Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξάντερ Μπλοκ- Alexander Blok. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξάντερ Μπλοκ- Alexander Blok. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Αλεξάντερ Μπλοκ- Alexander Blok

 Πηγή :http://bibliotheque.gr/?p=5927



Η γέρικη αγκαθωτή τριανταφυλλιά, σκονισμένη και δίχως φύλλα
κουνούσε μελαγχολικά το κεφάλι στους πρόποδες μιας πανύψηλης πολεμίστρας.
Το τελευταίο τριαντάφυλλο ήταν ολάνθιστο ακόμη χθες το πρωί,
ο ιππότης έκοψε το τριαντάφυλλο, δίχως να το προορίζει για την καλή του.
Ο άνεμος παρέσυρε τα φύλλα και τα σκόρπισε στο φαράγγι,
απέμειναν μόνο τ’ αγκάθια, και τα λεπτά κλωνάρια να σέρνονται
με κακία στα παράθυρα της πολεμίστρας αναζητώντας επίμονα το θήραμα.
Φτωχέ ιππότη! Κλαίει πικρά σαν αψηλό του πύργο,
δάκρυα χύνει το ‘να μετά το άλλο, και κυλούν τα μεγάλα δάκρυα
κατά μήκος του παλιού τοίχους στα κλωνάρια της πονεμένης τριανταφυλλιάς …



Κόπηκε το άνθος. Δεν θα γυρίσει πίσω. Ράγισε η καρδιά.
Σκούριασε το σπαθί, στη μάχη θέλει στην άγρια σφαγή,
τέλειωσαν όλα. Στο τάφο η ευτυχία. Σε θλίψη απαρηγόρητη
Ο ιππότης κλαίει, κλαίει και η φτωχή τριανταφυλλιά.
Πονούν οι δύο τους.
Ο ένας έχασε το τριαντάφυλλο,
το τριαντάφυλλο, που ‘ταν κατακόκκινο στις λαμπερές αχτίδες του παγωμένου
πρωινού…
Έν’ άλλο τριαντάφυλλο έχασε ο άλλος· εκείνο το ευωδιαστό τριαντάφυλλο
που κοκκίνιζε στις αχτίδες του έρωτα και της απέραντης ευτυχίας …

Έτσι, θλιμμένοι και μελαγχολικοί περνούσαν το χρόνο τους
η νύχτα έπεφτε, το πρωινό ξημέρωνε, η μέρα έλαμπε,
χαρούμενα χρώματα έφερνε, ή το δειλινό την πολεμίστρα πορφυρή έβαφε.
Αποκοιμήθηκε ο πύργος. Αποκοιμήθηκαν βαριά κι αυτοί.
ησυχία παντού! Μόνο κάπου μακριά μια πέτρα έπεσε
απ’ τον αρχαίο τοίχο και, βροντώντας, χάθηκε στη βαθιά χαράδρα …

Μια φορά, ένα πανέμορφο πρωινό, όταν ο περίεργος ήλιος
υψώθηκε και, ήρεμα γλιστρώντας πάνω στα τείχη τα ψηλά,
χτύπησε την τριανταφυλλιά, – η τριανταφυλλιά άνθισε: εκατοντάδες
πράσινα κλαράκια θα τρέξουν πάνω στ’ αγκαθωτά κλαριά ψηλώνοντας ολοένα …

Ήταν ένα ξεραμένο χλομό λουλουδάκι, που κανείς δεν το ‘χε δει
π’ άνθισε κι έλαμψε, το ευωδιαστό τριαντάφυλλο
έστειλε στο παραθύρι του ιππότη το άρωμα του …

Ο ιππότης κοιμόταν. Στα χλομά του χείλη τρεμόπαιζε ένα χαμόγελο:
έβλεπε ένα εκπληκτικό όνειρο: όμορφοι ήχοι,
ρυθμικά ακούγονταν από παντού, και το σκοτάδι τύλιγε τη γη.
Μια θεσπέσια μορφή φωτίστηκε στο σκοτάδι από το φως του αστεριού.

Οι ήχοι ολοένα και δυνάμωναν, άξαφνα από το στενάχωρο κόσμο
όρμησαν στην καρδιά του, κι αμέσως η ψυχή του ανταποκρίθηκε
μ’ αόρατες χορδές. Τότε η  θεία μελωδία σώπασε
και η μορφή μέσ’ στο σκοτάδι πέταξε κοντά του, και με ανάσα καυτή
τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του … και ο ιππότης ξύπνησε.
Ήταν ένα λαμπερό πρωινό. Με το φρέσκο άρωμα της
μεταφέροντας μιαν άλλη μυρωδιά, η πυκνή κόκκινη τριανταφυλλιά
κουνούσε ήρεμα το κεφάλι στο παράθυρο μέσα από τα σκουριασμένα
κλαδιά του παλιού κάγκελου … Και ο χλομός, φτωχός, βασανισμένος
έσκυψε προς το μέρος της τριανταφυλλι΄δας και φίλησε το ανθισμένο
λουλούδι με αγαλλίαση,
γεμάτος ευτυχία, ελπίδα, έρωτα και τρυφερή χαρά ….

Άνοιξη 1898