Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

"Η Κρυφή Πόρτα",Αλέξης Πανσέληνος


Πασχίζω και ιδροκοπώ για κάτι που κανένας δεν μου ζήτησε!

 

Ο Αλέξης Πανσέληνος, σπουδαίος λογοτέχνης, εκ των ευαρίθμων σημαντικών των καιρών μας, έχει ήδη στο ενεργητικό του (από την μεταβατική, πιστεύω, για την ελληνική λογοτεχνία) δεκαετία του ΄90 δυο έργα εγγεγραμμένα στην μνήμη κοινού και κριτικής ως αριστουργήματα. Πρόκειται, βεβαίως, για τα μυθιστορήματα  "Μεγάλη Πομπή" του 1985 και "Ζαΐδα ή Η Καμήλα στα Χιόνια" του 1996.
Μείζονα από πολλές απόψεις και τα δυο αυτά έργα δεν εμπόδισαν με το ειδικό τους βάρος, που με το πέρασμα του χρόνου τα κατέστησε σημεία αναφοράς, τον πανάξιο εργάτη των γραμμάτων  Αλέξη Πανσέληνο, να έχει αστείρευτη διαφορετικότητα θεμάτων (στοιχείο που πρέπει να εκληφθεί ως μια μόνον από τις λογοτεχνικές του αρετές) και μαζί να διατηρεί την αισθητική και την τεχνική του σε όλα τα υπόλοιπα έργα του, μηδενός εξαιρουμένου, σε υψηλότατο επίπεδο. Να το πω πολύ πιο απλά; O Πανσέληνος έχει γράψει μόνον εξαιρετικά βιβλία. Δεν ξέρω πολλούς από τους σύγχρονους που να μπορούσα να πω το ίδιο γι αυτούς όσο κι αν θα το ήθελα.

Ανατρέχοντας στην βάση της Βιβλιονέτ πληροφορούμαστε ότι ο Αλέξης Πανσέληνος έχει γράψει τα παρακάτω:



"Η Κρυφή Πόρτα", Μεταίχμιο, 2016 μυθιστόρημα του οποίου το οπισθόφυλλο αναφέρει ότι: 


Ενώ η πόλη παρακμάζει και καταστρέφεται, ένας άντρας πασχίζει να διασώσει κάποια ψήγματα ευτυχίας κλεισμένος στο μικρό του διαμέρισμα, απομακρυσμένος από τους παλιούς του φίλους,  χωρισμένος από τη γυναίκα του, βιοποριζόμενος από μεταφράσεις και φιλοδοξώντας να εκδώσει κάποτε ξανά ένα βιβλίο δικό του. Πολιορκημένος από τις απειλές της καθημερινότητας, με τα λεφτά του να τελειώνουν και την ηλικία του να πλησιάζει τη φθορά, θέλει να εξασφαλίσει  την ύπαρξή του μικραίνοντας τον ορίζοντά της ώστε να μην εκτίθεται σε κίνδυνο.Μετρά τις αμοιβές από τις μεταφράσεις που κάνει,υπολογίζει τα έξοδα που αυξάνουν μέσα στην κρίση του τόπου και  διατηρείται ζωντανός με το ελάχιστο οξυγόνο που του επιτρέπει ένας κύκλος μικρών, ελάχιστων απολαύσεων και μιας μετρημένης ζωής.Όμως η συναισθηματική του απάθεια κινδυνεύει από μια απρόσμενη εισβολή μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το ξεχασμένο παρελθόν του επιστρέφει σαν απειλή και εκτροχιάζει τη ζωή του.


"Σκοτεινές Επιγραφές",Μεταίχμιο,2012,μυθιστόρημα
"Μία λέξη Χίλιες Εικόνες",εκδ.Πατάκη,2004 
"Τέσσερις Ελληνικοί Φόνοι",Πόλις 2002,διηγήματα 
"Ο Κουτσός Άγγελος",Κέδρος,1999,μυθιστόρημα 
"Η Μεγάλη Πομπή, Κέδρος 1985 και Μεταίχμιο 2013,μυθιστόρημα 
"Ζαΐδα ή Η καμήλα στα Χιόνια",εκδ.Καστανιώτη 1996 και Μεταίχμιο 2012,μυθιστόρημα 
"Betsy Lost",Κέδρος,1995 
"Βραδιές Μπαλέτου", Κέδρος,1993,μυθιστόρημα 
"Δοκιμαστικές Πτήσεις",Κέδρος,1993,δοκίμια 
"Ιστορίες με Σκύλους",Κέδρος,1993,διηγήματα



Στην "Κρυφή Πόρτα", μια απλή φαινομενικά και ολιγοπρόσωπη ιστορία, όπως περιεκτικά περιγράφει και το οπισθόφυλλο, ο Αλέξης Πανσέληνος με αλεύρι και νερό στα έμπειρα χέρια του, σαν τα βασικά υλικά, που μακάρι να τα εκτιμούσαν όλοι και να καταλάβαιναν πόσο πολύτιμα είναι, αλεύρι του το θέμα και νερό το ύφος και την γλώσσα, ζυμώνει αργά και με κινήσεις ακριβείας το τέλειο εκείνο και  χορταστικό αναγνωστικό ψωμί, που χωρίς βελτιωτικά (φανφάρες δηλαδή, γλωσσικά ακκίσματα και μεγάλη έκταση) θα αφήσει στον σημερινό αναγνώστη με τις πολλές, αμφίβολης ποιότητας και συχνά συγκρουόμενες προσλήψεις ποικίλης μυθοπλασίας, την αίσθηση πνευματικού χορτασμού χωρίς να τον έχει αποκόψει από τον προβληματισμό που ξεχειλίζει έντονος και δίχως να έχει καλύψει την αισθητική απόλαυση αυτή καθαυτή που προσφέρει το τεχνικώς άριστα δομημένο, δραματικό και μελαγχολικό κείμενο.

Κεντρικός ήρωας ο Ευγένιος, ένας συνηθισμένος άνδρας που διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του και βρίσκεται σε κομβικό της σημείο γιατί δεν είναι ανήμπορος γέρος αλλά ούτε και νέος πια, που πασχίζει να ανταποκριθεί στις πιέσεις  με τον τρόπο του, τρόπο ατομικό, κλειστό και εσωστρεφή. Είναι ένας καταθλιπτικός,απαισιόδοξος κάτοικος της μαραζωμένης Αθήνας των απανωτών μνημονίων, ένας πρόωρος συνταξιούχος του δημοσίου που ζορίζεται οικονομικά γιατί έχει μάθει να ζει με καλύτερους όρους και δεν μπορεί να συνηθίσει, όπως εξάλλου και εκατοντάδες άλλοι  ευρισκόμενοι σε καλύτερη ή χειρότερη* θέση πάντως έρμαια κι αυτοί των επιδεινούμενων συνθηκών ,την διαστρωματωμένη κρίση, που βαθαίνει .
Ο Ευγένιος, πάλι καλά, μένει σε δικό του σπίτι, ένα διπλό διαμέρισμα (δυο μικρά που επικοινωνούν μεταξύ τους με μια πόρτα) στο κέντρο της Αθήνας, κληρονομημένο από την μητέρα του, ωραία και ζωηρή γυναίκα που έζησε επιθετικά την ζωούλα της, με σχέσεις όπως της έκανε κέφι και δυο γάμους και που ακόμα και το ότι ξέπεσε κι από το Κολωνάκι βρέθηκε στο διαμέρισμα της Ιπποκράτους το πλήρωσε μεν με εξοβελισμό από το χλιδάτο κηφηναριό όμως έχοντας χορτάσει  ζωή για την οποία είχε να λέει ως την τελευταία της στιγμή. Ο γιος της στα πενήντα φεύγα του δεν έχει τίποτα, καλό ή κακό θεωρούμενο, για να καμαρώνει ή να θυμάται ότι το έζησε ως το μεδούλι του. Αντίθετα έχει λόγους να νιώθει πάντα ανάμεσα σε ψυχικές μυλόπετρες γιατί τον καταδιώκουν, εκτός από την κοινή γύρω του ανέχεια, η προσωπική μετριότητά του και τα λάθη του του παρελθόντος.
Για έναν μορφωμένο άνθρωπο όπως αυτός, που έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και συμπληρώνει το εισόδημά του κάνοντας μεταφράσεις και έχει βιώσει καλύτερα χρόνια, τα λάθη αυτά του βίου του αποδεικνύονται κατά γελοίο τρόπο το υλικό της φθοράς, που ναι μεν συνεπάγεται η ηλικία μα, καθώς δεν συνοδεύεται από μια στοιχειώδη οικογενειακή πληρότητα και επαρκή προσωπική σοφία, αυτόν τον αποδυναμώνουν τελείως. Από την άλλη βέβαια ποιος και γιατί είναι ο τέλειος και αλάθητος, ο χαρισματικός που θα κατηγορήσει κάποιον ότι υπήρξε μέτριος και συνηθισμένος;
Ο Ευγένιος δεν είναι ο μοναδικός που δεν είχε τρανταχτά πάθη και δηλωμένες ιδεολογίες, που δεν συμμετείχε  στα τεκταινόμενα αν και παρακολουθούσε, που δεν ανακατεύτηκε σε καλά ή κακά, που δεν ήταν λαμόγιο, ούτε δονκιχώτης, που ήταν πάντα και σκέτα ο άνθρωπος/άτομο της διπλανής έστω μη λαϊκής πόρτας, ένας από τους με καρμπόν κοπιαρισμένους μιας ολόκληρης εποχής, στην εκδοχή εκείνος των αστικών καταβολών, με μια σύζυγο ασήμαντη όπως όλα στην καθημερινότητά του, μια δουλειά χωρίς αξιώσεις σ΄ένα υπουργείο που δεν κατονομάζεται, με μοναδικό αλατοπίπερο στην κενοτυπία του βίου του τις επιπόλαιες εξωσυζυγικές σχέσεις (χούι κι αυτό συνηθισμένο και πολύ κιόλας αν το καλοσκεφτεί κανείς, των συνηθισμένων ανθρώπων, όχι μόνον αποδεκτό κοινωνικά  μα και μέτρο καταξίωσής τους ενίοτε), λίγους φίλους ή συγγενείς στον περίγυρό του και πριν και τώρα, στοιχειωμένος ακόμα ως ένα βαθμό από το οιδιπόδειο με την μάνα του κι ας έχει αυτή πεθάνει κι ένα ακαθόριστο φορτίο στην ψυχή του, ως γιος χωρισμένων γονιών, που ο ίδιος δεν απόκτησε παιδιά.
Ένας μορφωμένος, μαγκούφης, ημιξοφλημένος μοναχικός άνδρας ο οποίος, όπως λιτά και σε μια του φράση συμπυκνώνει την όλη κατάσταση ο συγγραφέας, χάζευε τη ζωή των άλλων και ξεχνούσε τη μιζέρια της δικής του.

Και μέσα σ΄αυτήν την μαυρίλα εμφανίζεται ως ενοικιάστρια η Μαρία. Μια νεαρή,όμορφη γυναίκα που νοικιάζει το ένα από τα διαμερίσματα.Ο Ευγένιος χαίρεται γιατί θα ανακουφιστεί οικονομικά. Η κοπέλα είναι διακριτική, ευγενική, τακτική στις πληρωμές της. Όλα μοιάζουν κανονικά, αναμενόμενα, προβλέψιμα, συνηθισμένα.Τριακόσια ευρώ, μια καλημέρα και δυο κουβέντες στα συναπαντήματα με την όμορφη και λίγο, όσο χρειάζεται, μυστηριώδη νοικάρα μπαίνουν στο πρόγραμμα του Ευγένιου και ρίχνουν λίγο φως και ένα κάποιο ενδιαφέρον όσο κι αν η κρίση σ΄ αυτή την πόλη τον έχει διαλύσει.
Ένα έπιπλο πότε θα μπαίνει πότε θα βγαίνει μπροστά απ΄την πόρτα που αποτελεί το χώρισμα.Οι δυο αυτοί τόσο διαφορετικοί-ένας ημιπαραιτημένος μεσόκοπος άντρας και μια εικοσιπεντάχρονη, ζωηρή κοπέλα- μα και τόσο ίδιοι, αδύναμοι άνθρωποι, παραδομένοι ηθελημένα ή αθέλητα στην ρηχότητα και την ατυχία των εποχών τους, ειδικά εκεί που ενώνονται από την χαιρέκακη Κλωθώ,  θα ανατρέψουν με την αταίριαστη σχέση, που θα έρθει σαν δαίμονας καταπάνω τους και κυρίως εκείνου, όλα αυτά που καλώς ή κακώς ήταν ως τότε η μίζερη ζωή τους σε μια μίζερη πόλη.
Συνηθισμένο κι αυτό; Ένας μεσόκοπος άντρας και μια νεαρή μαζί; Ίσως. Ναι.Και γιατί να απασχολεί τον σύγχρονο συγγραφέα μια τέτοια σχέση, τι επιχειρεί,αφού την αφηγείται και μάλιστα τόσο τέλεια, να διατυπώσει; Κρίση, διαπίστωση, αλληγορία για κάτι; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι.Ας το απαντήσει αυτό ο αναγνώστης. Η ιστορία εξάλλου τον αφορά απολύτως, τον περιέχει σαν μιαν αδιερεύνητη εκδοχή εντός της, στον στρόβιλο της ίδιας κρίσης σ΄ένα διαμέρισμα, στην πόλη, στους δρόμους, στις καταστάσεις, στα νήματα της Κλωθώς, στα νύχια της Λάχεσης και της Ατρόπου.  

Το συμβόλαιο μίσθωσης που υπογράφουν αυτοί οι δυο συνηθισμένοι άνθρωποι θα είναι συμβόλαιο καταδίκης, η δε κρυφή πόρτα των διαμερισμάτων θα γίνει το πέρασμα που τον Ευγένιο, τον υπέροχα και απρόσμενα αντι-μπεστέλερ ήρωα του Αλέξη Πανσέληνου, θα τον οδηγήσει σε αδιέξοδο που δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομική πλευρά της κρίσης που συνταράζει την ελληνική κοινωνία μα με την γενικότερη και προηγηθείσα ανοησία αυτής της κοινωνίας που συντέλεσε στην κρίση και που στην περίπτωσή του δεν φέρνει σε κανένα μέλλον-ποιο μέλλον, αστείο φαντάζει-καμία λύτρωση.
Ο αναγνώστης δεν μαθαίνει ποτέ αν δίνεται τέλος στην απρόσμενη εμπλοκή των προσώπων και ποιο είναι αυτό και δεν έχει σημασία, ίσως, αν είναι το ένα ή το άλλο, ένα happy end ή η νέμεσις και για τι, για ποιον, για τον έναν ή και τους δυο ή και άλλους που παραμένουν στο σκοτάδι του σπαταλημένου, ασήμαντου παρελθόντος, εφόσον εξ αρχής δεν υπήρχε πρόθεση μα και δυνατότητα, τύχη και πρόνοια να αλλάξει, να μην υπάρξει καν ό,τι το προκάλεσε, δεν υπήρχε σύνεση για επιστροφή, δεν χωρούσε σοφία για μετάνοια.

Ο Αλέξης Πανσέληνος με ένα συγκλονιστικό κύριο θέμα που φανερώνεται σιγά σιγά ως κύριο, χωρίς να λέγεται καθαρά τίποτα στον αναγνώστη(ούτε κι εγώ θα πω** περισσότερα μη θεωρηθεί spoil), θέμα δραματικό και παλιό όσο οι άνθρωποι, ευρηματικά τοποθετημένο στο τωρινό μαύρο, αστικό φόντο της Αθήνας των ημερών μας, δοσμένο με καταπληκτικό, μεστό τρόπο συνθέτει μιαν ελεγεία μεγάλης κλάσης και μας προσφέρει αν όχι το τρίτο δικό του καλύτερο βιβλίο, πάντως ένα από τα πιο σπουδαία από όλες τις απόψεις μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, τουλάχιστον από το 2009 *** ως τώρα.


*Υπάρχουν πολλοί άνεργοι πενηντάρηδες (μεσοαστοί, μορφωμένοι που είχαν ένα μαγαζί, ας πούμε, που έβαλε λουκέτο εξαιτίας της κρίσης και τώρα δεν θεωρούνται -όχι δεν είναι, λόγω ηλικίας δεν θεωρούνται(!)- κατάλληλοι για άλλη δουλειά καθώς μόνο δουλειές του ποδαριού απέμειναν κι αυτές αντικειμενικά  (πρέπει να) τις παίρνουν οι πιτσιρικάδες και επομένως οι καημένοι δεν θα πάρουν σύνταξη στον αιώνα τον άπαντα). Πρόκειται για ρατσισμό και αίσχος ολκής.

**Δεν ψάχνουμε εδώ κανέναν δολοφόνο, δεν διαβάζουμε αστυνομικό! Μυθιστορήματα τέτοιας κλάσης σαν αυτό δεν κινδυνεύουν από spoil και θα ισχυριστώ πώς και λεπτομερώς να γνωρίζει ο αναγνώστης το θέμα, τίποτα, μα τίποτα απολύτως δεν χάνεται από την ομορφιά τους. 

***Στην πύλη δυο δεκαετιών το 2009 είναι, ως επίσημη χρονιά έναρξης της κρίσης, η χρονιά εκείνη που νομίζω μπορούμε να θεωρούμε σαν αρχή περιόδου πολύ σημαντικών ανακατατάξεων και στην λογοτεχνία μας, δίχως ακόμα να είναι συνετό να μιλήσουμε για λογοτεχνία της κρίσης.
Αυτήν θα επιχειρήσουμε να την εντάξουμε σε χρονικά πλαίσια και να την ορίσουμε ως κατηγορία, ίσως, περίοδο και ρεύμα ή οτιδήποτε, αργότερα, όποια κι αν είναι η έκβαση της κρίσης στην πλέον νευραλγική της πτυχή που -μας αρέσει δεν μας αρέσει αυτό-είναι η οικονομική.




*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

“Κάτω απ’ το Εργατικό Κέντρο”, Τόλης Νικηφόρου



επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου *

              



ωραία που ήταν η συγκέντρωση
στην πιο μεγάλη μας πλατεία
ωραία τα μέγαρα
ωραία το μάρμαρα
ωραίο και το παλιό Εργατικό μας Κέντρο


 
Η Πλατεία Δικαστηρίων όπως την σχεδίασε ο Ερνέστ Εμπράρ


 Το  μέγαρο του Εργατικού  Κέντρου ήταν κάτω από τον Άη Δημήτρη και κάτω από το Εργατικό Κέντρο απλωνόταν η δική μας επικράτεια. Η απέραντη κακοτράχαλη Πλατεία Δικαστηρίων με τους τριγύρω δρόμους, γήπεδο και γειτονιά μας, ο κόσμος όλος. Με πρώτη και καλύτερη την Μητσαίων, περίπου ισότιμη την Αγνώστου Στρατιώτου και μετά την Φιλίππου, την Αμύντα, την Ολύμπου. Χωματόδρομοι όλοι εκτός από την Ολύμπου που ήταν δρόμος κεντρικός και ασφαλτοστρωμένος.
       Όσα συνέβαιναν μέσα στον Εργατικό Κέντρο τα αγνοούσαμε και δεν θέλαμε να τα μάθουμε, ενώ όσα συνέβαιναν μπροστά του μάς ενδιέφεραν άμεσα και τα βλέπαμε κάθε μέρα και σε κάθε φάση της ζωής μας. Θα πρέπει να είχαμε ανοίξει τα μάτια μας στον κόσμο με γερμανικές φωνές και γερμανικές μπότες. Εγώ τούς είχα κυριολεκτικά κάτω από το μπαλκόνι μου. Στα πενήντα μέτρα αριστερά υπήρχε μια γερμανική μονάδα σε υπόγειο χώρο και τα στρατιωτικά αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν τακτικά.  
          Οι Γερμανοί έκαναν και γυμνάσια στην πλατεία με άσφαιρα πυρά προς τη κατεύθυνση του  Εργατικού Κέντρου. Την μία όμως και μοναδική φορά που μπήκε Γερμανός στο σπίτι μας, φύγαμε σύντομα μετά εμείς, καθώς επιτάξανε το διαμέρισμά μας που είχε λουτρό με θερμοσίφωνα και μάς έστειλαν στο ημιυπόγειο της Ζεύξιδος. 
           Με την αποχώρηση του κατακτητή από την Ελλάδα, εμείς επιστρέψαμε στο σπίτι μας και τους Γερμανούς στην πλατεία διαδέχθηκαν οι μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Κάποιοι εκφωνούσαν λόγους από το μπαλκόνι του Εργατικού Κέντρου, κάποιοι άλλοι από κάτω κρατούσαν πανό, ανέμιζαν σημαίες και ζητωκραύγαζαν ενώ εμείς παίζαμε σε απόσταση ασφαλείας. Ήταν μια σκοτεινή εποχή και αυτό δεν άργησε να αποδειχτεί μπροστά στα μάτια μας με πολύ σκληρό, αν και τελικά  κατά τύχη, όχι αιματηρό τρόπο.
           Για κάποιον λόγο, κάποιοι κάποιον κυνηγούσαν μέσα από μια διαδήλωση στην πλατεία. Αυτός έστριψε τρέχοντας στην Μητσαίων οι διώκτες του τον πυροβόλησαν από πίσω αλλά δεν τον πέτυχαν, ο φυγάς έκανε σκύβοντας μια απότομη στροφή σαν βουτιά έξω από το σπίτι του Μουντζουρίδη και χώθηκε στην πόρτα, το ίδιο έκαναν και οι διώκτες του αλλά δεν τον πρόλαβαν τελικά. Φαίνεται ότι αυτός ήξερε καλύτερα τα κατατόπια  της γειτονιάς και τα λεγόμενα δίπορτα. Από το υπόγειο του Μουντζουρίδη  βγήκε στην πρασιά και μετά πέρασε στο υπόγειο της απέναντι οικοδομής και από κει εξαφανίστηκε στη Φιλίππου και τα κοντινά δρομάκια.
         Τις λαϊκές συγκεντρώσεις διαδέχτηκαν λίγο αργότερα  ενόψει  των εθνικών εορτών οι δοκιμαστικές παρελάσεις των γυμνασίων, που εμείς οι μικροί παρακολουθούσαμε με δέος και καμάρι. Κυρίως στην Ολύμπου και πάντα με τραγούδι, συχνά με το «Μακεδονία ξακουστή   του Αλεξάνδρου η χώρα ….» καθώς στην ύπαιθρο ο εμφύλιος μαίνονταν και το θέμα της Μακεδονίας είχε στείλει πολλούς στο εκτελεστικό απόσπασμα.
          Σε μερικά χρόνια βέβαια τα πράγματα ηρέμησαν και μπορέσαμε πλέον να παίζουμε απερίσπαστοι στην πλατεία τα χίλια δυο αυτοσχέδια παιχνίδια μας. Η Πλατεία Δικαστηρίων χωριζόταν σε τέσσερα μέρη, το βορειοανατολικό που μάς ανήκε, το βορειοδυτικό με τις εγκαταστάσεις των προσκόπων και το μικρό γήπεδο του Π.Α.Ο.Δ.  (Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Διοικητηρίου), το νοτιοανατολικό που όπου συνήθως παίζαμε δίτερμα, με το πάρκο και τα Λουτρά Παράδεισος ακριβώς πάνω από την Εγνατία, και το νοτιοδυτικό, το πιο μακρινό και δυσπρόσιτο με την ανθισμένη Παναγία Χαλκέων να προβάλει από το χώμα στο άκρο του.
           Η τρίτη εκκλησία της περιοχής ήταν ο διακριτικά θελκτικός Άγιος Νικόλαος με το προαύλιο του στην άκρη του νοτιοανατολικού τμήματος της πλατείας. Στη μέση όλου αυτού του γυμνού χάους υπήρχε ένα λυμφατικό παρκάκι περιτριγυρισμένο με σκουριασμένο αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Εκεί κάποια μέρα ο μεγαλύτερος αδερφός μου είχε σκίσει τον μηρό του και τον έτρεχε μετά ο μπαμπάς για ράμματα και αντιτετανικό ορό. 
          Ακόμη όμως και η δική μας περιοχή της πλατείας δεν μας ανήκε αποκλειστικά.  Προτεραιότητα είχαν οι μεγάλοι  του γυμνασίου όταν αποφάσιζαν να παίξουν ποδόσφαιρο ενώ εμείς αναλαμβάναμε τον ρόλο των θεατών χωρίς κερκίδα. Το ματς των μεγάλων ήταν με στοίχημα μια γκαζόζα ή πορτοκαλάδα από το καροτσάκι του πλανόδιου πωλητή, που έπιναν οι νικητές και πλήρωναν οι ηττημένοι. 
           Λίγο παρακάτω στο κέντρο της πλατείας έρχονταν και παίζανε μπάλα και τα ανταρτόπληκτα. Δηλαδή, τα παιδιά των οικογενειών που είχαν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη από την ύπαιθρο λόγω του εμφυλίου και έμεναν σε εντελώς πρόχειρα καταλύματα στο καρά γιαπί τότε Καραβάν Σαράι στη γωνία Βενιζέλου και Εγνατίας. Αυτά τα παιδιά  ήταν ακόμη πιο φτωχικά ντυμένα από μας και φορούσαν τσαρουχάκια φτιαγμένα από ελαστικά αυτοκινήτων. Φυσικά μιλούσαν και με χωριάτικη προφορά  και αποτελούσαν θέμα εύκολης κοροϊδίας από  εμάς τα παιδιά της πόλης.
       Μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, σχολείο-διάβασμα-γειτονιά-παιχνίδι, κάποια μέρα κυκλοφόρησε στη γειτονιά μια συνταρακτική είδηση. Ένας μάλλον νέος άντρας είχε ανεβεί στο Εργατικό Κέντρο και από ένα πλαϊνό παράθυρο της σκάλας έπεσε  στο κενό και σκοτώθηκε. Αυτοκτόνησε!! Γιατί, ρε παιδιά; Ανεργία, γυναίκα, αρρώστια; Κανείς δεν ήξερε. Με περιέργεια ανάμικτη με φόβο τρέξαμε αμέσως να δούμε το σημείο στο οποίο είχε πέσει. Ήταν στον ανηφορικό χωματόδρομο του μεγάλου ανοίγματος ή πλατείας που οδηγεί στον Άγιο Δημήτριο.
          Εκεί λοιπόν ανάμεσα σε πέτρες και πάνω στο σκληρό χώμα είχε σχηματιστεί μια μεγάλη βαθυκόκκινη κηλίδα αίματος. Σταθήκαμε με δέος γύρω από το σημάδι του θανάτου. Το κοιτάξαμε και το ξανακοιτάξαμε, ανταλλάξαμε ματιές, είδαμε ψηλά και το παραθυράκι της εξόδου του. Τα παιχνίδια, τα αστεία και τα πειράγματα, τα γέλια, είχαν τελειώσει, λες και τα είχε σαρώσει ένας παγωμένος άνεμος. Γυρίσαμε στη γειτονιά βουβοί και με σκυμμένο το κεφάλι και σύντομα ένας– ένας αναζητήσαμε τη θαλπωρή του σπιτιού μας.
  

Τόλης Νικηφόρου
(από την υπό έκδοση συλλογή ''Αγνώστου Στρατιώτου'')







Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938.Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωµυλία.Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος,µεταφραστής-διερµηνέας και αναλυτής συστηµάτων στη Θεσσαλονίκη,στην Αθήνα και στο Λονδίνο.Μετά το τέλος της δικτατορίας,επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το επάγγελµα του µελετητή-συµβούλου οργάνωσης επιχειρήσεων έως το 1999.Τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Νέα Πορεία»από τα µέσα της δεκαετίας του ’70, διετέλεσε επίσης αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραµµάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης ενώ υπήρξε και µέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1966 µε το µεγάλο ποίηµα, «Οι άταφοι». Από τις εκδόσεις της «Νέας Πορείας» έχουν κυκλοφορήσει µεταξύ άλλων οι ποιητικές του συλλογές «Το διπλό άλφα της αγάπης» (1994, επανέκδ. Παρατηρητής, 2002), «Χώμα στον ουρανό» (1998), «Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο» (1999), «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται» (2002),»Ο πλοηγός του απείρου» (συγκεντρωτική έκδοση, ποιήµατα 1966-2002, 2004), τα διηγήµατα «Εγνατία οδός» (1973), «Τα µάτια του πάνθηρα» (1996), «Νόστος» (2000), και το µυθιστόρηµα «Η γοητεία των δευτερολέπτων» (2001). Από τις εκδόσεις του περιοδικού «Μανδραγόρας» έχει εκδοθεί η ποιητική του συλλογή «Μυστικά και θαύματα: ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας» (2007), και από τις εκδόσεις «Νεφέλη» τα μυθιστορήματα «Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα» (2005), «Η εξαίσια ηδονή του βιασμού» (2006), «“Ερημο νησί στην άκρη του κόσμου» (2009) καθώς και η συλλογή διηγημάτων «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη» (2008), η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, από κοινού με το «Οριζόντιο ύψος» του Αργύρη Χιόνη. Έχει επίσης συγγράψει παραµύθια για µεγάλους.Ποιήµατά του έχουν µεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.

-----------------------------



* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ  lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr  και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.