Ηλιόδωρος[1]
«Αιθιοπικά ή τα περί Θεαγένην και Χαρίκλειαν»[2]
Η μέρα μόλις που χαμογελούσε και ο ήλιος καταύγαζε τις κορυφογραμμές, όταν κάποιοι άνδρες με ληστρικό οπλισμό ξεπρόβαλαν από τους λόφους που υψώνονται πάνω από τις εκβολές του Νείλου στο στόμιο το καλούμενο Ηρακλεωτικό. Στάθηκαν λίγο εκεί και βάλθηκαν να ψάχνουν με τα μάτια τη θάλασσα κάτω. Πρώτα άφησαν το βλέμμα τους να πλανηθεί στο πέλαγος και, καθώς κανένα πλεούμενο δεν υποσχόταν άγρα ληστρική, έριξαν τη ματιά τους στην κοντινή παραλία. Και να τί είδαν : ένα καράβι δεμένο από τα σχοινιά της πρύμνης, έρημο εντελώς και φορτωμένο ως τα μπούνια. Το πράγμα φαινόταν και από μακριά : από το βάρος του φορτίου το νερό είχε ανέβει ως το τρίτο ζωνάρι του πλοίου. Η παραλία, γεμάτη σώματα ανθρώπων που είχαν πρόσφατα σφαγιαστεί, άλλα νεκρά και άλλα μισοπεθαμένα με κάποια μέλη τους να σπαράζουν ακόμα, μαρτυρούσε ότι η μάχη μόλις είχε τελειώσει. Κι όμως δεν θα μπορούσες να πεις πως ήταν μάχη καθαρή αυτό που είχε γίνει : μαζί με τα πτώματα ήταν ανακατεμένα θλιβερά απομεινάρια από κάποιο κακότυχο φαγοπότι που είχε αυτή τη φρικτή κατάληξη. Μερικά τραπέζια ήταν ακόμα γεμάτα φαγητά κι άλλα κείτονταν καταγής πλάι στα χέρια των νεκρών που τα είχαν χρησιμοποιήσει αντί για όπλα στην απρόβλεπτη εκείνη μάχη. Άλλα σκέπαζαν σώματα ανθρώπων που είχαν νομίσει πως θα ‘βρισκαν κάτω από αυτά καταφύγιο. Έβλεπες κρατήρες αναποδογυρισμένους να κρέμονται από τα χέρια των νεκρών που είτε έπιναν είτε ετοιμάζονταν να τους χρησιμοποιήσουν αντί για πέτρες. Η αιφνίδια συμφορά τους είχε διδάξει καινούργιες χρήσεις, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν τα ποτήρια για βέλη. Άλλος κειτόταν πληγωμένος από τσεκούρι, άλλος χτυπημένος με αιχμηρό χαλίκι από την ίδια εκείνη παραλία, άλλος είχε τα μέλη τσακισμένα από δοκάρι, άλλος ήταν πυρπολημένος με δαυλό, άλλος αλλιώς θανατωμένος, και οι περισσότεροι είχαν χτυπηθεί με βέλη από τοξότες. Σε τόπο μικρό, μύρια όσα είχε σκηνοθετήσει η τύχη : με αίμα είχε μολύνει το κρασί, το γλέντι είχε αναμείξει με τη μάχη, το φονικό με το πιοτό, τις σπονδές με τις σφαγές – να ποιο ήταν το δράμα που παρουσίαζε στους Αιγύπτιους ληστές. Κι εκείνοι, καθισμένοι στην πλαγιά σαν θεατές σε θέατρο, έβλεπαν τη σκηνή και δεν μπορούσαν να την καταλάβουν : οι νικημένοι ήταν μπροστά στα μάτια τους και πουθενά δεν έβλεπαν τους νικητές. Η νίκη φαινόταν λαμπρή, τα λάφυρα όμως ασκύλευτα. Το πλοίο, μόνο κι έρημο κι όμως απείραχτο σαν να το φύλαγαν πλήθος φρουροί, σαν σε ειρήνη να λικνίζεται στο κύμα. Όση όμως κι αν ήταν η απορία τους για το συμβάν, το κέρδος τους τραβούσε και η λεία. Και σαν να ήταν αυτοί που κέρδισαν τη νίκη, όρμησαν.
Ήδη πλησίαζαν το πλοίο και τα πτώματα, όταν είδαν ένα θέαμα ακόμα πιο παράξενο. Μια κόρη καθόταν πάνω σ’ ένα βράχο, όμορφη τόσο που θα την έλεγες θεά, βαθιά πονεμένη για το κακό κι όμως μ’ έναν αέρα ευγένειας και περηφάνιας. Φορούσε δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια φαρέτρα. Το αριστερό της μπράτσο ακουμπούσε στο τόξο, ενώ το χέρι της κρεμόταν χαλαρό. Με τον αγκώνα του άλλου του χεριού ακουμπισμένο στον δεξιό μηρό της και με το πρόσωπο αφημένο στην παλάμη, πότε έσκυβε να κοιτάξει ένα νέο που κειτόταν μπροστά της και πότε σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει ολόγυρα. Ο δε νέος φαινόταν μεν σοβαρά τραυματισμένος και σαν μόλις να συνερχόταν από τον βαθύ ύπνο τού παρ’ ολίγον θανάτου του, αλλ’ ακόμα κι έτσι άνθιζε η αρρενωπή ομορφιά του και το πορφυρό αίμα που κυλούσε ποτάμι στα μάγουλά του έκανε να λάμπει ακόμα περισσότερο η λευκότητα του προσώπου του. Ο πόνος βάραινε τα βλέφαρά του, αλλά η όψη της κόρης τον έκανε να σηκώνει το βλέμμα σ’ αυτήν και το μόνο που ανάγκαζε τα μάτια του να βλέπουν ήταν ότι έβλεπαν εκείνην. Καθώς σιγά, σιγά ξαναρχόταν στη ζωή, στέναζε βαθιά και ψιθύρισε αδύναμα λέγοντας «Γλυκιά μου, στ’ αλήθεια έχεις σωθεί ή μήπως, θύμα του πολέμου κι εσύ, δεν στέργεις ούτε και νεκρή να αποσπαστείς από μένα και η ψυχή σου σαν φάντασμα με ακολουθεί στη δυστυχία μου ;» Και η κόρη «Από σένα», είπε, «εξαρτάται η σωτηρία μου και ο χαμός μου. Το βλέπεις αυτό ;» και δείχνοντας ένα ξίφος πάνω στα γόνατά της, «ως τώρα», είπε, «έμεινε αργό γιατί η αναπνοή σου το συγκρατούσε». Και με τα λόγια αυτά εκείνη μεν τινάχτηκε από το βράχο, οι δε ληστές που στέκονταν στο λόφο, σαν να τους χτύπησε στη θέα της κεραυνός, έτρεξαν θαμπωμένοι και περίτρομοι να κρυφτούν άλλος κάτω από άλλο θάμνο. Πιο μεγάλη ακόμα και πιο θεϊκή φάνταζε τώρα όρθια, καθώς τα βέλη βρόντησαν στην ξαφνική κίνησή της, το χρυσοΰφαντο φόρεμά της άστραφτε στον ήλιο και τα μαλλιά της, λυτά κάτω από το βακχικό στεφάνι, κατρακυλούσαν ως τη μέση της σχεδόν. Μα περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν τους τρόμαζε η άγνοια για όσα γίνονταν. Άλλοι απ’ αυτούς νόμιζαν πως είναι κάποια θεά, η Άρτεμη ή η εντόπια Ίσις, άλλοι την περνούσαν για ιέρεια που είχε καταληφθεί από θεϊκή μανία και είχε διαπράξει όλο εκείνο το φονικό. Αυτά έβαζαν με το νου τους, αλλά δεν γνώριζαν ακόμα την αλήθεια. …
______________________
*εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997
________________________
[1] «Όμηρος, Βιργίλιος και Ηλιόδωρος – οι τρεις μεγάλοι επικοί ποιητές της αρχαιότητας …» Μόνο κατάπληξη θα προκαλούσε σήμερα μια τέτοια αξιολόγηση : Τί ζητά αυτός ο Ηλιόδωρος (3ος μ.Χ. αιώνας) στη χορεία των μεγάλων κλασικών ; Στον κόσμο της Αναγέννησης όμως, παρόμοιες αξιολογήσεις δεν προκαλούσαν την παραμικρή αντίδραση : Ο Ηλιόδωρος συγκραφέας του ογκώδους μυθιστορήματος που φέρει τον τίτλο Αιθιοπικά, ήταν τότε πολύ της μόδας. Ο Αλόνσο Λοπέζ Πινθιάνο, κορυφαίος θεωρητικός της λογοτεχνίας κατά τον ισπανικό χρυσό αιώνα, υποστηρίζει με παθος ότι ο Ηλιόδωρος έχει δικαιωματικά μια θέση δίπλα στον Όμηρο και τον Βιργίλιο. Και στο έργο του Philosophia Antiqua Poetica (1596), αποδεικνύει ότι ο Ηλιόδωρος πληροί, μία προς μία, τις προϋποθέσεις που έθεσε ο Αριστοτέλης για το έπος και την τραγωδία.
Απόσπασμα από την Εισαγωγή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη
[2] Το τελευταίο «σοφιστικό» [Τα Ποιμενικά του Λόγγου, Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα του Τάτιου και τα Αιθιοπικά αποκαλούνται «σοφιστικά» μυθιστορήματα επειδή φαίνεται να επηρεάζονται σαφέστερα από τη «Δεύτερη Σοφοστική», δηλαδή από τη γνωστή κίνηση της Αυτοκρατορικής Εποχής], κατά τα φαινόμενα, και οπωσδήποτε το εκτενέστερο και περισσότερο σύνθετο Αρχαίο Ελληνικό Μυθιστόρημα [τα πρώτα, αβέβαια «πρωτο-μυθιστορήματα» αρχίζουν να εμφανίζονται προς το τέλος της ελληνιστικής περιόδου].