γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ
-Ο Ρίτσαρντ Φορντ, κατασκευάζοντας την ανθρωπογεωγραφία μιας ολόκληρης χώρας, αναρωτιέται για το νόημα της ανεξαρτησίας και μέσω αυτής για την περιπέτεια του καθενός μας-
Τρεις τόμοι των επτακοσίων τόσων σελίδων –τώρα όλοι στα ελληνικά-, με τον ίδιο κεντρικό ήρωα και αφηγητή, μπορούν να αποθαρρύνουν ασφαλώς ακόμη και τον αργόσχολο ή έστω τον φιλόπονο αναγνώστη. Ο Ρίτσαρντ Φορντ το αποτόλμησε ωστόσο γράφοντας ένα βιβλίο ανά δεκαετία (1985, 1996, 2006) για τον βίο και την πολιτεία ενός από τους πλέον συμπαθείς χαρακτήρες στο πρόσφατο λογοτεχνικό στερέωμα, του Φρανκ Μπάσκομπ. Πρόκειται για τον «μέσο άνθρωπο», έναν διαζευγμένο μεσίτη ακινήτων με δυο παιδιά, κάτοικο Νιου Τζέρσεϋ, σμιλεμένο θα ‘λεγες στα πρότυπα του Χάρρυ Άνγκστρομ – του περίφημου «Λαγού» του Τζων Απντάικ. Το πώς ο Φορντ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον κάνει να συμμετάσχει στα δράματα και τους προσωπικούς προβληματισμούς του ήρωά του ως προς τα θεμελιακά ερωτήματα και την περιπλοκότητα του βίου, δεν απαντιέται ίσως παρά μόνο με το μυστήριο της μεγάλης τέχνης.
Το πολυβραβευμένο Ημέρα Ανεξαρτησίας είναι το δεύτερο από τα μυθιστορήματα της τριλογίας. Στην Ελλάδα είχαν προηγηθεί Ο Αθλητικογράφος (Ωκεανίδα) και το Η Χώρα όπως είναι (Πατάκης) που με είχε συνεπάρει όταν το διάβασα. Παρά το ότι ήμουν κοινωνός των γεγονότων του βίου του Φρανκ Μπάσκομπ στα 56 του χρόνια, (όταν και λαμβάνει χώρα εν έτει 2000 το Η Χώρα όπως είναι) επανήλθα με ιδιαίτερη χαρά στην Ημέρα Ανεξαρτησίας όπου η δράση τοποθετείται στο εκλογικό έτος 1988 (Μπους πατήρ εναντίον Δουκάκη) κατά το Παρασκευοσαββατοκύριακο της εθνικής εορτής των ΗΠΑ. Πρόκειται ασφαλώς για ένα μυθιστόρημα δρόμου ενταγμένο στην μεγάλη αμερικανική παράδοση, όπου ο 44χρονος τώρα Φρανκ, περιφέρεται στην μικρή του εύπορη και εύτακτη πόλη (το επινοημένο Χάνταμ), κλείνοντας τις εργασιακές του εκκρεμότητες. Επισκέπτεται το βράδυ της ίδιας μέρας την διαζευγμένη γοητευτική φίλη του Σάλλυ στο παραλιακό της σπίτι, η βραδιά στραβώνει καθώς ο Φρανκ δεν νοιώθει ικανός να επενδύσει περισσότερα στη σχέση αυτή (στον τρίτο τόμο θα μάθουμε πάντως πως οι δυο τους τελικά παντρεύονται, χωρίζουν και μάλλον ξαναβρίσκονται) και ξαναφεύγει νυχτιάτικα για να κατευθυνθεί στο Κοννέκτικατ όπου θα παραλάβει τον 15χρονο γιο του Πολ για να περάσουν μαζί το εορταστικό τριήμερο. Ο Φρανκ είναι διαζευγμένος, η σύζυγός του Ανν έχει ξαναπαντρευτεί έναν ζάπλουτο αρχιτέκτονα, έχει πάρει μαζί τα δυο τους παιδιά και ο Φρανκ έχει αναδιατάξει πλήρως τον βίο του μεταβαλλόμενος από φιλόδοξο νεαρό διηγηματογράφο σε αθλητικογράφο και τώρα τελευταία σε μεσίτη ακινήτων. Είναι στοχαστικός, διαθέτει αποθέματα κατανόησης και έλλογης συμπόνιας για τους άλλους, αναλυτικό νου, εμμονές με την προσφορά του στην κοινότητα και το γενικό καλό και κυρίως με μια διάθεση αναστοχασμού της ζωής του, και ειδικά της εισόδου του στη μέση ηλικία (την οποία ονομάζει Υπαρξιακή Περίοδο). Καθ’ οδόν προς το ραντεβού με τον γιο του αλλά και αφού τον παραλάβει για να εκδράμουν σε συναρπαστικούς τόπους και τοπία όπου έχει δομηθεί ο μύθος της ανεξάρτητης Αμερικής, ο Φρανκ θα αναστοχασθεί πολλά και διάφορα με οδηγό τον μεγάλο υπερβατικό στοχαστή του 19ου αιώνα Ραλφ Γουόλντο Έμερσον: για τις προσδοκίες και τις στοχεύσεις της ζωής, για τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζεις το απρόοπτο, για την καταπολέμηση της μοναξιάς, για τις έννοιες της σταθερότητας, της μονιμότητας και της αλλαγής, για τους τρόπους επικοινωνίας με τον γύρω μας κόσμο, κυρίως όμως για την πορεία της ίδιας της χώρας, την τεχνολογική εξέλιξη, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την ανάπτυξη, την οικονομία και την πολιτική. Σκοπεύει να έρθει ψυχικά κοντά με τον γιο του και έχει προετοιμάσει ένα νοερό φάκελο με «οδηγίες ζωής» καθώς ο νεαρός είναι μεν πνευματικά ώριμος αλλά συναισθηματικά σε προσχολικό στάδιο, κουβαλάει παιδικά τραύματα από τον θάνατο του μικρού αδελφού του και του σκύλου του, και επιπλέον έχει εμφανίσει δείγματα παραβατικής συμπεριφοράς που τον έχουν οδηγήσει μάλιστα ενώπιον της δικαιοσύνης για μια μικροκλοπή σε σούπερ μάρκετ και αντίσταση κατά της αρχής. Εν μέρει η προσέγγιση θα πετύχει μέσω της αναβάπτισης σε νέους τόπους, ωστόσο οι προστριβές και οι μικροσυγκρούσεις πατέρα και γιου θα οδηγήσουν σε ένα ξέσπασμα του νεαρού Πολ και σε ένα σοβαρό ατύχημα που θα θέσει το ζήτημα της ζωής σε εντελώς νέα βάση. Η εγχείρηση στο μάτι του νεαρού θα πάει σχετικά καλά, αλλά ευθύνες και ενοχές μοιάζει να προκαθορίζουν ήδη τον μετέπειτα βίο τους.
Η περιήγηση του Φρανκ Μπάσκομπ και η ανακατασκευή του αμερικανικού τοπίου μέσω ποικίλων συναντήσεων με ενδιαφέροντες και λιγότερο ενδιαφέροντες ανθρώπους, στη διάρκεια ενός εορταστικού τριημέρου όπου όλη η Αμερική βρίσκεται στους δρόμους, είναι ο ένας άξονας όπου κινείται το μυθιστόρημα. Ο άλλος είναι οι διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν μέσω της βίωσης του παρόντος ως «της μόνης δυνατής αιωνιότητας» κατά την ρήση του Βίτγκενσταϊν τον οποίο μνημονεύει σε κάποιο σημείο ο ήρωάς μας. Ο Φρανκ ζει τις περιπέτειές του σαν αυτό ακριβώς που είναι: περιπέτειες. Βρίσκεται ενώπιος ενωπίω σε στιγμές βίας, απελπισίας ή πρόσκαιρης συντροφικότητας σε μουσεία, βενζινάδικα και φαγάδικα των εθνικών οδών, αλλά και αναποφασιστικότητας των πελατών του, συναισθηματικής ανασφάλειας της ερωμένης του Σάλλυ (με την οποία κάνει ατέρμονες τηλεφωνικές συζητήσεις στην διάρκεια του τριημέρου), επαγγελματικών προστριβών, αλλά και διανοίγματος νέων προοπτικών σε κάθε σταθμό του σύντομου πλην πυκνού αυτού ταξιδιού. Ξανανακαλύπτει το αμερικανικό τοπίο, ανασκάπτει το παρελθόν, στοχάζεται τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (τον πρώτο αντιαποικιακό πόλεμο) και την Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με αφορμή πάντα τους εορτασμούς. Κυρίως όμως ανατέμνει τον χαρακτήρα του έθνους του ως μιας κοινωνίας που βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, που ιδεολογικοποιεί την εξερεύνηση, που μετασχηματίζει σταθερά το φυσικό τοπίο, που καταργεί τη μονιμότητα και καλλιεργεί το ιδεώδες του αυτάρκους και ανεξάρτητου ανθρώπου, - μάλλον ανέφικτο πάντως απ’ ότι εντέλει παραδέχεται κι ο ίδιος (κι εδώ οδηγός του είναι ο Έμερσον me το περίφημο δοκίμιό του « Self- reliance»). Παρά δε το ότι προς το τέλος του βιβλίου ο Φρανκ Μπάσκομπ απολαμβάνει τους εορτασμούς και συμμετέχει μάλιστα σε αυτούς, αποδομεί με το υποδόριο χιούμορ του την κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης στην οποία έχουν μετεξελιχθεί οι μεγαλόπνοες, σχεδόν εμμονικές διακηρύξεις της ανεξαρτησίας.
Το βιβλίο –αλλά και η τριλογία στο σύνολό της- μπορούν αναμφίβολα να κουράσουν καθώς ο Ρίτσαρντ Φορντ δεν αποφεύγει κάποιες επαναλήψεις και πέραν του δέοντος λεπτομερειακές περιγραφές, πολλές απ’ αυτές βέβαια σκόπιμες προκειμένου να συνδεθούν τα κομμάτια του πολύπλοκου γεωγραφικού και κοινωνικού παζλ που καταφέρνει να συνθέσει. Ένας άλλος λόγος πιθανής κόπωσης είναι η ίδια η φύση των ηρώων του – υπερβολικά αναστοχαστική, αναλυτική και εσωστρεφής, αν και διόλου ναρκισσιστική, καθώς εγκαίρως οι πρωταγωνιστές στρέφονται προς τα έξω για άντληση έμπνευσης και παρηγοριάς. Εντούτοις τα άπειρα τηλεφωνήματα από μοτέλ και βενζινάδικα προς πελάτες, την πρώην σύζυγο και την ερωμένη, αν και δίνουν την αφορμή για συγκρότηση του εσωτερικού και εξωτερικού τοπίου των ανθρώπων, δεν πείθουν πάντα. Όπως έχει πει ωστόσο ο ίδιος ο Φορντ, δεν τον ενδιαφέρει τόσο η πειστικότητα των ηρώων του όσο οι θέσεις που διατυπώνουν και κυρίως οι σχέσεις τους με τους άλλους. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι σε ένα μυθιστόρημα είναι καμωμένοι με πρώτη ύλη τις λέξεις, και είναι αυτές που έχουν σημασία. Οι ήρωες μπορεί ενίοτε να στρογγυλεύουν προκειμένου να γίνουν περιγράψιμοι, μπορεί να γίνονται λίγο περισσότερο διανοούμενοι απ’ ότι ο μέσος άνθρωπος σε μια τυπική ζωή, αλλά το σημαντικό είναι να κινητοποιούν τον αναγνώστη και να οδηγούν σε επαγωγικές σκέψεις για τα ευρύτερα σύνολα (την φύση, την κοινωνία, το έθνος, την ιστορική περίοδο) όπου αυτός εντάσσεται. Αυτό το καταφέρνει θαυμάσια, παρακινώντας τον αναγνώστη να πάρει μια βαθιά ανάσα και να συνεχίσει, αποδεχόμενος ταυτόχρονα την «μομφή» ότι είναι μεν ένας ρεαλιστής συγγραφέας στα πρότυπα της μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, με πλήρη επίγνωση ωστόσο αυτού που κάνει, άρα με ενσωματωμένες όλες τις μετέπειτα παραμέτρους και σχολές της λογοτεχνίας. Εντέλει πάντως, το ζωντανό μουσείο του σύγχρονου κόσμου είναι παρόν και ο Φορντ ένας παθιασμένος ξεναγός, εντεταλμένος να προσφέρει εμψύχωση και παρηγοριά.
Υ.Γ. Οι διαλέξεις του Ρίτσαρντ Φορντ στην Ελλάδα ακυρώθηκαν λόγω της επαπειλούμενης 1000στής μεταπολιτευτικής στάσης εργασίας των ελεγκτών εναερίου κυκλοφορίας. Μείναμε να τον περιμένουμε με σφιγμένη καρδιά, αναλογιζόμενοι την μοίρα του δικού μας έθνους. Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος έλαβε το μήνυμα του περήφανου ΟΧΙ μας, στη Μαδρίτη όπου ελάμβανε το Βραβείο Αστούριας.
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου