γράφει η Νότα Χρυσίνα*
Η κριτική θεωρία προηγείται της λογοτεχνικής κριτικής μεμονωμένων έργων. Το πρωιμότερο έργο θεωρίας ήταν το «Περί Ποιητικής» του Αριστοτέλη (4ος αιώνας π.Χ.), το οποίο αφορά τη φύση όλης της λογοτεχνίας. Ο Αριστοτέλης έδωσε στο έργο του τον διάσημο ορισμό της τραγωδίας «Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Υποστήριζε, επίσης, ότι η λογοτεχνία αφορά τους χαρακτήρες οι οποίοι αποκαλύπτονται μέσα από τη δράση. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος κριτικός που ανέπτυξε μια προσέγγιση της λογοτεχνίας επικεντρωμένη στον αναγνώστη, καθώς επιχειρεί να περιγράψει πώς αυτό επιδρά στο κοινό. Η τραγωδία είπε πρέπει να εγείρει τον έλεο και τον φόβο ώστε να οδηγηθεί ο αναγνώστης στην κάθαρση.
Ο σερ Φίλιπ Σίδνεϋ έγραψε το 1580 το έργο του «Απολογία για την ποίηση». Πρόθεσή του ήταν να επεκτείνει τον αρχαίο ορισμό της λογοτεχνίας όπως είχε διατυπωθεί από το Λατίνο ποιητή Οβίδιο που είχε πει ότι η αποστολή της ήταν «docere delictendo” να διδάξει ευχαριστώντας. Η αντίληψη ότι η λογοτεχνία προσφέρει ευχαρίστηση ήταν τότε επαναστατική καθώς η εποχή ήταν βαθιά θρησκευόμενη. Ο στόχος της ευχαρίστησης διέκρινε τη λογοτεχνία από άλλες μορφές του γραπτού λόγου. Ο διδακτικός στόχος ήταν δευτερεύων και υποταγμένος στον πρωταρχικό στόχο της ευχαρίστησης.
Ο Σάμιουελ Τζόνσον έγραψε τον 18ο αιώνα τα έργα: «Ζωές των ποιητών» και «Πρόλογος στον Σαίξπηρ». Ήταν ο πρώτος που σχολίασε αναλυτικά έναν μεμονωμένο συγγραφέα. Πριν τον Τζόνσον, τα μόνα έργα που είχαν αναλυθεί και σχολιαστεί ήταν η Βίβλος και ιερά κείμενα άλλων θρησκειών.
Η άνθιση της κριτικής θεωρίας ήρθε με το έργο των ρομαντικών ποιητών: Γουέρντσγουερθ Κόλεριτζ, Κητς και Σέλλεϋ. Βασικό κείμενο ο «Πρόλογος στις Λυρικές Μπαλάντες» που γράφτηκε από τον Γουέρντσγουερθ και ήταν το αποτέλεσμα συζητήσεων με τον Κόλεριτζ. Το βιβλίο αναμιγνύει την υψηλή και τη λαϊκή λογοτεχνία καθώς περιλαμβάνει λαϊκές προφορικές μπαλάντες των ανθρώπων του χωριού. Στόχος η εγκατάλειψη των συμβάσεων της λεκτικής ευπρέπειας που είχαν επιβάλει έναν υψηλό βαθμό προσποίησης στην ποιητική γλώσσα, κάνοντάς την όσο το δυνατό διαφορετική από τον απλό καθημερινό λόγο – σύνθετες λέξεις, πολύπλοκο σύστημα ομοιοκαταληξίας, συμπυκνωμένη γραμματική κ.λ.π. Ο «Πρόλογος» έθεσε, επίσης, ζητήματα μείζονος ενδιαφέροντος για τη σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία, όπως η σχέση μεταξύ ποιητικής και «καθημερινής» γλώσσας και της «λογοτεχνίας» και των άλλων ειδών λόγου.
Ο Κόλεριτζ στο έργο του « Λογοτεχνική βιογραφία» συζήτησε τις ιδέες που περιλαμβάνονται στον «Πρόλογο» του Γουέρντσγουερθ και έδειξε πως ο Γουέρντσγουερθ έγραψε την καλύτερή του ποίηση όσο απομακρυνόταν από τις ίδιες του τις θεωρίες για το τι θα πρέπει να είναι η ποίηση. Ο Κόλεριτζ απομακρύνθηκε από την άποψη ότι η γλώσσα της ποίησης θα πρέπει να πλησιάσει τη γλώσσα του πεζού λόγου. Θεώρησε την κατεύθυνση αυτή ως εξασθένιση του ποιητικού αποτελέσματος που μπορούσε να αποδειχτεί αυτοκτονική.
Η γλώσσα είναι η πηγή του αισθητικού αποτελέσματος. Στο έργο του Σέλλεϋ «Μια υπεράσπιση της ποίησης», 1821, ο συγγραφέας θεωρεί την ποίηση αφιερωμένη σε αυτό που μια ομάδα ρώσων κριτικών ονόμασε αργότερα «ανοικείωση». Γράφει ο Σέλλεϋ: «η ποίηση αφαιρεί το πέπλο της οικειότητας από τον κόσμο […] καθαρίζει την εσώτερη όρασή μας από τη μεμβράνη της οικειότητας…».
Σε αυτό το κείμενο προλέγει επίσης την έννοια του «απρόσωπου» που εισηγήθηκε ο Τ. Σ. Έλιοτ στο «Η παράδοση και το ατομικό ταλέντο», 1919, όπου υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στον συγγραφέα ως υποκείμενο και τον συγγραφέα, «πρόσωπο», μέσα στο έργο. Σύμφωνα με τον Έλιοτ: «όσο τελειότερος ο καλλιτέχνης τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στον άνθρωπο που υποφέρει και στον νου που δημιουργεί». Η ποίηση δεν είναι η συνειδητή μεταφορά των προσωπικών εμπειριών σε λέξεις. Γράφει ο Σέλλεϋ:
«Ο νους, την ώρα που δημιουργεί, είναι σαν ένα κάρβουνο που πάει να σβήσει και που κάποια αόρατη επίδραση, σαν ασταμάτητος άνεμος, το ξαγρυπνά, χαρίζοντάς του μιαν ολιγόστιγμη λαμπρότητα» («Μια υπεράσπιση της ποίησης»)
Υπάρχει η ιδέα του υποσυνείδητου σε μια προδρομική μορφή και η φροϋδική αντίληψη για τον νου. Η ιδέα του υποσυνείδητου είναι βασική για τον ρομαντισμό.
Ο Κητς έγραψε επίσης για τη λειτουργία του υποσυνείδητου. Στο «Ένα γράμμα στον Μπέιλυ», 1817, γράφει πως: «ο Νους με την απλή φαντασία μπορεί να έχει τις ανταμοιβές του, με την επαναλαμβανόμενη λειτουργία του σιωπηρού του μηχανισμού που επελαύνει διαρκώς προς το Πνεύμα με υπέροχους αιφνιδιασμούς». Ο «σιωπηρός μηχανισμός» του νου είναι το υποσυνείδητο και το «Πνεύμα» τα συνειδητό.
Μετά τους ρομαντικούς, η κριτική θεωρία εξελίσσεται με το έργο των βικτωριανών: Τζορτζ Έλιοτ, Μάθιου Άρνολντ και Χένρυ Τζέημς.
Υπάρχουν δύο σαφώς διακρινόμενες «διαδρομές» στην ανάπτυξη της αγγλικής κριτικής. Η μία διαδρομή οδηγεί μέσω του Σάμιουελ Τζόνσον και του Μάθιου Άρνολντ στον Τ. Σ. Έλιοτ και τον Φ. Ρ. Λήβις. Ονομάζεται η οδός της «πρακτικής κριτικής». Τείνει να επικεντρώνεται στην «εκ του σύνεγγυς ανάλυση του έργου συγκεκριμένων συγγραφέων.
Η άλλη διαδρομή περνά μέσω Σίδνεϋ, Γουέρντσγουερθ, Κόλεριτζ, Τζόρτζ Έλιοτ και Χένρυ Τζέημς. Αυτή είναι οδός είναι περισσότερο «ιδεοκεντρική». Ασχολείται με μεγάλα ζητήματα που αφορούν τη λογοτεχνία όπως «πώς δομούνται τα λογοτεχνικά έργα;», « Ποια η φύση της λογοτεχνικής γλώσσας;», «Πώς επιδρούν στους αναγνώστες ή τους θεατές τους;», «Πώς συνδέεται η λογοτεχνία με τη σύγχρονη εποχή και με ζητήματα πολιτικής και φύλου;» «Τι μπορεί να ειπωθεί για τη λογοτεχνία από φιλοσοφική σκοπιά;» Όλα αυτά τα ερωτήματα ήρθαν στο προσκήνιο από τους κριτικούς θεωρητικούς από το 1960 και μετά.
Η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση προήλθε εν μέρει από το έργο του Μάθιου Άρνολντ. Είδε τη λογοτεχνία ως πιθανό υποκατάστατο της θρησκείας καθώς οι μεσαίες τάξεις, που κυρίως είχαν το βάρος της δημοκρατίας, είχαν διαφθαρεί από τον υλισμό. Ο κριτικός θα βοηθούσε τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν «ό,τι καλύτερο γνώρισε και σκέφτηκε η ανθρωπότητα». Ο Άρνολντ τονίζει τη σημασία να παραμείνει η λογοτεχνία «ανιδιοτελής» δηλαδή ξεκομμένη από την πολιτική και ότι στόχος της λογοτεχνικής κριτικής είναι να επιτύχει τη γνώση δηλαδή εκτιμά «το αντικείμενο καθαυτό όπως πραγματικά είναι». Βασικό λογοτεχνικό εργαλείο είναι η έννοια της «Λυδίας λίθου» που απλώς υποδεικνύει τη χρήση όψεων της λογοτεχνίας του παρελθόντος προκειμένου να κρίνουμε τη λογοτεχνία του σήμερα.
Ο Άρνολντ μας συμβουλεύει να «έχουμε πάντοτε κατά νου στίχους και εκφράσεις των σπουδαίων δασκάλων και να τις χρησιμοποιούμε ως Λυδία λίθο για την υπόλοιπη ποίηση.
Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα τα βασικά ονόματα κριτικών στη Βρετανία ήταν ο Φ.Ρ. Λήβις, ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Γουίλιαμ Έμπσον και ο Ι.Α. Ρίτσαρντς. Μόνο ο Έλιοτ δεν ήταν στο Κέμπριτζ, η συμβολή του οποίου ήταν η μεγαλύτερη.
Οι κυριότερες αντιλήψεις του ήταν:
- Η έννοια της «διάσπασης της ευαισθησίας»
- Η έννοια του ποιητικού «απρόσωπου»
- Η έννοια της «αντικειμενικής συστοιχίας»
Η ιδέα ότι μια «διάσπαση της ευαισθησίας» προέκυψε στον 17ο αιώνα, διαχωρίζοντας ριζικά τη σκέψη από το συναίσθημα δεν τεκμηριώθηκε ποτέ ιστορικά. Η καλύτερη χρήση αυτής της ιδέας είναι ως τρόπος να περιγράψει κανείς τις ιδιαίτερες ιδιότητες της διάνοιας και της ευαισθησίας που εντοπίζουμε στους Μεταφυσικούς ποιητές.
Η ιδέα του απρόσωπου ήταν εν μέρει ένας τρόπος του Έλιοτ να απομακρύνει τη σύγχρονή του συζήτηση για την ποίηση, από τις ιδέες περί πρωτοτυπίας και αυτοέκφρασης που κατάγονταν από τον ρομαντισμό. Η ποίηση δεν είναι ένα ξεχείλισμα προσωπική συγκίνησης αλλά μια υπέρβαση του ατομικού μέσω μιας αντίληψης της παράδοσης που μιλούσε μέσα από τον κάθε ποιητή. Η φωνή των προγενεστέρων ποιητών μπορεί να ακουστεί να μιλά καθαρότερα μέσω του ίδιου. Υπάρχει η διάκριση μεταξύ της ατομικής διάνοιας , που βιώνει και της φωνής που μιλά μέσα στην ποίηση.
Η αντικειμενική συστοιχία είναι μια άλλη εκδοχή της αγγλικής εμπειρικής στάσης. Ο καλύτερος τρόπος να εκφράσει κανείς μία συγκίνηση είναι να βρει ένα όχημα γι’ αυτήν σε χειρονομίες, δράσεις ή σε συγκεκριμένους συμβολισμούς παρά να την προσεγγίσει περιγραφικά. Πρέπει να δείχνεται με λέξεις ή με πράξεις.
Ο κριτικός που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση πριν το κίνημα της θεωρίας ήταν ο Λήβις. Έψαξε για ένα σύστημα αξιολόγησης της λογοτεχνίας που θα προσπερνούσε τα σταθερά κριτήρια, υποστηρίζοντας μια πιο ανοικτή προσέγγιση απέναντι στις ιδιαιτερότητες κάθε κειμένου. Ο Λήβις αμφισβητούσε το κύρος μειζόνων συγγραφέων. Η ουσία της μεθόδου του ήταν ο ισχυρισμός ότι η φήμη ορισμένων απ’ αυτούς δεν θα άντεχε στην εκ του σύνεγγυς κριτική μελέτη.
Ο Λήβις χρησιμοποίησε ως κριτικούς όρους λέξεις και φράσεις που είχαν εδραιωμένες σημασίες παράδειγμα «ζωή» και η έννοια της «βιωμένης εμπειρίας». Το ουσιώδες ερώτημα του Λήβις είναι αν το έργο προάγει τη ζωή και τη ζωτικότητα.
Ο Γουίλιαμ Έμπσον με το βιβλίο του «Εφτά τύποι αμφισημίας» φτάνει την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση κειμένων στο απώτατο άκρο του κειμενοκεντρισμού. Η γλώσσα, σύμφωνα με τον Έμπσον, είναι ένα πολύ ολισθηρό μέσο. Όταν χειριζόμαστε τη γλώσσα πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι πιθανό να εκραγεί σε νοήματα που δεν είχαμε υποπτευθεί ότι βρίσκονταν εκεί. Καθώς προχωράμε από τον πρώτο τύπο αμφισημίας στον έβδομο καταλήγουμε σε ένα κενό γλωσσικής απροσδιοριστίας. Ωστόσο, η τοποθέτηση της γλώσσας σε οποιαδήποτε συμφραζόμενα τείνει να μειώνει ή και να εξαλείφει την αμφισημία.
Ο Ρίτσαρντς είναι ο πρωτοπόρος της προσέγγισης που αποσπά το λογοτεχνικό έργο από τα συμφραζόμενά του και εδραίωσε την «πρακτική κριτική». Απομακρύνει την προγενέστερη γνώση και βασίζεται στην πρωτογενή άποψη του κάθε αναγνώστη.
Η διαμάχη ανάμεσα στον φιλελεύθερο ανθρωπισμό και τη «θεωρία» είναι θεμελιώδης.
Είχαν προηγηθεί διαφωνίες και διαμάχες όπως αυτή ανάμεσα στον Λήβις και τον Ρενέ Βέλλεκ, στο περιοδικό «Διερεύνηση» όταν ο δεύτερος αμφισβήτησε την επάρκεια της πρακτικής κριτικής. Κταά τον Βέλλεκ η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση ορισμένων ρομαντικών ποιητών από τον Λήβις δίνονταν στον αναγνώστη εντός θεωρητικού κενού. «Θα ευχόμουν να είχατε δηλώσει τις παραδοχές σας ρητά και να τις είχατε υπερασπιστεί συστηματικά» είπε ο Βέλλεκ.
Οι θεωρητικοί απαιτούν οι μέθοδοι να μπορούν να αξιολογηθούν ώστε να φανούν και οι αδυναμίες των παραδοχών και των διαδικασιών των προσεγγίσεων των φιλελεύθερων ανθρωπιστών.
* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος, ΜΔΓΡ(Master Degree in Literature)
Βιβλιογραφία
Peter Barry, «ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ, Μια εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία», μτφρ. Α. Νάτσινα, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου