Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΜΑΣΤΟΡΩΝ





Είναι πλέον προφανές ότι τα πιο ορεινά, απομακρυσμένα και φτωχά χωριά, ριζωμένα σε βραχοτόπια, υπήρξαν πάντα πατρίδες των κουδαραίων, όχι μόνο στην Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία, αλλά και στην Πελοπόννησο. Ωστόσο και σε άλλες περιοχές υπάρχουν ορεινά χωριά που δεν έδωσαν όμως μαστόρους, δεν υπήρξαν κουδαροχώρια, όπως κατά κανόνα τα βλαχοχώρια της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, η Κλεισούρα, η Σαμαρίνα, η Σμίξη, το Περιβόλι, η Σαμαρίνα, η Νέβεσκα (Νυμφαίο), το Μέτσοβο και άλλα.  Υπάρχει πάντως και ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη. Τόσο τα χωριά των κουδαραίων, όσο και τα χωριά των βλάχων είναι ορεινά, μόνο που τα βλαχοχώρια[1] δεν βρίσκονται πάντα σε βραχότοπους, αλλά, συνήθως, κοντά σε κατάλληλα βοσκοτόπια. Από τη βυζαντινή εποχή κιόλας, τα χωριά αυτά ήταν διαλεγμένα με προσοχή από τους βλαχοποιμένες, ώστε να τους προσφέρουν ασφάλεια από τις επιδρομές και βοσκή για τα κοπάδια τους. Αργότερα, τα βλαχοχώρια απέκτησαν και χειμαδιά. Γενικά, τα χωριά αυτά δεν πρέπει να είναι παλιότερα από τον 13ο αιώνα, πολλά μάλιστα είναι νεώτερα, γιατί χτίστηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση. Είναι αντιληπτό πως ο πιο βασικός παράγοντας που παρακινεί τους κουδαραίους να ξενιτεύονται, είναι η έλλειψη μέσων συντήρησης και όχι μόνο το ορεινό τους εδάφους. Είναι γεγονός ότι τα λίγα καλλιεργήσιμα χωράφια, με την ελάχιστη απόδοση, δεν φθάνουν για να θρέψουν συνήθως τους ντόπιους πληθυσμούς. Η ίδια αιτία, η φτώχεια, αναγκάζει τους κατοίκους άλλων επίσης ορεινών χωριών να ξενιτεύονται και να ταξιδεύουν, ορισμένες εποχές του έτους, στις γύρω περιοχές ή και μακρύτερα για να εξασφαλίσουν τους πόρους συντήρησης εκείνων που απόμειναν στις εστίες. Είναι αυτοί που εξασκούν, μεμονωμένα συνήθως, τα επαγγέλματα του ράφτη, του καλαντζή ή του πρακτικού γιατρού.
Οι μαστόροι μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, τα κρεκόνικα, κρεκονίστικα, μπολιάρικα ή κουδαρέικα. Επρόκειτο για μία γλώσσα συνθηματική που μόνο τα μέλη της κομπανίας μπορούσαν να την κατανοήσουν. Η γλώσσα αυτή λειτουργούσε πολλές φορές σαν ενοποιητικός παράγοντας, τόνωνε τα χαρακτηριστικά της μικρής και ιδιότυπης κοινότητας των τεχνητών της πέτρας ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους και κατά κάποιο τρόπο εξασφάλιζε τη συνοχή της ομάδας σε εκείνους τους ξένους και μακρινούς τόπους.
Εξάλλου, η κατανόηση των συνθηκών διαβίωσης των μαστόρων και ιδιαίτερα του γεγονότος πως ένα πρόσωπο έπρεπε με την εργασία του, ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, να διαθρέψει την πολυμελή συνήθως οικογένειά του στο χωριό, οδηγεί στη δικαίωση της χρησιμοποίησης από τους μαστόρους μιας κοινής, επαγγελματικής και μυστικής γλώσσας.
Πάντως, στη δημιουργία των μυστικών αυτών γλωσσών, που δεν έχουν μία προφανή σχέση με τις τοπικές διαλέκτους,  πρέπει να προηγήθηκε η ενιαία εξειδίκευση του χωριού, διαφορετικά δεν έχει έννοια η γένεση μιας μυστικής επαγγελματικής γλώσσας, που εξάλλου δεν θα μπορούσε να κρατηθεί μυστική, μια και τα παιδιά τη γνωρίζουν, εφόσον τη μαθαίνουν από πολύ μικρή ηλικία.
Μυστική γλώσσα όμως μεταχειρίζονταν και οι ραφτάδες, οι ελληνοράπται των Σχωρετσάνων της Ηπείρου, οι οποίοι κεντούσαν και κατασκεύαζαν τις κάπες, τα κοντοκάπια, τις φλοκάτες, τα σεγγούνια, τα πισλιά, τα κοντογούνια, τις κοντοσέγγουνες, τις ποδιές και τόσα άλλα στολίδια των τοπικών ενδυμασιών. Η μυστική αυτή γλώσσα ήταν τα μπουκουραίικα. Είναι ενδιαφέρουσα η δικαιολογία που έδωσε σε κάποιον, παλιά, ένας γεροράφτης Σχωρετσανίτης.
«Ιδώ στα Σχουρέτσανα τν έμαθα απ παππούδις μ τη μυστική γλώσσα. Τα μπουκουραίικα τα φκειάξαν οι Σχουρετσανίτες οι ραφτάδες μουναχ  τς για να μη τα καταλαβαιν νε οι γιαλλ! Τς  πιρσσότιρις τς λέξεις τς πήραν απ τα βλαχκα, γιατίς τν τεχν οι παππούδις μας τνι μαθαν π ςα Βλαχς π τα Συρακ κι τα Καλλαρ ιτ ς. Τ γλωσς αυτή τν έχουμι για να μη μας νοιωθ ν οι ν κουκυραίοι π τς ράβουμι». 
Και στα ισνάφια των τεκτόνων, όπως και στα άλλα βιοτεχνικά ισνάφια, υπήρχε μια εσωτερική οργάνωση, ένας εσωτερικός άγραφος αυστηρός κανονισμός και μια ιεραρχία. Οι παραδοσιακοί χτίστες της πέτρας ταξίδευαν σχεδόν πάντα οργανωμένοι σε ομάδες που αλλού ονομάζονταν μπουλούκια κι αλλού κομπανίες ή σινάφια ή τσούρμα ή ναϊφάδες ή κουδαρέικες παρέες. Κάθε ομάδα περιελάμβανε συνήθως όλες τις ειδικότητες: κτιστάδες, σοβατζήδες, μαντεμτζήδες, νταμαρτζήδες, μαρμαράδες, πελεκάνους, μαραγκούς, ξυλογλύπτες  και ζωγράφους.  Επικεφαλείς όμως όλων ήταν οι πρωτομάστορες ή μαγίστορες. Ακολουθούσαν οι μαστόροι, οι βοηθοί των μαστόρων και τα μαστορόπουλα ή μαθητούδια. Τα μαθητούδια γίνονταν τσιράκια και, με ικανότητες, που τις αποχτούσαν με τα χρόνια ιδίως, προάγονταν σε καλφάδες ή αρχικαλφάδες κι αν είχαν τύχη και προκοπή σε μάστορες και σε ισναφλήδες. Οι πρωτομάστορες, αν και δεν ήξεραν πολλά γράμματα, ήταν έξυπνοι και πολύπειροι, και διέθεταν δημιουργικό πνεύμα, μεγάλη εμπειρία και ξεχωριστό ταλέντο και φαντασία. Στη γλώσσα των μαστόρων ο πρωτομάστορας λεγόταν  «μάνα», γιατί ήταν, πράγματι, η «ψυχή» της ομάδας, που φρόντιζε για όλους και για όλα. Αυτός κανόνιζε κάθε χρηματική και εμπορική συναλλαγή του συνεργατισμού. Οι καλοί πρωτομάστορες ήταν περιζήτητοι και όλοι ήθελαν να συμπεριληφθούν στις ομάδες τους. Το παραδοσιακό μπουλούκι των χτιστών της πέτρας λειτουργούσε πάνω σε μια απλή και ξεκάθαρη συνεταιριστική βάση. Ο πρωτομάστορας οργάνωνε το μπουλούκι, το οδηγούσε στους τόπους δουλειάς, έκανε καταμερισμό της εργασίας, αλλά δεν αμειβόταν περισσότερο από τους άλλους. Το αξίωμά του ήταν περισσότερο τιμητικό, ήταν δηλαδή συνεταίρος και όχι εργοδότης.
Ο καταμερισμός της εργασίας γινόταν ανάλογα με την ειδικότητα που είχε το κάθε μέλος της ομάδας. Τα μαστορόπουλα κουβαλούσαν τις πέτρες, το χώμα, το νερό και την άμμο. Οι βοηθοί των μαστόρων έφτιαχναν τη λάσπη και επέβλεπαν την εργασία των μαστορόπουλων. Οι μαστόροι έκαναν το χτίσιμο της πέτρας. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας στην εσωτερική. Ο πρώτος, έμπειρος και παλιός χτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος, ο δεύτερος, νέος και άπειρος, μεσομάστορης. Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος κι ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Ο πελεκάνος λάξευε τα αγκωνάρια, τα υπέρθυρα, τις παραστάδες (θυρώματα) κλπ. Στις περιπτώσεις εκείνες που ολόκληροι τοίχοι των δημοτικών σχολείων χτίζονταν με λαξευτή πέτρα, οι πελεκάνοι ήταν περισσότεροι. Ο πρωτομάστορας ή άλλος έμπειρος τεχνίτης έφτιαχνε το σκάρπο (τοίχο με κλίση), τις αποτμήσεις στις γωνίες (φάλτσο, φαλτσογωνιές) και άλλες δύσκολες κατασκευές.
Συνήθως μια πλήρης κομπανία μαστόρων, ικανή να αναλάβει μεγάλα οικοδομικά έργα, όπως την ανέγερση ενός διώροφου δημοτικού σχολείου, περιλάμβανε 10 με 12 μαστόρους και 8 με 10 μαστορόπουλα. Ολόκληρη η ομάδα λειτουργούσε στους ξένους τόπους σαν ένα κοινωνικό υποσύνολο με τους δικούς του τρόπους, τις δικές του νοοτροπίες και κατ’ επέκταση τις δικές του συμπεριφορές.
Τα δρομολόγια των μαστόρων έχουν μία ιδιαίτερη σημασία, γιατί μαρτυρούν την εξάπλωση της ντόπιας τεχνικής και ιδιαίτερα της μορφολογίας, ακόμα και τις ξένες επιρροές και επιδράσεις που πιθανόν να μετέφεραν οι μαστόροι γυρνώντας από τα ξένα.  Φαίνεται όμως πως τα μπουλούκια έχτιζαν σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου που δούλευαν, με τα υλικά που έβρισκαν και βέβαια σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές που έπαιρναν.
Η αναχώρηση, η διαμονή και η επιστροφή των μπουλουκιών συνοδεύονταν από συνήθειες που με τον καιρό πήραν τη μορφή εθίμων. Οι μαστόροι έφευγαν την άνοιξη από τον τόπο τους, λίγο μετά το Πάσχα, και ξαναγύριζαν στα χωριά τους στα τέλη του φθινοπώρου οπότε και ασχολούνταν με τα χωράφια τους. Κάποτε όμως αργούσαν και περισσότερο.  Πριν από τα χαράματα ξεκινούσε αμίλητη και βουβή η παρέα των κουδαραίων, ο πρωτομάστορας, οι μαστόροι, τα ζώα και τα παιδόπουλα. Όλοι οι συγγενείς με τα πιο μικρά παιδιά τους ακολουθούσαν έως το γύρισμα του δρόμου για να τους ξεπροβοδίσουν. όλο και κοντοστέκονταν οι μαστόροι να πούνε κάτι στις γυναίκες τους. Όταν τα βαρυφορτωμένα άλογα χάνονταν στο λογγωμένο ρουμάνι,   η συνοδεία έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού στο χωριό και οι γυναίκες άφηναν κρυφά να τρέχει νερό από το μπαγκράτσι στο δρόμο, κρατώντας το παλιό έθιμο, για ν’ αφήσει αχνάρια και να ξαναβρεί ο αφέντης το δρόμο του γυρισμού.  Στα μαστοροχώρια της Ηπείρου, δηλαδή στην Κόνιτσα και στις κοινότητες των Τζουμέρκων και του Βοΐου, τη στιγμή που ο μάστορας έβγαινε από το σπίτι του, η κυρά του τοποθετούσε στο κατώφλι της εξώπορτας ένα γκιούμι γεμάτο νερό, στολισμένο με κλαδιά κρανιάς, κι ένα φτυάρι με θυμίαμα αναμμένο. Ο μάστορας έδινε μια κλωτσιά στο γκιούμι να χυθεί το νερό «για να τρέχει η δουλειά και να πέφτει ο παράς όπως τρέχει το νερό» και να σταθεί γερός, όσο γερό είναι το ξύλο της κρανιάς. Στη συνέχεια στη θέση «Κλαψόδενδρο» ή «Κλαψότοπο», στην άκρη του χωριού, η μάνα ή η σύζυγος παρέδιδε το καπίστρι του αλόγου στο παιδί της ή στον άντρα της, αποχαιρετώντας τους με μάτια βουρκωμένα. Ακόμα και σήμερα, στο χωριό Γαλατινή, οι κάτοικοι, την τρίτη μέρα του Πάσχα, σέρνουν το «χορό της ρόκας». Ο χορός αυτός συμβολίζει τον αποχαιρετισμό των ανδρών που έφευγαν  για να δουλέψουν ως κτίστες στα ξένα.
Αντίθετα, ο γυρισμός του ισναφιού ήταν όλο χαρές. Η ημερομηνία ήταν γνωστή. Όλο και κάποιο νέο θα είχε μαθευτεί από κάποιον συχωριανό, που θα είχε συναντήσει το μπουλούκι κάπου μακριά και που κάποιος θα του μήνυσε τη μέρα της επιστροφής. Όλο το χωριό περίμενε στη ράχη και χαρά σ’ εκείνον που πρώτος θα διέκρινε το μπουλούκι μακριά στον ορίζοντα. Οι μαστόροι έφερναν μαζί τους δώρα για όλους, τσαρούχια για το γιο, φουστάνι για την κυρά, μαντήλι για τη θυγατέρα. Το μπουλούκι έσερνε μαζί του συνήθως τον γκόρο, το μεγάλο βόδι που το αγόρασαν στα καμποχώρια για να ξεχειμωνιάσουν οι φαμίλιες τους.

[1] Ωστόσο, η ταύτιση των Βλάχων με την κτηνοτροφία και μάλιστα με τις νομαδικές μορφές της ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της ιστορικής, οικονομικής και πολιτισμικής τους εξέλιξης, αλλά και της προσαρμογής τους προς το περιβάλλον και τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες. Μελετώντας τις περιπτώσεις των βλαχοχωριών τόσο της νότιας, όσο και της Βόρειας Πίνδου, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι οι οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούσαν τους Βλάχους στο να αναπτύξουν τη νομαδοκτηνοτροφία περισσότερο από άλλους και να ταυτιστούν τελικά τόσο στενά με αυτή. Έχοντας στην κατοχή τους μεγάλα κοπάδια από φορτηγά ζώα για τις ανάγκες των εποχιακών νομαδικών μετακινήσεών τους, την τροφοδοσία των ορεινών χωριών τους και τη λειτουργία των διαβάσεων, στρέφονται στην επαγγελματική εκμετάλλευση των μεταφορών της βιοτεχνικής παραγωγής των χωριών τους αλλά και άλλων εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων μέσα από τα ορεινά περάσματα της Πίνδου. Κάποιοι από αυτούς τους αγωγιάτες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε χανιτζήδες ή πανδοχείς στα οικονομικά και διοικητικά κέντρα, αλλά και κατά μήκος των δρόμων των Βαλκανίων μέχρι το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Όταν κατά τη διάρκεια του 19ουαιώνα το βαμβάκι παρουσιάζεται να κερδίζει το μαλλί σε εμπορικότητα και κέρδος, γίνονται έμποροι βαμβακιού και το εξάγουν στη δύση. Το ίδιο έκαναν και με το εμπόριο καπνού, στα τέλη του 19ου αιώνα.  Όμως, πέρα από την ανάπτυξη των διαφόρων βιοτεχνιών που είχαν ως βάση την κτηνοτροφική παραγωγή, στα βλαχοχώρια επιβιώνουν και αναπτύσσονται και άλλες μορφές βιοτεχνιών, που χάθηκαν ή που αδυνατούσαν να αναπτυχθούν στους πεδινούς οικισμούς και στα περισσότερα από τα αστικά κέντρα. Κάποια βλαχοχώρια γίνονται γνωστά για την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοΐας, της μεταλλοτεχνίας και της ραπτικής, όπως οι Καλαρίτες και το Συρράκο. Τα βλάχικα καραβάνια φορτωμένα με τα πλούσια εμπορεύματά τους  σταθμεύουν στις εμπορικές πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Έμποροι από το Μέτσοβο, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, και τα μεγάλα κεφαλοχώρια του Ασπροποτάμου έφθασαν μέχρι το Κάδιξ στην Ισπανία, τη Σαρδηνία, τη Γένοβα, το Λιβόρνο, τη Νάπολη, τη Μάλτα, την Αγκώνα, τη Βενετία, την Τεργέστη και το Ντουμπρόβνικ. Ταξιδεύουν και εγκαθίστανται μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Βιέννη και τη Μόσχα.  Από την ξενιτιά επιστρέφουν στα βλαχοχώρια της Πίνδου μεταφέροντας όχι μόνο οικονομικό πλούτο, αλλά αποτελούν και φορείς μίας πολιτισμικής και πνευματικής αναγέννησης και ανάπτυξης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου