Αναδημοσίευση από: ο αναγνώστης στις 16 Ιουνίου, 2013
Του Θανάση Μήνα. Bloomsday σήμερα.
Ο 22χρονος Τζέημς Τζόυς γνώρισε τη Νόρα Μπάρνακλ στο Δουβλίνο, στις 10 Ιουνίου του 1904. Ήταν 19 ετών, καταγόταν από το Γκάλγουευ και εργαζόταν ως καμαριέρα στο Finn’ Hotel, απέναντι από το Trinity College. Η ξανθοκοκκινομάλλα Νόρα τον γοήτευσε αμέσως με την κορμοστασιά και «το νωχελικό της βήμα», όπως έγραψε αργότερα ο ίδιος. Την πλησίασε και της πρότεινε να βγουν. Κανόνισαν να βρεθούν στις 15 Ιουνίου στην πλατεία Μέρριον, όμως η Νόρα δεν κατόρθωσε να έρθει στο ραντεβού. «Μπορεί και να’ μαι τυφλος. Κοίταξα ώρα εκείνο το κεφάλι με τα κοκκινόξανθα μαλλιά και κατέληξα ότι δεν ήταν το δικό σου. Γύρισα σπίτι εντελώς αποκαρδιωμένος…. Ας ορίσουμε μια συνάντηση – αν δεν με έχεις, βέβαια, ξεχάσει». Τελικά συναντήθηκαν στο λιμάνι της πόλης -και πιθανότατα συνευρέθηκαν ερωτικά- μία ημέρα μετά, στις 16 Ιουνίου του 1904: την ημερομηνία δηλαδή κατά την οποία τοποθετείται η δράση στονΟδυσσέα∙ την επονομαζόμενη Bloomsday.
Στη βιογραφία του Τζόυς (εκδ. Scipta, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, επιμέλεια Άρης Μπερλής) ο Richard Ellmann σημειώνει ότι «στις 16 Ιουνίου, (ο Τζόυς) όπως συνειδητοποίησε αργότερα, άρχιζε τη σχέση του με τον κόσμο γύρω του, αφήνοντας πίσω τη μοναξιά που είχε νιώσει από το θάνατο της μητέρας του. “Εσύ με έκανες άντρα”, θα της πει αργότερα. Η 16Η Ιουνίου ήταν η ιερή μέρα που χώρισε τον Στήβεν Δαίδαλο, τον επαναστατημένο νέο, από τον Λέοπολντ Μπλουμ, τον περιποιητικό σύζυγο». Ο Ellmann συμπληρώνει ότι η Νόρα «συνδύαζε τη φιλαρέσκεια με έναν αέρα απόμακρης αθωότητας και παρά το ότι η αφοσίωσή της εκδηλωνόταν πάντα κάπως περιπαικτικά, ήταν ασυζητητί απόλυτη…Πνευματική σύντροφος του Τζόυς δεν μπορούσε να είναι, αλλά τον Τζόυς αυτό δεν τον απασχολούσε…Πιο ατόφια από εκείνον, ήταν ο κατάλληλος αποδέκτης των ατέρμονων αναλύσεών του και, ακόμη περισσότερο, των εκμυστηρεύσεών του». Παρά τους όποιους κλυδωνισμούς, συχνά τρικυμιώδεις, στη σχέση τους, η Νόρα έμεινε στο πλευρό του Τζόυς από τις 16 Ιουνίου του 1904 έως το τέλος της ζωής του (1941), επαληθεύοντας την πρόβλεψη του πατέρα του συγγραφέα: « Με τέτοιο όνομα; Δεν πρόκειται να τον αφήσει ποτέ» (η λέξη Μπάρνακλ, barnacle, σημαίνει πεταλίδα, κολλιτσίδα). Τον ακολούθησε πρόθυμα στις περιπλανήσεις του (Λονδίνο, Παρίσι, Πόλα, Τεργέστη, ξανά Παρίσι, Ζυρίχη). Ανέχθηκε την κυκλοθυμία του, το άγχος του ως συγγραφέα, τη ροπή του στον αλκοολισμό, τις απιστίες του. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Τζόρτζιο και τη Λουτσία. Παντρεύτηκαν μόλις το 1931.
Ο Ellmann συνεχίζει: «Τον Τζόυς τον ικανοποιούσε ότι η Νόρα ήταν πιο δυνατή και ότι διέθετε με τον τρόπο της περισσότερη αυτοπεποίθηση απ’ όση εκείνος». Επιπλέον, η Νόρα εσώκλειε με τον τρόπο της τα τρία εκείνα στοιχεία που για τον Τζόυς συγκροτούν την έννοια της ομορφιάς σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Θωμά Ακινάτη: integrias, consonantia, claritas (ολότητα, αρμονία, σαφήνεια).
Η εκδοτική περιπέτεια των επιστολών του Τζόυς εχει ως αφετηρία το 1957, όμως η σχετική ανθολογία του Faber/Viking Press δεν συμπεριέλαβε τα γράμματά του στη Νόρα. Στην επόμενη έκδοση του ίδιου οίκου (1966), που επιμελήθηκε ο Ellmann, εμφανίστηκαν μεν επιστολές του προν αυτήν, όχι όμως οι πλέον τολμηρές. Το σύνολο των επιστολών εκδόθηκε τελικά το 1975. Η παρούσα ελληνική έκδοση έγινε με βάση τις αγγλικές εκδόσεις του 1966 και του 1975.
Οι επιστολές χωρίζονται χρονολογικά σε τρία μέρη: σε αυτές του 1904, δηλαδή των πρώτων ημερών της σχέσης τους∙ σε αυτές του 1909, δηλαδή λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ιρλανδία για την ενδοχώρα της Ευρώπης∙ και σε αυτές ανάμεσα στο 1912 και στο 1922, εποχή που το ζευγάρι διέμενε στην Τεργέστη κ.α. Η τελευταία επιστολή τοποθετείται στο 1924 αλλά πιθανότατα είναι λάθος χρονολογημένη (κάτι που επισημαίνεται στην ελληνική έκδοση) μιας και γίνεται αναφορά στα φρέσκα δοκίμια του Οδυσσέα (1922).
Όπως σημειώνει η Κατερίνα Σχινά, «οι επιστολές του Τζόυς προς τη Νόρα είναι ένα συγκινητικό χρονικό του έρωτά τους: χιούμορ, λυρισμός, έξαρση και αμφιβολία, ομολογίες πίστης και εκρήξεις οργής, νυγμοί ζήλειας και παραδοχές συντριβής, θρησκευτικό δέος και όρκοι λατρείας εναλλασονται πάνω σ΄εναν σταθερό καμβά υφασμένο από αγωνία για επικοινωνία και πόνο για σωματική και ψυχική ταύτιση». Ο Τζόυς γράφει στα όρια του πυρετού: «Έδωσα σε άλλους την περηφάνια και την ευθυμία μου. Σ’ εσένα δίνω την αμαρτία, την τρέλα, την αδυναμία και τη θλίψη μου». Στις πιο τολμηρές επιστολές του ο αχαλίνωτος ερωτισμός του εκφέρεται ως παραλήρημα. Στις επικλήσεις του προς τη Νόρα, το συνειδησιακό γίνεται μαλλιά κουβάρια με το αισθητηριακό. Το επιστολογραφικό ύφος του φαίνεται να προοικονομεί την αφηγηματική τεχνική της συνειδησιακής ροής, που έμελλε να χαρακτηρίσει ανεξίτηλα τον Οδυσσέα.
Πέρα από το ύφος της γραφής, οι επιστολές αυτές παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους θαυμαστές του για δύο λόγους: Πρώτον επειδή η Νόρα ήταν η προνομιακή αναγνώστρια του Τζόυς: «Αγαπητή μου Νόρα Θα βρεις εσόκλειστο ένα δικό μου σχεδίασμα («Στήβεν Ντένταλους») που ίσως σε ενδιαφέρει». Πρόκειται για την πρώτη αναφορά στον ήρωα-alter ego του Τζόυς, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο αφήγημα Οι αδελφές. Δεύτερον, επειδή η ίδια η περσόνα της Νόρας, καθώς και αρκετά περιστατικά που αφορούν στη σχέση τους και αναφέρονται στα γραμματά τους, εμφανίστηκαν τελικά, μεταλλαγμένα ή και αυτούσια, στο λογοτεχνικό του έργο.
Η Κατερίνα Σχινά υπογραμίζει ότι «οι διαδοχικές ενσαρκώσεις της Νόρας –Γκρέτα Κονρόυ στουςΕξόριστους, Μόλλυ Μπλουμ στον Οδυσσέα, Λίβια Πλουραμπέλ στο Finnegan’s Wake – απηχούν την αντίληψη του Τζόυς για τη θηλυκή εκδοχή του κόσμου…». Ο δε Ellmann υποστηρίζει ότι στη Νόρα άρεσαν πολύ οι μεταμφιέσεις και ότι ενδεχομένως σε αυτό το γεγονός οφείλεται η πανδαισία στο επεισόδιο Κίρκη του Οδυσσέα. Ονειρικές μεταλλάξεις της Νόρας απαντούν και σε άλλα επεισόδια του Οδυσσέα, ιδίως στην Καλυψώ και την Πηνελόπη.
Στον πρόλογο παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα επιστολής της Νόρας προς τον Τζόυς: «Αγαπητέ Τζιμ νιώθω τόσο κουρασμένη απόψε που δεν μπορώ να πω πολλά ευχαριστώ πολύ για το γλυκό σου γράμμα που έλαβα απροσδόκητα σήμερα το βράδυ ήμουν πολύ απασχολημένη όταν ήρθε ο Ταχυδρόμος έτρεξα και κλειδώθηκα σ’ ένα δωμάτιο να διαβάσω το γράμμα σου με κάλεσαν πέντε φορές…». Είναι εμφανείς οι ομοιότητες ανάμεσα στο τελείως προφορικό ύφος γραφής της Νόρας και στον ανεπανάληπτο μονόλογο-χείμαρρο της Μόλλυς Μπλουμ στο τελευταίο κεφάλαιο του Οδυσσέα.
Σε επιστολή με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1904, ο Τζόυς αναφέρεται στον θάνατο της μητέρας του (για τον οποίο κατηγορεί τον πατέρα του) και στο γεγονός ότι δεν προσευχήθηκε στο νεκροκρέβατό της, παράλειψη που φέρεται να στοιχειώνει τον Στήβεν Ντένταλους στις σελίδες τουΟδυσσέα («Η θεία μου νομίζει ότι σκότωσες τη μάνα σου» λέει ο Μπακ Μαλιγκαν κάποια στιγμή στον Ντένταλους και αυτός του απαντάει «Κάποιος τη σκότωσε»). Στην ίδια επιστολή αναφέρει ότι «μισεί την καθολική Εκκλησία», ενώ άλλού σημειώνει ότι «αποστρέφεται την Ιρλανδία και τους Ιρλανδούς.»
Παρά την δηλωμένη αποστροφή του για την Καθολική Εκκλησία, ο Τζόυς ποτέ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τη ρωμαιοκαθολική ανατροφή του. Εκτός από ερωτική σύντροφος, η Νόρα είναι συγχρόνως στα μάτια του η ενσάρκωση της Παρθένου: «κοιτάζοντάς με τα ήρεμα μάτια μιας αγίας, με αυνάνισες, αργά, ήσυχα, ώσπου έχυσα στα δάχτυλά σου» της γράφει σε άλλη επιστολή. Και αλλού: «Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου για τα παιδικά μου χρόνια». «Τη μια στιγμή σε βλέπω σαν παρθένα ή σαν μαντόνα και την επόμενη στιγμή σε βλέπω αναίσχυντη, αγέρωχη, μισόγυμνη, πρόστυχη».
Πηγή έμπνευσης για τον Τζόυς αποτέλεσαν και οι προηγούμενες ερωτικές σχέσεις της Νόρας. Για παράδειγμα, ο Μάικλ Μπότκιν, ο αμέσως προηγούμενος εραστής της Νόρας, μετονομάστηκε σε Μάικλ Φιούρυ στους Νεκρούς. Στο ιδιο διήγημα εμφανίζεται αυτούσια και μια περιγραφή του κορμού της Νόρας, προερχόμενη από τις επιστολές του Τζόυς: «μελωδικό και παράξενο και ευωδιαστό».
Σε άλλη επιστολή με ημερομηνία 22 Νοεμβρίου 1909 ο Τζόυς της λέει ότι «το γράμμα σου ήταν γραμμένο με τον παλιό, γνώριμο τρόπο. Ιδίως εκεί που μου λες τι θα μου κάνεις αν δεν σε υπακούσω σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα». Το παραπάνω περιστατικό απαντά επακριβώς στο 5οκεφάλαιο του Οδυσσέα, που περιγράφει την ανταλλαγή ερωτικών επιστολών ανάμεσα στον Λεοπόλδο Μπλουμ και τη Μάρθα Κλίφορντ.
Σε επιστολή, τέλος, με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1912, ο Τζόυς γράφει στη Νόρα ότι «κι εγώ είμαι από τους συγγραφείς αυτής της γενιάς που ίσως καταφέρουν να δημιουργήσουν επιτέλους μια συνείδηση στην ψυχή τούτης της αξιοθρήνητης φυλής». Πρόκειται για μια άλλη διατύπωση της αξίωσης που εξέφρασε ο Τζόυς στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία: «Φεύγω να συναντήσω για εκατομμυριοστή φορά την πραγματικότητα της εμπειρίας και να σφυρηλατήσω στο αμόνι της ψυχής μου την αδημιούργητη συνείδηση της φυλής μου». Ο Τζόυς αισθάνεται ανήμπορος να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή δίχως το στήριγμα της Νόρας. Της έγραφε εξάλλου τον Οκτώβριο του 1909: «Ξέρω και νιώθω ότι αν είναι να γράψω κάτι άρτιο και καλό στο μέλλον, θα το κατορθώσω μονάχα αν αφουγκραστώ τι συμβαίνει πίσω από τς πύλες της καρδιάς σου».
INFO:
Τζέημς Τζόυς, Γράμματα στη Νόρα
Εκδ. Πατάκη
Μετάφραση-Πρόλογος-Σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά