Με τον τίτλο «Κουτσοβλαχικό ή Ρουμανικό ζήτημα» εννοούμε την επιδίωξη των Ρουμάνων να πείσουν με την προπαγάνδα τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους (βλαχόφωνους) της Ελλάδας ότι αποτελούν ξεχωριστή μειονότητα που έλκει την καταγωγή της από τους Ρωμαίους και δεν έχει σχέση με τους Έλληνες.
Η ρουμανική προπαγάνδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας (στα μέσα του 19ου αιώνα) στις περιοχές της Μακεδονίας (βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου) και της Ηπείρου (βιλαέτι Ιωαννίνων) και συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Οθωμανική Πύλη τήρησε ευμενή στάση απέναντι στους ρουμανίζοντες, γιατί πίστευε ότι η ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους δεν κινδύνευε από την προπαγάνδα, αφού τα μέλη της συνεργάζονταν με τις τουρκικές Αρχές και ήταν αντίθετα με την προσάρτηση εδαφών στην Ελλάδα.
Η επιδίωξη της ρουμανικής κυβέρνησης πριν από το Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν να πείσει την Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνωρίσουν τους Κουτσόβλαχους ως μειονότητα αυτόνομη με ειδικά προνόμια, με την απιολογία ότι κινδύνευε από την καταπίεση που ασκούσε πάνω της η Ελλάδα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε αργότερα και η Ιταλία, η οποία με τα δικά της στρατεύματα και τους ρουμανίζοντες των βλαχόφωνων χωριών επιδίωξε το καλοκαίρι του 1917 και την κατοχική περίοδο 1941-43 να δημιουργήσει το ανεξάρτητο βλάχικο κράτος της Πίνδου. Οι Ιταλοί απέβλεπαν το κρατίδιο αυτό να αποτελέσει προέκταση της Αλβανίας, την οποία είχαν μεταβάλει σε προτεκτοράτο τους.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιταλοί ξαναθυμήθηκαν τα παλιά επεκτατικά τους σχέδια, και το Μάιο του 1960, η ιταλική κυβέρνηση υπέβαλε στα κατά τόπους στρατηγεία του NATO έκθεση περί Αλβανίας, στην οποία αναφέρει, ότι οι βλαχόφωνοι που κατοικούν στην Αλβανία και στην Πίνδο είναι ρουμανικής εθνικότητας και ότι θεωρούν τους Βλάχους της Μακεδονίας και της Ηπείρου συμπατριώτες τους. Οι Κουτσόβλαχοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Σαρακατσαναίους, των οποίων το γλωσσικό ιδίωμα είναι καθαρά ελληνικό και δεν έχει καμία σχέση με την λατινογενούς προέλευσης γλώσσα των Βλάχων.
Τα σπουδαιότερα κέντρα της ρουμανικής προπαγάνδας επί τουρκοκρατίας αναπτύχθηκαν στις πόλεις Μοναστήρι, Κρούσοβο, Βέροια, Γευγελή, Θεσσαλονίκη, Γρεβενά και Ιωάννινα.
Σχετικά με την γεωγραφική κατανομή του κουτσοβλάχικου πληθυσμού στον ελληνικό χώρο παρατηρούμε ότι οι Κουτσόβλαχοι στη Μακεδονία και την Ήπειρο είναι εγκατεστημένοι σε χωριά που βρίσκονται στις ορεινές διαβάσεις και πλαγιές της Πίνδου (μέχρι τα Άγραφα), σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 800 έως 1.500 μέτρα . Εκτός από την Πίνδο είναι εγκατεστημένοι στην οροσειρά Βαρνούντα, Βέρνου (Βίτσι) και 'Ασκιού (Πισοδέρι, Νυμφαίο, Κλεισούρα, Βλάστη), στο Βέρμιο (Σέλι, Κουμαριά, Ξηρολίβαδο), στα Πιέρια (Βλαχολείβαδο, Κοκκινοπλός, Φτέρη) και στην Αλμωπία ή Καρατζόβα. Διευκρινίζεται, ότι όσοι Κουτσόβλαχοι κατοικούν στη Θεσσαλία (Τρίκαλα, Λάρισα, Βελεστίνο, Τύρναβο, Ελασσόνα) και σε άλλες πόλεις όπως Ιωάννινα, Γρεβενά, Βέροια κ.λπ. προέρχονται κυρίως από τους ορεινούς οικισμούς της Πίνδου.Για το ζήτημα των βλαχόφωνων ζωηρό υπήρξε το ενδιαφέρον όλων των ιστορικών (ξένων και Ελλήνων), που ασχολήθηκαν με την εξιστόρηση των γεγονότων της Χερσονήσου του Αίμου. Και ενώ από ιστορικής πλευράς έγινε σοβαρή προσπάθεια, από απόψεως πολιτικής οι ελληνικές κυβερνήσεις σχεδόν αγνόησαν το θέμα και δεν επέδειξαν το ανάλογο ενδιαφέρον που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον τουρκικό ζυγό (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13), η τότε ελληνική κυβέρνηση Βενιζέλου αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους των περιοχών αυτών ως μειονότητα, στην οποία επέτρεψε να έχει τα δικά της σχολεία και εκκλησίες.Οι πρώτες ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας άρχισαν να εμφανίζονται στα βλαχόφωνα χωριά της Βόρειας Πίνδου το έτος 1859 από κάποιον ιερομόναχο ονομαζόμενο Αβέρκιο, ο οποίος καταγόταν από την Αβδέλλα Γρεβενών. Ο Αβέρκιος το έτος 1855 είχε μεταβεί στο Αγιο Όρος, με σκοπό να μονάσει στη Μονή Ιβήρων, στην οποία παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Εκεί διεκδικώντας τη θέση του ηγουμένου, φΙλονίκησε με τους άλλους μοναχούς, οπότε απήλθε στη Βλαχία της Ρουμανίας, όπου μυήθηκε στα θέματα της προπαγάνδας. Το 1859 επέστρεψε στην επαρχία Γρεβενών, φέροντας μαζί του άφθονα χρήματα για εξαγορά συνειδήσεων, με σκοπό να δημιουργήσει τους πρώτους πυρήνες για την εξάπλωση του ρουμανισμού στις βλάχικες κοινότητες. Μετά την άφιξη του προσέλαβε επτά (7) νέους, των βλαχόφωνων χωριών και τους έστειλε να σπουδάσουν με υποτροφία στη Ρουμανία με σκοπό να επιστρέψουν μετά τις σπουδές στα χωριά τους και να χρησιμοποιηθούν ως όργανα της προπαγάνδας
Πηγή: άρθρο του Χρήστου Δ. Βήττου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου