Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

«Η Ελληνίδα μητέρα» του Διονυσίου Σολωμού

*Νικόλαου Κουτούζη, ''"Ο Διονύσιος Σολωμός βρέφος

Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !
.
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
.
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.
.
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.
.
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.
.

Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921

Κυριακή 11 Απριλίου 2021

Διονύσιος Σολωμός "Το όνειρο" (Σατιρικό)

 


Το όνειρο

Εις την ώρα που σκιασμένοςκαι παράξενα ντυμένοςβγαίν’ ο κλέφτης για να κλέψεικι ο φονιάς για να φονέψει —5σ’ άλλους τόπους εννοώκλεψιές, φόνους, κι όχι εδώ —είδα έν’ όνειρο μουρλό,και θα το διηγηθώ.

Μες στο νου μου η ψεσινή,10η περίφημη θανή,μίαν εντύπωση είχε αφήσει,π’ ο καιρός δε θα τη σβήσει·και στον ύπν’ ο λογισμός μουτην ξανάφερεν ομπρός μου.15Στ’ όνειρό μου αγρίκαα πάλιτον παπά Τσετσέ να ψάλλει,με την τάξη τσ’ Εκκλησίας·όμως έκαν’, εξαιτίαςτ’ όνειρού μου του μουρλού,20τη φωνή του κουνουπιού.—Πλήθος έβλεπα λαμπάδεςκαι καπίτολα· * οι παπάδες,τα φελόνια φορεμένα,ποιος καινούρια, ποιος σχισμένα,25σοβαρά περιπατώντας,τη λιρόνα * μελετώντας,ξαστοχούν τον πεθαμένοκι έχουν το κερί σβημένο.Έκαναν φωνές και γέλια30τα παιδιά με τα βατσέλια· *κι ο καπνός του μοσχολίβανουαπό τα λιβανιστήριαέμπαινε στα παρεθύρια.Πολλοί ανθρώποι ακολουθούσαν35και περίλυπα ετηρούσαν,γέρνοντας τες κεφαλές τουςκαι μιλώντας για δουλειές τους.Αλλά στα καμπαναρίαδεν είν’ τέτοια αδιαφορία·40Οι καμπάνες πλερωμένεςέκαναν σαν βουρλισμένες.Κι αφού είδα, ένα προς ένα,ούλα εκειά που ’χα ιδωμένα,τρέχει τ’ όνειρο και μπαίνει45μέσα στη Φανερωμένη.

Ήτανε στην εκκλησίαλίγο φως και πολλή ερμία·και κοντά στο ξυλοκρέβατοξάφνου αγρίκησα να βγει50ένα σκούξιμο μακρύ.Ότι ελόγιασα πως θα ’ναιαπό τόσους ένας κάνεπου ελυπήθηκε και σκούζει…νά σου ο ίσκιος του Κουτούζη!55Καθώς πάντα εσυνηθούσε,όμορφα ρούχα φορούσε,κι έδειχνε καμαρωτάτο καπέλο του στραβά.Εις το πονηρό του χείλο,60πὄσκιαζεν οχθρό και φίλο,έβλεπα με θαυμασμόπου ’χε ακόμα το πικρό,το συνηθισμένο γέλιο,ξαστοχώντας το Βαγγέλιο·65ετριγύρισε κομμάτιεις του Χάρου το κρεβάτι·αλλά βλέποντας εκείτο καπέλο, το σπαθί,που ’ν’ σημεία της αρχοντιάς,70εσταμάτησ’ ο παπάς·και καλά κοιτάζοντάς τακι όμορφα σηκώνοντάς ταεις την κάσα τα χτυπάεικαι τ’ ακόλουθ’ αρχινάει75το κορμί του συχνοσειώνταςκαι τα λόγια αργοπορώντας:

— «Καλά κάμαν και σ’ τα βάλανεεδώ πάνου, όταν σ’ εβγάλανε!Μά το ναις, οπού σου πρέπει,80εις την ύστερή σου σκέπη,μπρος στον κόσμο να κρατείςτα σημάδια της τιμής!Μ’ αυτά τα ίδια εγώ σε είδαπου κυρίευες την πατρίδα·85το θυμούμαι (οϊμένανε!)…Επειδή δε μ’ απομένανε,εκαθόμουνα ο φτωχόςεις τη γάτα μου ομπρός,κάνοντάς της χάιδια χίλια,90και σαν ν’ άκουε της εμίλεια:Μωρή γάτα, τί σου φαίνουνταιτέτοια πράματα; Απομένουνται;Να ’ν’ ο Γιάννης εις το σπίτι,με τον άλλο ξεκληρίτη, *95στην καθίγλα * να προσμένουνούλους τσ’ άρχοντες που μπαίνουνκαι ξανοίγουν, ενώ σκύφτουνεμε τα ταπεινά κεφάλια,πλεζονιές * και κατρογυάλια; *100Νιάι μου, να σε χαρώ,έχω πίκρα και καημόνα τους βλέπω τσου καημένουςκυριακάτικα ντυμένουςστες καθίγλες * να καθίζουν105και τα ρούχα τους να χρίζουν!—Τέτοια τση ’λεγα· αλλά τώρα,οπού σ’ εύρηκε η κακηώρα, *πες, ποιά στόματα σ’ εκράξανκαι ποιά στήθη αναστενάξαν;110Α δε σ’ έκλαψαν, εγώσαν παπάς τσου συχωρώ.Ω! φωνάξετε, Καιροί,που τον είδατε κριτή,τί καλό ’χει γεναμένο,115κι ευθύς φεύγω και σωπαίνω!»— Έτσι λέοντας μεγαλώνειτη φωνή του και θυμώνει:«Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι,και ποτέ να μη θυμάσαι120πως στους δρόμους αϊλογάνεκάποιοι μαύροι που πεινάνε;Όταν έπλασαν τα χέρια,που σκορπίσανε τ’ αστέρια,του θνητού τα σωθικά,125(και τα πλάσανε καλά),πρώτ’ απ’ όλα τ’ άλλα πάθιατσου έχουν βάλει τη Συμπάθεια·και την έδιωξες εσύ,σαν τη χήρα τη φτωχή,130απ’ τη νιότη σου την πρώτη,για να βάλεις τη Σκληρότη·αυτή σὄλεε να ζητάςτο ψωμί της φτωχουλιάς,και το διάφορο να θες135τρεις και τέσσερες φορές.Κι ο φτωχός, αποριμένος,σ’ εσέ ’ρχότουν τρομασμένος,για να πει με το θλιμμένοχείλο: Το ’χω πλερωμένο!140Και στα πόδια σου να ρίξεικλάψες μύριες, και να δείξειτ’ αχαμνά τα γερατειά του,τη γυναίκα, τα παιδιά του,και του ρούχου τα ξεσκλίδια·145και του αμόλαες κερατίδια! *Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,για σαράντα πέντε χρόνους,παντελώς δεν είναι θάμα,μήτε αλλόκοτο το πράμα,150αν εσύφθασες να κρύψεις,απ’ τους φόβους για να λείψεις,το σωρό του χρυσαφιού σουκαι στες τράβες * του σπιτιού σου.Μα της φτώχειας η κατάρα,155δυστυχότατη τρομάρα,θα πλακώσει την ψυχή σουσαν η πλάκα το κορμί σου.Κοίτα αν είν’ Δικαιοσύνηεκεί πάνου, για να κρίνει!160Δεν ηθέλησε ν’ αφήσειτο κορμί σου να ψοφήσειεισέ δρόμο ή σε καλύβα,μα στην κάμαρη του Σκλίβα!Εκεί σὄμενε να φθάσεις,165και το λογικό να χάσεις,—το παλιό το σπίτι αφήνοντας,εις τ’ οποίο κάποιος εμπήκε,που πουλιό του δεν εβγήκε.(Σκάψε, Ρώμα, για να ιδείς170μη τα κόκαλά του βρεις).—Εκεί, ενώ σ’ αυτό το σπίτιεκοπίαζες με τη μύτη,κάνοντας σαν τα παιδάκια,όταν φκιάνουν φουσουνάκια,175σου σηκώναν κάποιοι τσάφοι *το κλεμμένο το χρυσάφι·εκεί εστέκαν, ενώ σὄβγαινετου θανάτου ο γογγυσμός,τον αγρίκουναν, κι ετρέμανε180μη δεν ήτανε ο στερνός.Κάνε εμπόρειες απ’ το βιο σου,έπειτ’ απ’ το θάνατό σουκαι της φτωχουλιάς ν’ αφήσειςκαι τα στόματα να κλείσεις.185Αλλά ο Διάολος εφάνηκεστο πλευρό σου αδερφικάτα, *όταν έγραφες τη διάτα·και το χέρι σου τηρώνταςκαι σκληρά χαμογελώντας,190ετραγούδουνε: Ω φτωχοί,που γυρεύετε ψωμί,κάθε λύπη τώρα αφήστεκαι σε λίγο θα πλουτίστε·γραικοί σκλάβοι, ακαρτερείτε·195γιατ’ ευθύς θα λυτρωθείτε·τες καδίνες * θα πετάξτε,εις τη Ζάκυνθο ν’ αράξτε,εις το μνήμα του να ορμήστεκαι την πλάκα να φιλήστε.—200Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμιμνέσκεις άκλαφτο ψοφίμι·όπως έζησες πεθαίνειςκι εκεί μέσα ο ίδιος μένεις,με ξεμυτερά * τα νύχια205μαθημένα στα προστύχια· *θέλω να σε ιδώ, σκυλί!

Κι έτσι λέοντας, το σπαθί,το καπέλο, του πετάει,και στην κάσα ευθύς χουμάει·210ο παπάς εκεί γειρμένοςκαι στα χείλα του αφρισμένοςπολεμάει να την ανοίξει·κι ότι αρχίνησε να τρίξει,εγώ πὄλεα μην ορμήσει215και το λείψανο χτυπήσει,τρέχω γλήγορα κοντάγια να πω: Μωρέ παπά!είναι ο μαύρος πεθαμένος!Αλλά εξύπνησα ιδρωμένος.

___

Οι στίχοι 21-28 βρίσκονται μετά τους στίχους 29-33 και οι στίχοι 116-117 μετά τον στ. 113 στο χφ. Μάργαρη, από το οποίο προέρχονται και οι παρακάτω παραλλαγές που σημειώνονται στην έκδοση του Λ. Πολίτη.

στ. 6
Για τους φόνους

στ. 34
λίγοι ανθρώποι

στ. 62
να ’χει ακόμα το πικρό

στ. 103-140
κυριακάτικα αλλαμένους
μες στσι λέρες * να καθίζουν

στ. 117
τη φωνή του και σιμώνει

στ. 136
κι ο φτωχός ο αποριμένος

στ. 164
Εκεί σὄμελλε

στ. 176
το κλεμμένο σου χρυσάφι

στ. 201
άκλαφτο έμεινες ψοφίμι

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Η έπαυλη της οικογένειας Σολωμού στο Ακρωτήρι

 Αναδημοσίευση: https://www.facebook.com/kalogeroszantehistorical/posts/1593489067472479/






Στοιχεία από προσωπική εμπειρία καθώς και από πηγές του διαδικτύου και της Εφημερίδας Ημέρα, Ζάκυνθος.
Αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο της περασμένης Ζακύνθου ήταν και η περίφημη έπαυλη του Νικολού Σολωμού – Ταμπακιέρη, στο μετόχι του της περιοχής του Ακρωτηριού. Χτίστηκε σε δεσπόζουσα τοποθεσία του Ακρωτηριού, μετά το 1765, σε σχέδια του γάλλου αρχιτέκτονα Bocher.
Ο πατέρας του Εθνικού Ποιητή Διονυσίου Σολωμού, Νικόλαος, κληροδότησε την έπαυλη στον πρωτότοκο γιο του Ροβέρτο. Από το γάμο του Ροβέρτου Σολωμού και της Στέλλας Μακρή γεννήθηκε η Μπετίνα, η οποία παντρεύτηκε το Νικόλαο Κυβετό.
Έτσι, η έπαυλη περιήλθε στην ιδιοκτησία του τελευταίου, που τη νοίκιασε στο δημόσιο, ως κατοικία του Άγγλου Αρμοστή της Επτανήσου, όταν επισκεπτόταν ο τελευταίος τη Ζάκυνθο. Οι επισκέψεις αυτές ήταν τακτικές και η έπαυλη του Ακρωτηριού απέκτησε τη φήμη ενός από τα σημαντικότερα κοσμικά κέντρα της κοινωνικής ζωής των αρχόντων, επί Αγγλοκρατίας.
Εδώ φιλοξενήθηκε, από τον Άγγλο αρμοστή Lord Nugent, ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, Όθωνας, όταν επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, στις 10 Οκτωβρίου 1833.
Μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, η έπαυλη αγοράστηκε από το Νικόλαο Αναστασίου Λούντζη. Ο γιος του τελευταίου, Δημήτρης, την πούλησε αργότερα στην οικογένεια Χρονόπουλου.
Τότε, το περίφημο τριώροφο αρχοντικό είχε πάθει σημαντικές καταστροφές από τους σεισμούς του 1893.
Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε και στα προσεισμικά χρόνια όλη του την παράδοση, με την ωραία παρουσία του ζεύγους Χρονόπουλου.
Μετά τους σεισμούς του 1953, η έπαυλη αναστηλώθηκε και στεγάζει αξιόλογα έργα τέχνης, οικογενειακά κειμήλια και αρχεία της οικογένειας Χρονόπουλου.
Στη νότια όψη της, υπήρχε ωραία στοά που κρατούσε τον εξώστη του πρώτου ορόφου.
Η κύρια (δυτική) όψη της βίλλας είχε τρεις στοές, βεράντες και την εξαίσια κάθετη «σκαλουνάδα», στον ακρόποδα της οποίας υπήρχε κήπος με οπωροφόρα και πυκνό πάρκο.
Στο υπερυψωμένο υπόγειο υπήρχε το «πιάνο νόμπιλε», δηλαδή οι χώροι υποδοχής, στους δύο ορόφους οι χώροι διαμονής της οικογένειας και ύπνου και στο υπόγειο οι βοηθητικοί χώροι.
Σημειωτέον ότι ο Διονύσιος Σολωμός δεν διέμεινε ποτέ στην έπαυλη αυτή.
Είχα την τύχη να επισκεφτώ και να γνωρίσω την έπαυλη αυτή καθ' ότι έμενα εκεί κοντά αλλά και διότι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ο Ιπποκράτης είχε αναλάβει την συντήρηση της υδραυλικής εγκατάστασης και την εγκατάσταση καλοριφέρ στο κτίριο αυτό.
Πράγματι το κτίριο αυτό αποπνέει μια αριστοκρατική αύρα, και αποτελεί ένα αληθινό ιστορικό κειμήλιο πέρα από την αρχιτεκτονική της παρουσία. Οι εσωτερικοί χώροι της παραπέμπουν σε βασιλική κατοικία, χωρίς εκείνη την αποπνικτική χλίδα παρόμοιων κτισμάτων. Αυτό που ένιωθα όταν βρισκόμουν μέσα στο κτίριο ήταν μια περίεργη ηρεμία ανακατεμένη με τον συνεπαρμό που νοιώθει κανείς όταν βρίσκεται μέσα σε ένα παλαιό υψηλοτάβανο σπίτι, με υπερ-άνετους χώρους που σε ταξιδεύουν σε μεγαλεία παρελθόντος χρόνου.
Η μεγάλη κτιστή σκάλα της βορινής πλευράς, από την οποία γίνεται η προσέγγιση στο κτίριο, σε συνδιασμό με τον βασιλικού τύπου κήπο της στην νότια πλευρά, που βλέπει στην βορειοανατολική ακτή, παραπέμπουν σε βασιλική εξοχική κατοικία.
Απλετοι χώροι και δεσπόζουσα θέση γεωγραφικά, δημιουργούν ένα οίκημα στολίδι για το νησί, που αξίζει να συντηρηθεί και να προστατευθεί με κάθε κόστος.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------


H έπαυλη του Νικολάου Σολωμού

Αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο της περασμένης Ζακύνθου ήταν και η περίφημη έπαυλη του Νικολού Σολωμού – Ταμπακιέρη, στο μετόχι του της περιοχής του Ακρωτηριού. Χτίστηκε σε δεσπόζουσα τοποθεσία του Ακρωτηριού, μετά το 1765, σε σχέδια του γάλλου αρχιτέκτονα Bocher.
Ο πατέρας του Εθνικού Ποιητή Διονυσίου Σολωμού, Νικόλαος, κληροδότησε την έπαυλη στον πρωτότοκο γιο του Ροβέρτο. Από το γάμο του Ροβέρτου Σολωμού και της Στέλλας Μακρή γεννήθηκε η Μπετίνα, η οποία παντρεύτηκε το Νικόλαο Κυβετό.
Έτσι, η έπαυλη περιήλθε στην ιδιοκτησία του τελευταίου, που τη νοίκιασε στο δημόσιο, ως κατοικία του Άγγλου Αρμοστή της Επτανήσου, όταν επισκεπτόταν ο τελευταίος τη Ζάκυνθο. Οι επισκέψεις αυτές ήταν τακτικές και η έπαυλη του Ακρωτηριού απέκτησε τη φήμη ενός από τα σημαντικότερα κοσμικά κέντρα της κοινωνικής ζωής των αρχόντων, επί Αγγλοκρατίας.
Εδώ φιλοξενήθηκε, από τον Άγγλο αρμοστή Lord Nugent, ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, Όθωνας, όταν επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, στις 10 Οκτωβρίου 1833.
Μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, η έπαυλη αγοράστηκε από το Νικόλαο Αναστασίου Λούντζη. Ο γιος του τελευταίου, Δημήτρης, την πούλησε αργότερα στην οικογένεια Χρονόπουλου.
Τότε, το περίφημο τριώροφο αρχοντικό είχε πάθει σημαντικές καταστροφές από τους σεισμούς του 1893.
Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε και στα προσεισμικά χρόνια όλη του την παράδοση, με την ωραία παρουσία του ζεύγους Χρονόπουλου.
Μετά τους σεισμούς του 1953, η έπαυλη αναστηλώθηκε και στεγάζει αξιόλογα έργα τέχνης, οικογενειακά κειμήλια και αρχεία της οικογένειας Χρονόπουλου.
Η έπαυλη χτίστηκε σε δεσπόζουσα του Ακρωτηριού, μετά το 1765, σε σχέδια του γάλλου αρχιτέκτονα Ιωακείμ Bocher.
Στη νότια όψη της, υπήρχε ωραία στοά που κρατούσε τον εξώστη του πρώτου ορόφου.
Η κύρια (δυτική) όψη της βίλλας είχε τρεις στοές, βεράντες και την εξαίσια κάθετη «σκαλουνάδα», στον ακρόποδα της οποίας υπήρχε κήπος με οπωροφόρα και πυκνό πάρκο.
Στο υπερυψωμένο υπόγειο υπήρχε το «πιάνο νόμπιλε», δηλαδή οι χώροι υποδοχής, στους δύο ορόφους οι χώροι διαμονής της οικογένειας και ύπνου και στο υπόγειο οι βοηθητικοί χώροι.
Σημειωτέον ότι ο Διονύσιος Σολωμός δεν διέμεινε ποτέ στην έπαυλη αυτή, αλλά στο σπίτι του πατέρα του, το οποίο βρισκόταν πλησίον της πλατείας Αγίου Μάρκου.


Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

 

πηγή: Συλλογή Ζωγραφικής, Σχεδίων και Χαρακτικών Μουσείου Μπενάκη]

                                            πηγή: Συλλογή Ζωγραφικής, Σχεδίων και Χαρακτικών Μουσείου Μπενάκη]
Μάρθα:

«Il perchι di tanto guardare, di tanto sommesso parlare del mondo che a me d' innanzi passava, mi fu rivelato dalla grande e soave ricchezza dell' amor vostro. Ed ora non so come tutto questo mi s' affaccia come ombra. Tutti gli oggetti che una volta inafferrabili nella loro altezza mi si mostravano, ora mi si affacciano, come a chi θ piantato sopra alta montagna, s' affaccia nel basso mare 1αΑ sua imagine. Cos¨ non tutto ¨¨ perduto per noΙο ¦©¦Ο ho cessato di guardare in questo frutto del mio grembo un' imagine come quella che fanno sul petto i marinari coll' ago, ho cessato d' invidiare l' uccelletto che trov¨° un granello e canΜava. ¦a co uccello, mentre l' ardore estivo infuoca la natura, trova il suo bene nell' ombra fresca e l' accoglie colla piccola anima e con qualche suono fuggevole, cosμ io dal vortice degli armati che mi cingono numerosi, strepitanti, trionfanti, mi ricovro in luogo dove sono raccolti tutti i troni della terra - Ἴο parlo di te, ὁ benefica Mina dell' alba».

(ΑΕ 478 Β. Ἀνήκει στὸ Γ' σχεδίασμα)

(Μετάφραση)

Μάρθα :

«Ἡ αἰτία τόσου κοιτάγματος, τόσης χαμηλόφωνης ὁμιλίας τοῦ κόσμου ποὺ περνοῦσε ἐμπρός μου, μοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν μεγάλο καὶ γλυκὸ πλοῦτο τῆς ἀγάπης σας. Καὶ τώρα ὅλα αὐτὰ πού μας συμβαίνουν μου παρουσιάζονται σὰν σκιές. Ὅλα ὅσα κάποτέ μου φαίνονταν ἀσύλληπτα μακριὰ καὶ ψηλά, τώρα μοιάζουν γιὰ μένα ὅπως ὅταν βλέπει κανεὶς ἀπὸ τὴν ψηλὴ ὄχθη τὴν εἰκόνα τοῦ κάτω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Δὲν χάθηκαν λοιπὸν ὅλα γιά μας. Ἔπαψα νὰ βλέπω αὐτὸ τὸ ἀδυνατισμένο παιδί μου σὰν μιὰ ζωγραφιὰ ποὺ κάνουν στὸ στῆθος τοὺς οἱ

θαλασσινοὶ μὲ τὸ βελόνι. Ἔπαψα νὰ ζηλεύω τὸ πουλάκι ποὺ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπόρο καὶ τραγούδησε. Ἀλλὰ ὅπως αὐτὸ τὸ πουλί, ὅταν ἡ καλοκαιρινὴ ζέστη φλογίζει τὴ φύση, βρίσκει τὴν εὐτυχία του στὴ δροσερὴ σκιὰ καὶ τὴ δέχεται μὲ τὴ μικρὴ ψυχή του καὶ μ' ἕνα φευγαλέο κελάϊδημα, ἔτσι κι ἐγώ, ἀπὸ τὴ δίνη τῶν ὁπλισμένων ἐχθρῶν ποὺ μὲ κυκλώνουν, πολυάριθμοι, θορυβώδεις, θριαμβευτικοί, βρίσκω καταφύγιο σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸ χῶρο ὅπου ἔχουν συγκεντρωθεῖ ὅλοι οἱ θρόνοι τῆς γῆς - μιλῶ γιὰ σένα, ὢ εὐεργετικὸ ὄρυγμα ποὺ θὰ ἀνατιναχτεῖς τὰ ξημερώματα».

(Il confessore:)

«E questi implacabili nemici furono uniti nelle mie lagrime. Dolce fiato della notte stellata, un sorriso nelle aque e nelle campagne da per tutto... Il tremuoto fece nella forte pietra profonda spaccatura che si coperse di fiori, che tremolavano all' aura ed al sole...

Se mai fosse qualche cosa di non afferrabile, il martirio, il sangue lo scorterΰ, perchι mi par impossibile come possa passare al di lΰ uno solo di noi...

Come ombra erra τὸ κοπαδάκι μου sotto la stellifera notte fresca dalle preghiere, tranquilla come se il cielo avesse piovuto il pane».

(Μετάφραση)

Ὁ Πνευματικός:

«Κι αὐτοὶ οἱ ἀνελέητοι ἐχθροὶ ἑνώθηκαν στὰ δακρυά μου. Γλυκειὰ πνοὴ τῆς ξάστερης νύχτας, ἕνα χαμόγελο πάνω στὰ νερὰ καὶ παντοῦ στὴν ἐξοχή... Ὁ σεισμὸς ἄνοιξε στὸ σκληρὸ βράχο βαθὺ χάσμα ποὺ σκεπάστηκε μὲ λουλούδια ποὺ ἔτρεμαν στὴν αὔρα καὶ στὸν ἥλιο...

Ἂν τύχει νὰ γίνει κάτι ἀπ' αὐτὸ ποὺ τώρα μοιάζει ἀνέφικτο, θὰ τὸ συνοδέψει τὸ μαρτύριο καὶ τὸ αἷμα. Γιατί μου φαίνεται ἀδύνατο νὰ μπορέσει νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ ἕνας μόνο ἀπό μας.

Σὰν σκιὰ πλανιέται τὸ κοπαδάκι μου μέσα στὴ νύχτα μὲ τ' ἄστρα, νύχτα δροσερὴ ἀπὸ τὶς προσευχές, γαλήνια σὰν νὰ εἶχε βρέξει ψωμὶ ὁ οὐρανός».


[πηγή: Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων]