Dino
Campana, Ορφικά Άσματα
Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη
Η ΝΥΧΤΑ
I.
Θυμάμαι μια παλαιά πόλη, κόκκινη με τείχη
και πύργους, ξεραμένη στην ατέρμονη πεδιάδα μες στον καυτό Αύγουστο, με το
μακρινό δρόσισμα πράσινων και απαλών λόφων στο βάθος. Αψίδες γεφυριών
υπερβολικά κενές πάνω στο βαλτωμένο ποτάμι σε πενιχρά μολυβιά τέλματα: μαύρα
περιγράμματα τσιγγάνων κινούμενα σιωπηλά στην όχθη: στο μακρινό θάμβος ενός
καλαμιώνα μακρινές μορφές γυμνών εφήβων και το προφίλ ενός γέρου μ’ εβραϊκό γένι: και ξάφνου μέσ’ από το
νεκρό νερό οι τσιγγάνες κι ένα άσμα, από το άφωνο έλος ένας αρχέγονος
μακρόσυρτος σκοπός μονότονος κι εξοργιστικός: και η ροή του χρόνου διακόπηκε.
* * *
Ασυνείδητα σήκωσα τα μάτια στον βάρβαρο πύργο
που κυριαρχούσε στην ατέλειωτη δημοσιά με τους πλατάνους. Πάνω από τη σιωπή που
έγινε έντονη αυτός ξαναζούσε τον μακρινό και άγριο μύθο του: ενώ μέσ’ από
μακρινά οράματα, από σκοτεινές και βίαιες αισθήσεις ένας άλλος μύθος, και αυτός
μυστηριακός και βάρβαρος, επανερχόταν στον νου μου ανά διαστήματα. Εκεί κάτω είχαν
σηκώσει απαλά τα μακριά ενδύματα προς την αόριστη λάμψη της πύλης οι εταίρες
του δρόμου, οι αλλοτινές: η εξοχή αδρανούσε τότε στο δίκτυο των καναλιών:
κορίτσια μ’ ευλύγιστες κομμώσεις, με κατατομή από νομίσματα, χάνονταν ανά διαστήματα
πάνω στα μικρά κάρα πίσω από τις πράσινες στροφές. Ένας χτύπος καμπάνας
αργυρόηχος και γλυκός λόγω της απόστασης: το Βράδυ: στο ερημικό εκκλησάκι, στα
σκιερά σεμνά κλίτη έσφιγγα Αυτήν, με τη ρόδινη σάρκα και τα φλογερά φευγαλέα
μάτια: χρόνια και χρόνια και χρόνια διαλύονταν στη θριαμβευτική γλυκύτητα της
ανάμνησης.
* * *
Ασυνείδητα εκείνος που υπήρξα κατευθυνόταν
προς τον βάρβαρο πύργο, τον μυθικό φύλακα των ονείρων της εφηβείας. Ανέβαινε
στη σιωπή των παμπάλαιων δρομάκων παράλληλα στα τείχη εκκλησιών και
μοναστηριών: δεν ακουγόταν ο θόρυβος των βημάτων του. Μια έρημη πλατειούλα,
πατικωμένες τρώγλες, βουβά παράθυρα: δίπλα, σ’ ένα αστραποβόλημα θεόρατος ο
πύργος, οκταγωνικός κόκκινος αδιαπέραστος άγονος. Μια κρήνη του δεκάτου έκτου αιώνα
σιωπούσε στερεμένη, η πλάκα σπασμένη στη μέση της λατινικής επιγραφής. Ένα
έρημο καλντερίμι ξεδιπλωνόταν προς την πόλη.
* * *
Τραντάχτηκε από μια πόρτα που άνοιξε
διάπλατα. Κάποιοι γέροι, κυρτωμένες οστεώδεις και βουβές μορφές, συνωστίζονταν
σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον με τους αγκώνες, αιχμηροί, τρομεροί στο δυνατό
φως. Μπροστά στο γενειοφόρο πρόσωπο ενός μοναχού που πρόβαλλε από το άνοιγμα
μιας πόρτας κοντοστέκονταν μ’ έντρομη δουλοπρεπή υπόκλιση, σέρνονταν μακριά
μουρμουρίζοντας, ξανασηκώνονταν σιγά-σιγά, σέρνοντας ένας-ένας τις σκιές τους
κατά μήκος των κοκκινωπών και ξεφτισμένων τοίχων, όλοι όμοιοι με σκιές. Μια
γυναίκα με λικνιστικό βήμα και ασυνείδητο γέλιο ενωνόταν κλείνοντας την πομπή.
* * *
Οι σκιές τους σέρνονταν κατά μήκος των κοκκινωπών
και ξεφτισμένων τοίχων: αυτός ακολουθούσε, σαν αυτόματο. Απηύθυνε στη γυναίκα
μια λέξη που έπεσε στη σιωπή του μεσημεριού: ένας γέρος γύρισε να τον κοιτάξει
με βλέμμα παράλογο λαμπερό και κενό. Και η γυναίκα χαμογελούσε πάντα μ’ ένα
χαμόγελο απαλό μες στη μεσημεριανή ξηρασία, ηλίθια και μόνη στο καταστροφικό
φως.
[…]
ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ
(Ουφφίτσι)
Μέσ’ από τις πολύχρωμες γέφυρές σου
Ο Άρνος με προαίσθηση ήσυχα προσαράζει
Και σε ήρεμες αντανακλάσεις μόλις
που κομματιάζει
Αυστηρές αψίδες ανάμεσα σε
μαραμένα άνθη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . .
Γαλάζια
η αψίδα του μεσοστυλίου
Τρέμει
γραμμωτή ανάμεσα στα υπέροχα μέγαρα:
Πάλλευκες
γραμμές στο γαλάζιο: πουλιά
Που
χάνονται: πάνω από λευκή νιότη σε στήλες.
ΟΝΕΙΡΟ
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ
Μες στο βιολετί της νύχτας ακούω χαλκόηχα
τραγούδια. Το κελί είναι λευκό, το χαμοκρέβατο είναι λευκό. Το κελί είναι
λευκό, γεμάτο μ’ έναν χείμαρρο φωνών που πεθαίνουν στ’ αγγελικά λίκνα, με
χαλκόηχες αγγελικές φωνές είναι γεμάτο το λευκό κελί. Σιωπή: το βιολετί της
νύχτας: σε αραβουργήματα από τα λευκά κάγκελα το μπλε του ύπνου. Σκέφτομαι την
Ανίκα: έρημα άστρα πάνω στα χιονοσκεπή βουνά: λευκοί έρημοι δρόμοι: ύστερα
λευκές μαρμάρινες εκκλησίες: στους δρόμους τραγουδά η Ανίκα: την οδηγεί ένας αλλόκοτος
με δαιμονιακό μάτι, που φωνάζει. Τώρα το χωριό μου ανάμεσα στα βουνά. Εγώ στο
παραπέτο του νεκροταφείου απέναντι από τον σταθμό να κοιτώ τη μαύρη πορεία των
μηχανών, πάνω, κάτω. Δεν είναι ακόμη νύχτα·
πολυόμματη σιωπή φωτιάς: οι μηχανές τρώνε ξανατρώνε τη μαύρη σιωπή στην πορεία
της νύχτας. Ένα τρένο: ξεφουσκώνει φθάνει σιωπηλά, μένει ακίνητο: το πορφυρό του
τρένου δαγκώνει τη νύχτα: από το παραπέτο του νεκροταφείου οι κόκκινες κόγχες
των ματιών που φουσκώνουν μες στη νύχτα: ύστερα όλα, νομίζω, μετατρέπονται σε βουητό:
Από ένα παραθυράκι να φεύγω εγώ; εγώ που
υψώνω τα χέρια στο φως!! (το τρένο περνά από κάτω μου βουίζοντας σαν
δαιμόνιο).
ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ
ΛΥΚΟΦΩΣ
Μεσογειακό λυκόφως διαιωνιζόμενο με φωνές
που το βράδυ εντείνονται, με λάμπες που ανάβουν, ποιος σε σκηνοθέτησε στον
ουρανό πιο αχανές πιο φλεγόμενο από τον ήλιο, μεσογειακό νυχτερινό
καλοκαίρι; Ποιος άραγε δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες πλατείες σου,
τα σοκάκια όπου ψηλά ακόμη μάχεται ένδοξη η ατέλειωτη μέρα σε χρυσά φαντάσματα,
ενώ στη σκιά των πράσινων φαναριών στο αραβούργημα του μαρμάρου ένας μύθος
υποβόσκει που συστρέφει τα μαρμάρινα χέρια προς τα χρυσαφένια σου φαντάσματα,
μεσογειακό νυχτερινό καλοκαίρι; Ποιος δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες
πλατείες σου; Και τους ελικοειδείς δρόμους σου με μέγαρα και θαλασσινά μέγαρα
όπου ο μύθος υποβόσκει; Ενώ στους θόλους ένας άλλος μύθος υποβόσκει που τον
φωτίζει μοναχική διάφανη κυβοειδής η κολοσσιαία λάμπα με τις πράσινες
απολήξεις; Και να που στο θολό λιμάνι σου με τις αντένες, να που στο θολό
λιμάνι σου με τα μαλακά χρυσαφένια ξάρτια, στους δρόμους σου μου φανερώνονται με
βαρύ μεγαλοπρεπές βάδισμα νεανικές μορφές, που ήδη προμηνύουν στην καρδιά μιαν
αθάνατη ομορφιά φανερώνονται αναδεικνύοντας με το πέρασμα μια πλευρά του
ένδοξου ατόμου, του αγνού προσώπου όπου το μάτι γελούσε πάνω στο τρυφερό λυγερό
οβάλ σχήμα του. Έπαιζαν οι κιθάρες στο μεγαλοπρεπές βάδισμα της θεάς. Διάφορα
αρώματα βάραιναν την ατμόσφαιρα, η συγχορδία των κιθάρων γινόταν γλυκύτερη από ένα
ύποπτο σοκάκι μες στην αρμονική οχλοβοή του δρόμου που κατέβαινε απόκρημνος στη
θάλασσα. Οι κόκκινες επιγραφές των μαγαζιών υπόσχονταν ανατολίτικα κρασιά με
βαθειά οπάλινη λάμψη ενώ μπροστά μου αγωνιώντας η ζωή περνούσε με τις γαλήνιες
αθάνατες μορφές. Και το πικρό, το διαπεραστικό ψέλλισμα της θάλασσας αμέσως
χάθηκε στη γωνιά ενός δρόμου: χάθηκε, φανερώθηκε και χάθηκε αμέσως!
Ο χρυσός Θεός του λυκόφωτος φιλά τις
ξεθωριασμένες μεγάλες φιγούρες στους τοίχους των ψηλών μεγάρων, τις μεγάλες
φιγούρες που τον ποθούσαν όπως μια παλαιότερη ανάμνηση δόξας και χαράς. Ένα
αλλόκοτο μέγαρο του δεκάτου όγδοου αιώνα προεξέχει στη γωνιά ενός δρόμου, αρχοντικό
και μάταιο, μάταιο με την αλλοτινή μεσογειακή αριστοκρατικότητά του. Στα μικρά
μπαλκόνια τα μαρμάρινα υποστηρίγματα συστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους
αλλόκοτα. Το μεγάλο πράσινο παράθυρο κλείνει στο μυστικό των παραθυρόφυλλων την
καπριτσιόζα εκμεταλλεύτρια, τη λυγερή ροδοκάστανη τύραννο, και ο μπαρόκ δρόμος ζει
με μια διπλή ζωή: ψηλά στα γύψινα τρόπαια μιας εκκλησίας οι στρουμπουλοί λευκοί
άγγελοι διαλύουν τη συμβατική τους πομπή ενώ στον δρόμο τα δόλια μελαχρινά
μεσογειακά κορίτσια, μπρούντζινα από σκιά και φως, ψιθυρίζουν το ένα στο αφτί
του άλλου προστατευμένα από τα θεατρικά φτερά και σαν να φεύγουν κυνηγημένα
προς κάποια κόλαση μέσα σ’ εκείνη την έκρηξη μπαρόκ χαράς: ενώ όλα όλα πνίγονται
στον γλυκό θόρυβο από το φτεροκόπημα των αγγέλων που γεμίζει τον δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου