της Κιάρα Πασέτι
Όταν σκεφτόμαστε τον Γκι ντε Μοπασάν, που πέθανε στις 6 Ιουλίου 1893 μόλις 43 ετών, συνήθως μας έρχεται στο μυαλό το βιβλίο του Η χοντρομπαλού, το οποίο του χάρισε μια αναπάντεχη και γρήγορη φήμη, τα σύντομα και λαμπερά διηγήματα, και τα μυθιστορήματα όπως το Μια ζωή, το Ο φιλαράκος ή το Πιέρ και Ζαν. Πολλά κείμενά του, εξίσου αξιανάγνωστα, είναι ακόμα σχεδόν άγνωστα. Ειδικότερα το τελευταίο του μυθιστόρημα Η καρδιά μας, είναι σχεδόν άγνωστο ακόμα και στους θαυμαστές του, και βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνα που εκτίμησαν λιγότερο οι κριτικοί, τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Αρχικά είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες στην Επιθεώρηση των δύο κόσμων, και αμέσως μετά συμπεριελήφθη σε τόμο, το 1890, χρονιά κατά την οποία σταμάτησε η λογοτεχνική δραστηριότητα του Μοπασάν. Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα από τα πιο εσωτερικά κείμενά του, που περιγράφει την παρισινή κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα με στιλ καθαρό, «γεμάτο συναισθηματικές αντηχήσεις», και αυστηρά ελεγχόμενο, σύμφωνα με τα διδάγματα του δασκάλου του Φλομπέρ.
Αρχικά το έργο είχε συλληφθεί ως νουβέλα με τον τίτλο Οι ξένες καρδιές· μετά όμως από πολλές αλλαγές, διορθώσεις, μεταθέσεις σκηνών και δισταγμούς ως προς τα ονόματα και την επιλογή του ρόλου των ηρώων (όπως προδίδει το χειρόγραφο, ένα από τα πιο ταλαιπωρημένα της παραγωγής του), μετατράπηκε σε πραγματικό μυθιστόρημα, ενώ η τελική επιλογή του τίτλου του αποκαλύπτει ότι ο συγγραφέας ώθησε προς τη γενικότητα τη μελέτη ειδικών περιπτώσεων. Η Καρδιά μας αναφέρεται τόσο στους ήρωες όσο, γενικότερα, στους αναγνώστες. Την ίδια χρονιά εξάλλου είχε δημοσιευθεί και το Μια γυναικεία καρδιά του Πολ Μπορζέ: ένα βιβλίο, επίσης, πάνω στα πάθη και τον κοσμικό έρωτα. Αυτό, λοιπόν, το θέμα που κυκλοφορούσε και ήταν γνωστό, ο Μοπασάν το χειρίσθηκε με μαεστρία, μετατρέποντας το σε ένα βιβλίο ψυχολογίας και ανάλυσης αισθημάτων, με τη στενή έννοια.
Ήρωες του είναι ο Αντρέ Μαριόλ και η Μισέλ ντε Μπριν. Εκείνος είναι ένας «ερασιτέχνης με ταλέντο», πολυσχιδής αλλά νωχελικός, ο οποίος δοκίμασε πολλές διαδρομές στον κόσμο της τέχνης χωρίς ιδιαίτερη ενεργητικότητα και αυτοπεποίθηση, παίζοντας πάντα το ρόλο μάλλον του θεατή παρά του πρωταγωνιστή της ζωής.. Η προσωπικότητα του μπορεί να συνοψισθεί στην ακόλουθη φράση: «δεν είμαι τίποτα διότι εγώ ο ίδιος δεν ήθελα να είμαι τίποτα». Σύμπτωμα «υπεροπτικής επιφυλακτικότητας» και εγωτικής αυτοϊκανοποίησης. Ένας φίλος του μουσικός τον παρουσιάζει στο σαλόνι της νέας και γοητευτικής χήρας Μισέλ ντε Μπριν. Έτσι βρίσκεται σε ένα ραφινάτο περιβάλλον όπου συχνάζουν καλλιτέχνες και κοσμικοί, τους οποίους ενώνει ο θαυμασμός και η απόλυτη αφοσίωση απέναντι στην οικοδέσποινα: μια φιλόφρονα προς όλους γυναίκα, αποφασισμένη, μετά τον θάνατο του συζύγου της, πρώην σκλάβα των απαιτήσεων, των βιαιοτήτων και των ζηλοτυπιών του, να μη δοθεί πια σε κανέναν. Ακριβώς γι’ αυτό η Κυρία ντε Μπριν (όνομα τόσο κοντινό στο αγγλικό to burn, «καίω») είναι μια γυναίκα στεγνή, ανίκανη για πραγματικά αισθήματα αγάπης, η οποία απολαμβάνει μέσα από την ομορφιά, με την εγωπάθεια και τα μυστικά της γοητείας της, την παντοδυναμία της πάνω στους άνδρες ιδιότητα που την κάνει να είναι πάρα πολύ επικίνδυνη όχι τόσο απέναντι στον εαυτό της όσο απέναντι στους άλλους. Μόνο που εκείνη παραμένει σε μια κατάσταση «θεϊκής αδιαφορίας» απέναντι στα πάθη, σαν ένα «νωθρό άγαλμα», το οποίο λατρεύουν όλοι αλλά δεν κατορθώνουν να το κάνουν να σκιρτήσει από αληθινή ζωή. Ο Αντρέ γρήγορα την ερωτεύεται τρελά, συνεπαρμένος, «σιδηροδέσμιος, βασανισμένος, κυριευμένος, κατεστραμμένος». Βέβαιος ότι βρίσκεται απέναντι σε «κάτι το αναπάντεχο, σε μια αφετηρία του ανθρώπινου είδους, διεγερτικού μέσα στην πρωτοτυπία του», σε ένα από αυτά τα «αρχέτυπα πλάσματα μιας νέας γενιάς, εντελώς καινοφανή. τα οποία με υπέροχο τρόπο προσκαλούν, ακόμα και μέσα από τις ατέλειες τους, σε μιαν αφύπνιση». Εξαιρετικό απόσπασμα, όπου ο Μοπασάν σκιαγραφεί «μια σύγχρονη εκδοχή του αιώνιου θηλυκού» ή, για να το πούμε δια στόματος Μποντλέρ, του «παράδοξου ανδρόγυνου» του οποίου η Έμμα Μποβαρί υπήρξε το πρώτο δείγμα: ενός πλάσματος « με όλα τα δέλεαρ της αρσενικής ψυχής μέσα σε ένα γοητευτικό θηλυκό σώμα», σε αντίθεση με την φλομπερική πρόγονο της, με την οποία έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά, η Μισέλ είναι ελεύθερη.
Ελεύθερη να αγαπήσει, ελεύθερη να ζήσει, αλλά κυρίως ελεύθερη να παίξει και να κουραστεί όσο της αρέσει από τα τόσα καπρίτσια της, τα οποία οφείλονται περισσότερο σε ανία (αυτό το τόσο ρομαντικό και θανατηφόρο spleen που ήταν ακόμα τόσο παρόν στα τέλη του αιώνα) παρά σε σφρίγος.
Ο Αντρέ, ερωτευμένος αλλά ίσως όχι χαμένος, θα ανακαλύψει σύντομα το παιχνίδι της, και θα αποσυρθεί στην εξοχή, όπως ο ήρωας του Αισθηματικής αγωγής του Φλομπέρ και του Μανέτ Σαλομόν των Γκονκούρ, για να ξεφύγει από τον πόνο αυτού του στείρου έρωτα, όπου η αγαπημένη δεν αφήνεται να κατακτηθεί εντελώς, παρά τη σαρκική επαφή, μοιάζοντας πάντα να είναι “anywhere out of the world”. Στο Φοντενεμπλό ο Αντρέ θα βρει μια νέα μαγεία, ένα νέο έρωτα, ο οποίος όμως θα έχει την πικρή γεύση της εκδίκησης, ή ίσως μιας συνειδητής παράδοσης σε κάτι ακόμα δεσμευτικό, σε ένα ον, στην πραγματικότητα, απόμακρο, étranger όντως. «Αγαπάς και αυτό είναι όλο, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο», σκέφτεται ο Αντρέ, γιατί το αίσθημα της Μισέλ είναι «λογοτεχνία αγάπης, όχι αγάπη». Αφυδατωμένο φρούτο, που θυμίζει τον αρχικό, και στη συνέχεια αποκηρυγμένο, υπότιτλο της Αισθηματικής αγωγής του «δασκάλου του. Έρωτα». Το τέλος της ιστορίας θα χαρίσει στον Αντρέ, «ένα ευτυχισμένο πρόσωπο», σε αντίθεση με εκείνο του συγγραφέα του, που «δεν υπήρξε ποτέ ευτυχισμένος».
Το κείμενο αυτό πρέπει να ξαναμελετηθεί, να διαβαστεί, όπως ίσως θα έλεγε ο Μποντλέρ, σαν «το άβατο της καρδιάς του Μοπασάν».
Η Κιάρα Πασέτι είναι ιταλίδα δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος
Περί λογοκρισίας
του Γκουστάβ Φλομπέρ
(Ο Γκουστάβ Φλομπέρ έγραψε μια επιστολή στον Γκι ντε Μοπασάν στις 19 Φεβρουαρίου 1880 που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Gaulois στις 21 Φεβρουαρίου 1880. Εκείνη την εποχή ο Μοπασάν βρισκόταν αντιμέτωπος με μια δυσάρεστη δικαστική διαμάχη: το ποίημα του Στην ακρογιαλιά (ένα ποίημα 226 στίχων, το οποίο μιλούσε για τις ερωτικές συναντήσεις του συγγραφέα με μια υπηρέτρια σε ένα πλυσταριό).
Δημοσιευμένο το 1876 στο République des lettres, και στη συνέχεια το 1879 στο Revue moderne et naturaliste (αλλά χωρίς τη συγκατάθεση του συγγραφέα) είχε κατηγορηθεί από το δικαστήριο της Ετάμπ για «προσβολή των ηθών και της κρατούσας αντίληψης πραγμάτων». Ο Μοπασάν φοβούμενος ότι μια καταδίκη θα μπορούσε να του στοιχίσει τη θέση του στο Υπουργείο Παιδείας είχε ζητήσει από τον Φλομπέρ να γράψει «μία μακροσκελή επιστολή», με σκοπό να δημοσιευθεί στο Le Gaulois «καθησυχαστική, πατρική και φιλοσοφική με γενικότερες σκέψεις ως προς το ηθικό βάρος των δικών για θέματα λογοτεχνίας». Η σοβαρή παρέμβαση του Φλομπέρ είχε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: στις 28 Φεβρουαρίου 1889 όλα τελείωσαν με απαλλαγή. Οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση και ο Μοπασάν δέχτηκε μια απρόσμενη δημοσιότητα. Στις 8 Μαΐου 1880 ο Φλομπέρ πεθαίνει στο Κρουασέ. Μετά το θάνατο του δασκάλου ο μαθητής εγκατέλειψε την ποίηση εντελώς και αφοσιώθηκε στη πρόζα).
Αγαπητό μου παιδί, είναι όντως αλήθεια; Αρχικά είχα πιστέψει ότι επρόκειτο για φάρσα, αλλά όμως όχι! Υποκλίνομαι…
Πάντως, είναι πολύ συμπαθείς αυτοί της Ετάμπ! Τελικά θα αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε όλα τα δικαστήρια της γαλλικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και των αποικιών; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό για μια σύνθεση σε στίχους, δημοσιευμένη πριν από καιρό στο Παρίσι σε μια κλειστή, πλέον, εφημερίδα, και επαναδημοσιευμένη εν αγνοία σου σε μια ασήμαντη επαρχιακή εφημερίδα; Σε τι μας εξαναγκάζουν τώρα; Τι πρέπει να γράφουμε; Πώς να δημοσιεύουμε; Σε ποια Βοιωτία ζούμε!
Σε έχουν κατηγορήσει για «προσβολή των ηθών και της κρατούσας αντίληψης πραγμάτων»: γι’ αυτά τα δύο συμπαθητικά συνώνυμα, που αποτελούν δύο διαφορετικές κατηγορίες πραγμάτων. Εμένα μου είχε απαγγελθεί κατηγορία από το 'Ογδοο Δικαστήριο για μια τρίτη προσβολή: εναντίον «της θρησκευτικής πίστης» με αφορμή την Μαντάμ Μποβαρί:. Αυτή η δίκη μου είχε χαρίσει μια τεράστια διαφήμιση, στην οποία οφείλω τα τρία τέταρτα της επιτυχίας μου. Για να μη μακρηγορώ, δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα! Μήπως είσαι θύμα μιας προσωπικής βεντέτας; Υπάρχει κάτι το ανεξήγητο. Έχουν πληρωθεί για να ρεζιλέψουν τη Δημοκρατία περιφρονώντας και γελοιοποιώντας την. Έστω ας σε κατηγορήσουν για ένα πολιτικό άρθρο, αν και προκαλώ όλες τις Εισαγγελίες να αποδείξουν την πρακτική σκοπιμότητα μιας τέτοιας καταγγελίας. Αλλά για στίχους, για λογοτεχνία … όχι, είναι απίστευτο! Θα σου απαντήσουν ότι το ποίημα σου έχει άσεμνες παραβατικότητες! Με τη θεωρία των παραβατικοτήτων μπορούν να οδηγήσουν στη λαιμητόμο έναν αμνό, με τον ισχυρισμό ότι ονειρεύτηκε κρέας. Θα έπρεπε να συμφωνήσουν οριστικά πάνω στο ζήτημα της κρατικής πολιτικής επί της ηθικής.
Ότι είναι Ωραίο είναι ηθικό, ορίστε, έτσι συνοψίζεται το θέμα. Η ποίηση, όπως ο ήλιος, απλώνει χρυσάφι στην κοπριά. Τόσο το χειρότερο για όσους δεν το βλέπουν. Εσύ χειρίστηκες τέλεια μια κοινοτοπία, και σου αξίζουν έπαινοι και όχι πρόστιμα και φυλακή. «Ολόκληρη η πνευματικότητα ενός συγγραφέα είναι αφιερωμένη στην καλή αναπαράσταση και σκιαγράφηση», λέει ο Λα Μπριγιέρ. Ιδού: εσύ αναπαρέστησες και σκιαγράφησες καλά. Τι άλλο θέλουν; «Όμως το υποκείμενο», θα διαμαρτυρηθεί ο Πρυντόμ, το υποκείμενο, κύριε! Δύο εραστές, μια πλύστρα στην όχθη! Έπρεπε να χρησιμοποιήσεις, κωμικό ύφος, περισσότερη λεπτότητα, να στηλιτεύσεις εδώ και εκεί με απαλή κομψότητα και στο τέλος να προσθέσεις έναν σεβάσμιο κληρικό η έναν καλό γιατρό ο οποίος να απαριθμεί τους κινδύνους του έρωτα. Με δύο λόγια, η ιστορία σου ωθεί προς τη συνουσία … Α! πρώτα από όλα αυτό δεν είναι αλήθεια! Και να ήταν, αυτή την εποχή με τα ανώμαλα γούστα, δεν είναι κακό να διακηρύττεις τη λατρεία της γυναίκας… Οι φτωχοί εραστές σου δεν διαπράττουν εξάλλου μοιχεία! Είναι αμφότεροι ελεύθεροι, «χωρίς δεσμεύσεις απέναντι σε κανέναν».
Όσο και να διαμαρτύρεσαι, το κόμμα της τάξης θα βρει ούτως ή άλλως ψεγάδια, πάρτο απόφαση. Αλλά ανάφερε, με τρόπο ώστε να τους εξοντώσεις, όλους τους έλληνες και ρωμαίους κλασικούς, χωρίς εξαιρέσεις, από τον Αριστοφάνη μέχρι τον καλό Οράτιο και τον τρυφερό Βιργίλιο. Στη συνέχεια τους ξένους, ανάμεσά τους τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Μπάιρον, τον Θερβάντες. Σε εμάς, τον Ραμπελέ, «από τον οποίο προέρχονται τα γαλλικά γράμματα», και μετά τον Σατομπριάν, του οποίου το αριστούργημα αναφέρεται στην αιμομιξία. Και έπειτα τον Μολιέρο (ας σκεφτούμε την οργή του Μποσουέ εναντίον του), τον μεγάλο Κορνέιγ, του οποίου η Θεοδώρα έχει ως θέμα την πορνεία. Και τον πατέρα Λα Φοντέν, τον Βολταίρο και τον Ζαν Ζακ [Ρουσό] κλπ… Και τα παραμύθια του Περό! Για τί μιλάει στο Γαιδουροτόμαρο ! Πού εκτυλίσσεται η τέταρτη πράξη του O βασιλιάς διασκεδάζει;! Κατ’ επέκτασιν θα πρέπει να καταστραφούν όλα τα βιβλία ιστορίας διότι προσβάλουν τη φαντασία.
Με πνίγει η αγανάκτηση. Ποιος θα εκπλαγεί; Ο φίλος Μπαρντού! Ναι, εκείνος ο οποίος μόλις διάβασε το ποίημα σου ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που θέλησε να σε γνωρίσει και σε διόρισε στο υπουργείο του. Η Δικαιοσύνη συμπεριφέρεται πραγματικά καλά στους προστατευόμενους του.
Και αυτό το θαυμάσιο «Βολταίρος» (όχι ο άνθρωπος η εφημερίδα), το οποίο προ ημερών αστειευόταν, ευγενικά, για την παραξενιά μου να πιστεύω στο μίσος απέναντι στη λογοτεχνία! Το «Βολταίρος» κάνει λάθος! Εγώ πιστεύω όλο και περισσότερο στο ασυνείδητο μίσος του στιλ. Όταν γράφει κάποιος καλά έχει απέναντι του δύο εχθρούς: πρώτον, το κοινό, διότι το στιλ το υποχρεώνει να σκέφτεται, και δεύτερον την κυβέρνηση, διότι αισθάνεται μέσα μας μια δύναμη, και η εξουσία δεν αγαπάει μια άλλη δύναμη. Όσο και να αλλάζουν οι εξουσίες: μοναρχικές,, αυτοκρατορικές, δημοκρατικές, δεν έχει πολλή σημασία! Η κυρίαρχη αισθητική δεν αλλάζει! Λόγω της θέσης τους, οι πράκτορες της – διαχειριστές και δικαστικοί – έχουν το μονοπώλιο του γούστου (ας αναλογιστούμε το σκεπτικό της αθώωσης μου). Γνωρίζουν πώς πρέπει να γράφουν, η ρητορική τους είναι αλάνθαστη, και κατέχουν τα μέσα για να σε πείσουν. Ανεβαίναμε προς τον Όλυμπο, το πρόσωπο πλημυρισμένο από τις ακτίνες, την καρδιά γεμάτη ελπίδα, προσδοκώντας την ομορφιά, το θεϊκό, σχεδόν επιβάτες στον ανάλαφρο ουρανό, ενώ ένα χέρι δήμιου μας τραβούσε προς το βούρκο. Εσείς συνομιλούσατε με τη Μούσα και σας θεωρούν διαφθορέα μικρών κοριτσιών! Όλα αναδίδουν την οσμή της Ευκολίας, θα σας συσχετίσουν με τους κυρίους, οι οποίοι συχνάζουν, από λαγνεία, στις τουαλέτες!
Και θα καθίσεις, αγαπητό μου παιδί, στο εδώλιο με τους κλέφτες, και θα ακούσεις κάποιον τύπο να διαβάζει τους στίχους σου (όχι δίχως λάθη απαγγελίας), και να τα ξαναδιαβάζει υπογραμμίζοντας ορισμένες λέξεις στις οποίες θα δώσει ένα δόλιο νόημα. Θα επαναλάβει, όπως ο πολίτης Πινάρ1, ορισμένες του στιλ: «τον αστράγαλο, κύριοι, τον αστράγαλο!»…
Κι ενώ ο δικηγόρος σου θα νεύει να συγκρατηθείς – μια μονάχα λέξη μπορεί να σε καταστρέψει – εσύ θα ακούς πίσω σου, μόλις, όλη τη χωροφυλακή, το στρατό, την αστυνομία, να πιέζουν το μυαλό σου με αβάσταχτο βάρος: τότε θα ανεβεί στην καρδιά σου ένα αιφνίδιο μίσος, μαζί με σχέδια εκδίκησης, τα οποία στην συνέχεια θα ματαιωθούν από υπερηφάνεια. Όμως, γιατί άλλη μια φορά, δεν είναι δυνατόν. Δεν θα σε δικάσουν, δεν θα σε καταδικάσουν. Υπάρχει παρεξήγηση, έγινε λάθος, δεν ξέρω τι άλλο. Ας επέμβει ο Υπουργός Δικαιοσύνης! Όμως, ποιος ξέρει; Η γη έχει όρια, αλλά η ανθρώπινη ηλιθιότητα είναι ατελείωτη.
Σε φιλώ
Ο πρεσβύτης σου
Απόδοση: Φανή Μουρίκη
1 Γάλλος Εισαγγελέας της εποχής του Φλομπέρ.