αναδημοσίευση από
της Μαρίας Λιλιμπάκη-Σπυροπούλου*
Ανεπίγραπτο
Τι στίχους να 'πιανε κανείς μ' Εσένα
όταν τον υποχρεώνεις να υψωθεί από τα δεδομένα
σαν απόδημος που τριγυρνάει στα ξένα,
τον φέρνεις να Σου στιλιζάρει τα μνημεία
και εκκρεμής, αγείωτος να σου κάνει μνεία
γαντζωμένος από τα σενάζια του ουρανού
ψηλά και πάνω από το μπαγδατί του νου,
γράφει ένα είδος αττικίσαντος κειμένου
για όσα χαλάστηκαν και γι' αυτά που απομένουν.
Αντικείμενο του παρόντος δοκιμίου αποτελεί ο σχολιασμός και η σημασιοδότηση της χαρτογράφησης της Αθήνας, όπως αυτή επιχειρείται στα πεζοποιήματα του Μίμη Σουλιώτη με τίτλο Αθήνηθεν.[1]
Ασχολήθηκα με ποιητικά κείμενα, άλλη μια φορά (Στέλλα Γεωργιάδου), προκειμένου να διερευνήσω το ζήτημα που με απασχολεί: Τον χώρο στην λογοτεχνία, με τη γεωγραφική, οικιστική και αρχιτεκτονική έννοια κάθε κλίμακας. Η διερεύνηση πάνω στο θέμα αυτό δεν είναι πάντα δυνατή. Πολλές φορές ένιωσα ότι ίσως και να μη συντονιζόμουν με το πνεύμα. Αλλά, ακόμα κι έτσι, μια ακόμα απόπειρα δεν είναι κάτι κακό.
Εδώ ο τόπος κατονομάζεται: είναι η πόλη της Αθήνας.[2]Στο Αθήνηθεν δεν εντόπισα τυχόν υπερβατικότητα. Υπάρχει όμως η μνήμη, το συναίσθημα, αλλά προπαντός η παρωδία, η έως σαρκασμού ειρωνεία, στους ίδιους τους στίχους ― και όχι μόνο υπονοούμενη! Ο ποιητής έχει κίνητρο και άλλοθι, κυρίως όταν λέει για το πόσο είμαστε ή κάνουμε πως είμαστε όλοι Αθηναίοι. Αν και ο εμπνευστής και ποιητής δεν υπάρχει πλέον[3]παρά μόνο μέσω του έργου του, αποκαλύπτει τον στόχο και το κίνητρο.
Εστησα τούτη τη συλλογή
με πρόγραμμα να παρουσιάσω την πόλη
και τον εαυτό στην πόλη. Να καταδείξω
πόσο ξεμάκρυνα σε άλλα πλάτη, μήκη...
Τα ποιήματά μου την έχουν κοινό παρονομαστή
όσο μπόρεσα.
Η επιμέρους αναφορά στα ποιήματα έχει σκοπό τόσο την παρουσίασή τους στον αναγνώστη όσο και την από μέρους μου απόπειρα ερμηνείας και έμφασης στο θέμα του χώρου.
Η Αθήνα από τα βορειοδυτικά, σ. 13: Εδώ εκτίθεται η απόφαση του ποιητή να αποτελέσει αντικείμενο του μελλοντικού έργου του η Αθήνα. Η Αθήνα λοιπόν και ό,τι αυτή θυμίζει, όπως τις πρωτεύουσες που προηγήθηκαν, αλλά και τους κρυφούς, αδιάφορους, στο σήμερα, έρωτες. Η ποίηση επιδέχεται διάλογο, επικέντρωση στα λόγια των άλλων, έμπνευση από τις μνήμες, επαλήθευση στίχων με ψυχή. Θεωρεί ότι η πρωτεύουσα ανήκει σε όλους!
Ανεπίγραπτο, σ. 15: Η Αθήνα ως αντικείμενο για εξύμνηση, τι ευκαιρίες προσφέρει άραγε όταν αποξενώνει τον άνθρωπο, όταν κάνει ανοίκεια τα μνημεία; αιθεροβάμων και υποχρεωτικός, καταφεύγει σε ιδιαίτερη μορφή γραφής για όσα καταστράφηκαν και γι' αυτά που διατηρήθηκαν.
Αναδρομικά, σ. 16: Τις εμπειρίες από την Αθήνα καταγράφει εδώ ο ποιητής, σποραδικές και απρόβλεπτες, να παρακολουθούν τις ιστορικές φάσεις, να αλλάζουν χαρακτήρα, να συγκεντρώνουν τα πάντα, από κακουχίες ως κρίσιμα συμβάντα, να διαμορφώνουν τον χαρακτήρα της πόλης, από ποικίλες πλευρές αλλά και “με κενάκια”
Ολοι Αθηναίοι, σ. 17: H λαχτάρα του ανθρώπου για ανάδειξη μέσω του τόπου του, ή έστω μέσω κάποιου τόπου καταξιωμένου στη συλλογική μνήμη. Κάτι από τη δόξα του τόπου διεκδικούν ακόμα και όσοι προέρχονται από αλλού και άλλες καταβολές έχουν και μεταφέρουν.
Κοντά στο βράχο, σ. 18: Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος γιατί υμνεί ειδικά τα Αναφιώτικα: Μια μοναδική νησιώτικη περιοχή στην καρδιά της μεγαλούπολης διατηρεί φόρμες παραδοσιακές. Εργο γνήσιας αυθόρμητης αρχιτεκτονικής και μαζικής λαϊκής δημιουργίας, απέδειξε ότι άντεξε. Αντεξαν εν τέλει οι “θαλασσινότεροι”!
Η γνωστή Ακρόπολη, σ. 19: “Ανέβηκες στην Ακρόπολη;” ερώτημα – αγωνία για τους περισσότερους Ελληνες. Από τη μια η αδιαφορία των “κληρονόμων” και από την άλλη η πολιτιστική αδηφαγία των τουριστών, όσο και η αμφίβολη στάση τους απέναντι στο μνημείο. Και πάλι θέτει το ζήτημα της συνέχειας της φυλής με υπόγειο και σκωπτικό τρόπο.
Στην Ακρόπολη, σ. 20: Η Ακρόπολη, μνημείο και τοπόσημο, είναι το αντικείμενο της συνήθους δήλωσης: Εχω ν' ανέβω από το 19... Αυτό επικαλείται ο ποιητής, καταθέτοντας προκλητικά τη θέση του υποκειμένου που μένει “κάπου από κάτω”. Σχολιάζονται οι όψεις και οι αντιθέσεις των αρχαιοτήτων, η συνάφεια και η έως γελοιότητας προσέγγισή τους, η γεμάτη ειρωνεία και κουτοπονηριά ανάδειξη και αξιοποίηση της κληρονομιάς, σκιαγραφώντας τα ασύμβατα.
Η Ανοδος των Νοτίων, σ. 22: Με εμφανές εδώ χιούμορ και με παραδείγματα σχολιάζει τη διαφορά στην ομιλούσα, που γίνεται σωστή ηθογραφική συνήθεια, τόπος κοινός για σύσφιξη σχέσεων και ένταξη. Η σημερινή καθομιλουμένη των “βόρειων”, φιλτραρισμένη για την καθαρότητά της, με χίλιες ιδιαιτερότητες χαρακτηρίζει και διακρίνει τους ανθρώπους της, επικεντρώνοντας στις διαλέκτους και στον τοπικισμό.
Οι κάτοικοι των Αθηνών, σ. 25: Ο χαρακτήρας της πόλης είναι αυτός που καθορίζει τον ρυθμό, απορροφά και προσανατολίζει όσους προσέρχονται, απ’ όπου κι αν κατάγονται. Η συνήθεια να προσδίδουμε χαρακτηριστικά ανάλογα της καταγωγής προβάλλεται εδώ, ο τόπος και οι χαρακτήρες του, οι άνθρωποί του!. Κι αυτοί που ήρθαν στην Αθήνα απ’ τους πρώτους, αυτοί που ενσωματώθηκαν, έχουν την δική τους πλέον συμπεριφορά, τη δική τους διακριτικότητα αλλά και περιέργεια και τους “ντόπιους ρυθμούς που τους υπαγορεύει η πόλη”.
Πώς τα θέλουν οι Αθηναίοι, σ. 26: Η αναζήτηση της εύκολης ζωής από τους κατοίκους του άστεως, η απλούστευση των φαινομένων, οι τακτοποιημένες και επισημασμένες ιδεολογίες, είναι αυτά που θίγει ο ποιητής. Το τοπίο που αλλοιώνεται, η δραματική μεταστροφή του περιβάλλοντος, ελάχιστη θλίψη προκαλούν, ακόμα και σε όποιους αποφασίσουν να τα αντιμετωπίσουν, νιώθοντας ξένοι στον τόπο τους. Θίγεται η θέση και η συμβολή της ποίησης στην κατανόηση και στις αντιδράσεις σε επιπτώσεις στο οικείο περιβάλλον
Των Αθηναίων, σ. 27: Το θαυμάσιο ποίημα που προηγείται δείχνει να προέρχεται από τον ίδιο τον ποιητή Μίμη Σουλιώτη, στιχουργό ανάξιο, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, αναφορά και αφιέρωση σε συμμαθητές και δάσκαλο. Το ποίημα της αρχής, επεξεργασμένο, με μέτρο και ρυθμό, μιλά για αυτούς που διαβιούν στην Αιόλου, στην Κυδαθηναίων και αλλού, γι’ αυτούς που φεύγουν, για όσους επιστρέφουν.
Επανόρθωση, σ. 28: Eνα σκωπτικό ποίημα, του πώς ταυτίζεται ο τόπος με τους χαρακτήρες των ανθρώπων που τον κατοικούν ή τουλάχιστον με την εντύπωση που δίνουν σε όσους εκπροσωπούν αυτήν την γνώμη. Ολες αυτές οι εντυπώσεις μπορεί να αναθεωρηθούν στο πέρασμα του χρόνου και σε συγκρίσιμα μεγέθη.
Π.Α.Ο.- Μπανκού 1-1, σ. 29: Εκτός του μεταφορικού μέσου, της μοτοσυκλέτας με το καλάθι, η ανάμνηση του πρώτου “μεγάλου” ματς στη λεωφόρο μένει ανεξίτηλη και θαμπωτική στη μνήμη του ήρωα: Η επιθυμία που γίνεται πραγματικότητα στο τερέν, τα ινδάλματα που αποκτούν σάρκα και οστά, και αφήνουν την αίσθηση ονείρου.
Μαραθώνας 1963, σ. 30: Μια εφηβική ανάμνηση από έναν τόπο ιστορικό, σε μια παγκόσμια συνάθροιση, σε μια τελετή παγκόσμιου μνημόσυνου, με μέσο ένα κοινό ρόφημα, έναν καφέ, συμβολικό και ενωτικό, με “χαμογελαστή υπερηφάνεια”, όπως γράφει. Για τι ακριβώς άραγε; για τη συμμετοχική παρουσία, για τη συνέχεια του τόπου στο συν-ζειν, για την παρουσία στον ιστορικό τόπο; Αναφορά σε τέσσερις χρόνους: στο “ένδοξο παμπάλαιο”, στην εποχή της εφηβείας, στη στιγμή της κατάθεσης/γραφής και στο σήμερα όπου εμείς γινόμαστε κοινωνοί.
Δακρυγόνα 1965, σ. 31: Ο τόπος ένα συνηθισμένο σουβλατζίδικο, στην καρδιά της Αθήνας. Ο χρόνος προσδιορίζεται σε στιγμές έντασης, σε δύο φάσεις. Στον σύντομο αλλά ουσιαστικό σχολιασμό της πολιτικής πραγματικότητας και στην προστασία των διαδηλωτών με μια ουδέτερη αλλά παραπλανητική κίνηση (κρεμμυδάκι βάζω, κύριος;). Ο χώρος γίνεται απρόσμενα προστατευτικός και ανοικτός ωσάν να ήταν δημόσιος!
Ολυμπιάδα 2004, σ. 32: Αναφέρεται έμμεσα στον τόπο όπου έγινε η Ολυμπιάδα, θέμα που του χρησιμεύει για να αναφερθεί στους προγόνους, λέγοντας ότι “ορφανοί είναι όσοι δεν ζωντανεύουν τους προγόνους τους”. Μας θυμίζει τους Αδελφούς Καραμάζοφ (Ντοστογιέφσκι, μετ. Αρη Αλεξάνδρου), όπου αναφέρεται ότι “θα πρέπει να αναστήσεις τους νεκρούς σου” για να υπάρξεις.
Ξούθου ή Λόντου, σ. 33: Ενα περιστατικό ταξιδιού, την εμπειρία μιας σχέσης, χρησιμοποιεί o ποιητής σαν άλλοθι για να ανακαλέσει την πορεία μιας ζωής. Μια χοάνη που, ξεκινώντας από το Παρίσι, Τεργέστη, Μιλάνο, εστιάζει στην Αθήνα, τόπο γητευτή και βίωμα, εκκίνηση για αλλού, όπου ο ποιητής έκανε τη ζωή του. Μελαγχολικά σχολιάζει την ανάμνηση, συγχέοντας τις οδούς αλλά όχι και τα πρόσωπα, την επαρχιώτικη ρουτίνα και τις στιγμές που τον προσπέρασαν.
“Ροζικλαίρ”, σ. 34: Νοσταλγία για αυτά που έχουν ξεπεραστεί, όπως τα αθώα χειροποίητα παιχνίδια, τα παραδοσιακά φαγητά, τη μαγεία του κινηματογράφου, τις μάχες στην αλάνα.
Παρά δήμον ονείρων, σ. 35: Η πλατεία Συντάγματος αξιολογείται ως απόλυτα ενταγμένη στον ευρύτερο περίγυρο, με κινήσεις χαρακτηριστικές και οικείες. Για χρόνια τόπος αναφοράς και αναμνήσεων, αναπαράγει μακρινές γλυκές εικόνες, φαντασιώνει την άγνωστη σημερινή τους εξέλιξη.
1890-1968, σ. 37: Τι συνδέει μια εφηβική ανάμνηση, μια νέα γυναίκα και ένα ξενοδοχείο - μνημείο της νεότερης αρχιτεκτονικής; Αποκαλύπτεται η μετάλλαξη μιας εποχής περιορισμένων ανέσεων, αλλά με αυθορμητισμό, νεανική ανεμελιά και γλυκές ανεπαίσθητες απαντήσεις, στην πρόκληση του εκσυγχρονισμού.
Βόρειο Πολυτεχνείο, σ. 38: Η εξέγερση στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης δίνεται με λεπτομέρειες από τη ζωντανή μνήμη. Παρωδεί και λογοπαίζει πρόσωπα και θεσμούς, μια μίμηση των γεγονότων στην πρωτεύουσα.
Πίτα με γύρο, σ. 39: Οι φαινομενικές αντιθέσεις των εποχών υποκρύπτουν όμοιες συμπεριφορές, εξομοίωση απαιτήσεων και διεκδικήσεων, αλλά ποτέ καθηκόντων και υποχρεώσεων. Η Μεταπολίτευση δεν αποτέλεσε τομή. Η οργή φανερώνει ότι τα πράγματα δεν άλλαξαν, ούτε οι άνθρωποι τα βρήκαν με την εποχή τους
Φωκίωνος Νέγρη, σ. 40: Τον αναγνωρίσιμο τόπο συνδέει με “χαρακτηριστικό τύπο” μιας συγκεκριμένης υφολογικής ομάδας, συγχυσμένης ανάμεσα στο ισχύον και επικρατούν στυλ και τις παραδοσιακές πατρογονικές αναφορές.
Κρέσνας, σ. 41: Μια οδός, στην κεντρική περιοχή της Αθήνας, όπου σαν παιδιά αντάλλασαν τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα” και τις “Ιστορίες δύο πόλεων”, παιδικά ενδιαφέροντα του παρελθόντος, προκαλεί υποθέσεις για το σήμερα των παιδιών αυτών.
Πλατεία Ομονοίας, σ. 42: Το αλλοτινό κέντρο της Αθήνας, αυτό που γνώρισε δόξες και υπήρξε τόπος περιπάτου και συναντήσεων, μεταλλάχτηκε στις μέρες μας σε χώρο ετερόκλητων μοναχικών ανθρώπων, θέση-σύμβολο της ανασφάλειας.
Πλατεία Αιγύπτου, σ. 43: Αναφέρεται στην πλατεία Αιγύπτου, που κοσμείται με το άγαλμα του ποιητή Καβάφη σε αντικατάσταση άλλου, και με σκωπτικό τρόπο σχολιάζει το υποτιθέμενο ρεπριζ που προσδίδει στον δημόσιο χώρο.
Στο “Ελληνικόν”, σ. 44: Ενα θέμα καθημερινό και σύνηθες για την Αθήνα και τον χαρακτήρα της, η εξυπηρέτηση στο σερβίρισμα, γίνεται η αφορμή για να μιλήσει με λεπτό και διακριτικό τρόπο για τη συσσώρευση του πληθυσμού από την επαρχία στην Αθήνα. Οι εσωτερικοί μετανάστες κουβαλούν μαζί τους τις συνήθειές τους, ενώ ο λόγος τους προσαρμόζεται στις ανάγκες της εργασίας τους, κρατώντας και κάτι από το προηγούμενο συλλογικό ιδίωμα.
Χθες στον Πειραιά, σ. 45: Ο Πειραιάς προβάλλεται σαν πόλη με αναμνήσεις και αναφορές, μια πόλη συνέχεια και αντίθεση ταυτόχρονα της Αθήνας. Στις μνήμες και στις εμπειρίες παίζουν σημεία με ποιητική χροιά και θέσεις γεμάτες με αντιθέσεις.
Στον ίσκιο ενός δρόμου, σ. 46: Μικρές αναφορές σε θέσεις της πόλης, στο κοινωνικό συνονθύλευμα και τις αντιθέσεις. Και τι πιο φυσικό (;) να τα ανάγουμε όλα στο μακρινό παρελθόν του έθνους, στις ιστορικές νίκες!
Στο Πόρτο Ράφτη, σ. 47: Με ποιητικό τρόπο, ο Μίμης Σουλιώτης εντοπίζει και σκιαγραφεί το περιβαλλοντικό οικιστικό ζήτημα - πρόβλημα της πόλης. Η υπεραξία της γης, οι υψηλές πυκνότητες εκεί που κάποτε ήταν φθηνά, άγονα εδάφη, παροτρύνουν τους Αθηναίους στη φυγή προς την εξοχή. Κι εκεί οι ρυθμοί δεν συμβαδίζουν με τη χαρά της φύσης, είναι αργοί, δοτοί σαν πένθιμοι.
Λεξαξίες, σ. 48: Επιλέγει και κατευθύνει σε ποίηση γειωμένη, συσχετισμένη και δεμένη με τους τόπους και την παράδοσή τους. Ρούδαρι / Καλλιθέα, Πόπλι / Λευκώνας Πρεσπών, φωτίζουν τη συνέχεια των οικισμών και της ιστορικότητάς τους, σαν να επρόκειτο για το κατάλυμα φυτών ή πουλιών.
Οι μέτοικοι, σ. 49: Οι εσωτερικοί μετανάστες είναι εδώ οι μέτοικοι και ιδιαίτερα αυτοί που έστρεψαν το πρόσωπο στην καταγωγή και την ιδιαίτερη πατρίδα τους, στο όνομα του εκμοντερνισμού. Τη σημασία του χαρακτηρισμού τονίζουν τα σημεία της Αθήνας, όπου οι μέτοικοι συχνάζουν και κυκλοφορούν. Γράφει ότι “καλύπτουν τις προδιαγραφές για Αθηναίοι, με την τρέχουσα σημασία του όρου”, υπαινισσόμενος δοτές τακτικές και συμπεριφορές με υπόγειες αναφορές στους τόπους και τις θέσεις. Η καταγωγή τους μένει κρυμμένη και ύποπτα περιμένει.
Από Ιούλιο σε Αύγουστο, σ. 50: Η ζέστη που θυμίζει έρημο σχολιάζεται εδώ. Δραματική είναι η υψηλή θερμοκρασία και οι συνέπειες στους υποψιασμένους πεζούς που κινούνται με αδράνεια και μόνο οι βιοπαλαιστές είναι κατ’ ανάγκη ενεργοί, για να αντιδράσουν, και δίκαια, στο τέλος της ημέρας.
Σταθμός Λαρίσης, σ. 51: Αντικείμενο οι άνθρωποι που συναντάς στους σταθμούς, αυτοί που κουβαλάν κάτι από τον τόπο τους εκεί. Το τραίνο, καταλυτική παρουσία και αναφορά για την ψυχή που καταφέρνει να αγγίξει αυτήν του άλλου, του κατά συνθήκη συντρόφου.
Σε φανάρι της Ακαδημίας, σ. 52: Την εναλλαγή κίνησης - στάσης στο αστικό τοπίο, σε θέση κεντρική και ιστορική (Ακαδημίας) εντοπίζει και σχολιάζει ο ποιητής. Πρόκειται για την επιβεβλημένη και προβλεπόμενη κίνηση, τη ρουτίνα της συμπεριφοράς, κοινή για μακρινές και κοινότυπες διαδρομές, στα μήκη και πλάτη της γης έως και την απρόσωπηεπαρχία.
Σε φανάρι της Πανεπιστημίου, σ. 53: Αντικείμενο γι’ άλλη μια φορά τα κεντρικά φανάρια των δρόμων, όπου ετερόκλητοι άνθρωποι και οι αντιδράσεις τους γίνονται αντικείμενο παρατήρησης. Εχουν όμως κι αυτά τα σημεία τις ώρες τους, τις πυκνώσεις και τις αραιώσεις τους, γράφει. Όπως όταν η πόλη ερημώνει. Ο ποιητής θέλει να υπερβεί το κέντρο της πόλης αλλά και τον εαυτό του.
Οι καφετιέρες, σ. 54: Εστιάζοντας σε συγκεκριμένο χώρο και τόπο (γκαρσονιέρα στην οδό Σκύρου ή Λαχανά) υπομνηματίζει την αλλοτινή ευμάρεια, αντιπροσωπευμένη από καταναλωτικά αγαθά, άγνωστα κάποτε και σε βαθμό υπερβολικό σήμερα ως προς την άνεση και την εκζήτηση.
Στατικά, σ. 55: O ποιητής εστιάζει και σχολιάζει με τον δικό του τρόπο τη βιασύνη των ανθρώπων της πόλης και το άγχος που δεν τους δίνει την ευκαιρία να χαρούν τα πλάσματα της φύσης και τα ενδιαφέροντα σημεία της πόλης. Ακόμα κι όταν δείχνουν να είναι στάσιμοι, στ’ αλήθεια τρέχουν. Αναρωτιέται μήπως “ξαναγινόμαστε νομάδες”, αρνούμενοι την πραγματική στάση στον τόπο.
Ρητορική, σ. 57: Με ειρωνική διάθεση βλέπει τη μόνιμη ενασχόληση των αστικών στρωμάτων, που πόθος τους είναι ο κάποιος ”εξελληνισμός”. Στην κοινωνική αλληλοϋποστήριξη αυτόν μαρτυρούσαν σαν κοινό σκοπό, χωρίς άλλες σοβαρότερες επιδιώξεις.
Ούτε-ούτε, σ. 58: Υμνος στο μέτριο, στο μικροαστισμό και στον καθημερινό υπαρξισμό. Φωτεινό παράδειγμα –ένα απ' όλα– οι τόποι, οι συνοικίες και η κατηγορία κοινωνική και οικονομική που αντιπροσωπεύουν! Ούτε Παλαιό Ψυχικό μα ούτε και Κολιάτσου.
Περπατώντας, σ. 59: Περσόνα του ιστορικού κέντρου ο ήρωας ταυτίζεται με τον τόπο στη ζωή τόσο την καθημερινή όσο και στο επέκεινα. Η ύπαρξή του προβάλει σαν αντανάκλαση του περίγυρου, οι σκέψεις και οι προθέσεις του είναι σε αρμονία με σημεία, στάσεις, βήματα!
Βρουγχίλδη στο Μετρό, σ. 61:Η “ανάδυση” από το κεντρικό μετρό της πρωτεύουσας μιας οικογένειας βόρειων αλλοδαπών παρουσιάζεται συμβολικά ως ένταξή της στον τόπο, σταθερά και συνειδητά.
Χαρούλες, σ. 62:Τρυφερή είναι η σκηνή που κρατάει και θυμάται, στο σιντριβανάκι, στον Κήπο. Η επαφή, το μήνυμα που στέλνει στο αγαπητό πρόσωπο, είναι σα δροσερή αύρα, αλλά και σα θλιβερή προφητεία. Ο χρόνος της αναφοράς είναι κοντινός, έτσι τον θέλει ο Μίμης Σουλιώτης, η επιδίωξη της ξενοιασιάς προτιμητέα. Δύο ζωές σε μία.
Απευθείας επαφές, σ. 63: Οι θέσεις στην πόλη δημιουργούν με τον ποιητή συνάφεια και ανταπόκριση. Το παρελθόν και οι μνήμες πλειοψηφούν έναντι των τωρινών. Κάθε κουκίδα τόπου ανταποκρίνεται στις στιγμές. Η κάθε είδους αίσθηση καθοδηγεί στην πραγματικότητα, με χειροπιαστό αποτέλεσμα στην ανθρώπινη επαφή. Από την ιδεολογική σφαίρα, μας προσγειώνει στην καθημερινότητα, σε άγουσα διακριτή πορεία πολυσύχναστου δρόμου.
Λεπτεπίλεπτο φως στο ιστορικό κέντρο, σ. 65: Αντιπαραβάλλει ένα μακρινό παρελθόν με το τώρα, σε μέρες αργίας, όταν η ησυχία εναλλασσόταν με τις συνήθεις κινήσεις και ήχους της καθημερινότητας, και την ξενοιασιά. Εκεί σήμερα άλλοι με ενδημική περιβολή φωτογραφίζουν και αποτυπώνουν τον ξένο εαυτό τους στα μνημεία.
Επιβεβλημένη απάντηση, σ. 67: Με δηκτικό και ψιλοειρωνικό τρόπο μιλά για την αγωνία επίδειξης ελληνικότητας, αν και πλείστα όσα τοπωνύμια μαρτυρούν το αντίθετο. Είναι ωστόσο ελληνικά είτε εξελληνισμένα, ενώ η καταγωγή πρέπει να μένει μυστική.
Αθήνησι, σ. 69: Παιχνίδια γλωσσολογίας για να ερμηνευτούν οι προσφωνήσεις της πόλης, τα επιρρήματά της, οι ερμηνείες της. Το κομφούζιο των λέξεων και προελεύσεων, τα υπονοούμενα, τα γνήσια και τα σκόπιμα, γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας και σχολιασμού με δηκτική διάθεση και ειρωνεία. Να θυμηθούμε το “είς τάς Αθήνας”, το “στην Αθήνα” ή το επιλεγμένο “Αθήνησι”.
Αθήναζε, σ. 71: Ποιοι όροι, πρόσωπα, γεγονότα συνδέουν με την Αθήνα; Σατιρικά τονίζει τη σχέση και καταγωγή, τις εμπειρίες και τις χαρακτηριστικές μνήμες, ό,τι προβάλλει σαν εικόνα και τοπόσημο.
Να μετονομαστεί, σ. 73: (κεκραγάρια = υμνολογία) Οι ομοιότητες με άλλες εποχές γεννούν την ιδέα της μετονομασίας της Αθήνας σε Θήβα- Κάιρο, μια μεταβατική φάση όπου η φύση και οι αντοχές παραμένουν. Η υπερβολή περίσσεψε και η ανάγκη για ειλικρινείς σχέσεις, δράσεις ή συνήθειες, μπορεί να κατευθύνει στην μετονομασία.
Εξω, στη φύση, σ. 74: H απεικόνιση ενός αγάλματος εθνικού ήρωα, κάπου στην πρωτεύουσα, γίνεται αφορμή για κωμικά σχόλια αλλά και βαθύτερους προβληματισμούς για συμπεριφορές που σχετίζονται με την εθνική καταγωγή και τη χρησιμοποίηση των προγόνων ως παρακαταθήκη στα δύσκολα. Από τη μια οι φευγάτες και συνήθεις εικόνες της πόλης ―ανδριάντας σε καυσαερί― και απ’ την άλλη αλήθειες σε αμφισβήτηση – Ελληνας είναι πολιτική βούληση.
Από απόσταση, σ. 77: Φαινόμενα της πόλης, όπως η μπόρα στη Σταδίου, χρησιμοποιούνται σαν μεταφορές. Η πόλη (Αθήνα) που απευθύνεται σε πρόσωπα υψηλά είναι αυτή που κρατάει τους ίσκιους αλλοτινών ζώντων για τους λίγους. Σ’ αυτήν την πόλη αποζητά να ενταχθεί ο ποιητής, εξαιρουμένης της επίσημης διοίκησης, αυτής που αγνοεί το παρελθόν. Δεν είναι Αθηναίοι αυτοί, σ΄ αντίθεση με τον ίδιο που αν και σε απόσταση, προσλαμβάνει τα μηνύματα και νιώθει αυτήν την πόλη.
Αθήνα είναι και η Θήβα, σ. 79: Με ευφυή και σκωπτικό τρόπο δίνει τη διάσταση αυτού που ονομάζουμε ή αποφασίζουμε να αποκαλέσουμε Αθήνα. Έτσι, αποκαλύπτει τη σχετικότητα των ορίων, την κλίμακα κατά την προσωπική ή και συλλογική επιλογή, το χαρακτηριστικό μέσα από το κοινωνικό ή ατομικά συναισθηματικό. Ουσιαστικά, θίγει την έκταση του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, την ανεξέλεγκτη επέκτασή του. Ο τόπος, η συγκεντρωτική Αθήνα, είναι οι μνήμες, οι δράσεις, οι συνήθειες, τα πρόσωπα- σταρ, τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούμε (σχεδόν αποκλειστικά κάποτε στην Αθήνα), “το πρακτικό και το μη πρακτικό πνεύμα”. Υπόσταση αποδίδει στην ευρύτερη περιοχή από τη Θήβα ώς την Καστέλα, από την Κούλουρη ώς τα Τέμπη...
Η Ποίηση στην επαρχία, σ. 81: Η προσμονή της ευκαιρίας και της αναγνώρισης από την πρωτεύουσα έρχεται σε αντίθεση με το παράπονο για την αδιαφορία της επαρχίας. Η ανοχή στο δώρο της ποίησης αγγίζει την εφησυχασμένη ζωή των συμπολιτών.
Αφίδνες, μεσάνυχτα, σ. 82: Ενας τόπος-πέρασμα, συνώνυμο των διοδίων, γίνεται το μέσο για να μιλήσει για τους ανθρώπους της μετακίνησης, του μόχθου, της εργασίας, της ανάγκης. Ενα οικοδομικό στοιχείο, οι ταράτσες στο ελληνικό καλοκαίρι, αποκαλύπτονται όταν μιλάμε για κοινωνικότητα και όραμα.
Ταξιδεύοντας, σ. 83: Παρακολουθείς την πορεία καθόδου και άφιξης στην Αθήνα, που, όπως γράφει, πιάνει και τη Φθία, τόπο τόπο, στάση στάση, στην εθνική. Συνειδητοποιεί τις ανεπίστροφες αλλαγές, την ασεβή απέναντι στο παρελθόν ανοικοδόμηση, έχοντας στον νου τις συνήθειες των μικροαστών που φορτίζουν τους δρόμους και την κοινωνία.
Διαδικασίες, σ.8 5: Εδώ καταγράφεται ο σκοπός του ποιητή, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Δηλώνει τη διαφορά ανάμεσα σε όσους δημιουργούν και προβάλλονται στο κέντρο και σε όσους στα προάστια της πρωτεύουσας. Πάλι η διαφορά πρωτεύουσας - περιφέρειας. Αναφορά στο αθηναϊκό περιβάλλον, εκεί που σκόπευε ενδεχομένως να καταφύγει, όπου ο κόσμος πολύς και διάφορος στους πεζόδρομους καθιστά από μόνος του οικείο το ιστορικό κέντρο.
Βίλια, σ. 89: (υπόλοιπο Αττικής): Κάνοντας χρήση του περιορισμένου χώρου ενός περιπτέρου, σκηνογραφεί την απομόνωση, την αραχνιασμένη εσωστρέφεια της ιδιοκτήτριας, σαν “ξεθυμασμένη φωτογραφία των Αδελφών Μανάκια”. Το απεριποίητο περίπτερο με το σκονισμένο γκισεδάκι ανακαλεί στη μνήμη τον άνθρωπο, το δίκιο του, τη μοίρα του.
Στην ποίηση του Μίμη Σουλιώτη η λεπτή ειρωνεία, η παρωδία προσώπων και καταστάσεων, το σκωπτικό πνεύμα, αντιμάχονται την πραγματικότητα και την κοινωνική ιστορία. Η Αθήνα προβάλλει σε όποια διάσταση επιλέξουμε. Οι μνήμες που μας συνδέουν μαζί της είναι πάντα ζωντανές και μας “μιλούν”. Η νοσταλγία είναι ολοφάνερη. Σχολιάζει με δηκτικό χιούμορ μικρές συνήθειες και ήθη που παρατηρούνται στην Αθήνα και στην επαρχία, διακριτές των δύο οι συνήθειες, τρέφουν και τρέφονται από τους ανθρώπους τους, για χρόνια τώρα. Διακωμωδείται η επίσημη ιστορία και ο τρόπος που αυτή υιοθετείται για αλλότριους σκοπούς. Επισημαίνει και σχολιάζει, με αναφορές ιστορικο-τοπογραφικές, τις συλλογικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές.
Τα ζητήματα που θίγονται, άλλοτε υπόγεια και άλλοτε φανερά, είναι ο χαρακτήρας της Αθήνας, το περιβάλλον και οι συναντώμενες μορφές σήμερα, η σχέση με τα μνημεία, οι μνήμες, η συσχέτιση με την καταγωγή και τον κληρονομημένο χαρακτήρα, η ιδιοποίηση της πόλης, η ατομική ανάδειξη μέσω της συλλογικής ταυτότητας, η συνέχεια της φυλής, ενώ δεν λείπουν στοιχεία πολιτικής και κριτικής. Αν επιχειρούσαμε μια σύντομη αναφορά στα επι μέρους θέματα που προαναφέρθηκαν, θα λέγαμε ότι:
Ο χαρακτήρας της πόλης είναι αυτός που καθορίζει τον ρυθμό, τη συμμετοχική παρουσία, τη συνέχεια του τόπου. Κάποτε ο χώρος γίνεται απρόσμενα προστατευτικός και ανοικτός ωσάν να ήταν δημόσιος. Αποκαλύπτεται η μετάλλαξη μιας εποχής περιορισμένων ανέσεων. Αλλά και η γνωστή μας Ομόνοια μεταλλάχτηκε στις μέρες μας σε σύμβολο ετερόκλητων μοναχικών ανθρώπων, τόπος-σύμβολο της ανασφάλειας. Αποκαλύπτεται η σχετικότητα των ορίων, της κλίμακας μέσα από το κοινωνικό ή ατομικό συναίσθημα. Τα τραίνα στο σταθμό Λαρίσης, ο Πειραιάς σαν συνέχεια και αντίθεση ταυτόχρονα της Αθήνας, ποικίλες οδοί φορτισμένες με εμπειρίες, προβάλλουν στα ποιήματαΤο περιβάλλον και οι συναντώμενες μορφές καθορίζουν κυρίως τον δημόσιο χώρο. Ο δημόσιος χώρος και ο αστικός εξοπλισμός τυγχάνει της προσοχής αλλά και των σχολίων του Μίμη Σουλιώτη. Το κοινωνικό συνονθύλευμα και οι αντιθέσεις είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητα, σκιαγραφεί το περιβαλλοντικό οικιστικό ζήτημα - πρόβλημα της πόλης. Κάνει λόγο για την υπεραξία της γης, τις υψηλές πυκνότητες εκεί που κάποτε ήταν φθηνά άγονα εδάφη. Μνημονεύονται οι περιβαλλοντικές συνθήκες και ιδιαίτερα οι θερμοκρασίες που καθιστούν μόνον τους βιοπαλαιστές κατ’ ανάγκη ενεργούς, την κυκλοφοριακή κίνηση, τη ρουτίνα της συμπεριφοράς, κοινή στις πόλεις του κόσμου, τα φανάρια των κεντρικών δρόμων και τις αντιδράσεις των διασταυρούμενων πεζών, αλλά και το άγχος τους, που δεν τους επιτρέπει να χαρούν τη φύση και τα ενδιαφέροντα σημεία της πόλης. Αξιολογεί την πλατεία Συντάγματος ως απόλυτα ενταγμένη στον ευρύτερο περίγυρο. Τέλος, γίνεται λόγος για τη συμβολή της ποίησης στην κατανόηση των επιπτώσεων στο οικείο περιβάλλονΗ σχέση με τα μνημεία φωτίζει τη συνέχεια των οικισμών και της ιστορικότητάς τους. Η Αθήνα αποξενώνει τον άνθρωπο, όταν κάνει ανοίκεια τα μνημεία. Κι αν παρατηρείται μια εξοικείωση με το ιστορικό κέντρο, αυτή οφείλεται στα τμήματα με φόρμες παραδοσιακές αλλά και στο πλήθος, μεγάλο και διάφορο, που ίσως να θυμάται την ησυχία που εναλλασσόταν με τις συνήθεις κινήσεις και ήχους της καθημερινότητας, και την ξενοιασιά εκεί που σήμερα άλλοι αποτυπώνουν τον ξένο εαυτό τους στα μνημεία. Η αμφίβολη στάση απέναντι στα μνημεία, η αδιαφορία των “κληρονόμων” και από την άλλη η πολιτιστική αδηφαγία των τουριστών. Η ανάδειξη και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς σχολιάζεται με ειρωνεία, σκιαγραφώντας τα ασύμβατα, για την ιδιοτέλεια του σκοπού.Οι μνήμες, σποραδικές και διακριτές, παρακολουθούν τις ιστορικές φάσεις, καταγράφονται από τον Μίμη Σουλιώτη όπως οι στιγμές που τον προσπέρασαν, το πρώτο “μεγάλο” ματς στη λεωφόρο, αθώα χειροποίητα παιχνίδια, το σιντριβάνι στον κήπο... Σημεία της πόλης ανταποκρίνονται σ' αυτές τις μνήμες. Το παρελθόν και οι μνήμες πλειοψηφούν έναντι των τωρινών εντυπώσεων.Η συσχέτιση με την καταγωγή και τον κληρονομημένο χαρακτήρα διαμορφώνει τη διαφορά στην ομιλία, την ταύτιση των τόπων με τους χαρακτήρες των ανθρώπων που τον κατοικούν. Οι εσωτερικοί μετανάστες στρέφουν το πρόσωπο στην καταγωγή τους και κυκλοφορούν με δοτές συμπεριφορές. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται σαν αντανάκλαση του περίγυρου. Σατιρικά τονίζει τη σχέση με την εθνική καταγωγή και τη χρησιμοποίηση της παρακαταθήκης των προγόνωνΗ ιδιοποίηση της πόλης δημιουργεί στεγανά και αποξενώνει. Η πρωτεύουσα ανήκει σε όλους, σ’ αυτούς που φεύγουν, σ’ όσους γυρνούν, όσους τηρούν υπόγειες αναφορές με τους τόπους τους. Και η πρωτεύουσα κάποιους ανταμείβει με ευκαιρίες και αναγνώριση. Το εύρος της είναι σχετικό και η πορεία άφιξης συχνά σταδιακή.Η ατομική ανάδειξη συχνά επιδιώκεται μέσω της συλλογικής ταυτότητας. H επιθυμία του ανθρώπου για ανάδειξη αγγίζει και τον τόπο του ή ακόμα και τον τόπο που αυτός οικειοποιείται, εφόσον είναι καταξιωμένος στη συλλογική μνήμη. Στην κλίμακα της πόλης το ίδιο συμβαίνει για κάποιες συνοικίες ―κυρίως τα βόρεια προάστεια― που, κατά τη μικροαστική άποψη, εκπροσωπούν την κυρίαρχη οικονομική τάξη. Το κομφούζιο των λέξεων και της προέλευσής τους, άλλοτε με υπονοούμενα και άλλοτε ολοφάνερα, υποδηλώνει την προέλευση και την καταγωγή των αστών. Η συνέχεια της φυλής, ένα ζήτημα παρεξηγημένο και με πολλαπλές θεωρήσεις, θίγεται άλλοτε με περίσκεψη και κάποτε με ειρωνεία. Από το “ορφανοί είναι όσοι δεν ζωντανεύουν τους προγόνους τους” τις παραδοσιακές πατρογονικές αναφορές έως το να ανάγουμε το κάθε τι στο μακρινό παρελθόν του έθνους υπάρχει ουσιαστική και ποιοτική διαφορά. Συγχρόνως, ο ποιητής κρίνει ότι η σταθερή και συνειδητή ένταξη στον τόπο έχει αξία. Τα στοιχεία πολιτικής και κριτικής αφορούν ιστορικές στιγμές - σταθμούς στη ζωή του ποιητή αλλά και στη νεότερη ιστορία μας και θίγονται φευγαλέα και με νόημα. Μιλάει για τους ανθρώπους της μετακίνησης, του μόχθου, της εργασίας, της ανάγκης αλλά και για την κοινωνία, τη συντροφικότητα, το όραμα. Τέλος, εκφράζει την άποψη πως δεν είναι Αθηναίοι όσοι αγνοούν το παρελθόν αλλά αυτοί που, παρά την απόσταση, προσλαμβάνουν τον παλμό και τα μηνύματα της πόλης όπου αποζητά να ενταχθεί και ο ίδιος ο ποιητής.Στο Αθήνηθεν, η Αθήνα προβάλλει με τα μάτια ενός ποιητή σε μια κριτική πέρα από όρια και υπεκφυγές, αλλά με σεβασμό και συναίσθημα.
* δρ Αρχιτέκτων - Αρχαιολόγος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου