην ενσυναίσθηση και την κρίση έναντι της φιγούρας του μονολογιστή. Δεν είναι μόνον οι εντάσεις για τον ορισμό του που συνθέτουν αυτό που σταδιακά άρχισα να βλέπω σαν μια ιστορία, σαν ένα δράμα (ειδολογικής) διαμόρφωσης. Τα πρωτεία αίφνης στη σύλληψη αυτού του γοητευτικού είδους (που παραδοσιακά αποδίδονται στους βικτωριανούς ποιητές Alfred Tennyson Robert και Browning) συχνά πυκνά αμφισβητούνται. Εχουμε, για παράδειγμα, μελέτες που θεωρούν ότι δραματικοί μονόλογοι υπάρχουν ανέκαθεν και αυτό που συνέβη τη βικτωριανή εποχή είναι ότι η συστηματική τους καλλιέργεια από τον Browning και τον Tennyson οδήγησε την κριτική να τους συλλάβει ως κριτική κατηγορία. Ή μελέτες που συζητούν τη γυναικεία γραμμή εξέλιξης του είδους στον βικτωριανό κόσμο ή ακόμη τη γαλλική παράδοσή του. Και οι εκπλήξεις πολλαπλασιάζονται όταν προσέξει κάποιος πόσο διαφορετικά μεταξύ τους ποιήματα αναγορεύονται ως δείγματά του είδους: οι Φαρμακεύτριες του Θεόκριτου, μεσαιωνικοί θρήνοι, Η τελευταία μου δούκισσα του Browning αλλά και ο Σαούλ του, Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Αλφρεντ Προύφροκ του Ελιοτ και η βαλερική Νεαρή Μοίρα, ο σολωμικός Κρητικός, ο «Καλός» λαός του Βάρναλη ή η Φαίδρα του Ρίτσου. Αυτά σημαίνουν, πιστεύω, ότι όταν κάποιος μελετά την ιστορία του δραματικού μονολόγου (αλλά και κάθε αισθητικής μορφής) σε έναν βαθμό τη διαμορφώνει και ότι τις κειμενικές του συναρτήσεις κάθε εποχή τις μηχανεύεται εκ νέου, εν μέρει, συνεχίζοντας μια δυναμική παράδοση. Κι αυτό όχι αυθαίρετα αλλά για να εξυπηρετήσει τις γνωστικές (και ενίοτε θεσμικές) προτεραιότητες του παρόντος. Η πολλαπλότητα στις αντιληπτικές σκοπιές και τις προοπτικές που είναι το ερμηνευτικό κλειδί που προτείνω για να διαβάσουμε μια σειρά κειμένων ως δραματικούς μονολόγους (να τα διαβάσουμε ως εάν ανταποκρίνονταν  σε αυτό) χαρακτηρίζει εξίσου την πρόσληψή του.

Δίνετε ιδιαίτερη έμφαση στον επικοινωνιακό χαρακτήρα του δραματικού μονολόγου, σε σχέση με τα φαινόμενα της εκφοράς του λόγου...
Οντως, η επικοινωνιακή διάσταση -σε συνδυασμό ασφαλώς με κειμενικά κριτήρια- βρίσκεται στον πυρήνα της ειδολογικής μου πρότασης. Κάτι που με εντυπωσίασε ενόσω δοκίμαζα να συστηματοποιήσω τις, ας πούμε, αρχετυπικές θεωρήσεις του δραματικού μονολόγου ξεκινώντας από το β' ήμισυ του 19ου και φτάνοντας έως το τέλος του 20ού αιώνα, είναι η διάδοση μιας πολύ κεντρικής ιδέας γύρω από το είδος: ότι στον δραματικό μονόλογο λανθάνει μια μορφή διαλόγου. Κρίνοντας κάποιος από την ονοματολογική συνδήλωση, περιμένει ίσως πως το αίσθημα αποκλεισμού θα συνιστά τη χαρακτηριστική ψυχική εμπειρία που αποδίδεται με τη συγκεκριμένη ποιητική μορφή -μια φιγούρα, ο μονολογιστής ή η μονολογίστρια, που μόνη της υποφέρει το βάρος του λόγου. Παρά τα φαινόμενα όμως, τίποτε δεν είναι πιο ξένο για αυτό το ποιητικό είδος από την εύκολη κατάφαση στη σύλληψη του ανθρώπου ως πλάσματος που μπορεί να είναι απολύτως μόνο με το αντικείμενο του λόγου του. Στο βιβλίο μου δείχνω, ανάμεσα σε άλλα, ότι μεγάλο μέρος των ετερογενών και ασύμβατων μεταξύ τους ειδολογικών προτάσεων και ορισμών στους οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως επιχειρούν να εξηγήσουν αυτή την εντούτοις επίμονη αλλά δυσερμήνευτη αναγνωστική εντύπωση, ενός μονολόγου που μοιάζει διάλογος. Η σύνδεση με την παράδοση των σπουδών του δραματικού μονολόγου αποτελεί έναν από τους λόγους που με έκαναν να θέσω στο επίκεντρο της θεώρησής μου την επικοινωνιακή διάσταση και να προτείνω ότι είναι σκόπιμο και γόνιμο γραμματολογικά και ερμηνευτικά να συνδέσουμε στενά τον δραματικό μονόλογο με την ιδέα της ύπαρξης δια του λόγου, και μάλιστα της ύπαρξης μέσα στον λόγο -ενίοτε και μέσω του λόγου- των άλλων. Ο μονολογιστής, στην έσχατη αποκοπή του από τον ακροατή του ή σε κατάσταση φυσικής μόνωσης βιώνει την αδήριτη πίεση της κοινωνικής του υπόστασης ως υποκειμένου γλώσσας. Ομιλεί αισθανόμενος την ισχύ ενός έτερου λόγου ή βλέμματος πάνω του. Εξ ου και διατρέχουν το είδος οι πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του μοτίβου των φασματικών Αλλων και του λόγου τους (για αυτό και για άλλα χαρακτηριστικά του είδους μοτίβα και παραστάσεις μιλώ αναλυτικά σε αρκετά σημεία του βιβλίου).


Κατά πόσον συσχετίζεται το είδος με την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας; Τα δείγματα φαίνονται -αριθμητικά- πενιχρά...
Μου αρέσει πολύ η ερώτηση γιατί μου θυμίζει την ανάλογη που μου είχε τεθεί όταν σκεφτόμουν αν τελικά προχωρήσω με το συγκεκριμένο είδος ως θέμα της διδακτορικής μου διατριβής: «Μα έχουμε δραματικό μονόλογο στη νεοελληνική ποίηση;». Ο Δημήτρης Αγγελάτος, που επρόκειτο να με επιβλέπει στην εκπόνηση της διατριβής, υποστήριξε την επιλογή μου και με ενθάρρυνε να ασχοληθώ με το θέμα που τόσο ήθελα. Ο δραματικός μονόλογος είχε προκύψει ως σκέψη, ως πιθανό θέμα διδακτορικής διατριβής, ενόσω επεξεργαζόμουν τη μεταπτυχιακή εργασία μου για την καβαφική ποιητική αφήγηση. Τότε μπήκα λίγο πιο βαθιά στη σχετική βιβλιογραφία, διάβασα Browning, Tennyson και άλλους βικτωριανούς, αλλά και πολλούς δικούς μας ποιητές από αυτή τη διαφορετική σκοπιά (του δραματικού μονολόγου, δηλαδή), κι ενθουσιάστηκα. Διάβασα επίσης πιο προσεκτικά όσα είχε παρατηρήσει ο Σαββίδης για τον Κρητικό και κυρίως το πώς στρατηγικά  έθετε το ζήτημα του δραματικού μονολόγου πέραν της λογικής των επιδράσεων - ως κατηγορίας, δηλαδή, που θα άνοιγε νέες ερμηνευτικές δυνατότητες σε σχέση με τη σολωμική ποίηση. Και βέβαια, έλαβα υπόψη μου τις πολύ ενδιαφέρουσες συμβολές της κριτικής που συνέδεαν το έργο ποιητών όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κ. Π. Καβάφης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιάννης Ρίτσος και η Ζωή Καρέλλη με τον δραματικό μονόλογο. Το δεδομένο πάντως ήταν ότι απουσίαζε από τη βιβλιογραφία στη γλώσσα μας μια συνθετική μελέτη για το είδος που να χαρτογραφεί το συναφές κειμενικό υλικό και να σκιαγραφεί ένα πλαίσιο γραμματολογικής και ερμηνευτικής του αξιοποίησης. Σταδιακά σχημάτισα επίσης την άποψη ότι ο δραματικός μονόλογος προσφέρεται τόσο για την, από νέα σκοπιά, ερμηνευτική ανάγνωση κορυφαίων ποιημάτων τους, αλλά και ως εργαλείο ανασύνθεσης της ποιητικής τους. Αυτά είναι ποιοτικά στοιχεία που δίνουν μια ιδέα ποιο μπορεί να είναι το νόημα και το γραμματολογικό και ερμηνευτικό όφελος από την απόσπαση ειδολογικών κατηγοριών από τα αρχικά λογοτεχνικά και πολιτισμικά τους συμφραζόμενα και από τον εγκλιματισμό τους σε νέα. Αξίζει όμως να αναφέρω και ένα ποσοτικό στοιχείο, ότι ο κατάλογος των μονοδραματικών ποιημάτων που είχα καταρτίσει για τις ανάγκες της διατριβής περιλάμβανε περίπου 700 εγγραφές.


Αξιοποιείτε το παράδειγμα δύο μονοδραματικών έργων, του Σολωμού και του Βάρναλη, σε ειδικό κεφάλαιο. Με ποιο θεωρητικό πλαίσιο γίνεται η διερεύνησή τους;
Στον δραματικό μονόλογο παριστάνεται μια χαρακτηριστική επικοινωνιακή συνθήκη - την αποκαλώ μονοπροοπτικότητα: Ο μονολογιστής και ο λόγος του συνιστά τη μοναδική μας δίοδο προς το μυθοπλαστικό σύμπαν και εντός αυτού μας προσανατολίζει αποκλειστικά η δική του προοπτική, το δικό του αντιληπτικό και αξιολογικό κέντρο. Ο μονολογιστής βέβαια αναμετριέται με ορισμένους χαρακτήρες και τους κοινωνικούς λόγους που αυτοί εκφράζουν εντός της μυθοπλαστικής του πραγματικότητας. Ανεξάρτητα όμως από το αν οι άλλοι χαρακτήρες είναι φυσικά ή νοερά (εν λόγω) παρόντες, οι δικές τους προοπτικές διαθλώνται μέσα από το φίλτρο του λόγου του μονολογιστή. Η σύμβαση του είδους, βλέπετε, θέλει να "ακούμε" μόνο τη δική του φωνή που όμως εσωτερικά τη διατρέχουν και τη διαλογοποιούν οι προοπτικές των άλλων χαρακτήρων. Καταλαβαίνετε ότι ο αναγνώστης ενός δραματικού μονολόγου δεν έχει άμεση πρόσβαση (κειμενικά εννοείται) σε κάποιαν αντίπαλη αξιολογική αρχή πέραν εκείνης του μονολογιστή ούτε εγγύηση για την ακρίβεια των πληροφοριών που μεταδίδει. Μια τέτοια συνθήκη μοιάζει κατ' αρχάς άκρως περιοριστική από τη σκοπιά της ανάγνωσης: κι όμως από τη στιγμή που ο αναγνώστης αναδεχτεί την καλλιτεχνική διαίσθηση που σκηνοθετείται ξανά και ξανά στον δραματικό μονόλογο, δηλαδή τη χρονική ποιότητα του λόγου και το σχετικό κύρος του, αναπτύσσει ίσως και μια ιδιαίτερη μορφή ανάγνωσης του κειμένου˙ τον εναγκαλισμό των ενδεχομένων και των δυνητικών πραγματικοτήτων που γεννά η επικοινωνιακή συνθήκη του δραματικού μονολόγου. Ετσι, ο δραματικός μονόλογος φαίνεται να αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα εκφοράς ενός ποιητικού λόγου (στο πεδίο της μονοδραματικής κατηγορίας, ασφαλώς) που να δοκιμάζει να υπερβεί αυτή τη συστατική αβεβαιότητα. Μολαταύτα, υπάρχουν εκτενή έργα στην ποιητική μας παράδοση, άλλα συνθετικά και άλλα πολυμερή, που διερευνούν αυτή τη δυνατότητα, ιδίως την ιδέα της συναίρεσης της μονοπροοπτικότητας με κάποια αρχή ή θεμέλιο μυθοπλαστικής βεβαιότητας, όπως είναι η σολωμικήΓυναίκα της Ζάκυθος, το Φως που καίει και οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι του Βάρναλη, το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής του Βαβούρη, η Τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, οι Αντιθέσεις της Ζωής Καρέλλη, το Ασμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου του Σινόπουλου και μερικά άλλα ακόμη. Σε έργα συνθετικής πνοής όπως η Γυναίκα της Ζάκυθος στην ανθρώπινη αλήθεια των δραματικών μονολόγων παραστέκει η σατιρική της περιγραφής και η αποκαλυπτική του οράματος. Αλλά ήδη στον Βάρναλη, ενώ η χαρτογράφηση των περιοχών εκείθεν της μονοπροοπτικότητας συναντά κατ' αρχάς την πολιτική φαντασία και την ουτοπία (στο Φως που καίει) καταλήγει σύντομα στον επικοινωνιακό και πολιτικό εφιάλτη των Σκλάβων Πολιορκημένων. Στον νεοελληνικό μοντερνισμό ο κορεσμός είναι αισθητός. Με περισσότερο χαρακτηριστική την περίπτωση της Τέταρτης διάστασης ο γενικευμένος χαρακτήρας της μονοπροοπτικής επικοινωνιακής συνθήκης εκλαμβάνεται ως ποιητικό δεδομένο, με τα πολυμερή ποιητικά έργα να παριστούν τις πρωτεϊκές πλην αναπόδραστες μορφές της. Τρόπος του λέγειν, ακούγεται παντού σαν μότο η σκέψη της Φαίδρας του Ρίτσου πως ακόμη και η πιο βαθιά κατανόηση της διαφοράς μας, δεν ευκολύνει τα πράγματα και δεν καταργεί τις χωριστές μας αξιώσεις.