— μια εισαγωγή
στην
ποίηση της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ
Η φύση και το ανθρώπινο σώμα αποτελούν τα κεντρικά θέματα στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Η φύση παρουσιάζεται σε όλο της το μεγαλείο, εκεί όπου ο Ερως, η αναπαραγωγή κι ο Θάνατος συνιστούν τις κινητήριες δυνάμεις, οι οποίες εκφράζονται με τον σωματικό έρωτα, Έρως — μια φυσική δύναμη που δρα εντός και δια του σώματος και ως τέτοια, είναι αδύνατον να της αντισταθούμε.
«Αισθάνομαι θρησκευτική ευλάβεια μπροστά στη φύση», λέει η Αγγελάκη-Ρουκ σε μια συνέντευξή της, «αντιλαμβάνομαι τη φύση ως δάσκαλο και εμπνευστή, ως παρηγορητή. Αφήνομαι ολοκληρωτικά στα χέρια της. Η φύση γνωρίζει και αισθάνεται. Mου αρέσει η ιδέα πως κάποτε θα γίνω χώμα. Ότι θα γίνω τροφή για τα φυτά, ότι τα ζώα θα ’ρθουν και θα ξαπλώσουν στα φυτά για μια στιγμής ξεκούραση».
Ιδού, λοιπόν, ενώπιόν μας μια ολιστική θεώρηση, όπου το ανθρώπινο σώμα θεωρείται ως αναπόσπαστο τμήμα ενός κύκλου ζωής στο χώρο και στο χρόνο, όπου το παρελθόν και το μέλλον αποτελούν ασφαλές πλαίσιο για το παρόν.
Μιλάω σήμερα στη γη και της λέω:
Γη καλή, με τα πουλιά της νύχτας
σιωπηλά με μαύρα φτερά
και τα πουλιά της ημέρας τα ομιλητικά
με τα νερά τα αλμυρά και τα γλυκά
που ζούνε τη δική τους τη ζωή
φλυαρή, θωπευτική
και φυσικά αδιάφορη
γη που ´σαι όλη κι όλη ό, τι ξέρω από τη φύση
–κι ο ουρανός σου πράγμα είναι–
και θα στρωθείς απάνω μου
σαν μαλακή κουβέρτα
με λίγες φωτογραφίες μου χωμένες στα συρτάρια
μιλά μου, συμβούλεψε με και πες μου
πως όσο ζούνε οι άνθρωποι δεν πρέπει να τους κλαίμε…
(Στη γη, Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977, σ. 209)
Πάντων μέτρον άνθρωπος
Αυτή τη γη εξερευνά η Αγγελακη-Ρουκ με τις αισθήσεις της «για να φτάσει στην πηγή της ύπαρξης και μέσω της αλχημείας των λέξεων, προσπαθεί να μετατρέψει τη γη σε χρυσάφι», με επίγνωση για το ατελέσφορο της προσπάθειας. Επίσης, όμως, γνωρίζει ότι αυτός είναι κι ο μοναδικός δυνατός δρόμος προς τη θέαση του Όλου και, ως τέτοιος, αποτελεί ένα κρίκο στην αλυσίδα της εγγενούς σημασίας της ζωής και της φύσης. Αυτό είναι «καινόν δαιμόνιον» για το μεσογειακό πολιτισμό, που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως τον κύριο των πάντων, και όπου τα ζώα και τα φυτά θεωρούνται πως παίζουν συμπληρωματικό ρόλο στις ανάγκες του ανθρώπου.
Η λατρεία του ανθρώπινου σώματος, τουναντίον, είναι αρχαία. "Πάντων μέτρον άνθρωπος", όπως έλεγε Πρωταγόρας, ο σοφιστής. Και στόχος της ομορφιάς είναι η πληρότητα του ανθρώπινου σώματος. Για να παράσχουμε στην αθάνατη ψυχή μια κατάλληλη κατοικία, το σώμα πρέπει να διατηρείται σε καλή κατάσταση. "Νους υγιής εν σώματι υγιή". Ο αθλητισμός αποτέλεσε τη βάση για όλη τη διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων, και ήταν το ίδιο σημαντικός με τη πνευματική δραστηριότητα.
Αθλητισμός και μουσική για τους αρχαίους ήταν μια βαθειά θρησκευτική δραστηριότητα, που οδηγούσε τον άνθρωπο στην κάθαρση, τον εξέλισσε σε μιαν ενιαία οντότητα, σώμα ψυχή, και — μέσω της γλώσσας και των τεχνών των Μουσών — τον ανύψωνε σε επίπεδο σχεδόν ίσο με τους Αθάνατους. Η λατρεία αυτή του σώματος διακόπηκε από την ιουδαιοχριστιανική παράδοση, που διαχώριζε το σώμα από την ψυχή και έβλεπε με ντροπή τις απολαύσεις του σώματος και ιδίως αυτές της γυναίκας.
Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων…
«Το σώμα μου είναι η αρχή ενός ταξιδιού», γράφει στα 16 της η Κατερίνα Αγγελάκη στην πρώτη της ποιητική συλλογή, και το ταξίδι αυτό συνεχίζει σε όλες της τις συλλογές. Αυτό το σώμα, αυτός ο εμφανής καθρέφτης της πραγματικότητας, αποτελεί μια διαρκή πηγή έμπνευσης γι’ αυτήν. «Deep down, the poet has only one subject, his own
living body!», γράφει ο πρώτος Έλληνας νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης. Η Αγγελάκη-Ρουκ εκφράζεται ως εξής:
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν αδιάντροπα όπως το νερό
σηκώνεται από τον ύπνο…
Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
όταν ξαπλώνει άδειο…
ανέραστο από τον χρόνο.
(Μαγδαλήνη, Το μέγαλο θηλαστικό, Ερμής, 1977)
Όλη της η ποίηση εκφράζει τον αρχαίο ύμνο στην αγάπη του σώματος για ερωτικές περιπέτειες, καθώς, — μέσα από τις αντιδράσεις του — το σώμα εκφράζει την επιθυμία και την οδύνη της ψυχικής υπερδομής. Το σώμα είναι ο μοναδικός σίγουρος μάρτυρας της ύπαρξής μας. Το σώμα αναπαριστά αυτά που το περιβάλλουν. Από το σώμα φυτρώνει η ψυχή. Όταν πεθάνει το σώμα, χάνεται και η ψυχή. Παίρνει μιαν άλλη μορφή ύπαρξης, κατά μερικούς, ή οδηγείται προς την ολοκληρωτική διάλυση, κατ’ άλλους.
Η Ψυχή, κατά τους αρχαίους για να λειτουργήσει απαιτεί πλαίσιο και δομή, ορίζει κανόνες και δείχνει τον δρόμο. Η Ψυχή απεχθάνεται τον επιπόλαιο θεό της αγάπης, τον Έρωτα. Κοιτά προς τα εμπρός και προς τα πίσω, σε μια μόνιμη προσπάθεια αποφυγής του εαυτού της και του δικού της τώρα. Το carpe diem του Έρωτα στέκεται εμπρός στην ψυχή σαν μια προειδοποιητική πινακίδα: «Σκέψου τον Θάνατο!» προειδοποιεί. Ο Θάνατος είναι ο σύζυγος και ο τελικός σταθμός του εράσθαι.
Ο ίδιος ο Έρως δεν διαθέτει μνήμη. Σαν τα πουλιά στον ουρανό και τα κρίνα, τα επι της γης, ζει αμέριμνα σ’ ένα παρόν που ρέει αβίαστα σαν ποταμός, ενώ οι χαρές του χθες και η οδύνη για το αύριο δεν υφίστανται. Η ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ μαζεύει τα κρίνα αυτά και εξερευνά κι ανακαλύπτει το άνθος ως το τελευταίο του πέταλο, ακούει κι ευχαριστιέται το τραγούδι των πουλιών και μαθαίνει να ξεχωρίζει τους διάφορους ήχους σε μια συνεχή έρευνα για συνοχή και συνάφεια. Μέσα από τις λειτουργίες του σώματος ανακαλύπτει την ψυχή. Ποτέ όμως ο Έρως δεν παρουσιάζεται αυτοπρόσωπα, αλλά εμφανίζεται μόνο μέσω των ενεργειών του, σε μια μέθη που δύσκολα πιάνεται και μόνο οδύνη και μοναξιά αφήνει πίσω του.
Εκτός εαυτού περιφρονώ τις μέρες μου,
ηδονικά καταπίνομαι,
την επιβίωση μου μισώ
σαν αρρώστια.
(Εννοώντας τη νεότητα, Motvalls kärlek, σελ.
75), axion edition 2004
Όπως το λυρικό είδωλο όλων των εποχών, η Σαπφώ η Λεσβόσθεν, στους αθάνατους στίχους της από τον έβδομο αιώνα προ Χριστού,
... ως γάρ ές σ΄ιδώ βρόχε΄ώς με φωναί-
σ΄ουδ΄έν έτ΄είκει
αλλ΄ άκαν μέν γλώσσα έαγε λέπτον
δ΄αύτικα χρώι πύρ υπαδεδρόμηκεν οπ
πάτεσαι δ΄ουδ΄έν όρημμ΄ επιρρόμ-
βεισι δ΄ άκουαι
καδε μ΄ίδρως ψύχρος κακχέεται τρόμος δέ
παίσαν άγρει χλωροτέρα δε ποίας
έμμι τεθνάκην δ΄ολίγω΄πιδεύης
φαίνομαι εμ´ αύτα
αλλά πάν τολμάτον επεί και πένητα...
ΕΛΥΤΗΣ
εκδοχή:
Θεός μου
φαίνεται στ´ αλήθεια
εμένα κείνος
ο άνδρας
που κάθεται αντικρύ σου
κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής
σου
απολαμβάνει
και το
γέλιο σου άχ που ξελογιάζει
και που
λιώνει στο στήθος
την
καρδιά μου σου τ´ορκίζομαι
γιατί
μόλις που πάω να σε κοιτάξω
νιώθω
ξάφνου μου κόβεται η μιλιά μου
μες στο
στόμα η γλώσσα μου στεγνώνει
πυρετός
κρυφός με σιγοκαίει
κι ούτε
βλέπω τίποτα ούτε ακούω
μα
βουίζουν τ´ αυτιά
μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί
μου περιχάει
τρέμω
σύγκορμι αχ και πρασινίζω
σαν το
χόρτο και λέω πως λίγο ακόμη
λιγο
ακόμη και παέι θα ξεψυχήσω
κι όμως
όλα κανείς να τα τολμάει πρέπει
τι και
παρατημένη ακόμη...
η Αγγελάκη-Ρουκ μεταφέρει την χαρά του σώματος, τις ορέξεις και την οδύνη του, μέσα από γυμνωμένες περιγραφές αυτών των λειτουργιών και των αντιδράσεών του, οι οποίες γεννούν την εντύπωση, το ερώτημα, την οδύνη για περασμένους καιρούς και τον φόβο γι αυτό που θα’ρθει. Κανένα όργανο του σώματος δεν της είναι άγνωστο και κανένα δεν έχει μεγαλύτερη αξία από το άλλο. Όλα εμπεριέχονται στη φύση, στον κύκλο ζωής που μας μοιράστηκε και έκτοτε αποτελούμε τμήμα του, στον κύκλο όπου αράχνες και πίθηκοι, γάτες και πουλιά, κινούνται βάσει των δικών τους χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, εκεί που τρέχει το νερό, οι άνεμοι παίζουν κυνηγητό, οι μανόλιες ανθίζουν και τα αγκάθια τρυπούν. Σαν τη μάνα γη, που αναπνέει και ζει το δικό της ποιητικό Εγώ σ’ αυτό τον κύκλο ζωής: το σώμα, μέσα στο οποίο δρούμε, γρήγορα θα μεταβληθεί σε χώμα και όλα θα αρχίσουν από την αρχή. Σε ψυχή δίχως σώμα η Ρουκ δεν πιστεύει. Όταν πεθαίνει το σώμα, χάνονται τα πάντα. Μπορεί κάποιου είδους επανάληψη να εξακολουθεί, αλλά σε νέους συνδυασμούς, σε νέες σχέσεις.
Η παρουσίαση της ποίησης της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ από τον Ingemar Rhedin συνεχίζεται...
Η παρουσίαση της ποίησης της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ από τον Ingemar Rhedin συνεχίζεται...