Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Ούτε κουρσάρος, ούτε προσκυνητής Μόνο ευθείες

[Τα Νέα, Σάββατο 14/02/2009]

Τζένη Μαστοράκη: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, εκδ. Κέδρος 2007


«Το έργο του Γιώργου Χειμωνά δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαβαστεί ψύχραιμα», έγραφε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (αριστερά). Τώρα που σε λίγες μέρες συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από τον ξαφνικό θάνατο αυτού του ξεχωριστού πεζογράφου (και ψυχίατρου-ψυχαναλυτή), η ανάγνωση του κορυφαίου φιλόλογου και κριτικού και οι ευθύβολες παρατηρήσεις του επαναφέρουν στο προσκήνιο τον συνταρακτικό διάλογό τους


ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ: «ΛΙΓΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΕΡΓΑ ΜΑΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΥΠΟΘΕΤΩ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ». ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΠΑΡΩ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ. ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΟΥΣ.
Και με τον Χειμωνά και με τον Μαρωνίτη έχω μια μακριά προϊστορία, δημόσια και ωστόσο προσωπική: καθένας τους με τον δικό του τρόπο, με κάποιο κείμενό του δηλαδή, με έχει σημαδέψει σε διάφορες ηλικίες και ήταν εποχές που μια δημοσίευσή τους, μεγάλη ή μικρή, μπορούσε να σφραγίσει ολόκληρη χρονιά. Ο Χειμωνάς ήταν η φωνή από τα έγκατα. Κάθε νέο βιβλίο του ερχόταν να με συνεπάρει σαν φλεγόμενο παραμύθι που μιλούσε σε ό,τι πιο αμίλητο είχα μέσα μου. Ο Μαρωνίτης πάλι ήταν η φωνή μέσα από τα σύννεφα. Ο λόγος του τάραζε τα νερά, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, αδιαπραγμάτευτος: ένας λόγος υψηλού κόστους και υψηλού πάθους, που δεν υπολόγιζε ούτε την έκθεση ούτε την πρόκληση.
Εκείνες τις εποχές, κάποια από τα σπουδαία κείμενα αυτού του τόμου τα έζησα ένα ένα στην ώρα τους, σχεδόν εν θερμώ. Καθένα από αυτά ήταν και ένα γεγονός. Και τώρα που τα ξαναδιαβάζω όλα μαζί, με αρκετή μελαγχολία, αλλά και με την ίδια παλιά συγκίνηση, διαπιστώνω πως μέσα μου μετρούν ακόμη όπως και τότε. «Γεγονότα» είναι πάλι, εγγεγραμμένα πια και σε μιαν άλλη διάσταση. Η συνάντηση των δυο τους ήταν συναρπαστική. Και αποκλειστική – έτσι την ένιωθα: κανένας άλλος δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Τους κρυφάκουγα να μιλούν σε μια γλώσσα που ήταν μοιρασμένη και διπλή και ταυτόχρονα ενιαία και αδιαίρετη και τους φανταζόμουν σαν δύο ωραία θηρία που πλησιάζονται και οσφραίνονται το κοινό τους αίμα. Ή με τον τρόπο του Χειμωνά: δύο κήρυκες που διανύουν το αχανές, ώσπου να συναντηθούν πάνω από ένα ανασκαμμένο πεδίο μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν, εκεί ακριβώς, χωρίς «εάλω» και «νενικήκαμεν», πως έρχονται από την ίδια πατρίδα.
Την περιπλάνηση του Χειμωνά την έχω ακολουθήσει μόνο φανταστικά. Κάθε που χρειαζόταν να τον κοιτάξω από λίγο πιο κοντά, έγραφα γύρω του μεγάλες καμπύλες, ζητώντας να τον καθρεφτίσω πρώτα κάπου αλλού για να μη με μαρμαρώσει. Τις διαδρομές του Μαρωνίτη όμως, τώρα που τον ξαναδιάβαζα με μια νηφάλια χρονική απόσταση, νομίζω πως τις είδα σχεδόν καθαρά. Ούτε μία καμπύλη που να παρηγορεί, ούτε μία τεθλασμένη που να δραπετεύει: μόνο ευθείες. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό και πιο περιπετειώδες από την ευθεία.
Είναι στοιχεία μιας μυστικής γεωμετρίας οι ευθείες του και χτίζουν, πότε οριζόντιες και πότε κάθετες, έναν αόρατο κάνναβο πάνω από το έργο του Χειμωνά. Με μία διαφορά όμως: στα τετραγωνάκια του αόρατου πλέγματος ο Μαρωνίτης δεν απομονώνει λεπτομέρειες από τον Χειμωνά για να τις αναδείξει. Αποθέτει τα δικά του, πολύ προσωπικά «σήματα», μ΄ ένα αίσθημα παλλόμενο και συνάμα οριακά συγκρατημένο. Η συγκίνηση παραμένει γι΄ αυτόν μια «σκοτεινή πηγή που υπόκειται». Δεν ανεβαίνει ποτέ στην επιφάνεια.
Με μία εξαίρεση: τη συνομιλία με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στο τέλος του βιβλίου. Αν ο Μαρωνίτης, ζώντος του Χειμωνά, υπήρξε ένας ιδεώδης παραλήπτης και αποστολέας, με τον Χειμωνά φευγάτο πια, αφήνει τη σκοτεινή πηγή του, όχι να αναβλύσει, αλλά να φανεί μόνο μέσα από κάποιες βίαιες ρωγμές. Μια πικρή παρατήρηση σαν κι εκείνη για το «τέλος του Νάρκισσου», θα μπορούσε να κρύβει προπαντός ένα πράγμα: την άγρια οργή ενός μοναχικού πια αποστολέα μπροστά στο άδικο του θανάτου.
Ξανά στον κάνναβο. Σαν τι «σήματα» θα διάβαζα καταγεγραμμένα στα τετραγωνάκια του; Ας πούμε, αυτό: «Το έργο του Χ. δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαβαστεί ψύχραιμα- συγκρατεί στο εσωτερικό του τη μορφή του τρόμου και η πρόσληψή του οφείλει να πραγματοποιηθεί εν όψει του τρόμου». Είναι μια διαπίστωση που με γοητεύει όσο και την πρώτη φορά που τη βρήκα γραμμένη μπροστά μου και θα γινόταν ωραίο παράδειγμα και του αποσιωπημένου αισθήματος (άλλο να μιλάς σαν «τρομαγμένος» κι άλλο σαν ένας που γνώρισε τον τρόμο) και μιας ιλιγγιώδους ευθείας που διαπερνά και συνδέει τα σπλάχνα δύο κειμένων, αν όχι και δύο συγγραφέων.
Πέρα από τις άλλες ανεκτίμητες ιδιότητές του, ο Μαρωνίτης-συγγραφέας έχει σπάνια άρθρωση και σπάνια ευθυβολία. Ο λόγος του δεν ανταγωνίζεται ούτε διαμεσολαβεί. Ξεδιπλώνεται πέρα για πέρα ισότιμος και αυτόνομος, επιβάλλοντας κανόνες μιας άλλης προοπτικής με τερατώδες ένστικτο και με υψηλή- ας μου επιτραπεί αυτή η παρεξηγημένη λέξη- αξιοπρέπεια. Ο Μαρωνίτης δεν γίνεται ούτε κουρσάρος ούτε προσκυνητής. Και καθώς ελέγχει αυστηρά τη δραματικότητα και την ταραχή του, γίνεται εν τέλει και δραματικός και συνταρακτικός. Και κυματίζει, σαν κι εκείνην τη σημαία του Χειμωνά. Μαζί με όλα τα καρφιά που τον κρατούν καρφωμένο.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Η ΛΙΖΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑΔΟΥ για τον ΓΙΩΡΓΟ ΧΕΙΜΩΝΑ


Πώς γίνεται ποίημα ο θάνατος; Μονάχα ο ποιητής γνωρίζει ότι το ποίημα είναι όνειρο θανάτου
(Γιώργος Χειμωνάς)
To δωμάτιο ήταν μισοφωτισμένο, έπιπλα βαριά, βελούδινα καλύμματα ή κουρτίνες, (δεν θυμάμαι ), αλλά σε αποχρώσεις του ματωμένου κόκκινου. Μου άνοιξε ο ίδιος, καθίσαμε σε βαθιές πολυθρόνες. Ταραγμένη εγώ και αμήχανη, κρατούσα στα χέρια μου σελίδες και ευθύς άρχισα να μιλώ, να εξηγώ, πώς και γιατί τον αναζήτησα. Η βιβλιοθήκη του δικού μου Γιώργου ήταν γεμάτη από βιβλία του ξεχωριστού αυτού συγγραφέα. Όλα γεμάτα με υπογραμμίσεις, πολυδιαβασμένα, απέπνεαν αγάπη για τον συγγραφέα. Έπρεπε λοιπόν να τον βρω. Να του μιλήσω. Δεν ξέρω τι περίμενα να συμβεί, όμως η ανάγκη ήταν επιτακτική. Βρήκα το τηλέφωνό του, δεν θυμάμαι από πού και του τηλεφώνησα. Απάντησε τηλεφωνητής. Άφησα μήνυμα με το όνομά μου (μια άγνωστη γι αυτόν φωνή ), τονίζοντας ότι ήθελα οπωσδήποτε να τον συναντήσω. Θα πέρασε ένας μήνας, ίσως και περισσότερο, στο διάστημα του οποίου επανέλαβα την προσπάθειά μου με τα τηλέφωνα. Κάποιο μεσημέρι, γυρίζοντας από την δουλειά μου, βρήκα τον σύντροφό μου στο κρεβάτι, με πόνους στη μέση. 

«Τηλεφώνησε ο Γιώργος Χειμωνάς», μου είπε. Δεν μπορώ να περιγράψω την απρόσμενη χαρά μου …είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν θα τον εύρισκα ποτέ. 

«Και τι είπε ;»
«Είπε να τον πάρεις όταν επιστρέψεις , ότι ώρα και να είναι.»
«Λες να μπορώ και τώρα ; Iσως κοιμάται …»
«Μου είπε ότι δεν κοιμάται ποτέ.»

Τηλεφώνησα αμέσως. Πριν κάνω οτιδήποτε άλλο. Με λίγες σκόρπιες κουβέντες του εξήγησα γιατί ήθελα να τον δω. Μου μιλούσε σαν παλιός γνώριμος και ζητούσε συγνώμη για την αργοπορία του. Έλειπε στο εξωτερικό και μόλις είδε τα μηνύματα. Κλείσαμε ραντεβού για την Κυριακή.
Την Κυριακή ήμουν εκεί . Στην οδό Καψάλη. Ένας άντρας ωραίος, αλλοτινός , με ένα εβένινο μπαστούνι.

«Συγχωρέστε με για το μπαστούνι ! Δεν το κρατάω για στυλ. Μου χρειάζεται.»

Έμεινα πάνω από δυο ώρες κουβεντιάζοντας μαζί του. Δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Εκείνος ζήτησε να δει φωτογραφία του Γιώργου και τα γραπτά. Φαινόταν συγκλονισμένος. 
Είχα μαζί μου και μερικά χειρόγραφα. Όταν αργότερα γνωρισθήκαμε καλύτερα, ανακάλυψα πως ο γραφικός χαραχτήρας του γιού μου έμοιαζε εξαιρετικά με τον δικό του.

«Νομίζετε πως είναι τυχαίο ;» σχολίασε.

Δεν ήξερα τότε πως ο Χειμωνάς ήταν ψυχίατρος. Μόνο η συγγραφική του ιδιότητα μου ήταν γνωστή. Θέλησε να μάθει ποια βιβλία του αγαπούσε ο γιός μου, ρωτούσε συνέχεια τα πάντα για την συμπεριφορά του και όταν μου πρότεινε να βλεπόμαστε κάθε Κυριακή και να κουβεντιάζουμε, αισθάνθηκα άβολα και τον ρώτησα για την αμοιβή του.

«Θα αστειεύεσθε βέβαια» μου είπε. «Άλλωστε δεν ασκώ πλέον το επάγγελμα της ψυχιατρικής. 
«Θα βλεπόμαστε γιατί αυτό πρέπει να γίνει. Δεν ξέρετε πόσο με βοηθάτε !»

Ήμουν κατάπληκτη. Απευθύνθηκα σε κείνον για βοήθεια (δίχως να ξέρω τι είδους ακριβώς) και εκείνος αντέστρεφε τους όρους.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τους διαλόγους μας, όμως ξέρω ότι έφευγα από την οδό Καψάλη πετώντας.

Η φράση όμως που με σημάδεψε ήταν : «Nα είσθε σίγουρη πως ο γιός σας δεν έκανε το χειρότερο !»

Κάποια άλλη στιγμή, συνεπαρμένη από όσα μου έλεγε, του είπα πως αν ο γιός μου τον είχε γνωρίσει από κοντά, ίσως δεν θα έκανε αυτό που με τίποτα δεν διορθώνεται . 

«Μην αυταπατάστε. Αν με γνώριζε από κοντά, θα με απέρριπτε ! Γνωρίζω καλά αυτή την οργή .»

Στο μεταξύ, με τον Χρήστο τον Παπουτσάκη, μαζέψαμε όλα τα ποιήματα του Γιώργου και με την επιμέλεια του Νάσου Βαγενά, ετοιμάζαμε την έκδοσή τους στον Καστανιώτη.

«Όταν είσθε έτοιμη, θέλω και εγώ να έχω κάποιο λόγο στην έκδοση.»

Μετά, τον έχασα. Κάποια μέρα, μου τηλεφώνησε η γυναίκα του, η Λούλα Αναγνωστάκη και μου είπε ότι λείπει στο Παρίσι, μα δεν με ξέχασε. Ετοιμάζει το κείμενο για το βιβλίο του Γιώργου. Δεν επιθυμεί να γράψει ένα απλό κείμενο από αυτά που συνηθίζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις και γι αυτό αργεί. Παραμονές Χριστουγέννων 1998 μου το έστειλε . Είναι ένα κείμενο, με τον τίτλο …ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ, που συνοδεύει την ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΗΧΑΝΗ του Γιώργου και αποτελεί από μόνο του έναν ύμνο στην ποίηση και τον ποιητή. «Πως γίνεται ποίημα ο θάνατος; Μονάχα ο ποιητής γνωρίζει ότι το ποίημα είναι όνειρο θανάτου.» σε αυτό το κείμενο που ο Χειμωνάς έγραψε λίγο πριν και ο ίδιος αποχωρήσει, είναι τέτοια η αγάπη του για την ποίηση, τέτοιος ο σεβασμός του για τον νεαρό ποιητή που τον τοποθετεί πλάι στον Έλιοτ, τον Σαίξπηρ, τον Ρεμπό, τον Prufrock, που ακούς διαβάζοντάς το την φωνή του να αντηχεί σε έναν άδειο κόσμο.
Αυτοί οι νεαροί θάνατοι, η ηχώ των λόγων αυτών των αδέξιων θανάτων είναι γύρω μας , κοντά μας και μέσα μας.
Περισσότερο από κάθε άλλον, ο Χειμωνάς κατάλαβε την άρνηση του νεαρού ποιητή να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο, γράφοντας το τελευταίο του ποίημα. Το ποίημα του θανάτου του. 
Θα του είμαι για πάντα ευγνώμων για τους δρόμους που μου άνοιξε . Τους δρόμους της αθανασίας του δικού μου νεκρού.




ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΗΧΑΝΗ
1
Έφευγε πάνω σε τροχιές
ριζωμένες σ’ έναν έρημο τόπο,
σαν μια λάμψη
στο μάτι του ορίζοντα,

απάνω στον καιρό
που μπορούσε να λυγίζει, να λυγίζει, να λυγίζει
δίχως ποτέ να ραγίζεται.
Σ’ ένα βαγόνι του καπνίσαμε,
Και τα μίλια το κατάπιναν λαίμαργα .
γελάσαμε,

παράξενο γέλιο,
παράξενο,
που κάτω από τα ρούχα μας,
κάτω από το πετσί μας
άλλες είχαμε τροχιές χαραγμένες

και καημούς μυστικούς
κι αρίφνητους προορισμούς
και έναν
2
μπλεγμένο στο σκοτάδι.
Απ’ το παράθυρο κοιτώντας πέρα
Ολοένα ταξιδεύαμε, τον ουρανό της αυγής
ίδιο με το μύχιο φτερούγισμα
στο λουλάκι, το τίναγμα της πεταλούδας,
ακούοντας αχνά
που τόσες νύχτες μας κράταε ξάγρυπνους,
που θρόιζε τα φύλλα
το βούισμα της μέλισσας, ως και τον ψίθυρο της γης
σ’ ένα θρύψαλο χάος .
καθώς ανθούσε η άνοιξη, αργά, σαν ένα λουλούδι
που βλασταίνει

Άνεμε, άνεμε,
που γλιστράς στις μεμβράνες του πόνου ανάμεσα,
κύμα,
που δεν έχεις άμπωτη στα κοράλλια του νου των ανθρώπων,
φιλί, της άλικης γιορτής,
Είναι σκληρές οι που μας Έχεις ,
φιλί λυμένο στα σταυροδρόμια της αβύσσου, όχι άλλο αίμα.
στα ζωγραφιστά Σου σύννεφα μπροστά.
των βουνών οι τροχαλίες, η μιλιά μας αμίλητη και μήτε η ανάσα μας , η Σιωπή σου,
η από πάντα γεννημένη.

3
Σαν το νερό,
πηγαίνοντας που σχίζει το βαπόρι,
χόρευε η σκόνη
Ήμουν
στην πρώτη αχτίδα της Μέρας . ολότελα μόνος.
στους μαύρους κύκλους
Έπειτα ένιωσα το φως υφασμένο κάτω απ’ τα μάτια μου, ένα ψιθύρισμα,
Στο νοτισμένο ‘ ναι πια κήπο σταγόνες».
μια φωνή στραφταλιστή πίσω απ’ τις λέξεις :
Φύγαν οι νύμφες.

Κράταε στο χέρι ψηλά
Μια λεπίδα στομωμένη με τον πολτό του ήλιου :
«Είμαι ο άγγελος
του νόστου πουλί.
ταξιδιών απίθανων, Θε να’ ναι κρυφό
σβησμένο στο φως».
τ’ όνομά μου για πάντα ,

Άξαφνα τινάχτηκαν οι ψηφιδωτές εικόνες ,
ένα σμήνος πυγολαμπίδες, μια έκρηξη.
5
Μετά το δειλινό των αισθήσεων. Ξύπνησα
από χέρι ανθρώπινο.
με μιαν αφή αλαφριά στο πρόσωπο Σχίζαμε τον κάμπο,
Με σταλαγμένη στα μάτια μου τη στάλα
ένα ύφασμα γεμάτο μπαλώματα _ του ήρωα η ψυχή. του κήπου.
κι αν δεν στέρξει ο άνθρωπος, θα στέρξει,
Με δυο λόγους που μόχλευαν το μάγμα στα σωθικά μου. θα γείρει το κεφάλι, θα κοιμηθεί. Μα η μηχανή
Αγρυπνά και ταξιδεύει.

Να μη φοβάσαι τα σκυλιά που αλυχτάνε
στη λάμψη ενός ξοδεμένου φεγγαριού,
να μη φοβάσαι τα σκυλιά που γρυλίζουν
απ’ τα βάθη του στέρφου πηγαδιού, να μη φοβάσαι τα σκυλιά που ξεσχίζουν
κάθε αφανέρωτου λογισμού τις σάρκες.

Ταξίδι άγιο
απάνω στα σίδερα σπινθηρίζοντας φωτιά,
άγιο ταξίδι, ταξίδι της Γυναίκας με
τα ραγισμένα μάτια , που όλο θέλει να τραγουδά.
γυρνώντας στ ‘ οκτώ των βουνοσειρών με το σημάδι του απείρου, σκορπώντας μέθη
Κι αν δεν στέρξει ο άνθρωπος, θα στέρξει,
ενός αλλόκοτου μύρου. Όνειρο άγιο, όνειρο του τόπου που δεν υπάρχουν όνειρα, λάγιασε.
αγρυπνά και ταξιδεύει.
Θα γείρει το κεφάλι, θα κοιμηθεί.
Μα η μηχανή

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ποιητής