[Τα Νέα, Σάββατο 14/02/2009]
Τζένη Μαστοράκη: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, εκδ. Κέδρος 2007
«Το έργο του Γιώργου Χειμωνά δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαβαστεί ψύχραιμα», έγραφε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (αριστερά). Τώρα που σε λίγες μέρες συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από τον ξαφνικό θάνατο αυτού του ξεχωριστού πεζογράφου (και ψυχίατρου-ψυχαναλυτή), η ανάγνωση του κορυφαίου φιλόλογου και κριτικού και οι ευθύβολες παρατηρήσεις του επαναφέρουν στο προσκήνιο τον συνταρακτικό διάλογό τους
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ: «ΛΙΓΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΕΡΓΑ ΜΑΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΥΠΟΘΕΤΩ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ». ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΠΑΡΩ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ. ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΟΥΣ.
Και με τον Χειμωνά και με τον Μαρωνίτη έχω μια μακριά προϊστορία, δημόσια και ωστόσο προσωπική: καθένας τους με τον δικό του τρόπο, με κάποιο κείμενό του δηλαδή, με έχει σημαδέψει σε διάφορες ηλικίες και ήταν εποχές που μια δημοσίευσή τους, μεγάλη ή μικρή, μπορούσε να σφραγίσει ολόκληρη χρονιά. Ο Χειμωνάς ήταν η φωνή από τα έγκατα. Κάθε νέο βιβλίο του ερχόταν να με συνεπάρει σαν φλεγόμενο παραμύθι που μιλούσε σε ό,τι πιο αμίλητο είχα μέσα μου. Ο Μαρωνίτης πάλι ήταν η φωνή μέσα από τα σύννεφα. Ο λόγος του τάραζε τα νερά, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, αδιαπραγμάτευτος: ένας λόγος υψηλού κόστους και υψηλού πάθους, που δεν υπολόγιζε ούτε την έκθεση ούτε την πρόκληση.
Εκείνες τις εποχές, κάποια από τα σπουδαία κείμενα αυτού του τόμου τα έζησα ένα ένα στην ώρα τους, σχεδόν εν θερμώ. Καθένα από αυτά ήταν και ένα γεγονός. Και τώρα που τα ξαναδιαβάζω όλα μαζί, με αρκετή μελαγχολία, αλλά και με την ίδια παλιά συγκίνηση, διαπιστώνω πως μέσα μου μετρούν ακόμη όπως και τότε. «Γεγονότα» είναι πάλι, εγγεγραμμένα πια και σε μιαν άλλη διάσταση. Η συνάντηση των δυο τους ήταν συναρπαστική. Και αποκλειστική – έτσι την ένιωθα: κανένας άλλος δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Τους κρυφάκουγα να μιλούν σε μια γλώσσα που ήταν μοιρασμένη και διπλή και ταυτόχρονα ενιαία και αδιαίρετη και τους φανταζόμουν σαν δύο ωραία θηρία που πλησιάζονται και οσφραίνονται το κοινό τους αίμα. Ή με τον τρόπο του Χειμωνά: δύο κήρυκες που διανύουν το αχανές, ώσπου να συναντηθούν πάνω από ένα ανασκαμμένο πεδίο μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν, εκεί ακριβώς, χωρίς «εάλω» και «νενικήκαμεν», πως έρχονται από την ίδια πατρίδα.
Την περιπλάνηση του Χειμωνά την έχω ακολουθήσει μόνο φανταστικά. Κάθε που χρειαζόταν να τον κοιτάξω από λίγο πιο κοντά, έγραφα γύρω του μεγάλες καμπύλες, ζητώντας να τον καθρεφτίσω πρώτα κάπου αλλού για να μη με μαρμαρώσει. Τις διαδρομές του Μαρωνίτη όμως, τώρα που τον ξαναδιάβαζα με μια νηφάλια χρονική απόσταση, νομίζω πως τις είδα σχεδόν καθαρά. Ούτε μία καμπύλη που να παρηγορεί, ούτε μία τεθλασμένη που να δραπετεύει: μόνο ευθείες. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό και πιο περιπετειώδες από την ευθεία.
Είναι στοιχεία μιας μυστικής γεωμετρίας οι ευθείες του και χτίζουν, πότε οριζόντιες και πότε κάθετες, έναν αόρατο κάνναβο πάνω από το έργο του Χειμωνά. Με μία διαφορά όμως: στα τετραγωνάκια του αόρατου πλέγματος ο Μαρωνίτης δεν απομονώνει λεπτομέρειες από τον Χειμωνά για να τις αναδείξει. Αποθέτει τα δικά του, πολύ προσωπικά «σήματα», μ΄ ένα αίσθημα παλλόμενο και συνάμα οριακά συγκρατημένο. Η συγκίνηση παραμένει γι΄ αυτόν μια «σκοτεινή πηγή που υπόκειται». Δεν ανεβαίνει ποτέ στην επιφάνεια.
Με μία εξαίρεση: τη συνομιλία με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στο τέλος του βιβλίου. Αν ο Μαρωνίτης, ζώντος του Χειμωνά, υπήρξε ένας ιδεώδης παραλήπτης και αποστολέας, με τον Χειμωνά φευγάτο πια, αφήνει τη σκοτεινή πηγή του, όχι να αναβλύσει, αλλά να φανεί μόνο μέσα από κάποιες βίαιες ρωγμές. Μια πικρή παρατήρηση σαν κι εκείνη για το «τέλος του Νάρκισσου», θα μπορούσε να κρύβει προπαντός ένα πράγμα: την άγρια οργή ενός μοναχικού πια αποστολέα μπροστά στο άδικο του θανάτου.
Ξανά στον κάνναβο. Σαν τι «σήματα» θα διάβαζα καταγεγραμμένα στα τετραγωνάκια του; Ας πούμε, αυτό: «Το έργο του Χ. δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαβαστεί ψύχραιμα- συγκρατεί στο εσωτερικό του τη μορφή του τρόμου και η πρόσληψή του οφείλει να πραγματοποιηθεί εν όψει του τρόμου». Είναι μια διαπίστωση που με γοητεύει όσο και την πρώτη φορά που τη βρήκα γραμμένη μπροστά μου και θα γινόταν ωραίο παράδειγμα και του αποσιωπημένου αισθήματος (άλλο να μιλάς σαν «τρομαγμένος» κι άλλο σαν ένας που γνώρισε τον τρόμο) και μιας ιλιγγιώδους ευθείας που διαπερνά και συνδέει τα σπλάχνα δύο κειμένων, αν όχι και δύο συγγραφέων.
Πέρα από τις άλλες ανεκτίμητες ιδιότητές του, ο Μαρωνίτης-συγγραφέας έχει σπάνια άρθρωση και σπάνια ευθυβολία. Ο λόγος του δεν ανταγωνίζεται ούτε διαμεσολαβεί. Ξεδιπλώνεται πέρα για πέρα ισότιμος και αυτόνομος, επιβάλλοντας κανόνες μιας άλλης προοπτικής με τερατώδες ένστικτο και με υψηλή- ας μου επιτραπεί αυτή η παρεξηγημένη λέξη- αξιοπρέπεια. Ο Μαρωνίτης δεν γίνεται ούτε κουρσάρος ούτε προσκυνητής. Και καθώς ελέγχει αυστηρά τη δραματικότητα και την ταραχή του, γίνεται εν τέλει και δραματικός και συνταρακτικός. Και κυματίζει, σαν κι εκείνην τη σημαία του Χειμωνά. Μαζί με όλα τα καρφιά που τον κρατούν καρφωμένο.